Τι ζητεί ο
Θεός και η Εκκλησία του να πράξουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (κληρικοί και λαϊκοί),
όταν ο επίσκοπος των δεν κηρύσση μεν αίρεσιν, κ ο ι ν ω ν ε ί όμως με κηρύσσοντας έργω και λόγω κακοδοξίαν
τινά, έστω και αν ούτοι (οι κηρύσσοντες) δεν έχουν ακόμη κριθή υπό Συνόδου;
Η απάντησις
εις το ανωτέρω σοβαρόν ερώτημα δεν δύναται ασφαλώς να είναι ολιγόλογος και
απλή. Συνοπτικώς θα ηδυνάμεθα να την κλιμακώσωμεν ως ακολούθως.
Α) Εάν η
αίρεσις κηρύσσεται δι’ ολίγον χρόνον (μήνας τινάς), οι πιστοί αναμένουν και
παρακολουθούν εναγωνίως να ίδουν πως θα αντιδράση ο επίσκοπός των, ή οι
συνεπίσκοποί του, ή οι επίσκοποι άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών. (Διότι ως μια είναι
η Εκκλησία του Χριστού, παρά τας επί μέρους διοικητικάς διακρίσεις της εις
πατριαρχεία και αρχιεπισκοπάς, ούτω μία και η αυτή ευθύνη βαρύνει πάντας,
κληρικούς και λαϊκούς, έναντι της κηρυττομένης κακοδοξίας ποικίλλουσα μόνον ως
προς την γνώσιν και τον βαθμόν εκάστου). Και αν μεν αντιδράση ο επίσκοπός των
πατερικώς, τότε υποχρεούνται να του συμπαρασταθούν πάση δυνάμει, αναμένοντες
την έκβασιν.
Β) Εάν όμως
παρ’ ελπίδα δεν αντιδράση ο επίσκοπός των, αλλ’ οι συνεπίσκοποί του, ή έστω εις
ορθόδοξος επίσκοπος, τότε υποχρεούνται να συμπαρασταθούν εις αυτόν, ελέγχοντας
ούτω εμμέσως, το κατ’ αρχάς, την σιωπήν του ποιμένος των, μη διακόπτοντες όμως
την μετ’ αυτού κοινωνίαν.
Εάν όμως αι
αντιδράσεις του επισκόπου που αγωνίζεται κατά της αιρέσεως κλιμακωθούν και
καταλήξουν εις τον πρέποντα χρόνον εις την διακοπήν της κοινωνίας μετά του
κακοδοξούντος (εφ’ όσον εκείνος θα παρέμενε ανένδοτος εις τα κακόδοξα φρονήματά
του), τότε οι πιστοί υποχρεούνται να κοινωνούν
μ ό ν ο ν μετά του ανωτέρω
αγωνιζομένου επισκόπου, απομακρυνόμενοι των συνάξεων του ιδικού των, όστις διά
της σιγής του ή χλιαράς αντιδράσεώς του δεν παύει να κοινωνή μετά του αιρετικού,
συμπράττων ούτω και ε ν ι σ χ ύ ω
ν την κακοδοξίαν. Ο επί του προκειμένου
πατερικός λόγος είναι σαφέστατος: «Οι μεν τέλειον περί την πίστιν εναυάγησαν∙
οι δε ή και τοις λογισμοίς ου κατεποντίσθησαν, όμως τη κοινωνία της
αιρέσεως σ υ ν ό λ λ υ ν τ α ι»[1].
«Άπαντες οι
της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι αι Σύνοδοι, πάσαι αι θείαι Γαφαί, φεύγειν τους
ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διίστασθαι»[2].
Και
συμπληροί ο μέγας Θεόδωρος ο Στουδίτης: «Εχθρούς γαρ Θεού ο Χρυσόστομος, ου
μόνον τους αιρετικούς, αλλά και τους τοις τοιούτοις κοινωνούντας μεγάλη και
πολλή τη φωνή απεφήνατο»[3].
Αι ανωτέρω
αντιδράσεις του καλώς αγωνιζομένου επισκόπου δεν θα πρέπη να διακοπούν μέχρι
συνοδικής καταδίκης του αιρετικού. Εν εναντία περιπτώσει, η αντίδρασίς του θα
πρέπη να συνεχισθή άχρι θανάτου, δεσμών
και φυλακής, εις περίπτωσιν δηλ. που ο κακοδοξών διαθέτει πολιτικήν ή
εκκλησιαστικήν ισχύν υπέρ αυτού, ως πολλάκις τούτο συνέβη εν τη ιστορία της
Εκκλησίας.
Εννοείται
ότι την θέσιν του ορθοδόξως αντιδρώντος επισκόπου δύναται να έχη κληρικός τις ή
μοναχός, εφ’ όσον δεν ήθελε αντιδράσει εγκαίρως ή αποτελεσματικώς ουδείς επίσκοπος.
Τα παραδείγματα είναι πολλά[4].
Βασικώτατον
και πρωτεύοντα ρόλον διά πάντα τα ανωτέρω θα παίζουν πάντοτε οι παράγοντες χ ρ ό ν ο ς
και γ ν ώ σ ι ς, ήτοι επί πόσον
χρόνον κηρύσσεται η κακοδοξία και κατά πόσον εγένετο αύτη γνωστή εις το πλήρωμα
της Εκκλησίας.
Δέον όμως
να σημειωθή, ότι ο παράγων γνώσις εις τας ημέρας μας έχει μηδενισθή λόγω των
υπαρχόντων μέσων αναμεταδόσεως ομιλιών και γεγονότων, ενώ ο παράγων χρόνος,
καίτοι κατά πολύ συντετμημένος, εν συγκρίσει προς το παρελθόν, εν τούτοις συνεχίζει
και θα συνεχίζη να παίζη βασικόν ρόλον ένεκα της απαιτουμένης μεθοδεύσεως της
αντιδράσεως άχρι της Συνοδικής καταδίκης. Κλασική πάντως περίπτωσις εν
προκειμένω, προς την οποίαν δύναται να προσβλέπουν πάντες οι καλοί ποιμένες, τυγχάνει η καταδίκη
του αιρετικού Νεστορίου, πατριάρχου Κων/λεως, υπό της Γ΄Οικ. Συνόδου, με
πρωταγωνιστάς της καθαιρέσεώς του ουχί τινάς εκ των συνεπισκόπων του αιρετικού,
αλλά τους μακράν σφόδρα κειμένους πατριάρχας Αλεξανδρείας και Ρώμης[5]!
Πρό «Συνοδικής διαγνώμης»
Γεννάται
όμως ακολούθως το ερώτημα: Ευ και καλώς διά τους ούτω αντιδράσαντας και
καθελόντας τον αιρετικόν∙ τιμή και έπαινος τους ανήκει συμφώνως προς τους
λόγους των ι. Κανόνων.
Αλλ’ οι
άλλοι, οι μη διακόψαντες την μετά του αιρετικού κοινωνίαν και μέχρι της συνοδικής
του καταδίκης κοινωνούντες αυτώ, πως πρέπει να θεωρώνται, αφού ουδέν περί αυτών
αναφέρουν οι σχετικοί ιεροί Κανόνες;
Εάν οι ι.
Κανόνες[6]
δεν ομιλούν περί της τύχης των συνεχισάντων την κοινωνίαν μετά του αιρεσιάρχου
μέχρι της συνοδικής καταδίκης αυτού, αυτό δεν σημαίνει ότι η φύσις των ανωτέρω
κανόνων τυγχάνει δ υ ν η τ ι κ ή και κατ’ ακολουθίαν και η μετά του αιρετικού
κοινωνία ακατάκριτος ή αδιάφορος∙ παν τουναντίον!
Απόδειξις
τα Πρακτικά των ιερών Συνόδων, η Ιερά δηλ. Παράδοσις της Ορθοδοξίας, εκ των
οποίων περιτράνως πιστοποιείται το κατάκριτον, υπόλογον και κολάσιμον της
διαγωγής των τοιούτων επισκόπων και κληρικών γενικώτερον. Το ακριβώς αντίθετον
ετόλμησε να ισχυρισθή ο αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, αδιαφορών πλήρως διά
την τολμουμένην παραποίησιν της αληθείας. Γράφει λοιπόν: «Αλλ’ η διακοπή του
μνημοσύνου «πρό συνοδικής διαγνώσεως» και καταδίκης, δεν έχει την ένοιαν
αποφυγής μολυσμού εκ της κηρυττομένης αιρέσεως! Όχι, αδελφέ μου! Αν είχεν αυτήν
την έννοιαν, τότε οι Κανόνες δεν θα παρείχον απλώς δικαίωμα παύσεως μνημοσύνου
δι’ αίρεσιν «προ συνοδικής διαγνώμης», αλλά θα εθέσπιζον ρητήν και σαφή
υποχρέωσιν μετ’ απειλής βαρυτάτων ποινών εν εναντία περιπτώσει… Δεν υπάρχει
λοιπόν κίνδυνος να… μαλυνθώμεν, ούτε μνημονεύοντες του Πατριάρχου (εφ’ όσον
ακόμη δεν κατεδικάσθη) ούτε πολλώ μάλλον, δεχόμενοι εις κοινήν κοινωνίαν τους
μνημονεύοντας αυτού»…
«Ο κανών είναι δυνητικός και ουχί υποχρεωτικός»…
«Ότι τούτο
είναι αληθές», συνεχίζει ο Πανοσιολογιώτατος, «πείθει και το γεγονός ότι
αναρίθμητοι επίσκοποι επί αιρέσει, ουδέποτε ετιμωρήθη κληρικός τις ή καν απλώς
επετιμήθη διά τον λόγον ότι δεν έσπευσε να αποσχισθή πάραυτα από του αιρετικού
επισκόπου, αλλ’ ανέμενε την υπό Συνόδου καταδίκην αυτού…». «Τα αντιθέτως
λεγόμενα είναι ανόητοι ζηλωτισμοί»[7].
Διατί εν
τοιαύτη περιπτώσει ο αγιώτατος πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος προέτρεπε,
αντιθέτως προς τον π. Επιφάνιον, τους πιστούς της Κων/λεως, κληρικούς και
λαϊκούς, να απέχουν της κοινωνίας του αιρετικά κηρύσσοντος Νεστορίου, καίτοι
δεν είχε συνέλθη ακόμη Σύνοδος προς καταδίκην του[8];
Σημειωτέον δε ότι όταν έγραφε τα ανωτέρω ο θείος Κύριλλος, οι πλείστοι των
πιστών και των κληρικών της Κων/λεως είχον ήδη διακόψει κοινωνίαν προς τον
κακόδοξον ποιμενάρχην των πλήν ολίγων ελαφροτέρων και των κολακευόντων αυτόν[9].
Διατί ο
άγιος Υπάτιος, μόλις επληροφορήθη την κακοδοξίαν του Νεστορίου, διέκοψε το
μνημόσυνόν του, πριν καν συνέλθη η Σύνοδος προς καταδίκην του κακοδόξου[10];
Διατί ο
άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής διέκοψε πάσαν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν πρό
«συνοδικής διαγνώμης», μεθ’ όλων σχεδόν των θρόνων Ανατολής και Δύσεως, ένεκα
της αιρέσεως του μονοθελητισμού, ώστε να θεωρήται υπό των αντιπάλων του «εκτός
Εκκλησίας»[11];
Διατί οι
πρό της Ζ΄Οικ. Συνόδου αθλήσαντες εικονόφιλοι, κληρικοί και λαϊκοί, διετέλεσαν
εν ακοινωνησία προς τους εικονομάχους επί δεκαετίες ολοκλήρους, εν φυλακαίς και
όρεσι και σπηλαίοις υπάρχοντες διά την καλήν ομολογίαν[12];
«Ανόητος
ζηλωτής» ήτο και ο πρωταγωνιστής της μερίδος των εικονοφίλων Θεόδωρος ο
Στουδίτης, όστις έγραφε: «ότι μ ο λ υ σ
μ ό ν έχει η κοινωνία εκ μόνου του αναφέρειν αυτόν (τον εικονομάχον δηλ.
επίσκοπον), καν ορθόδοξος είη ο αναφέρων»[13];
Ή όταν διά πολύ κατώτερον της εικονομαχίας θέμα, τον παράνομον ήτοι γάμον του
αυτοκράτορος, μετά αφθάστου παρρησίας διεκήρυσσεν: «Πάντα ημίν φορητά μέχρι
θανάτου, ή μετασχείν της εκείνου κοινωνίας (ιερέως Ιωσήφ) και των εκείνω
συλλειτουργούντων»; (P.G. 99, 972).
Οποία όμως
αναλήθεια, έλλειψις λογικής και σοβαρότητος και ιδιαιτέρως αντορθόδοξον πνεύμα
υπάρχει εις τους λόγους του ανωτέρω αρχιμανδρίτου θα δειχθή λεπτομερέστερον
κατωτέρω.
Εν πρώτοις
είναι αδύνατον να υπάρξη κανών που να τιμωρή τον ιερέα ή τον επίσκοπον, διότι
δεν διέκοψεν κοινωνίαν με τον αιρετικόν πρό συνοδικής διαγνώμης. Διατί; Διότι η
Σύνοδος εν τοιαύτη περιπτώσει τι ρόλον θα παίζη αφού θα έρχεται να δώση το
παρόν πάντοτε… «κατόπιν εορτής»; Και πως είναι δυνατόν να είναι αληθής σύνοδος,
διεκδικούσα ήτοι την Ευαγγελικήν αλήθειαν, αφού δεν θα προστατεύη αύτη τον υπ’
αυτής ποιμαινόμενον κλήρον και λαόν, αλλά θα προστατεύεται υπ’ αυτών; Διότι εν
εσχάτει αναλύσει αυτό σημαίνει η υ π ο χ
ρ ε ω τ ι κ ή αντίδρασις πάντων των
άλλων, άμα τη εμφανίσει της αιρέσεως, εξαιρέσει της άλλων, άμα τη εμφανίσει της
αιρέσεως, εξαιρέσει της Συνόδου, ήτις θα έρχεται να δώση το παρόν τελευταία!
Ένας τοιούτος
Κανών, εάν υπήρχε, θα ωμοίαζε προς τον σχετικόν πολιτικόν νόμον που θα διέταζε
πάντας τους στρατιώτας και αξιωματικούς να μάχωνται ανενδότως ά μ α
τη εμφανίσει του εχθρού, πλήν των στρατηγών και επιτελαρχών, οι οποίοι
θα συνήρχοντο εις σύσκεψιν τ ε λ ε υ τ
α ί ο ι, διά να ανακοινώσουν ότι κακώς επετέθη ο εχθρός και έπραξαν πολύ καλώς
που αντέδρασαν εγκαίρως στρατός και αξιωματικοί!...
Δυστυχώς
τέτοιους κανόνας αναζητεί ο π. Επιφάνιος εις το Πηδάλιον, και αφού δεν τους
ευρίσκει… βαπτίζει ως δ υ ν η τ ι κ ο ύ
ς τους υπάρχοντας, των οποίων την
έννοιαν βαναύσως παρερμηνεύει!
Αλλά και οι
σύγχρονοι συνοδικοί πατέρες δεν φαίνεται να διαφέρουν της ψυχολογίας του αυτοκλήτου
δικηγόρου των, αφού επί ολοκλήρους δεκαετίας τώρα, ενώ βλέπουν την αίρεσιν του
Οικουμενισμού αυξανομένην και προκλητικώς καταλύουσα τα των «πατέρων όρια», τα
οποία υποτίθεται ότι οι Σεβασμιώτατοι πρέπει να φυλάττουν ως κόρην οφθαλμού,
αυτοί όταν συνέρχωνται, αντί να καταδικάσουν την κακοδοξίαν, διώκουν τους
ολίγους εκ των πιστών που ετόλμησαν να αντιδράσουν εις την αίρεσιν
διεκδικούντες την φωνήν των ιερών Κανόνων! Όντως ακριβής επανάληψις του
αντορθοδόξου παρελθόντος της Εκκλησίας.
Αλλά και
κάτι άλλο. Κατά ποίαν λογικήν θα απήτει ο υποτιθέμενος ούτος κανών να καθαιρή η
Σύνοδος τους μη πρό αυτής αντιδράσαντας κληρικούς, όταν αυτοί οι ίδιοι οι
Συνοδικοί που θα ενήργουν την καθαίρεσιν θα ευρίσκοντο εις τον α υ τ ό ν
β α θ μ ό ν ε ν ο χ ή ς με αυτούς;!
Τοιούτος
κανών θα είχε θέσιν, Μ Ο Ν Ο Ν όταν οι
επίσκοποι της «συνοδικής διαγνώμης» είχον αντιδράσει εγκαίρως και πατερικώς εις
την κακοδοξίαν, αλλά δεν ηδυνήθησαν να συνέλθουν εν συνόδω προς καταδίκην του
κακοδόξου, λόγω επεμβάσεως της Πολιτείας και υπερασπίσεως του αιρετικού, ως
εγένετο πολλάκις, και ιδία επί Εικονομαχίας. Τότε ασφαλώς συνερχόμενοι οι εν
λόγω επίσκοποι έχουν όλο το δικαίωμα να καταδικάσουν τους μη μιμηθέντας την
διαγωγήν των κληρικούς, ως εγένετο εν τη Γ΄Οικ. Συνόδω. Τότε βεβαίως, δεν
δοκιμάζονται, δεν προλαμβάνουν να δοκιμασθούν, και αι συνειδήσεις των λοιπών
κληρικών, με το ποίαν δηλ. στάσιν θα πρέπη
να τηρήσουν έναντι της κακοδοξίας κ.λ.π.
Ας μη,
λοιπόν, ματαιοπονή ο Πανοσιολογιώτατος, προσπαθών να ειρηνεύση την συνείδησίν
του, ως και πάντων των κοινωνούντων εν γνώσει και πρό «συνοδικής διαγνώμης» τη
κηρυττομένη αιρέσει, διότι πανταχόθεν στενά δι’ αυτόν και τους προστατευομένους
του…[14].
Η πράξις τις Εκκλησίας.
Αλλά μήπως
η Εκκλησία του Χριστού και ΠΡΟ της δημιουργίας των σχετικών ιερών Κανόνων, δεν
αντιμετώπιζεν επιτυχώς τας εμφανιζομένας
αιρέσεις, βάσει της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής[15]
και των αγίων τέκνων της[16], ως σαφώς μαρτυρεί τούτο και ο άγιος Θεόδωρος;
«Παραγγελίαν γαρ έχομεν εξ αυτού του Αποστόλου, εάν τις δογματίζη ή προστάσση
ποιείν ημάς, παρ’ ό παρελάβομεν, παρ’ οι Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων, καθολικών
τε και τοπικών ορίζουσιν, απαράδεκτον αυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν
κλήρω αγίων». (P.G. 988A).
Τούτο
ακριβώς εφήρμοσαν και οι άγιοι Πατέρες της Ζ΄Οικ. Συνόδου κατά την δίκην και
καταδίκην των εικονομάχων, παρά τα αντιθέτως γραφέντα υπό του π. Επ., ότι δηλ.
«ουδέποτε ετιμωρήθη κληρικός τις, ή καν απλώς επετιμήθη διά τον λόγον ότι δεν
έσπευσε να αποσχισθή πάραυτα από του αιρετικού επισκόπου…». Παραθέτομεν ευθύς
αμέσως αντιπροσωπευτικά κείμενα από τας συνεδρίας της Συνόδου.
Α) Τ α ρ ά
σ ι ο ς ο αγιώτατος Πατριάρχης τω
επισκόπω Νεοκαισαρείας είπεν: ως άγνωστός σοι παρήλθεν η αλήθεια έως του νυν, ή
ως εγνωσμένης κατεφρόνησας; Και εάν ως άγνωστος σοι παρήλθεν, μη αιδεσθής τον
ορθόν λόγον μαθείν, ώσπερ ουκ ησχύνθης τον διεστραμμένον.
Γ ρ η γ ό ρ
ι ο ς επόσκοπος Νεοκαισαρείας είπε:
πίστευσον, Δέσποτα, ως άγνωστος∙ αιτώ δε μαθείν, και ως κελεύει ο δεσπότης και
η αγία Σύνοδος.
Τ α ρ ά σ ι ο ς: Λέγε τι θέλεις μαθείν;
Γ ρ η γ ό ρ
ι ο ς είπε: Ηνίκα πάσα η ομήγυρις αύτη το έν λαλεί και φρονεί, έμαθον και
επληροφορήθην ότι η αλήθεια αύτη εστίν, η νυνί ζητουμένη και κηρυσσομένη. Και
διά τούτο καγώ αιτώ συγγνώμην των πρώην μου κακών, και θέλω μετά πάντων και
φωτισθήναι και διδαχθήναι∙ τα πλημμελήματα και αμαρτήματά μου άμετρα εστι και
ως ο Θεός κατανύξει την ιεράν Σύνοδον και τον πανάγιον δεσπότην…
Τ α ρ ά σ ι
ο ς: Ώφειλες εκ των ανέκαθεν χτόνων ανοίξαι σου τα ώτα και Παύλου του θείου Αποστόλου
ακούσαι λέγοντος: «στήκετε, κρατείτε τας παραδόσεις, ας παρελάβετε είτε διά
λόγου, είτε δι’ επιστολής ημών»∙ και πάλιν Τιμοθέω και Τίτω γράφοντος: «τας
βεβήλους κενοφωνίας παραιτείσθε». Τι βεβηλότερον ή τι κενοφωνότερον του λέγειν
Χριστιανούς ειδωλολατρήσαι;
Γ ρ η γ ό ρ
ι ο ς: Κακόν ην και ομολογούμεν, κακόν ην, αλλ’ ούτως επράχθη και ούτως
επράξαμεν∙ και διά τούτο αιτούμεν συγγνώμην των πλημμελημάτων ημών. Ομολογώ,
Δέσπτα, έμπροσθεν της τιμιωτάτης αγιωσύνης υμών, και πάντων των αδελφών της
αγίας Συνόδου, ότι η μ ά ρ τ ο μ ε
ν και
η ν ο μ ή σ α μ ε ν και κακώς
επράξαμεν και συγγνώμην αιτούμεν περί τούτου…
Β’) Β α σ ί
λ ε ι ο ς επίσοπος Αγκύρας είπεν: Όθεν
και εγώ επίσκοποςΑγκύρας της πόλεως, προαιρούμενος ε ν ω θ ή ν α ι τη Καθολική Εκκλησία… ταύτην την παρούσαν
έγγραφον μου ομολογίαν ποιούμαι και προσάγω υμίν τοις εξ αποστολικής αυθεντίας
λαβούσι την εξουσίαν. Εν ταυτώ δε και συγγνώμην εξαιτούμαι παρά της θεοσυλέκτου
υμών μακαριότητος υπέρ ταύτης μου της β
ρ α δ υ τ ή τ ο ς. Δέον γαρ ην μη υστερηκέναι με προς τηντης Ορθοδοξίας
ομολογίαν αλλά της άκρας μου αμαθείας και νωθρείας και ημελημένης διανοίας εστί
τούτο».
Γ΄) Τη αγία
και οικουμενική Συνόδω Θ ε ο δ ό σ ι ο
ς (επίσκοπος Αμορίου) ο ελάχιστος
Χριστιανός ομολογώ και συντίθεμαι και δέχομαι και ασπάζομαι… και διά τούτο
παρακαλώ υμάς άγιοι του Θεού και βοώ∙ ή
μ α ρ τ ο ν εις τον ουρανόν και ενώπιον
υμών∙ δέξασθέ με ως εδέξατο ο Θεός τον άσωτον και την πόρνην και τον ληστήν∙
ζητήσατέ με καθώς εζήτησεν ο Χριστός το απολωλός πρόβατον, ο ανέλαβε επί των
ώμων…
Σ ά β β α
ς ο ευλαβέστατος ηγούμενος Μονής των
Στουδίων είπε: Κατά τας αποστολικάς διατάξεις και οικουμενικάς Συνόδους, άξιος
εστιν αποδοχής…
Τ α ρ ά σ ι
ο ς ο αγιώτατος Πατριάρχης είπεν: οι
ποτε κ α τ ή γ ο ρ ο ι της Ορθοδοξίας νυνί συνήγοροι της αληθείας
εγένοντο…
Δ΄) Οι
μοναχοί αναλαβόντες είπον: Αλλά τους παρασυσρθέντας και βία παθόντας ο πατήρ
(Μ. Αθανάσιος) προσίεται. Ειπάτωσαν ουν ή παρεσύρησαν ή βίαν υπέμειναν,
ότι α π έ σ τ η σ α ν τ η ς
α λ η θ ε ί α ς.
Υ π ά τ ι ο
ς και οι συν αυτώ επίσκοποι είπον: Ότι
ημείς ούτε βίαν υπεμείναμεν, ουδέ παρεσύρημεν, αλλ’ εν ταύτη τη αιρέσει ημών
γεννηθέντες ανετράφημεν και ηυξήθημεν… Και αύθις Θαλάσιος και Ευσέβιος και
Ευστάθιος οι ευλαβέστατοι επίσκοποι είπον: π ά ν τ ε ς η μ ά ρ τ ο μ ε ν, π ά ν τ ε ς
σ υ γ γ ν ώ μ η ν α ι τ ο ύ μ ε
ν…[17].
Τις θα
επεθύμει καλλιτέραν ερμηνείαν εν τη πράξει των ι. Κανόνων; Τις δεν διακρίνει
εις τα προηγηθέντα Συνοδικά κείμενα την Αποστολικήν και Πατερικήν πράξιν, ως
αύτη εβιώθη μέχρι της εποχής των ανωτέρω συνέδρων; Συμφωνούντες ούτοι απολύτως προς
τε το γράμμα και το πνεύμα της Γραφής, των Κανόνων και της καθόλου Παραδόσεως,
θεωρούν ότι η συνέχισις κοινωνίας μετά κηρύσσοντος κακοδοξίαν τινά καθιστά τον
οιονδήποτε μετά της μερίδος του κακοδόξου, ως το ωμολόγησαν και οι ίδιοι οι
δικαζόμενοι εν τη Συνόσω, της οποίας μερίδος ηγείται ως κορυφαίος, ο
εναρξάμενος της αιρέσεως «ψευδεπίσκοπς» του Κανόνος. Αντιθέτως, οι μη
κοινωνήσαντες τω κακοδόξω, δημιουργούν την υγιά αντίδρασιν της Εκκλησίας,
συνιστούν εν άλλοις λόγοις το υγιές μέρος αυτής, το οποίον και θα κρίνη, ότε
δυνηθή, πάντας τους προστιθέντας τη μερίδι του κακοδόξου, ως εγένετο και με την
ανωτέρω Ζ΄ Οικ. Σύνοδον. Αυτά διδάσκει η ιστορία της Εκκλησίας μας, ταύτα
παρελάβομεν πιστεύειν υπό των Πατέρων ημών. Ενώπιον του ανωτέρω διδασκαλείου
έπερπε να ταπεινώση εαυτόν ο π. Επιφάνιος, μη σοφιζόμενος περισσά και άδικα,
βλάπτων ούτως εαυτόν και τους καλή τη πίστει πιστεύοντας εις τους λόγους του.
Συνεπώς
σήμερον, όταν η αίρεσις κηρύσσεται επί δεκαετίες, όταν αι κακόδοξοι ενέργειαι
και πλάναι του Οικ. Πατριαρχείου καθίστανται αυθημερόν γνωσταί υπό του
πληρώματος της Εκκλησίας, όταν οι πάντες αντιλαμβάνονται και κατανοούν την
φοβεράν παρατροπήν των επισκόπων του Φαναρίου και των συνοδοιπόρων του, όταν
πάντα ταύτα ενεργούνται ε π α ν ε ι λ η
μ μ έ ν ω ς και εκ π ρ ο μ ε λ έ τ η ς, πως είναι δυνατόν οι απανταχού γης Ορθόδοξοι
επίσκοποι, αλλά και ο υπ’ αυτών κλήρος και λαός, να δικαιολογηθούν διά την
κατάκριτον σιωπήν και κοινωνίαν των μετά των ανωτέρω πεπτωκότων;
Και διά ν’
απαντήσωμεν εις το εν αρχή τεθέν ερώτημά μας, γράφομεν: Ουδέν έτερον επιθυμεί ο
Θεός και η Εκκλησία του από τους Ορθοδόξους, εν καιρώ κηρυττομένης αιρέσεως, ως
την σήμερον, όσον την απομάκρυνσίν των εκ των αιρετιζόντων και την μέχρι
θανάτου ομολογίαν της αληθείας, άχρι καιρού αναλάμψεως της Ορθοδοξίας.
«ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ»,Δεκ. 1981.
* Κατωτέρω παραθέτομεν
τεσσαρα άρθρα, τα οποία έχουν άμεσον σχέσιν προς τα προηγηθέντα και συμβάλλουν
διά μίαν πληρεστέραν κατανόησιν του όλου θέματος, της ευθύνης ήτοι των
κοινωνούντων με την αίρεσιν του Ο ι κ ο υ μ ε ν ι σ μ ο ύ.
[4] Πρβλ.
σχετικώς τους βίους των αγίων Μαξίμου ομολογητού, Ιω. Δαμασκηνού, Θεοδώρου
Στουδίτου, MANSI 4,
1096, 1256 και το ωραιότατον λόγιον του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: «Εν τη
καθ’ ημάς δε ιεραρχία, του ιερέως και ιεράρχου ατακτούντων και κακώς φρονούντων,
και διάκονος και μοναχός ευτακτούντες και ορθώς φρονούντες δύνανται νουθετήσαι
και ευτακτήσαι αυτούς, καθώς τα παραδεγίματά εισι πάμπολλα» (Συναξ, Νοε. Η΄,
σημ.).
[5] Σπ.
Μήλια, Δαψιλεστάτη Συλλογή των Ιερών Κανόνων… Βενετία 1761, τομ. Α΄σελ. 448.
[6] 31ος
Αποστολικός και 15ος Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
[7] Αρχιμ.
Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Άρθρα-Μελέται-Επιστολαί, Α΄, Αθήναι 1981, σ. 215, 234.
[9] «Ην εν
Κων/πόλει επίσκοπος ονόματι Δωρόθεος, τα αυτά φρονών αυτώ, ανήρ χρειοκόλαξ και
προπετής χείλεσι, καθώς γέγραπται∙ ος εν συνάξει καθεζομένου επί του θρόνου της
Εκκλησίας του της Κων/λεως ευλαβεστάτου Νεστορίου, αναστάς μεγάλη τη φωνή
τετόλμηκεν ειπείν: ει τις Θεοτόκον είναι λέγει την Μαρίαν, ανάθεμα έστω. Και
γέγονε μεν κραυγή μεγάλη παρά παντός του λαού, και εκδρομή∙ ο υ γ
α ρ ή θ ε λ ο ν έ τ ι
κ ο ι ν ω ν ε ί ν αυτοίς τοιαύτα
φρονούσιν, ώστε και νυν αποσυνάκτους είναι τους λαούς της Κων/λεως, πλήν ολίγων
ελαφροτέρων και των κολακευόντων αυτόν. Τα δε μοναστήρια σχεδόν άπαντα και οι
τούτων αρχιμανδρίται, και της Συγκλήτου πολλοί ου συνάγονται, δεδιότες μη
αδικηθώσιν εις πίστιν αυτού, και των συν αυτώ, ους από της Αντιοχείας αναβαίνων
ήγαγε, πάντων λαλούντων τα διεστραμμένα». ( Επιστολή Κυρίλλου Αλεξανδρείας προς
Κελεστίνον επίσκοπον Ρώμης, Πρακτικά, τομ. Α’, σ. 443. Πρβλ. Αυτ. Σ. 451, 455.
[11] «Χθές…
ο πατριάρχης εδήλωσέμοι λέγων∙ ποίας Εκκλησίας, ει; Βυζαντίου; Ρώμης;
Αντιοχείας; Αλεξανδρείας; Ιεροσολύμων; Ιδού πάσαι μετά των υπ’ αυτάς επαρχιών
ηνώθησαν. Ει τοίνυν ει της Καθολικής Εκκλησίας, ενώθητι, μήπως ξένην οδόν τω
βίω καινοτομών, πάθης όπερ ου προσδοκάς. Προς ους είπον: Καθολικήν Εκκλησίαν,
την ορθήν και σωτήριον της εις αυτόν πίστεως ομολογίαν Πέτρον μακαρίσας εφ’ οις
αυτόν καλώς ωμολόγησεν, ο των όλων είναι Θεός απεφήνατο…
Ουκούν άκουσον, έφησαν∙ έδοξε τω δεσπότη και τω
πατριάρχη, διά πρεκαίπου του πάπα Ρώμης, αναθεματισθήναι σε μη πειθόμενον, και
τον οριζόμενον αυτοίς απενέγκασθαι θάνατον». Και ο άγιος απεκρίθη: «Το τω Θεώ
πρό παντός αιώνος ορισθέν εν εμοί δέξοιτο πέρας, φέρον αυτώ δόξαν πρό παντός
εγνωσμένην αιώνος…». (P.G.99, 132AC).
[13] Αυτόθι,
1669Α.
[14] Περί
της ερμηνείας του 15ου της Πρωτοδευτέρας Συνόδου ιδέ και τα
γραφόμενα εν τη μελέτη των Αγιορειτών Πατέρων «Διχασμός και Αποστασία», Αθήναι
1981, σ. 34-8.
[15]
«Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι
εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος». (Τιτ. 3, 10).
Β) «Αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού
ευαγγελίζεται υμίν παρ’ ό ευαγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω». (Γαλ. 1,8).
Γ) Κρατείν τας παραδόσεις ως εδιδάχθημεν, είτε διά
λόγου είτε δι’ επιστολής των Αποστόλων και μένειν εν οίς εμάθομεν και
επιστώθημεν∙
και μη πλανάσθαι μηδέ πτύρεσθαι από των αντικειμένων, αλλά γρηγορείν, στήκειν
εν πίστει, εδραίους γίνεσθαι, αμετακινήτους. (Α΄Θες, ε΄, Β΄Θες. Β΄, Α΄Κορ. Ιε΄,
ις, Β΄Κορ. Ιγ΄,Β΄Τιμ. Γ΄).
[16]
«Φεύγετε ουν τας αιρέσεις∙ του διαβόλου γαρ εφευρέσεις εισίν» (Αγ. Ιγνάτιος).
«Αποστρέφεσθε πάσας τας αιρέσεις, ως θηρία μετ’ ιού θανασίμου, περί ων και
εγγράφως παρέδωκα υμίν…» (Αγ. Επιφάνιος).
[17] Σπ.
Μήλια, Διαψιλεστάτη… τομ. Β΄, σ. 729-742.
Συνεχίζεται...
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ, ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ (ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σ σ. 58-96), 1. Αξιωματικοί και στρατιώται., 2. Περί οικονομίας. 3. Ο Μ. Φώτιος και ο πάπας Ιωάννης Η΄.
4. Επιτρεπομένη οικονομία 5. Το Παλαιοημερολογιτικόν. 6. Η χειροτονία των επισκόπων εν Αμερική. 7.Αντικανονικότητες του παρελθόντος και σύγχρονοι αιρετικοί. Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν 1.Περί του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. 2.Τα δικαιώματα του μικρού ποιμνίου. 3.Πως αντέδρων οι παλαιοί άγιοι. 4.Η καλή οικονομία. ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΑΚΡΟΤΗΤΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ (ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σς. 97-121) 1.Περί οικονομίας. 2.Οι φιλαθηναγορικοί Επίσκοποι. 3.Ο Μ. Φώτιος και ο πάπας Ιωάννης Η΄..4.Και πάλιν περί Μ. Φωτίου. 5.Αι Κανονικαί σχέσεις. §§ 6-13 και 18. Περί του Παλαιοημερολογιακού 16.Η «δυνητικότης» του ΙΕ΄Κανόνος. 20.Ο άγιος Κύριλλος και οι σύγχρονοι φιλοπαπικοί Επίσκοποι. 22.Οι ποιμένες και το ποίμνιον. Α΄ ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΟΝ»… Αναίρεσις του άρθρου: «Εκρήξεις ακρίτου ζηλωτισμού». (Βλ. ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σ σ. 166-168). ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ» ΖΗΛΟΝ… Β’«ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΑΝΩ ΤΟΙΣ ΚΑΤΩ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΕΙ…», ΓΕΡΟΝΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΣ; ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου