+ Μητροπολίτου Λαρίσης καὶ Πλαταμῶνος Κλήμεντος
Α. Ἐκκλησιοµάχος Οἰκουµενισµὸς καὶ Ἡµερολογιακὸ Θέµα
ΩΣ ΓΝΩΣΤΟΝ, οἱ ἅγιες Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Σύνοδοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἦταν ἀνέκαθεν Σύνοδοι τῆς Παραδόσεως, γιὰ τὸν λόγο δὲ τοῦτο εἶχαν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐπισφράγιση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς µὴ παρεκκλίσεως καὶ ἐκτροπῆς στὴν πολύµορφη πλάνη τῆς ἀποστασίας.
Ὅµως, στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος φοβερὴ καταιγίδα ἔπληξε τὴν θεία ὁλκάδα τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, καὶ συνεχίζει νὰ τὴν πλήττει δεινῶς. Πρόκειται γιὰ τὴν Ἐκκλησιοµάχο αἵρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ὁ ὁποῖος στὴν προφανῆ ἀντιπαραδοσιακότητά του, ἀντιμάχεται εὐθέως τὴν Μοναδικότητα καὶ τὴν Σωτηριολογικὴ Ἀποκλειστικότητα τῆς Ἀληθινῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς, ἤτοι τῆς Ὀρθοδόξου, τοῦ πραγµατικοῦ αὐτοῦ θεοϊδρύτου «ἐργαστηρίου ἁγιότητος» τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ νέοι καινοτόµοι καὶ αἱρετικοὶ Οἰκουµενισταὶ πλήττουν τὴν ἱερὰ Παράδοση µέσῳ τῆς ἐπιθέσεώς τους κατὰ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου καὶ Πασχαλίου, ὡς ἀπαρχὴ τοῦ εὐρυτέρου µεταρρυθµιστικοῦ καὶ κατὰ βάσιν ἀντιεκκλησιαστικοῦ σχεδίου τους, γιὰ µία ἐκκοσµίκευση καὶ ἕναν «ἐκσυγχρονισµό», ὥστε ἡ «µεταλλαγµένη» ἐκκλησία νὰ συναρµόζεται στὴν συγκρητιστικὴ πανθρησκεία καὶ νὰ παραδοθεῖ ἀνενδοίαστα στὴν ἄνοµη κυριαρχία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἡ ἐπιβολὴ τοῦ Οἰκουµενισµοῦ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἄρχισε µὲ τὴν ἀνακίνηση τοῦ ζητήµατος τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Πατροπαραδότου Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου καὶ Πασχαλίου. Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπικαλέσθηκαν ὡς δικαιολογία ὅτι πρόκειται ἁπλῶς γιὰ διόρθωση ἀστρονοµικοῦ λάθους, ἀλλὰ ὁ πραγµατικὸς σκοπός τους ἦταν ἡ ἐπίτευξη συνεορτασµοῦ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Τὸ πρῶτο αὐτὸ σηµαντικὸ βῆµα θὰ ἄνοιγε τὸν δρόµο γιὰ µία σταδιακὴ οἰκουµενιστικὴ διάβρωση, πρᾶγµα ποὺ συμβαίνει ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα.
Τὸ Πάτριο ἤ Ἰουλιανὸ ἤ Παλαιὸ Ἡµερολόγιο ἐχρησιµοποιεῖτο ἀνέκαθεν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὄχι διότι ἦταν τὸ καλύτερο ἤ ἀκριβέστερο ἀστρονοµικὰ καὶ ἐπιστηµονικά. Αὐτὸ βρῆκε ἡ Ἐκκλησία ἐν χρήσει στὴν Ρωµαϊκὴ Πολιτεία καὶ βάσει αὐτοῦ ρύθµισε τὸ Πασχάλιο καὶ τὸ Ἑορτολόγιό της. Ἔτσι, αὐτὸ συµπλέχθηκε µὲ τὴν λειτουργικὴ ζωή της, «συνυφάνθη καὶ ἡγιάσθη»1 καὶ ἀποτέλεσε µέρος τῆς Παραδόσεώς της, ἀποκαλούµενο πλέον Ἐκκλησιαστικόν2.
Ὅταν τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα οἱ αἱρετικοὶ Παπικοὶ προσπάθησαν νὰ πείσουν τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἀποδεχθοῦν τὸ δικό τους νεο-εφεύρετο τότε Γρηγοριανὸ ἤ Παπικὸ Ἡµερολόγιο καὶ Πασχάλιο, οἱ Προκαθήµενοι τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων ἀπέκρουσαν καὶ κατεδίκασαν Συνοδικῶς τὸ Δυτικὸ Ἡµερολόγιο τρεῖς φορὲς σὲ µεγάλες Πανορθοδόξους Συνόδους: τὸ 1583, τὸ 1587 καὶ τὸ 1593 3.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, διακρινόµενοι ἐπὶ σοφίᾳ καὶ εὐρύτητι πνεύµατος, δὲν ἦσαν κατὰ τῆς ἐπιστηµονικῆς ὀρθοφροσύνης, ἀλλὰ στὸ θέµα τοῦ Ἡµερολογίου ἔθεταν ὡς ἀρχὴ τὴν συµφωνία καὶ ἕνωση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τὴν ἀκρίβεια τῆς ἰσηµερίας4. Γιὰ τὸν λόγο τοῦτον, ἀπὸ τὸν ΣΤ΄ ἤδη αἰῶνα, ὁπότε καθορίσθηκε ἅπαξ διὰ παντὸς τὸ ἑνοποιηµένο ἡµερολογιο-πασχάλιο σύστηµα γιὰ τὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἑορτές, δὲν ὑπῆρξε διάσταση στὸν χρόνο ἑορτασµοῦ τῆς µιᾶς καὶ αὐτῆς Ἑορτῆς στὴν λειτουργικὴ καὶ πνευµατικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας5. Ὅλες οἱ Τοπικὲς Ἐκκλησίες νήστευαν καὶ ἑόρταζαν ἀπὸ κοινοῦ πρὸς αἰσθητοποίησιν τῆς µοναδικότητος, συµφωνίας καὶ ἑνώσεως στὴν Πίστη, στὰ Μυστήρια καὶ στὴν ἐν Χριστῷ ἁγιαστικὴ ζωὴ τῆς Χάριτος.
Ἡ ἀναζήτησις ἀκριβοῦς ἐπιστηµονικὰ ἡµερολογίου γιὰ χρήση στὴν Ἐκκλησία εἶναι µία µεγάλη πλάνη, καὶ διότι ἐξαρτᾶ τὸν ἑορτολογικὸ κύκλο τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὶς ἑκάστοτε ἐπιστηµονικὲς ἀνακαλύψεις καὶ ἐξελίξεις, ἀλλὰ καὶ διότι -πρᾶγµα ποὺ εἶναι καὶ τὸ πλέον σηµαντικό- δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ Κανονικὲς ἀπαιτήσεις τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Ἱεροὺς Κανόνες Ζ΄ Ἀποστολικόν, ὡς καὶ Ὅρον Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου βεβαιούµενον ἀπὸ τὸν Α΄ τῆς Ἀντιοχείας), ὥστε τὸ Χριστιανικὸ Πάσχα νὰ µὴ συµπίπτει ποτὲ µετὰ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ, οὔτε βέβαια νὰ προηγεῖται αὐτοῦ, ἀλλὰ πάντοτε νὰ ἕπεται.
Ὅπως δὲ ὀρθῶς ἔχει παρατηρηθεῖ, ἡ ἀπαγόρευση συνεορτασµοῦ τοῦ Πάσχα µὲ τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ἔχει τὴν ἔννοια καὶ τῆς ἀπαγορεύσεως συνεορτασµοῦ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους6. Ὁ συνεορτασµὸς προϋποθέτει ταυτότητα καὶ ἑνότητα Πίστεως· ὁπότε, ἡ ἀπόρριψις κοινοῦ ἡµερολογίου µὲ τοὺς ἑτεροδόξους δὲν ὀφείλεται σὲ ἄκαιρο καὶ παράλογο πεῖσµα ἀρνήσεως τῆς ἐπιστηµονικῆς ἀκριβείας καὶ τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἀλλὰ καθαρὰ σὲ λόγους Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας, οἱ ὁποῖοι τονίζουν τὴν ἀπόλυτη ἀδυναµία συνεορτασµοῦ ἐν ὅσῳ ὑφίσταται οὐσιώδης διαφορὰ Πίστεως.
Ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ ἐπιβάλλεται σταδιακὰ καὶ µεθοδικὰ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ὡς σηµαντικὸ καὶ καθοριστικὸ σταθµὸ στὴν ἐπικράτησή της τὸ δύσφηµο δῆθεν Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1923, τοῦ ὁποίου τὴν θλιβερὴ 100ὴ ἐπέτειο ἀριθµοῦµε κατὰ τὸ τρέχον ἔτος. Αὐτὸ τὸ ἀπαισίας µνήµης Συνέδριο δὲν ἦταν «εἰς οἰκοδοµήν», ἀλλ’ «εἰς καθαίρεσιν»! Ἔσεισε τὸ ἅγιο οἰκοδόµηµα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκλόνισε µὲ κτύπηµα ἰσχυρὸ τὶς ἅγιες καὶ σεπτὲς Παραδόσεις τῆς ἁγίας Πίστεώς µας, προκειµένου νὰ διευκολύνει τὸν ὀλισθηρὸ δρόµο προσεγγίσεως µὲ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ συνεορτασµοῦ µὲ αὐτούς, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ὄχι ἡ «ἑνότητα τῆς Πίστεως»7 ἐν Ἀληθείᾳ, ἀλλὰ τοῦ ψεύδους ἐν πλάνῃ.
Β. Τὸ µοιραῖο πρόσωπο τοῦ Μελετίου Μεταξάκη
Γιὰ νὰ ἐπιτελεσθοῦν Καινοτοµίες στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ προκληθεῖ σάλος καὶ διαίρεση, χρειάζονται τὰ «κατάλληλα» πρόσωπα, τὰ ὁποῖα νὰ ἔχουν τὸ θράσος καὶ τὴν ἀσέβεια, ὥστε νὰ ἐπιτελέσουν ἔργο καταστροφικό. Ἕνα τέτοιο µοιραῖο πρόσωπο ἀποδείχθηκε καὶ ὁ ἐκ Κρήτης καταγόµενος Μελέτιος Μεταξάκης, πνεῦµα ἀνήσυχο, ὁρµητικὸ καὶ παράτολµο, µὲ ἀναµφισβήτητα µεγάλες καὶ ἐντυπωσιακὲς ἱκανότητες. Νέος κατατάχθηκε στὴν Ἁγιοταφικὴ Ἀδελφότητα στὰ Ἱεροσόλυµα, ἀπὸ ἐκεῖ µετέβη στὴν Δαµασκό, ἐν συνεχείᾳ καὶ πάλι στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου ἔφθασε µέχρι τὴν θέση τοῦ Ἀρχιγραµµατέως πρὶν νὰ ἐκδιωχθεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, κατόπιν ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910) καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, τὸ 1918, ἐκλήθη νὰ ἀναλάβει τὴν θέση τοῦ Μητροπολίτου Ἀθηνῶν, λόγῳ πολιτικῶν ἀλλαγῶν.
Ὡς Ἀθηνῶν, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἔθεσε τὸ 1919 τὸ θέµα µεταβολῆς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου, κατ’ αἴτησιν τῆς Πολιτείας, προκειµένου νὰ συµβαδίζουν Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία ἡµερολογιακῶς ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ, δηλαδὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ Παπικοῦ Ἡµερολογίου, µὲ ἐπίκληση λόγων καθαρὰ πρακτικῆς καὶ κοινωνικῆς ἐξυπηρετήσεως8, ἄνευ οὐδεµιᾶς παραδοσιακῆς, θεολογικῆς, λειτουργικῆς, κανονικῆς ἤ ποιµαντικῆς ἀναφορᾶς καὶ δικαιολογήσεως.
Οἱ Καινοτόµοι-Μεταρρυθµιστές, τύπου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τῶν ἀκολούθων του, παλαιῶν καὶ συγχρόνων, σκεπτόµενοι στὴν ἐξέταση τοῦ ἡµερολογιακοῦ θέµατος κοσµικά, ἐπιφανειακὰ καὶ ἄρα λανθασµένα, δὲν παύουν νὰ ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ µεταβολὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου «δὲν προσκρούει σὲ δογµατικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους». Τὰ ἴδια ὅµως τὰ γεγονότα τοὺς διαψεύδουν οἰκτρῶς!
Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 κυκλοφόρησε ἡ αἱρετικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», ὁ Καταστατικὸς αὐτὸς Χάρτης τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ἡ ὁποία προέβλεπε -µεταξὺ ἄλλων- καὶ παραδοχὴ «ἑνιαίου ἡµερολογίου πρὸς ταὐτόχρονον ἑορτασµὸν τῶν µεγάλων χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπὸ πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν»9. Ἡ ὁµολογία αὐτὴ εἶναι τόσο σαφής, ὥστε νὰ µὴν ἐπιδέχεται παρερµηνεία. Τὰ δὲ ὑποστηριζόµενα περὶ «ἀστρονοµικῆς ἀκριβείας», περὶ «ἀναγκαίας διορθώσεως λάθους» κ.λπ., ὡς καὶ τὰ περὶ ἐντελῶς ἀθώας καὶ ἀκινδύνου ἡµερολογιακῆς µεταβολῆς, ἀποτελοῦν θλιβερὲς ἐπινοήσεις ἀνοήτου ἐξαπατήσεως.
Στὰ τέλη τοῦ 1920, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ἐξαναγκάσθηκε σὲ παραίτηση ἐξ αἰτίας νέας πολιτειακῆς ἀλλαγῆς καὶ µετέβη στὴν Ἀµερική, ὅπου εἶχε σηµαντικὴ οἰκουµενιστικὴ δράση µὲ τοὺς Ἀγγλικανούς. Μὲ αὐτοὺς εἰδικῶς διατηροῦσε πάντοτε τὶς πλέον θερµὲς σχέσεις ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀµερικὴ καὶ στὴν Ἀγγλία καὶ στὴν Ἑλλάδα10, τὸ δὲ ἔτος 1922 προέβη στὴν ἀναγνώριση τῆς ἰσχύος τῶν χειροτονιῶν τους. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922 ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1923 ἄρχισε νὰ προετοιµάζει τὴν ψήφιση, προώθηση καὶ ἐφαρµογὴ τῶν Καινοτοµιῶν, οἱ ὁποῖες ἀπεδείχθησαν ἄκρως ἐπιζήµιες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, µὲ πρώτη τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου.
Ἡ σπουδὴ τοῦ Μελετίου στὴν προώθηση Καινοτοµιῶν ἐξηγεῖται ὄχι µόνο λόγῳ τοῦ µεταρρυθµιστικοῦ καὶ ἀντισυντηρητικοῦ χαρακτῆρος του, ἀλλὰ καὶ ἐξ αἰτίας τῆς µασονικῆς ἰδιότητός του, ἡ ὁποία εἶναι ἀδιαµφισβήτητη11. Ἐφ’ ὅσον ἦταν µέλος τῆς ἀντιχρίστου µασονίας ἀπὸ τὸ 1909, ἡ ὁποία ὡς σκοτεινὴ φιλοσοφικο-θρησκευτικὴ ὀργάνωσις εἶναι ἐντελῶς ἀσυµβίβαστη πρὸς τὴν Χριστιανικὴ ἰδιότητα, καὶ τὴν ὁποίαν ὁ Μελέτιος µελέτησε µὲ πάθος καὶ τὴν κατέστησε βίωµά του, εἶναι πλήρως εὐεξήγητη ἡ πορεία καὶ δραστηριότητά του ὡς ὀλετῆρος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ζηλώσας λοιπὸν δόξαν µεταρρυθµιστοῦ καὶ ἀνατροπέως τῆς Τάξεως καὶ Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, χάριν ἱκανοποιήσεως κοσµικῶν, πολιτικῶν, κοινωνικῶν καὶ φιλαιρετικῶν σκοπῶν, ὁ Μεταξάκης συνεκάλεσε τὸ λεγόµενο «Πανορθόδοξο Συνέδριο» στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ 10 Μαΐου ἕως 8 Ἰουνίου τοῦ 1923.
Ἡ στιγµὴ καὶ συγκυρία ἦταν ἐντελῶς ἀκατάλληλη γιὰ κάτι τέτοιο. Προηγήθηκε ἡ κατάρρευση τοῦ Μικρασιατικοῦ µετώπου τὸ προηγούµενο µόλις ἔτος 1922 µὲ τὰ τραγικὰ ἐπακόλουθά του τοῦ ξερριζωµοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου ἀπὸ τὶς πατρογονικές του ἑστίες· ἐπικρατοῦσε πολιτικὸς διχασµὸς στὴν Ἑλλάδα µὲ ἐκκλησιαστικὲς συνέπειες· οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐξ αἰτίας προβληµάτων µεταξύ τους διατελοῦσαν σὲ διάσταση· ἡ Ἐκκλησία στὴν Ρωσία ἐδιώκετο ἀπὸ τοὺς ἀθεϊστές· ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἦταν ἀποκοµµένη τῆς κοινωνίας τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων ἐξ αἰτίας τοῦ ἐθνοφυλετισµοῦ κ.λπ. Ἄρα, οἱ συνθῆκες δὲν ἦταν πρόσφορες, ἀλλὰ µᾶλλον ἐντελῶς ἀποτρεπτικές12.
Γ. Τὸ «Πανορθόδοξον Συνέδριον» τοῦ 1923 καὶ οἱ πικροὶ καρποί του
Ὁ Μελέτιος δι’ ἐπιστολῆς του ἀπὸ 3.2.1923, καλοῦσε ἀντιπροσώπους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν γιὰ ἐµπεριστατωµένη µελέτη τοῦ ἡµερολογιακοῦ θέµατος καὶ ἄλλων ζητηµάτων πανορθοδόξου ἐνδιαφέροντος, τὰ ὁποῖα µάλιστα θεωροῦσε ἐπείγοντα. Κωνσταντινούπολη καὶ Ἀθήνα εἶχαν ἤδη δροµολογήσει τὴν Ἡµερολογιακὴ Καινοτοµία καὶ ὁ Μελέτιος, γιὰ νὰ προωθήσει αὐτήν, ἐπικαλοῦνταν λόγους πρακτικοὺς κοινωνικῆς διευκολύνσεως, «ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν… τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουµένων τῷ ὀνόµατι Κυρίου ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡµέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν». Ἰδοὺ καὶ πάλι ὁ σαφὴς καὶ ἀπροκάλυπτος πραγµατικὸς οἰκουµενιστικὸς σκοπὸς καὶ προσανατολισµός! Ἐπίσης, γίνεται µνεία στὴν δῆθεν ἐξυπηρέτηση διὰ τῆς ἡµερολογιακῆς µεταρρυθµίσεως τῶν µεταναστῶν ἀπὸ Ὀρθόδοξα κράτη στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀµερική, γιὰ νὰ µὴ ζηµιώνονται δῆθεν «τὰ ὑλικὰ αὐτῶν συµφέροντα»13!
Ὅµως, τὰ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύµων δὲν συµµετεῖχαν στὸ «Συνέδριο», παρὰ µόνον οἱ Ἐκκλησίες Κωνσταντινουπόλεως, Σερβίας, Ρουµανίας, Ἑλλάδος καὶ Κύπρου, καὶ µάλιστα οἱ δύο τελευταῖες ὄχι µὲ δικούς τους ἀντιπροσώπους, ἀλλὰ µὲ «δοτὴ» ἐκπροσώπηση. Δύο δὲ Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας ἁπλῶς εὑρέθησαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐν Σερβίᾳ ἑδρεύοντες µετανάστες καὶ ἕνας ἀπὸ τὴν Ἀµερικὴ καὶ προσεκλήθησαν «αὐτεπαγγέλτως» ἀπὸ τὸ Οἰκουµενικὸ Πατριαρχεῖο, χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι πραγµατικὰ ἀντιπρόσωποι τῆς ἐν διωγµῷ εὑρισκοµένης Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Συνολικὰ συµµετεῖχαν14 δέκα πρόσωπα τὸν ἀριθµόν, ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μελετίου, ἕξι ἀρχιερεῖς (τρεῖς τοῦ κλίµατος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκ τῶν ὁποίων γιὰ τοὺς δύο ἄδεται λόγος ἐπίσης περὶ τῆς µασονικῆς τους ἰδιότητος), ἕνας Ἀρχιµανδρίτης (ἐπίσης μασόνος) καὶ τρεῖς λαϊκοί (ἕνας καθηγητὴς θεολογίας, ἕνας γερουσιαστὴς καὶ ἕνας µηχανικός!).
Ἄρα λοιπὸν ὁ τίτλος του ὡς «Πανορθοδόξου» Συνεδρίου δὲν ἀνταποκρίνεται στὴν πραγµατικότητα, ἔχων δὲ τοῦτο ὑπ’ ὄψιν του ὁ Ὁµολογητὴς Ἱεράρχης Ἅγιος πρώην Φλωρίνης Χρυσόστοµος (Καβουρίδης), διεπίστωνε ὅτι ὄντως «κακῶς ἀπεκλήθη πανορθόδοξον»15, ἐνῶ δὲν ἦταν τέτοιο, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔτυχε τοιαύτης ἀποδοχῆς, παρὰ µᾶλλον πανορθοδόξου ἀπορρίψεως!
Ἐπίσης, πρόβληµα συνιστᾶ καὶ ὁ τίτλος του ὡς «Συνεδρίου». Ἀρχικῶς µάλιστα ὁ Μελέτιος ἔγραφε περὶ «Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς», ἐφ’ ὅσον ἦταν πρωτάκουστο στὴν ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἕνα τέτοιο καινοφανὲς ὄργανο, τὸ ὁποῖο εἶχε σαφῶς ὡς πρότυπό του τὶς παναγγλικανικὲς συνελεύσεις, ἀλλὰ καὶ τὶς πολιτικὲς διασκέψεις16, ὄργανα/σώµατα ἰδιαίτερα προσφιλῆ στὸν Μεταξάκη.
Σύµφωνα ὅµως µὲ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήµατα τοπικῆς καὶ εὐρυτέρας σηµασίας ἐπιλύονται ἀποκλειστικὰ καὶ µόνον ἀπὸ Σύνοδο τῶν διαποιµαινόντων Ἐπισκόπων (βλ. ΛΖ΄ Ἀποστολικόν, Ε΄ τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς, ΙΘ΄ τῆς Δ΄ Οἰκουµενικῆς καὶ ΣΤ΄ τῆς Ζ΄ Οἰκουµενικῆς). Τὰ δὲ λεγόµενα «Συνέδρια», «Συνελεύσεις», «Συµπόσια» κ.λπ., ἀποτελοῦν διαφορετικοῦ χαρακτῆρος συναθροίσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑποκαθιστοῦν τὸ Συνοδικὸ σύστηµα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας17.
Ἀκόµη, πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι τὰ ὀλιγάριθµα µέλη τοῦ «Συνεδρίου», ἐφ’ ὅσον δὲν εἶχαν οἱ Ἐκκλησίες τὶς ὁποῖες ἀντιπροσώπευαν διαµορφωµένη ἀντίληψη καὶ Συνοδικὴ τοποθέτηση γιὰ τὰ περισσότερα ἤ καὶ γιὰ ὅλα ἐκ τῶν θεµάτων ποὺ ἐτέθησαν εἰς αὐτό, οὐσιαστικὰ ἐξέφραζαν προσωπικὲς γνῶµες αὐτῶν ἤ ἔστω τῶν Συνόδων τους, δὲν ἠδύναντο ὅµως νὰ ἀποφασίσουν γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ Κανονικῶν καὶ Δογµατικῶν θεµάτων. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ ἰδιωτικὴ συνάντηση ὀλίγων ἀνθρώπων µὲ προσωπικὲς γνῶµες ἐπὶ διαφόρων θεµάτων καὶ οὐδὲν περισσότερον. Δὲν ἀποτελοῦσαν πάντως Ἐπιτροπὴ ἤ πολὺ περισσότερο Σύνοδο τῆς ὅλης Ἐκκλησίας18!
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, τὸ «Συνέδριο» ἦταν ἕνα Ἀντικανονικὸ σῶµα, µία καινοφανὴς συνάθροισις, ἄνευ οὐδεµιᾶς αὐθεντίας ἔναντι τῆς Συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Πληρώµατος Αὐτῆς.
Τὸ δὲ περιεχόµενο τῶν ἀποφάσεων ἤ ἔστω προτάσεων αὐτοῦ ἦταν ἐντελῶς ἀντίθετο πρὸς τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρᾶγµα ποὺ καθιστᾶ τὸ «Συνέδριον» τῷ ὄντι «Ἀντορθόδοξον», κατὰ τὸν Κασσανδρείας Εἰρηναῖο19.
Ἡ τεθεῖσα θεµατολογία εἰς αὐτὸ ἔδειχνε καθαρὰ τὸ νεωτεριστικὸ πνεῦµα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐνεφορεῖτο, καὶ τὴν διάθεση προσαρµογῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὶς «ἀπαιτήσεις» τοῦ κόσµου, ὅπως θὰ φανεῖ καὶ ἀπὸ τὶς ἀναφερόμενες κατωτέρω λοιπὲς ἀποφάσεις του.
Τὸ «Συνέδριο» εἶχε ἕνδεκα Συνεδρίες ἀπὸ 10ης Μαΐου ἕως 8ης Ἰουνίου, τὴν δὲ 5η καὶ 6η Ἰουνίου ἐξέδωσε ἑπτὰ ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ὑπεγράφησαν ἀπὸ ὀκτὼ ἤ ἐννέα ἀντιπροσώπους (ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κισνοβίου Ἀναστάσιος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς εἶχε ἀποχωρήσει), πλήρεις ἀντορθοδοξίας καὶ ἀντιπαραδοσιακότητος, ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ τὴν ἑβδόµη καὶ τελευταία, περὶ ἐκφράσεως συµπαθείας στὸν διωκόµενο Πατριάρχη τῆς Ρωσίας Τύχωνα20· ὅλα δὲ τὰ προαναφερθέντα θέµατα ὑπερψηφίσθηκαν, κατὰ παράβασιν βεβαίως τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῆς Παραδόσεως καὶ Πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικῶς ὡς πρὸς τὸ Ἡµερολογιακό, τὸ ὁποῖο µᾶς ἐνδιαφέρει περισσότερο, ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη Συνεδρία, ὁ Μελέτιος τὸ χαρακτήρισε ὡς «προέχον» καὶ ὡς «ζωτικόν», µὲ βασικὸ σκεπτικὸ τὴν διευκόλυνση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν. Προέβη δὲ στὴν παρατήρηση, ὅτι ἡ µονοµερὴς ἀπόφασις ἀλλαγῆς τοῦ Ἡµερολογίου µιᾶς «Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἤτοι τῶν Παπικῶν τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα, ἐπέφερε διάσπαση ἑορτολογικὴ καὶ ἐξέφρασε τὴν πεποίθηση, ὅτι «ἦλθεν ἡ ὥρα τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν τοὐλάχιστον ἐν τῷ σηµείῳ τούτῳ»21. Ἡ λογικὴ τοῦ Μελετίου εἶναι παράδοξη καὶ πάντως τελείως ἀντορθόδοξη, ἀλλὰ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ γεγονός, ὅτι ἀντιµετώπιζε τὸ θέµα «ὡς µέλος τῆς παγχριστιανικῆς ἀδελφότητος»22.
Ὁ θεωρούµενος ὡς ἀντιπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος µητροπολίτης Δυρραχίου Ἰάκωβος, κατέθεσε ἕτοιµη πρόταση αὐτῆς γιὰ διαρρύθµιση τοῦ Ἡµερολογίου, µὲ ἀπάλειψη 13 ἡµερῶν ἀπὸ τὸ Ἰουλιανό, χωρὶς µεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου, σὺν τῇ διευκρινίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος εἶναι ἕτοιµη νὰ ἀποδεχθεῖ ἀκόµη καὶ νέα λύση γιὰ τὸν ἑορτασµὸ τοῦ Πάσχα, ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ εἶναι σύµφωνη πρὸς τὴν συνοδικὴ ἀπόφαση καὶ τοὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας23. Αὐτὴ ἦταν οὐσιαστικὰ ἡ πρόταση καὶ τοῦ θεωρητικοῦ τῆς ἡµερολογιακῆς ἀλλαγῆς Μητροπολίτου Βιζύης Ἀνθίµου, τὴν ὁποία προώθησε ὁ τότε νεωστὶ τοποθετηθεὶς ὡς Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος, ὁ καὶ Μεταρρυθµιστὴς τοῦ Ἡµερολογίου στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸ 1924 24.
Γιὰ τὴν µελέτη τοῦ Ἡµερολογιακοῦ συνεστήθησαν ὑπὸ τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τρεῖς Ὑπο-επιτροπές, γιὰ τὴν ἐξέτασή του ἀπὸ ἔποψη δογµατοκανονική, πρακτικὴ καὶ ἐπιστηµονική25.
Ἡ πρώτη δὲν βρῆκε κάτι τὸ ἐπιλήψιµο στὴν µεταρρύθµιση καὶ θεώρησε ὅτι πρέπει νὰ ἐπαναφερθεῖ ἡ Ἰσηµερία χρονικῶς στὴν 21η Μαρτίου, ὅπως δῆθεν τὴν ὅρισε ἡ Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος, ἐξέφρασε δὲ ὑποστήριξη στὸ ἐνδεχόµενο µονιµοποιήσεως τῆς ἡµέρας τοῦ Πάσχα. Τὸ πόσο λανθασµένα καὶ ἀντιφατικὰ εἶναι αὐτά, δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναφέρουµε! Ἡ Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος ὅρισε τὴν Ἰσηµερία τοῦ Μαρτίου ὄχι φυσικῶς, ἀλλὰ θετῶς26, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἀκριβῶς ἡ ἐξάρτησις ἀπὸ τὴν ἀστρονοµία καὶ γιὰ νὰ τηροῦνται πάντοτε οἱ «διορισµοὶ» τοῦ Πάσχα ἀπαρασάλευτα. Ἡ δὲ πρόταση γιὰ µονιµοποίηση τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἀποτελεῖ ἀπροκάλυπτη προδοσία τῆς Α΄ Οἰκουµενικῆς Συνόδου ἐπ’ αὐτοῦ καὶ ἀνατροπὴ ὅλης τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ δεύτερη Ὑπο-επιτροπή, ἡ πρακτική, πρότεινε τρόπο ἐφαρµογῆς τῆς ἡµερολογιακῆς µεταβολῆς, ὡς ἐπίσης καὶ τῆς ἀναλόγου προσαρµογῆς καὶ τοῦ Πασχαλίου «διὰ λόγους ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, πρακτικῆς ὠφελείας αὐτῶν, σκοπιµότητος καὶ καλῆς ἐντυπώσεως»27. Εἶναι ἀπίστευτο, τὸ ὅτι ἡ κατάλυση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι ἑνότητος τῶν Ὀρθοδόξων, γράφεται ὅτι ὑπηρετεῖ ἀκριβῶς τὴν ἑνότητα! Ὅµως, ποιά ἑνότητα;…
Ἡ δὲ τρίτη Ὑπο-επιτροπή, ἡ ἐπιστηµονική, ἀσχολήθηκε µὲ τὰ σχέδια νέων προτεινοµένων ἡµερολογίων, τῶν καθηγητῶν Μιλάνκοβιτς (Σέρβου) καὶ Δραγγὶτς (Ρουµάνου), τοποθετηθεῖσα ὑπὲρ σταδιακῆς υἱοθετήσεώς τους. Εἶναι χαρακτηριστικόν, ὅτι τὸ ἡµερολόγιο τοῦ Δραγγὶτς ἦταν τελειότερο ἐπιστηµονικῶς ἀπὸ τοῦ Μιλάνκοβιτς, τὸ ὁποῖο προέβαινε ἁπλῶς σὲ µικρὴ τροποποίηση τοῦ Γρηγοριανοῦ, ἀλλὰ δὲν εἰσήχθη ἄµεσα ἐκεῖνο, διότι ἁπλούστατα δὲν βοηθοῦσε στὸν σκοπὸ τῆς ἐπιθυµητῆς ἀλλαγῆς, ποὺ δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν συνεορτασµὸ µὲ τοὺς ἑτεροδόξους28!
Τὸ ὅτι τὸ «Συνέδριον» εἶχε σαφῶς Οἰκουµενιστικὴ προοπτικὴ καὶ τὰ τοῦ Ἡµερολογίου ἦσαν προσυνεννοηµένα καὶ προειληµµένα, ἀποδεικνύεται πασιφανῶς καὶ ἀπὸ τὴν δῆθεν τυχαία (!) παρουσία καὶ συµµετοχὴ σὲ αὐτό, κατὰ τὴν πέµπτη Συνεδρία του, τοῦ Ἀγγλικανοῦ ἐπισκόπου τέως Ὀξφόρδης Γκόρ, µεθ’ ἑνὸς κληρικοῦ, ὁ ὁποῖος παρεκάθησε ἐπίσηµα ἐκ δεξιῶν τοῦ Μελετίου, ἐνηµερώθηκε γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἡµερολογιακῆς καινοτοµίας καὶ θεώρησε τὸν συνεορτασµὸ διὰ τῆς ἀποδοχῆς κοινοῦ ἡµερολογίου ὡς βῆµα ἑνώσεως καὶ ὡς αἰτία µεγάλης πνευµατικῆς εὐχαριστήσεως τῶν ἑτεροδόξων τῆς Δύσεως29.
Τὸ «Συνέδριον» ἄν καὶ ἔλαβε τηλεγράφηµα ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύµων νὰ µὴν προβεῖ σὲ µεταβολὴ τοῦ ἡµερολογίου, ἀπεφάσισε τελικὰ νὰ ἄρει τὴν διαφορὰ θρησκευτικοῦ καὶ πολιτικοῦ ἡµερολογίου, ὡς «ἀνάγκην ἀναπόφευκτον», ἐφ’ ὅσον δὲν ἔβλεπε κανένα κώλυµα πρὸς τοῦτο, διὰ τῆς δῆθεν διορθώσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ ὄχι τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Γρηγοριανοῦ. Ἀλλὰ τὸ χαρακτηρισθὲν ὡς «νέον Ἰουλιανόν», τὸ ὁποῖον θεωρήθηκε ὡς ἀκριβέστερον τοῦ Γρηγοριανοῦ κατὰ 24΄΄ ἤ 26΄΄ (!), θὰ συµπίπτει χρονικῶς µὲ τὸ Παπικὸ ἕως τοῦ ἔτους 2800 καὶ κατόπιν θὰ ἔχουν πλέον διαφορὰ µιᾶς ἡµέρας30!!…
Οἱ τοῦ «Συνεδρίου», κοπτόµενοι δῆθεν γιὰ τὴν παγχριστιανικὴ ἑνότητα στὸ ἡµερολογιακὸ θέµα, διαισθάνονταν ὅτι ἡ προτεινοµένη Ἡµερολογιακὴ Καινοτοµία δὲν θὰ γινόταν εὔκολα καὶ εὐχάριστα δεκτὴ ἀπὸ ὅλες τὶς Τοπικὲς Ἐκκλησίες· ἤδη τὸ τηλεγράφηµα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυµα δήλωνε ρητῶς ὅτι δὲν πρόκειται τὸ ἐκεῖ Πατριαρχεῖο νὰ προβεῖ σὲ ἀλλαγὴ Ἡµερολογίου ἐν ὄψει τοῦ ἐπικρατοῦντος στοὺς Ἁγίους Τόπους καθεστῶτος σχέσεων µὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «Συνέδριον» φρόντισε νὰ καταστήσει σαφές, ὅτι ἄν κάποιες Τοπικὲς Ἐκκλησίες δὲν ἀποδεχθοῦν τὴν Μεταρρύθµιση, τοῦτο νὰ µὴν ἐπιφέρει κάποια ρήξη στὶς σχέσεις µὲ ὅσες ἀποδεχθοῦν αὐτήν31. Ἄρα, ἡ ἑορτολογικὴ διαίρεσις τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν ἀναµενόµενη καὶ ἁπλῶς κρίθηκε ἀναγκαῖο νὰ «καλυφθοῦν τὰ νῶτα» τῶν Καινοτόµων, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ ἐπισήµου κηρύξεώς των ὡς σχισµατικῶν ἀπὸ ὅσους θὰ παρέµεναν σταθεροὶ στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ «Συνέδριον» λοιπὸν ἀπεφάσισε τὴν µεταρρύθµιση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου καὶ ἀποδέχθηκε ὁ καθορισµὸς τῆς πασχαλινῆς πανσελήνου (Φάσκα) νὰ γίνεται βάσει ἀστρονοµικῶν ὑπολογισµῶν. Ἡ δὲ Καινοτοµία αὐτὴ θεωρήθηκε προσωρινή, ἐφ’ ὅσον ἐκφράσθηκε διάθεση καὶ γιὰ ἀποδοχὴ ἑτέρου-τελειοτέρου ἡµερολογίου σὲ µία µεταγενέστερη τροποποίησή του, µὲ τὴν ἀπαραίτητη βεβαίως οἰκουµενιστικὴ συµφωνία «ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν».
Ἀκόµη, τέθηκε ὑπὲρ µονιµοποιήσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, καθοριζοµένης «δι’ ἐπιστηµονικῆς µεθόδου», ὥστε αὐτὴ νὰ ἀντιστοιχεῖ δῆθεν «πρὸς τὴν πραγµατικὴν Κυριακὴν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου»32.
Τὸ «Συνέδριον» προχώρησε καὶ σὲ εὐρύτερες µεταρρυθµίσεις: ἀπεφάσισε ἀντικανονικῶς τὸν γάµο τῶν ἱερέων καὶ τῶν διακόνων ἀκόµη καὶ µετὰ τὴν χειροτονία τους, ἐπέτρεψε τὴν σύναψη δευτέρου γάµου στοὺς ἐν χηρείᾳ διατελοῦντας ἐξ αὐτῶν, δέχθηκε τὴν κουρὰ τῆς κόµης τους καὶ τὴν ἔνδυσή τους σύµφωνα µὲ τοὺς λαϊκούς, δηλαδὴ τὴν ἀποβολὴ τοῦ τιµηµένου ράσου, ἐλάττωσε τὸ ὅριον ἡλικίας γιὰ τὴν χειροτονία διακόνων καὶ ἱερέων, δέχθηκε τὴν ὑποχρεωτικὴ τήρηση τῆς Μοναχικῆς Κουρᾶς µόνον ἄν ἔγινε µετὰ τὸ 25ο ἔτος, ἐπέτρεψε τὴν µετάθεση Ἑορτῶν καθηµερινῶν στὴν Κυριακὴ ἡµέρα, δέχθηκε τὴν συντόµευση τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ τὴν ἐλάφρυνση καὶ ἐλάττωση τῶν νηστειῶν, περιόρισε τὰ κωλύµατα γάµου καὶ δέχθηκε τὴν συµµετοχὴ ἑτεροδόξων σὲ Πανορθόδοξο Σύνοδο33.
Εἶναι ἀξιοσηµείωτον, ὅτι λίγες µόλις ἡµέρες πρὶν ἀπὸ τὴν λήξη τοῦ «Συνεδρίου», τὴν 1η Ἰουνίου 1923, ὁµάδα ἐξεγερµένων λαϊκῶν εἰσόρµησε ἐντὸς τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐπιτέθηκε κατὰ τοῦ Μελετίου ὥστε νὰ τὸν ἐξαναγκάσει σὲ φυγή, γιὰ πολιτικοὺς κυρίως λόγους καὶ ἴσως καὶ γιὰ τὶς Καινοτοµίες του· ὁπότε, ὁ Μελέτιος δύο µόλις ἡµέρες µετὰ τὴν λήξη τοῦ «Συνεδρίου» του, στὶς 10 Ἰουνίου, ἀποµακρύνθηκε ἐσπευσµένα ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δὲν ξαναεπέστρεψε, ὑποβαλὼν καὶ τυπικῶς τὴν παραίτησή του λίγους µῆνες ἀργότερα34.
