Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Μεγάλη Σαρακοστή: «Ἕνας τρόπος ζωῆς» (π. Αλέξανδρος Σμέμαν)


Κλιμαξ Ιακ. AAA

 

“Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι·

ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν”.

 

Untitled-1

Μὲ τὴν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μὲ τή νηστεία, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν προσευχὴ σὲ τακτὰ διαστήματα δέν ἑξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἢ μᾶλλον γιά νά εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀποτελεσματικὰ καὶ νά ἔχουν νόημα, πρέπει να ὑποστηρίζονται καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἴδια τή ζωή. Χρειάζεται δηλαδὴ, ἕνας «τρόπος ζωῆς» πού νά μὴν ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλα αὐτὰ καὶ νά μὴν ὁδηγεῖ σὲ μία «διασπασμένη» ὕπαρξη.

Στό παρελθόν, στίς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μία τέτοια ὑποστήριξη μὲ τὸν συνδυασμό πού εἶχε στά ἔθιμα, στίς ἐξωτερικὲς ἀλλαγές, μὲ τή νομοθεσία, μὲ τοὺς δημόσιους καὶ ἰδιωτικοὺς κανονισμούς, μὲ ὅλα δηλαδὴ ὅσα περιλαμβάνονται στή λέξη πολιτισμός. Κατὰ τή Μεγάλη Σαρακοστή ὁλοκλήρη ἡ κοινωνία ὑποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ῥυθμὸ ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἄτομα-μέλη τῆς κοινωνίας τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Στή Ῥωσία, λόγου χάρη, δέν μποροῦσε κανεὶς εὔκολα νά ξεχάσει τή Σαρακοστή γιατὶ οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν χτυποῦσαν διαφορετικὰ αὐτὴ τὴν περίοδο· τὰ θέατρα ἔκλειναν καί, σὲ παλιότερους καιρούς, τὰ δικαστήρια ἀνέβαλλαν τή λειτουργία τους. Φυσικὰ, ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρεθίσματα ἀπὸ μόνα τους, εἶναι φανερό, ὅτι δέν ἦταν δυνατὸ νά ἀναγκάσουν τὸν ἀνθρωπο νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια ἢ σὲ μία πιὸ ζωντανὴ θρησκευτικὴ ζωή. Ἀλλὰ ὅμως δημιουργοῦσαν μία ὁρισμένη ἀτμόσφαιρα – ἕνα εἶδος σαρακοστιανοῦ κλίματος, ὅπου ἡ ἀτομικὴ προσπάθεια γινόταν εὐκολότερη.

Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τίς ἐξωτερικὲς ὑπενθυμίσεις, τὰ σύμβολα, τὰ σημάδια. Φυσικὰ πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ σύμβολα ν’ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νά γίνουν αὐτοσκοπός, καὶ ἔτσι ἀντὶ νά εἶναι ἁπλά μία ὑπενθύμιση, νά γίνουν γιά τὴν κοινὴ ἀντίληψη τὸ μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Αὐτὸν τὸν κίνδυνο τὸν ἔχουμε ἐπισημάνει παραπάνω, ὅταν μιλήσαμε γιά τὶς ἐξωτερικὲς συνήθειες καὶ τὰ πανηγύρια πού ἀντικαθιστοῦν τή γνήσια προσωπική προσπάθεια. Ἂν ὅμως καταλάβουμε σωστὰ αὐτές τίς συνήθειες, τότε θὰ γίνουν ὁ «κρίκος» πού συνδέει τὴν πνευματικὴ προσπάθεια μὲ τή ζωή.

Δέν ζοῦμε σὲ μία ὀρθόδοξη κοινωνία [Ὁ συγγραφέας, Ῥῶσος στήν καταγωγή, ζεῖ σήμερα στήν Ἀμερικὴ] καὶ φυσικὰ δέν εἶναι δυνατὸ νά δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ «κλίμα» τῆς Σαρακοστῆς σὲ ἐπίπεδο κοινωνικό. Εἴτε εἶναι Σαρακοστὴ εἴτε ὄχι, ὁ κόσμος πού μᾶς περιβάλλει, ποὺ ἀποτελοῦμε καὶ μεῖς δικὸ του ἀναπόσπαστο κομμάτι, δέν ἀλλάζει. Κατὰ συνέπεια, ζητιέται ἀπὸ μᾶς μία νέα προσπάθεια νά σκεφτοῦμε τὴν ἀπαραίτητη θρησκευτικὴ σχέση ἀνάμεσα στό «ἐξωτερικὸ» καὶ τὸ «ἐσωτερικό».

Ἡ πνευματικὴ τραγωδία τῆς ἐκκοσμίκευσης εἶναι ἐκείνη πού μᾶς σπρώχνει σὲ μία πραγματικὴ θρησκευτικὴ «σχιζοφρένεια» – ἕνα σπάσιμο δηλαδὴ τῆς ζωῆς μας σὲ δυό κομμάτια: τὸ θρησκευτικὸ καὶ τὸ κοσμικό, ποὺ ἔχουν ὅλο καὶ λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση. Ἔτσι, ἡ πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά μεταθέσει τὰ παραδοσιακὰ ἔθιμα καὶ τὶς συνήθειες, πού εἶναι βασικὰ μέσα στήν προσπάθειά μας κατὰ τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Μ’ ἕνα πειραματικὸ καὶ ἀναγκαστικὰ σχηματικὸ τρόπο θὰ μποροῦσε κανεὶς νά δεῖ αὐτὴ τὴν προσπάθεια σὲ δυό πλαίσια: στή ζωὴ μέσα στό σπίτι καὶ στή ζωὴ ἔξω ἀπ’ αὐτό.

Γιά τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τὸ σπίτι καὶ ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τὴν πρώτη καὶ βασικότερη περιοχὴ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἢ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στήν καθημερινὴ ζωή. Τὸ σπίτι, δηλαδὴ τὸ στυλ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καὶ ὄχι τὸ σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο πού σχηματίζει μέσα μας τή θεμελιακή ἀντίληψη γιά τὸν κόσμο, πού μορφοποιεῖ στόν ἐσωτερικὸ μας, τὸ βασικὸ προσανατολισμὸ, τὸν ὁποῖο ἴσως γιά ἀρκετὸ διάστημα δέν τὸν καταλαβαίνουμε, ἀλλά πού τελικὰ θὰ γίνει ἕνας ἀποφασιστικὸς παράγοντος. Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dοstοyevsky στούς Ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ λέει: «ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τή ζωή». Τὸ σημαντικὸ δὲ εἶναι ὅτι κάνει αὐτὴ τὴν παρατήρηση ὕστερα ἀπὸ τή θύμηση τῆς μητέρας του πού τὸν εἶχε πάρει μαζὶ της στή Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τὴν ὀμορφιά τῆς ἀκολουθίας, τή μοναδική μελῳδίᾳ τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…».

Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιά θρησκευτικὴ ἀγωγή πού γίνεται σήμερα στά κατηχητικὰ σχολεῖα δὲν σημαίνει καὶ πολλὰ πράγματα, ἂν δέν βασίζεται στή ζωὴ τῆς οἰκογένειας. Τί, λοιπόν, θὰ μποροῦσε καὶ θὰ ἔπρεπε νά γίνει στό σπίτι στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατο νά καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τίς πλευρὲς τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θὰ περιοριστοῦμε μόνο σὲ μία ἀπ’ αὐτές.

Ὅλοι μας, χωρὶς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ῥιζικὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης. Αὐτὰ τὰ μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τή ζωή. Δέν χρειάζεται κανεὶς νά βγεῖ ἀπὸ τὸ σπίτι γιά νά βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σὲ ἀπόσταση πού τὸν φτάνουμε… ἀκίνητοι. Καί, σιγὰ σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νά βρεθοῦμε σ’ ἕναν ἐσωτερικὸ κόσμο, μέσα στήν ὀμορφιὰ τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπὸ τὸ σύγχρονο πολιτισμὸ μας. Καὶ ἂν δέν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική. Ἡ μουσικὴ ἔπαψε νά εἶναι κάτι πού τὸ ἀκούει κανείς σταθερὰ. Ἔγινε πιὰ μία «ὑπόκρουση θορύβου» πού συνοδεύει τίς συνομιλίες μας, τὸ διάβασμα, τὸ γράψιμο κλπ. Στήν πραγματικότητα αὐτὴ ἡ ἀνάγκη νά ἀκούγεται συνέχεια μουσικὴ φανερώνει τὴν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά χαρεῖ τή σιωπή, νά τὴν καταλάβει ὄχι σὰν κάτι ἀρνητικό, σὰν μία ἁπλὴ ἔλλειψη, ἀλλὰ ἀκριβῶς σὰν μία παρουσία καὶ σὰν τὴν μοναδικὴ προϋπόθεση γιά τὴν πιὸ ἀληθινὴ παρουσία.

Ἂν ὁ Χριστιανὸς τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατὰ ἕνα μεγάλο βαθμὸ σ’ ἕνα σιωπηλὸ κόσμο πού τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιά αὐτοσυγκέντρωση στόν ἐσωτερικὸ του κόσμο, ὁ σημερινὸς χριστιανὸς εἶναι ἀναγκασμένος νά κάνει εἰδικὴ προσπάθεια γιά νά καλύψει αὐτὴ τὴν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς, ἡ ὁποία αὐτὴ μόνο μπορεῖ νά μᾶς φέρει σὲ ἐπαφὴ μὲ τίς ὑψηλὲς πραγματικότητες. Ἔτσι, λοιπόν, τὸ πρόβλημα τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν εἶναι περιθωριακὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ μὲ πολλοὺς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἢ θανάτου.

Πρέπει κανεὶς νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μοιράσουμε τή ζωή μας ἀνάμεσα στή «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ στό τελευταῖο σήριαλ. Αὐτὰ τὰ δυό βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καὶ τὸ ἕνα, σίγουρα, θὰ σκοτώσει τὸ ἄλλο. Καὶ εἶναι πολὺ πιθανό, ἐκτὸς ἂν γίνεται μία ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τὸ τελευταῖο σήριαλ ἔχει πολὺ μεγαλύτερες ἐλπίδες σὲ βάρος τῆς «χαρμολύπης» – παρὰ τὸ ἀντίθετο.

Μία πρώτη «συνήθεια» πού προτείνεται εἶναι νά μειωθεῖ δραστικὰ ἡ παρακολούθηση τοῦ ῥαδιοφώνου καὶ τῆς τηλεόρασης στήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Δέν τολμοῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ὑπάρξει μία «γενικὴ» νηστεία, ἀλλὰ μόνο ἡ «ἀσκητικὴ» ἡ ὁποία, ὅπως ξέρουμε, σημαίνει, πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἀλλαγὴ τροφῆς καὶ μειώσή της. Φυσικὰ τίποτε τὸ κακὸ δέν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στό νά συνεχίσει κανεὶς νά παρακολουθεῖ στό ῥαδιόφωνο καὶ στήν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτὲς σειρές, ἐνδιαφέροντα καὶ πνευματικὰ ἤ διανοητικὰ ἐμπλουτισμένα προγράμματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σταματήσει στήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στήν τηλεόραση – ἡ μετατροπὴ δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου σὲ «λάχανο» πάνω σὲ μία πολυθρόνα κολλημένο στήν ὀθόνη πού παθητικὰ δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ’ αὐτή. Ὅταν ἤμουνα παιδὶ (ἦταν τότε ἡ προτηλεοπτικὴ ἐποχὴ) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νά κλειδώνει τὸ πιάνο τὴν πρώτη, τὴν τετάρτη καὶ τὴν ἑβδόμη ἑβδομάδα τῆς Σαρακοστῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση εἶναι μέσα μου ζωηρότερη ἀπὸ τὶς μακρινὲς ἀκολουθίες τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἀκόμα καὶ σήμερα ὅταν παίζει τὸ ῥαδιόφωνο αὐτές τίς μέρες μὲ ταράζει σχεδὸν ὅσο καὶ μία βλαστήμια. Ἀναφέρω αὐτὴ τὴν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνο σὰν μία διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης πού μποροῦν νά ἔχουν μερικὲς ἐξωτερικὲς ἐνέργειες στήν ψυχὴ ἑνὸς παιδιοῦ. Καὶ αὐτό πού κρύβεται ἐδῶ δέν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἀπομονωμένο ἔθιμο ἢ ἕνας κανόνας ἀλλὰ εἶναι μία ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σὰν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σὰν κάποιου πράγματος πού εἶναι παρόν ὅλο τὸ χρόνο καί πού δέν πρέπει νά χαθεῖ, νά ἀκρωτηριαστεῖ, νά καταστραφεῖ. Ἐδῶ ἀκόμα, ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία, μία ἁπλή ἀπουσία ἢ ἀποχή ἀπὸ τὴν τροφὴ δέν εἶναι ἐπαρκής, πρέπει νά ἔχει τὸ θετικὸ της συμπλήρωμα.

Ἡ σιωπή πού δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων πού παράγονται ἀπὸ τὰ μέσα τῆς μαζικὴς ἐπικοινωνίας, πρέπει νά γεμίσει μὲ θετικὸ περιεχόμενο. Ἂν ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ τροφὴ γιά τὶς ψυχὲς μας, τροφή, ἐπίσης, θέλει καὶ τὸ μυαλὸ μας, γιατὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ διανοητικὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πού καταστρέφεται σήμερα ἀπὸ τὸ ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ῥαδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εἰκονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ. Αὐτό, λοιπόν, ποὺ προτείνουμε, παράλληλα μὲ τὴν πνευματικὴ προσπάθεια, εἶναι μία διανοητική, θὰ λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρποὺς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τῆς φαντασίας καὶ τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στή ζωὴ μας μόνο καὶ μόνο γιατὶ μᾶς εἶναι πολὺ πιὸ ἄνετο, γυρίζοντας στό σπίτι ἀπὸ τή δουλειά παραδομένοι στή σωματικὴ καὶ διανοητικὴ κόπωση, νά πιέσουμε τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης ἢ νά βυθιστοῦμε στό τέλειο κενὸ ἑνὸς εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ.

Ἀλλὰ πῶς φανταζόμαστε ὅτι θὰ μπορούσαμε νά προγραμματίσουμε τὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νά κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιά διάβασμα; Φυσικὰ δέν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτὰ τὰ βιβλία νά εἶναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δέν μποροῦν ὅλοι νά γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλὴ «Θεολογία» κρυμμένη σὲ μερικὰ λογοτεχνικὰ ἀριστουργήματα καὶ καθετί πού πλουτίζει τή νοημοσύνη μας, κάθε καρπὸς τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματικὴ ἀξία.

Σὲ προηγούμενο κεφάλαιο ἀναφέραμε ὅτι ἡ τετάρτη καὶ ἡ πέμπτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακας καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Θὰ πρέπει αὐτὸ νά τὸ πάρουμε σὰν μία εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπὸ μᾶς ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τὸν πνευματικὸ καὶ διανοητικὸ ἐσωτερικὸ κόσμο μας, νά μελετήσουμε καὶ νά στοχασθοῦμε πάνω σὲ ὅ,τι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ν’ ἀνακαλύψουμε αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο καὶ τὶς χαρὲς του. Ἀπὸ αὐτὴ τή χαρά, ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ κλήση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκπληρώνεται ἐσωτερικὰ καὶ ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δέν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κἄν μία γεύση• ὅμως χωρὶς αὐτή, χωρὶς τὴν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σὰν ταξιδιοῦ στό βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστὴ χάνει τὸ νόημά της.

Τέλος, ποιό θὰ μποροῦσε νά εἶναι τὸ νόημα τῆς Σαρακοστῆς στίς ἀτέλειωτες ὦρες πού περνᾶμε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι; Στίς συναλλαγὲς μας, καθισμένοι σ’ ἕνα γραφεῖο ἢ ἀσκώντας τὰ ἐπαγγελματικὰ μας καθήκοντα, ἢ ὅταν συναναστρεφόμαστε τοὺς συναδέφους καὶ τοὺς φίλους μας; Ἂν καὶ δέν εἶναι δυνατὸν νά δοθεῖ ἐδῶ μία συγκεκριμένη συνταγή, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὅμως μερικὲς πολὺ γενικὲς ἀπόψεις μποροῦν νά λεχθοῦν. Καὶ πρῶτα-πρῶτα ἡ Σαρακοστὴ εἶναι μία θαυμάσια εὐκαιρία νά ἐλέγξουμε τὸν ἀπίστευτα ὑπεροπτικὸ χαρακτῆρα μας στίς σχέσεις μας μὲ τοὺς ἀνθρώπους, στά διάφορα γεγονότα καὶ στή δουλειά. «Χαμογέλα!», «μὴ στεναχωριέσαι» κλπ. Εἶναι σλόγκαν πού στήν πραγματικότητα ἔγιναν «διαταγές» πού πρόθυμα τὶς δεχόμαστε καί πού σημαίνουν: μὴν ἀνακατεύεσαι, μὴ ῥωτᾶς, μὴ προχωρᾶς βαθύτερα στίς σχέσεις σου μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους· φύλαξε τοὺς κανόνες τοῦ παιγνιδιοῦ πού συνδυάζει τή φιλική διάθεση μὲ τὴν τέλεια ἀδιαφορία· σκέψου τὰ πάντα μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑλικοῦ κέρδους, τῆς ὠφέλειας, τῆς προαγωγῆς νά εἶσαι, μ’ ἄλλα λόγια, ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἐνῶ συνέχεια χρησιμοποιεῖ τίς μεγάλες λέξεις: ἐλευθερία, εὐθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ἀκολουθεῖ τὴν ὑλιστικὴ ἀρχὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτά πού τρώει!

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι περίοδος γιά ἀναζήτηση νοήματος. Νά βρῶ, δηλαδή νόημα στήν ἐπαγγελματική μου ζωὴ στά πλαίσια τῆς κλήσης μου· νόημα στίς προσωπικὲς σχέσεις μου μὲ τ’ ἄλλα πρόσωπα· νόημα στή φιλία· νόημα στίς εὐθύνες μου. Δέν ὑπάρχει ἀπασχόληση, ἐπάγγελμα πού νά μὴ μπορεῖ νά «μεταμορφωθεῖ» – ἔστω καὶ γιά λίγο μόνο – μὲ στόχο ὄχι τή μεγαλύτερη ἀπόδοση ἢ τὴν καλύτερη ὀργάνωση, ἀλλὰ τὶς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἡ ἴδια προσπάθεια γιά «ἐσωτερικοποίηση» ὅλων τῶν σχέσεών μας εἶναι ἀπαραίτητη γιατὶ εἴμαστε ἐλεύθερες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις πού καταντήσαμε (χωρὶς τὶς περισσότερες φορὲς νά τὸ ξέρουμε) φυλακισμένοι στά συστήματα τὰ ὁποῖα προοδευτικὰ κάνουν τὸν κόσμο μας ἀπάνθρωπο. Καὶ ἂν στήν πίστη μας ὑπάρχει κάποιο νόημα, αὐτὸ πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένο μὲ τή ζωή καὶ ὅλα τὰ συνακόλουθά της. Χιλιάδες ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ ἀπαραίτητες ἀλλαγὲς ἔρχονται μόνο ἀπ’ ἔξω μὲ τὴν ἐπανάσταση καὶ τὴν ἀλλαγὴ στίς ἐξωτερικὲς συνθῆκες. Στό χέρι τους εἶναι νά ἀποδείξουν οἱ χριστιανοὶ ὅτι στήν πραγματικότητα καθετὶ ξεκινάει ἀπὸ μέσα -ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τή ζωή σύμφωνα μὲ τὴν πίστη αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν μπῆκε στόν Ἑλληνο-ῥωμαϊκὸ κόσμο, δέν κατάγγειλε τή δουλεία, δέν ξεσήκωσε σὲ ἐπαναστάση. Αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ πίστη της, ἡ νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς εἶναι κείνη πού προοδευτικὰ καταργεῖ τή δουλεία. Ἕνας «ἅγιος» -καὶ ἅγιος ἐδῶ σημαίνει, πολὺ ἁπλά, κάθε ἄνθρωπος πού παίρνει πάντοτε στά σοβαρὰ τὴν πίστη του- θὰ κάνει πολὺ περισσότερα γιά τὴν ἀλλαγὴ τοῦ κόσμου παρὰ χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς ἐπαναστάτης σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.

Μία τελευταία γενικὴ παρατήρηση: ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικὰ βερμπαλιστικὸς καὶ μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπὸ λόγια πού ἔχουν χάσει τὸ νόημά τους καὶ συνεπῶς τή δύναμή τους. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀποκαλύπτει τὴν ἱερότητα τοῦ λόγου – ἕνα ἀληθινὰ θεῖο δῶρο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μὲ τεράστια δύναμη εἴτε θετικὴ εἴτε ἀρνητική. Γι’ αὐτὸ ἐπίσης καὶ θὰ κριθοῦμε γιά τὰ λόγια μας: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· 37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37).

Ἐλέγχουμε τὰ λόγια μας μὲ τὸ νά ἀνακαλύπτουμε τή σοβαρότητα καὶ τὴν ἱερότητά τους, νά καταλαβαίνουμε ὅτι μερικὲς φορὲς ἕνα «ἀστεῖο» πού λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νά ἔχει καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, μπορεῖ νά γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» πού ξεχυλίζει τὸ ποτήρι καὶ ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν τελικὴ ἀπελπισία καὶ καταστροφή. Ἀλλὰ ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καὶ μία μαρτυρία. Μία τυχαία συνομιλία σ’ ἕνα γραφεῖο μὲ τὸ συνάδελφο μπορεῖ νά μεταδώσει καλύτερα μία θεώρηση γιά τή ζωή, μία διάθεση ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ στή δουλειά καὶ νά ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπὸ τὸ τυπικὸ κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπὸ μία τέτοια συνομιλία, νά πέσουν σπόροι γιά μία ἐρώτηση πάνω στή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιά ἐπιθυμία νά γνωρίσει κανεὶς περισσότερα. Δέν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἔνας τὸν ἄλλον μὲ τὰ λόγια, μὲ τὸν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Καὶ τελικὰ οἱ ἄνθρωποι ἑλκύονται στόν Θεό, ὄχι γιατὶ κάποιος μπόρεσε νά τοὺς δώσει διαφωτιστικὲς ἐξηγήσεις, ἀλλὰ γιατὶ εἶδαν σ’ αὐτὸν τὸ φῶς, τή χαρά, τὸ βάθος, τή σοβαρότητα, τὴν ἀγάπη πού ἀπὸ μόνα τους ἀποκαλύπτουν τὴν παρουσία καὶ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.

Ἔτσι, ἂν ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τῆς πίστης ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καὶ ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μὲ τὸ νά ἀπέχουμε ἀπὸ τὴν τροφὴ ξαναβρίσκουμε τή γλύκα της καὶ ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τὴν παίρνουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη. Μὲ τὸ «νά μειώνουμε» τίς ψυχαγωγίες, τή μουσική, τὶς συζητήσεις, τὶς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τὴν τελικὴ ἀξία τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καὶ τὰ ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτὰ ἀκριβῶς γιατὶ ξαναβρίσκουμε τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, γιατὶ ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτὸν καὶ δι’ Αὐτοῦ σὲ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός Του.Ἔτσι τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε:

«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια.

Ἐορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται».

Μὴ μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, φιλάνθρωπε Κύριε!

π. Αλέξανδρος Σμέμαν

ΠΗΓΗ:https://www.imaik.gr/

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

Ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου

 

Audio PlayerUse Up/Down Arrow keys to increase or decrease volume

img048

 

    

 Ἀδάμ, ὁ πατέρας τῆς οἰκουμένης, ἐγνώριζε στόν Παράδεισο τή γλυκύτητα τῆς θείας ἀγάπης. Ἔτσι, μετά τήν ἔξωσή του ἀπό τόν Παράδεισο γιά τό ἁμάρτημά του, ἐγκαταλειμμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θλιβόταν πικρά καί ὀδυρόταν μέ βαθεῖς στεναγμούς. Ὅλη ἡ ἔρημος ἀντηχοῦσε ἀπό τούς λυγμούς του. Ἡ ψυχή του βασανιζόταν μέ τή σκέψη: «Ἐλύπησα τόν ἀγαπημένο μου Θεό». Δέν μετάνοιωνε τόσο γιά τήν Ἐδέμ καί τό κάλλος της, ὅσο γιά τήν ἀπώλεια τῆς θείας ἀγάπης, πού τραβᾶ ἀχόρταγα τήν ψυχή στό Θεό. Τό ἴδιο καί κάθε ψυχή πού γνώρισε μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τό Θεό κι ὕστερα ἔχασε τή χάρη, δοκιμάζει τό ἀδαμιαῖο πένθος.

Θλίβεται ἡ ψυχή καί μεταμελεῖται σφοδρῶς, ὅταν προσβάλη τόν ἀγαπημένο Κύριο. Βασανιζόταν κι ὀδυρόταν στή γῆ ὁ Ἀδάμ κι ἡ γῆ δέν τοῦ ἔδινε χαρά. Νοσταλγοῦσε τό Θεό κι ἐφώναζε: Διψᾶ ἡ ψυχή μου τόν Κύριο καί Τόν ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μήν Τόν ζητῶ; Ὅταν ἤμουν μαζί Του, ἀγαλλόταν εἰρηνικά ἡ ψυχή μου καί ἤμουν ἀπρόσιτος γιά τούς ἐχθρούς. Τώρα ὅμως ἀπέκτησε ἐξουσία πάνω μου τό πονηρό πνεῦμα καί κλονίζει καί τυραννεῖ τήν ψυχή μου.

Γι᾽ αὐτό λυώνει ἡ ψυχή μου γιά τόν Κύριο μέχρι θανάτου. Τό πνεῦμα μου ὁρμᾶ πρός τό Θεό καί τίποτε τό γήϊνο δέν μέ παρηγορεῖ· κι ἡ ψυχή μου δέν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, ἀλλά ποθεῖ διψασμένα νά Τόν δῆ καί νά Τόν ἀπολαύση ὡσότου χορτάση. Δέν μπορῶ νά Τόν λησμονήσω οὔτε στιγμή κι ἀπό τόν πολύ μου πόνο στενάζω καί ὀδύρομαι: Ἐλέησόν με ὁ Θεός, τό παραπεσόν Σου πλάσμα».

Ἔτσι ὀδυρόταν ὁ Ἀδάμ κι ἔτρεχαν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τό πρόσωπό του κι ἔπεφταν στό στῆθος του καί στή γῆ. Μέ δέος ἄκουγε ὅλη ἡ ἔρημος τούς στεναγμούς του. Ζῶα καί πουλιά σιωποῦσαν ἀπό θλίψη. Κι ὁ Ἀδάμ ὀδυρόταν, γιατί μέ τό ἁμάρτημά του στερήθηκαν ὅλοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη.

Ἦταν μεγάλη ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἐξορία του ἀπό τόν Παράδεισο. Σάν εἶδε ὅμως τό γυιό του Ἄβελ σκοτωμένο ἀπό τόν Κάϊν, αὐξήθηκε ἀκόμα πιό πολύ ἡ θλίψη τοῦ Ἀδάμ· φοβερά στενοχωρημένος κοίταζε κι ἔκλαιγε: «Ἐξ ἐμοῦ λαοί ἐξελεύσονται καί πληθυνθήσονται ἐπί τῆς γῆς· κι ὅλοι θά ὑποφέρουν, θά ζοῦν μέσα στήν ἔχθρα καί στόν ἀλληλοσκοτωμό». Κι ἦταν ἡ θλίψη του μεγάλη σάν τόν ὠκεανό· καί τήν καταλαβαίνουν μόνον οἱ ψυχές πού γνώρισαν τόν Κύριο καί τήν ἀνείπωτη ἀγάπη Του.

Κι ἐγώ ἔχασα τή χάρη καί φωνάζω μαζί μέ τόν Ἀδάμ: «Σπλαγχνίσου με Κύριε. Δῶσε μου πνεῦμα ταπεινώσεως καί ἀγάπης».

Ὤ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Ὅποιος σέ γνώρισε, σ᾽ ἀναζητεῖ ἀκούραστα καί φωνάζει μέρα καί νύχτα: «Σέ ποθῶ, Κύριε, καί Σ᾽ ἀναζητῶ μέ δάκρυα. Πῶς νά μή Σέ ζητῶ; Ἐσύ μοῦ ἔδωσες νά Σέ γνωρίσω μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, κι αὐτή ἡ θεία γνώση τραβᾶ ἀδιάκοπα τήν ψυχή μου κοντά Σου».

Θρηνεῖ ὁ Ἀδάμ: «Δέν μέ τέρπει ἡ σιγή τῆς ἐρήμου. Δέν μέ τραβοῦν τῶν βουνῶν τά ψηλώματα. Δέν μ᾽ ἀναπαύει ἡ ὀμορφιά τῶν δασῶν καί τῶν λειβαδιῶν. Δέν καταπραΰνει τόν πόνο μου τῶν πουλιῶν τό κελάδημα. Τίποτε, τίποτε δέν μοῦ δίνει τώρα χαρά, Ἡ ψυχή μου ράγισε ἀπό τήν πολύ στενοχώρια. Τόν ἀγαπημένο Θεό μου ἐπρόσβαλα. Κι ἄν μέ ξανάπαιρνε στόν παράδεισο ὁ Κύριος καί ἐκεῖ θά θρηνοῦσα λυπητερά, πονεμένα γιατί πίκρανα τόν ἀγαπημένο μου Θεό».

Ἅγιος Σιλουανός ὁ Αθωνίτης

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 


ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

« τς νηστείας θεος καιρός, πάθη κκαθαίρων ψυχικά, καί ψυχικούς πλύνων μώλωπας, λθε, νν πέστη˙ πιστοί, συνδράμωμεν, καί τοτον φιλοφρόνως ποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ Τριωδίου).

(Ο θείος καιρός της νηστείας, που καθαρίζει τα ψυχικά πάθη και πλένει τους ψυχικούς μώλωπες, ήλθε, τώρα φάνηκε. Πιστοί, ας τρέξουμε μαζί και ας τον υποδεχτούμε με φιλοφροσύνη και καλή διάθεση).

Μια ανάσα από την έναρξη της Σαρακοστής και η Εκκλησία μας διά του αγίου υμνογράφου της Ιωσήφ μάς καλεί να την υποδεχτούμε με τον σωστό τρόπο. Και σωστός τρόπος δεν είναι η κατήφεια και η μελαγχολική διάθεση -  δείγμα της κυριαρχίας των παθών μέσα μας: «χάνουμε» τα ηδονικά στοιχεία του λαιμού και της γαστέρας μας, ταλαιπωρείται δηλαδή η λαιμαργία και η γαστριμαργία μας, άρα η φιληδονία μας – αλλά η καλή και ευχάριστη διάθεση, η φιλοφροσύνη. Μας καλεί η Εκκλησία μας «τρέχοντας» να σπεύσουμε να ενταχτούμε στην αγκαλιά της σεμνής αυτής περιόδου. Θυμάται κανείς τον άγιο αββά του Γεροντικού, ο οποίος έλεγε τον παράδοξο θεωρούμενο λόγο: «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος, και στον κόπο βρίσκω ανάπαυση». Που θα πει: ο όσιος αυτός ασκητής είχε καταλάβει πολύ καλά ότι η ζωή στον κόσμο τούτο αν θέλει να είναι χριστιανική, πρέπει να είναι με τον Χριστό, συνεπώς πρέπει ο πιστός να ασκεί πάντοτε «βία» στον εαυτό του, ακολουθώντας με συνέπεια Εκείνον. Κι η ακολουθία του Χριστού είναι συσταύρωση μαζί Του: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Οπότε η χριστιανική ζωή δεν είναι καθόλου εύκολη. Έχει ασκητικό χαρακτήρα, είτε είναι κανείς καλόγερος είτε όπως λέμε κοσμικός. Γιατί ακριβώς παλεύεις να στρέφεις αδιάκοπα τα νώτα του στο γενικό κλίμα του σαρκικού αμαρτωλού φρονήματος και να προσανατολίζεσαι έστω και με το «ζόρι» εκεί που είναι ο Χριστός.

Αλλά ο προσανατολισμός αυτός καθιστά από την άλλη και τον αγώνα ευχάριστο και εξαιρετικά ποθητό. Γιατί δεν είναι αγώνας «τυφλός». Τον Χριστό θέλουμε να ακολουθούμε, το πιο αγαπημένο πρόσωπο που μπορεί να υπάρξει για τους πιστούς, έστω κι αν υπάρχουν τα εμπόδια των ακανθών από τα πάθη μας. Τι μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να ζούμε τον Παράδεισο ήδη από τώρα στη ζωή αυτή μαζί Του; Μόνον ο αμαρτωλός εαυτός μας, που ρέπει στη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία. Γι’ αυτό και ο πνευματικός αγώνας στοχεύει στην εξάλειψη των παθών αυτών, με την έννοια της μεταστροφής τους σε εγκράτεια, σε προσφορά και ελεημοσύνη, σε ταπείνωση. Το αποτέλεσμα; Στον βαθμό που εξαλείφονται τα αγκάθια αυτά εξομαλύνεται το έδαφος της καρδιάς μας και φύεται το σπέρμα του Πνεύματος που ελάβαμε διά του αγίου βαπτίσματός μας, εμφανίζεται δηλαδή στην ύπαρξή μας ο ίδιος ο Χριστός, γινόμαστε κι εμείς Χριστός, γινόμαστε φιλόθεοι και φιλάνθρωποι.

Η πιο πρόσφορη περίοδος της Εκκλησίας για την ένταση του πνευματικού αγώνα, ώστε να κάνουμε τον εαυτό μας «περιβόλι του Ουρανού», είναι η Σαρακοστή. Είναι ο θείος καιρός της νηστείας, μας υπενθυμίζει ο άγιος υμνογράφος,  γιατί με τη ορθή άσκησή της καθαρίζονται τα ψυχικά πάθη και ξεπλένονται  και θεραπεύονται οι μαυρίλες και τα κτυπήματα της ψυχής. Σε άλλο σημείο (ωδή ε΄) ο υμνογράφος θα μας πει: «η νηστεία έκανε τον Μωυσή θεόπτη, είδε τον Θεό! Οπότε κι εσύ, ψυχή μου, μιμήσου τον κι ανάλαβε τη νηστεία, ανεβαίνοντας διαρκώς εσωτερικά προς τον Θεό, για να δεις τη λαμπρότητα του Θεού». Η εκκλησιαστική νηστεία, ψυχική και σωματική, είναι αυτονόητο ότι έχει θετικό χαρακτήρα: μας φέρνει ενώπιον του Θεού και μας γεμίζει με το φως Του. Πόσο μακριά δηλαδή από ό,τι συνήθως οι πολλοί αντιμετωπίζουμε τη «σκυθρωπότητά» της!

ΠΗΓΗ: https://pgdorbas.blogspot.com/2024/03/blog-post_15.html

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 


Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

«λαμψε τς γκρατείας επρέπεια, τν δαιμόνων τήν χλύν φυγαδεύουσα· πεδήμησε τς νηστείας σεμνότης, τν ψυχικν παθν τήν ατρείαν φέρουσα· ταύτ ποτέ Δανιήλ, καί ο ν Βαβυλνι Παδες φραξάμενοι, μέν, στόμα λεόντων χαλίνωσεν, ο δέ, τήν φλόγα τς καμίνου σβεσαν· μεθ’ ν καί μς δι’ ατς, σσον, Χριστέ Θεός, ς φιλάνθρωπος» (πόστιχα τν Ανων, διόμελον, χος γ΄).

(λαμψε επρέπεια τς γκράτειας, ποία διώχνει μακριά τή σκοτεινιά τν δαιμόνων. φτασε σεμνότητα τς νηστείας, ποία γιατρεύει τά ψυχικά πάθη. Μέ τή νηστεία ατή χυρωμένοι κάποτε Δανιήλ, πως καί τά τρία παιδιά στή Βαβυλώνα, μέν πρτος βαλε χαλινάρι στό στόμα τν λιονταριν, τά δέ παιδιά σβησαν τή φλόγα τς καμίνου. Μαζί μ’ ατούς καί μέσω ατς σσε καί μς, Χριστέ Θεέ μας, ς φιλάνθρωπος).

γιος μνογράφος πιμένει στή σπουδαιότητα καί στόν πνευματικό χαρακτήρα τς γκράτειας καί τς νηστείας πού προβάλλει Μεγάλη Τεσσαρακοστή. χει τέτοια σπουδαιότητα μάλιστα, κατ’ ατόν,  πού μέν πρώτη φυγαδεύει κόμη καί τούς δαίμονες - γκρατής νθρωπος δηλαδή εναι κυρίαρχος χι μόνον το αυτο του λλά καί τν πονηρν πνευμάτων - ν δεύτερη, νηστεία, ς κφραση βεβαίως το πνεύματος τς γκρατείας, θεραπεύει λα τά ψυχικά πάθη, πού σημαίνει τι περιορισμός στή σάρκα, πού κινεται συνήθως τακτα χωρίς χαλινό, φέρνει κείνη τή χάρη στε νά θεραπεύεται καί δια ψυχή. Μιλμε σφαλς γιά τήν επρεπή γκράτεια καί τή σεμνή νηστεία, πως τίς χαρακτηρίζει μνογράφος, γιά νά τίς διακρίνει πό τίς ρρωστημένες κτροπές το φαρισαϊσμο καί το δαιμονικο μανιχαϊσμο - ς καύχηση ς ποστροφή το σώματος. 

Τό πιχείρημα το μνογράφου εναι συντριπτικό, φόσον κανείς εναι πιστός καί δέχεται τίς γιες Γραφές: δη πό τήν Παλαιά Διαθήκη, μς λέει, χουμε τά παραδείγματα το προφήτη Δανιήλ πού ρίχτηκε λόγω τς πίστης του σέ λάκκο μέ λιοντάρια, καί τν τριν παίδων πού ρίχτηκαν στό ναμμένο καμίνι. Κι ατό γιατί; Διότι καί προφήτης καί τά τρία παιδιά, σέ νεαρή λικία ερισκόμενοι λοι, κατά τήν περίοδο τς Βαβυλώνιας αχμαλωσίας τν ουδαίων, ρνήθηκαν νά ποταχτον στά κελεύσματα τς εδωλολατρικς ξουσίας, πιλέγοντας θυσιαστικά νά παραμείνουν σταθεροί στήν ληθινή λατρεία το Θεο λλά καί στήν παράδοση τς γκρατείας καί νηστείας πού καθόριζε πίστη τους. Καί τό ποτέλεσμα ταν θαυμαστό: τόν μέν Δανιήλ ντιμετώπισαν τά λιοντάρια ς τόν καλύτερο «φέντη» τους, ν τά τρία παιδιά σεβάστηκε καί δια πύρινη μεγάλη φλόγα. πότε, κατά τόν μνογράφο μας, τό διο θά συμβε καί μέ μς, ν κολουθήσουμε τήν ληθινή νηστεία: σωτηρία μας πό τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό μας.  

ΠΗΓΗ: https://pgdorbas.blogspot.com/2024/03/blog-post_14.html   

 

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2024

Ἀναμνήσεις μου ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ Μωραϊτίδην

 


Γράφει σιος Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος γι τς γρυπνίες στν γιο λισσαο κα γι τν γιο Νικόλαο τν παπαΠλαν:

 

«Κατ τ τος 1905 1907 πηρετν ες τς τάξεις το στρατο, φοίτων ες τν Βυζαντινν Μουσικν Σχολν «ωάννης Δαμασκηνος… συμπατριώτης μου ωάννης λεξάκης… μέραν τινα λέγει μοι: «Ν λθς ες τν μικρν ναν το Προφήτου λισσαίου, ες τν ποον γίνονται κατανυκτικα γρυπνίαι κα ψάλλουν βυζαντιν ο Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης κα λλοι. Θ φεληθς κα θ μάθης πολλ ναγκαα, χρήσιμα κα φέλιμα δι τν ερν μνωδίαν.»

Μετέβην ες μίαν γρυπνίαν κα τόσον πολ ηχαριστήθην κα κατενύγην, στε συχνάκις καθ ̓ λην τν βδομάδα εχον ες τν νον μου, πότε θ λθη ελογημένη ρα ν πάγω ες τν γρυπνίαν∙ κα τε ρχετο ρα, τρεχον μ χαράν, σπερ τρέχει λαφος π τς πηγάς, δι ν πίω κ το δατος το λλομένου ες ζων αώνιον κα ποτίσω, δροσίσω κα εφράνω τν... διψσαν μου ψυχήν. Κα πράγματι σθανόμην δρόσον, εφροσύνην κα γαλλίασιν πνευματικν κα μο φαινοντο ες τν λάρυγγά μου γλυκύτερα πρ μέλι κα κηρίον τ λόγια το Θεο, ο μνοι, α δοξολογίαι, τ στιχηρά, τ διόμελα, ο κανόνες, τ κατανυκτικ τροπάρια, τ ποα ψαλλον ο είμνηστοι καθηγητα ξάδελφοι λέξανδροι Παπαδιαμάντης κα Μωραϊτίδης, χι μ φωνς θυμελικς κα βος τάκτους κα ναρμόστους, λλά, ς λέγει Δαβίδ, μ σύνεσιν, μ συναίσθησιν, μ φόβον κα τρόμον: «ψάλατε συνετς, ψάλατε τ Κυρί ν φβ κα τρόμ».

 

ταν ψαλλον ο δύο λέξανδροι Παπαδιαμάντης κα Μωραϊτίδης, ες δεξι κα λλος ριστερά, ψαλλον μ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν κα συντριβν καρδίας, πο νόμιζες τι προσηύχοντο, τι σταντο νώπιον το οράτως παρισταμένου κα πανταχο παρόντος Παντοδυνάμου κα Παντοκράτορος Θεο κα χωρς ν θέλ τις λαύνετο νος το σπερ π μαγνήτου, πρόσεχε, σθάνετο τ δρώμενα κα νόμιζεν τί ερίσκετο ες τν 

 

 

Ὁὐρανόν, ς ψάλλει ερς μνωδός…

Ες τς γρυπνίας γνώρισα κα δύο ἱἐρες τν παπα ντώνιον, φημέριον το ερο ναο γίου Νικολάου Πευκακίων, κα τν παπα Νικόλαον Πλάν, φημέριον το ερο ναο γ. ωάννου Κυνηγο∙ κα ο δύο κούραστοι, πρόθυμοι ες τς γρυπνίας, καλόκαρδοι. ξαιρέτως δ περ ο λόγος παπα Νικόλας Πλανς το πλος, κακος, προς, κέραιος, πόνηρος, όργητος, μνησίκακος, πάντοτε λαρός, χαροποιός, γελαστός.

 

Ἔἰς τν παπα Νικόλαον, πειδ το ταπεινός, πέβλεψεν π ̓ ατν Κύριος, ς λέγει σοφς παροιμιαστής: «π τίνα πιβλέψω, λέγει Κύριος, εμ π τν προν κα ταπεινν τ καρδὶᾳ κα τρέμοντα τος λόγους∙» κα πάλιν: « ν καρδίαις πραέων ναπαύσεται πνεμα Κυρίου»∙ κα Κύριος μν . Χριστς ν Εαγγελίοις μακαρίζει ατούς: «Μακάριοι ο πραες τί ατο κληρονομήσουσι τν γν».

 

«Μχρι σμερον πο χουν παρλθη 45 τη, σκις ναπολσω ες τν μνμην μου τν Παπαδιαμντη κα τν Μωραϊτδην κα τς κατανυκτικς κενας γρπνας κα ερς μυσταγωγας, τς ποας τλουν ὁἱ εμνηστοι π. ντνιος κα πλος κα κραιος κα ταπεινς τ κρδίᾳ παπα- Νικλαος Πλανς, μο φαίνεται σν ν κοω τν ἱἐρν κενην μνωδαν, ποα μοαζε σν μνωδα γγελικ κα προσευχ κατανυκτικ. Δν θ λησμονσω τν ελβειαν κα προσοχν μ τν ποαν ψαλλον ο εμνηστοι διδσκαλοι Μωραϊτδης κα Παπαδιαμντης, μ τν σιγανν κα ταπεινν φωνήν των. φανοντο χι τι ψαλλον, λλ’ τι προσηχοντο κα συνωμλουν μ τν Θέν.

 

δ Παπαδιαμντης, ταν ψαλλε τ τροπρια τς Δευτρας Παρουσας: «ταν μλλεις ρχεσθαι κρσιν δικααν ποισαι, Κριτ δικαιτατε… ταν τθωνται θρνοι κα νογωνται ββλοι, κα Θες ες κρσιν καθζηται… ννο τν μραν κενην κα τν ραν, ταν μλλομεν πντες, γυμνο κα ς κατκριτοι τ δεκστ Κριτ παρστασθαι…» τ ψαλλε μ τοιατην συνασθησιν κα φβον, στε φανετο σν ν στατο μπροσθεν το φοβερο Κριτηρου. ταν δ ψαλλε τ το Παραδεσου τροπρια, φανετο σν ν ξστατο κα ρπζετο ς ες Παρδεισον. σατως, ταν ψαλλε τ ναστσιμα τροπρια κα καννας, φανετο ς χαρων κα λλμενος, καθς Θεοπτωρ Δαυδ «πρ τς σκιδου Κιβωτο λατο σκιρτν».

 

«πειδ δ ψαλλον ( Παπαδιαμντης κα Μωραϊτδης) μετ συνσεως κα ελαβεας, δν πτρεπον ες ψλτας πο ρχοντο δι ν ψλωσι ες τς γρυπνας, ἐὰν κα κενοι δν ψαλλον συνετς κα μετεχειρζοντο χι τς φυσικάς των φωνς, λλ θυμελικς, προσποιητς κα τκτους φωνς. δ Παπαδιαμντης, στις το κα εὐέξαπτος, τος δωκε. Φγετε, τος λεγε, δ εναι τπος προσευχς. Πηγανετε ν τραγουδσετε ες τ θατρα. Πολλκις κα μ στις μην βοηθός του κα μαθητς, ταν κανα καμμαν παραφωναν παρατοναν, μ δωκεν. Φγε, μο λεγε, πασε, κλεσε τ στμα σου, πρσεκτε. γ παρεμριζα, λλ γργορα το περνοσε θυμς κα πλιν μ κλει. Κστα, λα ν ψλης. γ πειδ εχον ζλον ν μθω, μσως τρεχον κα ψαλλον.

 

το δ τσο ταπεινς, στε πολλκις μετ τ τλος τς γρύπνας μπροσθεν πολλν μο ζτει σύγχρησιν. Κστα, μο λεγεν (τοτο το τ κοσμικν μου νομα), ν μ συγχωρσης, διτι σ λπησα. Κα γ τ λεγον: – γ πταω, διδσκαλε, διτι εμαι πρσεκτος. Σ εχαριστ δ, διτι μ τς παρατηρσεις πο μὸῦ κμνεις γνομαι προσεκτικτερος κα μ τς πιπλξεις μ διδσκεις τν πομονν τς ποας χω νγκην.

 

μολογ, τι π τν τξιν κενην ποα παρετηρετο ες τ κκλησκι κενο το προφτου λισσαου λαβον μεγλην φλειαν».

ΠΗΓΗ: https://paterikos.blogspot.com/2024/03/blog-post_916.html