Στόν γάμο τῆς Κανᾶ (Ἰωάν. 2), ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου πλησίασε τόν Υἱό της μέ πολλή διακριτικότητα καί ταπείνωση, ὄντας ταπεινή καί ἁγία Παρθένος, γιά νά τοῦ ἀναγγείλει μέ πραότητα: «Οἶνον οὐκ ἔχουσιν». Ἐνῶ ἀκόμη πρόφερε τά λόγια αὐτά, γεννήθηκε στήν καρδιά της ἡ σκέψη ὅτι ἴσως εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά φανερώσει ὁ Κύριος τή δόξα Του, γιατί τό πνεῦμα της μελετοῦσε τά μεγαλειώδη γεγονότα, στά ὁποῖα ἡ ἴδια εἶχε παραστεῖ ὡς μάρτυρας ἀπό τήν ἡμέρα ἀκόμη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ὁ Κύριος ἀποκρίθηκε στόν βαθύ αὐτό συλλογισμό τῆς καρδιᾶς της, καί ἡ ἀπάντησή Του καταδεικνύει μέ ποιόν τρόπο ἡ ἐπικοινωνία στό πνευματικό ἐπίπεδο στοχεύει τήν οὐσία τοῦ θέματος, παρακάμπτοντας τά προκαταρκτικά στάδια τῆς συνήθους συζητήσεως.
Ἡ ἁγία Παρθένος εἶχε παρευρεθεῖ στό ἐπίκεντρο τῶν πιό ἀσυνήθιστων καί ὑπερφυσικῶν γεγονότων: τῆς συλλήψεως καί γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς λατρευτικῆς προσκυνήσεως τῶν Μάγων πού ἀκολούθησε τή γέννησή Του, τῆς ἐμφανίσεως τῆς χορείας τῶν Ἀγγέλων, τοῦ ὀνείρου τοῦ Ἰωσήφ, μέ τό ὁποῖο ὁ Κύριος ἀπομάκρυνε κάθε ἀμφιβολία ἀπό τήν καρδιά του, τῆς φυγῆς στήν Αἴγυπτο, τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ κατά τή διάρκεια τῆς σφαγῆς χιλιάδων βρεφῶν ἀπό τόν Ἡρώδη, τῆς κλήσεως τῶν πρώτων μαθητῶν μετά τή Βάπτιση τοῦ Κυρίου. Ὅλα αὐτά τά γεγονότα πρόσφεραν πλούσια καί εὔγλωττη μαρτυρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ γιά τά πρόσωπα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ὑπεραγίας Μητρός Του. Ἐπί τριάντα χρόνια ἡ Θεομήτωρ τά εἶχε φυλάξει ὡς πολύτιμο θησαυρό μέσα στήν καρδιά της. Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα κατέβηκε ἀπό τούς οὐρανούς καί ἀναπαύθηκε πάνω στόν Κύριο κατά τή Βάπτισή Του –«ἐν εἴδει περιστερᾶς», προκειμένου νά μαρτυρήσει τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ πρίν ἀπό ὅλους τους αἰῶνες, ἡ καρδιά της ἄρχισε νά πλημμύριζει ἀπό ἅγια προσδοκία. Ἀνέμενε νά δεῖ τήν στιγμή, πού ὁ Κύριος θά ἀποκάλυπτε τή δόξα Του. Τώρα λοιπόν ἡ Μαριάμ, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, προσεγγίζει τόν Υἱό της μέ μεγάλη συστολή, ὅπως θά ἅρμοζε σέ κόρη μᾶλλον παρά σέ μητέρα, καί Τοῦ λέει: «Οἶνον οὐκ ἔχουσιν». Ὁ Κύριος ἀποκαλεῖ τή Μητέρα Του «γυναίκα», προσηγορία πού θά Τῆς ἀπευθύνει ἐπίσης καί κατά τή σταύρωση: «Γῦναι, ἴδε ὁ υἱός σου!» (Ἰωάν. 19, 26). Ἡ ἀπάντησή Του εἶναι ἴσως ἀρκετά αὐστηρή, ἀλλά ὁπωσδήποτε εὐγενής: «“Γῦναι, τί ἐμοί καί σοί;» Ἀδυνατῶ νά ἐκπληρώσω τίς ἐπιθυμίες τῆς μητέρας μου, γιατί πρέπει νά φέρω εἰς πέρας τήν ἀποστολή τοῦ Πατέρα μου καί ἡ ὥρα μου δέν ἔχει ἔλθει ἀκόμη».
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριος ἐκκόπτει τίς ἐπιθυμίες τῆς μητέρας Του καί φαίνεται νά τίς ἀγνοεῖ. Ἄν δέν εἶχε υἱοθετήσει τή στάση αὐτή, δέν θά μποροῦσε ἀργότερα νά προφέρει τόν λόγο: «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναίκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λουκ. 14, 26). Ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ Κύριος ποτέ δέν παρέδωσε ἐντολές, τίς ὁποῖες δέν εἶχε ὁ Ἴδιος πρῶτα τηρήσει στή ζωή Του. Ζώντας σύμφωνα μέ τίς δικές Του ἐντολές, Αὐτός πού εἶναι ἡ Ὁδός, παρέδωσε στούς μαθητές Τοῦ ὁδό ζωῆς. Ἐπί τριάντα χρόνια ἔζησε μέ ὑπακοή στούς γονεῖς Του, σύμφωνα μέ τό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο. Ἀλλά εἶχε ἔλθει ἡ ὥρα νά τά ἀφήσει ὅλα πίσω Του χάριν τῆς θεϊκῆς ἀποστολῆς Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ὁ ἐχθρός ὡστόσο κατεδίωκε τόν Κύριο ἀμείλικτα, προσπαθώντας νά συλλάβει Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος ἦταν ἀκηλίδωτος καί ὡς πρός τήν ἐλάχιστη ἁμαρτία, γιατί αὐτό θά ἦταν ἀρκετό, γιά νά ἀκυρωθεῖ ὅλο τό σωτηριῶδες ἔργο Του. Ὁ Κύριος ὄφειλε, κατά συνέπεια, νά τηρεῖ πολύ αὐστηρή στάση σέ κάθε περίσταση, ὥστε νά μήν παραχωρήσει στόν ἐχθρό καμία πρόφαση. Πράγματι, ὁ Ἴδιος ἐξεπλήρωσε τόν νόμο μέ τέλεια ὑποταγή στό θεῖο θέλημα τοῦ Πατρός Του. Ἡ ὑπακοή στούς ἐπίγειους προστάτες Του εἶχε, σέ τελική ἀνάλυση, δευτερεύουσα σημασία. Ἡ ἀδιαφορία τοῦ Κυρίου γιά τό θέλημα τῶν συγγενῶν Του ἐκδηλώθηκε καί σέ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἡ Μητέρα Του καί οἱ ἀδελφοί Του ἤθελαν νά Τόν ἀπομακρύνουν ἀπό τό πλῆθος πού ἀπειλοῦσε νά Τόν σκοτώσει: «Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου;» (Ματθ. 12, 48).
Ἡ Θεομήτωρ ἀποδέχθηκε τήν ἀπάντηση τοῦ Υἱοῦ της μέ ἀκράδαντη πίστη, παραμερίζοντας τή δική της ἐπιθυμία μέ πράξη αὐτοκενώσεως. Ἦταν ἕτοιμη νά ἐλπίσει παρ’ ἐλπίδα, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀβραάμ. Μπορεῖ νά μήν ἐννόησε τούς λόγους τῆς ἀρνήσεως τοῦ Κυρίου, ἀλλά εἶχε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὅτι κάθε ἐνέργειά Του ἦταν ὀρθή. Στήν Κανᾶ παρά τό ὅτι ταπεινώνεται ἀπό τόν Υἱό της, ἐμφορούμενη ἀπό τέλεια πίστη, προτρέπει τούς ὑπηρέτες: «Ὅ,τι ἄν λέγη ὑμῖν, ποιήσατε».
Ὁ Κύριος τίμησε τή Μητέρα Του. Τό νερό μετατράπηκε σέ κρασί καί ὁ ἀρχιτρίκλινος τῆς ἑορτῆς ἐπαίνεσε τόν γαμπρό λέγοντας: «Πᾶς ἄνθρωπος πρῶτον τόν καλόν οἶνον τίθησι, καί ὅταν μεθυσθῶσι, τότε τόν ἐλάσσω· σύ τετήρηκας τόν καλόν οἶνον ἕως ἄρτι». Οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός πάντοτε διαφυλλάσει τόν «καλόν οἶνον» γιά τό τέλος. Προηγοῦνται παθήματα καί θλίψεις, καί μόνο πρός τό τέλος μᾶς προσφέρεται τό ἐκλεκτό κρασί τῆς χάριτός Του.
Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ἀποστολῆς Του ὁ Κύριος κατέστησε σαφές ὅτι χρεωστοῦσε ἀφοσίωση πρωτίστως στόν Θεό, μέ τήν ὑπακοή στίς ἐντολές Του. Ἀποδεικνύοντας στούς μαθητές Του ὅτι εἶχε ἔλθει στή γῆ, γιά νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός Του, ἐντούτοις ποτέ δέν παραμέλησε τή Μητέρα Του. Ἐξαρχῆς ἡ Παναγία ἀποτέλεσε τό μεγαλύτερο ὄργανο γιά τήν πραγμάτωση τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του. Τήν ὥρα τῆς σταυρώσεώς Του, καί ἐνῶ ὁλόκληρη ἡ ἐπίγεια ἀποστολή Του φαινόταν νά αἰωρεῖται πάνω ἀπό τήν ἄβυσσο τοῦ αἰώνιου θανάτου, ἀκόμη καί τότε, ἐπιδείκνυε ἄγρυπνο ἐνδιαφέρον γιά τήν προστασία τῆς (Ἰωάν. 19, 26-27). Ποιός ἄλλος θά μποροῦσε νά ἐμφορεῖται ἀπό πνεῦμα ὑπακοῆς καί αὐτοθυσίας περισσότερο ἀπό τήν Ἁγία Μητέρα Του; Ἀποδέχθηκε τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ της, θυσιάζοντας τό δικό της μέ τέλεια ταπείνωση, πίστη καί ὑπομονή. Ὁ Κύριος τῆς ἀντέτεινε: «Οὔπω ἤκει ἡ ὥρα μου». Ἀλλά καθώς ἡ Θεομήτωρ ἐγκολπώθηκε τήν ταπείνωση αὐτή μέ μεγάλη πραότητα, ἔδωσε στόν Κύριο τή δυνατότητα νά ἐκδηλώσει πολύ σύντομα τό μεγαλεῖο της δόξας Του. Μέ τήν ταπείνωση καί τήν κένωσή της ἡ Ἁγία Παρθένος ἐπέσπευσε τήν ὥρα τῆς δόξας τοῦ Υἱοῦ της. Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο ἡ «ὥρα» Του εἶναι αὐτή τῆς φανερώσεώς Του ὡς Μεσσία (Ἰωάν. 5, 25,28· 7,30· 8,20· 13,1), ἐνῶ σέ πολλά ἄλλα χωρία ἀναφέρεται στή σταύρωσή Του. Τότε ἡ δόξα Του ἐπρόκειτο νά ἀποκαλυφθεῖ σέ ὑπέρτατο βαθμό στήν ἕως θανάτου ἀγάπη Του, τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου Του γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου. (Ματθ. 26, 45· Μάρκ. 14, 41).
Τό ἴδιο εἶδος κενώσεως συναντοῦμε στούς βίους πολλῶν Ἁγίων, ὅπως καί πολλῶν πιστῶν χριστιανῶν. Τήν ὥρα τῆς ἐγκαταλείψεως, τοῦ πόνου καί τῆς δοκιμασίας ἐναποθέτουν ὅλη τήν ἐμπιστοσύνη τους στόν Κύριο, καί παρότι εἶναι βυθισμένοι σέ ὀλέθριο καί ζοφερό ἅδη, μέ ἕνα ἅλμα γεμᾶτο ἀνδρεία βρίσκονται ἀπροσδόκητα στό φῶς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὅπως προφητικά γράφει ὁ βασιλιᾶς Δαβίδ στούς Ψαλμούς του: «Ἐγώ δέ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· ἀπέρριμαι ἀπό προσώπου τῶν ὀφθαλμῶν σου. Διά τοῦτο εἰσήκουσας τῆς φωνῆς τῆς δεήσεώς μου» (Ψαλμ. 31, 22). Ὁ Θεός παραχωρεῖ στούς Ἁγίους νά ὑποστοῦν πλήρη κένωση, τήν ὁποία ἐκεῖνοι ἀποδέχονται μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, προσηλωμένοι μέ ἀταλάντευτη διάνοια στήν αἰώνια μακαριότητα πού ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός στούς δικαίους Του. Ἔτσι πραγματοποιεῖται ἡ διάβαση ἀπό τό ψυχολογικό ἐπίπεδο στό ὀντολογικό, ὅπως ἔλεγε συχνά ὁ Γέροντας Σωφρόνιος. Στήν κατάσταση ἀκριβῶς αὐτή γινόμαστε μέτοχοι της θεϊκῆς ἐνέργειας τοῦ μεγάλου ἐλέους τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως ἀκριβῶς ἡ κένωση τῆς Θεομήτορος διευκόλυνε τήν ἔλευση τῆς ὥρας τοῦ Υἱοῦ της, κατά τήν ὁποία ἀποκάλυψε τή δόξα Του καί οἱ μαθητές Του στερεώθηκαν στήν πίστη τους, παρόμοια καί στούς βίους ὅλων τῶν Ἁγίων, ἡ ἀπαρασάλευτη πίστη τους καί ἡ παρ’ ἐλπίδα ἐλπίδα τους ἐπισπεύδει τήν ὥρα τοῦ μεγάλου ἐλέους τοῦ Κυρίου. Μερικές φορές δέν εἶναι σέ θέση νά ἐννοήσουν τούς λόγους γιά τή δοκιμασία πού ὑφίστανται, ἀλλά γνωρίζουν μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἕνα πράγμα: ὅτι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀρετή ἀνήκουν μόνο στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος μένει ἀγαπητός καί εὐλογητός εἰς τούς αἰώνας. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος βεβαίωνε ὅτι, ὅταν προσφέρουμε γνήσια μετάνοια ἕως θανάτου, κατά τά πρότυπα τῶν Ἁγίων, δέν ἁρμόζουν σέ μᾶς ἐρωτήματα τοῦ εἴδους: «Γιατί μοῦ συμβαίνει αὐτό; Γιατί μοῦ τό κάνεις αὐτό, Κύριε;». Σέ μᾶς ἡ ἀληθινή σοφία ὑπαγορεύει τό ἐρώτημα: «Πῶς πρέπει νά ἐνεργήσω τώρα, Κύριε, ὥστε νά ἀποφύγω τήν ἁμαρτία καί τήν ἀποτυχία στίς ἐπαγγελίες Σου;».
Ὅσον ἀφορᾶ τή ζωή τῆς Θεομήτορος, ἔχουν καταγραφεῖ στίς Γραφές πολύ λίγοι ἀλλά ἐξαιρετικά σημαντικοί μαργαρίτες, οἱ ὁποῖοι ὡς θυρίδες μᾶς ἐπιτρέπουν νά εἰσδύσουμε στό ἐξέχον μυστήριό Της. Ὁ σκοπός τοῦ θαύματος τοῦ Κυρίου στήν Κανᾶ ἦταν νά ἐνισχύσει τήν πίστη τῶν μαθητῶν Του. Ἡ ἀποκάλυψή Του σέ αὐτούς ἔπρεπε νά προηγηθεῖ τῆς φανερώσεώς Του στά πλήθη. Ὅταν ὁ Κύριος μετέτρεψε τό νερό σέ κρασί, οἱ ὀφθαλμοί τῶν μαθητῶν διανοίχθησαν. Συντελέσθηκε ὅμως μεγάλη ἀλλαγή στή ζωή τῆς Θεομήτορος. Ὁ Χριστός, πειθαρχώντας στόν νόμο, εἶχε πλήρως ὑποταχθεῖ σέ Αὐτήν, ἐφεξῆς ὅμως ἐκείνη γίνεται ὑποτακτική Του, ὡς Μητέρα καί ὡς διάκονός Του.
Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι νά ἀναγγείλουμε μέ τά ἔργα μας τή δόξα τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ὁποία ἐξαρχῆς μᾶς δημιούργησε καί μᾶς συντηρεῖ. Ἀκόμη καί ὅταν πεθαίνουμε, ἀποβλέπουμε στή δόξα Του, στή μετοχή μας καί στήν αἰώνια παραμονή μας σέ αὐτήν. Ὁ Κύριος μετέσχε στήν ἀνθρώπινη ζωή ὡς ξένος, ὡς ἐπισκέπτης, καί χάρη στήν ταπεινή ἐμφάνισή Του μπόρεσε νά ἑδραιώσει τή Βασιλεία Του. Ὑπῆρξε προσκεκλημένος καί στόν γάμο τῆς Κανᾶ, ἀλλά ἀξιοποίησε τήν εὐκαιρία, γιά νά ἱδρύσει τή δική Του θεϊκή οἰκογένεια, τήν Ἐκκλησία, τήν ἐπίγεια Βασιλεία Του, κάνοντας ἀρχή ἀπό τήν Πανάχραντο Μητέρα Του καί τούς μαθητές Του.
Ὅπως ὁ Κύριος ἀπό τό νερό προκάλεσε ἀφθονία ἐκλεκτοῦ κρασιοῦ, ἔτσι καί ὅταν ἐπεμβαίνει στήν ἐνδεῆ ζωή μας, ἐκχέει μέσα της τόν πλοῦτο τῆς δικῆς Του ζωῆς, ἀνακαινίζει, ὀμορφαίνει καί νοηματοδοτεῖ ὅλη τήν ὕπαρξή μας. Ἐξάλλου ὁ Ἴδιος ἀνήγγειλε: «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσιν» (Ἰωάν. 10, 10).
Ἀρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου