Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιοδικὸν "Ἀρχεῖον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περιοδικὸν "Ἀρχεῖον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Γέροντας Ιωσήφ Σπηλαιώτης και Ημερολογιακό θέμα

 

Εισαγωγικό Σημείωμα

ΤΟΝ Οκτώβριο του 2019 αναρτήθηκε υλικό σε γνωστό Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων, το οποίο στρέφεται ευθέως εναντίον των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών του Πατρίου Ημερολογίου Ελλάδος από μέρους Νεοημερολογιτών. Στην ύποπτη και παράδοξη αυτή σύμπτωση, ενώ τους Καινοτόμους Οικουμενιστές απασχολεί υποτίθεται το θέμα της Ουκρανίας, υπάρχει προφανώς κάποια σκοπιμότητα, και είναι πράγματι θλιβερό να αναμειγνύουν εμάς τους Γνησίους Ορθοδόξους στην υπηρέτηση των σχεδίων τους ή στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Εμείς μόνον αγάπη και ενδιαφέρον δεν διακρίνουμε στους επικριτές μας, οι οποίοι στην άγνοια, στην πλάνη ή στην θρασύτητά τους μας αντιμετωπίζουν είτε απαξιωτικά έως και υβριστικά, είτε πάντως με προκατάληψη, μονομέρεια και εσκεμμένη σύγχυση.

Επειδή μάλιστα σε μία από τις αναρτήσεις αυτές, σε μαγνητοσκοπημένη ομιλία Νεοημερολογίτου μητροπολίτου ακριτικής πόλεως, εκτός των άλλων ανακριβειών και λαθών που υπάρχουν εν σχέσει με το Ημερολογιακό θέμα και τους Γνησίους Ορθοδόξους, γίνεται αναφορά εις επίρρωσιν δήθεν των υποστηρειζομένων και σε επιστολή του Γέροντος Ιωσήφ του Ησηχαστού (†1959), ειλημμένη από πρόσφατη έκδοση γνωστής Αγιορειτικής Μονής, αντιληφθήκαμε ότι υπάρχει παραποίηση του νοήματός της, γι’ αυτό προβαίνουμε σε δημοσίευση ειδικού κειμένου μας, το οποίο είχαμε συντάξει παλαιότερα, με επικαιροποίησή του, προκειμένου να θέσουμε τα πράγματα στην θέση τους. Στην επιστολή του Γέροντος Ιωσήφ, στην οποίαν παραπέμπει ο κατήγορός μας, δεν γίνεται αναφορά σε θεία προτροπή για μετάβαση από τους «Παλαιοημερολογίτες» στους Κωνσταντινοπολίτες, όπως ακούσθηκε από τον ομιλητή, αλλά από την ακραία ζηλωτική ομάδα των λεγομένων Ματθαϊκών στους μετριοπαθείς Ζηλωτές τους προσκειμένους στον Άγιο Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο (†1955).

Παραθέτουμε το κείμενό μας:

ΠΡΟ ετών κυκλοφόρησαν κάποια βιβλία από Αγιορειτικές Μονές, ή και από Μονή της Αμερικής, στα οποία θίγεται το θέμα της σχέσεως πρωτίστως του ευήμως γνωστού Γέροντος Ιωσήφ του Σπηλαιώτου (†1959), όπως και άλλων Γερόντων (Εφραίμ Κατουνακιώτου), με τους λοιπούς Ζηλωτές Πατέρες του Αγίου Όρους, με προεκτάσεις ως προς την στάση τους γενικά έναντι του Ημερολογιακού Ζητήματος.

Όμως, ο τρόπος που γίνεται αυτό είναι εν πολλοίς συγκεχυμένος και παραπλανητικός, με αποτέλεσμα να εξάγεται το λανθασμένο συμπέρασμα, ‘ότι η αληθινή Εκκλησία του Χριστού εκπροσωπείται σήμερα από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο πρωτοστατεί στην αίρεση του Οικουμενισμού, και οι του Πατρίου Ημερολογίου αποτελούν εκτροπή!

Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται ιδιαίτερα καθησυχαστικό για τους πολλούς, οι οποίοι δεν επιθυμούν να εισέλθουν σε Αγώνα Πίστεως, ενώ αυτή [η Γνήσια Πίστη] είναι το κινδυνευόμενον, για να επαναπαύονται στο λάθος με το άλλοθι, ότι αφού Γέροντες τέτοιας περιωπής κατέληξαν να είναι με το Πατριαρχείο, άρα όλα βαίνου καλώς και δυνάμεθα να εφησυχάζουμε μακαρίως και να ψέγουμε όσους αγωνίζονται για τα ιερά και όσια της Πίστεως, τα οποία τόσο φανερά και αναίσχυντα απεμπολούνται. Οι δε σύγχρονοι Αγιορείτες «νέο-ησυχαστές» συνεργούν στην θλιβερότατη αυτή συμπαιγνία!



Πως όμως έχουν τα πράγματα;

***

Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (βλ. φωτογραφία), ο κατά κόσμον Φραγκίσκος Κότης από τις Λεύκες της νήσου Πάρου, μόνασε ως γνωστόν σε νεανική ηλικία στην έρημο του Αγίου Όρους, κατά τις αρχές της τρίτης δεκαετίας του παρελθόντος 20ου αιώνος, και δόθηκε μετά μεγάλου πόθου στην εκζήτηση του θείου Ελέους του Κυρίου Ιησού Χριστού, μέσω των ασκητικών καμάτων, της συνεχούς βίας, της νήψεως και της νοεράς προσευχής. Σύντομα ευλογήθηκε από τον Κύριό μας και την Παναγία μας και έλαβε θείες δωρεές στον αδυσώπητο αγώνα του καθάρσεως και φωτισμού της καρδίας του.

Ως προς την Πίστη ήταν πολύ αυστηρός, όπως άλλωστε και σε όλα στην ζωή του, και επέλεξε την Ζηλωτική οδό κατά των Καινοτομιών και Νεωτερισμών στην Εκκλησία, και μάλιστα στράφηκε έντονα κατά της Ημερολογιακής Μεταρρυθμίσεως του Νέου Καλανδαρίου των Παπικών, το οποίο υιοθετήθηκε το 1924 όλως παρανόμως, αυθαιρέτως και αντικανονικώς από την Εκκλησία της Ελλάδος και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο νέος Ασκητής ήταν ασυμφιλίωτος εχθρός της Καινοτομίας αυτής, για την οποίαν δεν έβρισκε καμμία δικαιολογία και την κατεδίκαζε απερίφραστα. Μάλιστα, υιοθετούσε την αυστηρή Ζηλωτική άποψη για όσους την είχαν αποδεχθεί. Σε επιστολή του της 1-2-1929 απευθυνόμενος προς τους κατά σάρκα συγγενείς του, προτρέπει αυτούς να αποφεύγουν κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τους Νεοημερολογίτες, διότι «δεν έχουν καμμίαν Χάριν πλέον». Την άποψη αυτή φαίνεται να διατηρεί στα κατοπινά χρόνια, αν και σταδιακά είχε αρχίσει να την μετριάζει.

Το 1936 ο π. Εφραίμ Κατουνακιώτης χειροτονείται Ιερομόναχος από τον Επίσκοπο Κυκλάδων Γερμανό, του Πατρίου Ημερολογίου, ο οποίος υποτίθεται ότι είχε καθαιρεθεί το προηγούμενο έτος από την Καινοτόμο εκκλησία του Νέου Ημερολογίου Ελλάδος επί «παλαιοημερολογιτισμώ». Όμως, ο π. Εφραίμ ήταν ο Εφημέριος της Καλύβης του Γέροντος Ιωσήφ, τον οποίον είχε ως γνωστόν Πνευματικό οδηγό και σύμβουλο, αρχικά στον Άγιο Βασίλειο και μετά το 1938 στα σπήλαια της Μικράς Αγίας Άννης. Στις Θείες Λειτουργίες που τελούνταν, όπως βεβαίωναν οι ίδιοι, υπήρχε έκδηλη παρουσία Χάριτος, αντιλήψεως και παρηγορίας! Άρα, ο π. Εφραίμ ήταν κανονικός Ιερεύς του Θεού, παρά τα «επιτίμια» των υπό επιτίμιον διατελούντων υπευθύνων του Σχίσματος στην Εκκλησία Νεοημερολογιτών.

Μετά τον χωρισμό του Βρεσθένης Ματθαίου και του Κυκλάδων Γερμανού από τους Ομολογητάς Αρχιερείς Δημητριάδος Γερμανό και Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο το έτος 1937, οι εν λόγω Γέροντες Ιωσήφ και Εφραίμ ακολούθησαν αρχικά τους ακραίους Ζηλωτές, συμμετέχοντας στην γραπτή αποκήρυξη των Ομολογητών Αρχιερέων.

Όταν μάλιστα κάποιοι καλοί Ζηλωτές Πατέρες της μετριοπαθούς γραμμής προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Γέροντα Ιωσήφ για την στάση του εκείνη, αυτός τους απεδίωξε με ταραχή. Όμως, την νύχτα εκείνη στην συνηθισμένη προσευχητική αγρυπνία του δεν μπορούσε να προσευχηθεί καθαρά. Και όταν τον πήρε ο ύπνος, είδε ότι βρισκόταν σε έναν μικρό βράχο μέσα στην άγρια θάλασσα και η ακτή, ένα μεγάλο βουνό, φαινόταν να βρίσκεται σε απόσταση. Τότε τον κατέλαβε μεγάλη αγωνία και προσπαθούσε να βρεί τρόπο να πλησιάσει στην ακτή και να πηδήσει σε αυτήν για να γλυτώσει από τον προφανή κίνδυνο. Ώσπου τελικά συνέβη αυτό προς μεγάλην του ανακύφισιν. Τούτο όμως το θεώρησε ως «σημείον» ότι δεν βάδιζε σωστά. Ο δε π. Εφραίμ προσευχόμενος για το ίδιο θέμα, άκουσε -κατά βεβαίωσίν του- φωνή που του έλεγε: «Εν τω προσώπω του Φλωρίνης απεκήρυξες ‘ολην την Εκκλησίαν».

Το συμπέρασμά τους ήταν ότι ακολούθησαν εσφαλμένη πορεία και ότι η ομολογιακή


στάση και τοποθέτηση του Αγίου Πρώην Φλωρίνης Χρυσιστόμου (βλ. φωτογραφία) ήταν εκκλησιαστική και θεάρεστη, και όχι βεβαίως σχισματική και έξω-εκκλησιαστική.

Γι’ αυτό και ο Γέρων Ιωσήφ σε μεταγενέστερη επιστολή του της 29-8-1945, γράφη περί μιάς μεγάλης Γυναικείας Μονής του Πατρίου Ημερολογίου στην Αττική ότι ήταν στενοχωρημένος, διότι «εχώρισαν απ΄τον Δεσπότην [πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομον], ενώ είμαι βέβαιος ότι όλοι είναι εις την πλάνην, καθώς μοι εφανέρωσεν ο Κύριος. Εκτός αυτού και σχίσμα ποιούσιν εις βάρος τους, δι’ αυτό εμετανόησα και εγώ παρασυρθείς εξ αγνοίας απ’ τους αυτούθε πνευματικούς, αλλά δεν με άφησεν ο γλυκύς Ιησούς. Ο Ματθαίος και Σία, δυστυχώς Βαρυκόπουλος (Γερμανός) και όλοι, έπεσαν έξω, αλλ’ ο Κύριος να τους βοηθήση…».

Άρα, έστω και μετά πάροδον αρκετών χρόνων (τουλάχιστον οκτώ), ο Γέροντας Ιωσήφ απομακρύνεται από τους ακραίους Ζηλωτές Ματιαιϊκής κατευθύνσεως, και ακολουθεί όχι τους Μνημονευτές, αλλά τους μετριοπαθείς Ζηλωτές υπό τον Άγιο Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο.

Αυτό βεβαιώνει μόλις λίγο νωρίτερα, σε επιστολή του της 2-7-1945, ότι δηλαδή «γύρισε» με τον  «ευλογημένον Αρχιερέα μας» Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο, διότι «εξ’ αγνοίας» και εξ επιδράσεως άλλων Πατέρων επίστευσε, ότι ο Ομολογητής Ιεράρχης είχε δήθεν προδώσει τον Αγώνα του Πατρίου Ημερολογίου! Όμως, λέγει ότι ο Θεός του υπέδειξε ότι έκανε λάθος και ότι οι αποχωρισμένοι του Ματθαίου είναι σε σφάλμα και δημιούργησαν «ανόητον (ανωφελές) σχίσα εις βάρος της υπερηφάνου ψυχής των, καθ’ ότι άλλο δεν είναι το αίτιον, ει μη ο εγωϊσμός των…». Παραδέχεται μάλιστα ότι είναι δυνατός ο άνθρωπος να πλανάται εξ αγνοίας σε κάποιο θέμα.

Τα αναφερόμενα σε αυτή την συνάφεια λοιπόν -τονίζουμε και πάλι- ότι αφορούν στην μετάβαση από την ακραία Ζηλωτική μορφή στην θεάρεστη τοιαύτη, επ’ ουδενί όμως λόγω στην μετάβαση από το ένα άκρο στο άλλο, δηλαδή στην κατάκριτη κοινωνία με το Οικουμενιστικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Γέροντας Ιωσήφ σε κάποιες επιστολές του των ετών 1948, 1949 και 1950 θίγει το θέμα, έστω και περιστασιακώς/παρενθετικώς, εκτροπών των Ζηλωτών Πατέρων, χωρίς να διευκρινίζει περί τίνων πρόκειται, κάποτε μάλιστα με πολύ ζωηρό τρόπο. Διότι, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι περισσότεροι από αυτούς διεκρίντο από φανατισμό και έλλειψη αγάπης, όπως και ουσιαστικής φροντίδος για τα πνευματικά. Δογματοποίησαν το ημερολογιακό θέμα των 13 ημερών και έχασαν τον σκοπό της γνήσιας Μοναχικής ζωής του αγώνος καθάρσεως και φωτισμού, διά των αρετών, της υπακοής, της ταπεινώσεως, της προσευχής, όπως και των αγίων Μυστηρίων.

Γράφει για παράδειγμα σε επιστολή του της 16-5-1949 σε γνωστό του πρόσωπο:

Τα πράγματα [εννοεί κάποια είδη] «θα στείλω ταχυδρομικά. Δεν στέλνω με χέρι, διότι υποχρεώνομαι και δεν θέλω να έρχωνται να μου εμποδίζουν την ησυχίαν, διότι οι Καλόγηροι αυτοί, όπου ζούμε την σήμερον, δεν έχουν λεπτότητα πνεύματος -διανοητικήν εργασίαν∙ μόνον απλώς ένας τυπικισμός. Δι’ αυτό δεν γνωρίζουν τι εστι ψυχή και πως οφείλει να καθαρισθή, να φωτισθή και να έλθη εις τελειωτέραν κατάστασιν. Έμαθαν ένα ημερολόγιον και νομίζουν, ότι όλη η θρησκεία είναι αυτή πλέον, ενώ μέσα τους βράζουν τα πάθη: εγωϊσμός, υπερηφάνεια, αυταρέσκεια, κενοδοξία, θυμός, κατάκρισις, φθόνος, καταλαλιά, μίσος, γαστριμαργία, αδηφαγία, γαργαλισμός, σαρκικά πάθη κλπ., όπου δεν είναι ανάγκη να αριθμώ. Δι’ όλα αυτά δεν γίνεται ουδείς λόγος, ουδεμία φροντίς, μόνον οι 13 ημέρες του ημερολογίου∙ δι’ αυτό εκατέβη ο Κύριος!... Τύφλα και σκότος ψηλαφητόν!... Δι’ αυτό εκλείσθην και δεν θέλω κανένα να ιδώ μήτε να ομιλήσω, αλλά μόνον κλαίγω τας αμαρτίας μου…».

Είναι σαφές ότι ακόμη και ένα σοβαρό θέμα Παραδόσεως ή Πίστεως, αν απομονωθεί και απολυτοποιηθεί, αποκομμένο από το φυσικό πλαίσιο λειτουργίας του εντός της εν Χριστώ βιώσεως της Πίστεως, καθίσταται παγίδα, η οποία οδηγεί σε ποικίλες εκτροπές. Αυτό είναι που ψέγει ο Γέροντας ως μία εμφανέστατη εκτροπή ανωρίμων Πατέρων, και όχι βεβαίως αυτό καθαυτό το Ημερολογιακό Ζήτημα.

Για τον λόγο τούτο, ο Γέροντας Ιωσήφ και η Συνοδία του παρέμεναν σχεδόν «έγκλειστοι», προκειμένου να διατηρήσουν το ησυχαστικό τους πρόγραμμα, εφ’ όσον δεν ήταν του αυτού πνεύματος με πολλούς από τους Ζηλωτές Πατέρες, γι’ αυτό και υπέφεραν ταλαιπωρίες και κατατρεγμούς από εκείνους: Κατηγορούσαν τον Γέροντα ως πλανεμένο, τον συκοφαντούσαν, του άνοιγαν τις επιστολές που έστελνε και λάμβανε (!), δηλαδή, συν τοις άλλοις, τον κατασκόπευαν/αστυνόμευαν ασφυκτικά…

Ο Γέροντας γράφει σε άλλη επιστολή του της 17-4-1951:

«Εγώ, επειδή κανένα δεν δέχομαι, μηδενός εξαιρουμένου, μήτε θέλω να ακούω πως ζούν ή τι κάνουν ο κόσμος – οι Μοναχοί εδώ, είμαι ο στόχος της καταλαλιάς και κατακρίσεως και δεν παύω ημέραν και νύκτα να εύχωμαι  τους Πατέρας και να λέγω, ότι όλον το δίκαιον έχουν, μόνον εγώ είμαι άδικος οπόταν σκανδαλισθώ εις αυτούς, διότι με τα μάτια όπου τους έδωσε ο Θεός βλέπουν…».

Σε άλλη επιστολή του άνευ χρονολογίας (μάλλον του 1949) απαριθμεί δέκα περίπου προβληματικές απόψεις πολλών Ζηλωτών, οι οποίες τους διαιρούσαν συνεχώς, και καταλήγει:

«Όλοι χωριστά και όλοι Ζηλωταί∙ λοιπόν αν θελήσωμεν να τους κλαίμε, θέλομε δάκρυα τον Ιορδάνην ποταμόν. Όμως εγώ δεν απελπίζομαι εις κανένα∙ όλους θα ελεήση ο Κύριος, διότι τέτοια είναι τα χρόνια μας, τέτοια είναι η εποχή: να είμεθα όλοι τρελλοί! Ας εύρη τους πιο καλούς ο Χριστός. Όλοι τον Χριστόν παρακαλούν, όλοι την Παναγίαν φωνάζουν. Το μυαλό πάσχει. Λοιπόν, ολίγον-πολύ όλους θα ελεήση ο Κύριος…».

Παρά την διακριτική και αγαπητική αυτή στάση του Γέροντος, είναι σαφές ότι υφίστατο ρήγμα στις σχέσεις του με την πλειονότητα των λοιπών Ζηλωτών, πράγμα που δεν τον ανέπαυε καθόλου. Αυτό πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπ’ όψιν για την κατανόηση της συνέχειας. Υπήρχε ήδη πνευματική διάσταση και μεγάλο χάσμα πνευματικής επικοινωνίας, συνεννοήσεως, συνεργασίας κλπ.

Εν τούτοις, οι Γέροντες παραμένουν ακόμη Ζηλωτές.

Ο Γέροντας Ιωσήφ σε επιστολή του της 2-2-1951 σε γνωστό του πρόσωπο, γράφει ότι είχε έτοιμο υποτακτικό του για Χειροτονία, τον οποίον επιθυμούσε να στείλει στην Αθήνα, όμως δεν το αποφάσιζε όσο διαρκούσε ο τότε φοβερός διωγμός των Παλαιοημερολογιτών από τους διώκτες Νεοημερολογίτες επί αρχιεπισκόπου των Καινοτόμων Σπυρίδωνος Βλάχου και όσο ο Μητροπολίτης Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος παρέμενε εξόριστος και οι λοιποί Αρχιερείς του Πατρίου σε απομόνωση. Και είναι γνωστόν, ότι οι Αρχιερείς του Πατρίου βρέθηκαν ελεύθεροι από κοινού στα γραφεία της Ιεράς Συνόδου στην Αθήνα μόλις το θέρος του επομένου έτους 1952!

