Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Σταυρωτές του Χριστού και οι δεχόμενοι τον Αναβαπτισμό των Παλαιοημερολογιτών

 

"Ὅσοι τοίνυν εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα βαπτισθέντες, 

μίαν φύσιν ἐν τρισὶν ὑποστάσεσι τῆς θεότητος διδαχθέντες 

αὖθις ἀναβαπτίζονται, οὗτοι ἀνασταυροῦσι τὸν Χριστόν

(Αγ. Ιωάννου Δαμασκηνού, 

Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. ΠΒ΄)


Αφού έγινε αναφορά στους Αναβαπτιστές που λυμαίνονται τον χώρο των Παλαιοημερολογιτών (βλ. εδώ και εδώ), στο παρόν άρθρο θα γίνει λόγος για την θεσμοθέτηση του Αναβαπτισμού των Παλαιοημερολογιτών από την επίσημη Εκκλησία του Κράτους.

Πολλοί από εμάς συχνά γινόμαστε μάρτυρες περιπτώσεων Αναβαπτισμού Παλαιοημερολογιτών από κληρικούς της επισήμου Εκκλησίας, η οποία έχει αποφανθεί επί του θέματος ως εξής: "Τά Μυστήρια τῶν Παλαιοημερολογιτῶν θεωροῦνται ὡς μή γενόμενα καί θά πρέπει νά ἐπαναλαμβάνονται ἐξ ὑπαρχῆς" (https://www.ecclesia.gr/greek/holysynod/commitees/dogma/aftoxeires.htm). Και αν σε μερικές περιπτώσεις η επίσημη Εκκλησία δεν αναβαπτίζει, αλλά προβαίνει σε αναμυρώσεις, ως κύρια και γενική τακτική της, για την εισδοχή των Παλαιοημερολογιτών στους κόλπους της, επιλέγει τον Αναβαπτισμό (την ίδια στιγμή που τους αιρετικούς δεν αναβαπτίζει, αλλά χρίει!), όπως αποδεικνύει και η εν γένει πράξη της με τις αποφάσεις της να είναι καταγεγραμμένες στο "Ευρετήριο Νομοκανονικών Αποφάσεών" της: 
Ο νομομαθής Μητροπολίτης Λαρίσης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δωρόθεος Κοτταράς (+1957) παρατηρεί στο έργο του "Νομοκανονικαί έρευναι" (Αθήνα, 1951, σελ. 185-186) ότι οι Παλαιοημερολογίτες δεν είναι ούτε αιρετικοί, ούτε αλλόδοξοι, ούτε σχισματικοί, εφόσον μάλιστα δεν τους ανακήρυξε ως τοιούτους η Εκκλησία, αλλά απείθαρχα τέκνα της: 
Όμως η επίσημη Εκκλησία απέρριψε αναπόδεικτα την γνώμη αυτή και έχει συνταυτιστεί πλήρως (βλ. Ευρετήριο Νομοκανονικών Αποφάσεων, σελ. 86, λ. "Σχισματικαὶ Ἐκκλησίαι") με την, επίσης αυθαίρετη, απόφαση του κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος ως Πάπας της Ανατολής άνευ αρμοδίας Συνόδου (και ενώ σχετικά προσφάτως αποδέχθηκε τους Σχισματικούς Ουκρανούς ως Κανονικούς αναγνωρίζοντας τα Μυστήριά τους!) είχε αποφανθεί ότι οι Παλαιοημερολογίτες (αλλά και όσοι άλλοι δεν έχουν κοινωνία με το εν Φαναρίω Βατικανό) είναι Σχισματικοί και δεν έχουν Μυστήρια (βλ. Υπόμνημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί των τελουμένων υπό Σχισματικών Παλαιοημερολογιτών "Μυστηρίων", 1996):
Εφόσον όμως η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος αποδέχεται (έστω και αυθαίρετα) ότι οι Παλαιοημερολογίτες είναι Σχισματικοί τότε γιατί δεν ακολουθεί την Πράξη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας επί Σχισματικών, όπως την αποκαλύπτουν οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων; 
Έστω λοιπόν ότι οι Παλαιοημερολογίτες είναι Σχισματικοί, το οποίο βεβαίως δεν ισχύει για το σύνολό τους, αλλά μόνο για ένα μέρος αυτών (λ.χ. των Ματθαιϊκών). Ακόμη όμως και αυτών το Βάπτισμα είναι αποδεκτό και δεν επαναλαμβάνεται, όπως πιστοποιεί:
α) η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος που αποδέχθηκε χωρίς Αναβαπτισμό τους Σχισματικούς (Καθαρούς και Μελιτιανούς).
β) η Β΄ Οικουμενική, η Πενθέκτη Οικουμενική και η εν Λαοδικεία Σύνοδος που αποδέχθηκαν χωρίς Αναβαπτισμό τους Σχισματικούς (Ναυατιανούς και Τεσσαρεσκαιδεκατίτες) και
γ) η εν Καρθαγένη Σύνοδος που αποδέχθηκε χωρίς Αναβαπτισμό τους Σχισματικούς Δονατιστές.
Η πρωτοφανής αυτή πράξη της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος να απορρίπτει (και μάλιστα άνευ αρμοδίας Συνόδου) συλλήβδην το Βάπτισμα των Παλαιοημερολογιτών, δεν φανερώνει απλά την άγνοια και την περιφρόνηση των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά έρχεται σε τραγική αντίθεση και με την ίδια την πράξη της να αποδέχεται άνευ όρων το παραχαραγμένο "Βάπτισμα" των από αιώνων αιρετικών Δύσεως (Παπικών και Προτεσταντών) και Ανατολής (Αρμενίων, Κοπτών, Νεστοριανών κ.ά.), αποδεικνύοντας τελικώς όχι μόνο την τρομερή υποκρισία των ανθρώπων αυτών, αλλά και το φοβερό μίσος τους που κληρονόμησαν από τους διώκτες προκατόχους τους για τους Παλαιοημερολογίτες (Ορθοδόξους και Σχισματικούς). 
Δικαίως λοιπόν οι τοιούτοι ταλαίπωροι κληρικοί χαρακτηρίζονται από τους Πατέρες ως σταυρωτές του Χριστού. Εμείς απλά παραμένοντας σε ακοινωνησία με τέτοιους κακοδόξους και αδίκους κληρικούς (και όχι με την Εκκλησία του Χριστού, όπως μας συκοφαντούν ταυτίζοντας την Εκκλησία με τον εαυτό τους), τους προτρέπουμε σε Μετάνοια, προσευχόμενοι για αυτούς με τα λόγια του Κυρίου προς τους σταυρωτές Του: "Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι" (Λουκ. κγ΄ 34).
Νικόλαος Μάννης

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Μια αληθινή ιστορία


Μια αληθινή ιστορία

Του Βασίλη Χαραλάμπους

Σ’ ένα ταξί πριν λίγα χρόνια, σε μια όχι και τόσο κοντινή διαδρομή (Λευκωσία - Λάρνακα) έγινε τούτη η απλή συνομιλία.  Στην αρχή η διαδρομή ήταν σιωπηλή ώσπου μια απλή ερώτηση έσπασε τούτη τη σιωπή.  «Από που είσαι;» «Από το  Ριζοκάρπασο»  κι αυθόρμητα η ερώτηση μου, «Πήγες καθόλου στο χωριό σου;» «Μια φορά είχα πάει, αλλά όχι με το δικό μου ταξί.  Πήγα με άλλον ταξί, με Τούρκο ταξιτζή.  Και να σου πω τι μου έτυχε». Εγώ σιωπηλός άκουγα αυτόν τον απλό άνθρωπο, από το κατεχόμενο Ριζοκάρπασο.  «Εκεί στο αγίασμα τ’ Άη Θέρισσου (Αγίου Θύρσου ή Θέρισσου) ο ταξιτζής έκαμε τον σταυρό του.  Αμέσως ρωτώ τον.  Είσαι Χριστιανός; Τον ρώτησα.  «Όχι», απαντά μου.  Ξαναρωτώ   «Είσαι Τουρκοκύπριος;» 

 Και τούτο γιατί πολλοί ήταν οι Τούρκοι, που πριν την βάρβαρη εισβολή ήταν κρυπτοχριστιανοί.  Γι’ αυτό και οι Έλληνες της Κύπρου τους αποκαλούσαν «λινοπάμπακους».  Από το λινάρι και το βαμβάκι, γιατί εξωτερικά ζούσαν ως μωαμεθανοί και μυστικά ήταν Χριστιανοί.

 Ο ταξιτζής στην ερώτηση λοιπόν αν είναι Τουρκοκύπριος απάντησε, «Όχι είμαι Τούρκος».  «Να, σε ρωτώ, γιατί είδα σε που έκαμες τον σταυρό σου όπως εμάς κι απόρησα».  Έμεινε λίγο σιωπηλός ο Τούρκος ταξιτζής κι ύστερα συνέχισε, «Να σου πω», μου λέγει, η γυναίκα μου είναι Τουρκοκύπρια κι έχουμε ένα μικρό κοριτσάκι.  Το  κοριτσάκι μας είχε μεγάλη αρρώστια.  Έλιωνε το κοριτσάκι, κατάλαβες;  Έλιωνε.  Πήραμε το κοριτσάκι σε γιατρούς εξωτερικό γιατί θα πέθαινε.  Πήγαμε Τουρκία, πήγαμε Ισραήλ μα τίποτε, μας είπαν θα πεθάνει.  Η γυναίκα μου επέμενε  να το πάρουμε στο αγίασμαν τ’ Άη Θέρισσου.  Εγώ όμως δέν δεχόμουν.  Όταν κατάλαβα πως πλησίαζε  το τέλος του παιδιού μου δέχτηκα.  Τι να κάμω;  Βάλαμε αγίασμα στο κοριτσάκι, από πάνω ως κάτω κι έγινε εντελώς καλά.  Έγινε εντελώς καλά.  Από τότε χωρίς να γίνω  Χριστιανός, κάθε φορά που περνώ που το αγίασμα τ’ Άη Θέρισσου, κάνω τον σταυρό μου όπως τον κάνετε εσείς, για να ευχαριστήσω τον Άγιο». 

 Σιώπησε ύστερα ο ταξιτζής, σιώπησα κι εγώ, με τη ευχή να δώσει ο Θεός αυτοί οι συνάνθρωποί μας που ταλαιπωρούνται από την πλάνη του Μωάμεθ να γνωρίσουν τον Χριστό, το Αληθινό Φως.

ΠΗΓΗ: http://aktines.blogspot.com/2022/12/blog-post_736.html

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ…

 

     Ένα αρχαίο ρητό μάς λέει: "χρόνου φείδου", "να λυπάσαι να ξοδεύεις άσκοπα τον χρόνο σου", "να λογαριάζεις τον χρόνο σου". Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος μας χρειάζεται να έχει νόημα και αυτό το δίνει ο καθένας μας, ανάλογα με τον τρόπο σκέψης και ζωής του. Ο φιλόσοφος μας καλεί να βλέπουμε τον χρόνο μας στην προοπτική ενός δημιουργικού άγχους. Έτσι κι αλλιώς, καμία στιγμή δεν μπορούμε να την ξαναζήσουμε και, επομένως, χρειάζεται να νιώθουμε την μοναδικότητα της αξίας της. Η μοναδικότητα γεννά μνήμη. Η μνήμη είναι παρακαταθήκη στην πορεία μας και συνοδεύει τον καθέναν μας, κάνοντάς μας να αισθανόμαστε ότι αξίζει η ζωή που ζούμε ή και όχι. Τα παιδιά δεν μπορούν να νοηματοδοτήσουν τον χρόνο και τις μνήμες τους. Συνήθως πορεύονται με βάση το πρόγραμμα που οι μεγαλύτεροι τους διαμορφώνουν ή επιτρέπουν να έχουν. Όσο όμως συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας, την ύπαρξή μας, οικοδομούμε ταυτότητα, αντιλαμβανόμαστε την σημασία του χρόνου. Την αισθανόμαστε στο σώμα μας. Στην κόπωση του νου και της καρδιάς. Στις ματαιώσεις και στις χαρές. Στην συνύπαρξη και στην μοναξιά. Στον έρωτα και στον θάνατο. Στην πίστη στον Θεό, στον εαυτό μας, στον άλλο. Σ'  αυτό που βλέπουμε και σ'  αυτό που φανταζόμαστε. Σ'  αυτό που ζούμε και σ'  αυτό που θα θέλαμε να ζούμε. 

                "Χρόνου φείδου".   Οι οικονομολόγοι, οι επιχειρηματίες, οι εργαζόμενοι νιώθουν την πίεση να μην αφήσουν να χαθεί ούτε στιγμή παραγωγικού χρόνου. "Ο χρόνος είναι χρήμα". Και η αξία της ζωής έγκειται στο να αποκτούμε χρήματα, να σωρεύομε αγαθά, να μπορούμε να ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας, αποσκοπώντας στην ηδονή των αισθήσεων, του σώματος, της εξουσίας μας επάνω στον κόσμο. Σε ένα κυνήγι του παρόντος, με την αντίληψη ότι ο χρόνος έχει τέρμα, ότι ο θάνατος θα είναι το σταμάτημα της ύπαρξης, της μνήμης, της δημιουργικότητας, των αγαθών, της κτήσης, της ευχαρίστησης. Και το παγκόσμιο σύστημα, αυτό που είναι ο πολιτισμός μας, ακριβώς στην φειδώ του χρόνου στηρίζεται. Επειδή όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει ένα διαρκές τέντωμα της ύπαρξής του, καθώς θα νικηθεί από τον κόπο, διαλέγει να από-πνευματοποιήσει τον χρόνο και την ζωή του, να λειτουργεί ως παθητικός καταναλωτής σε μνήμες άλλων, συνήθως οπτικοποιημένες στους καιρούς μας. Κι έτσι το "χρόνου φείδου" μένει μόνο στο κομμάτι της ζωής που έχει να κάνει με τα υλικά πράγματα.

                Ο άγιος Αντώνιος, μας διηγείται το Γεροντικό, κάποτε  σε χαρούμενη ατμόσφαιρα αστειευόταν με τους μαθητές του. Πέρασε ένας κυνηγός από τη σκήτη  και σκανδαλίστηκε. Ο άγιος τότε του ζήτησε να τεντώσει το τόξο του και όταν το τέντωμα έφτασε μέχρι τον κίνδυνο να σπάσει η χορδή, ο άγιος του είπε ότι έτσι είναι και ο άνθρωπος. Χρειάζεται να χαλαρώνει κάποιες στιγμές σε κάθε έργο του. Σημείο όμως κλειδί είναι ποιο είναι το πρώτο μας έργο, ποιο είναι το νόημα της ζωής μας. Αν είναι η αγάπη, η σχέση με τον Θεό, η σχέση με τον συνάνθρωπο, η δημιουργικότητα σε κάθε έργο, τότε και το διάλειμμα είναι "χρόνου φείδου". 

                Η είσοδός μας στον νέο χρόνο ας μας δώσει την ευκαιρία να δούμε το νόημα της ζωής μας, την αξία του να χτίζουμε μνήμες αγάπης και την χαρά να πιστεύουμε στην τελική υπέρβαση και του χρόνου που είναι η αιωνιότητα. Η οδός των αγίων, της Εκκλησίας, του Θεού.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"
στο φύλλο της Τετάρτης 28 Δεκεμβρίου 2022

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Μητροπολίτης Φιλάρετος Νέας Υόρκης , Περί Πατριωτισμού και Πολέμου - Metropolitan Philaret of New York of Blessed Memory, On Patriotism and War

 

Metropolitan Philaret of New York of Blessed Memory, On Patriotism and War

Christian patriotism is, of course, alien to those extremes and errors into which "super-patriots" fall. A Christian patriot, while loving his nation, does not close his eyes to its inadequacies, but soberly looks at its properties and characteristics. He will never agree with those "patriots" who are inclined to elevate and justify everything native (even national vices and inadequacies). Such "patriots" do not realize that this is not patriotism at all, but puffed up national pride - that very sin against which C



hristianity struggles so strongly. No, a true patriot does not close his eyes to the sins and ills of his people; he sees them, grieves over them, struggles with them and repents before God and other peoples for himself and his nation. In addition, Christian patriotism is completely alien to hatred of other peoples. If I love my own people, then surely I must also love the Chinese, the Turks or any other people. Not to love them would be non-Christian. No, God grant them well-being and every success, for we are all people, children of one God.

War in itself is absolutely evil, an extremely sad phenomenon and deeply contrary to the very essence of Christianity. Words cannot express how joyous it would be if people ceased to war with one another and peace reigned on earth. Sad reality speaks quite otherwise, however. Only some dreamers far removed from reality and some narrowly one-sided sectarians can pretend that war can be omitted from real life.

It is quite correct to point out that war is a violation of the commandment, "Thou shalt not kill" (Ex. 20:15). No one will argue against that. Still, we see from the Holy Scriptures that in that very same Old Testament time when this commandment was given, the Israelite people fought on command from God, and defeated its enemies with God's help. Consequently, the meaning of the commandment, "Thou shalt not kill," does not refer unconditionally to every act of removing a person's life. This commandment forbids killing for revenge, in anger, by personal decision or act of will. When our Saviour explained the deep meaning of this commandment, He pointed out that it forbids not only actual killing, but also unchristian, vain anger.

In a conversation with Mohammedans, about war, St. Cyril, the Enlightener of the Slavs, said, "We meekly endure personal offenses; but as a society, we defend each other, laying down our lives for our neighbors, so that you having taken them captive, do not force them to deny their faith or perform acts against God." Finally, what Russian does not know the example of St. Sergius of Radonezh, who blessed Prince Dimitry Donskoy to go to war, prayed for the success of the Russian army, and commemorated those soldiers who died on the field of battle?

One can, of course, sin and sin greatly while participating in war. This happens when one participates in war with a feeling of personal hatred, vengeance, or vainglory and with proud personal aims. On the contrary, the less he thinks about himself, and the more he is ready to lay down his life for others, the closer the Christian soldier approaches the martyr's crown.

Μετάφραση google

Μητροπολίτης Φιλάρετος Νέας Υόρκης της Ευλογημένης Μνήμης, Περί Πατριωτισμού και Πολέμου

Ο χριστιανικός πατριωτισμός είναι, φυσικά, ξένος σε εκείνα τα άκρα και τα λάθη στα οποία πέφτουν οι "υπερπατριώτες". Χριστιανός πατριώτης, ενώ αγαπά το έθνος του, δεν κλείνει τα μάτια στις ανεπάρκειες του, αλλά κοιτάει νηφάλια τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά του. Ποτέ δεν θα συμφωνήσει με εκείνους τους "πατριώτες" που τείνουν να εξυψώνουν και να δικαιολογούν κάθε τι ιθαγενή (ακόμα και εθνικά βίτσια και ανεπάρκειες). Τέτοιοι "πατριώτες" δεν αντιλαμβάνονται ότι αυτό δεν είναι καθόλου πατριωτισμός, αλλά φουσκώνει εθνική υπερηφάνεια - αυτή η ίδια η αμαρτία εναντίον της οποίας αγωνίζεται τόσο έντονα ο Χριστιανισμός. Όχι, ο αληθινός πατριώτης δεν κλείνει τα μάτια του στις αμαρτίες και τις κακές του λαού του· τις βλέπει, θρηνεί γι' αυτές, αγωνίζεται μαζί τους και μετανοεί ενώπιον του Θεού και άλλων λαών για τον εαυτό του και το έθνος του. Επιπλέον, ο χριστιανικός πατριωτισμός είναι εντελώς ξένος από το μίσος των άλλων λαών. Αν αγαπώ τους δικούς μου ανθρώπους, τότε σίγουρα πρέπει να αγαπώ και τους Κινέζους, τους Τούρκους ή οποιονδήποτε άλλο λαό. Το να μην τους αγαπάς θα ήταν μη χριστιανικό. Όχι, ο Θεός να τους δώσει ευημερία και κάθε επιτυχία, γιατί είμαστε όλοι άνθρωποι, παιδιά ενός Θεού.

Ο πόλεμος από μόνος του είναι απολύτως κακός, ένα εξαιρετικά θλιβερό φαινόμενο και βαθιά αντίθετο με την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν πόσο χαρά θα ήταν αν οι άνθρωποι σταματούσαν να πολεμούν μεταξύ τους και βασίλευε η ειρήνη στη γη. Η θλιβερή πραγματικότητα μιλάει εντελώς διαφορετικά, ωστόσο. Μόνο κάποιοι ονειροπόλοι μακριά από την πραγματικότητα και κάποιοι στενά μονόπλευροι σεχταριανοί μπορούν να προσποιηθούν ότι ο πόλεμος μπορεί να παραλειφθεί από την πραγματική ζωή.

Είναι απολύτως σωστό να επισημαίνουμε ότι ο πόλεμος είναι παραβίαση της εντολής, «Ου φονεύσεις» (Πρώην 20:15). Κανείς δεν θα διαφωνήσει εναντίον αυτού. Ακόμα, βλέπουμε από τις Αγίες Γραφές ότι την ίδια ακριβώς εποχή της Παλαιάς Διαθήκης όταν δόθηκε αυτή η εντολή, ο Ισραηλίτης πολέμησε κατόπιν εντολής του Θεού και νίκησε τους εχθρούς του με τη βοήθεια του Θεού. Κατά συνέπεια, το νόημα της εντολής, «Ου φονεύσεις», δεν αναφέρεται άνευ όρων σε κάθε πράξη αφαίρεσης της ζωής ενός ανθρώπου. Αυτή η εντολή απαγορεύει να σκοτώνεις για εκδίκηση, θυμό, με προσωπική απόφαση ή πράξη θέλησης. Όταν ο Σωτήρας μας εξήγησε το βαθύ νόημα αυτής της εντολής, επεσήμανε ότι απαγορεύει όχι μόνο την πραγματική δολοφονία, αλλά και τον αντιχριστιανικό, μάταιο θυμό.

Σε μια συνομιλία με τους Μωαμεθανούς, για τον πόλεμο, ο Άγιος Κύριλλος, ο Διαφωτιστής των Σλάβων, είπε: «Εμείς υπομένουμε τα προσωπικά αδικήματα· αλλά ως κοινωνία, υπερασπιζόμαστε ο ένας τον άλλον, δίνοντας τη ζωή μας για τους γείτονές μας, ώστε να τους έχετε αιχμαλωτίσει, μην τους αναγκάζεις να αρνηθούν την πίστη τους ή εκτελεί πράξεις εναντίον του Θεού." Τέλος, αυτό που Ρώσος δεν γνωρίζει το παράδειγμα του Αγίου Σέργιου του Ραντόνεζ, ο οποίος ευλόγησε τον πρίγκιπα Dimitry Donskoy να πάει στον πόλεμο, προσευχήθηκε για την επιτυχία του ρωσικού στρατού και μνημόνευσε εκείνους τους στρατιώτες που πέθαναν στο fie Ταυτότητα μάχης;

Μπορεί κανείς, φυσικά, να αμαρτήσει και να αμαρτήσει σε μεγάλο βαθμό ενώ συμμετέχει στον πόλεμο. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιος συμμετέχει στον πόλεμο με αίσθημα προσωπικού μίσους, εκδίκηση ή ματαιοδοξία και με υπερήφανους προσωπικούς στόχους. Αντιθέτως, όσο λιγότερο σκέφτεται τον εαυτό του, και όσο περισσότερο είναι έτοιμος να δώσει τη ζωή του για τους άλλους, τόσο πιο κοντά πλησιάζει ο χριστιανός στρατιώτης το στέμμα του μαρτυρίου.

https://www.facebook.com/photo/?fbid=5766947380066391&set=gm.1347693832685843&idorvanity=570496233738944

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

ΚΙ ΟΛΟΙ ΠΑΝ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ…

 

    "Κι όλοι παν στην εκκλησιά, τον Χριστό να προσκυνήσουν…", τραγουδάγαμε όταν ήμασταν μικροί αυτές τις ημέρες, καθώς περιμέναμε να έρθει η μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων. Αναρωτιόμαστε αν στον καιρό μας αυτή η προσμονή εξακολουθεί να υφίσταται. Σήμερα  ο κόσμος μας έχει μετατρέψει τα Χριστούγεννα σε μια εμπορική χρονική στάση. Η χαρά για την ανακαίνιση του κόσμου και του ανθρώπου, κάτι που ο δυτικός άνθρωπος το είχε μετατρέψει σε τέχνη και γι'  αυτό οι υπέροχοι χριστουγεννιάτικοι ύμνοι, οι πίνακες ζωγραφικής, τα κάλαντα, έχει μετατεθεί από το πνευματικό γεγονός στο αδιανόητο να γιορτάζονται Χριστούγεννα χωρίς την παρουσία των πολλών στην χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Ακόμη και τα Christmas eve του αγγλοσαξονικού κόσμου, τα οποία μετέφεραν το κέντρο της γιορτής στο φαγητό, στην οικογένεια, στον στολισμό, στα δώρα, δεν έβγαζαν από την ζωή των ανθρώπων την σχέση με την πίστη, έστω και χωρίς νηστεία, έστω και με τυπική, επιφανειακή προσέγγιση. Η αισθητική και καλλιτεχνική απόλαυση προέρχονταν από την πίστη και οι πολλοί συνδύαζαν το πολιτιστικό και πνευματικό, με το υλικό και κοινωνικό.

                Στην δική μας παράδοση δεν έλειψαν οι στολισμοί, το οικογενειακό τραπέζι, οι επίσημες δεξιώσεις στο παλάτι του βυζαντινού αυτοκράτορα, η χάρη σε κρατουμένους που δεν κατηγορούνταν για βαριά εγκλήματα. Η γιορτή έχει και την υλική χαρά. Όμως δεν έπαυε να δεσπόζει η εκκλησία ως κέντρο της χριστουγεννιάτικης ευωχίας του ανθρώπου. Η εξαιρετική υμνωδία της παράδοσής μας, οι ύμνοι που είναι συγκλονιστικοί ως προς το πνευματικό βάθος, αλλά και ως προς την χαρά που αναδίδουν, το "Χριστός γεννάται, δοξάσατε", το "Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον", το "Στέργειν μεν ημάς ως ακίνδυνον φόβω, ράον σιωπή", και, κυρίως, το "Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει" και το "Η Γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών', έκαναν και τον τελευταίο ενοριακό ναό και την πιο μικρή μονή να μοιάζουν με επί γης παράδεισο της βασιλείας του Θεού, ενώ η μετοχή στην θεία ευχαριστία, στην πραγματικότητα, έκανε την γιορτή να είναι γιορτή ανακαίνισης του καθενός.

                Στις μέρες μας όμως η εκκοσμίκευση απογύμνωσε την γιορτή από το περιεχόμενό της. Δεν είναι ο Χριστός που δεσπόζει, το "παιδίον νέον", η ανάγκη μας να δείξουμε εμπιστοσύνη στον Θεό που έγινε άνθρωπος χωρίς μεγαλεία, χωρίς εξουσίες, αλλά με ταπείνωση και αγάπη, για να κυνηγηθεί από την αρχή της ζωής Του επί της γης από τον άνθρωπο, να γευθεί στιγμή- στιγμή τον θάνατο από την κακία, τον φθόνο, την απόρριψη, μέχρι και την σωματική εκτέλεσή Του επί του σταυρού. Δεν είναι η λεπτομέρεια της βυζαντινής εικόνας, όπου ο Χριστός ως βρέφος ιστορείται με τα εντάφια σπάργανα εντός μικρού πέτρινου μνήματος. Είναι τα ταξίδια, οι διακοπές, κάποια έθιμα, τα ρεβεγιόν, ένα αίσθημα ότι "καλές γιορτές" και "χρόνια πολλά" είναι ευχές για μια γιορτή απροσδιόριστη και όχι για την Χριστού Γέννα. 

                Υπάρχει απάντηση; Προφανώς. Είναι αυτή που μπορεί να δώσει με ευθύνη προσωπική ο καθένας. Μια στροφή εντός μας και η αναζήτηση του νοήματος πέρα από τα συνήθη. Το ΝΑΙ στην πίστη. Το ΝΑΙ στην αγάπη του Θεού. Το ΝΑΙ στην μετοχή στην θεία ευχαριστία και στη παιδικότητα της συγγνώμης, της ανοχής, της αγάπης, έναντι του ατομικισμού και μιας ζωής χωρίς Χριστό. Ας ξεκινήσουμε!

 π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Δημοσιεύθηκε στην "Ορθόδοξη Αλήθεια"

στο φύλλο της Τετάρτης 21 Δεκεμβρίου 2022

ΠΗΓΗ: http://themistoklismourtzanos.blogspot.com/2022/12/blog-post_20.html

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

Ο άγιος Νικόλαος σώζει το υποβρύχιο

 


Σοβιετική Ένωση. Έτος 1970, έτος διωγμών

Α) Στον ιερό ναό κάποιας μικρής πόλης μπαίνουν – σπάνιο φαινόμενο για κείνη την εποχή – νέοι με στρατιωτική στολή του πολεμικού ναυτικού, ανάβουν τα κεριά τους και απευθύνονται στον ιεροψάλτη, που τη στιγμή εκείνη βρισκόταν στο ναό. «Μήπως μπορείτε να μας δείξετε την εικόνα του αγίου Νικολάου;». Τους οδήγησα, θα πεί αργότερα ο ιεροψάλτης, στην εικόνα και τους ρώτησα «γιατί, παιδιά μου, θέλετε να προσκυνήσετε αυτή την εικόνα»; Χαμογέλασαν, προσκύνησαν την εικόνα και διηγήθηκαν την ακόλουθη ιστορία:

«Υπηρετούμε στο πολεμικό ναυτικό, στα υποβρύχια. Προ ημερών ήμασταν σε εκπαιδευτικό ταξίδι. Το υποβρύχιο κατέβηκε σχεδόν στο βυθό της θάλασσας. Ξαφνικά, όπως μας ανακοίνωσαν, παρουσιάστηκε κάποια βλάβη στο μηχανοστάσιο και οι μηχανές δεν λειτουργούσαν. Αυτό, όπως καταλαβαίνετε, σημαίνει ότι με καμία δύναμη το υποβρύχιο δεν ανεβαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας.

Πέρασαν περίπου 2,5 ώρες. Συγκεντρωθήκαμε όλοι σε μια μικρή αίθουσα του πλοίου. Καθόμασταν απελπισμένοι. Μερικοί άρχισαν να λένε αστεία, άλλοι να σιγοκλαίνε και κάποιοι άλλοι, όπως τώρα καταλαβαίνουμε, να προσεύχονται κρυφά. Και τότε ξαφνικά μπαίνει στην αίθουσα ένας γέροντας με άσπρα γένεια και μας λέει: «Μην απελπίζεσθε, τέκνα μου, θα σωθείτε όλοι. Όταν όμως βγείτε στη στεριά, να πάτε στην εκκλησία και να ανάψετε ένα κεράκι στον άγιο Νικόλαο». Αυτά μας είπε και εξαφανίστηκε, κι ώ του θαύματος! Οι μηχανές άρχισαν να δουλεύουν. Αυτός είναι ο λόγος που ήρθαμε στο ναό σας. Αναγνωρίσαμε τον γέροντα του υποβρυχίου στην εικόνα που προσκυνήσαμε. Είναι ο άγιος Νικόλαος. Μας έσωσε όλους».

Β) Ο π. Ιωάννης, εφημέριος του ιερού ναού της μικρής πόλης, θα γράψει κι εκείνος αργότερα:

« Μια μέρα κι ενώ βρισκόμουν στον ναό, ήρθε ένας αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού με τη σύζυγό του, με πλησιάζουν και παρακαλούν να κάνω ευχαριστήρια παράκληση στον άγιο Νικόλαο. Τους ρώτησα: « Συνέβη κάτι και θέλετε την παράκληση;» « Θα σας απαντήσω, πάτερ. Η μητέρα μου είναι πολύ πιστή γυναίκα. Όταν τελείωσα τη Σχολή Ευελπίδων και έπρεπε να αναχωρήσω για την υπηρεσία μου στο πολεμικό ναυτικό, μου είπε: Για να είμαι ήσυχη, παιδί μου πάρε αυτά τα τρία πράγματα, τα οποία θα έχεις πάντοτε μαζί σου. Ένα σταυρουδάκι από τη βάπτισή σου, την εικόνα του αγίου Νικολάου και ένα χαρτί με το κείμενο του 90ου ψαλμού.

Τα πήρα και τα έκρυψα στο προσωπικό μου βαλιτσάκι. Τα είχα πάντα μαζί μου, καλά κρυμμένα, διότι δεν επιτρεπόταν να τα έχουμε μαζί μας. Μας έκαναν μάλιστα έλεγχο και στα προσωπικά μας είδη και αφαιρούσαν όσα, κατά τη γνώμη τους, δεν έπρεπε να έχουμε μαζί μας.

Προ ημερών, πήγαμε με τους σπουδαστές εκπαιδευτικό ταξίδι,  κι ενώ το υποβρύχιο στο οποίο ήμαστε βρισκόταν σχεδόν στο βυθό, παρουσιάστηκε βλάβη στις μηχανές του. Παρά τις προσπάθειες του μηχανικού δεν καταφέραμε τίποτε. Και τότε θυμήθηκα τα δώρα της μητέρας μου. Πηγαίνω στο δωμάτιο, βγάζω από το βαλιτσάκι το κρυμμένο σταυρουδάκι και την εικόνα του αγίου Νικολάου. Τοποθέτησα το σταυρουδάκι επάνω μου και κοιτάζοντας την εικόνα προσευχήθηκα:  «Άγιε Νικόλαε, θαυματουργέ, βοήθησέ μας. Όχι για να σωθώ εγώ, αλλά γι’ αυτά τα 100 παιδιά σε παρακαλώ, που είναι στο υποβρύχιο. Είμαι άπιστος, άγιε μου  Νικόλαε. Σε παρακαλώ, άκουσε τις προσευχές της μητέρας μου και βοήθησέ μας». Μόλις τελείωσα τη φράση «βοήθησέ μας»’, ακούω ένα θόρυβο. Οι μηχανές λειτούργησαν και το υποβρύχιο ανέβηκε ανέβηκε ομαλά στην επιφάνεια της θάλασσας.

Γι’ αυτό ήρθαμε, παπούλη, με τη σύζυγο μου στη μικρή σας πόλη, όπου δεν μας γνωρίζει κανείς. Ήλθαμε δήθεν για εκδρομή.

Η σύζυγός μου δεν πιστεύει, αλλά μετά το θαύμα που έγινε, αποφασίσαμε και οι δύο να κάνουμε παράκληση ευχαριστήρια στον άγιο Νικόλαο, ως έκφραση ευγνωμοσύνης για τη σωτηρία μας και ως υπόσχεση να γίνουμε χριστιανοί».

Άραγε, από πόσους και πόσους δρόμους περνάμε για να οδηγηθούμε στη σωτηρία μας;

Πόσες φορές η υπόσχεση του αγίου Θεού «εάν διαβαίνης δι ύδατος, μετά σου ειμί, και ποταμοί ου συγκλύσουσί σεκαι εάν διέλθης διά πυρός, ου μη κατακαυθής. Φλόξ ου κατακαύσει σε, ότι εγώ Κύριος ο Θεός σου… ο σώζων σε» (Ησαΐας μγ’ 2,3) διά των αγίων Του θα ακουμπήσει την καρδιά μας, τις καρδιές και των πιο αμαρτωλών, και θα σωθούμε;

Πόσες;

Όσες χωράει η αγάπη της αγίας Τριάδος.

Ναταλία Γ. Νικολάου Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Λομονόσωφ Μόσχας

Τεύχος 603 Δεκέμβριος 2022 «Η Δράση μας»

«Διορθωθεῖτε ἐσεῖς καί θά διορθωθεῖ καί ὁ ἱερέας»

 

Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐγκλείστου

  Μου γράφετε ότι είχατε έναν καλό ιερέα, ο οποίος όμως διορίστηκε σε άλλη ενορία. Στη θέση του ήλθε κάποιος που σας στενοχωρεί με την συμπεριφορά του. Είναι απρόσεκτος και βιαστικός στις ακολουθίες, ελαφρός στις συζητήσεις, αμελής και ασαφής στο κήρυγμα.

Με ρωτάτε πως μπορείτε ν’ απαλλαγήτε απ’ αυτόν τον πειρασμό.
Μάθετε ότι εσείς φταίτε γι’ αυτόν! Δεν εκμεταλλευθήκατε τον καλό ιερέα και ο Κύριος σας τον πήρε. Σας ρωτώ: Γίνατε καλύτεροι με τον προηγούμενο καλό ιερέα; Ασφαλώς δυσκολεύεσθε ν’ απαντήσετε καταφατικά. Κι εγώ από μακρυά θα συμφωνήσω μαζί σας ότι δεν γίνατε καλύτεροι, κρίνοντας την κριτική που κάνετε στον νέο σας ιερέα, χωρίς να συγκρατήτε καθόλου τα εναντίον του αισθήματά σας.
Πριν από τον καλό ιερέα είχατε και άλλον καλό. Βλέπετε πόσους καλούς ιερείς σας έστειλε ο Θεός; Και όμως εσείς μείνατε αδιόρθωτοι. Σκέφθηκε λοιπόν ο Θεός: Γιατί να θυσιάζω γι’ αυτούς τους αδιόρθωτους τους καλούς μου ιερείς; Θα τους στείλω έναν που να τους ταιριάζει. Και σας τον έστειλε!

Θα έπρεπε λοιπόν το συντομώτερο να κάνετε αυτοκριτική, να μετανοούσατε και να διορθωνόσασθε. Εσείς όμως κρίνατε και κατακρίνατε! Διορθωθείτε εσείς και θα διορθωθεί και ο ιερέας.

Διότι τότε θα σκεφτεί: Με τέτοιους ευσεβείς και εναρέτους πιστούς, πως μπορώ να συμπεριφέρομαι απρόσεκτα; Πως μπορώ να λειτουργώ χωρίς ευλάβεια; Πως μπορώ ν’ αδιαφορώ για την πνευματική τους οικοδομή; Εάν οι ποιμένες είναι απρόσεκτοι και βιαστικοί στις ακολουθίες, και δεν έχουν βάθος στις συζητήσεις, αυτό κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στο ότι προσαρμόζονται με το ποίμνιο, με τους ενορίτες.
Λέγοντας αυτά, δεν δικαιολογώ τον νέο σας ιερέα. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει συγχώρησις, ούτε όταν ενεργεί παρά τους κανόνες και την εκκλησιαστική τάξη, ούτε όταν ενεργεί σύμφωνα με το τυπικό αλλά χωρίς διάκριση και προσοχή, σκανδαλίζοντας τους πιστούς, τις ψυχές που του εμπιστεύθηκαν. Εδώ απλώς λέω για σας, τι πρέπει να κάνετε στην περίπτωση αυτή.

Το πρώτο ήδη σας ανέφερα: Μην κατηγορείτε και μην κατακρίνετε κανένα, αλλά στραφείτε στους εαυτούς σας. Διορθωθείτε στην προσευχή, στις συζητήσεις και σ’ όλη σας την διαγωγή.
Προσευχηθείτε έπειτα εγκάρδια, για να διορθώσει ο Θεός τον ιερέα. Και θα τον διορθώσει! Μόνο να προσεύχεσθε όπως πρέπει. Ο Κύριος είπε: «Εάν δύο υμών συμφωνήσωσιν επί της γης περί παντός πράγματος ου εάν αιτήσωνται, γεννήσεται αυτοίς». (Ματθ. 18.19). Συγκεντρωθείτε λοιπόν όσοι πονάτε την ενορία σας και αρχίστε να προσεύχεσθε για τον ιερέα. Ενώστε με την προσευχή την νηστεία και διπλασιάστε την ελεημοσύνη. Και αυτό όχι μία ημέρα, ούτε δυό, αλλά εβδομάδες και μήνες και χρόνο. Κοπιάστε με ταπείνωση και συντριβή, και οπωσδήποτε η προσευχή σας θα φέρει το ποθητό αποτέλεσμα.

Δεν είναι πολύς καιρός που άκουσα για την θαυμαστή αμοιβή ενός παρόμοιου κόπου. Μία γερόντισσα, απλοϊκή και πολύ ευσεβής, πληροφορήθηκε ότι κάποιος που εκτιμούσε, άρχισε σιγά-σιγά να παρεκκλίνει από την αυστηρή πνευματική του ζωή και λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό. Πήγε λοιπόν στο σπίτι της, κλείσθηκε στο δωμάτιό της και άρχισε γεμάτη πίστη να προσεύχεται με τα εξής λόγια: «Κύριε, δεν θα σηκωθώ απ’ αυτή την θέση, δεν θα βάλω ψίχουλο στο στόμα μου, δεν θα πιώ σταγόνα νερό, δεν θα κλείσω νυσταγμένη τα μάτια μου, έως ότου μ’ ακούσεις και επαναφέρεις τον άνθρωπο αυτόν στην προηγούμενη τακτική του». Καταπονούσε δηλαδή τον εαυτό της και με δάκρυα, ικέτευε τον Κύριο να την ακούσει.

Και όταν οι λιγοστές δυνάμεις της άρχισαν να την εγκαταλείπουν, αυτή επέμενε: «Και να πεθαίνω, δεν θα υποχωρήσω, έως ότου μ ακούσει ο Κύριος». Το αποτέλεσμα μιας τόσο θερμής και ζωντανής προσευχής δεν άργησε να έλθη. Έλαβε εσωτερική πληροφορία ότι εκείνος για τον οποίον προσευχόταν διορθώθηκε. Άρχισε να συμπεριφέρεται και να σκέπτεται και ν’ αγωνίζεται όπως και πριν. Έτρεξε να το διαπιστώση η ίδια και χάρηκε πολύ. Δεν είχαν τέλος τότε τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης της στον Θεό.

Να τι είδος προσευχής οφείλετε να κάνετε. Αν όχι στην μορφή, γιατί για σας μπορεί να μην είναι εύκολο, τουλάχιστον στην ζέση της καρδιάς, στην αυτοθυσία, στην επιμονή και στην καρτερία. Και οπωσδήποτε ο Κύριος θ’ ανταποκριθεί. Θα χαρείτε αυτό που ποθείτε. Εάν όμως αρκεσθήτε, είτε στο σπίτι, είτε στην Εκκλησία, είτε στον δρόμο, να πήτε χωρίς πόνο και συντριβή, ένα ξερό και αδιάφορο «Κύριε, βοήθησε τον παπά μας να διορθωθή», τι είδους καρπό περιμένετε από μία τέτοια ψυχρή προσευχή; Αυτή δεν είναι προσευχή, αλλά μία αργολογία.
Κυρίως ήθελα να σας τονίσω το προηγούμενο μέτρο, που πρέπει να λάβετε. Θα προσθέσω ακόμη ένα. Για να το εφαρμόση όμως κανείς αποδοτικά και να φέρη ανάλογο αποτέλεσμα, πρέπει να κοπιάση αρκετά: Θα μπορούσατε εσείς οι καλοπροαίρετοι, που χαίρετε κάποιας τιμής, να πλησιάσετε τον ιερέα και να τον παρακαλέσετε ν’ αλλάξη εκείνες τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις, που σας ταράζουν και σας σκανδαλίζουν; Η ενέργεια αυτή δεν φαίνεται να έχη καμμιά δυσκολία. Έχει όμως πολλή δυσκολία προκειμένου να γίνη με τέτοιο τρόπο, ώστε να φέρη καρπό. Θα πρέπει τότε και το βλέμμα σας και το ύφος και ο τόνος της φωνής, δηλαδή όχι μόνο το περιεχόμενο των λόγων, αλλά και ο τρόπος εκφράσεώς τους, να εκδηλώνουν την θερμή και αληθινή αγάπη.

Τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι αυτή η προσπάθεια θα φέρη το ποθούμενο αποτέλεσμα. Χωρίς όμως αυτόν τον τρόπο καλύτερα να μην επιχειρήση κανείς ούτε ένα βήμα, γιατί θα προκύψει χειρότερο αποτέλεσμα. Θα δημιουργηθεί διάστασις, που είναι το πλέον οδυνηρό στις σχέσεις ποιμένος και ποιμνίου.

Ίσως να είναι ευκολώτερο να του τα γράψη κανείς με πολλή αγάπη και ταπείνωση. Αλλά πάλι το αποτέλεσμα θα είναι αβέβαιο. Μπορεί και με τον τρόπο αυτόν επίσης να έχουμε μία καταστρεπτική αποτυχία. Να γιατί δεν αποφασίζω να σας προτρέψω σε κάτι τέτοιο. Σε όλες μας τις ενέργειες παίζουν σοβαρώτατο ρόλο οι προϋπόθεσεις με τις οποίες ξεκινάμε. Το να συζητήση κανείς με τον ιερέα σας η να του γράψη με τον πιο ευγενικό τρόπο, μπορεί εύκολα να το κάνη. Για να πετύχη όμως τον σκοπό του δεν αρκεί μόνον η ευγένεια. Η ευγένεια χωρίς την αγάπη είναι κεντρί που πληγώνει. Νομίζω ότι οι άνθρωποι σε μερικές περιπτώσεις συμπεριφέρονται έτσι και χωρίς έλεγχο συνειδήσεως για το αρνητικό αποτέλεσμα των προσπαθειών τους, διαλαλούν: «Κάναμε ο,τι μπορούσαμε»! Καλύτερα όμως θα ήταν να μην έκαναν τίποτε!
Δεν μπορώ εγώ να σας συστήσω τίποτε περισσότερο από αυτά, παρά μόνο να κάνετε υπομονή. Υπάρχουν βέβαια και διοικητικά μέσα, αναφορές στην Μητρόπολη κ. τ. λ. αλλά προτιμώ να μη φθάσετε έως εκεί. Ας εφαρμόσετε τα ηπιώτερα μέσα που σας ανέφερα προηγουμένως.


Από το βιβλίο «Απάνθισμα Επιστολών» του Οσίου Θεοφάνους του Εγκλείστου
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ: ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ



Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Ας ταπεινωθούμε και θα σωθούμε, Αββάς Δωρόθεος

 


Πράγματι η ταπεινοφροσύνη είναι μεγάλη αρετή και καθένας από τους αγίους με αυτή την ταπεινοφροσύνη πορεύτηκε και με τον κόπο συντόμεψε την πορεία, όπως λέει: «Δες την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου, και συγχώρησε όλες τις αμαρτίες μου» (Ψαλμ. 24:18), και: «Ταπεινώθηκα και με έσωσε ο Κύριος» (Ψαλμ. 114:6). Γιατί μπορεί και μόνη της η ταπείνωση να μας βάλει στη βασιλεία των ουρανών, όπως έλεγε ο Γέροντας, ο αββάς Ιωάννης, αλλά με πιο αργό ρυθμό.
Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς λίγο και θα σωθούμε. Κι αν δεν μπορούμε να κοπιάσουμε σαν αδύναμοι που είμαστε, ας προσπαθήσουμε να ταπεινωθούμε. Και πιστεύω στο έλεος του Θεού, ότι γι’ αυτό το λίγο που έγινε με την ταπείνωση, θα βρεθούμε και εμείς στον τόπο των αγίων εκείνων που πολλούς κόπους κατέβαλαν και πολύ δούλεψαν στον Θεό. Ναι, είμαστε αδύναμοι και δεν μπορούμε να κοπιάσουμε, μήπως δεν μπορούμε και να ταπεινωθούμε;

Αδελφοί μου, είναι μακάριος εκείνος που έχει ταπείνωση. Είναι μεγάλη αρετή η ταπείνωση. Σωστά χαρακτήρισε εκείνος ο άγιος αυτόν που έχει αληθινή ταπείνωση με το να πει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα». Και κάπως το πράγμα φαίνεται παράξενο. Γιατί η ταπείνωση εναντιώνεται σε μόνη την κενοδοξία, και απ’ αυτήν φαίνεται να προστατεύει τον άνθρωπο. Οργίζεται όμως κανείς και για χρήματα και για φαγητά. Πώς λοιπόν λέει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα»;

Όπως είπαμε, η ταπείνωση είναι μεγάλη αρετή και μπορεί να ελκύει τη χάρη του Θεού στην ψυχή. Αυτή λοιπόν η χάρη του Θεού έρχεται και σκεπάζει την ψυχή από τα δύο άλλα βαριά αυτά πάθη. Γιατί, τι είναι πιο βαρύ από το να οργίζεται κανείς και να εξοργίζει τον πλησίον του, όπως είπε ο Ευάγριος ότι «είναι εντελώς ξένο στον μοναχό το να οργίζεται». Πράγματι, αν δεν σκεπαστεί αυτός γρήγορα με την ταπείνωση, λίγο λίγο έρχεται σε δαιμονική κατάσταση, αναστατώνοντας και τους άλλους και τον εαυτό του.

Γι’ αυτό λοιπόν λέει ότι «η ταπείνωση κάνει τον άνθρωπο να μην οργίζεται, ούτε να εξοργίζει κανένα».

Γιατί όμως λέω ότι η ταπείνωση σκεπάζει από αυτά τα δύο μεγάλα πάθη; Αλλά και από κάθε πάθος και από κάθε πειρασμό η ταπείνωση σκεπάζει την ψυχή.

Όταν ο άγιος Αντώνιος είδε απλωμένες όλες τις παγίδες του διαβόλου, αναστέναξε και ρώτησε τον Θεό: «Ποιος άραγε μπορεί να τις προσπεράσει;»

Τι του απάντησε ο Θεός; Ότι «η ταπείνωση τις προσπερνά». Και τι άλλο θαυμαστό πρόσθεσε; «Και ούτε την αγγίζουν».

Βλέπεις δύναμη που έχει η ταπείνωση, αδελφέ μου, βλέπεις χάρη αρετής;

Πραγματικά, τίποτε δεν είναι πιο ισχυρό από την ταπεινοφροσύνη, τίποτε δεν τη νικά. Και αν συμβεί κάτι λυπηρό στον ταπεινό, αμέσως τα βάζει με τον εαυτό του, αμέσως κατακρίνει τον εαυτό του ότι αυτό του άξιζε. Δεν ανέχεται να κατηγορήσει κανένα, δεν ανέχεται να ρίξει σε άλλον την αιτία, και έτσι το ξεπερνάει χωρίς ταραχή και στενοχώρια, με κάθε ανάπαυση. Γι’ αυτό ούτε ο ίδιος οργίζεται ούτε εξοργίζει κανένα.

Γι’ αυτό σωστά είπε ο άγιος ότι: «Πάνω απ’ όλα έχουμε ανάγκη από την ταπεινοφροσύνη».


Αββά Δωροθέου, Διδασκαλία Β’. Περί ταπεινοφροσύνης (Migne PG 88, 1641C, απόσπασμα).

Μετάφραση για την Κ.Ο.

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Η κυρία Αθηνά (μια αληθινή ιστορία)

 


Η μακαριστή Ομολογήτρια και Διδασκάλισα του Γένους Αθηνά Αγγελοπούλου (+1990)

Εκείνο το πρωινό έφθασαν οι εργάτες έξω από την εκκλησία και ετοίμασαν τις σκάλες. Η διαταγή από τον σύντροφο Εμβέρ Χότζα ήταν σαφέστατη. Μιας και επισήμως κάθε θρησκεία εξοβελιζόταν από το κράτος της Αλβανίας, οι ναοί δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Κάθε εκκλησία μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι "χρήσιμο": κινηματογράφο, τυροκομείο, στάβλο, ελαιοτριβείο.

Η Άκρα Ταπείνωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Αλβανία 
(λεπτομέρεια τοιχογραφίας από τον Ι.Ν. Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου στο Βούνο [ή Βουνό] - χωριό πλησίον των Δρυμμάδων - ο οποίος μετατράπηκε σε αποθήκη - Αρχείο Νικολάου Μάννη)

Οτιδήποτε δηλαδή εξυπηρετούσε τον άνθρωπο, του οποίου τον ορισμό είχε δώσει ο ...μέγας φιλόσοφος σύντροφος Εμβέρ: "Άνθρωπος είναι το ζώο, που μπορεί να κατασκευάζει εργαλεία".
Οι εργάτες ανέβηκαν στις σκαλωσιές και άρχισαν να βγάζουν ένα ένα τα κεραμίδια των Αγίων Θεοδώρων. Τα πέταγαν κάτω, στο μικρό προαύλιο. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε μια στίβα από αυτά, τα περισσότερα σπασμένα από το πέταγμα. Το μεσημέρι οι εργάτες είχαν τελειώσει. Καταϊδρωμένοι, κατέβηκαν από τις σκάλες και μάζεψαν τα εργαλεία τους. Θα ερχόντουσαν ξανά αύριο, να τελειώσουν το γκρέμισμα.
***
Σε ένα μικρό δωματιάκι, ένα επί δύο, το οποίο βρισκόταν κολλητά στο ιερό του ναού, ζούσε η κυρία Αθηνά Αγγελοπούλου, γεννηθείσα το 1900 περίπου στην Κέρκυρα. 
Η κυρία Αθηνά είχε διατελέσει δασκάλα στο ελληνικό σχολείο των Δρυμάδων και πλέον εργαζόταν στο νοσοκομείο Αυλώνας. Ήταν ουσιαστικά ο φύλακας-άγγελος της εκκλησίας και στο δωμάτιό της φύλαγε την μεγάλη εικόνα των Αγίων Θεοδώρων, ενώπιον της οποίας φώτιζε ακοίμητο το καντηλάκι. 
Παρά την απόφαση για μετατροπή του ναού των Αγίων Θεοδώρων σε πυροσβεστικό σταθμό, εκείνη δεν ήθελε να φύγει από το δωματιάκι (και πού αλλού να πάει), ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Και το θαύμα έγινε...
Την επόμενη ημέρα, όταν οι εργάτες ήλθαν να συνεχίσουν το έργο τους, βρήκαν τα κεραμίδια πίσω στη θέση τους, στην στέγη, ακέραια και κολλημένα. Και μη σκεφτεί κανείς ότι μπορούσε η κυρία Αθηνά, να ανέβει, μέσα σε ένα βράδυ, στη στέγη και να ξανατοποθετήσει στη θέση τους τα εκατοντάδες σπασμένα κεραμίδια, που χρειάστηκαν τόσοι άνδρες όλη την ημέρα για να τα ξεκολλήσουν! Ολοφάνερα επρόκειτο για θαύμα.
Επειδή όμως ο νους του ανθρώπου που βρίσκεται μακριά από τον Θεό είναι επιρρεπής στο να εφευρίσκει δικαιολογίες, κάποια από αυτές σίγουρα βρέθηκε για να δικαιολογήσει το απίστευτο αυτό γεγονός. Οι εργάτες επανέλαβαν ακριβώς ό,τι και την προηγούμενη ημέρα. Έλα όμως που το επόμενο πρωί τα κεραμίδια ήταν πάλι στη θέση τους!
Όταν και την τρίτη ημέρα επαναλήφθηκε το σημείο, ο ναός απλά σφραγίστηκε, για να μη μπαίνει κόσμος μέσα και προσεύχεται, οι εργάτες έφυγαν και ο πυροσβεστικός σταθμός έγινε σε άλλο σημείο...

Ο Ιερός Ναός Αγίων Θεοδώρων στην Αυλώνα Αλβανίας.
***
Η κυρία Αθηνά δεν ήταν παντρεμένη και έζησε εν παρθενία όλη της την ζωή. Την επισκέπτονταν πολλοί χριστιανοί της περιοχής, με χίλιες προφυλάξεις, και ζητούσαν τις συμβουλές της, αλλά και τις προσευχές της (μαρτυρούνται και αρκετά θαύματα). Καθόταν ολομόναχη στο δωματιάκι της, μπροστά στο καντηλάκι της και ολημερίς προσευχόταν. Ιερέας δεν υπήρχε. 
Μια μέρα, ήρθε κάποια κυρία που δούλευε σε ένα ελαιοτριβείο και της έφερε ένα μπουκάλι λάδι, για να ανάβει το καντήλι. Με το λάδι όμως αυτό, αν και φαινόταν γνήσιο και καλό, το καντήλι δεν άναβε! Όταν η γυναίκα αυτή ξανάρθε η κυρία Αθηνά της είπε: "Το λάδι που μου είχες φέρει, το αγόρασες ή το έκλεψες;". Η γυναίκα κατέβασε το κεφάλι: "Πώς το κατάλαβες;", ψέλλισε.   
Η κυρία Αθηνά έζησε δεκάδες χρόνια χωρίς εκκλησιασμό, αλλά σε όλους έλεγε ότι θα ανοίξουν ξανά οι εκκλησίες, χωρίς φυσικά να γίνεται πιστευτή. 
***
Στα ογδόντα πέντε της χρόνια περίπου της συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός. Κουρασμένη όπως καθόταν στο μικρό ντιβανάκι της, άκουσε βηματισμούς αλόγων από έξω. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και εμφανίστηκε ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο πλέον αγαπητός άγιος των Βορειοηπειρωτών. 
- Τί θέλεις, Άγιέ μου, του είπε η κυρία Αθηνά με φυσική απλότητα.
- Ήρθα να σε πάρω, της απάντησε ο Άγιος χαμογελώντας.
- Σε παρακαλώ άφησε με λίγο ακόμη.
- Εντάξει, της είπε ο Άγιος, θα σε αφήσω, αλλά θα σου δείξω που θα σε πάω όταν ξανάρθω.
Και της εμφάνισε σαν εικόνα ένα υπέροχο παλάτι μέσα στην θάλασσα...
Βγαίνοντας ο Άγιος Σπυρίδωνας από το δωμάτιό της, η κυρία Αθηνά πλησίασε στο μικρό παραθυράκι και είδε τα άλογα να υψώνονται στον αέρα! 
Η κυρία Αθηνά βγήκε έξω, όπου υπήρχαν μάλιστα αρκετοί περαστικοί (που δεν έβλεπαν φυσικά τίποτα), σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και είδε τον Άγιο και τα άλογα, που κάλπαζαν προς τον ουρανό, να περνούν μέσα από μία ουράνια πύλη, η οποία έκλεισε πίσω τους...
Η κυρία Αθηνά κοιμήθηκε το 1990, αφού πρόλαβε και είδε στην Αλβανία το άνοιγμα των εκκλησιών, που είχε προείπει. 
Ο Θεός να την αναπαύσει και να είναι αιωνία της η μνήμη!

(Βασισμένο σε μαρτυρίες Ορθοδόξων της Αυλώνας)

Νικόλαος Μάννης

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022

It was Christmas Eve 1942. - Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1942.

 


It was Christmas Eve 1942. I was fifteen years old and feeling like the world had caved in on me because there just hadn't been enough money to buy me the rifle that I'd wanted for Christmas.

We did the chores early that night for some reason. I just figured Daddy wanted a little extra time so we could read in the Bible. After supper was over I took my boots off and stretched out in front of the fireplace and waited for Daddy to get down the old Bible.
I was still feeling sorry for myself and, to be honest, I wasn't in much of a mood to read Scriptures. But Daddy didn't get the Bible instead he bundled up again and went outside. I couldn't figure it out because we had already done all the chores. I didn't worry about it long though I was too busy wallowing in self-pity.
Soon he came back in. It was a cold clear night out and there was ice in his beard. "Come on, Matt," he said. "Bundle up good, it's cold out tonight." I was really upset then. Not only wasn't I getting the rifle for Christmas, now he was dragging me out in the cold, and for no earthly reason that I could see. We'd already done all the chores, and I couldn't think of anything else that needed doing, especially not on a night like this. But I knew he was not very patient at one dragging one's feet when he'd told them to do something, so I got up and put my boots back on and got my coat. Mommy gave me a mysterious smile as I opened the door to leave the house. Something was up, but I didn't know what..
Outside, I became even more dismayed. There in front of the house was the work team, already hitched to the big sled. Whatever it was we were going to do wasn't going to be a short, quick, little job. I could tell. We never hitched up this sled unless we were going to haul a big load. Daddy was already up on the seat, reins in hand. I reluctantly climbed up beside him. The cold was already biting at me. I wasn't happy. When I was on, Daddy pulled the sled around the house and stopped in front of the woodshed. He got off and I followed.
"I think we'll put on the high sideboards," he said. "Here, help me." The high sideboards! It had been a bigger job than I wanted to do with just the low sideboards on, but whatever it was we were going to do would be a lot bigger with the high side boards on.
Then Daddy went into the woodshed and came out with an armload of wood - the wood I'd spent all summer hauling down from the mountain, and then all Fall sawing into blocks and splitting. What was he doing? Finally I said something. I asked, "what are you doing?" You been by the Widow Jensen's lately?" he asked. Mrs.Jensen lived about two miles down the road. Her husband had died a year or so before and left her with three children, the oldest being eight. Sure, I'd been by, but so what?
Yeah," I said, "Why?"
"I rode by just today," he said. "Little Jakey was out digging around in the woodpile trying to find a few chips. They're out of wood, Matt." That was all he said and then he turned and went back into the woodshed for another armload of wood. I followed him. We loaded the sled so high that I began to wonder if the horses would be able to pull it. Finally, he called a halt to our loading then we went to the smoke house and he took down a big ham and a side of bacon. He handed them to me and told me to put them in the sled and wait. When he returned he was carrying a sack of flour over his right shoulder and a smaller sack of something in his left hand.
"What's in the little sack?" I asked. Shoes, they're out of shoes. Little Jakey just had gunny sacks wrapped around his feet when he was out in the woodpile this morning. I got the children a little candy too. It just wouldn't be Christmas without a little candy."
We rode the two miles to Mrs.Jensen's pretty much in silence. I tried to think through what Daddy was doing. We didn't have much by worldly standards. Of course, we did have a big woodpile, though most of what was left now was still in the form of logs that I would have to saw into blocks and split before we could use it. We also had meat and flour, so we could spare that, but I knew we didn't have any money, so why was he buying them shoes and candy? Really, why was he doing any of this? Widow Jensen had closer neighbors than us; it shouldn't have been our concern.
We came in from the blind side of the Jensen house and unloaded the wood as quietly as possible then we took the meat and flour and shoes to the door. We knocked. The door opened a crack and a timid voice said, "Who is it?" "Lucas Miles, Ma'am, and my son, Matt, could we come in for a bit?"
Mrs.Jensen opened the door and let us in. She had a blanket wrapped around her shoulders. The children were wrapped in another and were sitting in front of the fireplace by a very small fire that hardly gave off any heat at all. Mrs.Jensen fumbled with a match and finally lit the lamp.
"We brought you a few things, Ma'am," Daddy said and set down the sack of flour. I put the meat on the table. Then he handed her the sack that had the shoes in it. She opened it hesitantly and took the shoes out one pair at a time. There was a pair for her and one for each of the children - sturdy shoes, the best, shoes that would last. I watched her carefully. She bit her lower lip to keep it from trembling and then tears filled her eyes and started running down her cheeks. She looked up at my Daddy like she wanted to say something, but it wouldn't come out.
"We brought a load of wood too, Ma'am," he said. Then turned to me and said, "Matt, go bring in enough to last awhile. Let's get that fire up to size and heat this place up." I wasn't the same person when I went back out to bring in the wood. I had a big lump in my throat and as much as I hate to admit it, there were tears in my eyes too. In my mind I kept seeing those three kids huddled around the fireplace and their mother standing there with tears running down her cheeks with so much gratitude in her heart that she couldn't speak.
My heart swelled within me and a joy that I'd never known before filled my soul. I had given at Christmas many times before, but never when it had made so much difference. I could see we were literally saving the lives of these people.
I soon had the fire blazing and everyone's spirits soared. The kids started giggling when Daddy handed them each a piece of candy and Mrs.Jensen looked on with a smile that probably hadn't crossed her face for a long time. She finally turned to us. "God bless you," she said. "I know the Lord has sent you. The children and I have been praying that he would send one of his angels to spare us."
In spite of myself, the lump returned to my throat and the tears welled up in my eyes again. I'd never thought of my Daddy in those exact terms before, but after Widow Jensen mentioned it I could see that it was probably true. I was sure that a better man than Daddy had never walked the earth. I started remembering all the times he had gone out of his way for Mommy and me, and many others. The list seemed endless as I thought on it.
Daddy insisted that everyone try on the shoes before we left. I was amazed when they all fit and I wondered how he had known what sizes to get. Then I guessed that if he was on an errand for the Lord that the Lord would make sure he got the right sizes.
Tears were running down Widow Jensen's face again when we stood up to leave. My Daddy took each of the kids in his big arms and gave them a hug. They clung to him and didn't want us to go. I could see that they missed their Daddy and I was glad that I still had mine.
At the door he turned to Widow Jensen and said, "The Mrs. wanted me to invite you and the children over for Christmas dinner tomorrow. The turkey will be more than the three of us can eat, and a man can get cantankerous if he has to eat turkey for too many meals. We'll be by to get you about eleven. It'll be nice to have some little ones around again. Matt, here, hasn't been little for quite a spell." I was the youngest. My two brothers and two sisters had all married and had moved away.
Mrs.Jensen nodded and said, "Thank you, Brother Miles. I don't have to say, May the Lord bless you, I know for certain that He will."
Out on the sled I felt a warmth that came from deep within and I didn't even notice the cold. When we had gone a ways, Daddy turned to me and said, "Matt, I want you to know something. Your Mother and me have been tucking a little money away here and there all year so we could buy that rifle for you, but we didn't have quite enough.
Then yesterday a man who owed me a little money from years back came by to make things square. Your Mom and me were real excited, thinking that now we could get you that rifle, and I started into town this morning to do just that, but on the way I saw little Jakey out scratching in the woodpile with his feet wrapped in those gunny sacks and I knew what I had to do. Son, I spent the money for shoes and a little candy for those children. I hope you understand."
I understood, and my eyes became wet with tears again. I understood very well, and I was so glad Daddy had done it. Now the rifle seemed very low on my list of priorities. He had given me a lot more. He had given me the look on Mrs. Jensen's face and the radiant smiles of her three children. For the rest of my life, Whenever I saw any of the Jensens, or split a block of wood, I remembered, and remembering brought back that same joy I felt riding home beside of my Daddy that night. He had given me much more than a rifle that night, he had given me the best Christmas of my life..
Μετάφραση από google
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1942. Ήμουν δεκαπέντε χρονών και ένιωθα σαν ο κόσμος να είχε καταρρεύσει πάνω μου επειδή απλά δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για να μου αγοράσουν το όπλο που ήθελα για τα Χριστούγεννα.
Κάναμε τις δουλειές νωρίς εκείνο το βράδυ για κάποιο λόγο. Σκέφτηκα ότι ο μπαμπάς ήθελε λίγο παραπάνω χρόνο για να διαβάζουμε στη Βίβλο. Αφού τελείωσε το δείπνο έβγαλα τις μπότες μου και τεντώθηκα μπροστά από το τζάκι και περίμενα τον μπαμπά να κατέβει από την παλιά Βίβλο.
