Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ

Π ρ ό ς
Την Διεύθυνσιν της εφημερίδος
«Ορθόδοξος Τύπος»

Αναγνώσαντες μετά προσοχής τα γραφέντα άχρι στιγμής εις τον «Ορθόδοξον Τύπον» και την «Φωνήν της Ορθοδοξίας» και συμφωνούντες σχετικώς μεν προς τας απόψεις των δημοσιογραφησάντων Παλαιοημερολογιτών, ουδόλως δε προς τας υμετέρας, αποστέλλομεν την παρούσαν συνεργασίαν «χάριν της αληθείας και της Ορθοδοξίας», ευελπιστούντες ότι ούτως ερμηνεύομεν καλλίτερον αγνώστους και παρεξηγημένας πτυχάς του ημερολογιακού ζητήματος.

Α΄. Το Ιουλιανόν Ημερολόγιον αστρονομικώς και μόνον κρινόμενον δεν αποτελεί παράδοσιν της Εκκλησίας, παρά την προσκτηθείσαν ιερότητά του ένεκα της υπ’ αυτής χρήσεώς του. Συνεπώς παν ημερολόγιον δύναται να χρησιμοποιηθή υπό της Εκκλησίας αρκεί να μη προσβάλη το εορτολόγιον αυτής.

Β΄. Κατ’ ακολουθίαν το Ιουλιανόν Ημερολόγιον κατόπιν  σ υ μ φ ώ ν ο υ   γνώμης των Ορθοδόξων Εκκλησιών δύναται ν’ αλλαγή ή διορθωθή, υπό την προϋπόθεσιν ότι ο επιβάλλων την αλλαγήν ταύτην ποιμαντικός λόγος θα τυγχάνη σοβαρός και η διόρθωσις δεν θα αντιτίθεται εις το γράμμα και πνεύμα του α΄Κανόνος της εν Αντιοχεία συνόδου.

Γ΄. Διά της γενομένης όμως αλλαγής (ή διορθώσεως ως επιθυμείτε) του 1924, απεκαλύφθησαν τα εξής: Διεσαλπίσθη η παντελής απουσία ποιμαντικού αιτίου δικαιούντος την μεταβολήν πράγμα όπερ αποδεικνύουν συνεχώς βοώσαι περί τούτου αι διακρατήσασαι το παλαιόν ημερολόγιον Εκκλησίαι, αι αρνηθείσαι και αυτήν εισέτι την συμμετοχήν των εις το Συνέδριον του 1923, ενώ διά της δημιουργηθείσης διακοπής της εορτολογικής ενότητος της Ορθοδοξίας, απεκαλύπτετο ο πονηρός τε και πικρός καρπός της αλλαγής, ο υπηρετών σκοπούς όλως αλλοτρίους και αντορθοδόξους. Απόδειξις των ανωτέρω έστωσαν: 1)  Τ ο   π α τ ρ ι α ρ χ ι κ ό ν   Δ ι ά γ γ ε λ μ α   τ ο υ   1 9 2 0   «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού», χαρακτηρίσαν ότι επιβάλλεται ίνα αναζωπυρωθή και ενισχυθή προ παντός η αγάπη μεταξύ των Εκκλησιών, μη λογιζομένων αλλήλας ως ξένας και αλλοτρίας, αλλ’ ως  σ υ γ γ ε ν ε ί ς   κ α ι   ο ι κ ε ί α ς   ε ν   Χ ρ ι σ τ ώ   κ α ι   σ υ γ κ λ η ρ ο ν ό μ ο υ ς   κ α ι   σ υ σ σ ώ μ ο υ ς   τ η ς   ε π α γ γ ε λ ί α ς    τ ο υ   Θ ε ο ύ   ε ν   τ ω   Χ ρ ι σ τ ώ»!!! Προς επίτευξιν της ανωτέρω αγάπης προετείνοντο 11 λόγοι, εξ ων πρώτος «η παραδοχή ενιαίου ημερολογίου…» (Ι. Καρμόρη, ΔΣΜΝ, 2, σ. 958-9).

Σημειωτέον ότι υπό των ορθοδόξων Οικουμενιστών το ανωτέρω Διάγγελμα θεωρείται ως «ο μέγας χάρτης του Οικουμενισμού της Ορθοδοξίας» (Ειρηνιποιοί, σ. 25, εκδ. α΄). Το ημερολογιακόν, εν άλλοις λόγοις, εκινήθη υπό της προσπαθείας ενώσεως των Εκκλησιών και μόνον και αποτελεί τα  π ρ ο π ύ λ α ι α   και την εισαγωγήν των επακολουθησάντων θλιβερών, με κατάληξιν τας αντικανονικάς και προδιδούσας την ορθοδοξίαν των πατέρων ημών ποικίλας συμπροσευχάς, άρσεις αναθεμάτων, αιρετικάς δηλώσεις κλπ., πρωτοστατούντος του Οικ. Θρόνου Κων/λεως τη συνεργασία δε των λοιπών ορθοδόξων Εκκλησιών.

2) Τ ο   «α ν τ ο ρ θ ό δ ο ξ ο ν»   (ο χαρακτηρισμός ανήκει εις τον πολύν Ειρηναίον Κασσανδρείας)   Σ υ ν έ δ ρ ι ο ν   τ ο υ   1 9 2 3,   όπερ «συνήλθε με σκοπόν την προϋπόθεσιν της ενότητος» (Πρακτικά, σ. 27). Εν αυτώ απεφασίσθη ου μόνον η «μεταρρύθμισις του ημερολογίου» (σ. 21) αλλά και η αλλαγή του Πασχαλίου και της θεοπαραδότου εβδομάδος (σ. 53, 57), ανεξαρτήτως αν δεν επέτυχε των σκοπών του, λόγω της αντιδράσεως της ορθοδόξου συνειδήσεως.

Εάν δε ληφθή προσέτι υπ’ όψει ότι ο ίδιος ο Μεταξάκης αναφερόμενος εις την σύστασιν του συνεδρίου του 1923 λέγει: «ημείς δεν είμεθα συγκεκροτημένοι εις σύνοδον, ης αι αποφάσεις θα ηξίουν να εφαρμοσθούν ως Κανονικαί Διατάξεις» ( σ. 36, 49), ο δε ολίγον πρό της καινοτομίας διαδεχθείς τούτον εις τον Οικ. Θρόνον Γρηγόριος ο Ζ΄ «δ ι ε τ ά χ θ η»   υπό του Αθηνών Χρυσοστόμου να δεχθή την αλλαγήν όστις μονομερώς και παρά τον δισταγμόν και φόβον του Γρηγορίου απεφάσισε την αλλαγήν του ημερολογίου, τη βοηθεία του Υπ. Εξωτερικών (Ευστρατιάδου, «Η πραγματική αλήθεια περί του εκκλησιαστικού ημερολογίου», σ. 53-6), τότε αντιλαμβάνεται πας τις πόσον μικράν σημασίαν και σοβαρότητα δύναται να έχη ο ισχυρισμός του «Ορθ. Τύπου»: «Η Εκκλησία μας με την σύφωνον γνώμην του πρωτοθρόνου Οικ. Πατριαρχείου απεδέχθη ταυτοχρόνως με εκείνο την διόρθωσιν του Ιουλιανού Ημερολογίου».

Και ποίαν σημασίαν έχει εάν, έστω και εκ συμφώνου, δύο τοπικαί εκκλησίαι απεφάσισαν και ενήργησαν την ανωτέρω διόρθωσιν; Η αντίδρασις των λοιπών εκκλησιών παρά την συνεχισθείσαν κοινωνίαν εκ μιάς ου καλής πάντως οικονομίας προς αποφυγήν και μόνον σχίσματος, αποδεικνύει περιτράνως  τ ο   α τ ι κ α ν ο ν ι κ ό ν   της ανωτέρω πράξεως. Συνεπώς ενώ επιτρέπεται η αλλαγή ή διόρθωσις του Ημερολογίου, εφ’ όσον βεβαίως επιβάλλει τούτο ποιμαντικός λόγος, ως προείπομεν, ακριβώς λόγω της απουσίας του ανωτέρω ποιμαντικού λόγου   π ά ν τ α   τα της διορθώσεως εκείνης εγένοντο   κ α κ ώ ς,  διό και η εισήγησις της Εκκλησίας της Ελλάδος επί του Ημερολογιακού ζητήματος, η υποβληθείσα από του έτους 1971 εις την σχετικήν επιτροπήν της μελλούσης να συνέλθη Πανορθοδόξου Συνόδου μεταξύ των άλλων εσημείου και τα εξής σημαντικά: «Μεταξύ των ακολουθουσών το π. ημερολόγιον και των ακολουθουσών το νέον υπάρχει μόνιμος διαφορά 13 ημερών ως προς την τέλεσιν όλων ανεξαιρέτως των ακινήτων λεγομένων εορτών. Τούτο αποτελεί  γ ε γ ο ν ό ς   π ρ ω τ ο φ α ν έ ς   εις τα χρονικά της Εκκλησίας, καθ’ όσον παρά την κατά τους πρώτους χρόνους ποικιλίαν ημερολογίων και το ακαθόριστον του εορτολογίου, ουδέποτε παρουσιάσθη χρονική διαφορά εορτασμού ενός και του αυτού γεγονότος (π.χ. κοιμήσεως αγίου) ως συμβαίνει σήμερον. Η διαφωνία καθίσταται εντονωτέρα κατά τας μεγάλας εορτάς των Χριστουγένων, Θεοφανείων, της Κοιμήσεως Θεοτόκου. Οι μεν νηστεύουν, οι δε πανηγυρίζουν. Η διαφορά αύτη οδηγεί εις το ερώτημα: «Τις εορτάζει, ημείς ή η Εκκλησία;». Η απάντησις ημείς, αίρει την ιερότητα των εορτών, καθιστώσα αυτάς ατομικήν εκάστου υπόθεσιν. Η απάντησις η Εκκλησία, απαιτεί  έ ν α   εορτασμόν ως μία είναι η Εκκλησία» (σ. 10). Και ενώ και ο Οικ. Πατριάρχης Ιωακείμ το 1901 εχαρακτήρισε την διόρθωσιν 13 ημερών «ανόητον και άσκοπον» -καίτοι ενόει ταύτην ομόφωνον παρά ταις ορθοδόξοις Εκκλησίαις- εν τούτοις εγένετο, και δη μονομερώς, με αποτέλεσμα την γένεσιν των ανωτέρω τραγικών. Η εισήγησις της Εκκλησίας της Ελλάδος αξιολογούσα τους λόγους του Ιωακείμ έγραψε: «Ατυχώς η φωνή αύτη της συνέσεως ηγνοήθη και   μ η δ ε ν ό ς   ε κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ο ύ   λ ό γ ο υ   σ υ ν ω θ ο ύ ν τ ο ς   διωρθώθη το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και η Εκκλησία διηρέθη εις δεχομένας την διόρθωσιν και απορριπτούσας αυτήν»! Και μετά τινας σκέψεις καθ’ ας η Εκκλησία έχει εξουσίαν να ρυθμίζη τινάς ανωμαλίας εις τας μνήμας των αγίων «προς το συμφέρον του πληρώματος της Εκκλησίας» καταλήγει: «Ασφαλώς όμως ουδέν είναι δυνατόν να λεχθή ότι γίνεται προς ωφέλειαν, εφ’ όσον συνδυάζεται με σκανδαλισμόν της συνειδήσεως των πιστών»! (σ.32).

Τα ανωτέρω   κ α τ α δ ι κ ά ζ ο υ ν   σαφώς τας θέσεις του «Ορθ. Τύπου» ότι δήθεν είναι πλάνη των Παλ/των η επιμονή των εις το να δέχωνται ότι αι εορταί πρέπει να τελώνται υφ’ όλων των Ορθοδόξων εκ συμφώνου. (Όρα σχετικώς και 56ον Κανόνα της Στ’ Οικουμ.)

Τα ιάσιμα ζητήματα της Εκκλησίας.

Εξετάζοντες βαθύτερον και προσεκτικώτερον τον περί σχισμάτων ορισμόν του Μ. Βασιλείου «σχίσματα δε (καλούμεν) τους δι’ αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς και ζητήματα ιάσιμα προς αλλήλους διενεχθέντας», παρατηρούμεν τα εξής:

Α) Τα ιάσιμα ζητήματα είναι δυνατόν να προέρχωνται εκ μέρους των αποσχιζομένων, ως έχομεν εις την περίπτωσιν των Ευσταθιανών, οι οποίοι απέρριπτον τον γάμον και την κρεωφαγίαν. Εις την περίπτωσιν αυτήν το ιάσιμον ζήτημα προεκλήθη καθαρώς εξ αυτών και μόνον, εκ παρερμηνείας και ανυπακοής προς την διδαχήν της Εκκλησίας, ενώ ο «προς ους διηνέχθησαν», ήτοι ο επίσοπος, Σύνοδος κλπ. Τυγχάνει αμέτοχος πάσης ευθύνης και διά την γένεσιν του ιασίμου ζητήματος και διά την εν συνεχεία ένεκα τούτου απόσχισιν των Ευσταθιανών εκ της ενότητος της Εκκλησίας.

Β)Έχομεν όμως περίπτωσιν όπου το ιάσιμον ζήτημα το δημιουργεί ο επίσκοπος (σύνοδος), βεβαίως ουχί ακρίτως ή αντικανονικώς ενεργών, αλλά διά ποιμαντικής προνοίας επαινετής επιχειρών να διασώση τμήμα ασθενές του ποιμνίου του, ότε πιστοί τινες μη ερμηνεύοντες ορθώς την ανωτέρω ενέργειάν του (η οποία πιθανόν γράμματι και τύπω να φαίνεται καινοτόμος και αντιπαραδοσιακή, τη δε ουσία να ευρίσκεται ανένοχος και επαινετή) αποσχίζονται της κοινωνίας του.

Τοιαύτην περίπτωσιν κλασικήν έχομεν εκ μεν της αρχαίας Εκκλησίας το σχίσμα των Καθαρών, οι οποίοι δεν εδέχοντο εις κοινωνίαν τους διγάμους και πεπτωκότας, εκ δε της νεωτέρας το σχίσμα των Παλαιοπίστων της Ρωσίας, αρνηθέντων ορθάς και επιβαλλομένας λειτουργικάς μεταρρυθμίσεις της Εκκλησίας των. Αμφότεροι, Καθαροί και Παλαιόπιστοι, καίτοι επεθύμουν την διακράτησιν των παραδεδομένων εν τούτοις κατεδικάσθησαν, καθ’ όσον επρόκειτο περί αναγκαίας και επιβαλλομένης ανανεώσεως και ουχί καινοτόμου και αξιοκατακρίτου ενεργείας της Εκκλησίας των. Εννοείται ότι προ της αλλαγής θα πρέπη να έχουν εξαντληθή όλα τα μέσα προς σχετικήν προετοιμασίαν του Ποιμνίου και αποφυγήν  ούτω σκανδαλισμού του. Δυστυχώς εις την περίπτωσιν των Παλαιοπίστων δεν ετηρήθη η ανωτέρω  ποιμαντική πρόνοια.

Γ)Υπάρχει όμως και ετέρα περίπτωσις καθ’ ήν το ιάσιμον ζήτημα δημιουργεί και πάλιν ο επίσκοπος (η Εκκλησία), αλλά τυγχάνει όντως μικρόν και δυνάμενον να θεραπευθή. Έχομεν δηλ. την περίπτωσιν των προσωπικών αμαρτιών και παραβάσεων του επισκόπου ( «εγκληματικαί αιτιάσεις» ) δια τας οποίας δεν επιτρέπεται ο πιστός να αποσχίζεται, αλλά να ενεργή σεμνώς και ιεραρχικώς, εις τρόπον ώστε να προληφθή το μείζον σκάνδαλον. Ήτοι εις την παρούσαν περίπτωσιν καίτοι ο επίσκοπος τυγχάνει η πηγή και το αίτιον του ιασίμου ζητήματος, εν τούτοις λόγω της ιδιωτικής φύσεως της παραβάσεως ο απσχιζόμενος τούτου αν και ο δημιουργός του ιασίμου ζητήματος θα δώση λόγον φοβερόν εις τον Θεόν.

Κατόπιν των ανωτέρω προκειμένου όπως κατατάξωμεν εις την ορθήν αυτού θέσιν το δημιουργηθέν ντε φάκτο σχίσμα μεταξύ Γ.Ο.Χ. και Νεοημερολογιτών, ανάγκη όπως γνωρίσωμεν πλην των ανωτέρω και την σχετικήν περί σχισμάτων διδαχήν των ιερών Κανόνων και της Παραδόσεως γενικώς της Ορθοδοξίας, ώστε η τελική ημών κρίσις να είναι το δυνατόν πλέον σύμφωνος προς την σεβασμίαν πράξιν της αρχαιότητος.

Τα επιβαλλόμενα και επαινετά σχίσματα

Κατόπιν των όσων ελέχθησαν ανωτέρω, γεννάται το ερώτημα: μόνον ιάσιμα ζητήματα είναι δυνατόν να προκαλέση ο επίσκοπος, σύνοδος κ.λ.π.; Ασφαλώς όχι, όπως και οι ποιμενόμενοι πολλάκις δεν δημιουργούν μόνον ιάσιμα αλλά και δεινάς αιρέσεις. Τίνι τρόπω λοιπόν είναι δυνατόν ο επίσκοπος να γίνη δημιουργός μη ιασίμου ζητήματος εν τη Εκκλησία; Απλούστατα, όταν κηρύξη ή πράξη τι δημοσία το οποίον προσβάλλει καιρίως την  ε υ σ έ β ε ι α ν   και   δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ν,   συμφώνως προς τον 31ον Αποστολικόν, γράφοντα: «Εί τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας του ιδίου επισκόπου, χωρίς συναγάγει, και θυσιαστήριον έτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς του επισκόπου εν ευσεβεία και δικαιοσύνη («ταυτόν ειπείν, χωρίς να γνωρίση αυτόν πως είναι φανερά αιρετικός ή άδικος», κατά την φράσιν του Πηδαλίου), καθαιρείσθω ως φίλαρχος…».

Ερμηνεύων ο Ζωναράς τον όρον «δικαιοσύνην» γράφει: «παρά το καθήκον και δίκαιον» (Σ, Στ, 213). Συνεπώς ου μόνον δι’ αίρεσιν, αλλά και διά πάσαν «παρά το καθήκον και το δίκαιον» πράξιν του επισκόπου ο υπ’ αυτόν κλήρος και λαός δύναται να διακόψη την μετ’ αυτού κοινωνίαν, συμφώνως προς τον ανωτέρω Κανόνα. Διά τας προσωπικάς του επισκόπου αμαρτίας, ως επίσης και τας των Κανόνων ιδιωτικάς αθετήσεις εδέχθημεν ότι δεν πρέπει να δημιουργώνται σχίσματα. Ενταύθα όμως ο Κανών αναφέρεται εις αίρεσιν και αδικίαν, ήτοι πτώσεις μη περιοριζομένας εις τον αμαρτάνοντα επίσκοπον αλλά προσβαλλούσας, αφ’ ενός μεν την διδασκαλίαν της Εκκλησίας, αφ’ ετέρου δε το δίκαιον του υπ’ αυτόν ποιμαινομένου λαού. Και το μεν γράμμα του Κανόνος τελευτά ενταύθα, το πνεύμα όμως αυτού προχωρεί περαιτέρω. Διότι εάν το δίκαιον του ποιμνίου προσβαλλόμενον δημιουργεί λόγον διαστάσεως προς τον ποιμένα του, πως δεν θα συμβή το αυτό, όταν ο επίσκοπος δημοσία κηρύττη λόγω ή έργω ενάντια προς τας ι. παραδόσεις; Μήπως δεν περιέρχεται εις το καθήκον του και τας αναληφθείσας κατά την επισκοπικήν του ορκωμοσίαν υποχρεώσεις το τηρείν πάσας τας Αποστολικάς και Εκκλησιαστικάς Διατάξεις και Κανόνας, εγγράφους και αγράφους κατά το Αποστολικόν: «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» όπερ συμπληρούσα αργότερον η Εκκλησία μετεποίησεν εις το: «Ει τις πάσαν έγγραφον ή άγραφον παράδοσιν αθετεί ανάθεμα»;

Το αυτό προς τον 31ον Απ. Καν. Παρατηρούμεν να διαγράφεται και υπό των ΙΓ’ και ΙΔ’ Κανόνων της Πρωτοδευτέρας Συνόδου του 861. Κατ’ αυτούς πάσα διακοπή κοινωνίας του κατωτέρω κληρικού προς τον ανώτερόν του τιμωρείται αυστηρώς, υπό την προϋπόθεσιν βεβαίως ότι οι προϊστάμενοι δεν τυγχάνουν «ασεβείς ή άδικοι» κατά τον λα’ Απ. Κανόνα, η δε απόσχισις των υφισταμένων εγένετο «διά μόνον το λαληθήναί τινα ίσως εγκληματικά κατ’ αυτών» (Βαλσαμών, Σ, Β, 690). Εγκληματικά δε αιτιάματα ή αιτιάσεις θεωρούν και ο Ζωναράς και ο Βαλσαμών «την ιεροσυλίαν, σιμωνίαν, πορνείαν» και γενικώτερον τας των «Κανόνων αθετήσεις», αίτινες δέον να νοούνται πάντοτε ως προσωπικαί παραβάσεις και ουχί ως επ’ Εκκλησίας αθέτησις ή καταφρόνησις των Κανονικών Διατάξεων και Παραδόσεων της Εκκλησίας.

Συμπληρούσα δε η ανωτέρω σύνοδος τους ΙΓ’ και ΙΔ’ Κανόνας αυτής έρχεται διά του ΙΕ’ Κανόνος της ν’ αναφέρη  σ α φ ώ ς   κ α ι   θ ε τ ι κ ώ ς   (καθόσον τα ανωτέρω λεχθέντα περί «εγκληματικών αιτιαμάτων» τυγχάνουν φράσεις των ερμηνευτών και ουχί των Κανόνων) εις ποίαν περίπτωσιν ο αποσχιζόμενος ου μόνον δεν τιμωρείται, αλλ’ αντιθέτως τυγχάνει και επαίνου άξιος. Ως τοιαύτην δε θεωρεί την περίπτωσιν κηρύξεως αιρέσεως υπό του επισκόπου γυμνή τη κεφαλή, ήτοι φανερώς και δημοσία.

Οι πατέρες όμως της ΑΒ’ Συνόδου λέγοντες αίρεσιν εις τον ανωτέρω ΙΕ’ Κανόνα ενόουν την κυρίως ένιαν του όρου, ήτοι την διαστροφήν των δογμάτων και μόνον, ή κάτι ευρύτερον; Προς τούτο δύναται να μας βοηθήση πολύ ο Δ’ Κανών της αυτής Συνόδου ένθα δις αναφέρεται η λέξις αίρεσις, δηλούσα την εικονομαχίαν. Εάν όμως αναλογισθώμεν ότι η εικονομαχία, εις την πρώτην αυτής τουλάχιστον φάσιν, ήτο ανατροπή των τύπων της ευσεβείας τε και λατρείας, ως επίσης και του της Εκκλησίας πολιτεύματος, τα οποία διασώζονται και εκφράζονται εις τους ιερούς Κανόνας και την Παράδοσιν γενικώς της Ορθοδοξίας, γίνεται ευκόλως αντιληπτόν, ότι οι πατέρες της Συννόδου την λέξιν αίρεσιν ενοούν με την ευρυτέραν της σημασίαν, συμπεριλαμβάνοντες και την αθέτησιν των εκκλησιαστικών παραδόσεων. Διά τούτο άλλως τε  η Εκκλησία παραπέμπει εις το ανάθεμα παρομοίως αιρετικούς και καταφρονητάς των Παραδόσεων της, γνωρίζουσα καλώς ότι πάσα αθέτησις ή καταφρόνησις αυτών προσβάλλει εις τα καίρια το κήρυγμα της σωτηρίας, το ευαγγέλιον της Χάριτος. «Τους ουν τολμώντας ετέρως φρονείν ή διδάσκειν», λέγει η Ζ’ Οικουμενική, «ή κατά τους εναγείς αιρετικούς τας εκκλησιαστικάς παραδόσεις αθετείν και καινοτομίαν τινά επινοείν… καθαιρείσθαι προστάσσομεν» (Όρος Ζ’ Οικ.) Ήτοι υπό της Συνόδου παραλληλίζονται οι καταφρονηταί των ιερών Παραδόσεων με τους «αιρετικούς»! και υπόκεινται εις την αυτήν ποινήν.

Και διά μεν τας Αποστολικάς Παραδόσεις ουδείς ασφαλώς θ’ αντέλεγεν, ότι αθετούμεναι προκαλούν δίκαιον λόγον διακοπής κοινωνίας του ποιμνίου προς τους καταφρονητάς αυτών∙ θα ηδυνάμεθα όμως να ισχυρισθώμεν το αυτό και διά τας λοιπάς, ήτοι τας Εκκλησιαστικάς παραδόσεις; Ασφαλώς ναι, καθότι πάσα αθέτησίς των συνιστά αίρεσιν εν γενικωτέρα εννοία.

Συνεπώς αυτό που ηθέλησε να είπη ο 31ος Απ. Κανών διά του όρου: «ευσέβεια και δικαιοσύνη» δυνάμεθα λάλλιστα να ισχυρισθώμεν ότι περιέχεται εις την λέξιν αίρεσις του ΙΕ’ Κανόνος της ΑΒ’ Συνόδου, συμφώνως προς τ’ ανωτέρω. Δεν πρέπει άλλως τε να λησμονώμεν ότι «Οι ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν αυθύπαρκτον, ανεξάρτητον και αύταρκες τμήμα των πηγών της Αποκαλύψεως, αλλ’ εντάσσονται οργανικώς εις την καθ’ όλου Ιεράν Παράδοσιν της Εκκλησίας, ερμηνεύουν την Αγίαν Γραφήν και ερμηνεύονται δι’ αυτής και διά της αναφοράς εις την καθ’ όλου Ιεράν Παράδοσιν». Και η εν προκειμένω πράξις της Εκκλησίας μας διδάσκει ότι τα πιστά τέκνα αυτής (Εκκλησίας) ηγωνίσθησαν ου μόνον υπέρ δογμάτων αλλ’ εξ ίσου και υπέρ των Παραδόσεων οσάκις αύται καταφρονούντο υπό των ποικίλων ασεβών διά μέσου των αιώνων.

Ο άγιος Νικόδημος είναι σαφέστατος εν προκειμένω. «Ο χρόνος δεν θέλει με φθάσει, γράφει, εις το να απαριθμώ μύρια παραδείγματα τόσων και τόσων αγίων οίτινες εκακοπάθησαν και απέθανον διά τους εκκλησιαστικούς Θεσμούς και Κανόνας». (Περί της συνεχούς Μεταλήψεως, σελ. 108, εκδ. 1962).

Κατόπιν των ανωτέρω πάσα εμμονή εις μίαν του γράμματος και μόνην ερμηνείαν της λέξεως αίρεσις του ΙΕ’ Κανόνος της ΑΒ’ Συνόδου εν αδιαφορία προς το πνεύμα αυτού και την καθόλου πράξιν της Εκκλησίας, θα μας ωδήγει εις το σημείον να δεχθώμεν, ότι διά πάσαν καταφρόνησιν και αθέτησιν των ιερών Παραδόσεων υπό του επισκόπου, ο υπ’ αυτόν κλήρος και λαός δεν δύναται να διακόψη την μετ’ αυτού κοινωνίαν, έστω και αν ούτος κατεφρόνει και ενεωτέριζεν αναφορικώς προς τας ιεράς εικόνας, τα κωλύματα του γάμου, τον Μοναχισμόν, τας νηστείας, το της λατρείας κοινόν και ωρισμένον, κ.λ.π. Ποίος όμως θα ηδύνατο να ισχυρισθή ταύτα χωρίς να καταντήση Προτεστάντης;…

Τελικαί κρίσεις.

Μετά από τα ανωτέρω γεννάται το τελικόν ερώτημα: Τα αποτελέσματα που προεκλήθησαν διά της ημερολογιακής καινοτομίας δύνανται να θεωρηθούν ως ιάσιμόν τι ζήτημα και συνεπώς μη επιτρέπον την απόσχισιν του ποιμνίου εκ των δημιουργών του, ή αντιθέτως επεβάλλετο η απόσχισις αύτη συμφώνως προς τα αναφερθέντα; Επιθυμούντες να μηδενίσετε τα απότελέσματα ταύτα γράφετε: «Το εορτολόγιό μας, το έχομεν τονίσει, είναι μία παράδοσις εκκλησιαστική. Είναι όρια ά έθεντο οι Πατέρες, που δεν πρέπει να μεταίρωνται, και δεν μεταίρονται. Και εις επιβεβαίωσιν ερωτώμεν: με τόλμην, θάρρος και θράσσος: Ποία, έστω και μία εορτή μετήρθη; Ποία κατηργήθη; Ποία έπαυσε υπάρχουσα; Ουδεμία, ουδέποτε».

Οι ανωτέρω λόγοι σας αποτελούν κατάκριτον μετάθεσιν του θέματος, καθόσον σκοπός του εορτολογίου δεν είναι μόνον να υποδεικνύη τοις πιστοίς τας εορτάς του ενιαυσίου κύκλου της Εκκλησίας, ρυθμίζον ούτω και τας συναφείς προς αυτάς νηστείας και λοιπάς εκδηλώσεις των πιστών, αλλά να επιτυγχάνεται δι’ αυτού και η ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ επιτέλεσις πάντων των ανωτέρω πράξεων, ως σαφώς υπεστήριξε και η Εισήγησις της Ελλαδικής Εκκλησίας! Μη επιτυγχανομένου τούτου, ήτοι ο εκ συμφώνου εορτασμός, έχομεν καθαράν αθέτησιν κατά 50% τουλάχιστον, της ιεράς παραδόσεως του εορτολογίου! Διότι, όταν αυτό το   ε κ   σ υ μ φ ώ ν ο υ   δεν κατορθούται, και μάλιστα κατά τας μεγάλας εορτάς, τότε τα εξωτερικά γνωρίσματα της Μιάς αγίας Εκκλησίας καταστρέφονται, και η Εκκλησία ο τύπος της άνω Βασιλείας, εμφανίζει την εικόνα ακαταστασίας και αταξίας, όπερ ουκ έστιν από Θεού, και συνεπώς ουδέ ευάρεστον εις αυτόν και την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν, την θεσμοθετήσασαν και βιώσασαν την ανωτέρω ευταξίαν.

Διά τούτο ακριβώς η ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τυγχάνει ενέργεια λίαν συγγενής προς την εικονομαχικήν μεταρρύθμισιν, η οποία προφάσει μιάς καθαρωτέρας – πνευματικωτέρας λατρείας επεχείρησε την κατάλυσιν των παραδεδομένων! Ούτω και ενταύθα προφάσει μιάς ακριβεστέρας χρονομετρικής ακριβείας των αιρετικών της Δύσεως, τους οποίους μόλις προ τριετίας επισήμως εχαρακτήρισαν «συγκληρονόμους της βασιλείας του Θεού» αναγνωρίσαντες και τας χειροτονίας των Αγγλικανών ακριβώς ολίγον προ του συνεδρίου (1922), και ότε ο ελληνικός κόσμος εθρήνει διά την Μικρασιατικήν καταστροφήν, το Οικ. Πατριαρχείον τη πρωτοβουλία της ελλαδικής Εκκλησίας κατέλυε αιωνόβιον τάξιν εν τω ιερώ θεσμώ της λατρείας επί πανορθοδόξου πεδίου!!

Και μόνον τον συνεορτασμόν μιάς εορτής εάν κατέλυε το ανωτέρω κακόδοξον συνέδριον και πάλιν δεν έπρεπε να γίνη τούτο ασπαστόν υπό των πιστών (και κατά κύριον λόγον τον πιστών του Ελλαδικού κλίματος ως και του Πατριαρχικού τοιούτου, αφού πρωταγωνιστής της καινοτομίας ετύγχανεν η ξυνωρίς Μεταξάκη-Παπαδοπούλου) ένεκα των αμαρτωλών προθέσεών του. Συνεπώς η αντίδρασις της ορθοδόξου συνειδήσεως ένεκα των εν έτει 1924 καινοτομηθέντων τυγχάνει   λ ί α ν   ε π α ι ν ε τ ή   κ α ι   υ π ό   τ ω ν   ι ε ρ ώ ν   Κ α ν ό ν ω ν   κ α ι   τ η ς   π ρ ά ξ ε ω ς   τ η ς   Ε κ κ λ η σ ί α ς   π λ ή ρ ω ς   κ α λ υ π τ ο μ έ ν η.

Και διά να γίνωμεν πιο συγκεκριμένοι αναφορικώς προς τους καταχθονίους σκοπούς του δήθεν «πανορθοδόξου» συνεδρίου του 1923 αναφέρομεν τα εξής εκ των Πρακτικών του. Κατά μίαν των συνεδριών του ενεφανίσθη όλως ξαφνικώς ο αγγλικανός επίσκοπος CORE, ειδικός επί των θεμάτων των ανατολικών Εκκλησιών, όστις είπε τα εξής φοβερά μεταξύ των άλλων: «… το δεύτερο βήμα (προς την ένωσιν) θα μας κάμη το ημερολογιακόν ζήτημα, το οποιόν θα μας φέρη εις τον συνεορτασμόν των εορτών… Χθες επέδωκα εις την Υμετέρα Παναγιότητα δύο έγγραφα: το εν φέρει υπογραφάς 5 χιλιάδων αγγλικανών ιερέων δηλούντων ότι δεν ευρίσκουσι δυσκολίαν εις την πλήρη ένωσιν… το δεύτερον έγγραφον είναι εισήγησις περί των όρων της ενώσεως» (σ. 87).

Ε ρ ω τ ώ μ ε ν:  π ό τ ε   συνεκεντρώθησαν αι ανωτέρω υπογραφαί και διατί; Ουχί προ χρόνου ικανού και μάλιστα μετά την αναγνώρισιν αμέσως της ιερωσύνης των υπογραψάντων με σκοπόν την ένωσιν μετά των ως καταλλήλου οργάνου προς επιτυχίαν του ανοσίου σκοπού; Και μόνον το ανωτέρω απόσπασμα είναι ικανόν να δικαιώση τον λαόν του Θεού, ο οποίος προφητική φωνή διεσάλπισε επί τη αλλαγή του ημερολογίου «μας εφράγκεψαν», αντιδράσας όση αυτώ δύναμις κατά των εξωτερικών εχθρών της Ορθοδοξίας, ως και των εσωτερικών δικτατόρων και καινοτόμων ποιμένων του.

Ελπίζομεν ότι δεν θα τολμήσετε να χαρακτηρίσετε τα ανωτέρω περιγραφέντα ως «εξ υστέρου άλλοθι», καθ’ όσον εγένοντο ΠΡΟ της ημερολογιακής καινοτομίας, ούτε πάλιν θα τα παραλληλίσετε με μονομερείς αντικανονικάς ενεργείας του πρό του 1920 παρελθόντος, καθόσον αύται εστερούντο πάσης πανορθοδόξου προβολής και αποδοχής των, ούσαι εντλώς περιωρισμέναι και προσωπικαί, του δε λαού αγνοούντος ταύτας και συνεπώς ουδόλως ευθυνομένου διά την μη αντίδρασίν του.

Βεβαίως κατά την αντίδρασιν των Παλ/των εσημειώθησαν και τινες εκτροπαί εκ του Κανονικού δέοντος, οφειλόμεναι ιδίως εις τους πρωταγωνιστάς ιερομονάχους και μοναχούς του κινήματος και ουχί εις την Ιεραρχίαν αυτού, ήτις παρασυρόμενη, κακώς βεβαίως, συνεφώνει ενίοτε μετ’ αυτών, σπουδαιοτέρα των οποίων τυγχάνει η διακήρυξις της απωλείας της Χάριτος εκ της καινοτομησάσης Εκκλησίας. Η θεωρουμένη υφ’ υμών ως Δευτέρα σοβαρά εκτροπή των, ήτοι η μη κοινωνία των μετά των διακρατησασών το παλαιόν ημερολόγιον Εκκλησιών, δεν ευσταθεί, διότι, ως καλώς αναφέρεται εν τη ιστορία του κινήματός των, πολλάκις εζήτησαν την μετ’ αυτών κοινωνίαν -ώστε συγκροτούντες σύνοδον να διευθετηθή η γεννηθείσα ανωμαλία και αντικανονικότης- χωρίς όμως να το επιτύχουν, μια και αύται προετίμων την μετά των καινοτόμων κοινωνίαν και ουχί την των αδυνάτων κατά κόσμον Παλ/των!

Σ υ ν ε π ώ ς   ε ν   σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τ ι   σ η μ ε ι ο ύ μ ε ν,   ότι ο ιερός αγών των Παλαιοημερολογιτών της μονομερούς αλλαγής του ημερολογίου, αφ’ ετέρου δε των σφόδρα αντικανονικών προθέσεων του συνεδρίου του 1923, δι’ ου αι αντορθόδοξοι δυνάμεις, -εσωτερικαί και εξωτερικαί- ηθέλησαν να επιτύχουν ή μάλλον ν’ αρχίσουν την ένωσιν του ψεύδους μετά της αληθείας! Διά τούτο ακριβώς και χαρακτηρίζομεν το δημιουργηθέν σχίσμα ως   ε π α ι ν ε τ ό ν,   συμφώνως προς τον ΙΕ’ της ΑΒ’ συνόδου και το πατερικόν: «Έστι σχισθήναι καλώς», την δε Ελλαδικήν Εκκλησίαν ως κυρίως υπεύθυνον διά την δημιουργίαν, ου μόνον του ανωτέρω σχίσματος, αλλά και της διασπάσεως της λειτουργικής ενότητος της καθόλου Ορθοδοξίας, πράγμα όπερ κατέστησε ταύτην «δυνάμει σχισματική» απέναντι των διακρατησασών το παλαιόν ημερολόγιον Εκκλησιών.

Ούτως οι ταπεινοί ομολογηταί των πατρώων Παραδόσεων, φανέντες πιστοί εις τα ολίγα, ευρέθησαν πιστοί και εις τα πολλά, την σημερινήν δηλαδή κατάληξιν της καινοτομίας του 1923, ήτις ουδέν έτερον είναι παρά απροκάλυπτος κακοδοξία και αίρεσις.

Θεοδώρητος Μοναχός
Σκήτη Αγ. Άννης
Ιούνιος 1976.
Συνεχίζεται...
4. Επιτρεπομένη οικονομία 5. Το Παλαιοημερολογιτικόν. 6. Η χειροτονία των επισκόπων εν Αμερική. 7.Αντικανονικότητες του παρελθόντος και σύγχρονοι αιρετικοί.  Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν 1.Περί του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. 2.Τα δικαιώματα του μικρού ποιμνίου.  3.Πως αντέδρων οι παλαιοί άγιοι.  4.Η καλή οικονομία. ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΑΚΡΟΤΗΤΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ (ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σς. 97-121) 1.Περί οικονομίας. 2.Οι φιλαθηναγορικοί Επίσκοποι. 3.Ο Μ. Φώτιος και ο πάπας Ιωάννης Η΄..4.Και πάλιν περί Μ. Φωτίου. 5.Αι Κανονικαί σχέσεις. §§ 6-13 και 18. Περί του Παλαιοημερολογιακού 16.Η «δυνητικότης» του ΙΕ΄Κανόνος. 20.Ο άγιος Κύριλλος και οι σύγχρονοι φιλοπαπικοί Επίσκοποι. 22.Οι ποιμένες και το ποίμνιον. Α΄ ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΟΝ»… Αναίρεσις του άρθρου: «Εκρήξεις ακρίτου ζηλωτισμού». (Βλ. ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σ σ. 166-168). ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ» ΖΗΛΟΝ… Β’
«ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΑΝΩ ΤΟΙΣ ΚΑΤΩ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΕΙ…»ΤΟ ΚΑΤΑΚΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ* ΓΕΡΟΝΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΣ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου