ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Τὸ πάθημα τοῦ ἀσκητοῦ
«ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ παντός» (Πράξ. κδ΄, 16). (Δηλ.: Διότι δὲ περιµένω νὰ γίνῃ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ἐργάζοµαι καὶ µοχθῶ προσπαθῶν νὰ ἔχω πάντοτε συνείδησιν ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε µοµφὴν καὶ τύψιν, τόσον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων).
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει, πῶς ὁ ἀγωνιστὴς νικᾶ τούς ἀοράτους δαίμονες:
«Τοὺς μὲν θεατὲς δὲν τοὺς ἐνοχλεῖ κανείς, ἀλλ’ ὁ ἀντίπαλος (=ὁ διάβολος) ἐπιτίθεται ἀπ’ ὅλους μόνο σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε γιὰ τὴν πυγμαχία καὶ γυμνάστηκε καὶ κατέβηκε στὸν ἀγῶνα, κι ἐπὶ τοῦ ὁποίου (διαβόλου) κατορθώνει θανατηφόρα κτυπήματα στὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπο».
Καὶ συνεχίζει: «Ἦλθες, ὄχι γιὰ νὰ παραδοθῆς στὴν ἀνάπαυση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθης ν’ ἀγωνίζεσαι, νὰ γίνης ἀθλητὴς στὸ παγκράτιο κι ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, νὰ νικᾶς τὴ δύναμη τῶν ἀοράτων δαιμόνων».
- «Δύο ἀσκητὲς κάποτε πῆγαν σὲ μία ἀγρυπνία, στὴν μνήμη τῆς Παναγίας.
Μετὰ τὴν ὁλονύκτια καὶ πολύωρη ἀγρυπνία, στὴν τράπεζα παρέθεσαν ψάρι καὶ ρεβύθια, ἐπειδὴ ἦταν ἡμέρα Παρασκευή.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀσκητὲς εἶπε: Θὰ φάω ψάρι σήμερα τῆς Παναγίας νὰ τὴν τιμήσω!
Ὁ ἄλλος εἶπε: Θὰ νηστέψω καὶ θὰ φάω ρεβύθια εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας!
Μετὰ τὴν τράπεζα πῆραν τοὺς ντορβάδες τους καὶ πορεύονταν γιὰ τὰ ἀσκητήριά τους. Μέσα τους εἶχαν τὸν λογισμό, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἆραγε νὰ εὐαρέστησε τὴν Παναγία;
Στὸν δρόμο κάθισαν νὰ ξεκουραστοῦν λίγο…
Ὁ ἕνας ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρὰ καὶ βλέπει τὴν Παναγία νὰ λέγη σ’ ἐκεῖνον τὸν μοναχό, ποὺ ἔφαγε τὸ ψάρι, ”σ’ εὐχαριστῶ!” καὶ στὸν ἄλλον ποὺ ἔφαγε τὰ ρεβύθια, ”στὸ χρωστῶ!”».
- Εἶχαν καλέσει τὸν Ἅγιο Γέροντα τῶν Πατρῶν π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο νὰ διαβάση κάποια δαιμονισμένη. Ἐπειδὴ πείναγε σκέφθηκε νὰ πάη πρῶτα στὸ σπίτι του νὰ φάη κάτι καὶ μετὰ νὰ πάη. Πράγματι πῆγε σπίτι του καὶ ἔφαγε καὶ πῆγε νὰ τὴν διαβάση. Ὅταν ξεκίνησε νὰ τὴν διαβάση, εἶπε ὁ δαίμονας: «Πήγαινε νὰ φᾶς καὶ κανένα πιάτο ἀκόμη καὶ ἔλα νὰ μὲ βγάλης». Τὰ ἔχασε ὁ Γέροντας. Ἀπὸ τότε ἔγινε ὁ ἀγωνιστὴς τῆς νηστείας.
- Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ παραθέτουμε “τὸ πάθημα ἑνὸς ἐρημίτη”.
«Ἕνας ἐρημίτης ζοῦσε πολὺ αὐστηρὴ ζωή. Νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, προσευχόταν, κακοπαθοῦσε καὶ κατατυραννοῦσε τὸ σῶμα του. Ὁ Θεὸς γι’ αὐτούς του τοὺς κόπους τοῦ ἔδωκε τὸ χάρισμα νὰ βγάζη δαιμόνια καὶ νὰ θεραπεύη ἀρρώστιες. Κάποτε ἀποφάσισε ἕνα ταξίδι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν αὐτοκράτορα. Εἶχε δώσει ἐντολὴ ὁ αὐτοκράτορας, ὅταν ἕνας ἐρημίτης ἤθελε νὰ τὸν ἰδῆ, νὰ τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερα ν’ ἀνεβαίνη στὸ παλάτι. Ὁ βασιλιὰς τὸν δέχθηκε μὲ πολὺ φιλοφροσύνη, ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς ψυχωφελεῖς λόγους του, καὶ ὅταν ἔφυγε τοῦ ἔκαμε δῶρο ἕνα σακουλάκι μὲ χρυσὰ νομίσματα. Ὁ μοναχὸς τὰ πῆρε καὶ πῆγε στὸ ἐρημικὸ κελλί του. Ἐκεῖ, μὲ τὰ χρυσὰ νομίσματα, ἄνοιξε πηγάδι, καλλιέργησε κῆπο καὶ ἀνάπαυε τὸ βασανισμένο ἀπὸ τὶς ἀσκήσεις σῶμα του.
Κάποτε τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονισμένο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐλευθερώση τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. «Φύγε πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο πνεῦμα, μὴ κατατυραννῆς τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, φύγε καὶ πήγαινε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ ἀκατοίκητα μέρη». «Ὄχι δὲν φεύγω», τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ διάβολος. «Καὶ γιατί δὲν φεύγεις;». «Ὅταν κακοπαθοῦσες καὶ νήστευες καὶ βασανιζόσουν σὲ φοβόμουνα. Τώρα ποὺ καλοτρῶς καὶ καλοπίνεις καὶ ἀναπαύεις τὸ σῶμα σου δὲν σὲ φοβᾶμαι». «Τί ἔπαθα!», λέγει ὁ ἐρημίτης. «Αὐτὴ ἡ ἀνάπαυσή μου, καὶ ἡ ὀλίγη μου καλοπάθεια μὲ ἔκαναν περίγελο εἰς τοὺς δαίμονας». Φράσσει τὸ πηγάδι,-χαλάει τὸν κῆπο καὶ ἀρχίζει, ὅπως πρῶτα νὰ βασανίζη τὸ σῶμα του καὶ νὰ κατατυραννῆ τὸ κορμί του. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν ἔτρεμαν, καὶ ἔφευγαν μόνο μὲ τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός του.
“Τοῦτο τὸ γένος (τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων) ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ”, εἶπεν ὁ Κύριος».