Ακόμα λυπόμουν τον εαυτό μου και, για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα διάθεση να διαβάσω τις Γραφές. Αλλά ο μπαμπάς δεν πήρε τη Βίβλο αντ' αυτού κουκουλώθηκε πάλι και βγήκε έξω. Δεν μπορούσα να το καταλάβω γιατί είχαμε κάνει ήδη όλες τις δουλειές. Δεν ανησυχούσα γι' αυτό πολύ καιρό αν και ήμουν πολύ απασχολημένος με την αυτολύπηση.
Σύντομα επέστρεψε. Ήταν μια κρύα καθαρή νύχτα έξω και είχε πάγο στα γένια του. "Έλα, Ματ", είπε. "Σκουμπωθείτε καλά, κάνει κρύο έξω απόψε. Ήμουν πραγματικά αναστατωμένη τότε. Όχι μόνο δεν έπαιρνα το τουφέκι για τα Χριστούγεννα, τώρα με τραβούσε έξω στο κρύο, και χωρίς λόγο που δεν μπορούσα να δω. Είχαμε ήδη κάνει όλες τις δουλειές, και δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι άλλο που έπρεπε να γίνει, ειδικά όχι μια νύχτα σαν αυτή. Αλλά ήξερα ότι δεν ήταν πολύ υπομονετικός όταν έσερνε τα πόδια του όταν τους έλεγε να κάνουν κάτι, έτσι σηκώθηκα και έβαλα πάλι τις μπότες μου και πήρα το παλτό μου. Η μαμά μου χάρισε ένα μυστηριώδες χαμόγελο καθώς άνοιξα την πόρτα για να φύγω από το σπίτι. Κάτι συνέβαινε, αλλά δεν ήξερα τι..
Έξω, έγινα ακόμα πιο απογοητευμένος. Εκεί μπροστά από το σπίτι ήταν η ομάδα εργασίας, ήδη δεμένη με το μεγάλο έλκηθρο. Ό,τι κι αν ήταν να κάνουμε δεν θα ήταν μια σύντομη, γρήγορη, μικρή δουλειά. Το κατάλαβα. Ποτέ δεν φτιάξαμε αυτό το έλκηθρο εκτός αν πρόκειται να μεταφέρουμε ένα μεγάλο φορτίο. Ο μπαμπάς ήταν ήδη πάνω στο κάθισμα, τα ηνία στο χέρι. Ανέβηκα απρόθυμα δίπλα του. Το κρύο ήδη με τσίμπησε. Δεν ήμουν χαρούμενος. Όταν ήμουν στον αέρα, ο μπαμπάς τράβηξε το έλκηθρο γύρω από το σπίτι και σταμάτησε μπροστά από την αποθήκη ξύλων. Κατέβηκε και τον ακολούθησα.
«Νομίζω ότι θα βάλουμε τους ψηλούς μπουφέτες», είπε. "Εδώ, βοήθησέ με. " Οι ψηλοί μπουφέδες! Ήταν μεγαλύτερη δουλειά από ό,τι ήθελα να κάνω μόνο με τους χαμηλούς μπουφέδες, αλλά ό,τι κι αν ήταν να κάνουμε θα ήταν πολύ μεγαλύτερο με τις ψηλές πλαϊνές σανίδες.
Τότε ο μπαμπάς πήγε στην αποθήκη και βγήκε έξω με ένα φορτίο ξύλα - τα ξύλα που πέρασα όλο το καλοκαίρι κατεβάζοντας από το βουνό, και μετά όλο το φθινόπωρο πριονίζοντας σε κομμάτια και χωρίζοντας. Τι έκανε; Επιτέλους είπα κάτι. Ρώτησα, "τι κάνεις; "Πήγες από τη χήρα Τζένσεν τελευταία; " ρώτησε. Η κυρία Τζένσεν ζούσε περίπου δύο μίλια πιο κάτω. Ο σύζυγός της είχε πεθάνει ένα χρόνο περίπου πριν και την άφησε με τρία παιδιά, με τα μεγαλύτερα οκτώ ετών. Σίγουρα, είχα περάσει, αλλά τι έγινε;
Ναι, είπα, "Γιατί; "
"Πέρασα μόλις σήμερα", είπε. "Ο μικρός Τζέικι ήταν έξω και έσκαβε στον σωρό ξύλων προσπαθώντας να βρει μερικά πατατάκια. Ξέμειναν από ξύλο, Ματ. " Αυτό ήταν το μόνο που είπε και μετά γύρισε και πήγε πίσω στην αποθήκη για άλλη μια παρτίδα ξύλου. Τον ακολούθησα. Φορτώσαμε τόσο ψηλά το έλκηθρο που άρχισα να αναρωτιέμαι αν τα άλογα θα μπορούσαν να το τραβήξουν. Τελικά, σταμάτησε να φορτώνουμε μετά πήγαμε στο σπίτι με τα καπνά και κατέβασε ένα μεγάλο ζαμπόν και μια μερίδα μπέικον. Μου τα έδωσε και μου είπε να τα βάλω στο έλκηθρο και να περιμένω. Όταν επέστρεψε κουβαλούσε ένα σακί αλεύρι στον δεξί του ώμο και ένα μικρότερο σακί με κάτι στο αριστερό του χέρι.
"Τι έχει μέσα ο μικρός σάκος; Ρώτησα. Παπούτσια, τελείωσαν τα παπούτσια. Ο μικρός Jakey μόλις είχε τυλιγμένους σάκους γύρω από τα πόδια του όταν ήταν έξω στο σωρό ξύλων σήμερα το πρωί. Πήρα και στα παιδιά μια καραμέλα. Απλά δεν θα ήταν Χριστούγεννα χωρίς λίγα γλυκά. "
Οδηγήσαμε τα δύο μίλια μέχρι της κυρίας Τζένσεν λίγο πολύ σιωπηλά. Προσπάθησα να σκεφτώ τι έκανε ο μπαμπάς. Δεν είχαμε πολλά για τα παγκόσμια πρότυπα. Φυσικά, είχαμε ένα μεγάλο σωρό ξύλων, αν και τα περισσότερα από αυτά που είχαν απομείνει τώρα ήταν ακόμα σε μορφή κορμών που θα έπρεπε να τα δω σε κομμάτια και να τα χωρίσω πριν μπορέσουμε να τα χρησιμοποιήσουμε. Είχαμε και κρέας και αλεύρι, για να μας περισσεύουν, αλλά ήξερα ότι δεν είχαμε λεφτά, οπότε γιατί τους αγόραζε παπούτσια και γλυκά; Αλήθεια, γιατί τα έκανε όλα αυτά; Η χήρα Jensen είχε πιο κοντινούς γείτονες από εμάς, δεν θα έπρεπε να μας αφορά.
Ήρθαμε από την τυφλή πλευρά του σπιτιού Jensen και ξεφορτώσαμε τα ξύλα όσο πιο ήσυχα γινόταν μετά πήγαμε το κρέας, το αλεύρι και τα παπούτσια στην πόρτα. Χτυπήσαμε. Η πόρτα άνοιξε μια ρωγμή και μια δειλή φωνή είπε, "Ποιος είναι; "Λούκας Μάιλς, Κυρία, και ο γιος μου, Ματ, μπορούμε να έρθουμε μέσα για λίγο; "
Η κυρία Τζένσεν άνοιξε την πόρτα και μας άφησε να μπούμε. Είχε μια κουβέρτα τυλιγμένη στους ώμους της. Τα παιδιά ήταν τυλιγμένα σε ένα άλλο και κάθονταν μπροστά στο τζάκι από μια πολύ μικρή φωτιά που δεν έβγαζε σχεδόν καθόλου θερμότητα. Η κυρία Jensen χάλασε με ένα σπίρτο και τελικά άναψε τη λάμπα.
"Σας φέραμε μερικά πράγματα κυρία μου" είπε ο μπαμπάς και κατέβασε το τσουβάλι με το αλεύρι. Έβαλα το κρέας στο τραπέζι. Μετά της έδωσε το σάκο που είχε τα παπούτσια μέσα. Το άνοιξε διστακτικά και έβγαλε τα παπούτσια ένα ζευγάρι τη φορά. Υπήρχε ένα ζευγάρι για εκείνη και ένα για κάθε παιδί - γερά παπούτσια, τα καλύτερα, παπούτσια που θα διαρκούσαν. Την παρακολούθησα προσεκτικά. Δάγκωσε το κάτω χείλος της για να μην τρέμει και μετά δάκρυα γέμισαν τα μάτια της και άρχισε να τρέχουν στα μάγουλά της. Κοίταξε τον μπαμπά μου σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά δεν έβγαινε.
«Φέραμε και ένα φορτίο ξύλα, Κυρία», είπε. Μετά γύρισε σε μένα και είπε, "Ματ, πήγαινε φέρε αρκετά για να αντέξουν λίγο. Ας ανεβάσουμε τη φωτιά στο μέγεθος και να ζεστάνουμε αυτό το μέρος. " Δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος όταν βγήκα πίσω για να φέρω το ξύλο. Είχα ένα μεγάλο κόμπο στο λαιμό μου και όσο κι αν μισώ να το παραδεχτώ, υπήρχαν δάκρυα και στα μάτια μου. Στο μυαλό μου έβλεπα συνέχεια αυτά τα τρία παιδιά κουκουλωμένα γύρω από το τζάκι και τη μητέρα τους να στέκεται εκεί με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά της με τόση ευγνωμοσύνη στην καρδιά της που δεν μπορούσε να μιλήσει.
Η καρδιά μου πρήστηκε μέσα μου και μια χαρά που δεν είχα γνωρίσει ποτέ πριν γέμισε την ψυχή μου. Είχα δώσει τα Χριστούγεννα πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά ποτέ όταν είχε κάνει τόση διαφορά. Μπορούσα να δω ότι κυριολεκτικά σώζαμε τις ζωές αυτών των ανθρώπων.
Σύντομα είχα τη φωτιά να καίει και τα πνεύματα όλων εκτοξεύτηκαν. Τα παιδιά άρχισαν να χαχανίζουν όταν ο μπαμπάς τους έδωσε στον καθένα ένα κομμάτι καραμέλας και η κυρία Τζένσεν κοίταξε με ένα χαμόγελο που πιθανότατα δεν είχε σταυρώσει το πρόσωπό της για πολύ καιρό. Τελικά γύρισε σε εμάς. "Ο Θεός να σε ευλογεί", είπε. "Ξέρω ότι ο Κύριος σε έστειλε. Τα παιδιά και εγώ προσευχόμασταν να στείλει έναν από τους αγγέλους του να μας λυπηθεί. "
Παρά τον εαυτό μου, το εξόγκωμα επέστρεψε στο λαιμό μου και τα δάκρυα κύλησαν πάλι στα μάτια μου. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί τον μπαμπά μου με αυτούς ακριβώς τους όρους πριν, αλλά αφού το ανέφερε η χήρα Jensen μπορούσα να δω ότι πιθανότατα ήταν αλήθεια. Ήμουν σίγουρος ότι καλύτερος άνθρωπος από τον μπαμπά δεν είχε περπατήσει ποτέ στη γη. Άρχισα να θυμάμαι όλες τις φορές που είχε βγει από το δρόμο του για τη μαμά και εμένα, και πολλούς άλλους. Η λίστα φαινόταν ατελείωτη όπως τη σκεφτόμουν.
Ο μπαμπάς επέμενε να δοκιμάσουν όλοι τα παπούτσια πριν φύγουμε. Έμεινα έκπληκτος όταν ταιριάζουν όλα και αναρωτιόμουν πώς ήξερε τι μεγέθη να πάρει. Τότε μάντεψα ότι αν ήταν σε θέλημα για τον Κύριο, ο Κύριος θα φρόντιζε να πάρει τα σωστά μεγέθη.
Δάκρυα έτρεχαν πάλι στο πρόσωπο της χήρας Τζένσεν όταν σηκωθήκαμε για να φύγουμε. Ο μπαμπάς μου πήρε κάθε παιδί στη μεγάλη του αγκαλιά και τα αγκάλιασε. Γαντζώθηκαν πάνω του και δεν ήθελαν να πάμε. Μπορούσα να δω ότι τους έλειψε ο μπαμπάς τους και ήμουν χαρούμενη που είχα ακόμα τον δικό μου.
Στην πόρτα γύρισε στη χήρα Τζένσεν και είπε: «Η κυρία ήθελε να καλέσω εσάς και τα παιδιά για δείπνο Χριστουγέννων αύριο. Η γαλοπούλα θα είναι περισσότερο από ό,τι μπορούμε να φάμε οι τρεις μας, και ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει κακός αν πρέπει να φάει γαλοπούλα για πάρα πολλά γεύματα. Θα περάσουμε να σας πάρουμε γύρω στις 11. Θα είναι ωραίο να έχουμε μερικά μικρά κοντά μας ξανά. Ο Ματ, εδώ, δεν ήταν μικρός για αρκετό καιρό. " Ήμουν ο μικρότερος. Τα δύο αδέλφια μου και οι δύο αδελφές μου είχαν παντρευτεί και είχαν μετακομίσει μακριά.
Η κυρία Jensen κούνησε το κεφάλι και είπε, "Ευχαριστώ, αδελφέ Miles. Δεν χρειάζεται να πω, ο Κύριος να σας ευλογεί, ξέρω σίγουρα ότι θα το κάνει. "
Έξω στο έλκηθρο ένιωσα μια ζεστασιά που ήρθε από βαθιά μέσα μου και δεν πρόσεξα καν το κρύο. Όταν είχαμε πάρει δρόμο, ο μπαμπάς γύρισε σε μένα και μου είπε, "Ματ, θέλω να ξέρεις κάτι. Η μητέρα σου κι εγώ μαζεύαμε μερικά χρήματα εδώ κι εκεί όλο το χρόνο για να μπορέσουμε να αγοράσουμε αυτό το όπλο για σένα, αλλά δεν είχαμε αρκετά.
Τότε χθες ένας άντρας που μου χρωστούσε λίγα χρήματα από χρόνια πριν ήρθε για να τακτοποιήσει τα πράγματα. Η μαμά σου κι εγώ ήμασταν πραγματικά ενθουσιασμένοι, νομίζοντας ότι τώρα θα μπορούσαμε να σου πάρουμε εκείνο το όπλο, και ξεκίνησα στην πόλη σήμερα το πρωί για να κάνω ακριβώς αυτό, αλλά στο δρόμο είδα τον μικρό Jakey έξω να ξύνεται στο σωρό ξύλων με τα πόδια τυλιγμένα σε αυτούς τους σάκους με τα όπλα και εγώ ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Γιε μου, ξόδεψα τα λεφτά για παπούτσια και λίγα γλυκά για αυτά τα παιδιά. Ελπίζω να καταλαβαίνεις. "
Κατάλαβα, και τα μάτια μου έγιναν πάλι μούσκεμα από δάκρυα. Κατάλαβα πολύ καλά, και ήμουν τόσο χαρούμενη που το έκανε ο μπαμπάς. Τώρα το όπλο φαινόταν πολύ χαμηλό στη λίστα των προτεραιοτήτων μου. Μου είχε δώσει πολλά περισσότερα. Μου είχε ρίξει το βλέμμα στο πρόσωπο της κυρίας Jensen και τα λαμπερά χαμόγελα των τριών παιδιών της. Για το υπόλοιπο της ζωής μου, κάθε φορά που έβλεπα κάποιον από τους Jensens, ή έκοβα ένα κομμάτι ξύλου, θυμήθηκα, και θυμήθηκα ότι μου έφερε πίσω την ίδια χαρά που ένιωθα γυρίζοντας σπίτι δίπλα στον μπαμπά μου εκείνο το βράδυ. Μου είχε δώσει πολλά περισσότερα από ένα τουφέκι εκείνο το βράδυ, μου είχε χαρίσει τα καλύτερα Χριστούγεννα της ζωής μου..

ΠΗΓΗ:  https://www.facebook.com/photo/?fbid=10156742183010868&set=a.10152045301955868