1.-.Ἡ
βεβαία
πίστις
εἶναι
μητέρα
τῆς
ἀποταγῆς. Καί
τό
ἀντίθετο
εἶναι
ἐξ
ἴσου
φανερό.
Ἡ
ἀκλόνητη
ἐλπίδα
εἶναι
ἡ
θύρα
τῆς
ἀπροσπαθείας.
Καί
τό
ἀντίθετο
εἶναι ἐξ
ἴσου
φανερό.
Ἡ
ἀγάπη
πρός
τόν
Θεόν
εἶναι
αἰτία
τῆς
ξενιτείας.
Καί
τό
ἀντίθετο
εἶναι
ἐξ
ἴσου
φανερό.
2.-. Τήν
ὑποταγή
τήν
ἐγέννησε
ἡ
καταδίκη
τοῦ
ἑαυτοῦ
μας καί
ἡ
ὄρεξις
τῆς
πνευματικῆς ὑγείας.
Μητέρα
τῆς
ἐγκρατείας
εἶναι
ἡ
σκέψις
τοῦ
θανάτου
καί
ἡ
διαρκής
μνήμη
τῆς
χολῆς
καί
τοῦ
ὄξους
τοῦ
Δεσπότου
Χριστοῦ.
Προϋπόθεσις
καί
συνεργός
τῆς
σωφροσύνης
καί
καθαρότητος
εἶναι
ἡ
ἡσυχία.
Θραῦσις
τῆς
σαρκικῆς
πυρώσεως
εἶναι
ἡ
νηστεία.
Καί
ἀντίπαλος
τῶν
αἰσχρῶν
λογισμῶν
εἶναι
ἡ
συντριβή
τοῦ
νοῦ.
3.-. Ἡ
πίστις
καί
ἡ
ξενιτεία
εἶναι
ὁ
θάνατος
τῆς
φιλαργυρίας.
Ἡ
εὐσπλαγχνία
καί
ἡ
ἀγάπη
παρέδωσαν
τό
σῶμα
σέ
θυσία.
Ἡ
ἐκτενής
προσευχή
εἶναι
ὄλεθρος
τῆς
ἀκηδίας.
Ἡ
μνήμη
τῆς
Κρίσεως
εἶναι
πρόξενος
τῆς
πνευματικῆς προθυμίας.
Θεραπεία
τοῦ
θυμοῦ
εἶναι
ἡ
ἀγάπη
τῆς
ἀτιμίας,
ἡ
ὑμνωδία
καί
ἡ
εὐσπλαγχνία.
4.-. Ἡ
ἀκτημοσύνη
καταπνίγει
τήν
λύπη.
Ἡ
ἀπροσπάθεια
πρός
τά
αἰσθητά
πράγματα
ὁδηγεῖ
στήν
θεωρία
τῶν
νοερῶν.
Ἡ
σιωπή
καί
ἡ
ἡσυχία
καταπολεμοῦν τήν
κενοδοξία
― ἐάν
ὅμως
εὑρίσκεσαι
σέ
ἀνθρώπους,
χρησιμοποίησε τήν
ἀτιμία.
5.-. Τήν
ἐξωτερική
καί
ὁρατή
ὑπερηφάνεια
τήν
ἐθεράπευσαν
ἡ
πτωχεία,
ἡ
θλῖψις
καί
οἱ
παρόμοιες
καταστάσεις.
Τήν
δέ
ἐσωτερική
καί
ἀόρατη
Ἐκεῖνος
πού
εἶναι
προαιωνίως
Ἀόρατος.
Ὅλα
τά
αἰσθητά
ἐρπετά
τά
φονεύει
τό
ἐλάφι
καί
ὅλα
τά
νοητά
ἡ
ταπείνωσις.
Εἶναι
δυνατόν
μέ
παραδείγματα
ἀπό
τήν
φύσι
νά
διδασκώμεθα
καλῶς
ὅλα
τά
πνευματικά.
6.-. Ὅπως
εἶναι
ἀδύνατο
νά
ἀποβάλη
ὁ
ὄφις
τό
παλαιό
του δέρμα,
ἐάν
δέν
εἰσχωρήση
σέ
στενή
τρύπα,
ἔτσι
καί
ἐμεῖς
δέν
θά
άποβάλωμε
τίς
παλαιές
προλήψεις
καί
τήν
ψυχική
παλαιότητα
καί
τόν
χιτῶνα
τοῦ
παλαιοῦ
ἀνθρώπου,
ἐάν
δέν
περάσωμε
ἀπό
τήν
στενή
καί
τεθλιμμένη
ὁδό
τῆς
νηστείας
καί
τῆς
ἀτιμίας (αποφυγή των τιμών).
7.-. Ὅπως
τά
πολύσαρκα
πτηνά
δέν
μποροῦν
νά
πετάξουν
στόν
οὐρανό,
ἔτσι
καί
ἐκεῖνος
πού
τρέφει
καί
περιποιεῖται
τήν
σάρκα
του.
8.-. Ὁ
ξηραμένος
βόρβορος
δέν
ἱκανοποιεῖ
πλέον
τούς
χοίρους.
Καί
ἡ
σάρκα
πού
ἐμαράνθηκε
δέν
ἀναπαύει
πλέον
τούς
δαίμονας.
9.-. Ὅπως
πολλές
φορές
τά
πολλά
ξύλα
πνίγουν
καί
σβήνουν
τήν
φωτιά
δημιουργῶντας
ὑπερβολικό
καπνό,
ἔτσι
πολλές
φορές
καί
ἡ
ὑπέρμετρη
λύπη
καπνίζει
καί
γεμίζει
σκότος
τήν
ψυχή
καί
ξηραίνει
τό
ὕδωρ
τῶν
δακρύων.
10.-. Ὅπως
ἀποτυγχάνει
ὁ
τυφλός
τοξότης
στόν
στόχο
του, ἔτσι
ἀποτυγχάνει
καί
καταστρέφεται
καί
ὁ
ὑποτακτικός
πού
ἀντιλέγει.
11.-. Καθώς
τό
κοπτερό
σίδερο
μπορεῖ
νά
ὀξύνη
ἕνα
ἄλλο
ἀκατέργαστο,
ἔτσι
καί
ὁ
πρόθυμος
ἀδελφός
ἔσωσε
πολλές
φορές
τόν
ράθυμο.
12.-. Ὅπως
τά
αὐγά
τῶν
ὀρνίθων
πού
θερμαίνονται
στόν
κόλπο
τοῦ
στήθους
ζωογονοῦνται,
ἔτσι
καί
οἱ
λογισμοί
πού
δέν
φανερώνονται
μέ
τήν
ἐξομολόγησι,
γίνονται
ἔργα.
13.-. Ὅπως
οἱ
ἵπποι
πού
τρέχουν
ἁμιλλῶνται
μεταξύ
τους, ἔτσι
καί
μέσα
στήν
καλή
συνοδία
ὁ
ἕνας
ἀδελφός
διεγείρει
τόν
ἄλλο.
14.-. Ὅπως
τά
σύννεφα
ἀποκρύπτουν
τόν
ἥλιο,
ἔτσι
καί
οἱ
πονηρές
σκέψεις
σκοτίζουν
καί
καταστρέφουν
τόν
νοῦ.
15.-. Ὅπως
αὐτός
πού
ἔλαβε
τήν
καταδικαστική ἀπόφασι
καί
ὁδηγεῖται
πρός
τήν
ἐκτέλεσι
δέν
ὁμιλεῖ
γιά
τά
θέατρα,
ἔτσι
καί
ἐκεῖνος
πού
πενθεῖ
εἰλικρινά
δέν
θά
ἀναπαύση
ποτέ
τήν
κοιλία
του.
16.-. Ὅπως
οἱ
πτωχοί
πού
βλέπουν
τούς
θησαυρούς
τοῦ
βασιλέως
αἰσθάνονται
περισ σότερο
τήν
πτωχεία
τους, ἔτσι
καί
ἡ
ψυχή
πού
μελετᾶ
τίς
μεγάλες
ἀρετές
τῶν
Πατέρων,
ταπεινώνει
ὁπωσδήποτε
περισσότερο
τό
φρόνημά
της.
17.-. Ὅπως
τό
σίδερο
καί
χωρίς
νά
τό
θέλη
σπεύδει
πρός
τόν
μαγνήτη,
διότι
ἕλκεται
ἀπό
κάποια
μυστική
φυσική
δύναμι,
ἔτσι
καί
ἐκεῖνοι
πού
ἐχρόνισαν
στίς
κακές
τους συνήθειες
τυραννοῦνται
ἀπό
αὐτές.
18.-. Ὅπως
τό
λάδι
γαληνεύει
τήν
θάλασσα
καί
παρά
τήν
θέλησί
της, ἔτσι
καί
ἡ
νηστεία
σβήνει
ἐντελῶς
τίς
σαρκικές
πυρώσεις,
καί
παρά
τήν
θέλησί
τους.
19.-. Ὅπως
τό
ὕδωρ
ὅταν
πιεσθῆ
ἀνυψώνεται,
ἔτσι
πολλές
φορές
καί
ἡ
ψυχή
πού
ἐπιέσθη
ἀπό
διαφόρους
κινδύνους,
ἀνυψώθηκε
πρός
τόν
Θεόν
μέ
τήν
μετάνοια,
καί
ἐσώθηκε.
20.-. Ὅπως
ἐκεῖνος
πού
κρατᾶ
ἀρώματα
προδίδεται
καί
χωρίς
νά
τό
θέλη
ἀπό
τήν
εὐωδία,
ἔτσι
καί
ὅποιος
ἔχει
μέσα
του τό
Πνεῦμα
τοῦ
Κυρίου
ἀναγνωρίζεται
ἀπό
τά
λόγια
του καί
τήν
ταπεινοφροσύνη του.
21.-. Ὅπως
ὁ
ἥλιος
μέ
τό
φῶς
του δείχνει
τόν
χρυσό
πού
λάμπει,
ἔτσι
καί
ἡ
ἀρετή
φανερώνει
αὐτόν
πού
τήν
ἔχει.
22.-. Ὅπως
οἱ
ἄνεμοι
ἀναταράζουν
τόν
βυθό
τῆς
θαλάσσης,
ἔτσι
καί
ὁ
θυμός
ταράζει
περισσότερο
ἀπό
ὅλα
τόν
νοῦ.
23.-. Ὅπως,
ὅσα
δέν
εἶδε
ὁ
ἄνθρωπος
μέ
τούς
ὀφθαλμούς
του, δέν
ἐπιθυμεῖ
καί
τόσο
πολύ
νά
τά
γευθῆ,
ἔστω
καί
ἄν
τά
ἄκουσε,
ἔτσι
καί
ὅσοι
ἔμειναν
ἁγνοί
στό
σῶμα,
ἔχουν
ἐξ
αἰτίας
αὐτοῦ
τοῦ
γεγονότος
ἐλαφροτέρους
πειρασμούς.
24.-. Ὅπως
οἱ
κλέπτες
δέν
πλησιάζουν
εὔκολα
στόν
τόπο
πού
βλέπουν
βασιλική
φρουρά
καί
ὅπλα,
ἔτσι
καί
ἐκεῖνος
πού
ἕνωσε
τήν
καρδιά
μέ
τήν
προσευχή
δέν
κλέπτεται
εὔκολα
άπό
τούς
νοητούς
ληστάς.
25. -. Ὅπως
ἡ
φωτιά
δέν
γενᾶ
χιόνι,
ἔτσι
καί
αὐτός
πού
ζητεῖ
τίς
τιμές
τοῦ
κόσμου
δέν
θά
ἀπολαύση
τίς
τιμές
τῆς
μελλούσης
ζωῆς.
26.-. Ὅπως
πολλές
φορές
μία
σπίθα
κατέκαυσε
ἕνα
μεγάλο
δάσος,
ἔτσι
καί
μία
ἐνάρετη
πρᾶξις
συνέβη
νά
ἐξαλείψη
πλῆθος
ἀπό
μεγάλα
πταίσματα.
27.-. Ὅπως
δέν
εἶναι
δυνατόν
νά
φονεύση
κανείς
ἕνα
ἄγριο
θηρίο
χωρίς
ὅπλο,
ἔτσι
δέν
εἶναι
δυνατόν
νά
ἀποκτήση
τήν
ἀοργησία
χωρίς
ταπείνωσι.
28.-. Ὅπως
εἶναι
ἀδύνατο,
σύμφωνα
μέ
τούς
φυσικούς
νόμους,
νά
ζήση
κανείς
χωρίς
τροφή,
ἔτσι
εἶναι
ἀδύνατο,
ὁ
ἄνθρωπος
πού
ἐπιθυμεῖ
τήν
σωτηρία
του, νά
δείξη
μέχρι
τό
θανατό
του, ἔστω
καί
γιά
μία
στιγμή
ἀμέλεια.
29.-. Ὅπως
ἡ
ἡλιακή
ἀκτῖνα
πού
εἰσχωρεῖ
ἀπό
κάποιο
μικρό
ἄνοιγμα
στό
σπίτι,
τό
φωτίζει
τόσο,
ὥστε
νά
διακρίνεται
καί
ἡ
πιό
λεπτή
σκόνη
πού
αἰωρεῖται
στόν
ἀέρα,
ἔτσι
καί
ὁ
φόβος
τοῦ
Θεοῦ
εἰσερχόμενος
στήν
καρδιά
τοῦ
ἀνθρώπου,
τῆς
φανερώνει
ὅλα
τά
ἁμαρτήματά
της.
30.-. Ὅπως
τά
λεγόμενα
καβούρια
συλλαβάνονται
εὔκολα,
διότι
βαδίζουν
ἄλλοτε
ἐμπρός
καί
ἄλλοτε
πίσω,
ἔτσι
καί
μία
ψυχή
πού
ἄλλοτε
γελᾶ,
ἄλλοτε
πενθεῖ
καί
ἄλλοτε
ζῆ
μέ
τρυφή,
δέν
εἶναι
δυνατόν
νά
κατορθώση
τίποτε.
31.-. Ὅπως
οἱ
κοιμώμενοι
κλέπτονται
εὔκολα,
ἔτσι
καί
ὅσοι
ἀσκοῦνται
στήν
ἀρετή
κοντά
στόν
κόσμο.
32.-. Ὅπως
ἐκεῖνος
πού
παλαίει
μέ
λέοντα,
ἄν
στρέψη
ἀλλοῦ
τό
βλέμμα
του, ἐξοντώνεται
ἀμέσως,
ἔτσι
καί
ἐκεῖνος
πού
παλαίει
μέ
τήν
σάρκα
του, ἐάν
τῆς
προσφέρη
ἀνάπαυσι.
33.-. Ὅπως
κινδυνεύουν
νά
πέσουν
ὅσοι
ἀνεβαίνουν
σέ
σαθρή
σκάλα,
ἔτσι
κάθε
τιμή
καί
δόξα
καί
ἐξουσία
καταρρίπτουν
τόν
κάτοχό
τους, ἐπειδή
αὐτές
ἔρχονται
σέ
ἀντίθεσι
μέ
τήν
ταπεινοφροσύνη.
34.-. Ὅπως
εἶναι
ἀδύνατον
νά
μή
σκέπτεται
ὁ
πεινασμένος
τόν
ἄρτο,
ἔτσι
εἶναι
ἀδύνατο
νά
μή
σκέπτεται
τόν
θάνατο
καί
τήν
Κρίσι
ἐκεῖνος
πού
ἀγωνίζεται
γιά
νά
σωθῆ.
35.-. Ὅπως
τό
ὕδωρ
σβήνει
τά
γράμματα,
ἔτσι
καί
τό
δάκρυ
μπορεῖ
νά
σβήση
τά
πταίσματα.
36.-. Ὅπως
μερικοί
πού
δέν
ἔχουν
ὕδωρ,
σβήνουν
μέ
ἄλλο
τρόπο
τά
γράμματα,
ἔτσι
ὑπάρχουν
καί
ψυχές
πού
στεροῦνται
δακρύων,
καί
γι᾿
αὐτό
τρίβουν
καί
ἀποξέουν
τίς
ἁμαρτίες
τους μέ
τήν
λύπη,
τούς
στεναγμούς
καί
τήν
σκυθρωπότητα.
37.-. Ὅπως
ἀπό
τό
πλῆθος
τῆς
κοπριᾶς
προέρχονται
πλῆθος
σκουλήκια,
ἔτσι
καί
ἀπό
τό
πλῆθος
τῶν
φαγητῶν
προέρχονται
πλῆθος
ἁμαρτωλῶν
πτώσεων
καί
πονηρῶν
λογισμῶν
καί
ἀκαθάρτων
ὀνείρων.
38.-. Ὅπως
ὁ
τυφλός
δέν
βλέπει
νά
βαδίζη,
ἔτσι
καί
ὁ
ὀκνηρός
δέν
μπορεῖ
νά
ἰδῆ
τό
καλό
καί
νά
τό
πράξη.
39.-. Ὅπως
ἐκεῖνος
πού
ἔχει
δεμένα
τά
πόδια
δέν
μπορεῖ
νά
βαδίζη
εὔκολα,
ἔτσι
καί
αὐτοί
πού
θησαυρίζουν
χρήματα
δέν
μποροῦν
νά
ἀνέβουν
στόν
οὐρανό.
40.-. Ὅπως
ἡ
πρόσφατη
πληγή
θεραπεύεται
εὔκολα,
ἔτσι
ἀντιθέτως
τά
χρό
νια τραύματα
τῆς
ψυχῆς
δύσκολα
θεραπεύονται,
ὅταν
βεβαίως
θεραπεύωνται.
41.-. Ὅπως
εἶναι
ἀδύνατον
νά
βαδίζη
ὁ
νεκρός,
ἔτσι
εἶναι
ἀδύνατον
νά
σωθῆ
ὁ
ἀπελπισμένος.
42.-. Αὐτός
πού
ἔχει
ὀρθή
πίστι
καί
ὅμως
διαπράττει
ἁμαρτίες,
ὁμοιάζει
μέ
πρόσωπο
πού
δέν
ἔχει
ὀφθαλμούς.
43.-. Αὐτός
πού
δέν
ἔχει
πίστι,
καί
ὅμως
πράττει
ἴσως
μερικά
καλά,
ὁμοιάζει
μέ
ἐκεῖνον
πού
ἀντλεῖ
ὕδωρ
καί
τό
χύνει
σ᾿
ἕνα
τρυπημένο
πιθάρι.
44.-. Ὅπως
τό
πλοῖο
πού
ἔχει
καλόν
κυβερνήτη
φθάνει
μέ
τήν
βοήθεια
τοῦ
Θεοῦ
σῶο
στό
λιμάνι,
ἔτσι
καί
ἡ
ψυχή
πού
ἔχει
καλόν
ποιμένα
ἀνεβαίνει
εὔκολα
στόν
οὐρανό,
ἔστω
καί
ἐάν
ἔχη
διαπράξει
πλῆθος
κακῶν.
45.-. Ὅπως
αὐτός
πού
δέν
ἔχει
ὁδηγό
χάνει
εὔκολα
τόν
δρόμο,
ἔστω
καί
ἐάν
εἶναι
πολύ
ἔξυπνος,
ἔτσι
καί
ἐκεῖνος
πού
προχωρεῖ
αὐτοκυβέρνητος
τήν
μοναχική
ὁδό,
εὔκολα
χάνεται,
ἔστω
καί
ἐάν
κατέχη
ὅλη
τήν
σοφία
τοῦ
κόσμου.
46.-. Ὅταν
κάποιος
ἀσθενῆ
κατά
τό
σῶμα,
ἔχη
δέ
διαπράξει
καί
βαρειά
ἁμαρτήματα
αὐτός
ἄς
ἀκολουθῆ
τήν
ὁδό
τῆς
ταπεινώσεως
καί
τῶν
διαφόρων
μορφῶν
καί
ἐκδηλώσεών
της, διότι
δέν
πρόκειται
νά
εὕρη
ἀλλοῦ
τήν
σωτηρία.
47.-. Ὅπως
δέν
εἶναι
δυνατόν
αὐτός
πού
ἐπέρασε
μακροχρόνιο
ἀσθένεια
νά
ἀνακτήση
τήν
ὑγεία
του μέσα
σέ
μία
στιγμή,
ἔτσι
δέν
εἶναι
δυνατόν
νά
νικήσουμε
διά
μιᾶς
τά
πάθη
μας ἤ
ἕνα
πάθος
μας. Νά
παρατηρῆς
σέ
τί
μέτρα
εὑρίσκεσαι
σέ
κάθε
πάθος
καί
σέ
κάθε
ἀρετή,
καί
ἔτσι
θά
ἀντιληφθῆς
καλύτερα
τήν
πρόοδο
σου.
48.-. Ὅπως
ζημιώνονται
ὅσοι
ἀνταλλάσσουν
τόν
χρυσό
μέ
τήν
λάσπη,
ἔτσι
καί
ὅσοι
διηγοῦνται
καί
ἀποκαλύπτουν
τά
πνευματικά, γιά
νά
κερδίσουν
κάτι
ἀπό
τά
ὑλικά.
49.-. Τήν
ἄφεσι
πολλοί
τήν
ἀπέκτησαν
σύντομα,
ἀλλά
τήν
ἀπάθεια
κανείς,
διότι
αὐτό
ἀπαιτεῖ
πολύν
χρόνο
καί
πόθο
καί
τήν
βοήθεια
τοῦ
Θεοῦ.
50.-. Ἄς
ἀναζητήσωμε
ποιά
θηρία
ἤ
πτηνά
μᾶς
ἐπιβουλεύονται
στήν
σπορά,
ποιά
στήν
βλάστησι
καί
ποιά
στόν
θερισμό,
ὥστε
νά
στήνωμε
κάθε
φορά
τίς
ἀνάλογες
παγίδες.
51.-. Ὅπως
δέν
εἶναι
σωστό
νά
αὐτοκτονήση
κάποιος,
ἐπειδή
ἔχει
πυρετό,
ἔτσι
δέν
πρέπει
νά
περιπίπτη
κανείς
στήν
ἀπόγνωσι
ποτέ
μέχρι
τελευταίας
ἀναπνοῆς.
52.-. Ὅπως
εἶναι
ἄσχημο,
ἐκεῖνος
πού
ἔθαψε
τόν
πατέρα
του, ἐπιστρέφοντας
ἀπό
τήν
κηδεία
νά
κατευθυνθῆ σέ
γάμο,
ἔτσι
εἶναι
ἀνάρμοστο
σέ
ὅσους
θρηνοῦν
τίς
πτώσεις
τους, νά
ἐπιζητοῦν
στήν
παροῦσα
ζωή
ἀπό
τούς
ἀνθρώπους
τιμή
ἤ
ἀνάπαυσι
ἤ
δόξα.
53.-. Ὅπως
ἄλλες
εἶναι
οἱ
κατοικίες
τῶν
ἐλευθέρων
πολιτῶν
καί
ἄλλες
τῶν
καταδίκων,
ἔτσι
πρέπει
νά
ξεχωρίζη
τελείως
ἡ
κατάστασις
καί
ἡ
ζωή
τῶν
πενθούντων
καί
ἐνόχων
ἀπό
τῶν
ἀνενόχων.
54.-. Ὅπως
τόν
στρατιώτη
πού
ἐπληγώθηκε
βαρειά
στό
πρόσωπό
του κατά
τόν
πόλεμο,
ὁ
βασιλεύς
δέν
τόν
ἀποβάλλει
ἀπό
τό
στράτευμα,
ἀλλά
μᾶλλον
τόν
προβιβάζει
σέ
ἀνωτέρα
τάξι,
ἔτσι
καί
τόν
μοναχό
πού
κινδυνεύει
καί
ὑποφέρει
πολλά
ἀπό
τούς
δαίμονας,
ὁ
ἐπουράνιος
Βασιλεύς
τόν
στεφανώνει.
55.-. Ἡ
αἴσθησις
πού
διαθέτει
ἡ
ψυχή
εἶναι
ἕνα
ἰδίωμά
της. Ἡ
δέ
ἁμαρτία
εἶναι
ὁ
κόλαφος
αὐτῆς
τῆς
αἰσθήσεως.
Ἡ
συναίσθησις
εἶναι
αὐτή
πού
ἐπιφέρει
τήν
κατάπαυσι
ἤ
τήν
μείωσι
τοῦ
κακοῦ,
καί
εἶναι
τέκνο
τῆς
συνειδήσεως.
Ἡ δέ συνείδησις εἶναι ὁ λόγος καί ὁ ἔλεγχος τοῦ φύλακός
μας Ἀγγέλου, ὁ ὁποῖος μᾶς ἐδόθηκε στό βάπτισμα. Γι᾿ αὐτό
τόν λόγο βλέπομε ὅτι οἱ ἀβάπτιστοι δέν αἰσθάνονται
ἔντονες τύψεις γιά τίς κακές τους πράξεις, ἀλλά
πολύ ἐλαφρές. Ἡ ἐλάττωσις τοῦ κακοῦ
γεννᾶ τήν ἀποχή ἀπό τό κακό. Ἡ ἀποχή ἀπό τό κακό εἶναι ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας. Ἡ ἀρχή τῆς μετανοίας εἶναι
ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας. Ἡ ἀρχή τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ καλή πρόθεσις.
Ἡ καλή πρόθεσις γεννᾶ τούς
κόπους. Ἀρχή τῶν κόπων εἶναι οἱ ἀρετές. Ἡ ἀρχή τῶν ἀρετῶν εἶναι τό ἄνθος (τῆς πνευματικῆς ζωῆς).
Τό ἄνθος τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀρχή τῆς (πνευματικῆς) ἐργασίας.
Ἡ (πνευματική) ἐργασία
εἶναι τέκνο τῆς ἀρετῆς· καί αὐτῆς τέκνο ἡ συνέχισις καί ἡ συχνότης τῆς ἐργασίας. Καρπός καί τέκνο τῆς συνεχοῦς καί ἐπιμελοῦς ἐργασίας εἶναι ἡ ἕξις, (ἡ μόνιμη δηλαδή συνήθεια).
Καί τέκνο τῆς ἕξεως εἶναι ἡ ποίωσις, (νά γίνη δηλαδή ἡ ἀρετή ἕνα μέ τήν ψυχή, φυσική κατάστασίς της).
Ἡ ποίωσις στό καλό γεννᾶ τόν φόβο (τοῦ Θεοῦ). Ὁ φόβος γεννᾶ τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν ― εἴτε τῶν ἐπουρανίων εἴτε τῶν ἐπιγείων. Ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης (πρός τόν Θεόν). Ἀρχή τῆς ἀγάπης εἶναι τό πλῆθος τῆς ταπεινώσεως.
Τό
πλῆθος δέ τῆς ταπεινώσεως εἶναι θυγατέρα τῆς
ἀπαθείας. Καί ἡ ἀπόκτησις τῆς ἀπαθείας εἶναι ἡ πληρότης τῆς ἀγάπης, δηλαδή ἡ
πλήρης κατοίκησις τοῦ Θεοῦ σέ ὅσους ἔγιναν μέ τήν ἀπάθεια «καθαροί τῇ
καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (Ματθ. ε´
8).
Αὐτῷ
ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο
«ΚΛΙΜΑΞ»Ἰωάννου
τοῦ Σιναΐτου Ἔκδ. Ἱ.Μ. τοῦ Παρακλήτου
ΠΗΓΗ:
https://www.imaik.gr/