Σε άλλη επιστολή του της 9-4-1951, προς Αδελφότητα Μονής του Πατρίου Ημερολογίου, εμβαθύνει πολύ ωραία στο πνευματικό νόημα του διωγμού και στην καταφυγή του στην προσευχή για παρηγορία και πληροφορία. Ομολογεί δε τα εξής αξιοπρόσεκτα:

«Με κατέλαβεν άλγος δριμύ, άλγος και πόνος ψυχής προπαντός διά σας, επειδή σας πονώ, και κατεφύγαμεν όλοι εις την παρήγορον προσεχήν και εύρον ανακούφισιν και ησύχασα. Ίδον, ότι έτσι θέλει ο Κύριος, με θλίψεις και βάσανα ζητεί να μας σώση. Είναι κάτι κρυπτόν και άγνωστον εις ημάς, αλλά θέλημα του Κυρίου. Αδιάφορον ότι δεν το αρέσομεν. Διά του πολέμου γίνεται ειρήνη, διά της τρικυμίας έρχεται  η γαλήνη. Χωρίς πειρασμόν δεν γνωρίζονται αι αγναί ψυχαί, δεν φαίνεται η αρετή, δεν διακρίνεται η υπομονή. Ίσως έχουν και οι δικοί μας [δηλ. οι του Πατρίου] σφάλματα και με αυτό συγχωρούνται. Εν τέλει, χωρίς πειρασμούς αδύνατον υγεία της ψυχής να φανή. Αυτό είναι το καθαρτήριον πυρ, όπου καθαράν και λαμπράν απεργάζεται την ψυχήν. Λοιπόν, χρεία υπομονής και θα φανή και πάλιν λαμπρός ήλιος. Ήτις θέλει, ας προσευχηθή εκτενώς και θα βρη ειρληνην πολλήν και ότι αυτό είναι το θέλημα του Κυρίου. Πότε δε και ποίω τρόπω θα ποιληση την έκβασιν, άδηλον. Ίσως αύριον, ίσως με άλλον πόλεμον, ίσως ενωρίς και ίσως αργά, πάντως χρεία υπομονής. Έπαυσα να λυπούμαι. Εύχομαι και αναμένω την έκβασιν. Λοιπόν, κάντε υπομονήν…».

***

Τελικά όμως, ο Γέροντας Ιωσήφ με την Συνοδία του στρέφονται προς τις Μονές και απομακρύνονται από τους Ζηλωτές το Φθινόπωρο του έτους εκείνου (1951), διότι τον Οκτώβριο δέχθηκε χειροτονία από τον εφησυχάζοντα στο Άγιον Όρος επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο ο υποτακτικός του Γέροντος π. Χαράλαμπος, ο εκ Δράμας καταγόμενος, ακόλουθος του Πατρίου Ημερολογίου από την εποχή που ήταν λαϊκός, ο οποίος αργότερα έγινε Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου και εκοιμήθη σε γήρας βαθύ το 2001.

Γράφεται επίσης για τον π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, ότι είχε ακούσει και πάλι φωνή στην προσευχή του, ότι υπάγεται στο Πατριαρχείο και όχι στον [πρώην] Φλωρίνης. Γι’ αυτό και ο π. Εφραίμ αρχάς  του 1952 ακολούθησε και αυτός τους Μνημονευτές, αλλά λόγω μη συμφωνίας του Γέροντός του π. Νικηφόρου, ακολούθησε τους Μνημονευτές μόνον μετά την κοίμηση εκείνου το 1975. Πότε ακριβώς ελήφθη αυτή η «νέα πληροφορία» δεν είναι σαφές. Ίσως κατά την εποχή εκείνη (τέλη 1951).

Είναι όμως απορίας άξιον, πως είναι δυνατόν κατά την εποχή σφοδρού, αδίκου, αντιχριστιανικού και από κάθε άποψη απαράδεκτου διωγμού εναντίον των Γνησίων Ορθοδόξων του Πατρίου, όταν ο Άγιος Πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος είναι στην εξορία στην Μονή Υψηλού στην Λέσβο, όταν ο Θεός με σημεία στηρίζει τους ηρωϊκούς διωκομένους πιστούς Του, όπως και πραγματικούς Αγίους Γέροντες του Πατρίου στον κόσμο (π.χ. Ιερώνυμο της Αιγίνης, Ιωάννη της Αμφιάλης, Ευγένιο του Πειραιώς κλπ.), για να αντέξουν την εναντίον τους φρικώδη καταφορά, όταν και ο ίδιος ο Γέροντας Ιωσήφ έλαβε λίγους μήνες νωρίτερα πληροφορία στην προσευχή, όπως προαναφέραμε, για το πνευματικό νόημα του διωγμού εκείνου, κάποιοι τόσον ακριβείς κατά τα άλλα ασκητές και αγωνιστές να εγκαταλείπουν τον Αγώνα της Ομολογίας και να προσχωρούν διά της μνημονεύσεως με το μέρος των διωκτών!

Πως είναι δυνατόν τούτο το αντιφατικό να γίνει αποδεκτό ως δήθεν εκ Θεού προερχόμενο;

Η ανάγκη για απόκτηση Ιερέως στην Συνοδία του Γέροντος Ιωσήφ ήταν τόσο σοβαρός λόγος για την κίνηση εκείνη; Τα παράπονα και η πικρία από την εν πολλοίς θλιβερή όντως στάση πολλών Ζηλωτών Πατέρων έναντι τους, οδήγησε αυτούς σε μία ανεξήγητη υποχωρητική επιλογή;

Υπάρχει μαρτυρία, ότι όταν συνέβη η στροφή αυτή προς το μνημόσυνο του Πατριάρχου,


ο άγιος Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης και η κατά σάρκα αδελφή του Γέροντος Αρσενίου, υποτακτικού του Γέροντος Ιωσήφ, Ευπραξία Μοναχή, διακονήτρια του Γέροντος Ιερωνύμου στην Αίγινα (βλ. φωτογραφία), απέστειλαν προς αυτούς διαμαρτυρία με επικριτικά ερωτήματα για την απαράδεκτη εκείνη ενέργειά τους.

Σε κάποιες πηγές από μαθητές κοντινούς ή μακρινούς του Γέροντος Ιωσήφ γίνεται η αναφορά, ότι η αλλαγή στην στάση των Γερόντων έναντι του Αγίου πρώην Φλωρίνης και της Εκκλησίας του Πατρίου Ημερολογίου έγινε εξ αιτίας του ότι τον Μάϊο του 1950 υπεγράφη η γνωστή Εγκύκλιος περί ακυρότητος Μυστηρίων των Νεοημερολογιτών και περί Μυρώσεώς τους σε περίπτωση προσχωρήσεως στο Πάτριο. Αλλά αυτό συνέβη τουλάχιστον 1,5 χρόνο νωρίτερα, και μάλιστα ήταν γνωστοί οι λόγοι που ανάγκασαν τον Άγιο Πρώην Φλωρίνης να προβεί σε τούτο μετά την κοίμηση του Βρεσθένης Ματθαίου, εντός της γενικής θέσεως και θεωρήσεώς του, αλλά και ότι τέτοιου είδους Εγκύκλιοι είχαν κυκλοφορήσει επανειλημμένα από τον ίδιο στο πρόσφατο τότε παρελθόν (1937, 1945, 1946, 1948).

Τούτο νομίζουμε ότι δεν αποτελεί μία πειστική και λογική εξήγηση, ως ανακόλουθο και προσχηματικό.

Όπως και να έχει το πράγμα, το γεγονός είναι ότι η κατάκριτη καθ’ ημάς εκείνη «στροφή» αν ήταν θέμα σωτηρίας, θα αποτελούσε την αφορμή για τον Γέροντα Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη να σπεύσει να πείσει τα αγαπητά και συγγενικά του πρόσωπα στον κόσμο να πράξουν το ίδιο, για να μην «απωλεσθούν». Τέτοιο πράγμα όμως δεν φαίνεται να συνέβη. Συγγενικά αγαπητά του πρόσωπα εκοιμήθησαν στο Πάτριο, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ηγουμένη της Ιεράς Μονής Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Αμυγδαλέζας Σταμάτας Αττικής Βρυαίνη Μοναχή († 1998), την οποίαν υπεραγαπούσε, και την οποία γνωρίσαμε και θαυμάσαμε το κάλλος της ψυχής της, όπως και την θεάρεστη εμμονή της στα Πάτρια.

Είναι σημαντικόνα τονισθεί ότι ο Γέροντας Ιωσήφ ανέμενε την εποχή εκείνη μεγάλο κακό, κάποιον μεγάλο πόλεμο, τον οποίο μάλιστα προσδιόριζε για το έτος 1953, πράγμα βέβαια που δεν συνέβη, λόγω της παρατηρούμενης αποστασίας στον κόσμο, όπως και στην Εκκλησία. Και μάλιστα, για την άποψή του αυτή έκανε γενική επίκληση των «προφητειών των αγίων» και μπορούμε να κατανοήσουμε ότι μελετούσε γνωστά «χρησμολογικά» κείμενα, τα οποία με ονόματα Αγίων κυκλοφορούσαν και στο Άγιον Όρος την εποχή εκείνη, όπως και αργότερα, και βεβαίως επηρέαζαν τις συνειδήσεις των απλών, ακόμη και εναρέτων κατά τα άλλα, Μοναχών.

Ο Γέροντας σε επιστολή του της 17-4-1951 γράφει τα εξής:

«Εγώ περιμένω μεγάλον κακόν. Μόνον ο πόλεμος θα ειρηνεύση και θα παύση τον θυμόν του Θεού. Αυτόν περιμένω…»

Σε άλλη επιστολή του της 29-5-1952, ένα δηλαδή περίπου έτους μετά την «στροφή» του στο Μνημόσυνο του Πατριάρχου, γράφει σε συγγενικό του πρόσωπο μεταξύ άλλων και τα εξής:

«Ας κάμη ο Δ. ακόμη έναν χρόνον υπομονήν, να ιδούμε τι θα βγή εις το μέσον. Η Εκκλησία εγώ δεν πιστεύω ότι θα διορθωθή, αν δεν ανοίξη ο πόλεμος και κάψη όλην την ανθρωπότητα∙ πάντως θα ανοίξη ογρήγορα…».

Άρα λοιπόν ο Γέροντας ανέμενε θεία επέμβαση προς «ΔΙΟΡΘΩΣΙΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Το θέμα δεν είχε κλείσει, αλλά παρέμενε στην συνείδηση του ανοικτό και έχρηζε διορθώσεως εκ Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν ήταν ικανοί να το επιλύσουν.

Η υποχώρηση προς τους Μνημονευτές, δυνάμεθα να υποστηρίξουμε βάσιμα, ότι δεν ήταν οριστική, επηρεάσθηκε από διάφορους παράγοντες, και φυσικά δεν αποτελεί παράδειγμα προς μίμησιν για είσοδο ή για παραμονή στην κοινωνία των Καινοτόμων φιλαιρετικών ή και αιρετικών Οικουμενιστών της Κωνσταντινουπόλεως ή της Ελλάδος.

