Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς
Ἀχαρναὶ Ἀττικῆς
Σάββατον, 26-05/08-06-2024
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Καλλίνικε,
Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα τῆς Θεοσώστου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανέ,
Σεβασμιώτατοι Ἀρχιερεῖς,
Τίμιον Πρεσβυτέριον,
Σεπτὴ διακονία,
Ὁσιώταται Μοναχαί,
Λαὲ τοῦ Θεοῦ εὐλογημένε,
Ἡ Τιμὴ τῶν Ἁγίων στὴν μακραίωνη πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν πάντοτε χαρμόσυνο καὶ εὐλογημένο γεγονός. Ἡ Ἐκκλησία παρατηροῦσε τὴν τιμὴ καὶ δόξα μὲ τὴν ὁποίαν περιέβαλε ὁ εὐσεβὴς λαὸς τοῦ Θεοῦ, τοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, τοὺς Ἁγίους. Αὐτὴ ἡ τιμὴ καὶ ἀναγνώριση τῶν Ἁγίων ξεκίνησε ἀπὸ τὴν τιμὴ τῶν Μαρτύρων τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων, ὅπως ἀναφέρουν τὰ Μαρτυρολόγια τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅπου κάποιος Μάρτυρας, ἄνδρας ἤ γυναῖκα θυσίαζε ἑαυτὸν γιὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν στιγμή αὐτὴ ἐλάμβανε ἀναγνώριση καὶ τιμὴ Μάρτυρος καὶ ἀναγραφόταν εἰς τὰ Δίπτυχα τῶν Ἁγίων.
Ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία διεμόρφωσε ἕνα ἰδιαίτερο κομμάτι τοῦ ἱστορικοῦ κλάδου της, τὴν Ἁγιολογία. Ἡ Ἐπιστήμη τῆς Ἁγιολογίας ἀσχολήθηκε ἀρχικῶς μὲ τὰ Μαρτύρια ἤ Πάθη, τὰ ὁποῖα ἦταν αὐθεντικὲς περιγραφὲς τῶν μαρτυρίων τῶν Ἁγίων ὑπὸ αὐτοπτῶν καὶ αὐτηκόων μαρτύρων, μὲ τὰ ἐπίσημα πρωτόκολλα ἤ τὰ πρακτικὰ δίκης τῶν Μαρτύρων (acta proconsularia) ποὺ κατέγραψαν οἱ ρωμαϊκὲς ἀρχὲς1 καθὼς καὶ μὲ τὶς ἐκθέσεις, οἱ ὁποῖες ἦταν σύντομες ἀναφορὲς εἰς μαρτύρια ἐντεταγμένες εἰς εὐρύτερα ἱστορικὰ ἔργα2. Αὐτὰ ἀποτελοῦσαν κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες τὶς πηγὲς τῆς Ἁγιολογικῆς Ἐπιστήμης.
Ἐν συνεχείᾳ, ἄρχισαν νὰ προστίθενται εἰς τὰ Μαρτυρολόγια τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ συμπληρώνεται τὸ Ἁγιολόγιό Της μὲ Προφήτας καὶ ἱερὲς προσωπικότητες τῆς Βίβλου, Ἱεράρχας, Ὁσίους καὶ Ἀσκητὰς, Ὁμολογητὰς καὶ Δικαίους, Ἰσαποστόλους καὶ Νεομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἄρχισαν νὰ κοσμοῦν τὸ Ἁγιολόγιο. Ἡ ἀνάδειξη καὶ ἡ διακήρυξη τῆς Ἁγιότητος τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν Ὁσίων, φανερώνει τὸ μεγαλεῖο τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ, ὅλων αὐτῶν ποὺ μὲ τὸ αἷμα τους, τὴν ἀρετή τους καὶ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία τους, ἑδραίωσαν, τίμησαν κὶ ἐδόξασαν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ3. Ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ εἰς τὰ Πρακτικὰ τῆς Τοπικῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου ἐν ἔτει 1672 ὅτι «προσκυνοῦμεν δὲ τοὺς Ἁγίους, ὡς ὑπὲρ Χριστοῦ ἐναγωνισθέντας, καὶ μεσίτας αὐτοὺς Θεῷ προβαλλόμεθα, ὡς φίλους Θεοῦ, καὶ παρρησίαν πρὸς αὐτὸν κεκτημένους, δι΄ αὐτῶν τὴν πρὸς Θεὸν βοήθειαν ἐξαιτούμενοι»4.
Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς Καθηγητὴς κ. Πάσχος: «Ἡ Ἐκκλησία μας χτίζει διὰ τοὺς Ἁγίους Ναοὺς καὶ τοὺς καθαγιάζει μὲ τὰ ἱερὰ λείψανά τους, συνιστᾶ τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν Εἰκόνων καὶ τῶν Λειψάνων τους, θεσπίζει ἑορτὲς διὰ νὰ τιμήσει τὴν μνήμη τους, ἐγκρίνει τὴ σύνταξη ἱερῶν ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν διὰ τὰς ἑορτάς των, συνιστᾶ εἰς τοὺς πιστοὺς νὰ ψάλλουν Παρακλήσεις ζητώντας τὴν πρεσβεία τους πρὸς τὸν Θεὸ διὰ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ ποικίλα δεινά, τὴν ἄφεσιν τῶν ἀμαρτιῶν τους καὶ τέλος νὰ πετύχουν τὸ «μέγα ἔλεος» παρὰ Κυρίου Παντοκράτορος»5.
Καὶ βέβαια ἡ κορύφωση τῆς τιμῆς τῶν Ἁγίων φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατὰ τὴν γενέθλιο ἡμέρα των. Ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια οἱ χριστιανοὶ πίστευαν ὅτι ἡ ψυχὴ τοῦ Μάρτυρος βρίσκεται παροῦσα τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στὴν πνευματικὴ συνεστίαση τῆς κοινῆς τραπέζης6. Ἄλλωστε αὐτὴ ἡ πίστη εἰς τὴν ὀντολογικὴ παρουσία τῶν Ἁγίων εἰς τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Ευχαριστίας ἀποδεικνύεται καὶ ἀπὸ τὴν μεταγενέστερη καθιέρωση τῆς λειτουργικῆς πρακτικῆς ἐξαγωγῆς μερίδων - ταγμάτων εἰς τιμήν καὶ μνήμην τῶν Ἁγίων κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς Προθέσεως, ὅπως διαμορφώθηκε καὶ ἀναφέρει πρῶτος χαρακτηριστικὰ τὸν 14ον αἰῶνα ὁ ἱερὸς Φιλόθεος ὁ Κόκκινος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Στὴν μακραίωνη πορεία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἄρχισαν νὰ διαμορφώνονται κάποια σημαντικὰ κριτήρια ἁγιότητος διὰ νὰ διαφυλαχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καθὼς καὶ ἡ ἀξιοπιστία εἰς τὴν διακήρυξη καὶ ἀναγνώριση νέων Ἁγίων. Τὰ βασικὰ κριτήρια τῆς Ἁγιότητος εἶναι: α) ἡ ἔνταξη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἴτε μὲ τὸ ἱερὸ Βάπτισμα εἴτε μὲ τὸ Βάπτισμα τοῦ αἵματος, τὸ μαρτύριο, β) ἡ ὀρθὴ πίστη γ) ὁ ἅγιος καὶ ἐνάρετος βίος, δ) οἱ ἐξαιρετικὲς ὑπηρεσίες καὶ προσφορὲς εἰς τὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ ε) ἡ διενέργεια θαυμάτων.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀπόλυτα καὶ ἀδιαμφισβήτητα κριτήρια εἶναι ἡ ὀρθὴ πίστη, ἡ ὁποία βέβαια συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ὀρθὰ καὶ ἐνάρετα ἔργα. Αὐτὴ ἡ ὀρθὴ πίστη στοιχειοθετεῖται ἀπὸ τὴν γνήσια ἀποστολικὴ διδασκαλία καὶ παράδοση ποὺ μεταδίδεται μέσῳ τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς ἄχρι τῆς σήμερον. Ἡ ὑγιαίνουσα αὕτη ὀρθὴ διδασκαλία προϋποθέτει μεγάλους ἀγῶνες διὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, τὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν, τὸ μυστικὸ βίωμα τοῦ θείου ἔρωτος, τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καὶ προσφορὰ στὸν συνάνθρωπο καὶ ἔχει ἐσχατολογικὴ διάσταση εἰς τὴν Ἐπουράνιον Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Μὲ τὶς ὡς ἄνω προϋποθέσεις ἡ Ἐκκλησία μας δὲν «ἁγιοποιεῖ», δηλαδὴ δὲν κατασκευάζει ἁγίους, ὅπως κάνει ἡ Δυτικὴ «Ἐκκλησία» ἀλλὰ καὶ δυστυχῶς οἱ ἐξ Ὀρθοδόξων Οἰκουμενισταί, ἁπλῶς ἔρχεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι Συνοδικῶς νὰ ἐπισφραγίσει τὴν τιμὴ καὶ εὐλάβεια τοῦ ποιμνίου πρὸς αὐτοὺς εἰς τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν χάριν καὶ τὴν δωρεὰ τῆς Ἁγιότητος. Γι΄ αὐτὸ καὶ εἰς τὴν καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος «διαπίστωση», «διακήρυξη» ἤ καὶ ἔτι καλύτερα «ἀναγνώρισις», μέσῳ τῆς Συνοδικῆς ἀποφάσεως καὶ τῆς ἐπισήμου Τελετῆς Ἁγιοκατατάξεως εἰς τὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδοξίας7. Ἄρα ἡ κοινὴ συνείδηση τοῦ πλήρωματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπισφραγίζει τὶς ἀρετές, τὰ θαύματα, τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγιότητα κάθε ἐναρέτως βιώσαντος καὶ κοιμηθέντος χριστιανοῦ8.
Εἰς αὐτὰ τὰ κριτήρια στηριζομένη ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἐλλάδος, ἐπισφράγισε τὴν τιμὴ εἰς ἕνα νέο Ὅσιο, τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο τὸν ἐν Πάρνηθι, τὸν καὶ κτίτορα καὶ προστάτη τῆς σεβασμίας καὶ Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης. Προσωπικά, ἄν καὶ ὁ νεώτερος τῶν Ἀρχιερέων, ἐνθυμοῦμαι ἀπὸ μικρὸ παιδὶ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν προπατόρων μας γνησίων ὀρθοδόξων πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου Γέροντος Ἱερωνύμου, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ εὐλογημένο αὐτὸ Μοναστήρι.
Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος, γόνος τῆς εὐλογημένης καὶ λεβεντογέννας Κρήτης, γεννήθηκε ἐν ἔτει 1867. Ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια μόρφωσίν του εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Χρυσοπηγῆς Χανίων. Ἐν ἔτει 1891, σὲ νεαρὰ ἡλικία εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν, φλεγόμενος ὑπὸ θείου ἔρωτος, ἀφιερώθηκε εἰς τὸν Χριστὸ μεταβαίνοντας εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ δὴ εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀργότερα ἐν ἔτει 1897 ἐχειροτονήθῃ διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος εἶχε μία συνταρακτικὴ Θεοτοκοφάνεια. Κατά τήν διάρκεια ἑνός πολύ δυνατοῦ χειμῶνος, βρέθηκε ὁ μακάριος ἀποκλεισμένος ἀπό τά χιόνια εἰς τὸ Κάθισμα τῆς Παναγίας, ὅπου στερούμενος τὰ ἀναγκαῖα πρὸς ἐπιβίωσιν, ἀξιώθηκε ἐμφανίσεως τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἄθωνος Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Ὁποία τόν ἐστήριξε σωματικῶς καί πνευματικῶς καί τόν παρηγόρησε μὲ λόγους ἐνθαρρυντικούς.
