Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Μεγάλη Παρασκευή







Ποτέ, γαπητοί μου δελφοί, δέν εχε λιγώτερο Θεό μέσα του νθρωπος πό σήμερα. Ποτέ λιγώτερος Θεός πό σήμερα. Σήμερα διάβολος “σαρκώθηκε” μέσα στόν νθρωπο, γιά νά ποσαρκώσ τόν Θεάνθρωπο. Σήμερα λο τό κακό μπκε στό σμα το νθρώπου, γιά νά ποδιώξ τόν Θεό πό τό σμα. Σήμερα λος δης μεταφέρθηκε στήν γ. Ποιός νά θυμται τι γ κάποτε ταν παράδεισος; σημερινή πτσις το νθρώπου εναι συγκρίτως μεγαλύτερη πό τήν πρώτη πτσι [το δάμ]. Τότε νθρωπος ποστάτησε πό τόν Θεό, λλά σήμερα σταύρωσε τόν Θεό, σκότωσε τόν Θεό. νθρωπε, πς λλοις νά σέ νομάσω παρά διάβολο; Μά καί ατό εναι βρις γιά τόν διάβολο. διάβολος ποτέ δέν πρξε τόσο κακός, τόσο ντεχνα κακός πως νθρωπος. Κύριος κατέβηκε καί στόν δη, μά κε δέν τόν σταύρωσαν. μες μως τόν σταυρώσαμε! Δέν εναι λοιπόν ο νθρωποι χειρότεροι πό τόν διάβολο; Δέν εναι γ χειρότερος δης πό τόν δη; πό τόν δη δέν διωξαν τόν Χριστό, ν ο νθρωποι σήμερα τόν διωξαν πό τήν γ, τόν διωξαν πό τό σμα τους, πό τήν ψυχή, πό τήν πόλι τους…

Στά κατάβαθα τς ψυχς μου, δελφοί, κουλουριάσθηκε σάν φίδι να πονηρό ρώτημα καί χαιρέκακα μέ ρωτ: πρξε ραγε ποτέ καλός νθρωπος, φο μπόρεσε νά σταυρώσ τόν Χριστό;

σύ [ ομανιστής] πιστεύεις στόν νθρωπο. Καυχιέσαι γι’ ατόν. Το δίνεις μεγάλη ξία; …! κοίταξε τόν νθρωπο, κοίταξέ τον τήν Μεγάλη Παρασκευή, κοίταξέ τον πς σκοτώνει τόν Θεάνθρωπο καί πές μου, κόμη το δίνεις μεγάλη ξία; Δέν ασθάνεσαι ντροπή πού εσαι νθρωπος; Δέν βλέπεις τι νθρωπος εναι χειρότερος πό τόν διάβολο;

Ξεχστε λες τίς μέρες πρίν καί μετά τήν Μεγάλη Παρασκευή, δετε τόν νθρωπο στό πλαίσιο τς Μεγάλης Παρασκευς. Δέν σς φαίνεται νθρωπος συμπύκνωσις λων τν κακν, λων τν πειρασμν, λων τν θλιοτήτων; Δέν δείχνει σήμερα νθρωπος τι γ ποτρελάθηκε; Δέν πέδειξε σήμερα νθρωπος τι, σκοτώνοντας τόν Θεάνθρωπο εναι στ’ λήθεια παραφροσύνη τς γς;

Καί Μέλλουσα Κρίσις δέν θά εναι, δελφοί, φοβερώτερη πό τήν Μεγάλη Παρασκευή· δέν θά εναι. ναμφίβολα θά εναι λιγώτερο φοβερή, διότι τότε Θεός θά κρίν τόν νθρωπο, ν σήμερα νθρωπος κρίνει τόν Θεό. Σήμερα εναι Φοβερά Καταδίκη το Θεο· Τόν καταδικάζει νθρωπος. Σήμερα νθρωπος ρίζει τι Θεός ξίζει τριάκοντα ργύρια. Χριστός τριάκοντα ργύρια! Καί εναι τάχα τελευταία φορά; Μήπως ούδας εναι τελευταος πό μς πού ποτίμησε τόν Χριστό τριάκοντα ργύρια;

Σήμερα νθρωπος κατεδίκασε τόν Θεό σέ θάνατο. Ατή εναι μεγαλύτερη νταρσία στόν ορανό καί στήν γ. Ατή εναι μεγαλύτερη μαρτία στόν ορανό καί στήν γ.  Οτε ο πεπτωκότες γγελοι δέν τό καναν ατό. Σήμερα λοκληρώθηκε Φοβερά Δίκη κατά το Θεο. Ποτέ δέν πρξε πιό θος κατάδικος. Ποτέ κόσμος δέν εδε πιό παράλογο δικαστή.