***

Ο Γέροντας εκοιμήθη ως γνωστόν την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του έτους 1959, κατά το Πάτριο βεβαίως Ημερολόγιο, χωρίς ακόμη να γνωρίζει κάτι περί Οικουμενιμού. Αλλά και μόνον για το Ημερολόγιο συνέχισε να παραμένει ένθερμος υποστηρικτής του Πατρίου έως της Κοιμήσεώς του, αφού και όταν ακόμη εγκαταστάθηκε με την Συνοδία του στην Νέα Σκήτη (1953) απαγόρευε -κατά μαρτυρίαν Κληρικού διατελέσαντος μαθητού του- στους Ιερείς υποτακτικούς του να λειτουργήσουν στο Κυριακό, αν ήταν παρών και Νεοημερολογίτης Κληρικός. Οι δε Υποτακτικοί του, ως γνωστόν, ήταν μεταξύ των Αγιορειτών που μετά το 1964 αντιτάχθηκαν στα εξόφθαλμα πλέον Οικουμενιστικά ανοίγματα της Κωνσταντινουπόλεως υπό τον Αθηναγόρα, τα οποία αποτέλεσαν την βάση για την περαιτέρω Οικουμενιστική γραμμή και πορεία.

Είναι γνωστό το συμβάν σχετικά με τον π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, όταν κάποτε ζήτησε θεία πληροφορία περί Οικουμενισμού (σύμφωνα με μία πηγή κατ’ αίτησιν μάλιστα κάποιου επισκόπου): «Μία δυδωδία με γεύση ξυνή, αλμυρή, πικρή… Να! Αυτό ήταν το αποτέλεσμα», έλεγε με αποτροπιασμό ο Γέροντας σχετικά με τον δυσώδη Οικουμενισμό!

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι, πως τότε παρέμεινε αυτός και οι συν αυτώ στην κοινωνία με αυτή την δυσώδη κατάσταση;

Επίσης, υπάρχει η εξής μεταγενέστερη μαρτυρία:

«Σήμερα της Πεντηκοστής του 1989 [ο π. Εφραίμ Κατουνακιώτης] είπε, ότι τον επισκέφθηκε στον ύπνο του ο γέρο-Ιωσήφ. Και αφού γιλήθηκαν θερμά, ο γερο-Ιωσήφ πολύ χαρούμενος του είπε: Θέλω να σου παραδώσω εκκλησιολογία. Χρόνια είχε να τον δει τόσο χαρούμενο. Το αξιοθαύμαστο στο γεγονός αυτό είναι ότι ο Γέροντας δεν γνώριζε τη λέξη εκκλησιολογία».

Την εποχή περίπου εκείνη ήταν που ο Προηγούμενος π. Εφραίμ Φιλοθεΐτης στην Αμερική υπήχθη πνευματικά στην Εκκλησία της Ρωσικής Διασποράς, από την οποίαν οι Γνήσιοι Ορθόδοξοι έχουμε την Αποστολική Διαδοχή και ήμασταν σε κοινωνία, κατόπιν όπως είπε Θεομητορικής προτροπής, αλλά δυστυχώς μετ’ ολίγον επανέκαμψε στους Νεοημερολογίτες Οικουμενιστές, ενδώσας στις πιέσεις τους για πιθανή τιμωρία, όπως και πνευματικών του τέκνων για εγκατάλειψη.

Υπενθυμίζουμε ότι ο π. Εφραίμ πριν να αναλάβει την Ιερά Μονή Φιλοθέου ως Ηγούμενος το 1973, δεν μνημόνευε τον Πατριάρχη και μάλιστα για κάποια έτη όταν εξήρχετο στον κόσμο από το Άγιον Όρος μνημόνευε στις ιεροπραξίες του τον τότε Αρχιεπίσοπο της Εκκλησίας μας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος Αυξέντιο, δεχθείς μάλιστα προς τούτο κατά μία εκδοχή ακόμη και χειροθεσία από αυτόν. Διακρατούσε βεβαίως μία μετριοπαθή εκκλησιολογική θεώρηση και πρακτική, αλλά τούτο δεν τον εμπόδιζε να ανήκει με τον τρόπο αυτό στην Εκκλησία των Γ.Ο.Χ.. Οπότε, τι είχε συμβεί τότε; «Εξήλθε της Εκκλησίας» και απεμπόλησε τις αρχές του Γέροντός του, κατά τους Νέο-αγιορείτες; Κάθε άλλο! Τότε ήταν που επανήλθε στην αρχική οδό, από όπου είχε προηγουμένως εκπέσει. Όμως, η επίδραση του θεωρητικού των σκληρών Νεοημερολογιτών π. Επιφανίου Θεοδωροπούλου μέσω του υποτακτικού του Γέροντος π. Νικδήμου, όπως εν συνεχεία και η προσφορά της ηγουμενίας της Μονής Φιλοθέου, επί του νέου Οικουμενιστού Πατριάρχου Δημητρίου, οδήγησαν αυτόν εκ νέου στην σφαλερή αποδοχή της κοινωνίας με τους Οικουμενιστάς και Νεοημερολογίτας.

***

Κατόπιν όλων αυτών, νομίζουμε ότι τα συμπεράσματα για τον απροκατάληπτο αναγνώστη εξάγονται από μόνα τους. Εμείς τονίζουμε μόνον εν κατακλείδι, ότι η ορθή και θεάρεστη οδός είναι ανάμεσα στα άκρα αφ’ ενός του κατακρίτου και δυσώδους Οικουμενιμού (και της κοινωνίας μαζί του), και αφ’ ετέρου του ακραίου και αδιακρίτου Ζηλωτισμού.

Οι αναφερθέντες Γέροντες αυτήν προφανώς την οδό προσπάθησαν να βαδίσουν, αλλά τελικώς περιέπεσαν σε ανεπίτρεπτη υποχώρηση. Οι υποτακτικοί τους προχώρησαν δυστυχώς επί τα χείρω στο θέμα αυτό.

Επ’ ουδενί λόγω όμως δικαιολογούνται, ώστε να συνεχίζουν την κατάκριτη πορεία τους και μάλιστα να την θεωρούν ως υποδειγματική, επικαλούμενοι τους Γέροντες και επίσης να στρέφονται ενάντια σε εκείνους, οι οποίοι διακρατούν με συνέπεια και θυσία αίματος την όντως Ορθόδοξη πορεία, Μαρτυρία και Ομολογία σε μια άνευπροηγουμένου Αποστασία!

Είθε όσοι έχουν ώτα ψυχής ανοικτά, να σπεύσουν σε ορθοδοξοποίησή τους, πριν να είναι πολύ αργά!...

†Ε.Γ.Κ.

Ιούνιος 2020

Σημείωση: Το αναφερόμενο ιστορικό υλικό του κειμένου (παραθέματα επιστολών, ειδήσεις και πληροφορίες) είναι από το Αρχείον του συγγραφέως αυτού.

Η Νέα Σκήτη Αγίου Όρους


ΠΗΓΗ: «ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ» τεύχος 10 - ΕΤΟΣ 2020

Διαβάστε επίσης:Η επίσκεψη της γερόντισσας Μακρίνας (της Πορταριάς) στον Άγιο Ιερώνυμο της Αιγίνης.

«…ακολουθούμε τους μεγάλους Γέροντας της εποχής μας, που δεν διέκοψαν πνευματικήν σχέσιν με τους Οικουμενιστάς, αλλά εργάσθηκαν εντός της Εκκλησίας και εχαριτώθησαν από τον Κύριόν μας, ώστε να διενεργούνται δι΄ αυτών διάφορα θαύματα».



 

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Ιωάννης Φλώρος Ιερεύς


Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ παπα-Γιάννης, ο πρώτος Ιερέας των Γνησίων Ορθοδόξων, ο Λειτουργός των Αγρυπνιών και του μεγάλου Θαύματος της Γ’ Εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού, γεννήθηκε το 1860 στο χωριό Πεντιά (σημερινό Τρίκορφο) της Μεσσηνίας, από ευσεβή οικογένεια.

 

Το 1893 νυμφεύεται και το αμέσως επόμενο έτος χειροτονείται Διάκονος και Ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Πανάρετο Κωνσταντινίδη (†1897), και αναλαμβάνει εφημεριακά καθήκοντα στον ενοριακό Ναό του χωριού του, τον Άγιο Νικόλαο.

 

Μετά την κοίμηση της Πρεσβυτέρας του και έχοντας επωμισθεί την φροντίδα των πέντε τέκνων του, μεταβαίνει κατά το έτος 1923 στην Αθήνα για τις σπουδές του μικροτέρου υιού του, εγκαταλείποντας την ιδιαίτερη πατρίδα του και μένοντας δίχως Ενορία. Πολλές φορές προσφεύγει στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών για να του δοθεί μία ενοριακή θέση, προειμένου να ασκήσει τα λειτουργικά του καθήκοντα και να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της οικογενείας του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά από μήνες μεγάλων στερήσεων, τον επισκέπτεται η Υπεραγία Θεοτόκος σε ενύπνιο και του υποδεικνύει το τότε γραφικό Εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου στα κάτω Πατήσια Αθηνών, το οποίο έμελε να γίνει η Ενορία του για λίγο καιρό.

 

Εκεί τον βρίσκει η επιβληθείσα Ημερολογιακή Καινοτομία κατά το έτος 1924. Τότε ήταν που αντέταξε ένα σθεναρό ΟΧΙ στην καινοτομήσασα Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτειχιζόμενος από τους Καινοτόμους προϊσταμένους του και συστρατευόμενος με τους φύλακες των Πατρώων Παραδόσεων, τον απλό πιστό λαό του Θεού. Η στάση του αυτή, όπως ήταν επόμενο, τον φέρνει αντιμέτωπο με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, η οποία και τον εκδιώκει από τον Άγιο Ελευθέριο.

 

Νέες περιπέτειες αρχίζουν για τον παπα-Γιάννη. Από εδώ και στο εξής κάθε εξωκκλήσι στα περίχωρα της Αττικής βρίσκει τον Λειτουργό του στο πρόσωπο του Γέροντος Ιερέως με τον νεανικό ζήλο και φρόνημα. Έβρισκε ιδιαίτερη ανάπαυση όταν λειτουργούσε στο εγκαταλειμμένο τότε Μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στις παρυφές του Υμηττού (Δήμος Παπάγου), καθώς και στην Ομορφοκκλησιά (του Βεΐκου) στο Γαλάτσι, τα οποία και υποδέχονται τους Παλαοημερολογίτες κατά τα πρώτα έτη του ιερού Αγώνος.

 

Οι κόποι και οι μόχθοι του πατρός Ιωάννου, ο οποίος ήταν ένας από τους ολίγους εγγάμους Κληρικούς που παρέμειναν με το Παλαιό Ημερολόγιο, επευλογήθηκαν από τον Θεό∙ σ’αυτόν επιφυλάχθηκε η μεγίστη τιμή να είναι ο Λειτουργός στην Αγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού κατά το έτος 1925, στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στον Υμηττό, κατά την οποία εμφανίσθηκε εκείνος ο φωτεινός λευκός Σταυρός, ο οποίος γέμισε με ευροσύνη τις καρδιές των πιστών, ενίσχυσε τους αποκαμωμένους από τις διώξεις και φώτισε πολλούς στο να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια, σύμφωνα με τις μαρτυρίας των αυτοπτών.

 

Το έτος 1934, οι Παλαιοημερολογίτες της Μπάλας (σημερινή Ροδόπολη Αττικής) τον καλούν να λειτουργήσει στο βυζαντινό Εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου. Άδικα όμως οι Χριστιανοί άρχισαν να συγκεντρώνονται για να λειτουργηθούν εκεί, αφού βρίσκουν το Ναΰδριο ερμητικά κλειστό από τις αστυνομικές αρχές. Ο παπα-Γιάννης συνηθισμένος στις απαγορεύσεις και τους διωγμούς δεν πτοείται, αλλά ούτε καν σκέπτεται να στερήσει τους ευλαβείς από την Θεία Λειτουργία, που με τόση λαχτάρα είχαν συγκεντρωθεί για να συμμετάσχουν. Ακολουθούμενος πάντοτε από τους πιστούς, κατευθύνεται στο χωριό και δίπλα στον χώρο όπου βρίσκεται ο σημερινός Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος Ροδοπόλεως, τελεί το Μυστήριο υπαίθρια, επάνω σε μία πέτρα, που έγινε αργότερα ο θεμέλιος λίθος του εν λόγω Ναού.

 

Τακτικός στην τέλεση των ιερών Ακολουθιών ο παπα-Γιάννης, δεν παραλείπει ακόμη και στο βαθύ γήρας του την καθιερωμένη νυκτερινή Ακολουθία. Μόνον μία νύκτα χιονισμένη παραβιάζει εξ ανάγκης την τακτική του, σκεπτόμενος να διαβάσει λίγο αργότερα την Ακολουθία του. Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει να διακοπεί μία τόσων ετών ευλογημένη τακτική, τον ειδοποιεί την κατάλληλη στιγμή. Έντρομος ο Γέροντας Πρεσβύτερος ακούει φωνή από την μικρή Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, την οποία φέρει πάντοτε μαζί του, να του λέγει: «Παπα-Γιάννη, όρθρου βαθέως!», και ο αγαθός Λευ΅΄ιτης σηκώνεται ευθύς για την ορθρινή δοξολόγηση και ανύμνηση του αγίου Θεού…

 

Στον μεγάλο διωγμό των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών του 1951, παρά τα γηρατειά του, ο παπα-Γιάννης εργάζεται εξαντλητικά, έχοντας μεταβάλλει την οικία του στην Κηφισιά, στην οδό Κανάρη, σε κρυφό πνευματικό καταφύγιο των Γνησίων Ορθοδόξων.

 

Τα Χριστούγεννα του αυτού έτους, κατά περιγραφήν αυτόπτου μάρτυρος, του κατά σάρκα πατρός της Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Θρακομακεδόνων Αττικής Ξένης Μοναχής, του μετέπειτα Θεολόγου Μοναχού, τρία φορτηγά γεμάτα πιστούς από διάφορα μέρη της Αττικής ξεκίνησαν την παραμονή της μεγάλης Εορτής αργά το βράδυ, για να αγρυπνήσουν μακρυά από τους Καινοτόμους διώκτες τους, στο Εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνης στο Πόρτο Ράφτη. Ιερεύς και εκείνης της Αγρυπνίας ήταν ο π. Ιωάννης. Εκείνος βρισκόταν στο τελευταίο φορτηγό, κάτω από έναν σωρό από παλτά και επανωφόρια.

 

Καθ’ οδόν, αστυνομική δύναμη σταματάει τα τρία φορτηγά για έλεγχο. Στο ερώτημα των αστυνομικών ποιος ο σκοπός αυτής της μετακινήσεως, οι επιβαίνοντες του πρώτου φορτηγού αντέταξαν την απλοϊκή δικαιολογία: «Πάμε για μπάνια», δεδομένου ότι ήταν μια παγωμένη νύκτα του Δεκεμβρίου, με αρκετό χιόνι, και τρία φορτηγά γεμάτα κυρίως από ανθρώπους περασμένης ηλικίας, οι οποίοι έτρεμαν από το κρύο. Το δεύτερο και το τρίτο φορτηγό όταν ερωτήθηκαν που πηγαίνουν, απάντησαν: «Όπου πάνε και οι μπροστινοί». Η Χάρις του Θεού δεν επέτρεψε στους Αστυνομικούς να επεξεργαστούν λεπτομερώς το κατά τα άλλα παιδαριώδες εκείνο επιχείρημα και τους άφησαν ελεύθερους να συνεχίσουν τον δρόμο τους.

 

Η Αγρυπνία δε στο ασφυκτικά γεμάτο Εκκλησάκι ενθύμιζε πρωτοχριστιανικές εποχές. Όλο το εκκλησίασμα έψαλε μαζί και ο Ζηλωτής Ιερέας εξομολόγησε και κοινώνησε όλους τους παρισταμένους. Στο τέλος όλοι περιχαρείς αντάλλαξαν εόρτιες ευχές, αρτεύθηκαν με λίγα πτωχικά κεράσματα και αναχώρησαν για τις οικίες τους δίχως να σταματήσουν να ψάλλουν καθ’ όλη την διάρκεια της επιστροφής.

 

Έξι μήνες πριν από την εις Κύριον εκδημίαν του, ο ηρωϊκός π. Ιωάννης καθηλώθηκε στο κρεββάτι του πόνου εξ αιτίας ατυχήματος. Τότε τον επισκέπτεται και ο επανελθών από την δεύτερη 17μηνη εξορία του στην Μυτιλήνη αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρός Χρυσόστομος.

 

Την 15η Δεκεμβρίου 1953, ημέρα της Εορτής του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου, στο Ναΰδριο τουοποίου πιστά υπηρέτησε κάποτε, ο παπα-Γιάννης εκοιμήθη τον ύπνο του Δικαίου. Ετάφη στην Ιερά Μονή της Θαυματουργού Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στην Λυκόβρυση Αττικής της οποίας την Αδελφότητα εξυπηρετούσε τακτικά Μυστηριακώς.

 

Υπήρξε ένας αφανής και θαρραλέος Κληρικός, λακωνικός και σοφός, με μόνο φόβο τον φόβο του Θεού, του οποίου το όνομα θα μείνη στην ιστορία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, συνδεδεμένο άρρηκτα με το συγκλινιστικό Θαύμα της Γ’ Εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού το έτος 1925.

 

Κύριες πηγές:

·         Περιοδικό «ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ», τ. 3, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 1976, σελ. 94-97.

·         Ιστολόγιο «Εκκλησιαστικός»

 

 

ΠΗΓΗ: «ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ» Τεύχος 2,

 


Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2019

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΟΛΑΣ (1883-1963)


ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΟΛΑΣ (1883-1963)[1]

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΟΥΤΣΟΝΙΚΟΛΑΣ (1883-1963)

Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Αντώνιος Κουτσονικόλας, του Μιχαήλ και της Ελένης, γεννήθηκε το 1883 στην Ματαράγκα Αιτωλοακαρνανίας. Ο προπάππους του Μιχαήλ ήταν ήρωας του 1821 και σκοτώθηκε στην Μάχη του Πέτα (1822), όπου πολέμησε πλάι στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το γένος Κουτσονικόλα καταγόταν από την περιοχή του ενδόξου Σουλίου, από το οποίο ο πατέρας του π. Αντωνίου ήρθε στην Αιτωλοακαρνανία το 1869 περίπου, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Στην Ματαράγκα, εργάστηκε ως βοσκός και σουστιέρης, παντρεύτηκε και έκτισε ένα διώροφο πέτρινο σπίτι, στο οποίο γεννήθηκε ο π. Αντώνιος και άλλα οκτώ αδέλφια (πέντε κορίτσια και τρία αγόρια). Αν και στο  χωριό η εκπαίδευση ήταν ανύπαρκτη, ο π. Αντώνιος έμαθε ανάγνωση και γραφή από ένα ψάλτη που υπηρετούσε στον Άγιο Γεώργιο του χωριού.

Άγνωστο για ποιους λόγους, το 1898 ο πατέρας του π. Αντωνίου τον πήρε μαζί με τον αδερφό του Ηλία και πήγαν να μονάσουν στο Άγιον Όρος. Εκεί ο πατέρας του σκοτώθηκε σε ατύχημα (έπεσε από μία συκιά). Ο π. Αντώνιος ασκήτευσε στην Νέα Σκήτη, η οποία υπάγεται στην Μονή του Αγίου Παύλου, όπου και διαμορφώθηκε κατά Θεόν με την ευλογημένη ζωή της ασκήσεως και της μελέτης των ιερών κειμένων. Ιερεύς χειροτονήθηκε στις 28/12/1924 από τον Επίσκοπο Μοσχονησίων Φώτιο Μαρινάκη (†1930), Διευθυντή της Αθωνιάδος Σχολής.

Το όνομα του π. Αντωνίου το συναντούμε στο Καταστατικό του «Ιερού Συνδέσμου των Ζηλωτών Αγιορειτών Μοναχών», ο οποίος ιδρύθηκε το 1926, εφ’ όσον όπως φαίνεται διακρινόταν για την ακρίβεια της Πίστεως και τον εν επιγνώσει ζήλο. Στα τέλη του έτους εκείνου (1926), ο Ιερομόναχος π. Αντώνιος βγήκε στον κόσμο, για να ενισχύσει τους πιστούς που δεν αποδέχθηκαν την Ημερολογιακή Καινοτομία του 1924. Συνελήφθη όμως στο Λιτόχωρο Πιερίας και φυλακίστηκε στην Θεσσαλονίκη. Από εκεί απελάθηκε στο Άγιον Όρος στις αρχές του επομένου έτους 1927, μαζί με τους Ζηλωτές Αγιορείτες Ιερομονάχους Γεδεών Κωνσταμονίτη, Γελάσιο Αγιαναννίτη, Ιλαρίωνα Καυριώτη (Ουζουνόπουλο) και Χρυσόστομο Ιβηρίτη, όπως φαίνεται και σε δημοσίευμα του τύπου της εποχής εκείνης που παραθέτουμε μαζί και με άλλα παρόποια δημοσιεύματα για τους διωγμούς του των επομένων ετών.

Μετά δύο έτη, τον Μέρτιο του 1929 κατέβηκε στην Αθήνα με πρόσκληση της Κοινότητος των Γνησίων Ορθοδόξων και στάλθηκε στην Μαγούλα Ελευσίνος μετά από αίτηση των κατοίκων της, που ακολουθούσαν, κατά πλειοψηφίαν, το Παλαιό Ημερολόγιο. Εκεί όμως συνελήφθη και πάλι από την Χωροφυλακή, βάσει εντολής του πρωτεργάτου της Καινοτομίας Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου να συλλαμβάνονται «αθορύβως και δι’ αμέσου ενεγείας» οι Παλαιοημερολογίτες Κληρικοί, και οδηγήθηκε στο Τμήμα Μεταγωγών στην Αθήνα, όπου και φυλακίστηκε. Οι πιστοί όμως εξεγέρθησαν και σύσσωμοι μετέβησαν στον Πρωθυπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο, επιτυγχάνοντας την απελευθέρωση του π. Αντωνίου μετά από δύο ημέρες παρανόμου κρατήσεως, εφ’ όσον άλλωστε τα χαρτιά του και η διαγωγή του ήσαν άψογα.



Αμέσως μετά ο π. Αντώνιος μετέβη στην Σαλαμίνα για την εξυπηρέτηση των εκεί Παλαιοημερολογιτών. Το Σάββατο 6 Απριλίου του 1929 δύο Νεοημερολογίτες ιερείς μετέβησαν στην οικία παλαιοημετολογίτου, στην οποάν εκείνη την ώρα ο π. Αντώνιος τελούσε Αγιασμό, και τον ξυλοκόπησαν ανηλεώς∙ έπειτα, έσχισαν το ράσο του και του αφαίρεσαν το καλλημαύχι. Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία όμως συνέλαβε… τον π. Αντώνιο και τον οδήγησε συνοδεία χωροφυλάκων στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών∙ από εκεί διατάχθηκε η μεταφορά του στο Τμήμα Μεταγωγών!

Ολόκληρη η ποιμαντική του δράση, σε κάθε Παράρτημα που υπηρέτησε, ήταν μαρτυρική. Στο Λουτουφί Θηβών, εκδιώχθηκε∙ στην Κέρτεζη Καλαβρύτων, οι πιστοί έδωσαν πραγματική μάχη με την Αστυνομία για να μην συλληφθεί∙ στην Δομβραίνα Θηβών χωροφύλακες και Νεοημερολογίτες ιερείς διέκοψαν την Θ. Λειτουργία που τελούσε και τον συνέλαβαν∙ στο Άγιο Πνεύμα Σερρών συνελήφθη και οδηγήθηκε στον τοπικό μητροπολίτη, ο οποίος τον κακοποίησε και διέταξε την φυλάκισή του. Ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, σχεδόν 70 ετών, κατά τον φρικτό διωγμό της δεκαετίας του 1951 επί Σπυρίδωνος Βλάχου, συνελήφθη σε Ναό στον Κορυδαλό όπου μετέβη με χίλιους και πλέον πιστούς για την τέλεση της Θ. Λειτουργίας και καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών για «τόλμημα» να λειτουργήσει με το Παλαιό Ημερολόγιο!

Γενικά στους διωγμούς είχε επιδείξει σταθερότητα και ευτολμία εκπληκτική. Τόσο κακοπάθησε στα χέρια των Καινοτόμων, ώστε να βαστάζει έκδηλα τα στίγματα της Ομολογίας στο ταπεινό σαρκίο του. Εγράφη χαρακτηριστικά ότι ίσως κανείς από όλους τους Κληρικούς του Πατρίου δεν υπέφερε τόσα και τέτοια δεινά, όσα ο μακάριος π. Αντώνιος.



Ο μαρτυρικός παπα-Αντωνάκης, όπως τον αποκαλούσε χαριέντως και ευσεβάστως ο λαός, είχε οδυνηρό τέλος: φονεύθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 13-10-1963, σε ηλικία 80 ετών, και κηδεύθηκε στον ιστορικό Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής στο Μοναστηράκι Αθηνών. Στην Εξόδιο Ακολουθία του, στην οποία παραβρέθηκε από την οικογένειά του ο ανιψιός του Χρήστος Κουτσονικόλας (υιός του αδερφού του Τάσου), έλαβε μέρος δεκάδα Ιερέων και χοροστάτησε ο Μακαριστός Επίσκοπος Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, ο οποίος με κατάλληλη Ομιλία εξήρε τις αρετές και τις υπέρ του ιερού Αγώνος υπηρεσίες του μεταστάντος.

Παρά την κακοκαιρία, πλήθος πιστού λαού είχε συγκεντρωθεί για να τιμήσει τον παθοφόρο π. Αντώνιο και δύο λεωφορεία με κόσμο συνόδευσαν το λείψανό του στον τόπο της ταφής του στην Ιερά Μονή «Άξιόν εστιν» Βαρυμπόμπης Αττικής.

Ήταν πασίγνωστος, όπως εγράφη στην σχετική Νεκρολογία του, ως τύπος αγαθού Λευΐτου και μάλιστα ανεξικάκου, ανωτέρου παντός πάθους και ιδιοτελείας. Γινόταν δε η προτροπή, να ληφθεί μέριμνα για να διασωθούν κατά την ανακομιδή του οι σπασμένες πλευρές και ωμοπλάτες του από τις μαστιγώσεις και τους δαρμούς που του κατάφεραν τα αστυνομικά όργανα με τις υποδείξεις των Καινοτόμων Νεοημερολογιτών, εις αιώνιον έλεγχον για τους αναισχύντους αυτούς ενόχους της εκκλησιαστικής διαιρέσεως, αλλά και για αξιομίμητο παράδειγμα μαρτυρικής αυταπαρνήσεως του παθόντος μακαριστού π. Αντωνίου. Την ευχή του να έχουμε!




[1] Ευχαριστούμε πολύ τον εγγονό του αδελφού του π. Αντωνίου, αξιότιμο κ. Ηλία Κουτσονικόλα, για τις πληροφορίες και την φωτογραφία που μας παραχώρησε ευγενώς.


ΠΗΓΗ: Περιοδικόν "Αρχείον του Ιερού Αγώνος" Τεύχος 9. κάντε κλικ εδώ για να το κατεβάσετε δωρεάν.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Ο προφήτης Ελισαίος διέταξε τον άγιο παπα- Νικόλα Πλανά να του λειτουργήσει στον Ναό του με το παλαιό ημερολόγιο.



Διαβάζουμε και αντιγράφουμε από το περιοδικό «ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ»   τεύχος 4 σελ.23-24:



Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και ένα ακόμη θαύμα που έζησε αυτή η αγία μορφή, ο παπά-Νικόλας ο Πλανάς. Συγκεκριμένα διαβάζω το κεφάλαιο «Εμφάνισις του Προφήτου Ελισσαίου» από το βιβλίο «ο παπά-Νικόλας Πλανάς. Ο απλοϊκός ποιμήν των απλοϊκών προβάτων», Μάρθας Μοναχής:


«Εις την εποχήν του πρώτου διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, ηθέλησε (σ. ο παπά-Νικόλας) να λειτουργήση κατά το πάτριον ημερολόγιον την εορτήν του προφήτου Ελισσαίου. Αλλά φοβούμενος μήπως του παρουσιασθούν εμπόδια, συνεφώνησε με την βοηθόν του αφ’ εσπέρας, να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα του Μαντουκά. Το πρωί επήγεν η ψάλτριά του και τον περίμενε. Η ώρα παρήρχετο και ο παπάς δεν εφαίνετο να έλθη να λειτουργήση. Απηλπίσθη. Ενόμισε πως κάτι σπουδαίον θα του έτυχε, και δεν επήγε ως αυτήν την ώραν. Έφυγε και πήγε εις τον Προφήτην Ελισσαίο (διότι εκεί ήταν το «κέντρον των πληροφοριών»), να ρωτήση τι γίνεται ο παπάς, και να, τον βλέπει μέσα στην εκκλησία να ετοιμάζεται να λειτουργήση! Του έκαμεν παρατήρησιν, γιατί ηθέτησε την συνενόησιν που είχανε κάμει, και ακόμη ότι δεν εφοβήθη, παρά ήλθε μέσα στο κέντρον, μέσα στην βράση του διωγμού. Της λέγει: «Μη με μαλώνεις, γιατί σήμερα το πρωί είδα τον Προφήτη και μου είπε να λειτουργήσω, και να μη φοβηθώ τίποτα, γιατί αυτός θα με προσέχη». Έμεινε η βοηθός του με την συζήτησιν ατελείωτη! – «Μα, πως τον είδες»; Τον ρωτά. Της λέγει: «Σηκώθηκα σήμερα το πρωί και ετοιμάστηκα για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Εκάθησα σε μια πολυθρόνα ως που να μου φέρουν το αμάξι. Αυτή την στιγμή, βλέπω μπρός μου τον προφήτην Ελισσαίον, και μου λέγει, να πάω στην εκκλησίαν του να λειτουργήσω»! Έφεραν οι δικοί του το αμάξι και τους λέγει: «Να πήτε του αμαξά να πάη στον Προφήτην…». Άρχισαν τις φωνές οι δικοί του: «Τι είναι αυτά; Αφού είπαμε του αμαξά για τον Άγιο Σπυρίδωνα». – «Αυτό που σας λέγω. Να με πάτε στον Προφήτη. Τον είδα εμπρός μου και με διέταξε».

Διαβάστε επίσης:

Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος:[ ἤκουσα φωνῆς ἔνδοθέν μοι λεγούσης: «τό παλαιόν ἑορτολόγιον νά ἀκολουθήσετε…»]


Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΛΗΜΟΝΗΣ (1875-1961) από το Περιοδικὸν "Ἀρχεῖον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος" Τεύχος 7

Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Λημόνης

Ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης Ευγένιος Λημόνης του Παντελεήμονος, κατά κόσμον Ευάγγελος, γεννήθηκε το έτος 1875 στην Χότσιστα Κορυτσάς της Βορείου Ηπείρου. Ήταν απόφοιτος Σχολαρχείου και υπηρέτησε ως δημοδιδάσκαλος στο χωριό του, ενώ ήταν άριστος γνώστης και της βυζαντινής μουσικής.

Είχε μεγάλη ευλάβεια στην Παναγία μας και, όπως θα δούμε, σχεδόν όλα τα γεγονότα του βίου του ήταν συνδεδεμένα με το πρόσωπό Της. Διηγείται ο μακαριστός Γέροντας Χρύσανθος Βρέτταρος, ο οποίος γνώρισε και τιμούσε ιδιαιτέρως τον παπά Ευγένιο τα εξής: «Εις μίαν Σχολήν της Βορείου Ηπείρου, όπου ήτο καθηγητής, ηθέλησεν ο Τούρκος κατακτητής να θέση πυρ και να την κατακαύση κατόπιν υποδείξεως των Τουρκαλβανών. Οι Ορθόδοξοι Αλβανοί το εφανέρωσαν εις τον Ευάγγελον, ο οποίος απήντησεν: ‘’Έχομεν πίστιν εις την Παναγίαν, και η Παναγία θα μας σκεπάση’’. Όταν οι Τούρκοι απεφάσισαν να μεταβούν εις την Σχολήν διά να την κάψουν, είδον έμπροσθεν των έν όρος, το οποίον διεπέρασαν, χωρίς να εννοήσουν την ύπαρξιν της Σχολής, και ούτως έφυγαν άπρακτοι. Ερωτηθείς ο Ευάγγελος, πως διεφυλάχθη αυτός και η Σχολή αβλαβείς, έλεγεν εις όλους, ότι εδιάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και η Κυρία Θεοτόκος έγινε τείχος και σκέπη και δεν εκάη η Σχολή από τον κατακτητήν».

Ο π. Ευγένιος επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος το έτος 1902 με σκοπό να μονάσει, αλλά τελικώς επέστρεψε στους έχοντας ανάγκη γονείς του μέχρι το 1909, κατά το οποίον ενετάχθη στο δυναμικό της Ιεράς Μονής Διονυσίου. Εκάρη Μοναχός και διακρίθηκε για την υπακοή του και την μοναχική του ακρίβεια. Το μέγα Μυστήριο της Ιερωσύνης έλαβε από τον Επίσκοπο Νύσσης Παΐσιο Παπαϊσίου (+1924) στις 28 Ιουνίου 1917 στην ώριμη ηλικία των 42 ετών.

Στα τέλη του 1927, ο παπα Ευγένιος μαζί με άλλους Αγιορείτες Πατέρες, βγήκε στον κόσμο για να στηρίξει τον Ιερό Αγώνα υπέρ του Πατρίου Ημερολογίου και τίθεται στη διάθεση της Ελληνικής Θρησκευτικής Κοινότητος των Γνησίων Ορθοδόξων, η οποία τον στέλνει όπου υπάρχει ποιμαντική ανάγκη.

Σε μία από τις αποστολές αυτές γίνεται και η πρώτη του σύληψη από την Αστυνομία μετά από ενέργειες του Καινοτόμου αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου. Συγκεκριμένα, στις 10/23 Μαρτίου 1929, ημέρα Σάββατο της Α’ εβδομάδος των Νηστειών (Ανάμνηση του δια Κολλύβων Θαύματος του Αγίου Θεοδώρου), ο π. Ευγένιος εστάλη από την Κοινότητα στην Μαγούλα Ελευσίνας τη αιτήσει των εκεί Γνησίων Ορθοδόξων. Η Αστυνομία τον συνέλαβε κατόπιν διαταγής του Αρχιεπισκόπου, αλλά ο λαός της Μαγούλας κατέρχεται στην Αθήνα και μαζί με Αθηναίους και Πειραιώτες πιστούς, τους οποίους ξεσήκωσαν οι Αγιορείτες Ιερομόναχοι Παρθένιος Σκουρλής και Γεδεών Πάσιος, κατάφεραν την απελευθέρωση του πατρός Ευγενίου.

Παρόλα αυτά, κάποια άλλη στιγμή, δεν γλύτωσε την φυλάκιση. Καταγράφουν τα ιστορικά «ΠΑΤΡΙΑ» τα εξής: «Μια άλλη φορά πάλι, λειτουργούσε [ο π. Γεράσιμος Διονυσιάτης] στο Ναό του Αγίου Γεωργίου, στο Βεσνίκο (Άγιον Πνεύμα Σερρών) της Μακεδονίας. Τον συλλαμβάνουν και τότε τον οδηγούν στο κρατητήριο του Αγίου Όρους, το Πειθαρχικό. Μόλις μπαίνει μέσα, κάποιος γνωστός τον υποδέχεται καλωσορίζοντάς τον:

-Τι κάνεις π. Γεράσιμε; Δεν με γνωρίζεις; Είμαι ο π. Ευγένιος.

Φορούσε παπαδίστικο καλυμαύχι και όχι το καλογερικό Αγιορείτικο σκουφί, όπως συνήθιζε, γι’ αυτό και ο πατήρ Γεράσιμος δεν τον ανεγνώρισε αμέσως. Αυθόρμητα αγκαλιάστηκαν και έδωσαν τον ασπασμό του κοινού αγώνος. Ευρίσκοντο και οι δυο ίδια φυλακή για τον ίδιο λόγο».

Τον Μάϊο του 1929 συνέβη η θεραπεία του τριετούς Ιωάννου Σπυριδωνάκου, την οποία κατέγραψαν και οι εφημερίδες. Τον μικρό Ιωάννη, ετοιμοθάνατο και με κατεστραμμένο πνεύμονα, έφεραν οι γονείς του στον Ιερό Ναΐσκο της Ζωοδόχου Πηγής στον Πειραιά, στον οποίο μόλις είχε τοποθετηθεί Εφημέριος ο π. Ευγένιος, να παρακαλέσουν την Παναγία για την θεραπεία του. Ο π. Ευγένιος σταύρωσε το παιδί με την αγία Λαβίδα και το παιδί θεραπεύτηκε με την χάρη της Παναγίας μας.

Ο π. Ευγένιος, όταν είχε πρωτοδεί το μικρό Εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, είχε πει τα εξής: «Ο ‘Αγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ευρήκε εις την Κωνσταντινούπολιν μίαν εκκλησούλα μικρήν (παραγκούλα) και από εκεί εκήρυξε την αγίαν Ορθοδοξίαν, και έτσι σήμερα είμεθα Ορθόδοξοι. Και από αυτήν την σπηλιά, όπου είναι εκκλησία της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής… θα κηρυχθή η αγία μας Ορθοδοξία εις όλον τον κόσμον».

Περί το 1930 ήλθε στην Αθήνα εξ Αμερικής ο π. Ιωακείμ ο Μακρυγένης και εντάχθηκε στον Ιερό Αγώνα. Ο Γέροντας Χρύσανθος θυμάται: «Συνεδέθη ο παπά Ιωακείμ με τους Ιερείς των Παλαιοημερολογιτών και είπεν εις αυτούς να αφήσουν τους οίκους, όπου παρέμενον, και να ενοικιάσουν ένα μεγάλο διώροφον ή τριώροφον οίκημα, εις το οποίον να είναι άνδρες μεσήλικες ποθούντες την Μοναχικήν Πολιτείαν. Να έχουν αυτοκίνητον και τηλέφωνον διά τας ανάγκας των και εφημερεύοντα Πνευματικόν διά τας πνευματικάς ανάγκας των πιστών. Δυστυχώς όμως αυτήν την συμβουλήν του δεν την εδέχθησαν οι Αγιορείται Ιερείς, πλην ενός, του ακτήμονος και αφράγκου παπά Ευγενίου του Διονυσιάτου».

Δυστυχώς, τον παπά Ευγένιο τον πολέμησαν πλήν των Καινοτόμων, ακόμη και συναγωνιστές του, και συγκεκριμένα κάποιοι Αγιορείτες από του 1933 -των οποίων τα ονόματα ευρίσκονται αργίτερα στο απαράδεκτο κείμενο της αποκηρύξεως («αναθεματισμού»!) του Αγιού πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου το 1937, όταν αυτοί ακολούθησαν τον Βρεσθένης Ματθαίο στην πτώση του στο Σχίσμα. Συγκεκριμένα, οι Αγιορείτες αυτοί κατηγορούσαν τον παπά Ευγένιο ως «προδότην του Ιερού Αγώνος» επειδή μνημόνευε «υπέρ πάσης επισκοπής Ορθοδόξων»! Αλλά και η ιδιοκτήτρια της οικίας που έμενε τον στενοχώρησε, και αναγκάστηκε να φύγει από εκεί, διότι αυτή ήθελε να κτίσει γυνεκείο Μοναστήρι και να τον έχει ως Γέροντά της, ενώ ο παπά Ευγένιος προς τιμήν του της έλεγε: «Εγώ δεν έφυγα από το Άγιον Όρος, δια να κάνω γυναικεία Μοναστήρια».

Ο π. Ευγένιος διακρίθηκε και ως εκδότης, κυρίως Οίκων και Χαιρετισμών, στους οποίους είχε ιδιαίτερη προτίμηση. Ήταν λεπτολόγος στη χρήση της ελληνικής γλώσσας, και κατέλιπε σχετικά άρθρα, εκ των οποίων ελάχιστα διασώθηκαν, αν και είναι γνωστό ότι είχε και κάποιες ιδιάζουσες απόψεις σε θέματα αποδόσεως υμνογραφικών κειμένων, οι οποίες δημιουργούσαν ενίοτε ακόμη και κάποιες παρεξηγήσεις.

Αφιλοχρήματος και υπερβολικά ακτήμων, έζησε πάντοτε ως φιλοξενούμενος. Η ασκητικότητά του θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες. Κοιμόταν ελάχιστα και ποτέ σε κρεβάτι, αλλά σε κάθισμα, γι’ αυτό η ράχη του είχε κυρτώσει. Πέρασε τον βίο του με ηθελημένη κακοπάθεια, χωρίς θέρμανση στο κρύο και με φοβερή άσκηση. Μέσα από τα πτωχικά και φθαρμένα ράσα του φορούσε βαρειά σίδερα, που του είχαν «φάει» τις σάρκες. Από τις πορείες και την ορθοστασία είχαν σαπίσει τα πόδια του, αλλά δεν μύριζαν άσχημα! Ο Γέρων Χρύσανθος με δέος αναφέρει για τον οσιώτατο παπά Ευγένιο πως «οι πόδες του εσάπησαν και πίπτοντες οι σκώληκες από των ποδών του, τους ελάμβανε και τους έθετεν επάνω εις τας πληγάς, δια να μη υστερηθή το σώμα του το μαρτύριον των δριμυτάτων πόνων»!...

Έτρωγε ελάχιστα. Όπως περατηρεί ο Ηγούμενος της Μονής Διονυσίου Γέρων Γαβριήλ (+1983), ο μακαριστός παπά Ευγένιος υπήρξε «νηστευτής αυστηρός, ή μάλλον τρεφόμενος εκ της θείας Ευχαριστίας, των καθ’ ημέραν Λειτουργιών του». Παρόλα αυτά όταν τον καλούσαν σε σπίτια και του πρόσφεραν φαγητό έτρωγε πολύ λίγο, για να πολεμήσει τους λογισμούς υπερηφανείας. Όσα χρήματα του έδιναν τα μοίραζε αμέσως. Μάλιστα, για να κρύπτει επιμελώς την αρετή της ελεημοσύνης του, τον άκουγαν  κάποιες φορές να μαλώνει με τα παιδιά, αλλά αυτό ήταν προσχηματικό προκειμένου με τον τρόπο αυτό να αποκρύπτει την ελαημοσύνη, που προηγουμένως τα έδινε, για τις πτωχές οικογένειές τους.
Όποτε τον καλούσαν και διάβαζε εξορκισμούς, αποχωρούσε γρήγορα για να μην τον επαινέσουν, διότι τα δαιμόνια έφευγαν λέγοντας: «Η ταπείνωσή σου, παπά Ευγένιε, μας εδίωξε»! Ο Γέρων Χρύσανθος αναφέρει και το εξής περιστατικό: «Μίαν ημέραν, την ώραν όπου ελειτούργει, ήτο εις δαιμονισμένος, ο οποίος τόσον πολύ εφώναζε, ώστε οι ψάλται έφυγον. Τότε με παρεκάλεσεν ο παπά Ευγένιος να ψάλω. Έψαλα εις τον αριστερόν χορόν, ενώ ο δαίμων εστρίγγλιζεν. Εγώ έψαλλον με ηρεμίαν, ο δε παπά Ευγένιος ήτο εις την θεωρίαν της θείας Μυσταγωγίας, και ο δαίμων μετ’ ολίγον έφυγεν από τον άνθρωπον».
Πολλές φορές, όταν λειτουργούσε, τον έβλεπαν να μην πατάει στην γη. Λειτουργούσε και σε κάποιο Εκκλησάκι αφιερωμένο στην Παναγία μας στην ταράτσα κάποιας μεγάλης οικίας στον  Πειραιά, όπου συγκεντρώνονταν κάποιοι πιστοί οικογενειακώς ακόμη και στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. Σε μία τέτοια περίπτωση, ένα από τα παιδιά έβαλε το κεφαλάκι του από το παραπόρτι του ιερού Βήματος και κοίταξε μέσα έκπληκτο τον λειτουργό π. Ευγένιο να υπερίπταται του εδάφους μεταρσιωμένος όλος στην λειτουργική προσευχή του!...

Κατά την Κατοχή, αλλά και αργότερα στα χρόνια του φοβερού διωγμού επί Σπυρίδωνος Βλάχου κατά τις αρχάς της δεκαετίας του ’50, υπάρχουν μαρτυρίες για «εφόδους» στο Εκκλησάκι της ταράτσας είτε Γερμανών. Είτε Αστυνομικών, προκειμένου να διαλύσουν την λειτουργική Σύναξη των πιστών της Γνησίας Ορθοδοξίας και να συλλάβουν και κακοποιήσουν τον άγιο Γέροντα π. Ευγένιο τον Αγιορείτη, τον «στύλο» αυτό της ευσεβείας και αρετής. Όμως, ο Κύριος και η Θεομήτωρ έσωζαν αυτόν και τους συν αυτώ. Σε μία τέτοια έφοδο, μαρτυρείται ότι οι επιδραμόντες ανέβηκαν στον τελευταίο όροφο της αρχοντικής οικίας, όπου υπήρχε μια εσωτερική μεταλλική σκάλα για να ανέλθει κανείς στην ταράτσα με το Εκκλησάκι. Κατά παράδοξο τρόπο, οι οπλισμένοι επιδρομείς ενώ άκουγαν την ψαλμωδία και την ανάγνωση από την Θεία Λειτουργία στον Ναό, δεν έβλεπαν την μεταλλική σκάλα και δεν μπορούσαν να εξεύρουν τρόπο να προσεγγίσουν το Εκκλησάκι, με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν άπρακτοι με καταισχύνη!...

Παρά τους διωγμούς κατά της Εκκλησίας μας και κατά του ιδίου του π. Ευγενίου, αυτός παρέμενε ειρηνικός και αφανάτιστος, σταθερός μεν στην Ομολογία της Πίστεως και Αγωνιστής, αλλά και αντίθετος σε κάθε μορφή εκτροπής εναντίον των διωκτών. Για παράδειγμα, υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία, ότι κάποτε έβαλε βαρύ «κανόνα» ως Πνευματικός σε μια Χριστιανή του Πατρίου, η οποία από αγανάκτηση εξ αιτίας προφανώς υπερβολικού («πικρού») ζήλου αποκάλεσε τον φοβερό διώκτη των Γνησίων Ορθοδόξων αρχιεπίσκοπο Σπυρίδωνα Βλάχο ως «τράγο», μη σεβασθείσα το σχήμα του, το οποίο έστω και παρ’ αξίαν έφερε!...

Ο π. Ευγένιος ήταν άριστος ως Πνευματικός, με διάκριση και διορατικό χάρισμα, και μάλιστα με ιδιαίτερη επιμονή στην αποφασιστική απόκρουση των κακών λογισμών που σπέρνει ο εχθρός διάβολος και ιδίως των σαρκικών, για να μολύνει τις ψυχές των ανθρώπων, και ενέπνεε στους εξομολογουμένους με την στάση και τις συμβουλές του πνεύμα αισιόδοξης αγωνιστικότητος, όπως επιβεβαιώνουν πολλά αξιόπιστα πρόσωπα που τον γνώρισαν (αείμνηστος Θεολόγος Σταύρος Καραμήτσος, μακαριστός Μητροπολίτης Ωρωπού και Φυλής Κυπριανός,κ.α.).

Ο μακάριος παπά Ευγένιος αγαπούσε υπέρμετρα την Παναγία μας και την αγία Μητέρα της, την Θεοπρομήτορα Άννα, την «μάμμη» όλων των Αγιορειτών, της οποίας τους Χαιρετισμούς της έλεγε πολλές φορές την ημέρα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η κοίμησή του έγινε την ημέρα της εορτής της. Το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου 1961, κατά το ορθόδοξο ημερολόγιο, τέλεσε την Θεία Λειτουργία της Αγίας Άννης και εξήλθε του ιερού Βήματος μετά δακρύων χαράς. Το δειλινό της ημέρας εκείνης, καθήμενος στο σκαμνί του και βαστώντας το κομποσχοίνι του, τελείωσε τον βίο του οσιακώς, σε ηλικία 86 ετών, προφέρων διαρκώς την λέξη «χαίρε».

‘Ηταν η εποχή που ήδη από έτους η απορφανισθείσα Εκκλησία μας, μετά την κοίμηση του Αγίου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου, είχε ήδη αποκτήσει κεφαλή στο πρόσωπο του μακαριστού Επισκόπου Ταλαντίου Ακακίου (+1963). Μάλιστα, όταν κάποιοι αποστάτες κληρικοί της εποχής εκείνης έκαναν σε φυλλάδιό τους κακόβουλο σχόλιο, ότι δήθεν κάποιοι σεβάσμιοι Κληρικοί της Εκκλησίας μας των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών Ελλάδος δεν δέχθηκαν τον χειροτονηθέντα τότε με μύριες δυσκολίες στην Αμερική Σεβ. Επίσκοπο Ταλαντίου Ακάκιο, έγινε έγγραφη βεβαίωση ότι οι Κληρικοί μας εκείνοι, όπως και ο πολιός Αρχιμ. π. Ευγένιος Λεμονής (Λημόνης), εδέχοντο και μνημόνευαν κανονικώς του ονόματος του Αρχιερέως των Σεβ. κ. Ακακίου, ως ευπειθή της Εκκλησίας τέκνα.

Στην κηδεία του μακαριστού π. Ευγένιου συμμετείχαν περί τους 2.500 χιλιάδες πιστούς. Την Εξ’οδιο Ακολουθία του «ήρωος του Αγώνος», όπως δικαίως μεταξύ άλλων χαρακτηρίσθηκε, τέλεσαν οι Αρχιμανδρίτες της Εκκλησίας μας Παΐσιος, Χρυσόστομος, Νήφων, Γερμανός, Μερκούριος, Λογγίνος και Αντώνιος, ο Ιερομ. Ησύχιος και ο Αιδ. π. Νικόλαος Καλοσκάμης, η δε ταφή του έγινε στην Ιερά Μονή «Άξιον Εστί» Βαρυμπόμπης Αττικής.
Οι φύλακες του Βασιλικού κτήματος, το οποίο βρισκόταν πλησίον της Μονής, έλεγαν ότι από τον τάφο του έβλεπαν τις νύκτες να βγαίνει φως!

Το τεσσαρακονθήμερο Μνημόσυνό του τελέσθηκε στον Ιερό Ναό Ζωοδόχου Πηγής Πειραιώς, μς χοροστασία του Σεβ. Επισκόπου Ταλαντίου κ. Ακακίου, στις 18/31-1-1962. Σε σύντομο δε Βιογραφικό σημείωμα, το οποίο παρετέθη επί τη ευκαιρία εκείνη, εγράφετο χαρακτηριστικά: «Ακούων (ο Αγιορείτης Ιερομόναχος π. Ευγένιος) την εν τω κόσμω ταραχήν εκ της Καινοτομίας του Νεοεορτολογίου, κατά μίμησιν των παλαιών Θεοφόρων Πατέρων, αφήσας την ησυχίαν του εξήλθεν εις τον κόσμον, στηρίζων και παρηγορών τους πιστούς δια τε του ήθους και των λόγων του, τύπος και υπογραμμός και κανών αρετής ακριβέστατος γενόμενος τοις πάσι. Μέτριος, απλούς, πεάος και ησύχιος, τους πάντας ως μαγνήτης προσείλκυε. Μετέστη προς Κύριον πλήρης ημερών διπλούς τους στεφάνους, τον της Ασκήσεως και της Ομολογίας, κομισάμενος».

Διασώζεται φωτογραφία, την οποίαν δημοσιεύουμε, από Τρισόγιον επι του Τάφου του π. Ευγενίου με ανάγνωση Συγχωρητικών Ευχών από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αυξέντιο κατά τον Δεκέμβριο του 1964.

Η τιμία κάρα του ευλογημένου π. Ευγένιου φυλάσσεται εντός θήκης και τίθεται σε προσκύνηση, όπως και τα υπόλοιπα ιερά Λείψανά του, στον Ιερό ναό Ζωοδόχου Πηγής στον Πειραιά, ο οποίος Ναός ώς ιδιωτικός κατέχεται δυστυχώς από αντικανονικούς κληρικούς μη ανήκοντας στην Εκκλησία μας. Δύο δε Θεομητορικές Εικόνες και κάποια άλλα ιερά αντικείμενα, όπως και κουφώματα, από το Εκκλησάκι στην ταράτσα της οικίας όπου λειτουργούσε ο π. Ευγένιος, περισυνέλεξε και αργότερα διεφύλαξε στην Ιερά Μονή του Αγίου Ονουφρίου στην Ντάρδεζα Κερατέας Αττικής ο Σεβ. Ευρίπου και Ευβοίας κ. Ιουστίνος, ο οποίος είχε γνωρίσει τον π. Ευγένιο κατά την περίοδο που ως Ιερομόναχος εφημέρευε στον Πειραιά και μάλιστα λειτουργούσε στο Εκκλησάκι εκείνο μετά την μακαρία Κοίμησή του.

Παπά Ευγένιε καυχημα του Ιερού Αγώνος μας πρέσβευε υπερ ημών των αναξίων διαδόχων σου!
Περιοδικὸν "Ἀρχεῖον τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος" Τεύχος 7