«Παρέστω μοι τό Πνεῦμα καί διδότω λόγον»1 , θά γράψει ὁ ὑψιπέτης ἀετός τῆς Θεολογίας Γρηγόριος, προκειμένου νά ὁμιλήσει πανηγυρικῶς σχετικά μέ τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν» στό Ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλήμ.
Πενήντα ἀκριβῶς ἡμέρες μετά ἀπό τήν ζωηφόρο Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τοῦ «καθελῶντος τοῦ θανάτου τό κράτος», ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει γηθοσύνως, λαμπρῶς καί μεγαλοπρεπῶς, «τήν μεθέορτον καί τελευταίαν ἑορτήν», ὅπως ψάλλουμε, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Κατ᾿ αὐτήν τήν κορυφαία Ἑορτή, ὅπως ἀκοῦμε ἀπό τίς θεολογικώτατες Εὐχές τῆς Γονυκλισίας, «μετά τό ἀναληφθῆναι τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν καί καθεσθῆναι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, κατέπεμψε το Ἅγιον Πνεῦμα ἐπί τούς Ἁγίους αὐτοῦ Μαθητάς καί Ἀποστόλους, ὅ καί ἐκάθησεν ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν καί ἐπλήσθησαν ἅπαντες τῆς ἀκενώτου χάριτος αὐτοῦ».
Τήν Ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς ὁ ἱερός Χρυσόστομος θεωρεῖ ὡς «μητρόπολιν τῶν ἑορτῶν» καί «τέλος (=πλήρωμα) τῶν ἀγαθῶν»2 . Κατ᾿ αὐτήν ἑορτάζουμε «Πνεύματος ἐπιδημίαν». Οἱ Ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες μᾶς ὑπενθυμίζουν, ὅτι ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα, πού εἶχαν σχέση μέ τό θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, λαμβάνουν πέρας μέ τήν ἔνδοξο Ἀνάληψή Του στούς οὐρανούς. Ἔληξαν ὅλα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα φανέρωσαν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι τό Δεύτερο Πρόσωπο (κατά τή συμβατική μας ὁρολογία καί διατύπωση) τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτά εἶναι, ἡ Γέννηση, ἡ Σταύρωση, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ἀνάληψη. Τώρα πλέον, κατά τήν Πεντηκοστή, ὅπως θά γράψει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀρχίζουν τά γεγονότα ἐκεῖνα, τά ὁποῖα φανερώνουν τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, πού ὑπάρχει μέ τήν δική Του ὑπόσταση, ὥστε ὅλοι ἐμεῖς νά σκεφθοῦμε καί νά ἐννοήσουμε τό μέγα Μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος:
«Ἄρχεται δέ τελεῖσθαι καί τά φανεροῦντα τό Πνεῦμα τό Ἅγιον κατ᾿ ἰδίαν ὑπόστασιν ὑπάρχον· ἵν᾿ ἡμεῖς ἐπιγνῶμεν τε καί σκεφθῶμεν τό μέγα καί προσκυνητόν τῆς Ἁγίας Τριάδος μυστήριον»3 .
Τό Ἅγιο Πνεῦμα, σύμφωνα μέ τήν ἱερά ὑμνολογία, «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας»4 . Αὐτό παρέχει τά πάντα, καί δι᾿ Αὐτοῦ χορηγοῦνται τά πάντα. Τό Πνεῦμα ὡς Χάρις καί ἄκτιστη ἐνέργεια περιλάμπει τούς ἀξίους. Αὐτό ποτίζει καί θερμαίνει, ὡς ὕδωρ καί πῦρ. Γι᾿ αὐτό καί σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅτι οἱ Θεολόγοι (Πατέρες) τό Πνεῦμα, «ποτέ μέν ὕδωρ, ποτέ δέ πῦρ καλοῦσι».
Εἶναι ἐκπληκτική ἡ διατύπωση τοῦ ἁγίου Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁμοιάζει μέ ἕνα τεράστιο ποτάμι, τό ὁποῖο χορηγεῖ στούς ἀνθρώπους ὅ,τι χρειάζονται, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική ποιότητα τῆς ζωῆς τους: «Ἀλλά τί λοιπόν λαμβάνομεν, καί τίνες οἱ ἐξ ἡμῶν ποταμοί, οἱ καί Πνεῦμα καλοῦνται. Αἱ τοῦ Πνεύματος χάριτες, αἱ καί πληθύνονται ἐν ἡμῖν καί μερίζονται, καί δι᾿ ἡμῶν ἄλλοις πιστεύουσι χορηγοῦνται, ἀναλόγως τῇ πολιτείᾳ»5 .
Ὡστόσο, καί οἱ πρῶτοι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, στά κείμενά τους παρομοιάζουν τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ ποταμό. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος γράφει: «Νοηθείῃ δ᾿ ἄν ποταμός καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πλῆρες ὑδάτων τῶν διαφόρων χαρισμάτων»6 . Ἀλλά καί ὁ Μέγας Βασίλειος σημειώνει: «Τίς δ᾿ ἄν εἴῃ ὁ ποταμός τοῦ Θεοῦ, ἤ τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἐκ τῆς πίστεως τῶν εἰς Χριστόν πεπιστευκότων ἐγγινόμενον τοῖς ἀξίοις»7 .
Τήν ἀμέσως ἑπομένη Κυριακή μετά τήν Πεντηκοστή, ἑορτάζουμε τούς Ἁγίους Πάντες. Αὐτοί, ἀποτελοῦν ὄντως τόν καρπό τῆς Πεντηκοστῆς, τό ἀποτέλεσμα τῆς «ἐπί πᾶσαν σάρκαν» ἐκχύσεως τῆς Χάριτος καί δωρεᾶς τοῦ Παρακλήτου. Πράγματι, ὁ ἁγιοπνευματικός ποταμός τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας, αὐτή ἡ ἀστείρευτη πλημμύρα, ρέει συνεχῶς καί ποτίζει «τούς διψῶντας τήν ζωήν». Αὐτός ὁ ποταμός πλημμύρισε τά ἔγκατα τῶν θεοφιλῶν ὑπάρξεων, τῶν Ἁγίων τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖοι μαρτυροῦν, τόν ἁγιοπνευματτικό καρπό τῆς Πεντηκοστῆς.
Οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν τό «ἐφαρμοσμένον Εὐαγγέλιον», κατά τή γνωστή ρήση τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς8 . Κυρίως εἶναι οἱ κατεξοχήν πνευματικοί ἄνθρωποι, ὄχι βεβαίως μέ τήν τρέχουσα ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά μέ τήν θεολογική ἔννοια. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ πνευματικός ἄνθρωπος συνίσταται, α) ἀπό Χάρη ἐπουράνιο Ἁγίου Πνεύματος, β) ἀπό λογική ψυχή καί γ) ἀπό γηΐνο σῶμα: «Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ἐκ τριῶν ὑφέστηκε· Πνεύματος ἐπουρανίου, ψυχῆς λογικῆς καί γηΐνου σώματος»9 .
Κατά ταῦτα, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξαν οἱ ἁγιοπνευματικοί ἄνθρωποι, δηλαδή ἄνθρωποι οἱ ὁποῖο δέχθηκαν τήν «ἐνοίκηση» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς κεκαθαρμένες ψυχές τους. Αὐτός ὁ Παράκλητος ἐνεργεῖ ἀκτίστως τό μυστήριο τῆς χαρισματικῆς ὑπαρκτικῆς θεουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παύλος ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐνοίκηση» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γράφοντας στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του, ὅτι τότε εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατοικεῖ μέσα μας, «εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ἡμῖν»10 . Κατά ταῦτα, οἱ Ἅγιοι Πάντες κατεστάθησαν «φῶτα θεουργικά», ἑτερόφωτα βεβαίως, ἀφοῦ ἔλαβαν τό φῶς τοῦ ἐν Τριάδι Ἁγίου Θεοῦ κατά μετοχήν.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὁμιλεῖ γιά τήν «ἐνοίκηση» τοῦ Θεοῦ στούς Ἁγίους, σημειώνοντας ὅτι «δια τοῦ νοῦ καί τοῖς σώμασιν αὐτῶν ἐνώκησεν ὁ Θεός». Σχετικά δέ μέ τήν τιμή τῶν Ἁγίων ἀπό μέρους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, σημειώνει ὅτι τιμοῦμε τούς Ἁγίους, ὡς φίλους τοῦ Κυρίου, γιατί ἑνώθηκαν μέ τόν Θεό κατά τήν προαίρεση, καί τόν δέχθηκαν ὡς ἔνοικο και ἔγιναν μέ τή μέθεξη σ᾿ Αὐτόν κατά χάριν, ὅ,τι εἶναι Ἐκεῖνος κατά φύσιν: «Τιμητέον τούς ἁγίους, ὡς φίλους Χριστοῦ…καί ἑνωθέντας Θεῷ κατά προαίρεσιν, καί τοῦτον δεξαμένους ἔνοικον καί τῇ τούτου μεθέξει γεγονότας χάριτι, ὅπερ αὐτός ἐστι φύσει»12 .
Κατά τά ἀνωτέρω, σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι ὄχι ἡ βελτίωση τῶν ἠθῶν, ἀλλά ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή «ἐνοίκηση». Σκοπός τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλεγε ὁ μέγας ἀσκητής, ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ. Εἶναι ἡ ἐνεργοποίηση τῆς «ἐν ἡμῖν Χάριτος» τοῦ Βαπτίσματος, τῆς «ἐν ἡμῖν Βασιλείας», κατά τά λόγια τοῦ Κυρίου . Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δίδεται ὡς «προκαταβολή» στόν πιστό κατά τό Βάπτισμα. Ὅμως, ἡ Χάρις «καλύπτεται» στή συνέχεια ἀπό τά ρυπογόνα ἀπόβλητα τῆς ἁμαρτίας, τήν ὁποία αὐτός διαπράττει «ἐν λόγῳ, ἤ ἔργῳ, ἤ διανοίᾳ». Ἑπομένως, ἡ ὅλη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει στό νά καθαριστεῖ ἡ καρδιά καί νά ἐπανενεργοποιηθεῖ ἡ Χάρις τοῦ Βαπτίσματος. Ἔπειτα ἀκολουθεῖ ἡ ἁγιοπνευματική «ἐνοίκηση» στά ἔγκατα τῆς ὑπάρξεως τοῦ πιστοῦ.
Αὐτἠν τήν ἁγιοπνευματική πορεία ἀκολούθησαν οἱ Ἅγιοι. Δέν ὑπῆρξαν ὑπεράνθρωποι, ὅπως πολλοί νομίζουν, καί ἐξιδανικεύουν τούς Ἁγίους. Μιά τέτοια θεώρηση δέν εἶναι ὀρθή. Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, Προφῆτες, Ἀπόστολοι, Μάρτυρες, Ἱεράρχες, Ὅσιοι καί Δίκαιοι, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι κατά πάντα ὅμοιοι μέ ἐμᾶς. Καί ὡς ἄνθρωποι διέπραξαν και σφάλματα, ἁμαρτήματα κ.ἄ., ἀφοῦ ἅγιος δέν σημαίνει ἀναμάρτητος. Ἡ ἁγιότητα εἶναι «πορεία ψυχῆς, συνεχῶς μετανοούσης καί ἐπί τά κρείτονα βιαζομένης», ὅπως θα σημειώσει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν πορεία, θά σημειωθοῦν καί πτώσεις και ποικίλες ἀστοχίες, δεδομένου τοῦ ὀντολογικοῦ χάσματος μεταξυ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ἀφοῦ τό «ἄτρεπτον» ὑφίσταται μόνο στούς Ἀγγέλους, σύμφωνα μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στούς Πατέρες ὑπάρχει διατυπωμένη ἡ ἀντίληψη ὅτι ἀκόμη καί ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, κατά παραχώρηση Θεοῦ θά «ἐκτεθεῖ» μέ διάφορα ἀνθρώπινα σφάλματα, ὥστε νά μήν ὑψηλοφρονίσει. Δέν δίνει ὅλα τά χαρίσματα ὁ Θεός σέ κάποιον ἅγιο ἄνθρωπο, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, παραπέμποντας στόν ἱερό Χρυσόστομο, «οὐ πάντα τά χαρίσματα λαμβάνει τίς ἔχει», ἀλλά γατί ὅμως; «ἵνα μή φύσιν εἶναι τήν χάριν νομίσῃ», δηλαδή γιά νά μήν θεωρήσει ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ἔχει ὡς δῶρο, τό ὁποιοδήποτε χάρισμα, εἶναι δικό του φυσικό, καί ὄχι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, ὑπῆρξαν ἄνθρωποι καί ὄχι ὑπέρ-ἄνθρωποι, καί αὐτό μᾶς ἐνισχύει στόν κατά Θεόν ἀγῶνα μας.
Οἱ Ἅγιοι, γίνονται Ἅγιοι, ἐπειδή «ἀνοίγουν» τόν ὑπαρξιακό τους χῶρο στή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, δείχνουν καί κινητοποιοῦν τήν καλή τους προαίρεση μέ αὐτή τήν ὑπαρξιακή ἄμβλυνση, πρός δεξίωση τῆς Χάριτος. Ἔπειτα, εἶναι πλέον ἀνοικτή ἡ πύλη, ἀφοῦ τά ὑπόλοιπα τά ἐργάζεται ὁ Θεός. Ἐκεῖνος χαριτώνει, ἁγιάζει, παρέχει κατά Χάριν, ὅ,τι ἔχει Αὐτός κατά φύσιν, δηλαδή τή θεία, ἄκτιστη ζωή, ἤ τή Βασιλεία Του. Εἰρήσθω, ὅτι ἡ θέωση τήν ὁποία λαμβάνουν κατά μετοχἠν οἱ Ἅγιοι, ὡς δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ταυτίζεται μέ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί ἐπειδή ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄναρχη καί ἄκτιστη, ἄναρχη καί ἄκτιστη εἶναι καί ἡ θέωση, ὄπως σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς13 . Καί κατά τόν ἴδιο, ἄκτιστη καί ἄναρχη εἶναι καί ἡ Ἁγιότητα τῶν «φίλων τοῦ Θεοῦ», τῶν Ἁγίων14 . Ὁ ἴδιος θά ἐπισημάνει, ὅτι οἱ Ἅγιοι εἶναι ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκτῶντας τήν ἴδια ἐνεργεια μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Ὄργανά εἰσί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ ἅγιοι, τήν αὐτήν ἐκείνῳ προσειληφότες ἐνέργειαν»15 .
Κατά ταῦτα, οἱ θεούμενοι εἶναι πλήρεις φωτός ἀϊδίου καί Χάριτος. Συνεπῶς, «δέν κυριαρχοῦνται ἀπό τήν κτιστή, χρονική ζωή, πού ἔχει ἀρχή καί τέλος, ἀλλά ἀπό τή θεία καί ἀΐδια ζωή τοῦ ἐνοικοῦντος σ᾿ αὐτούς Θεοῦ Λόγου»16 . Τό ἁγιοπνευματικό φρόνημα καί βίωμα τοῦ Παύλου, ὅπως τό ἐκφράζει μέ τή χαρακτηριστική διατύπωση: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»17 , εἶναι το φρόνημα και βίωμα κάθε πιστοῦ, κάθε Ἁγίου, στοῦ ὁποίου τήν καρδιά κατοικεῖ ὁ Χριστός διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί κριτήριο ὅτι μένει ἐντός τους εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού τούς ἔδωσε, σύμφωνα μέ τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη. Αὐτό ἀποτελεῖ καί τήν ἐξήγηση γιά τό γεγονός ὅτι μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν θεουμένων, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής18 .
Ἰδού πῶς συνδέεται ἡ Πεντηκοστή μέ τούς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί ἀποτελοῦν τόν καρπόν τῆς Πεντηκοστῆς, ἀφοῦ βίωσαν στα ὅρια τῆς παρούσης ζωῆς τήν προσωπική τους Πεντηκοστή, τήν ἔλευση τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος στήν κεκαθαρμένη ψυχή τους. Τό γεγονός τοῦτο συντελεῖται διαχρονικά, ἀενάως καί ἀπαύστως καί ποτέ δέν θά λήξει καί δέν θά λάβει πέρας αὐτή ἡ μετοχή τῶν «θελόντων σωθῆναι» στήν ἄκτιστη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Κατηγορηματικός καί λίαν αὐστηρός ἐμφανίζεται ὁ πνευματέμφορος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πρός ὅσους ἀμφισβητοῦν τήν μέχρι τό τέλος τῶν αἰώνων ἐπιγινομένη δωρεά καί Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λέγουν πώς σήμερα δέν μπορεῖ κάποιος νά φθάσει στήν Ἁγιότητα, στή μέθεξη τοῦ Θεοῦ καί τήν πραγμάτωση τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ. Ὁ θεόπτης Συμεών, ὑποστηρίζοντας μέ σφοδρό ἀπαθές πάθος ὅτι σέ ὅλες τίς ἐποχές εἶναι ἐφικτή ἡ βίωση τῆς προσωπικῆς Πεντηκοστῆς τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου, καί ἡ (ὑπό προϋποθέσεις φυσικά) θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό αὐτόν, μέ ἄλλα λόγια, τό ἐφικτό τῆς Ἁγιότητος, ἀπευθύνεται μέ πόνο σέ ὅσους διακηρύσσουν τό ἀντίθετο. Γράφει ἐν προκειμένῳ ὁ ἔμπειρος Θεολόγος σέ ἕναν ὑπέροχο Ὕμνο του:
«Μή λέγετε, ἀδύνατον λαβεῖν τό θεῖον Πνεῦμα,… Μή λέγετε, ὅτι Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις, μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν, ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παρούσι χρόνοις! Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι, ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει, πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»19 .
Ὁ ἅγιος Συμεών δέν θά διστάσει νά ὀνομάσει ἀκόμη καί αἱρετικούς αὐτούς οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν ὅτι στά χρόνια αὐτά (ὁμιλεῖ γιά τόν 11ο αἰῶνα) δέν μπορεῖ κάποιος νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, νά λάβει Χάρη Ἀγίου Πνεύματος καί νά συγκαταριθμιθεῖ μέ τούς παλαιούς Ἁγίους:
«Ἀλλά περί ἐκείνων λέγω καί ἐκείνους ὀνομάζω αἱρετικούς, τούς λέγοντας μή εἶναι τινα ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς χρόνοις και ἐν μέσῳ ἡμῶν, τόν δυνάμενον φυλάξαι τάς εὐαγγελικάς ἐντολάς καί κατά τούς ἁγίους γενέσθαι πατέρας»20 .
Ὁ ἀνωτέρω λόγος ἀποτελεῖ παραμυθία γιά ὅλους μας, πού ζοῦμε σέ καιρούς χαλεπούς! Ἡ συνεπής τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν εἶναι τό πρῶτο βῆμα καί ἡ ὁδός πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν προσωπική μας Πεντηκοστή, στή μέθεξη τῶν καρπῶν τῆς ἐλεύσεως τοῦ Παρακλήτου. Οἱ Ἅγιοι τῆς πίστεώς μας εἶναι οἱ τηλαυγεῖς φάροι σ᾿ αὐτήν τήν πορεία πού θά διανύσουμε ἐν μέσῳ ὠδίνων καί ὀδυνῶν, πρός ἀπόκτηση τῶν καρπῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ θέωση ἐνεργεῖται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀκτίστως. Ἡ θέωση δέν μπορεῖ νά τεθεῖ ὡς σκοπός ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ ὡς κτιστός δέν ἔχει τή δυνατότητα νά τήν πραγματοποιήσει. Προσφυῶς ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής σημειώνει ὅτι, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πάσχουμε (ὑφιστάμεθα δηλαδή) τήν θέωση καί δέν τήν πραγματοποιοῦμε: «Πάσχομεν ὡς ὑπέρ φύσιν οὖσαν κατά χάριν, ἀλλ᾿ οὐ ποιοῦμεν τήν θέωσιν· οὐ γάρ ἔχομεν φύσιν δεκτικήν τῆς θεώσεως δύναμιν»21 . Ἔτσι, ἡ θέωση ἀποτελεῖ σκοπό τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο καί ἄκτιστη δωρεά Του. Ἀρκεῖ ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά πεῖ τό «ναί» στόν Θεό, ἔργῳ καί λόγῳ. Τά ὑπόλοιπα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν καί ἡ προσεκτική πολιτεία ἀνοίγουν τόν δρόμο. Ἡ δέ ἕνωση μέ τόν Θεό τελεσιουργεῖται ὄχι ἀπό τίς ἀρετές καθ᾿ ἑαυτές καί αὐτοδυνάμως, ἀλλά «ἦταν καί εἶναι πάντοτε θεουργία τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»22 .
Θεωροῦμε ὅτι στήν κατακλεῖδα τοῦ κειμένου αὐτοῦ θά μποροῦσε νά παρατεθεῖ ἕνας ὑπέροχος ὕμνος, λίαν χαρακτηριστικός περί τῶν ὡς ἄνω γραφομένων, ἕνα Τροπάριο τοῦ ἀσματικοῦ Κανόνος τῆς Ἐορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, τό ὁποῖο ἐκφράζει ποιητικά αὐτήν τήν πραγματικότητα τῆς ἐπινεύσεως καί ἐλλάμψεως τῶν Ἁγίων Πάντων ἀπό τό Παράκλητο Πνεῦμα τῆς ἀληθείας:
«Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις,
Λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι,
Ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην,
Ἰσοσθενοῦσαν τήν ἄτμητον ἰδόντες,
Σοφήν τρίφεγγον οὐσίαν δοξάζομεν».
1. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΜΑ΄, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, ΕΠΕ 5, 124.
2. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Πεντηκοστήν 2, 1, PG 50, 463.
3. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, Ὁμιλία κδ΄, PG 151, 312 C.
4. Στιχηρόν Ἰδιόμελον Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς.
5. Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἐπιστολή δογματική τε ἅμα καί παραινετική πρός τινα τῶν κατά Κρήτην ὀρθοδόξων, ἀντιποιούμενον τοῦ κατά διδασκαλίαν ὀρθοῦ λόγου.
6. Μ. Ἀθανασίου, Τεμάχια ἐκ τῶν ὑπομνημάτων εἰς τούς ψαλμούς, PG 27, 580C.
7. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλίαι εἰς τούς ψαλμούς με΄, PG 29, 421C.
8. Ἰουστίνου Πόποβιτς (Ἀρχιμ.), Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, Μετάφρ. ἱερομ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 61993 σ. 99.
9. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1, 3, 43.
10. Ρωμ. 8,9.
11. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Κείμενο, Μετάφραση, Εἰσαγωγή, Σχόλια, Ν. Ματσούκα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 384-386.
12. Λκ. 1ζ΄, 21: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι».
13. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Περί θείων ἐνεργειῶν, 30, βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Προϋποθέσεις καί κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καί ἀπλανῶς θεολογεῖν, Θεολογικές καί Ἐκκλησιολογικές προσεγγίσεις, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 63.
14. Ὅ.π. σελ. 64.
15. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3, 1, ΕΠΕ 2, 258.
16. Ὅ.π.
17. Γαλ. 2, 20.
18. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περί ἀποριῶν, PG 91, 1076C.
19. Ὕμνος 27, SC 174, 288 (125-134).
20. Συμεών Νέου Θεολόγου, Κατηχήσεις, XXIX, SC 113, 137-140.
21. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια περί ἀγάπης, 1, 75, PG 90, 1206C.
22. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Λατρεία καί Ἁγιότητα, Μαθητεία στό Συναξάρι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ, Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017, σελ. 27.