Περιγελται σήμερα Θεός χειρότερα πό κάθε λλη φορά. «παγγέλαστος δης» μπκε σήμερα στόν νθρωπο καί περιγέλασε τόν Θεό καί κάθε τι τό θεϊκό. Περιγελται σήμερα κενος πού δέν γέλασε ποτέ. Λένε πώς Κύριος ποτέ δέν γέλασε, ν συχνά τόν βλεπαν νά κλαίει. νειδίζεται σήμερα κενος πού ρθε νά μς δοξάσ. Βασανίζεται σήμερα κενος πού ρθε νά μς λυτρώσ πό τά βάσανα. Παραδίδεται σήμερα σέ θάνατο κενος πού φερε τήν Αώνιο Ζωή. νθρωπε! πάρχει τέλος στόν παραλογισμό σου; τέρμα στήν πτώση σου;

Σέ κενον πού μς δώρισε τήν αώνια δόξα, ντιπροσφέραμε τόν Σταυρό, τό πιό εδεχθές ντίδωρο. σύ λεπρός, γι’ ατό το δωρίζεις τόν Σταυρό, πειδή σέ καθάρισε πό τήν λέπρα; σύ τυφλός, γι’ ατό σο νοιξε τούς φθαλμούς, γιά νχεις μάτια νά φτιάξς τόν Σταυρό καί νά Τόν σταυρώσς πάνω σ’ Ατόν. σύ νεκρός, γι’ ατό σέ νέστησε κ νεκρν, γιά νά τόν στείλς στόν τάφο; Μέ χαρς εαγγέλια γλύκανε Γλυκύτατος ησος τό πικρό μυστήριο τς ζως μας, δελφοί, καί μες ντί ατν το προσφέρουμε τέτοια πίκρα;

«Λαέ μου, τί ποίησά σοι, καί τί μοι νταπέδωκας;»

Μεγάλη Παρασκευή εναι ντροπή μας, δελφοί, τό νειδος καί ποτυχία μας. Κατά κάποιον τρόπο στόν ούδα τόν σκαριώτη χει μερίδιο ψυχή λων μας. ν δέν ταν τσι, θά μασταν ναμάρτητοι. Διά το ούδα λοι μας πέσαμε, λοι μας προδώσαμε τόν Χριστό, λοι μας καταλιμπάνουμε τόν Χριστό καί παραλαμβάνουμε τόν διάβολο, ναγκαλιζόμεθα τόν σαταν. Ναί, τόν σαταν. Γιατί στό ερό Εαγγέλιο γράφει: «καί μετά τό ψωμίον τότε εσλθεν ες κενον [τόν ούδα] σατανς» (ω. ιγ΄ 27). Μετά πό ποιό ψωμί; Μετά πό κενο πού το δωσε Χριστός· μετά πού Κοινώνησε· μετά πού πρε τόν Χριστό. χ, πάρχει μεγαλύτερη πτσις, μεγαλύτερη φρίκη;

φιλαργυρία, σύ πρόδωσες τόν Χριστό! σύ καί σήμερα τόν προδίδεις. Τόν ούδα, πού ταν μαθητής το Χριστο, πού πί τρία χρόνια ταν μαζί Του, πού ταν παρών σέ λα τά θαύματα το Χριστο, πού στό νομα το ησο καθάριζε λεπρούς, θεράπευε ρρώστους, νάσταινε νεκρούς, διωχνε κάθαρτα πνεύματα, ατόν τόν ούδα φιλαργυρία τόν κανε προδότη καί Χριστοκτόνο. Πς λοιπόν νά μή κάν καί μένα καί σένα προδότη καί Χιστοκτόνο, μένα πού δέν εδα πί τρία χρόνια τόν Θεό ν σαρκί, πού δέν λεπρούς καθάρισα στό νομα το ησο, οτε σθενες θεράπευσα οτε νεκρούς νέστησα; ούδας τόσον καιρό ταν μαζί μέ κενον πού δέν εχε πο τήν κεφαλήν κλίν, μαζί μέ κενον πού καί μέ ργα καί μέ λόγια δίδαξε πώς δέν πρέπει νά χουμε πάνω μας οτε ργυρο οτε χρυσό. ν γώ; ν σύ; Δέν ξέρεις νά χαίρεσαι μέ τήν φτώχεια, δελφέ, νά εσαι χαρούμενος μέ τήν φτώχεια; χε π’ ψιν σου πώς εσαι ποψήφιος ούδας. Μή ρωτς: «μή τι γώ Κύριε;», διότι ναμφίβολα θά κούσς τήν πάντησι: ναί, «σύ επας». Λαχταρς τά πλούτη; ναψε μέσα σου πιθυμία γιά χρήματα; Νά ξέρεις τι μέσα σου κυοφορεται ούδας. Φίλε μου καί δελφέ μου, μή ξεχνς σέ λη σου τήν ζωή: φιλαργυρία σταύρωσε τόν Χριστό, σκότωσε τόν Θεό· φιλαργυρία κανε τόν μαθητή το Χριστο χθρό το Χριστο, φονιά το Χριστο. Καί χι μόνο ατό: δια σκότωσε καί τόν ούδα. φιλαργυρία χει κενο τό καταραμένο δίωμα, νά κάνει τόν νθρωπο χι μόνο Χριστοκτόνο λλά καί ατο-κτόνο. Ατή σκοτώνει πρτα μέσα στήν νθρώπινη ψυχή τόν Θεό καί στερα σκοτώνει τόν διο τόν νθρωπο.

θάνατος εναι φοβερό μυστήριο, δελφοί. Πιό φοβερό μως εναι νά παραδίδουν ο νθρωποι τόν Θεό σέ θάνατο καί νά πιθυμον νά τόν ξαφανίσουν ντελς. Σήμερα ο νθρωποι γιναν φοβεροί γιά τόν Θεό, γιατί βασανίζουν τόν Θεό πως κανείς ποτέ δέν Τόν βασάνισε· φτύνουν τόν Θεό πως κανείς ποτέ δέν τόν φτυσε· σκοτώνουν τόν Θεό πως κανείς ποτέ δέν τόν σκότωσε. «Σιγησάτω πσα σάρξ βροτεία»! Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν νθρωπο, κανείς νά μή καυχιέται γιά τήν νθρωπότητα, διότι δού! νθρωπότης δέν νέχεται τόν Θεό νάμεσά της· τόν παραδίδει σέ θάνατο. Τί νά καυχηθς γιά μιά τέτοια νθρωπότητα; Κανείς νά μή καυχιέται γιά τόν ομανισμό, γιατί εναι μόνο σατανισμός, σατανισμός, σατανισμός…

Σήμερα χι δαίμονες, χι θηρία, χι τσακάλια, λλά νθρωποι πλεξαν κάνθινο στεφάνι καί τό φόρεσαν στήν κεφαλή το Χριστο. Μέ κάνθινο στεφάνι στολίζουν κενον πού στόλισε τόν νθρωπο μέ θανασία. κάνθινο στεφάνι πλέκει νθρωπότης γύρω πό τήν κεφαλή κείνου πού περιέβαλλε τήν γ μέ στεφάνι πό στέρια! κάνθινο στεφάνι πλέκουμε γιά τόν Χριστό, καί γώ καί σύ φίλε, ν εμαι φιλάργυρος, ν εμαι πόρνος, ν εμαι μοιχός, ν εμαι βλάσφημος, ν εμαι συκοφάντης, ν εμαι κατάλαλος, ν εμαι μέθυσος, ν εμαι νελεήμων, ν εμαι θυμώδης, ν κάνω μαρτωλές σκέψεις, ν χω κάθαρτα ασθήματα, ν δέν χω πίστι, ν δέν χω γάπη. Κάθε μου μαρτία, κάθε μας μαρτία, εναι γκάθι στό καταραμένο στεφάνι πού παραλογιασμένη νθρωπότητα πλέκει διάκοπα γύρω πό τήν κεφαλή το Χριστο.

νθρωπος βασανίζει τόν Θεό πιό νοικτίρμονα καί πό τόν διάβολο. Δέν τό πιστεύετε; κοστε τί λέει νας ατόπτης: «τότε νέπτυσαν ες τό πρόσωπον ατο» (Ματθ. κστ΄ 67), στό ξαίσιο καί ραιότατο Πρόσωπό Του… Κύριε, πς τά χείλη τους δέν γέμισαν λέπρα καί πληγές; σφαλς, γιά νά διδαχθομε μες τήν πομονή καί τήν πραότητα. φτυσαν σ’ κενο τό θαυμαστό, τό γλυκύ Πρόσωπο, τό ποο ξίζει πιό πολύ π’ λους τούς γαλαξίες, π’ λες τίς μακαριότητες. Τί λέγω; Μάλιστα! περισσότερο πό λες τίς μακαριότητες, διότι σ’ ατό τό προ Πρόσωπο πάρχει λη αωνία θεότης, λη αωνία χαρά… φτυσαν σ’ κενο τό φωτεινό Πρόσωπο, μπροστά στό ποο θάλασσα γαλήνεψε· σ’ κενο τό Πρόσωπο πού ερήνευσε ταραγμένες ψυχές καί χορήγησε σέ λους τήν νάπαυσι.

Καί σες πλέκετε γκώμια στόν νθρωπο; , χαμηλστε τούς τόνους οτιδανοί… σκουλήκια! Κανείς καί τίποτα δέν πρέπει νά ντρέπεται τόσο, σο νθρωπος, οτε ο δαίμονες, οτε τά θηρία, οτε τά κτήνη… Ο νθρωποι φτύνουν τόν Θεό! πάρχει πιό φοβερό πό ατό; Ο νθρωποι σκοτώνουν τόν Θεό. πάρχει πιό σατανικό πό ατό; δελφοί, ν δέν πάρχει κόλασις, πρεπε νά πινοήσουμε μία γιά τούς νθρώπους, ναί γιά τούς νθρώπους…

κενον, τόν Δημιουργό καί Σωτρα, τόν φτύνουν καί τόν φονεύουν, ν κενος ταπεινά καί σιωπηλά τά πομένει λα. Ποιά δικαιολογία χεις σύ πού σέ κάθε βρι νταποδίδεις βρι, σέ κάθε κακό κακό, στό μίσος μίσος; ταν νταποκρίνεσαι μέ κακία στήν κακία, φτύνεις τόν Δεσπότη Χριστό· ταν μισς ατούς πού σέ μισον, φονεύεις τόν Χριστό καί τόν βασανίζεις· ταν βρίζς ατούς πού σέ βρίζουν, ξευτελίζεις τόν Χριστό, φο κενος δέν κανε τό διο.

Παρέδωκε Πιλτος τόν προ Κύριο, να σταυρωθ (ω. ιθ΄ 16). Ο νθρωποι τόν δηγον πό τελώνιο σέ τελώνιο, πό βάσανο σέ βάσανο, πό χλεύη σέ χλεύη. Καί τόν χλευασμένο Θεό τόν σταυρώνουν, τόν καρφώνουν στόν Σταυρό.

Καρφιά μπήγετε στά χέρια το Χριστο, στά χέρια πού τόσους ρρώστους θεράπευσαν, τόσους λεπρούς καθάρισαν, τόσους νεκρούς νέστησαν; Πς νά σιωπήσουν τά χείλη πού μίλησαν πως κανείς ποτέ λλος νθρωπος; άειρε, πο εσαι; Λάζαρε, πο εσαι; Χήρα τς Ναν, πο εσαι νά περασπισθς τόν δικό σου καί δικό μου Κύριο; Σταυρώνετε [νθρωποι] κενον, τήν λπίδα τν πηλπισμένων, τήν παρηγορία τν παρακλήτων, τόν φθαλμό τν τυφλν, τό ος τν κωφν, τήν νάστασι τν νεκρν; Καρφιά μπήγετε σέ κενα τά για πόδια, πού φεραν τήν ερήνη, πού φεραν τό εαγγέλιο, πού περιεπάτησαν στήν θάλασσα σάν νταν ξηρά, πού τρεξαν σέ λους τούς ρρώστους, στόν νεκρό Λάζαρο, στόν δαιμονισμένο τν Γαδαρηνν;

Σταυρωμένος Θεός. κανοποιηθήκατε θεομάχοι; χαρήκατε θεοκτόνοι; Τί νομίζετε πώς εναι Χριστός πάνω στόν Σταυρό; πατεώνας; δύναμος; σκανδαλοποιός; « καταλύων τόν ναόν καί ν τρισίν μέραις οκοδομν, σσον σεαυτόν, ε υός ε το Θεο, καί κατάβηθι πό το σταυρο» (Ματθ. κζ΄ 40).

Τί μως σκέπτεται Κύριος πί το Σταυρο γιά τούς νθρώπους πού εναι κάτω πό τόν Σταυρό; κενο πού μόνο Θεός τς γάπης καί τς πραότητος μπορε νά σκέπτεται: «Πάτερ, φες ατος, ο γάρ οδασι τί ποιοσι!» (Μάρκ. κγ΄ 34).

Πραγματικά, δέν ξέρουν τί κάνουν στόν σεσαρκωμένο Θεό.

Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς

ΠΗΓΗ: https://www.imaik.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου