Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Β΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ (2)

 


«Χαίρε τύραννον απάνθρωπον εκβαλούσα της αρχής, χαίρε Κύριον φιλάνθρωπον επιδείξασα Χριστόν».

 

Υπόβαθρο της Β΄ στάσης των Χαιρετισμών αποτελεί η Γέννηση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η Γέννηση αυτή προκαλεί την αντίδραση των βοσκών, των μάγων της εποχής, του ίδιου του γέροντος Συμεών του θεοδόχου. Ο παραπάνω διπλός χαιρετισμός τίθεται από τον υμνογράφο στο στόμα των μάγων μετά την αναγγελία σ’ αυτούς της Γεννήσεως του Κυρίου από τους αγίους αγγέλους.

1. Η Παναγία είναι αυτή που γκρέμισε από την εξουσία τον απάνθρωπο τύραννο και φανέρωσε τον Χριστό ως φιλάνθρωπο Κύριο. Ποιος ο τύραννος; Ο διάβολος. Γιατί τύραννος και μάλιστα απάνθρωπος; Διότι η εξουσία του ήταν σφετερισμός: δημιούργημα κι αυτός του Θεού ήταν και είναι ον εξαρτημένο από τον Θεό. Εκμεταλλεύτηκε όμως την αδυναμία του ανθρώπου και τον υποδούλωσε. Τον έκανε υποχείριό του, ασφαλώς και με τη δική του θέληση. Έτσι ο διάβολος ήταν εξουσιαστής του ανθρώπου και ιδιαιτέρως της καρδιάς του.

2. Ο σφετερισμός αυτός όμως έλαβε τέλος. Ο Θεός θέλησε να γίνει άνθρωπος μέσω του εκλεκτού οργάνου Του της Παναγίας. Δι’ Αυτής έρχεται ο Χριστός ο Οποίος αποκαθιστά τα πράγματα, ο άνθρωπος δηλαδή ξαναβρίσκει τον φυσικό του αρχηγό, τον φυσικό του Κύριο. Διότι ο Χριστός είναι ο πραγματικός Κύριος. Κύριος της Δημιουργίας, Κύριος της Ιστορίας, Κύριος των καρδιών. Με μία όμως παρατήρηση. Είναι Κύριος των καρδιών, όταν το θελήσουν και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Κι αυτό σημαίνει ότι το γκρέμισμα του διαβόλου από τον θρόνο του ανθρώπου λειτουργεί μέσα στα πλαίσια της ελευθερίας. Με άλλα λόγια φεύγει από τη δυναστεία του διαβόλου, του απάνθρωπου τύραννου, μόνον ο πιστός, το μέλος της Εκκλησίας. «Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον».

3. Θα ρωτήσει κανείς. Είναι εντελώς απαραίτητο να υπάρχει πάντα η σχέση Κυρίου και δούλου; Θέλει ο Θεός να είναι ο Κύριος και να έχει «δουλικά» τους ανθρώπους; Η απάντηση είναι απλή. Ο Κύριος είναι Κύριος όχι ως αφέντης, αλλ’ ως Πατέρας. Η κυριότητά Του προϋποθέτει την αγάπη Του προς τους ανθρώπους και την αγάπη των ανθρώπων προς Αυτόν. Η σχέση δηλαδή Κυρίου και ανθρώπων κατανοείται ως σχέση Πατέρα προς αγαπημένα παιδιά. «Όσοι έλαβον αυτόν έδωκεν αυτοίς την εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι».

4. Ο απόστολος Παύλος προωθεί περισσότερο την κατανόηση του παραπάνω λόγου: «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον ει μη εν Πνεύματι Αγίω». Τότε κανείς δηλαδή αναγνωρίζει τον Χριστό ως Κύριο και Θεό της ζωής του, όταν βρίσκεται κάτω από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Είναι ό,τι επισημάναμε προηγουμένως: μόνον ο πιστός, το μέλος της Εκκλησίας, αναγνωρίζει τον Χριστό ως Θεό και Κύριο της ζωής του.

Τι σημαίνει όμως ότι εν Πνεύματι Αγίω αναγνωρίζει κανείς τον Χριστό ως Κύριο; Ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής μάς δίνει μία σαφή αλλά και πολύ οδυνηρή για τα δεδομένα μας απάντηση. «Ο τελείαν αγάπην κτήσασθαι δυνηθείς και όλον τον βίον αυτού προς ταύτην ρυθμίσας, ούτος λέγει Κύριον Ιησούν εν Πνεύματι Αγίω» (Αυτός που μπόρεσε να αποκτήσει την τέλεια αγάπη και που ρύθμισε όλη τη ζωή του προς αυτήν, αυτός ομολογεί τον Ιησού Κύριο με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος). Έτσι στον βαθμό που αγαπά κανείς τον Θεό και τον συνάνθρωπο έχει Πνεύμα Θεού που τον οδηγεί στην αναγνώριση και του Χριστού ως Κυρίου της ζωής του. Η κυριότητα έτσι του Χριστού στον άνθρωπο έχει εμπειρικό και δυναμικό χαρακτήρα και δεν είναι κάτι ψιλό και θεωρητικό.

Η Παναγία μας φανέρωσε τον Χριστό ως φιλάνθρωπο Κύριο. Το ερώτημα είναι πόσο ζούμε το Πνεύμα του Θεού στην καθημερινότητά μας, το Οποίο ενεργοποιεί την αλήθεια αυτή, δηλαδή πόσο αγαπούμε τον Θεό και τον συνάνθρωπό μας; Αν η απάντησή μας δεν είναι θετική, δυστυχώς τυραννούμαστε ακόμη από τον σφετεριστή διάβολο, έστω κι αν εξωτερικά φαινόμαστε δούλοι του Θεού.

 https://pgdorbas.blogspot.com/2015/03/2_5.html

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Οἰκουμενισμός ἕνας «Νεο-χιλιασμός»


Ἀρχιεπίσκοπος Συρακουσῶν καὶ Τριάδος Ἀβέρκιος

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ το Μακαριστιοῦ Ἀρχιεπισκόπου  Ἀβερκίου τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς (+1976), χει μεταφραστε στά ἑλληνικά πό τό βιβλίο του, στήν ἀγγλική, «Κηρύγματα καί μιλίες», τόμος ΙΙΙ, σσ. 259-265, καί δημοσιεύθηκε στό περιοδικό «Ὀρθόδοξη Ζωή», τόμος 31, Νο 2, σσ. 23-25. Τό θέμα της ἀφορᾶ τήν ὀρθή χριστιανική στάση πέναντι στήν πνευματική ζωή καί τό μέλλον το κόσμου. ντιπαρατίθεται στίς πλανεμένες δέες καί ψεύτικες λπίδες πού καλλιεργεῖ τό θρησκευτικό Οἰκουμενιστικό κίνημα στήν σημερινή παγκόσμια κοινωνία. Ὁ λόγος τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀβερκίου εἶναι κατάθεση μιᾶς γνήσιας Χριστιανικῆς ψυχῆς, πού μαρτυρεῖ τόν ποιμαντικό του ζλο καί τό Πατερικό του φρόνημα.

«῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω
 ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν  αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι»
 (Μάρκ. 8:34)

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μιά περίοδος μετανοίας καί μετάνοια εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσο δύσκολος γιά τόν ἄνθρωπο, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί Κριτής τόν παρομοίασε μέ σταυρό…

Ὅπως ὁ Κύριος σήκωσε τόν σταυρό του γιά τήν σωτηρία μας, ἔτσι καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς πρέπει νά σηκώσει τόν δικό του σταυρό γιά νά κερδίσει τήν σωτηρία πού ἑτοιμάστηκε γιά μᾶς ἀπό τόν Κύριο.

Χωρίς σταυρό καί χωρίς ἀγῶνα, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει σωτηρία. Αὐτό εἶναι πού διδάσκει ὁ ἀληθινός Χριστιανισμός. Ἡ διδασκαλία γιά τόν ἀγῶνα, γιά τόν προσωπικό σταυρό, ὑπάρχει ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί σ’ ὅλη τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καί οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων πού εὐαρέστησαν τόν Θεό, τῶν πνευματικῶν ἐκείνων ἀθλητῶν τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας, ξεκάθαρα μαρτυροῦν τό ἴδιο πρᾶγμα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι μιά ἐτησίως ἐπαναλαμβανόμενη ἄσκηση, στό πῶς κάποιος θά σηκώνει τόν σταυρό του σ’ αὐτή τήν ζωή. Εἶναι μιά ἄσκηση στόν πνευματικό ἀγῶνα πού συνδέεται ἄρρηκτα μέ ὁλόκληρη τήν ζωή τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ.

Ἀλλά σήμερα, στόν 20ο αἰῶνα, τόν αἰῶνα τῆς μετά Χριστόν ἐποχῆς, ἔχουν κάνει τήν ἐμφάνισή τους «σοφοί ἄνθρωποι»-«νεο-χριστιανοί», ὅπως αὐτοαποκαλοῦνται· εἶναι οἱ Οἰκουμενιστές ἤ ἀγαπιστές, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν κἄν νά ἀκούσουν γιά σταυρό καί ἄσκηση. Αὐτοί διδάσκουν ἕνα ὑποκατάστατο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἕναν χριστιανισμό συναισθηματικό καί ρόδινο, τόν «νεο-χριστιανισμό» πού στερεῖται κόπου καί ἀγώνα. Μιλοῦν γιά μιά φανταστική, τά πάντα περιστοιχίζουσα, ψευδο-χριστιανική ἀγάπη, καί γιά μιά ζωή χαρούμενη, χωρίς περιορισμούς στήν ἀπόλαυση τῶν ἠδονῶν, σ’ αὐτή τήν μεταβατική γήινη ζωή. Ἀγνοοῦν παντελῶς τά ἀμέτρητα χωρία μέσα στήν Ἁγία Γραφή, τά ὁποῖα μέ ἔμφαση μιλοῦν γιά τούς πνευματικούς ἀγῶνες, γιά τό πῶς κάποιος μέ τήν προσωπική του σταύρωση ὀφείλει  νά μιμεῖται τόν Σωτῆρα Χριστό, στίς ἀμέτρητες θλίψεις πού περιμένουν τούς Χριστιανούς σ’ αὐτή τήν ζωή, ἀρχίζοντας μέ τά λόγια πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπηύθυνε στούς μαθητές Του στόν Μυστικό Δεῖπνο: «Ἐν τῷ κόσμω θλῖψιν ἔξετε», γιατί οἱ ἀληθινοί χριστιανοί, «οὐκ εἰσίν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀφοῦ «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ  πονηρῷ κεῖται» (Α’ Ἰωάν. 5:19). Γι’ αὐτό οἱ Χριστιανοί δέν μποροῦν νά ἀγαποῦν τόν κόσμο αὐτό καί τά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου (Α’ Ἰωάν. 2:15)· «Ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστίν· Καί ὅς ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. 4:4)

Αὐτοί οἱ σύγχρονοι «σοφοί ἄνθρωποι» δέν θέλουν νά δοῦν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πουθενά δέν ὑποσχέθηκε στούς Χριστιανούς ἀπόλυτη πνευματική ἱκανοποίηση καί παραδεισιακή μακαριότητα, σ΄ αὐτή τήν ζωή. Ἀντιθέτως, τόνισε ὅτι ἡ ζωή στήν γῆ θά ἀπομακρύνεται ὅλο καί περισσότερο ἀπό τήν εὐτυχία καί θά πέφτει ὅλο καί πιό χαμηλά μέσα στόν πόνο καί τήν ὀδύνη (Β’ Τιμοθ. 3:1-5): «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ  Ἰησοῦ διωχθήσονται· πονηροί δέ ἄνθρωποι καί γόητες προκόψουσιν ἐπί τό χεῖρον, πλανῶντες καί πλανώμενοι» (Β’ Τιμ. 3:12-13) καί ὅτι τελικά, «ἡ γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται» (Β’ Πέτρ. 3:10). «Καινούς οὐρανούς καί γῆν καινήν προσδοκῶμεν, ἔνθα δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β’ Πέτρ. 3:13).  Μιά θαυμαστή «νέα Ἱερουσαλήμ» θά κατέλθει ἀπό τόν Θεό «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» (Ἀποκ. 21:2), ὅπως φανερώθηκε στόν Ἰωάννη, τόν ὁρῶντα τά μυστήρια, κατά τήν διάρκεια τῶν θείων ἀποκαλύψεων. 

Ὅλα αὐτά δέν ἀρέσουν καθόλου στούς Οἰκουμενιστές «νεο-χριστιανούς». Θέλουν καί ἐπιθυμοῦν μόνο τήν εὐλογία καί τήν μακαριότητα σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος εἶναι φορτωμένος μέ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἀνομιῶν του· καί περιμένουν αὐτή τήν μακάρια ζωή μέ μεγάλη ἀνυπομονησία. Θεωροῦν ὅτι ὁ πιό σίγουρος τρόπος νά τήν ἀποκτήσουν εἶναι τό «οἰκουμενικό κίνημα», ἡ ἕνωση καί ἡ ἑνοποίηση ὅλων τῶν λαῶν σέ μία «νέα κκλησία», ἡ ὁποία θά ἀποτελεῖται ὄχι μόνον ἀπό Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες, ἀλλά, ἐπίσης ἀπό Ἑβραίους, Μωαμεθανούς καί εἰδωλολάτρες (παγανιστές), ὁ κάθε ἕνας ἀπό τούς ὁποίους θά διατηρεῖ τίς πεποιθήσεις καί τά λάθη του.

Αὐτή ἡ φανταστική «χριστιανική» ἀγάπη, στό ὄνομα τῆς μελλοντικῆς μακαριότητας τῶν ἀνθρώπων στήν γῆ, δέν μπορεῖ παρά μόνο νά συγκρούεται μέ τήν Ἀλήθεια. Ἡ καταστροφή τῆς γῆς καί ὅλων ὅσων βρίσκονται πάνω σ’ αὐτήν, παρόλο πού ξεκάθαρα τό εἶπε ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖται (ἀπό τούς νεο-χριστιανούς) ὡς κάτι ἀπερίγραπτα φρικτό. Σάν νά μή συμφωνεῖ μέ τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, καί προφανῶς τούς εἶναι ἀνεπιθύμητο. Παραδέχονται, μέν, ἀπρόθυμα τό τέλος καί τήν καταστροφή τοῦ κόσμου (γιατί πῶς θά μποροῦσε κάποιος νά μή δεχτεῖ κάτι πού προφητεύθηκε ἀπό τόν θεῖο Λόγο;), ἀλλά ὑπό τόν ὅρο ὅτι αὐτό θά συμβεῖ στό πολύ μακρινό δυσθεώρητο μέλλον. Ὄχι ἁπλά αἰῶνες ἀπό τώρα, ἀλλά ἑκατομμύρια χρόνια μακρυά.

Γιατί ἄραγε σκέπτονται ἔτσι; Θά μποροῦσε νὰ πεῖ κανείς ὅτι ἡ αἰτία εἶναι πώς εἶναι ἀδύναμοι στήν πίστη. Δέν πιστεύουν καθόλου στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί στήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Γι’ αὐτούς ὅλα βρίσκονται σ’ αὐτή τήν ζωή, κι ὅταν αὐτή τελειώσει, τελειώνουν τά πάντα, γι’ αὐτό καί ἐπιθυμοῦν μιά ἀδιατάρακτη καλοπέραση.

Σέ κάποια σημεῖα της, εἰδικά ὡς πρός τήν προσδοκία τῆς μακαρίας ζωῆς σ’ αὐτό τόν κόσμο, μιά τέτοια θεώρηση ἔχει μεγάλη ὁμοιότητα μέ τήν αἵρεση τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων πού ὀνομαζόταν Χιλιασμός. Πρόκειται γιά τήν προσδοκία μιᾶς χιλιετοῦς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ στήν γῆ· γι᾿ αὐτό ἡ σύγχρονη ἔκφραση αὐτῆς τῆς αἵρεσης μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ «Νεο-χιλιασμός».

Θά πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χιλιασμός καταδικάστηκε στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο τό ἔτος 381 [στήν πραγματικότητα χιλιαστικές ἰδέες εἶχαν ἤδη καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατά τόν τρίτο αἰῶνα]· καί γι’ αὐτό, τό νά πιστεύει κανείς σέ αὐτόν τώρα, στόν 20ό αἰώνα, ἀκόμα καί ἐν μέρει, εἶναι ἀπαράδεκτο. Ἐκτός αὐτοῦ, αὐτός ὁ σύγχρονος Νεο-χιλιασμός εἶναι πολύ χειρότερος, ἀπό τήν ἀρχαία χιλιαστική αἵρεση, καθώς στήν βάση του, ἔγκειται ἀδιαμφισβήτητα μιά δυσπιστία πρός τήν ζωή τοῦ μέλλοντος αἰῶνος καί ἡ φλογερή ἐπιθυμία νά ἀποκτηθεῖ ἡ μακάρια ζωή ἐδῶ στήν γῆ, χρησιμοποιῶντας ὅλα τά ἐπιτεύγματα τῆς ὑλικῆς προόδου τῆς ἐποχῆς μας.

Αὐτή ἡ ψευδής διδασκαλία κάνει τρομερό κακό, κοιμίζοντας τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά εἶναι πνευματικά ἄγρυπνοι, λέγοντάς τους ὅτι τό τέλος τοῦ κόσμου βρίσκεται πολύ μακριά (ἄν ὑπάρξει στήν πραγματικότητα τέλος) καί γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά ἀγρυπνοῦν καί νά προσεύχονται, ὅπως ὁ Κύριος συνέχεια καλοῦσε τούς μαθητές του νά κάνουν (Ματθ. 26:41), ἀφοῦ τά πάντα στόν κόσμο καλυτερεύουν καί ἡ πνευματική πρόοδος συμβαδίζει μέ τὴν ὑλική. Ὅτι τά τρομερά φαινόμενα πού παρατηροῦμε στίς μέρες μας, εἶναι ὅλα προσωρινά. Ὅλα ἔχουν ξανασυμβεῖ καί ὅλα τελικά θά περάσουν καί μιά ἀσυνήθιστη ἄνθιση τοῦ Χριστιανισμοῦ θά τά ἀντικαταστήσει, κατά τήν ὁποία, βέβαια, οἱ Οἰκουμενιστές θά κατέχουν τίς κύριες καί τίς πιό τιμητικές θέσεις.

Ἔτσι, λοιπόν, ὅλα εἶναι μιά χαρά! Δέν εἶναι ἀνάγκη κανείς νά μοχθεῖ γιά νά γίνει καλύτερος καί δέν ἀπαιτεῖται κανένας πνευματικός ἀγώνας. Οἱ νηστεῖες μποροῦν νά καταργηθοῦν καί ὅλα θά καλυτερέψουν ἀπό μόνα τους, μέχρι πού ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θά ἐγκαθιδρυθεῖ τελικά στήν γῆ καί θά ὑπάρξει μιά παγκόσμια ἱκανοποίηση καί εὐλογία.

Ἀδελφοί μου! Εἶναι ξεκάθαρο ἀπό ποῦ προέρχεται αὐτή ἡ σαγηνευτική ψευδής διδασκαλία. Ποιός σπέρνει ὅλες αὐτές τίς σκέψεις στούς σύγχρονους χριστιανούς, μέ σκοπό νά διαλύσει τόν Χριστιανισμό; Πρέπει να φοβόμαστε αὐτόν τόν «Νεο-χιλιασμό», αὐτόν τόν ἀπαίσιο Οἰκουμενισμό καί τό ἀγκάλιασμα τῶν θρησκειῶν, ὅπως μιά μολυσματική ἀσθένεια, ὅπως τήν φωτιά. Εἶναι μιά θεωρία φανερά ἀντίθετη πρός τήν διδασκαλία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, τίς διδασκαλίες τόσων αἰώνων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, μέ τίς ὁποῖες χιλιάδες εὐσεβεῖς ἔχουν σωθεῖ.

 Χωρίς πνευματικό γῶνα δέν πάρχει, καί δέν μπορε νά πάρξει, ληθινός Χριστιανισμός! Γι’ ατό,  δός τς ζως μας δέν βρίσκεται δίπλα στά σύγχρονα κινήματα, οτε στούς Οκουμενιστές οὔτε στούς Νεο-χιλιαστές. Ἡ ὁδός τῆς ζωῆς βρίσκεται στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση, ὅπως τήν βίωσαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι μας!

Ἡ πίστη μας εἶναι ἡ πίστη τῶν ἁγίων ἀσκητῶν, εἶναι ἡ πίστη τῶν Ἀποστόλων, ἡ πίστη τῶν Πατέρων. Εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη ἡ ὁποία  ἔχει κάνει ὁλόκληρο τόν κόσμο νά βαδίζει σταθερά. Θά μείνουμε πιστοί σέ αὐτήν καί μόνο σέ αὐτή, σέ αὐτές τίς δύσκολες ἡμέρες πού ζοῦμε. Ἀμήν!

 ΥΓ. Ὁ λόγος αὐτός ἐκφωνήθηκε ἀπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀβέρκιο πρίν ἀπό ἀρκετές δεκαετίες. Σήμερα, βλέπουμε σέ ποιά θέση βρίσκεται ἡ χριστιανική πίστη μέσα στόν κόσμο. Φαίνεται νά εἶναι σχεδόν τό πιό μισητό πρᾶγμα στόν κόσμο! Ὁ Χριστιανισμός καί ὁ Χριστός μισοῦνται ἀπό τούς ἴδιους τούς λεγομένους Χριστιανούς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ κινήματος, γι’ αὐτό καί ἐπιδιώκουν νά τόν ἀλλάξουν. Λοιπόν, ὁ Χριστός καί οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί πάντοτε θά εἶναι ξένοι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί πάντοτε θά διώκονται. Γι’ αὐτό καί ἕνα ἀπό τά βασικά κριτήρια τῆς γνησιότητος μας θά εἶναι αὐτό: τό ἄν διωκόμαστε κι ἄν χλευαζόμαστε χάριν τῆς πίστεως στόν Χριστό καί χάριν τῆς συγκαταλέξεώς μας στήν ἀληθινή Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία του: «Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει·  ὅτι  δὲ  ἐκ  τοῦ  κόσμου οὔκ ἐστε, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος»(Ἰωάν. 15:19).

Νά σημειώσουμε ὅτι χιλιαστικῆς φύσεως φαίνεται νά εἶναι καί οἱ ἰδέες περί «μεσοβασιλείας» καί περί «ἀναλαμπῆς τῆς ὀρθοδοξίας» διαφόρων ὀρθοδοξοφανῶν κύκλων, οἱ ὁποῖες διαδίδονται καί στίς ἡμέρες μας διαδικτυακῶς καί ἄλλως· αὐτές ὅμως στηρίζονται σέ θρύλους καί μή γνήσια καί παραδεκτά ἐκκλησιαστικά κείμενα, ἀλλά μᾶλλον ψευδεπίγραφα, ἤ ἀκόμη καί σέ ρήσεις και προρρήσεις συγχρόνων γερόντων, πού θεωροῦνται δῆθεν αὐθεντίες ἤ ἀκόμη καί ἀλάθητοι! Πρόκειται γιά ἰδιαίτερα ἐπικίνδυνα φαινόμενα καί ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί θεῖος φωτισμός γιά νά ἀποφευχθεῖ ὁ σοβαρός κίνδυνος πλάνης καί ἐκτροπῆς.


https://imlp.gr/2024/03/23/%ce%bf%e1%bc%b0%ce%ba%ce%bf%cf%85%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82-%e1%bc%95%ce%bd%ce%b1%cf%82-%ce%bd%ce%b5%ce%bf-%cf%87%ce%b9%ce%bb%ce%b9%ce%b1%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82/

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

«Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε»

Είναι γνωστό σε όλους ότι το ιστορικό υπόβαθρο του Ακαθίστου Ύμνου βρίσκεται στις αρχές του 7ου αι., όταν η Κωνσταντινούπολη σώθηκε με την επέμβαση της Θεοτόκου από τις επιθέσεις των Αβάρων. Το θεολογικό υπόβαθρο όμως και μάλιστα της πρώτης στάσης των Χαιρετισμών βρίσκεται στον Ευαγγελισμό της Παναγίας: την κλήση της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου. Και τον Ευαγγελισμό τονίζουν όλοι οι οίκοι της πρώτης στάσης. Ο πρώτος μάλιστα οίκος δείχνει πολύ καθαρά το νόημα των Χαιρετισμών: Άγγελος πρωτοστάτης, δηλαδή ο αρχάγγελος Γαβριήλ, στάλθηκε από τον Ουρανό, από τον Τριαδικό Θεό, να πει στη Θεοτόκο το Χαίρε. Η φράση αυτή αποτελεί το κλειδί θα λέγαμε για την κατανόηση όλων των Χαιρετισμών, όπως και μας διαμορφώνει συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στον Θεό μας.

1. Το Χαίρε προς την Θεοτόκο δεν το εφεύρε ανθρώπινος νους. Μπορεί τους Χαιρετισμούς να τους έγραψε ανθρώπινο χέρι (δεν έχει σημασία αν ήταν του Πατριάρχη Σεργίου, του ποιητή Γεωργίου ή άλλου), αλλά εκείνος που τους δίδαξε ήταν άγγελος Κυρίου: ο Γαβριήλ απευθύνεται στην Παναγία κατά τον Ευαγγελισμό της με τα γνωστά λόγια: «Χαίρε Κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά Σου».

2. Κι είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γαβριήλ δεν ήταν απλός άγγελος.  «Πρωτοστάτης» άγγελος, αρχάγγελος, στάλθηκε προκειμένου να μεταφέρει το μήνυμα στη Θεοτόκο, πράγμα που σημαίνει ότι λόγω της σπουδαιότητος του μηνύματος: του ερχομού του ίδιου του Θεού στον κόσμο,  έχουμε και σπουδαίο αγγελιοφόρο. Όπως συμβαίνει και με τα ανθρώπινα: όταν έχουμε σπουδαία και σημαντικά γεγονότα όχι απλός εκπρόσωπος του κράτους, αλλά ο ίδιος ο υπουργός ή ο πρωθυπουργός ή και ο Πρόεδρος ακόμη απευθύνεται με μήνυμα στον λαό, έτσι και εδώ. Η σπουδαιότητα λοιπόν του μηνύματος εξηγεί και την παρουσία του Πρωτοστάτη αγγέλου.

3. Μα τελικώς ούτε κι ο αρχάγγελος είναι ο «εφευρέτης» των Χαιρετισμών της Παναγίας. Γιατί δεν ήλθε από μόνος του ο Γαβριήλ. «Ουρανόθεν επέμφθη», που σημαίνει ότι ο ίδιος ο Θεός μας τον έστειλε να χαιρετίσει την Παναγία, συνεπώς ο χαιρετισμός σ’ Αυτήν είναι η στάση του Θεού έναντι της κόρης της Ναζαρέτ. Έτσι οι Χαιρετισμοί δεν είναι απλώς η έκφραση της αγάπης μας, ημών των πιστών, απέναντι στη Μάνα του Θεού μας, αλλά η συμμετοχή και η συστράτευσή μας στην κίνηση και την ενέργεια του Θεού και των Αγγέλων έναντι Αυτής. Με τους Χαιρετισμούς δηλαδή φανερώνουμε όχι μόνο ότι τιμούμε την Παναγία, αλλά και ότι πιστεύουμε στον Τριαδικό Θεό μας. Άνθρωπος που αρνείται το Χαίρε στην Παναγία γίνεται τελικώς θεομάχος.

4. Τι είλκυσε τον Θεό σε μία τέτοια στάση έναντι μίας μικρής κόρης; Ασφαλώς η πίστη της κι η υπακοή της σ’ Εκείνον, η αγνότητα της ζωής της, η μεγάλη της ταπείνωση. Όλη η ζωή της Παναγίας συνιστά ένα  ν α ι  στο θέλημα του Θεού. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου». Ο ίδιος ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη δεν αποκαλύπτει ότι ο Θεός επιβλέπει πάντοτε προς τον αγνό και υπάκουο στο θέλημά Του άνθρωπο; «Προς τίνα επιβλέψω αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον, και ακούοντά μου τους λόγους και τρέμοντα αυτούς;» Όπου λοιπόν υπάρχει άνθρωπος που βρίσκεται σε ετοιμότητα αποδοχής του θελήματος του Θεού εν ταπεινώσει, βλέπει τον Θεό να τον σκέπει και να του προσφέρει πλούσια τη χάρη Του, κι ακόμη ο Παντοδύναμος να υπηρετεί και να χαιρετίζει το πλάσμα Του! Γιατί ο άνθρωπος αυτός Του προκαλεί την πιο μεγάλη χαρά.  Και τέτοιος άνθρωπος κατά μοναδικό τρόπο υπήρξε η πάναγνη κόρη της Ναζαρέτ, η ζωή της οποίας ήταν μία αδιάκοπη χαρά και ευαρέσκεια σ’ Εκείνον.

Χαιρετίζουμε λοιπόν την Παναγία μας με την αγαπημένη ακολουθία των Χαιρετισμών, ομολογώντας ταυτόχρονα και την πίστη μας στην Αγία Τριάδα.  Αλλά κατανοούμε ότι δεν φτάνει μόνο η δοξολογική διάθεσή μας απέναντί της κι απέναντι στον Θεό μας. Το σημαντικότερο είναι η ευθύνη που μας προκαλεί η ζωή της. Γιατί είμαστε κλημένοι κι εμείς να ζούμε με αντίστοιχο προς τον δικό της τρόπο ζωής, που θα πει να ζούμε με τέτοια καθαρότητα, πίστη και υπακοή στον Θεό, ώστε ανά πάσα στιγμή η παρουσία μας να αποτελεί πρόκληση χαράς για Εκείνον. Αλλά να χαίρεται ο Θεός για εμάς τι άλλο θα σημαίνει κατά το πρότυπο της Παναγίας μας από τη χάρη του «μορφωθήναι Χριστόν (και) εν ημίν

ΠΗΓΗ:https://pgdorbas.blogspot.com/2015/02/blog-post_27.html

 

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Μεγάλη Σαρακοστή: «Ἕνας τρόπος ζωῆς» (π. Αλέξανδρος Σμέμαν)


Κλιμαξ Ιακ. AAA

 

“Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι·

ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν”.

 

Untitled-1

Μὲ τὴν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μὲ τή νηστεία, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ σὲ τακτὰ διαστήματα δέν ἑξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἢ μᾶλλον γιά νά εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀποτελεσματικὰ καὶ νά ἔχουν νόημα, πρέπει να ὑποστηρίζονται καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τή ζωή. Χρειάζεται δηλαδὴ, ἕνας «τρόπος ζωῆς» πού νά μὴν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ νά μὴν ὁδηγεῖ σὲ μία «διασπασμένη» ὕπαρξη.

Στό παρελθόν, στίς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μία τέτοια ὑποστήριξη μὲ τὸν συνδυασμό πού εἶχε στά ἔθιμα, στίς ἐξωτερικὲς ἀλλαγές, μὲ τή νομοθεσία, μὲ τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανονισμούς, μὲ ὅλα δηλαδὴ ὅσα περιλαμβάνονται στή λέξη πολιτισμός. Κατὰ τή Μεγάλη Σαρακοστή ὁλοκλήρη ἡ κοινωνία ὑποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ῥυθμὸ ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἄτομα-μέλη τῆς κοινωνίας τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Στή Ῥωσία, λόγου χάρη, δέν μποροῦσε κανεὶς εὔκολα νά ξεχάσει τή Σαρακοστή γιατὶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦσαν διαφορετικὰ αὐτὴ τὴν περίοδο· τὰ θέατρα ἔκλειναν καί, σὲ παλιότερους καιρούς, τὰ δικαστήρια ἀνέβαλλαν τή λειτουργία τους. Φυσικὰ, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα ἀπὸ μόνα τους, εἶναι φανερό, ὅτι δέν ἦταν δυνατὸ νά ἀναγκάσουν τὸν ἀνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια ἢ σὲ μία πιὸ ζωντανὴ θρησκευτικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὅμως δημιουργοῦσαν μία ὁρισμένη ἀτμόσφαιρα – ἕνα εἶδος σαρακοστιανοῦ κλίματος, ὅπου ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γινόταν εὐκολότερη.

Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τίς ἐξωτερικὲς ὑπενθυμίσεις, τὰ σύμβολα, τὰ σημάδια. Φυσικὰ πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ σύμβολα ν’ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νά γίνουν αὐτοσκοπός, καὶ ἔτσι ἀντὶ νά εἶναι ἁπλά μία ὑπενθύμιση, νά γίνουν γιά τὴν κοινὴ ἀντίληψη τὸ μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο τὸν ἔχουμε ἐπισημάνει παραπάνω, ὅταν μιλήσαμε γιά τὶς ἐξωτερικὲς συνήθειες καὶ τὰ πανηγύρια πού ἀντικαθιστοῦν τή γνήσια προσωπική προσπάθεια. Ἂν ὅμως καταλάβουμε σωστὰ αὐτές τίς συνήθειες, τότε θὰ γίνουν ὁ «κρίκος» πού συνδέει τὴν πνευματικὴ προσπάθεια μὲ τή ζωή.

Δέν ζοῦμε σὲ μία ὀρθόδοξη κοινωνία [Ὁ συγγραφέας, Ῥῶσος στήν καταγωγή, ζεῖ σήμερα στήν Ἀμερικὴ] καὶ φυσικὰ δέν εἶναι δυνατὸ νά δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ «κλίμα» τῆς Σαρακοστῆς σὲ ἐπίπεδο κοινωνικό. Εἴτε εἶναι Σαρακοστὴ εἴτε ὄχι, ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει, ποὺ ἀποτελοῦμε καὶ μεῖς δικὸ του ἀναπόσπαστο κομμάτι, δέν ἀλλάζει. Κατὰ συνέπεια, ζητιέται ἀπὸ μᾶς μία νέα προσπάθεια νά σκεφτοῦμε τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στό «ἐξωτερικὸ» καὶ τὸ «ἐσωτερικό».

Ἡ πνευματικὴ τραγωδία τῆς ἐκκοσμίκευσης εἶναι ἐκείνη πού μᾶς σπρώχνει σὲ μία πραγματικὴ θρησκευτικὴ «σχιζοφρένεια» – ἕνα σπάσιμο δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας σὲ δυό κομμάτια: τὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸ κοσμικό, ποὺ ἔχουν ὅλο καὶ λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση. Ἔτσι, ἡ πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά μεταθέσει τὰ παραδοσιακὰ ἔθιμα καὶ τὶς συνήθειες, πού εἶναι βασικὰ μέσα στήν προσπάθειά μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Μ’ ἕνα πειραματικὸ καὶ ἀναγκαστικὰ σχηματικὸ τρόπο θὰ μποροῦσε κανεὶς νά δεῖ αὐτὴ τὴν προσπάθεια σὲ δυό πλαίσια: στή ζωὴ μέσα στό σπίτι καὶ στή ζωὴ ἔξω ἀπ’ αὐτό.

Γιά τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τὴν πρώτη καὶ βασικότερη περιοχὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἢ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στήν καθημερινὴ ζωή. Τὸ σπίτι, δηλαδὴ τὸ στυλ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὸ σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο πού σχηματίζει μέσα μας τή θεμελιακή ἀντίληψη γιά τὸν κόσμο, πού μορφοποιεῖ στόν ἐσωτερικὸ μας, τὸ βασικὸ προσανατολισμὸ, τὸν ὁποῖο ἴσως γιά ἀρκετὸ διάστημα δέν τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλά πού τελικὰ θὰ γίνει ἕνας ἀποφασιστικὸς παράγοντος. Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dοstοyevsky στούς Ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ λέει: «ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τή ζωή». Τὸ σημαντικὸ δὲ εἶναι ὅτι κάνει αὐτὴ τὴν παρατήρηση ὕστερα ἀπὸ τή θύμηση τῆς μητέρας του πού τὸν εἶχε πάρει μαζὶ της στή Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τὴν ὀμορφιά τῆς ἀκολουθίας, τή μοναδική μελῳδίᾳ τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…».

Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιά θρησκευτικὴ ἀγωγή πού γίνεται σήμερα στά κατηχητικὰ σχολεῖα δὲν σημαίνει καὶ πολλὰ πράγματα, ἂν δέν βασίζεται στή ζωὴ τῆς οἰκογένειας. Τί, λοιπόν, θὰ μποροῦσε καὶ θὰ ἔπρεπε νά γίνει στό σπίτι στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νά καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τίς πλευρὲς τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θὰ περιοριστοῦμε μόνο σὲ μία ἀπ’ αὐτές.

Ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ῥιζικὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης. Αὐτὰ τὰ μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τή ζωή. Δέν χρειάζεται κανεὶς νά βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι γιά νά βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σὲ ἀπόσταση πού τὸν φτάνουμε… ἀκίνητοι. Καί, σιγὰ σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νά βρεθοῦμε σ’ ἕναν ἐσωτερικὸ κόσμο, μέσα στήν ὀμορφιὰ τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπὸ τὸ σύγχρονο πολιτισμὸ μας. Καὶ ἂν δέν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική. Ἡ μουσικὴ ἔπαψε νά εἶναι κάτι πού τὸ ἀκούει κανείς σταθερὰ. Ἔγινε πιὰ μία «ὑπόκρουση θορύβου» πού συνοδεύει τίς συνομιλίες μας, τὸ διάβασμα, τὸ γράψιμο κλπ. Στήν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ ἀνάγκη νά ἀκούγεται συνέχεια μουσικὴ φανερώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά χαρεῖ τή σιωπή, νά τὴν καταλάβει ὄχι σὰν κάτι ἀρνητικό, σὰν μία ἁπλὴ ἔλλειψη, ἀλλὰ ἀκριβῶς σὰν μία παρουσία καὶ σὰν τὴν μοναδικὴ προϋπόθεση γιά τὴν πιὸ ἀληθινὴ παρουσία.

Ἂν ὁ Χριστιανὸς τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατὰ ἕνα μεγάλο βαθμὸ σ’ ἕνα σιωπηλὸ κόσμο πού τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιά αὐτοσυγκέντρωση στόν ἐσωτερικὸ του κόσμο, ὁ σημερινὸς χριστιανὸς εἶναι ἀναγκασμένος νά κάνει εἰδικὴ προσπάθεια γιά νά καλύψει αὐτὴ τὴν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία αὐτὴ μόνο μπορεῖ νά μᾶς φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τίς ὑψηλὲς πραγματικότητες. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ πρόβλημα τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἢ θανάτου.

Πρέπει κανεὶς νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μοιράσουμε τή ζωή μας ἀνάμεσα στή «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ στό τελευταῖο σήριαλ. Αὐτὰ τὰ δυό βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καὶ τὸ ἕνα, σίγουρα, θὰ σκοτώσει τὸ ἄλλο. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανό, ἐκτὸς ἂν γίνεται μία ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τὸ τελευταῖο σήριαλ ἔχει πολὺ μεγαλύτερες ἐλπίδες σὲ βάρος τῆς «χαρμολύπης» – παρὰ τὸ ἀντίθετο.

Μία πρώτη «συνήθεια» πού προτείνεται εἶναι νά μειωθεῖ δραστικὰ ἡ παρακολούθηση τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Δέν τολμοῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ὑπάρξει μία «γενικὴ» νηστεία, ἀλλὰ μόνο ἡ «ἀσκητικὴ» ἡ ὁποία, ὅπως ξέρουμε, σημαίνει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἀλλαγὴ τροφῆς καὶ μειώσή της. Φυσικὰ τίποτε τὸ κακὸ δέν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στό νά συνεχίσει κανεὶς νά παρακολουθεῖ στό ῥαδιόφωνο καὶ στήν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτὲς σειρές, ἐνδιαφέροντα καὶ πνευματικὰ ἤ διανοητικὰ ἐμπλουτισμένα προγράμματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σταματήσει στήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στήν τηλεόραση – ἡ μετατροπὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ «λάχανο» πάνω σὲ μία πολυθρόνα κολλημένο στήν ὀθόνη πού παθητικὰ δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ’ αὐτή. Ὅταν ἤμουνα παιδὶ (ἦταν τότε ἡ προτηλεοπτικὴ ἐποχὴ) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νά κλειδώνει τὸ πιάνο τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση εἶναι μέσα μου ζωηρότερη ἀπὸ τὶς μακρινὲς ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἀκόμα καὶ σήμερα ὅταν παίζει τὸ ῥαδιόφωνο αὐτές τίς μέρες μὲ ταράζει σχεδὸν ὅσο καὶ μία βλαστήμια. Ἀναφέρω αὐτὴ τὴν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνο σὰν μία διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης πού μποροῦν νά ἔχουν μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες στήν ψυχὴ ἑνὸς παιδιοῦ. Καὶ αὐτό πού κρύβεται ἐδῶ δέν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἀπομονωμένο ἔθιμο ἢ ἕνας κανόνας ἀλλὰ εἶναι μία ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σὰν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σὰν κάποιου πράγματος πού εἶναι παρόν ὅλο τὸ χρόνο καί πού δέν πρέπει νά χαθεῖ, νά ἀκρωτηριαστεῖ, νά καταστραφεῖ. Ἐδῶ ἀκόμα, ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία, μία ἁπλή ἀπουσία ἢ ἀποχή ἀπὸ τὴν τροφὴ δέν εἶναι ἐπαρκής, πρέπει νά ἔχει τὸ θετικὸ της συμπλήρωμα.

Ἡ σιωπή πού δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων πού παράγονται ἀπὸ τὰ μέσα τῆς μαζικὴς ἐπικοινωνίας, πρέπει νά γεμίσει μὲ θετικὸ περιεχόμενο. Ἂν ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ τροφὴ γιά τὶς ψυχὲς μας, τροφή, ἐπίσης, θέλει καὶ τὸ μυαλὸ μας, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ διανοητικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πού καταστρέφεται σήμερα ἀπὸ τὸ ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ῥαδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εἰκονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ προτείνουμε, παράλληλα μὲ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια, εἶναι μία διανοητική, θὰ λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρποὺς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τῆς φαντασίας καὶ τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στή ζωὴ μας μόνο καὶ μόνο γιατὶ μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ ἄνετο, γυρίζοντας στό σπίτι ἀπὸ τή δουλειά παραδομένοι στή σωματικὴ καὶ διανοητικὴ κόπωση, νά πιέσουμε τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης ἢ νά βυθιστοῦμε στό τέλειο κενὸ ἑνὸς εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ.

Ἀλλὰ πῶς φανταζόμαστε ὅτι θὰ μπορούσαμε νά προγραμματίσουμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νά κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιά διάβασμα; Φυσικὰ δέν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία νά εἶναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δέν μποροῦν ὅλοι νά γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλὴ «Θεολογία» κρυμμένη σὲ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα καὶ καθετί πού πλουτίζει τή νοημοσύνη μας, κάθε καρπὸς τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματικὴ ἀξία.

Σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέραμε ὅτι ἡ τετάρτη καὶ ἡ πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Θὰ πρέπει αὐτὸ νά τὸ πάρουμε σὰν μία εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπὸ μᾶς ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τὸν πνευματικὸ καὶ διανοητικὸ ἐσωτερικὸ κόσμο μας, νά μελετήσουμε καὶ νά στοχασθοῦμε πάνω σὲ ὅ,τι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ν’ ἀνακαλύψουμε αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ τὶς χαρὲς του. Ἀπὸ αὐτὴ τή χαρά, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκπληρώνεται ἐσωτερικὰ καὶ ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δέν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κἄν μία γεύση• ὅμως χωρὶς αὐτή, χωρὶς τὴν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σὰν ταξιδιοῦ στό βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστὴ χάνει τὸ νόημά της.

Τέλος, ποιό θὰ μποροῦσε νά εἶναι τὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς στίς ἀτέλειωτες ὦρες πού περνᾶμε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι; Στίς συναλλαγὲς μας, καθισμένοι σ’ ἕνα γραφεῖο ἢ ἀσκώντας τὰ ἐπαγγελματικὰ μας καθήκοντα, ἢ ὅταν συναναστρεφόμαστε τοὺς συναδέφους καὶ τοὺς φίλους μας; Ἂν καὶ δέν εἶναι δυνατὸν νά δοθεῖ ἐδῶ μία συγκεκριμένη συνταγή, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὅμως μερικὲς πολὺ γενικὲς ἀπόψεις μποροῦν νά λεχθοῦν. Καὶ πρῶτα-πρῶτα ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία θαυμάσια εὐκαιρία νά ἐλέγξουμε τὸν ἀπίστευτα ὑπεροπτικὸ χαρακτῆρα μας στίς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, στά διάφορα γεγονότα καὶ στή δουλειά. «Χαμογέλα!», «μὴ στεναχωριέσαι» κλπ. Εἶναι σλόγκαν πού στήν πραγματικότητα ἔγιναν «διαταγές» πού πρόθυμα τὶς δεχόμαστε καί πού σημαίνουν: μὴν ἀνακατεύεσαι, μὴ ῥωτᾶς, μὴ προχωρᾶς βαθύτερα στίς σχέσεις σου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· φύλαξε τοὺς κανόνες τοῦ παιγνιδιοῦ πού συνδυάζει τή φιλική διάθεση μὲ τὴν τέλεια ἀδιαφορία· σκέψου τὰ πάντα μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑλικοῦ κέρδους, τῆς ὠφέλειας, τῆς προαγωγῆς νά εἶσαι, μ’ ἄλλα λόγια, ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἐνῶ συνέχεια χρησιμοποιεῖ τίς μεγάλες λέξεις: ἐλευθερία, εὐθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ἀκολουθεῖ τὴν ὑλιστικὴ ἀρχὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτά πού τρώει!

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι περίοδος γιά ἀναζήτηση νοήματος. Νά βρῶ, δηλαδή νόημα στήν ἐπαγγελματική μου ζωὴ στά πλαίσια τῆς κλήσης μου· νόημα στίς προσωπικὲς σχέσεις μου μὲ τ’ ἄλλα πρόσωπα· νόημα στή φιλία· νόημα στίς εὐθύνες μου. Δέν ὑπάρχει ἀπασχόληση, ἐπάγγελμα πού νά μὴ μπορεῖ νά «μεταμορφωθεῖ» – ἔστω καὶ γιά λίγο μόνο – μὲ στόχο ὄχι τή μεγαλύτερη ἀπόδοση ἢ τὴν καλύτερη ὀργάνωση, ἀλλὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἡ ἴδια προσπάθεια γιά «ἐσωτερικοποίηση» ὅλων τῶν σχέσεών μας εἶναι ἀπαραίτητη γιατὶ εἴμαστε ἐλεύθερες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις πού καταντήσαμε (χωρὶς τὶς περισσότερες φορὲς νά τὸ ξέρουμε) φυλακισμένοι στά συστήματα τὰ ὁποῖα προοδευτικὰ κάνουν τὸν κόσμο μας ἀπάνθρωπο. Καὶ ἂν στήν πίστη μας ὑπάρχει κάποιο νόημα, αὐτὸ πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένο μὲ τή ζωή καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθά της. Χιλιάδες ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ ἀπαραίτητες ἀλλαγὲς ἔρχονται μόνο ἀπ’ ἔξω μὲ τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀλλαγὴ στίς ἐξωτερικὲς συνθῆκες. Στό χέρι τους εἶναι νά ἀποδείξουν οἱ χριστιανοὶ ὅτι στήν πραγματικότητα καθετὶ ξεκινάει ἀπὸ μέσα -ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τή ζωή σύμφωνα μὲ τὴν πίστη αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν μπῆκε στόν Ἑλληνο-ῥωμαϊκὸ κόσμο, δέν κατάγγειλε τή δουλεία, δέν ξεσήκωσε σὲ ἐπαναστάση. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πίστη της, ἡ νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς εἶναι κείνη πού προοδευτικὰ καταργεῖ τή δουλεία. Ἕνας «ἅγιος» -καὶ ἅγιος ἐδῶ σημαίνει, πολὺ ἁπλά, κάθε ἄνθρωπος πού παίρνει πάντοτε στά σοβαρὰ τὴν πίστη του- θὰ κάνει πολὺ περισσότερα γιά τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου παρὰ χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐπαναστάτης σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μία τελευταία γενικὴ παρατήρηση: ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικὰ βερμπαλιστικὸς καὶ μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπὸ λόγια πού ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους καὶ συνεπῶς τή δύναμή τους. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἱερότητα τοῦ λόγου – ἕνα ἀληθινὰ θεῖο δῶρο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μὲ τεράστια δύναμη εἴτε θετικὴ εἴτε ἀρνητική. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ θὰ κριθοῦμε γιά τὰ λόγια μας: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· 37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37).

Ἐλέγχουμε τὰ λόγια μας μὲ τὸ νά ἀνακαλύπτουμε τή σοβαρότητα καὶ τὴν ἱερότητά τους, νά καταλαβαίνουμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἕνα «ἀστεῖο» πού λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νά ἔχει καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, μπορεῖ νά γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» πού ξεχυλίζει τὸ ποτήρι καὶ ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν τελικὴ ἀπελπισία καὶ καταστροφή. Ἀλλὰ ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καὶ μία μαρτυρία. Μία τυχαία συνομιλία σ’ ἕνα γραφεῖο μὲ τὸ συνάδελφο μπορεῖ νά μεταδώσει καλύτερα μία θεώρηση γιά τή ζωή, μία διάθεση ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στή δουλειά καὶ νά ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὸ τυπικὸ κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπὸ μία τέτοια συνομιλία, νά πέσουν σπόροι γιά μία ἐρώτηση πάνω στή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιά ἐπιθυμία νά γνωρίσει κανεὶς περισσότερα. Δέν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια, μὲ τὸν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Καὶ τελικὰ οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται στόν Θεό, ὄχι γιατὶ κάποιος μπόρεσε νά τοὺς δώσει διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ γιατὶ εἶδαν σ’ αὐτὸν τὸ φῶς, τή χαρά, τὸ βάθος, τή σοβαρότητα, τὴν ἀγάπη πού ἀπὸ μόνα τους ἀποκαλύπτουν τὴν παρουσία καὶ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.

Ἔτσι, ἂν ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τῆς πίστης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καὶ ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μὲ τὸ νά ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τροφὴ ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καὶ ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη. Μὲ τὸ «νά μειώνουμε» τίς ψυχαγωγίες, τή μουσική, τὶς συζητήσεις, τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τὴν τελικὴ ἀξία τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καὶ τὰ ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς γιατὶ ξαναβρίσκουμε τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτὸν καὶ δι’ Αὐτοῦ σὲ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.Ἔτσι τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε:

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια.

Ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

Μὴ μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!

π. Αλέξανδρος Σμέμαν

ΠΗΓΗ:https://www.imaik.gr/

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου

 

Audio PlayerUse Up/Down Arrow keys to increase or decrease volume

img048

 

    

 Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό. Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος.

Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο. Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε: Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ; Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς. Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου.

Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».

Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ. Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του. Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη. Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.

Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε: «Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό». Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.

Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ: «Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».

Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα: «Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».

Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ: «Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου. Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα. Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν. Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα. Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά, Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια. Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα. Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».

Ἅγιος Σιλουανός ὁ Αθωνίτης

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 


ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

« τς νηστείας θεος καιρός, πάθη κκαθαίρων ψυχικά, καί ψυχικούς πλύνων μώλωπας, λθε, νν πέστη˙ πιστοί, συνδράμωμεν, καί τοτον φιλοφρόνως ποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ Τριωδίου).

(Ο θείος καιρός της νηστείας, που καθαρίζει τα ψυχικά πάθη και πλένει τους ψυχικούς μώλωπες, ήλθε, τώρα φάνηκε. Πιστοί, ας τρέξουμε μαζί και ας τον υποδεχτούμε με φιλοφροσύνη και καλή διάθεση).

Μια ανάσα από την έναρξη της Σαρακοστής και η Εκκλησία μας διά του αγίου υμνογράφου της Ιωσήφ μάς καλεί να την υποδεχτούμε με τον σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος δεν είναι η κατήφεια και η μελαγχολική διάθεση -  δείγμα της κυριαρχίας των παθών μέσα μας: «χάνουμε» τα ηδονικά στοιχεία του λαιμού και της γαστέρας μας, ταλαιπωρείται δηλαδή η λαιμαργία και η γαστριμαργία μας, άρα η φιληδονία μας – αλλά η καλή και ευχάριστη διάθεση, η φιλοφροσύνη. Μας καλεί η Εκκλησία μας «τρέχοντας» να σπεύσουμε να ενταχτούμε στην αγκαλιά της σεμνής αυτής περιόδου. Θυμάται κανείς τον άγιο αββά του Γεροντικού, ο οποίος έλεγε τον παράδοξο θεωρούμενο λόγο: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος, και στον κόπο βρίσκω ανάπαυση». Που θα πει: ο όσιος αυτός ασκητής είχε καταλάβει πολύ καλά ότι η ζωή στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανική, πρέπει να είναι με τον Χριστό, συνεπώς πρέπει ο πιστός να ασκεί πάντοτε «βία» στον εαυτό του, ακολουθώντας με συνέπεια Εκείνον. Κι η ακολουθία του Χριστού είναι συσταύρωση μαζί Του: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Οπότε η χριστιανική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Έχει ασκητικό χαρακτήρα, είτε είναι κανείς καλόγερος είτε όπως λέμε κοσμικός. Γιατί ακριβώς παλεύεις να στρέφεις αδιάκοπα τα νώτα του στο γενικό κλίμα του σαρκικού αμαρτωλού φρονήματος και να προσανατολίζεσαι έστω και με το «ζόρι» εκεί που είναι ο Χριστός.

Αλλά ο προσανατολισμός αυτός καθιστά από την άλλη και τον αγώνα ευχάριστο και εξαιρετικά ποθητό. Γιατί δεν είναι αγώνας «τυφλός». Τον Χριστό θέλουμε να ακολουθούμε, το πιο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να υπάρξει για τους πιστούς, έστω κι αν υπάρχουν τα εμπόδια των ακανθών από τα πάθη μας. Τι μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να ζούμε τον Παράδεισο ήδη από τώρα στη ζωή αυτή μαζί Του; Μόνον ο αμαρτωλός εαυτός μας, που ρέπει στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία. Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγώνας στοχεύει στην εξάλειψη των παθών αυτών, με την έννοια της μεταστροφής τους σε εγκράτεια, σε προσφορά και ελεημοσύνη, σε ταπείνωση. Το αποτέλεσμα; Στον βαθμό που εξαλείφονται τα αγκάθια αυτά εξομαλύνεται το έδαφος της καρδιάς μας και φύεται το σπέρμα του Πνεύματος που ελάβαμε διά του αγίου βαπτίσματός μας, εμφανίζεται δηλαδή στην ύπαρξή μας ο ίδιος ο Χριστός, γινόμαστε κι εμείς Χριστός, γινόμαστε φιλόθεοι και φιλάνθρωποι.

Η πιο πρόσφορη περίοδος της Εκκλησίας για την ένταση του πνευματικού αγώνα, ώστε να κάνουμε τον εαυτό μας «περιβόλι του Ουρανού», είναι η Σαρακοστή. Είναι ο θείος καιρός της νηστείας, μας υπενθυμίζει ο άγιος υμνογράφος,  γιατί με τη ορθή άσκησή της καθαρίζονται τα ψυχικά πάθη και ξεπλένονται  και θεραπεύονται οι μαυρίλες και τα κτυπήματα της ψυχής. Σε άλλο σημείο (ωδή ε΄) ο υμνογράφος θα μας πει: «η νηστεία έκανε τον Μωυσή θεόπτη, είδε τον Θεό! Οπότε κι εσύ, ψυχή μου, μιμήσου τον κι ανάλαβε τη νηστεία, ανεβαίνοντας διαρκώς εσωτερικά προς τον Θεό, για να δεις τη λαμπρότητα του Θεού». Η εκκλησιαστική νηστεία, ψυχική και σωματική, είναι αυτονόητο ότι έχει θετικό χαρακτήρα: μας φέρνει ενώπιον του Θεού και μας γεμίζει με το φως Του. Πόσο μακριά δηλαδή από ό,τι συνήθως οι πολλοί αντιμετωπίζουμε τη «σκυθρωπότητά» της!

ΠΗΓΗ: https://pgdorbas.blogspot.com/2024/03/blog-post_15.html

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 


Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

«λαμψε τς γκρατείας επρέπεια, τν δαιμόνων τήν χλύν φυγαδεύουσα· πεδήμησε τς νηστείας σεμνότης, τν ψυχικν παθν τήν ατρείαν φέρουσα· ταύτ ποτέ Δανιήλ, καί ο ν Βαβυλνι Παδες φραξάμενοι, μέν, στόμα λεόντων χαλίνωσεν, ο δέ, τήν φλόγα τς καμίνου σβεσαν· μεθ’ ν καί μς δι’ ατς, σσον, Χριστέ Θεός, ς φιλάνθρωπος» (πόστιχα τν Ανων, διόμελον, χος γ΄).

(λαμψε επρέπεια τς γκράτειας, ποία διώχνει μακριά τή σκοτεινιά τν δαιμόνων. φτασε σεμνότητα τς νηστείας, ποία γιατρεύει τά ψυχικά πάθη. Μέ τή νηστεία ατή χυρωμένοι κάποτε Δανιήλ, πως καί τά τρία παιδιά στή Βαβυλώνα, μέν πρτος βαλε χαλινάρι στό στόμα τν λιονταριν, τά δέ παιδιά σβησαν τή φλόγα τς καμίνου. Μαζί μ’ ατούς καί μέσω ατς σσε καί μς, Χριστέ Θεέ μας, ς φιλάνθρωπος).

γιος μνογράφος πιμένει στή σπουδαιότητα καί στόν πνευματικό χαρακτήρα τς γκράτειας καί τς νηστείας πού προβάλλει Μεγάλη Τεσσαρακοστή. χει τέτοια σπουδαιότητα μάλιστα, κατ’ ατόν,  πού μέν πρώτη φυγαδεύει κόμη καί τούς δαίμονες - γκρατής νθρωπος δηλαδή εναι κυρίαρχος χι μόνον το αυτο του λλά καί τν πονηρν πνευμάτων - ν δεύτερη, νηστεία, ς κφραση βεβαίως το πνεύματος τς γκρατείας, θεραπεύει λα τά ψυχικά πάθη, πού σημαίνει τι περιορισμός στή σάρκα, πού κινεται συνήθως τακτα χωρίς χαλινό, φέρνει κείνη τή χάρη στε νά θεραπεύεται καί δια ψυχή. Μιλμε σφαλς γιά τήν επρεπή γκράτεια καί τή σεμνή νηστεία, πως τίς χαρακτηρίζει μνογράφος, γιά νά τίς διακρίνει πό τίς ρρωστημένες κτροπές το φαρισαϊσμο καί το δαιμονικο μανιχαϊσμο - ς καύχηση ς ποστροφή το σώματος. 

Τό πιχείρημα το μνογράφου εναι συντριπτικό, φόσον κανείς εναι πιστός καί δέχεται τίς γιες Γραφές: δη πό τήν Παλαιά Διαθήκη, μς λέει, χουμε τά παραδείγματα το προφήτη Δανιήλ πού ρίχτηκε λόγω τς πίστης του σέ λάκκο μέ λιοντάρια, καί τν τριν παίδων πού ρίχτηκαν στό ναμμένο καμίνι. Κι ατό γιατί; Διότι καί προφήτης καί τά τρία παιδιά, σέ νεαρή λικία ερισκόμενοι λοι, κατά τήν περίοδο τς Βαβυλώνιας αχμαλωσίας τν ουδαίων, ρνήθηκαν νά ποταχτον στά κελεύσματα τς εδωλολατρικς ξουσίας, πιλέγοντας θυσιαστικά νά παραμείνουν σταθεροί στήν ληθινή λατρεία το Θεο λλά καί στήν παράδοση τς γκρατείας καί νηστείας πού καθόριζε πίστη τους. Καί τό ποτέλεσμα ταν θαυμαστό: τόν μέν Δανιήλ ντιμετώπισαν τά λιοντάρια ς τόν καλύτερο «φέντη» τους, ν τά τρία παιδιά σεβάστηκε καί δια πύρινη μεγάλη φλόγα. πότε, κατά τόν μνογράφο μας, τό διο θά συμβε καί μέ μς, ν κολουθήσουμε τήν ληθινή νηστεία: σωτηρία μας πό τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό μας.  

ΠΗΓΗ: https://pgdorbas.blogspot.com/2024/03/blog-post_14.html   

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδην

 


Γράφει σιος Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος γι τς γρυπνίες στν γιο λισσαο κα γι τν γιο Νικόλαο τν παπαΠλαν:

 

«Κατ τ τος 1905 1907 πηρετν ες τς τάξεις το στρατο, φοίτων ες τν Βυζαντινν Μουσικν Σχολν «ωάννης Δαμασκηνος… συμπατριώτης μου ωάννης λεξάκης… μέραν τινα λέγει μοι: «Ν λθς ες τν μικρν ναν το Προφήτου λισσαίου, ες τν ποον γίνονται κατανυκτικα γρυπνίαι κα ψάλλουν βυζαντιν ο Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης κα λλοι. Θ φεληθς κα θ μάθης πολλ ναγκαα, χρήσιμα κα φέλιμα δι τν ερν μνωδίαν.»

Μετέβην ες μίαν γρυπνίαν κα τόσον πολ ηχαριστήθην κα κατενύγην, στε συχνάκις καθ ̓ λην τν βδομάδα εχον ες τν νον μου, πότε θ λθη ελογημένη ρα ν πάγω ες τν γρυπνίαν∙ κα τε ρχετο ρα, τρεχον μ χαράν, σπερ τρέχει λαφος π τς πηγάς, δι ν πίω κ το δατος το λλομένου ες ζων αώνιον κα ποτίσω, δροσίσω κα εφράνω τν... διψσαν μου ψυχήν. Κα πράγματι σθανόμην δρόσον, εφροσύνην κα γαλλίασιν πνευματικν κα μο φαινοντο ες τν λάρυγγά μου γλυκύτερα πρ μέλι κα κηρίον τ λόγια το Θεο, ο μνοι, α δοξολογίαι, τ στιχηρά, τ διόμελα, ο κανόνες, τ κατανυκτικ τροπάρια, τ ποα ψαλλον ο είμνηστοι καθηγητα ξάδελφοι λέξανδροι Παπαδιαμάντης κα Μωραϊτίδης, χι μ φωνς θυμελικς κα βος τάκτους κα ναρμόστους, λλά, ς λέγει Δαβίδ, μ σύνεσιν, μ συναίσθησιν, μ φόβον κα τρόμον: «ψάλατε συνετς, ψάλατε τ Κυρί ν φβ κα τρόμ».

 

ταν ψαλλον ο δύο λέξανδροι Παπαδιαμάντης κα Μωραϊτίδης, ες δεξι κα λλος ριστερά, ψαλλον μ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν κα συντριβν καρδίας, πο νόμιζες τι προσηύχοντο, τι σταντο νώπιον το οράτως παρισταμένου κα πανταχο παρόντος Παντοδυνάμου κα Παντοκράτορος Θεο κα χωρς ν θέλ τις λαύνετο νος το σπερ π μαγνήτου, πρόσεχε, σθάνετο τ δρώμενα κα νόμιζεν τί ερίσκετο ες τν 

 

 

Ὁὐρανόν, ς ψάλλει ερς μνωδός…

Ες τς γρυπνίας γνώρισα κα δύο ἱἐρες τν παπα ντώνιον, φημέριον το ερο ναο γίου Νικολάου Πευκακίων, κα τν παπα Νικόλαον Πλάν, φημέριον το ερο ναο γ. ωάννου Κυνηγο∙ κα ο δύο κούραστοι, πρόθυμοι ες τς γρυπνίας, καλόκαρδοι. ξαιρέτως δ περ ο λόγος παπα Νικόλας Πλανς το πλος, κακος, προς, κέραιος, πόνηρος, όργητος, μνησίκακος, πάντοτε λαρός, χαροποιός, γελαστός.

 

Ἔἰς τν παπα Νικόλαον, πειδ το ταπεινός, πέβλεψεν π ̓ ατν Κύριος, ς λέγει σοφς παροιμιαστής: «π τίνα πιβλέψω, λέγει Κύριος, εμ π τν προν κα ταπεινν τ καρδὶᾳ κα τρέμοντα τος λόγους∙» κα πάλιν: « ν καρδίαις πραέων ναπαύσεται πνεμα Κυρίου»∙ κα Κύριος μν . Χριστς ν Εαγγελίοις μακαρίζει ατούς: «Μακάριοι ο πραες τί ατο κληρονομήσουσι τν γν».

 

«Μχρι σμερον πο χουν παρλθη 45 τη, σκις ναπολσω ες τν μνμην μου τν Παπαδιαμντη κα τν Μωραϊτδην κα τς κατανυκτικς κενας γρπνας κα ερς μυσταγωγας, τς ποας τλουν ὁἱ εμνηστοι π. ντνιος κα πλος κα κραιος κα ταπεινς τ κρδίᾳ παπα- Νικλαος Πλανς, μο φαίνεται σν ν κοω τν ἱἐρν κενην μνωδαν, ποα μοαζε σν μνωδα γγελικ κα προσευχ κατανυκτικ. Δν θ λησμονσω τν ελβειαν κα προσοχν μ τν ποαν ψαλλον ο εμνηστοι διδσκαλοι Μωραϊτδης κα Παπαδιαμντης, μ τν σιγανν κα ταπεινν φωνήν των. φανοντο χι τι ψαλλον, λλ’ τι προσηχοντο κα συνωμλουν μ τν Θέν.

 

δ Παπαδιαμντης, ταν ψαλλε τ τροπρια τς Δευτρας Παρουσας: «ταν μλλεις ρχεσθαι κρσιν δικααν ποισαι, Κριτ δικαιτατε… ταν τθωνται θρνοι κα νογωνται ββλοι, κα Θες ες κρσιν καθζηται… ννο τν μραν κενην κα τν ραν, ταν μλλομεν πντες, γυμνο κα ς κατκριτοι τ δεκστ Κριτ παρστασθαι…» τ ψαλλε μ τοιατην συνασθησιν κα φβον, στε φανετο σν ν στατο μπροσθεν το φοβερο Κριτηρου. ταν δ ψαλλε τ το Παραδεσου τροπρια, φανετο σν ν ξστατο κα ρπζετο ς ες Παρδεισον. σατως, ταν ψαλλε τ ναστσιμα τροπρια κα καννας, φανετο ς χαρων κα λλμενος, καθς Θεοπτωρ Δαυδ «πρ τς σκιδου Κιβωτο λατο σκιρτν».

 

«πειδ δ ψαλλον ( Παπαδιαμντης κα Μωραϊτδης) μετ συνσεως κα ελαβεας, δν πτρεπον ες ψλτας πο ρχοντο δι ν ψλωσι ες τς γρυπνας, ἐὰν κα κενοι δν ψαλλον συνετς κα μετεχειρζοντο χι τς φυσικάς των φωνς, λλ θυμελικς, προσποιητς κα τκτους φωνς. δ Παπαδιαμντης, στις το κα εὐέξαπτος, τος δωκε. Φγετε, τος λεγε, δ εναι τπος προσευχς. Πηγανετε ν τραγουδσετε ες τ θατρα. Πολλκις κα μ στις μην βοηθός του κα μαθητς, ταν κανα καμμαν παραφωναν παρατοναν, μ δωκεν. Φγε, μο λεγε, πασε, κλεσε τ στμα σου, πρσεκτε. γ παρεμριζα, λλ γργορα το περνοσε θυμς κα πλιν μ κλει. Κστα, λα ν ψλης. γ πειδ εχον ζλον ν μθω, μσως τρεχον κα ψαλλον.

 

το δ τσο ταπεινς, στε πολλκις μετ τ τλος τς γρύπνας μπροσθεν πολλν μο ζτει σύγχρησιν. Κστα, μο λεγεν (τοτο το τ κοσμικν μου νομα), ν μ συγχωρσης, διτι σ λπησα. Κα γ τ λεγον: – γ πταω, διδσκαλε, διτι εμαι πρσεκτος. Σ εχαριστ δ, διτι μ τς παρατηρσεις πο μὸῦ κμνεις γνομαι προσεκτικτερος κα μ τς πιπλξεις μ διδσκεις τν πομονν τς ποας χω νγκην.

 

μολογ, τι π τν τξιν κενην ποα παρετηρετο ες τ κκλησκι κενο το προφτου λισσαου λαβον μεγλην φλειαν».

ΠΗΓΗ: https://paterikos.blogspot.com/2024/03/blog-post_916.html