Βάσει τῶν ἐκνόµων ἀποφάσεων τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1923, λίγες µόνον Τοπικὲς Ἐκκλησίες προχώρησαν στὴν ἐφαρµογὴ τῆς Ἡµερολογιακῆς Καινοτοµίας, χωρὶς νὰ θίξουν τὸ Πασχάλιο, ὥστε νὰ συνεορτάζουν τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς µὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ τὶς κινητὲς βάσει τοῦ «λανθασµένου» κατ’ αὐτοὺς Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου. Δραστηριότητα γιὰ τὴν ἐπίτευξη Κοινοῦ Πασχαλίου σηµειώνεται ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἐντὸς τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως, µὲ τὴν ἐνεργὸ συµµετοχὴ καὶ τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουµενιστῶν. Μόνον ἡ αὐτόνοµη ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας ἔχει υἱοθετήσει καὶ τὸ Δυτικὸ Πασχάλιο, κάτι τὸ ὁποῖο ἔκανε καὶ ἡ ὑπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη αὐτόνοµη ἐκκλησία τῆς Ἐσθονίας, καὶ ἔτσι παρατηρεῖται τὸ ἱλαροτραγικὸ φαινόµενο διαιρέσεως τῶν ὀρθοδόξων στὰ τρία, ἐν ὀνόµατι τῆς ἑνώσεως µὲ τοὺς ἑτεροδόξους, κάτι τὸ ὄντως πρωτοφανὲς στὰ Ἐκκλησιαστικὰ Χρονικά! Στὴν πράξη, οἱ Νεοηµερολογῖτες συρράφουν µὲ ἐντελῶς ἀδέξιο τρόπο τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἡµερολόγιο (γιὰ τὸ Πασχάλιο) µὲ τὸ δῆθεν Νεο-ιουλιανό τους (γιὰ τὶς ἀκίνητες ἑορτές), χρησιµοποιοῦντες καὶ τὰ δύο ταυτοχρόνως καὶ προσθέτοντες σύγχυση στὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας35, ἀνεχόµενοι παράλληλα καὶ τοὺς Νεο-πασχαλῖτες Φινλανδοὺς καὶ Ἐσθονούς!…
Ἰδοὺ ὁ πικρότατος καρπὸς τῆς Ἡµερολογιακῆς Καινοτοµίας: ἡ διάσπασις ἐντὸς αὐτῆς ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας, χάριν τοῦ δῆθεν ἐπιστηµονισµοῦ καὶ µάλιστα τοῦ συνεορτασµοῦ καὶ τῆς προσεγγίσεως µὲ τοὺς ἑτεροδόξους!
Δ. Ἡ Ἀντίδρασις κατὰ τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1923
Οἱ ἄφρονες Καινοτόµοι εἶχαν µὲν προβλέψει τὴν πιθανὴ µὴ ἀποδοχὴ τῆς Ἡµερολογιακῆς Καινοτοµίας ἀπὸ κάποιες Τοπικὲς Ἐκκλησίες, ὅµως συνεπαρµένοι ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς «ἀγάπης» τους γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους, δὲν ὑπολόγισαν τὴν δυναµικὴ ἀντίδραση τῶν Ὀρθοδόξων ἐντὸς ἐκείνων τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες θὰ ἀποτολµοῦσαν νὰ ἐφαρµόσουν τὴν Καινοτοµία, καίτοι βεβαίωναν ὅτι θὰ φρόντιζαν νὰ µὴ προκληθοῦν ἀντιδράσεις!
Ἡ συνήθης δικαιολογία τῶν Καινοτόµων, εἶναι ὅτι τὸ Ἡµερολογιακὸ δὲν εἶναι θέµα δογµατικὸ καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Νέου Ἡµερολογίου νὰ προκαλέσει ἀντίδραση καὶ διαίρεση, ὡς παράγωγα ἀγνοίας καὶ φανατισµοῦ. Ὅσοι διακρατοῦµε, χάριτι Θεοῦ, τὴν Παράδοση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡµερολογίου ἀκαινοτόµητη καὶ ἀντιτασσόµεθα στὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουµενισµοῦ, ἡ ὁποία προκάλεσε τὴν Καινοτοµία, ἀποκρινόµεθα µὲ τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ: «ἡ γὰρ κατὰ σµικρὸν τῶν παραδεδοµένων ἀφαίρεσις, ὡς ἐξ οἰκοδοµῆς λίθων, θᾶττον ἅπασαν τὴν οἰκοδοµὴν καταρρήγνυσιν»36!
Ἤδη ἀµέσως µετὰ τὸ «Συνέδριον» τοῦ 1923 ἠγέρθησαν σφοδρὲς ἀντιδράσεις κατὰ τῶν ἀποφάσεών του πρωτίστως ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Οἱ λοιπὲς Τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐξέφρασαν σκεπτικισµὸ καὶ µόνον ἡ ἐκκλησία τῆς Ρουµανίας ἀπεδέχθη τὸ «Συνέδριον» εὐµενῶς37.
Ὁ Μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, ἔγραφε τὸ 1929, ὅτι ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, «ἱκανοποιῶν ἁµαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυµίας ἀλλοδόξων ἐκκλησιῶν καὶ µυστικῶν ἑταιρειῶν» ἐνήργησε ἀντικανονικῶς καὶ ὀλεθρίως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μέσῳ τοῦ «Συνεδρίου» του κατεπάτησε τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ ἐπέφερε διαίρεση τῶν Ὀρθοδόξων. Διότι, ἀκύρωσε ἀναρµοδίως καὶ αὐθαιρέτως τὶς ἀποφάσεις τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰῶνος περὶ τοῦ ζητήµατος τοῦ Ἡµερολογίου καὶ Πασχαλίου καὶ οὐσιαστικὰ «διάπλατα ἤνοιξε τὰς πύλας πρὸς πάντα νεωτερισµόν»38.
Ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Ἀντώνιος, Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, θεώρησε τὴν µεταρρύθµιση τοῦ Ἡµερολογίου ἀπαράδεκτη, ὡς ἀντιφάσκουσα στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν ἀρχαιοπαράδοτη ἐκκλησιαστικὴ πράξη, τὴν δὲ µεταβολὴ χαρακτήρισε ἐπικίνδυνη καὶ ἄκαιρη καὶ ἐπίσης διεῖδε παπικὸ καὶ µασονικὸ ἐπηρεασµό39.
Ὁ ἐπιφανὴς σέρβος Ἱεράρχης Νικόλαος Βελιµίροβιτς, κατεφέρθη τὸ 1930 κατὰ τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ 1923, θεωρήσας ὅτι ἐδηµιούργησε «εἶδός τι σχίσµατος»40.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίµοβιτς, Ἀρχιεπίσκοπος Σαγκάης καὶ Σαν Φραντσίσκο, ὁ σύγχρονος Θαυµατουργός, διεκήρυσσε σὲ Ἀναφορά του στὴν Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς τὸ 1938, ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ «Συνεδρίου» τοῦ Μελετίου Μεταξάκη γιὰ υἱοθέτηση τοῦ Νέου Ἡµερολογίου, «εἰσήγαγεν ἕνα ἀπαίσιον σχίσµα µεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν… (Τὸ Οἰκουµενικὸν Πατριαρχεῖον) ἔχον ἀπωλέσει τὴν σηµασίαν του ὡς στύλου τῆς ἀληθείας, καὶ ἔχον κατασταθῆ πηγὴ διαιρέσεως, ταυτοχρόνως δὲ διακατεχόµενον ὑπὸ µιᾶς ὑπερµέτρου ἀγάπης διὰ δύναµιν, ἀντιπροσωπεύει ἕνα ἐλεεινὸν θέαµα…»41.
Ὁ δὲ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, ἐπίσης Πρωθιεράρχης τῆς τότε ὁµολογητρίας Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ἔγραφε χαρακτηριστικὰ τὸ 1972 τὰ ἑξῆς:
«Ἡ Καινοτοµία τοῦ Νέου Ἡµερολογίου προξένησε σχίσµα εἰς ὅλας τὰς Τοπικὰς Ἐκκλησίας, αἱ ὁποῖαι τὴν υἱοθέτησαν. Οὕτως, ἡ Ἑλλάς, ἡ Κύπρος, ἡ Ρουµανία καὶ τώρα ἡ Βουλγαρία ἐγεύθησαν τὸν καρπὸν τῆς παρακοῆς. Εἶναι θλιβερὸν ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος λαὸς τῶν προαναφερθεισῶν Ἐκκλησιῶν δὲν ἠδυνήθη νὰ ἐγερθῇ σύσσωµος καὶ ὡς µέγα κῦµα νὰ ὑπερισχύσῃ καὶ καταστείλῃ τὴν παλίρροιαν τῶν Καινοτοµιῶν… Ἡ ἡµετέρα Ρωσσικὴ Ἐκκλησία ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ µακαρίας µνήµης τότε Ἀρχιεπισκόπου καὶ κατόπιν Μητροπολίτου καὶ Πρωθιεράρχου τῆς ἡµετέρας Συνόδου κ. Ἀναστασίου, ἐντόνως καὶ ἀποφασιστικῶς διεµαρτυρήθη κατὰ τῶν Καινοτοµιῶν τοῦ Νέου Ἡµερολογίου καὶ ἄλλων νεωτερισµῶν τοῦ θλιβερᾶς µνήµης πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη εἰς τὴν συνάθροισιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1923, ἡ ὁποία ἐσφαλµένως ἀναφέρεται ὡς Πανορθόδοξος, ἐφ’ ὅσον τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς καί τινες Ἐκκλησίαι δὲν ἀντεπροσωπεύθησαν. Οἱ περισσότεροι δὲ Ἱεράρχαι τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἠρνήθησαν νὰ παρευρεθοῦν, διαµαρτυρόµενοι οὕτω διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῆς βεβιασµένης πολιτικῆς ἀναδείξεως τοῦ Μελετίου ὡς Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου»42.
Οἱ δὲ ἀκόλουθοι τοῦ Πατρίου Ἡµερολογίου στὴν Ἑλλάδα ἀπεκάλεσαν ἐξ ἀρχῆς σὲ κείμενά τους ὅλως δικαίως τὸ «Συνέδριον» τοῦ 1923 «ἀντορθόδοξον», «κακόδοξον», «ληστρικόν», «ἄνοµον», «ἀποστατικὸν» κ.λπ., διότι ἀπετέλεσε τὴν ἀπαρχὴ µυρίων δεινῶν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα.
Ε. Ἐπιλογικὰ
Κατόπιν πάντων τούτων, γίνεται κατανοητὸν ὅτι ἡ πρωταρχικὴ κλῆσις µας εἶναι Προφητική: ἡ πιστὴ καὶ συνεπὴς ἐξαγγελία καὶ ὀρθοτόµησις τοῦ λόγου τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ἑτοιµότητα νὰ ὑποστοῦµε ὅλες τὶς συνέπειες τούτου, ὄχι µόνον ἐλπιδοφόρες καὶ εὐχάριστες, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνες καὶ δυσάρεστες.
Οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουµενιστὲς καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν καὶ κοινωνοῦν µαζί τους, διὰ τῆς συµµετοχῆς τους σὲ παναιρετικοὺς ὀργανισµούς, ὅπως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν», καὶ διὰ τῶν ποικίλων δραστηριοτήτων τους, προχωροῦν σὲ συνεχῶς στενώτερη σχέση καὶ κοινωνία µὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικούς, ὥστε συνεργάζονται ἀνενδοιάστως, συµπροσεύχονται ἀδιαλείπτως, συλλειτουργοῦνται ἀνεξετάστως, συνυπογράφουν ἐπιλήψιµα κείµενα καὶ διακηρύσσουν κακόδοξες ἀπόψεις. Μάλιστα, ἔφθασαν µέχρι σηµείου σχέσεων συνεργασίας καὶ συµπροσευχῆς ἀκόµη καὶ µὲ ἀλλοθρήσκους, παγανιστὲς καὶ ἀγνωστικιστές!
Ἡ «γραµµὴ» ποὺ χάραξε ὁ κακόδοξος Μελέτιος Μεταξάκης, ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι µέλη τῆς Παγχριστιανικῆς Ἀδελφότητος καὶ ὀφείλουν νὰ συνεορτάζουν καὶ νὰ συνεργάζονται µὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀκολουθεῖται πιστῶς καὶ συνεπῶς ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους καὶ ὑποστηρικτές του. Αὐτοὶ θεωροῦν ὅτι ἡ Ἀποστολικὴ Πίστις ἐπιβάλλεται νὰ ἐφαρµοσθεῖ στὸ σύγχρονό µας ἱστορικὸ περιβάλλον ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ µὲ τὰ λοιπὰ χριστιανικὰ σώµατα, ἔστω καὶ ἄν δὲν ὑπάρχει πλήρης ἑνότης.
Τὴν συγκρητιστικὴ αὐτὴ δοξασία τὴν διακηρύσσει εὐκαίρως ἀκαίρως ὁ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Οἰκουµενιστῶν τῆς σήµερον Κων/λεως Βαρθολοµαῖος, ὁ ὁποῖος ἐν τοῖς πράγµασιν ἀποδεικνύεται ἐπάξιος συνεχιστὴς τοῦ προκατόχου του Μελετίου Μεταξάκη.
Ἡ ψευδοσύνοδός του στὸ Κολυμβάρι τῆς Κρήτης τὸ 2016 καὶ ὅσα ἀκολούθησαν μέχρι καὶ σήμερα, ἐν ὄψει μάλιστα ἐπιβολῆς Κοινοῦ Πασχαλίου μὲ τοὺς πάσης φύσεως αἱρετικοὺς ἀπὸ τὸ ἔτος 2025, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ πρωτοφανὴς Ἀποστασία πίστεως ὁλοκληρώνεται ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μας.
Γιὰ τὸν λόγο τοῦτο, ἡμεῖς ὡς πιστὰ τέκνα τῆς Ὀρθοδοξίας µας ποὺ διακρατοῦμε ἐν µέσῳ «γενεᾶς σκολιᾶς»43 (διεστραµµένης) τὰ Πάτρια µὲ σταθερότητα, φρόνηµα µαρτυρικὸ καὶ θυσίες ὑπέρµετρες, ἄς ἐνωτισθοῦµε τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ πρὸς ἀναθέρµανσιν τῆς ὑποµονῆς καὶ τῆς ἀποφασιστικότητός µας:
«Διό, ἀδελφοί, στῶµεν ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως, καὶ τῇ παραδόσει τῆς Ἐκκλησίας, µὴ µεταίροντες ὅρια, ἅ ἔθεντο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἡµῶν· µὴ διδόντες τόπον τοῖς βουλοµένοις καινοτοµεῖν, καὶ καταλύειν τὴν οἰκοδοµὴν τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Εἰ γὰρ δοθῇ ἄδεια παντὶ βουλοµένῳ, κατὰ µικρὸν ὅλον τὸ σῶµα τῆς Ἐκκλησίας καταλυθήσεται… Δεξώµεθα οὖν τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐν εὐθύτητι καρδίας, καὶ µὴ ἐν πολλοῖς λογισµοῖς· ὁ Θεὸς γὰρ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον εὐθῆ… Μὴ καταδεξώµεθα νέαν πίστιν µαθεῖν, ὡς κατεγνωσµένης τῆς τῶν ἁγίων πατέρων παραδόσεως…»44!
1. Μητροπολίτου Λεοντοπόλεως Χριστοφόρου, Ἡµερολογιακά, Ἀθῆναι 1925, σελ. 19-20.
2. Βλ. Μητροπολίτου Κασσανδρείας Εἰρηναίου, Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου 1929, Ἐν Ἀθήναις 1929, σελ. 19.
3. Βλ. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, Πάσχα Κυρίου, Δηµιουργία – Ἀνακαίνισις καὶ Ἀποστασία, Ἀθῆναι 1985, σελ. 571-576.
4. Βλ. Ἁγίου Νικοδήµου Ἁγιορείτου, Ἱερὸν Πηδάλιον, σελ. 9, ὑποσηµ. (σχόλιον στὸν Ζ΄ Ἀποστολικὸν ἱ. Κανόνα).
5. Βλ. Ἐπισκόπου Τριάδιτσα Φωτίου, «Τὸ Πάτριο Ἐκκλησιαστικὸ Ἡµερολόγιο – Ἕνα ἀδιαχώριστο στοιχεῖο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως», στὸ περιοδ. «Ἅγιος Κυπριανός», ἀριθ. 259/Μάρτιος-Ἀπρίλιος 1994, σελ. 221.
6. Βλ. Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Δὲν εἶναι ἡµερολογιακὴ ἡ διαφορά. Δογµατικὲς καὶ Θεολογικὲς οἱ ἀντιθέσεις ποὺ ὁδηγοῦν σὲ χωριστὸ Πάσχα», στὴν ἐφηµερ. «Καθηµερινή», 14.4.1996, σελ. 7.
7. Ἐφεσ. δ΄ 13.
8. Βλ. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 650-652· Ἐµµανουὴλ Καραγεωργούδη, Ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ὡς Μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ἐκδ. «Π. Πουρναρᾶς», Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 137-139.
9. Β. Θ. Σταυρίδου καὶ Ε. Α. Βαρέλλα, Ἱστορία τῆς Οἰκουµενικῆς Κινήσεως, ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύµατος Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 334.
10. Ἐµµανουὴλ Καραγεωργούδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 113-121.
11. Βλ. ἀφιερωµατικὸ ἄρθρο τοῦ µασόνου Ἀλέξ. Ἰ. Ζερβουδάκη γιὰ τὸν «Διάσηµο Τέκτονα» Μελέτιο Μεταξάκη στὸ «Τεκτονικὸν Δελτίον», ἀριθ. 71/Ἰαν.-Φεβρ. 1967, σελ. 25-50.
12. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου, 10 Μαΐου – 8 Ἰουνίου 1923, Ἀθῆναι 1982, σελ. στ΄ τῆς «Εἰσαγωγῆς» τοῦ ἐπιµελητοῦ τῆς ἀνατυπώσεως Διονυσίου Μ. Μπατιστάτου· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη Μητροπολίτου Δηµητριάδος, Ἱστορικὴ καὶ Κανονικὴ Θεώρησις τοῦ Παλαιοηµερολογιτικοῦ Ζητήµατος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἐναίσιµος ἐπὶ διδακτορίᾳ διατριβή, Ἀθῆναι 1982, σελ. 77-78, ὑποσηµ. 31.
13. Βλ. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 6· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 67-68.
14. Βλ. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 11-12.
15. Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόµου, Τὸ Ἐκκλησιαστικὸν Ἡμερολόγιον ὡς Κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας, σελ. 14, ἔκδ. «Κήρυκος τῶν Ὀρθοδόξων», Ἀθῆναι 1935. Τὸ «Συνέδριον» ἐν τέλει ἀπεκλήθη «Πανορθόδοξον» τῇ προτάσει τοῦ Δυρραχίου Ἰακώβου, ὅπως γράφει στὴν Εἰσαγωγὴ τῆς ἐπανεκδόσεως τῶν «Πρακτικῶν» του τὸ ἔτος 2015 ὁ ἐπιμελητὴς ἀρχιμ. Εὐδόκιμος Καρακουλάκης.
16. Bishop Photius of Triaditsa, «The 70th Anniversary of the Pan-Orthodox Congress in Constantinople – A Major Step on the Path Towards Apostasy», in «Orthodox Life», No 2/1994, p. 39.
17. Βλ. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. ζ΄ «Εἰσαγωγῆς»· Bishop Photius of Triaditsa, ἔνθ’ ἀνωτ., p. 39· βλ. καὶ Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 77-82, ἔνθα ὁ σ. θέτει τὸν προβληµατισµὸ περὶ τῆς ταυτότητος καὶ ἁρµοδιότητος τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» τούτου, βάσει τῶν ἀπόψεων, οἱ ὁποῖες ἐκφράσθηκαν ἐπ’ αὐτοῦ.
18. Bishop Photius of Triaditsa, ἔνθ’ ἀνωτ., p. 38-39 (κατὰ τὸν καθ. S. Troitsky).
19. Βλ. Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 19.
20. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 211-222.
21. Αὐτόθι, σελ. 13-14.
22. Αὐτόθι, σελ. 72.
23. Αὐτόθι, σελ. 17-18· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 70-71.
24. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 654-658, 665-666.
25. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 23 (οἱ τρεῖς εἰσηγήσεις τῶν ὑπο-επιτροπῶν στὶς σελ. 50-64).
26. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 418, 576.
27. Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 73.
28. Ἀλεξάνδρου Καλοµοίρου, Τὸ Σύγκριµα, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 11.
29. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 84-89· Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 668· βλ. ἐπίσης «Τὸ ἐν “Κωνσταντινουπόλει Πανορθόδοξον Συνέδριον” τοῦ 1923», στὸ περιοδ. «Ἅγιος Κυπριανός», ἀριθ. 314/Μάϊος-Ἰούνιος 2003, σελ. 239.
30. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 212-213· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 75.
31. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 69· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 82.
32. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 214-215· Ἀ.Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 669.
33. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 215-221· Ἀ.Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 669-670.
34. Αὐτόθι, σελ. ε΄ «Εἰσαγωγῆς».
35. Ἐπισκόπου Τριάδιτσα Φωτίου, «Τὸ Πάτριο Ἐκκλησιαστικὸ Ἡµερολόγιο…», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 222.
36. Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ, Λόγος Πρῶτος Ἀπολογητικὸς Πρὸς τοὺς Διαβάλλοντας τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, PG τ. 94, στλ. 1284Α.
37. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 672-674.
38. Ὑπόµνηµα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἑλλάδος…, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 19-20.
39. Ἀ. Δ. Δελήµπαση, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 672· Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 77.
40. Χριστοδούλου Κ. Παρασκευαΐδη, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 80.
41. Περιοδ. “The Orthodox Word”, No 4 (45) / July-August 1972, p. 177.
42. Βλ. «Τὸ Παράνοµο Συνέδριο τοῦ 1923», στὸ Ἔλεγχος καὶ Ἀνατροπὴ τῆς Νεοηµερολογιακῆς Νεοεκκλησιολογίας, Λάρνακα Κύπρου 1995. Ὁ Ἅγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος ἀναφέρεται ἐπίσης ἐπικριτικὰ στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ 1923 στὴν «Δευτέρα Ἐπιστολὴ Πόνου» πρὸς τοὺς «Προκαθηµένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ τοῦ ἔτους 1972 (βλ. Ὀρθόδοξος Μαρτυρία – Ἀντιοικουµενιστικὰ Κείµενα… τοῦ Μητροπολίτου κ. Φιλαρέτου, ἔκδ. Καλλινίκου Ἱεροµονάχου Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆναι 1985, σελ. 44). Τὸ κείμενο αὐτὸ ἀναδημοσιεύσαμε καὶ στὸ ἔργο μας: Ὁ Ἅγιος Φιλάρετος τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς – Ἕνας Σύγχρονος Ἀσκητὴς καὶ Ὁμολογητὴς Ἱεράρχης (1903-1985), Φυλὴ Ἀττικῆς 2015, σελ. 163-197.
43. Πράξ. β΄ 40.
44. Ἁγίου Ἰωάννου Δαµασκηνοῦ, Λόγος Τρίτος Ἀπολογητικὸς Πρὸς τοὺς Διαβάλλοντας τὰς Ἁγίας Εἰκόνας, µα΄, PG τ. 94, στλ. 1356, 1357.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου