Ἀκούσατε σήμερα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα περὶ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, ὁ ὁποῖος δέν ἤθελε νά μοιράσει τὴν περιουσία του προκειμένου νά γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητὲς Του ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νά περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα παρὰ νά μπεῖ πλούσιος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Γιατὶ εἶναι δύσκολο; Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μεταξὺ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραήλ κυριαρχοῦσε ἡ γνώμη ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ τοὺς πλουσίους ἀνθρώπους τοὺς σέβονταν καὶ τοὺς ἐκτιμοῦσαν πολύ.
Ὅταν ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἐμπόδιο νά εἰσέλθει κανεὶς στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, οἱ κατάπληκτοι μαθητὲς Του Τὸν ῥώτησαν: «Τὶς ἄρα δύναται σωθῆναι» (Μτ. 19, 25). Καί αὐτοὶ εἴχαν τὴν γνώμη ὅτι οἱ πλούσιοι ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἂν οἱ πλούσιοι δέν θὰ σωθοῦν, τότε ποιός θὰ σωθεῖ; Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ. 18, 27).
Ἂς σκεφτοῦμε καλύτερα αὐτὰ τὰ λόγια. Ὅταν ἐκεῖνος ὁ νέος εἶπε στόν Κύριο τὴν ἐπιθυμία του νά Τὸν ἀκολουθήσει, ὁ Κύριος τὸν ῥώτησε: «Γνωρίζεις τίς ἐντολές;» «Ναί», ἀπάντησε ἐκεῖνος, «βεβαίως, γνωρίζω ὅλες τίς ἐντολὲς καὶ ἀπὸ μικρός τίς τηρῶ». Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἔδειξε, καὶ σ’ αὐτὸν καὶ σ’ ὅλους τοὺς ἄλλους ὅτι δέν εἶναι ἀρκετὸ νά τηρεῖ κανεὶς μόνο τίς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου, δηλαδὴ ἐκεῖνες τίς δέκα ἐντολές πού καὶ ἐσεῖς τίς γνωρίζετε.
Γιατὶ δέν εἶναι ἀρκετό; Οἱ Ἑβραῖοι ἤταν σίγουροι ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι τὸ πᾶν· ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολὲς εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος καὶ θὰ γίνει κληρονόμος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ὅμως εἶπε ὅτι τὰ πράγματα καθόλου δέν εἶναι ἔτσι.
Τὶ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου; Ἡ πρώτη ἐντολὴ διδάσκει νά προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεό, μόνο Αὐτὸν νά τιμοῦν καὶ νά μὴν ἔχουν ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπ’ Αὐτόν. Ἡ δεύτερη ἐντολὴ ἀπαγορεύει νά προσκυνοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ εἴδωλα. Αὐτό τί σημαίνει; Ὅτι ὅλοι ὅσοι δέν προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα αὐτόματα γίνονται καθαροὶ καὶ ἅγιοι; Ἐμεῖς ὅλοι προσκυνοῦμε Ἕνα Θεό. Ὅλοι εἴμαστε ἅγιοι;
Ὁ Νόμος ὑπαγορεύει νά σεβόμαστε τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μας. Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε ἅγιοι ἐπειδὴ σεβόμαστε τοὺς γονεῖς μας καὶ δέν τοὺς πετᾶμε στόν δρόμο ὅταν γερνοῦν; Μήπως αὐτό καὶ μόνο μᾶς κάνει δικαίους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Οἱ ἐντολὲς λένε νά μὴ μοιχεύουμε, νά μὴ φονεύουμε, νά μὴν κλέβουμε, νά μὴ ζηλεύουμε τὸν πλησίον μας, νά μὴν ἐπιθυμοῦμε τίποτα ἀπ’ τὰ δικὰ του καὶ νά μὴν ἐπιθυμοῦμε τή γυναῖκα του. Καὶ αὐτό τί σημαίνει; Ἄν δέν εἴμαστε δολοφόνοι, δέν εἴμαστε κλέφτες, οὔτε πόρνοι, οὔτε ψευδομάρτυρες, ἂν ἀπὸ ζήλεια δέν ἁρπάζουμε τὴν περιουσία τῶν συνάνθρώπων μας, αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἴμαστε καθαροὶ καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;
Ὅλες οἱ ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου εἰναι ἀρνητικές καὶ λένε νά μὴν εἴμαστε αὐτοὶ καὶ αὐτοί. Δέν λένε ὅμως πῶς πρέπει νά εἴμαστε. Ἀπαγορεύουν μόνο νά κάνουμε τίς πιὸ χονδρές, τὶς πιὸ ἄσχημες ἁμαρτίες. Οἱ ἐντολὲς αὐτὲς προορίζονταν γιά ἕνα λαὸ σκληρό, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν τὰ πρῶτα ἁπλὰ βήματα για τή διορθώσή τους.
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἶπε ὅτι δέν ἦλθε νά καταργήσει τὸν Νόμο ἀλλὰ νά τὸν «πληρώσει». Ἡ λέξη αὐτὴ ἔχει δύο σημασίες -«ἐκπληρώνω» καὶ «συμπληρώνω».
Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο Νόμο, ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ τέλειος σὲ σύγκριση μέ τὸν παλαιὸ Νόμο τοῦ Μωυσέως. Μᾶς ἔδωσε τίς ἐννέα σωτήριες ἐντολὲς τῶν Μακαρισμῶν. Μᾶς λέει ὅτι καθαροί καὶ ἅγιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι αὐτοί πού δέν κλέβουν καὶ δέν φονεύουν, δέν εἶναι αὐτοί πού τηροῦν τίς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Σινᾶ, ἀλλὰ αὐτοί πού εἶναι πνευματικὰ τέλειοι. Αὐτοί πού εἶναι γεμᾶτοι ταπείνωση, αὐτοί πού χύνουν δάκρυα γιά τὶς ἁμαρτίες τους καὶ τὴν ἀδικία πού βλέπουν στόν κόσμο. Αὐτοί πού μέ συντετριμμένη καρδιά βλέπουν τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ θὰ κληρονομήσουν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Μακαρίζει τούς πράους, αὐτούς πού διψοῦν καὶ πεινοῦν τήν ἀλήθεια, τούς ἐλεήμονες καὶ τούς εἰρηνοποιούς. Ὑπόσχεται τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτοὺς πού διώκονται γιά τὴν ἀλήθεια, σ’ αὐτούς πού οἱ ἄλλοι τοὺς χλευάζουν καὶ λοιδοροῦν γιά τὸ ὄνομά Του.
Αὐτός, συνεπῶς, εἶναι καθαρὸς καὶ ἅγιος, πού εἶναι τέλειος πνευματικά. Καὶ ὁ Κύριος ἀπὸ ὅλους μας ζητάει νά εἴμαστε τέλειοι πνευματικὰ ὅπως εἶναι τέλειος ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας μας.
Ὁ Κύριος στήν ἐπὶ τοῦ ὅρους ὁμιλία Του μᾶς ἔδωσε τέτοιες ἐντολές πού κάνουν τὴν καρδιά μας νά τρέμει. Μᾶς δίδαξε πῶς νά μὴν φροντίζουμε γιά τὸ αὔριο, πῶς νά συγχωροῦμε τοὺς ἐχθροὺς μας καί νά τοὺς ἀγαπᾶμε, πῶς νά δώσουμε στόν ἄλλον τὸ τελευταῖο μας πουκάμισσο. Καὶ ὅμως ὅλα αὐτὰ πρέπει νά τὰ κάνουμε γιά νά γίνουμε τέλειοι.
Στόν νεαρό πού ἤθελε νά γίνει τέλειος καί εἶχε ἤδη ἐκπληρώσει ὅλο τὸν παλαιὸ Νόμο ὁ Χριστὸς εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Καί μόλις τὸ ἄκουσε ὁ νεαρὸς ἐκεῖνος ἔφυγε λυπημένος γιατὶ εἶχε μεγάλο πλοῦτο καὶ δέν μπόρεσε νά κάνει αὐτό πού τοῦ ζητοῦσε ὁ Κύριος.
Γιατὶ ὁ Κύριος τοῦ ζήτησε νά πουλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νά δώσει στούς φτωχούς; Γιατί τὸ νά ἔχει κανεὶς μεγάλο πλοῦτο εἶναι τελείως ἀσυμβίβαστο μέ τὸ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τίς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πρᾶος καὶ ταπεινὸς νά χύνει συνέχεια δάκρυα βλέποντας νά ὑποφέρουν οἱ ἀδελφοὶ του καὶ νά πολλαπλασιάζει ταυτόχρονα τὸν πλοῦτο του, νά χτίζει καινούρια σπίτια, νά ἀγοράζει καινούρια ἄλογα καὶ ἀκριβὰ ῥοῦχα;
Σίγουρα δέν μπορεῖ, γιατὶ ἂν εἶναι σπλαχνικὸς θὰ μοιράζει συνέχεια αὐτά πού ἔχει. Καὶ τότε ὅταν μοιράσει ὅλα θὰ ἐκπληρώσει τὸν Νόμο τοῦ Χριστοῦ. Ἄν κρατάει γιά τὸν ἑαυτὸ του τὸν πλοῦτο του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπάει τὸν ἑαυτὸ του πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν πλησίον του. Ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε νά ἀγαπάμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἑαυτὸ μας. Καί ἄν ἔτσι ἀγαπᾶμε τὸν πλησίον μας δέν θὰ δώσουμε στόν ἀνήμπορο καὶ τὸν πεινάσμένο ὅλα ὅσα ἔχουμε; Θά μπορέσουμε τότε νά ζοῦμε ἔτσι ὅπως ζοῦν οἱ πλούσιοι;
Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὅτι, ἂν δέν θέλουμε νά ἀφήσουμε τὸν πλοῦτο μας, δέν θά εἰσέλθουμε στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι σ’ αὐτὴ τήν περίπτωση παραμένουμε σκληρόκαρδοι καί μισάνθρωποι ἐγωιστές. Ἀλλά μποροῦν νά ἔχουν τέτοιοι ἄνθρωποι θέση στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ;
«Πιό εὔκολα νά περάσει καμήλα ἀπὸ βελονότρυπα, παρὰ νά μπεῖ πλούσιος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ποιά σχέση ὅμως ἔχουν ὅλα αὐτά μέ μᾶς, τοὺς ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν πλοῦτο; Ἔχουν ἀμέση σχέση. Σκεφθεῖτε τὶ εἶναι αὐτὸ πού βλάπτει τὴν ψυχὴ ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων πού ἔχουν πλοῦτο; Τὴν βλάπτει τὸ ὅτι τὰ γήινα ἀγαθά, τὶς διάφορες ἀπολαύσεις, τὴν πολυτέλεια τά βάζουν πάνω ἀπ’ ὅλα. Τὰ θεωροῦν πιὸ σημαντικὰ καὶ ἀπὸ τὰ πνευματικὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἀποκτοῦν ἐκεῖνοι, πού μπορεῖ νά μὴν ἔχουν ὑλικὰ ἀγαθά, ἔχουν ὅμως τὸν μεγάλο πλοῦτο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον.
Αὐτός πού εἶναι προσκολλημένος στά γήινα, ποὺ ζητᾶ ἀπολαύσεις, αὐτὸς πάσχει ἀκριβῶς ἀπ’ ἐκεῖνο τὸ πάθος πού δέν ἀφήνει τοὺς πλουσίους νά εἰσελθουν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι λίγοι μεταξὺ μας αὐτοί πού ἂν καὶ δέν ἔχουν λεφτὰ καὶ κάποιες φορὲς δέν ἔχουν καὶ τὰ ἀπαραίτητα, θέλουν ὅμως λεφτά, θέλουν ἀπολαύσεις καὶ διασκεδάσεις. Αὐτοί δέν ἁμαρτάνουν, γιατὶ ἁπλῶς δέν ἔχουν τὴ δυνατότητα νά ἁμαρτήσουν. Καὶ ἂν εἴχαν θὰ ἔκαναν καὶ ἐκεῖνοι τίς ἴδιες ἁμαρτίες σὰν ἐκεῖνον τὸν πλούσιο στήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ὁποίου καθόταν ὁ Λάζαρος ἕτοιμος νά πεθάνει ἀπὸ φτώχεια καὶ πεῖνα.
Ἂν ἐμεῖς, παρ’ ὅλο πού δέν εἴμαστε πλούσιοι, ζητᾶμε τίς ἀπολαύσεις καί τίς χαρὲς τῆς ζωῆς, ἂν ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ εὐημερία, ἂν ὅλες οἱ σκέψεις μας εἶναι πῶς νά περάσουμε καλύτερα σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ μόνο αὐτὸ ἐπιδιώκουμε, τότε σίγουρα εἴμαστε μακριὰ ἀπ’ αὐτό πού ζητάει ὁ Κύριος. Διότι ἄνθρωποι πού ἐπιζητοῦν τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἄνθρωποι ἐλεήμονες, αὐτοὶ ἐπιδιώκουν μόνο τὸ νά εἶναι κοντὰ στόν Θεό, νά ἔχουν κοινωνία μαζὶ Του, ζητοῦν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη Του, θέλουν νά εἶναι ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ.
Πολλὲς φορὲς ὁ φτωχότερος ἄνθρωπος, ποὺ δέν ἔχει τίποτα πάνω στή γῆ, ἀλλὰ διακονεῖ τὸν Θεό, εἶναι πιὸ πλούσιος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς πλουσιότερους ἀνθρώπους τοῦ κόσμου. Ὁ πλοῦτος του εἶναι ἡ Θεία Χάρη, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γιά τοὺς πεινασμένους καὶ δυστυχισμένους ἀδελφοὺς του. Ἀλλὰ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα ὁ πλοῦτος τους εἶναι ἡ θερμὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τώρα εἶναι εὔκολο νά καταλάβουμε τὴν ἀπάντηση πού ἔδωσε ὁ Χριστὸς στήν γεμάτη ἀπορία ἐρώτηση τῶν μαθητῶν Του: «Καί τίς δύναται σωθῆναι;» (Λκ. 18, 26). Ἡ ἀπάντησή Του ἤταν: «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λκ. 18, 27).
Γιά τὸν Θεὸ τὰ πάντα εἶναι δυνατά. Αὐτὸς μπορεῖ νά στερήσει τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν τοὺς σκληρόκαρδους καὶ ἄσπλαχνους πλουσίους ἀνθρώπους. Καὶ μπορεῖ νά δώσει τὴ μεγαλύτερη χαρὰ ἐν Κυρίῳ στούς πιὸ φτωχοὺς καὶ τοὺς πιὸ περιφρονημένους ἀνθρώπους πού πεθαίνουν τῆς πείνας.
Ὁ Θεὸς μπορεῖ ὅλους νά τούς σώσει. Μπορεῖ νά σώσει καὶ τὸν πλούσιο, ἂν ἐκεῖνος μετανοήσει, ἂν μισήσει τὸν πλοῦτο του καὶ κάνει πράξη τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καί… δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21). Αὐτό τὸ ἔκανε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἁγίους ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας. Ὅταν ἤταν εἴκοσι χρόνων οἱ γονεῖς του πέθαναν καὶ ἐκεῖνος ἔγινε κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Μιά μέρα ἄκουσε στήν ἐκκλησία αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ. 19, 21).
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση, μπῆκαν βαθιὰ μέσα στήν καρδιά του καὶ κυρίευσαν ἐξ ὁλοκλήρου τὸ νοῦ του. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πῆγε, πούλησε τὴν περιουσία του, μοίρασε τὰ χρήματα στούς φτωχοὺς καὶ ὁ ἴδιος ἔφυγε στήν ἔρημο, ὅπου ἔζησε μέχρι τὸ βαθὺ γῆρας. Εἶχε ἀρνηθεῖ ὅλα τὰ γήινα ἀγαθὰ ἀλλά ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ πλοῦτο ἀσύγκριτα μεγαλύτερο. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τό χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τῆς θαυματουργίας καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἔγινε ἀδελφὸς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι πρέπει καὶ ἐμεῖς νά δεχθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ περὶ τοῦ γηίνου πλούτου. Νά διώξουμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὴν προσκόλληση στά γήινα ἀγαθά. Καὶ μόνο ἕνα πρᾶγμα νά ἐπιδιώκουμε: τό νά εἴμαστε φίλοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ὁποίους ἀγαπᾶ Ἐκεῖνος.
Ἁγίου Λουκᾶ ἐπισκόπου Κριμαίας,