«Δύσκολα αντέχεται η μοναξιά. Τις περισσότερες φορές κάνω αυτή τη βόλτα μόνος μου, μαζί με τέσσερα σκυλιά. Ο μόνιμοι κάτοικοι μετρούνται στα δάχτυλα των δύο χεριών. Εάν συνεχιστεί έτσι, ίσως επιστρέψω στη κοντινότερη πόλη, το Αγρίνιο».
Βρισκόμαστε στο ορεινό χωριό Αγιος Ιωάννης του νομού Αιτωλοακαρνανίας, Κόκκιανη –όπως το θυμούνται οι παλαιότεροι– μερικά χιλιόμετρα μετά το Θέρμο, περπατώντας μαζί τον Βασίλη, έναν από τους περίπου 10 μόνιμους κάτοικους του χωριού. Προορισμός, το αμέσως επόμενο χωριό, η Κόνισκα και στη συνέχεια με αυτοκίνητο ο Διπλάτανος.
Γεννήθηκε στην Κόκκιανη, και έζησε εκεί περίπου μέχρι την ηλικία των 20 ετών, όταν έφυγε για την Αθήνα για να ξεκινήσει τη ζωή του. Βγήκε στη σύνταξη πριν από λίγα χρόνια και η μοίρα τον έφερε τέσσερις δεκαετίες μετά να ζει ξανά μόνιμα στα εδάφη όπου μεγάλωσε. «Πώς ήταν η ζωή εδώ στα παιδικά σου χρόνια; Αναμνήσεις;», τον ρωτάω καθώς βρισκόμαστε σε υψόμετρο περίπου 1.000 μέτρων, στα μέσα μιας μαγευτικής ορεινής διαδρομής που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει τα κοσμοπολίτικα ορεινά χωριά της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης που κατακλύζονται από τουρίστες. Τα θυμάται όλα, με συγκίνηση. «Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν πήγαινα στην Α΄ Δημοτικού, το σχολείο του χωριού είχε περισσότερους από 70 μαθητές. Από αυτούς, τα εννέα ήταν αδέλφια μου, όλες οι οικογένειες στα χωριά τις εποχές εκείνες ήταν πολυμελείς. Μετά το σχολείο που ήταν ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας, όλα τα παιδιά βοηθούσαμε στις δουλειές του σπιτιού». Το σχολείο έκλεισε «στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν πλέον δεν υπήρχαν παιδιά, καθώς οι γονείς τους έφυγαν για τα αστικά κέντρα ή τα κεφαλοχώρια. Ο Αγιος Ιωάννης και οι γειτονικοί οικισμοί άρχισαν να ερημώνουν».
Πώς ήταν η ζωή εκείνα τα χρόνια, τον ρωτάω καθώς πλησιάζουμε στην Κόνισκα. «Πράγματα που τώρα είναι δεδομένα δεν υπήρχαν καν. Μεγαλώσαμε χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Με λάμπες πετρελαίου διαβάζαμε τα μαθήματα και προοδεύσαμε, η μητέρα σιδέρωνε με σίδερο με κάρβουνα, το έχουμε φυλάξει. Τα ρούχα όλα στη σκάφη. Το χωριό είχε ένα τηλεφωνείο και το λειτουργούσε ο πατέρας. Αυτό μας συνέδεε με τον κόσμο. Οσο πιο μακριά επικοινωνούσαμε, τόσο περισσότερες οι παρεμβολές και “παράσιτα” στη γραμμή. Δεν υπήρχαν απευθείας τηλεφωνικές κλήσεις. Το τηλεφωνείο λειτούργησε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990! Τηλεόραση φυσικά δεν υπήρχε, είχαμε όμως ένα ραδιόφωνο. Θυμάμαι σε καθημερινή βάση να ακούγονται οι αναζητήσεις μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού για άτομα που είχαν χαθεί».
Εάν εσείς μεγαλώσατε έτσι, πώς έζησαν οι γονείς σας; «Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο Σέλλο σε ένα χωριό περίπου 45 λεπτά δρόμο με τα πόδια από εδώ, ένα χωριό που σήμερα δεν υπάρχει. Ενας τόπος στον οποίο στη δεκαετία του 1950 αλλά και του ’60 έμεναν περισσότερα από 80 άτομα, σήμερα αποτελεί ένα χωριό “φάντασμα”. Καθώς οι κάτοικοι μεγάλωναν και οι νέοι έφευγαν ”έσβησε” οριστικά από τον χάρτη το 1989. Εκεί όπου άλλοτε υπήρχε ζωή και καλλιεργήσιμη γη, μεγάλωσαν έλατα. Ολα καλύφθηκαν από βλάστηση και μόνον κάποια σπίτια που αντέχουν στον χρόνο και μια ταμπέλα δείχνουν ότι μόλις 30 χρόνια πριν υπήρχε ζωή. Οι κάτοικοι στα χωριά αυτά μεγάλωσαν περπατώντας πολύ και δουλεύοντας ακόμη περισσότερο. Ακόμη και το ηλεκτρικό ρεύμα που ήρθε, έγινε με τη συμβολή της προσωπικής τους εργασίας!».
Οι γιαγιάδες
Και τώρα; «Το χωριό που μένω το κρατά ζωντανό η γιαγιά με τα 16 δισέγγονά της που συγκεντρώνονται γύρω της κάποιες ημέρες τον χρόνο, καλοκαίρι και Πάσχα. Μία από τις πολλές γιαγιάδες που κρατούν ζωντανά αρκετά από τα ελληνικά χωριά. Γενικότερα όμως, εάν δεν αλλάξει κάτι, πολλά ακόμη χωριά θα σβήσουν, όπως το Σέλλο. Οσο για εμάς, τα πράγματα δυσκολεύουν συνέχεια. Εργαστήκαμε μια ζωή, προλάβαμε για λίγο να “γευτούμε” μια αξιοπρεπή σύνταξη και τώρα το μόνο που περιμένουμε είναι πόσο ακόμη θα “κοπεί”. Εμείς αποτελούμε τη μεγαλύτερη φορολογική βάση της χώρας;», μας ρωτά με αγωνία, επαναφέροντας μας στα επίκαιρα οικονομικά ζητήματα των τελευταίων ετών της κρίσης.
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο Αγιος Ιωάννης βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από το Θέρμο. Ο Δήμος Θέρμου έχει πληθυσμό 9.299 κατοίκους και αποτελείται από 23 Τοπικά Διαμερίσματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται 59 οικισμοί, σε πολλούς από τους οποίους και περιηγηθήκαμε.