Ἐν ἔτει 1923 μία σοβαρὴ ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν τὸν ἠνάγκασε νὰ ἐξέλθει τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ νὰ μεταβεῖ εἰς Ἀθήνας πρὸς ἀναζήτησιν θεραπείας. Ὡς Κρητικὸς ηὐλαβεῖτο τὴν Ἁγία Παρασκευὴ, ἡ εὐλάβεια δὲ αὐτὴ αὐξήθηκε ἐν συνεχείᾳ λόγῳ τῆς ἀσθένειάς του καὶ τὸν ὤθησε νὰ ἱδρύσει Μονὴ ἀφιερωμένη εἰς τὴν Ἁγίαν. Ἀξιώθηκε μάλιστα νά ἴδει καὶ τήν Ἁγία Παρασκευή, ἐντός τοῦ δυτικοῦ περιβόλου τῆς Μονῆς, ἐκεῖ ὅπου σήμερα ὑπάρχει Προσκυνητάρι πρὸς τιμήν Της.
Ἐπὶ μίαν εἰκοσαετίαν διέπρεψε ὡς Ὁμολογητὴς τῆς Πίστεως, ὡς Φωτισμένος καὶ διορατικὸς Πνευματικός, ὡς Μέγας Διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς, ὡς γνήσιος συνεχιστὴς τῆς Ἁγιορείτικης Μοναχικῆς Παραδόσεως, ὡς ἰατρὸς ψυχῶν ἀλλὰ καὶ σωμάτων, ἔχοντας ἐκ Θεοῦ καὶ τὸ ἰαματικὸ χάρισμα. Παράλληλα καλλιέργησε τὸ ποιητικό, ὑμνογραφικὸ καὶ διδακτικὸ χάρισμα ἀφήνοντας ὡς πνευματικὴ παρακαταθήκη ἀναρίθμητες σελίδες ἔμμετρου λόγου. Ἰδιαιτέρως ἠγωνίσθη διὰ τὴν ἐνίσχυση καὶ λειτουργικὴ ἐξυπηρέτηση τοῦ μικροῦ Ποιμνίου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀγωνιζόμενος σθεναρῶς κατὰ τῆς ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τοῦ 1924. Καὶ αὐτὴ ἡ προσήλωση τοῦ Γέροντος στὴν πατρῶα εὐσέβεια ἦταν ἡ αἰτία γιὰ πολλὲς ἀπόπειρες συκοφαντίας, δολοφονίας καὶ δηλητηριασμοῦ ἐναντίον του. Ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τὴν 15ην Ἰανουαρίου τοῦ 1943 καὶ ἐτάφη ἐδῶ εἰς τὴν Μονήν9.
Ἰδιαιτέρως σήμερον ἐν ἔτει 2024, ὅπου συμπληρώνονται ἑκατὸ ἔτη ἀπὸ τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, ἡ Ἐκκλησία μας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν εἶναι ἐδῶ, ἐλευθέρα καὶ ζῶσα, καὶ συνεχίζει τὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου, τὸ ποιμαντικό, ἱεραποστολικὸ καὶ σωτηριολογικό της ἔργο σὲ πεῖσμα τῆς Παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀλλὰ καὶ ὅλων αὐτῶν ποὺ πίστευαν ἤ πιστεύουν ὅτι ὁ Ἱερὸς ἡμῶν Ἀγὼν ὁσημέραι φθίνει καὶ ὁδηγεῖται σὲ παρακμή. Χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ὅσιος: «Τήν πίστιν τῶν Πατέρων μας, τῶν θαυμαστῶν Ἁγίων, ποτέ δέν θά ἀφήσωμεν, ποτέ δέν θά δεχθῶμεν προσθήκην καί ἀφαίρεσιν, ἔστω γνωστόν εἰς ὅλους. Καλῶς τά πάντα ἔχουσιν, οἱ Ἅγιοι ἁγίως ἐθέσπισαν, ἐδίδαξαν καί ἔχουσιν ἀρίστως. Ὁ γάρ τολμῶν τά ἅγια ἵνα μεταρρυθμίσῃ, νοσεῖ ἀσθένειαν δεινήν, ἀσέβειαν τοῦτ’ ἔστιν, τά ἀσεβῆ γάρ ἀγαπᾶ, δέχεται καί φυλάττει»10.
Ἔτσι ἡ Θεία παρεμβολὴ τῶν ἀγωνιστῶν τῆς εὐσεβείας, τὸ «ἀκαινοτόμητον πλήρωμα», συνεχίζει καὶ θὰ συνεχίζει ἐπειδὴ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸ ἐπιθυμεῖ καὶ τὸ εὐλογεῖ. Παρ΄ ὅλ΄ αὐτά, ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν εἶναι ἐδῶ καὶ ἀναμένει πάντοτε ἐν ἀγάπῃ καί ἐν ἀληθείᾳ νὰ δεχθεῖ εἰς τοὺς κόλπους της τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητάει καὶ ἐπιθυμεῖ τὴν σωτηρία του.
Ἔτσι πλέον ὁ νέος Ὅσιος Ἱερώνυμος, ἔρχεται νὰ προστεθεῖ στὴν χορεία τῶν νεοφανῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερον ἡ τῶν νεοφανῶν Ἁγίων Σύναξις ὑποδέχεται τὸν νέον μας Ὅσιον, ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ὁ νέος Ὁμολογητής, ὁ συνωνόματος Ὅσιος Ἱερώνυμος ὁ ἐν Αἰγίνῃ, ἡ Ἁγία Νεομάρτυς Αἰκατερίνη ἡ ἐν Μάνδρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωσὴφ ὁ ἐκ Δεσφίνης, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ἀμφιάλῃ ὁ νέος Ἐλεήμων ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Ἀρχιεπίσκοπος Σαγγάης ὁ Μαξίμοβιτς, ὁ Ἅγιος Φιλάρετος Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ὑόρκης ὁ Ὁμολόγητὴς καὶ ὁ Ἅγιος Γλυκέριος Ἀρχιεπίσκοπος Ρουμανίας.
Χαίρεται καὶ ἀγάλλεται ἡ μεγαλόφωνος τῶν Ὀρθοδόξων Σύναξις σήμερον, ἐδῶ στὴν ἐπί γῆς Στρατευομένη Ἐκκλησία, ἐπὶ τῇ Ἐπισήμῳ Διακηρύξει τῆς Ἁγιότητος τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἱερωνύμου.
Ἀλλ’ ὧ Ὅσιε Πάτερ Ἱερώνυμε, μέμνησο πάντων ἡμῶν τῶν δεομένων, μέμνησο ὑπὲρ τῆς ἀγωνιζομένης Μαρτυρικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, μέμνησο ὑπὲρ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καὶ Πατρός ἡμῶν καὶ ἀπάντων τῶν Ἀρχιερέων, τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τοῦ μοναχικοῦ τάγματος ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐσεβοῦς λείμματος τῶν Ὀρθοδόξων, μέμνησο ὑπὲρ πάντων ἡμῶν ἐν τῇ Ἐπουρανίῳ Βασιλείᾳ τοῦ Ἀρχιποίμενος Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτῆς τῆς Βασιλείας ἧς οὐκ ἔσται τέλος.
Χριστὸς Ἀνέστη!
-------------
1. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. γ΄ Ἁρμὸς, Ἀθήνα 1997, σελ.15.
2. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ.44.
3. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ.27.
4. Καρμίρη Ἰωάννου, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδοξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1952, σελ. 692.
5. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκδ. γ΄ Ἁρμὸς, Ἀθήνα 1997, σελ.33.
6. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 57.
7. Πρβλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 122.
8. Βλ. Πάσχου Π.Β., Ἅγιοι οἱ Φίλοι τοῦ Θεοῦ-Εἰσαγωγὴ στὴν Ἁγιολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅπ.π., σελ. 128.
9. Βλ. Βιογραφία τοῦ Ἁγίου ἐκ τῆς Ἀσματικῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἐν Ὁσίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἱερωνύμου τοῦ ἐν Ἀχαρναῖς τῆς Πάρνηθος τοῦ καὶ Κτήτορος τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς τῆς Ἁγίας Ἐνδόξου Ὁσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευῆς, ὑπὸ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς κ. Κυπριανοῦ, ἔκδοσις Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Γ.Ο.Χ Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2024.
10. Βλ. Ἐπιστολὲς καὶ Λόγοι τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου ὑπὸ τοῦ κ. Ἀντωνίου Μάρκου, στὴν Ἰστοσελίδα τοῦ Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν «Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου