Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Ιωάννης Φλώρος Ιερεύς


Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ παπα-Γιάννης, ο πρώτος Ιερέας των Γνησίων Ορθοδόξων, ο Λειτουργός των Αγρυπνιών και του μεγάλου Θαύματος της Γ’ Εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού, γεννήθηκε το 1860 στο χωριό Πεντιά (σημερινό Τρίκορφο) της Μεσσηνίας, από ευσεβή οικογένεια.

 

Το 1893 νυμφεύεται και το αμέσως επόμενο έτος χειροτονείται Διάκονος και Ιερεύς από τον Αρχιεπίσκοπο Μεσσηνίας Πανάρετο Κωνσταντινίδη (†1897), και αναλαμβάνει εφημεριακά καθήκοντα στον ενοριακό Ναό του χωριού του, τον Άγιο Νικόλαο.

 

Μετά την κοίμηση της Πρεσβυτέρας του και έχοντας επωμισθεί την φροντίδα των πέντε τέκνων του, μεταβαίνει κατά το έτος 1923 στην Αθήνα για τις σπουδές του μικροτέρου υιού του, εγκαταλείποντας την ιδιαίτερη πατρίδα του και μένοντας δίχως Ενορία. Πολλές φορές προσφεύγει στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών για να του δοθεί μία ενοριακή θέση, προειμένου να ασκήσει τα λειτουργικά του καθήκοντα και να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της οικογενείας του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μετά από μήνες μεγάλων στερήσεων, τον επισκέπτεται η Υπεραγία Θεοτόκος σε ενύπνιο και του υποδεικνύει το τότε γραφικό Εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου στα κάτω Πατήσια Αθηνών, το οποίο έμελε να γίνει η Ενορία του για λίγο καιρό.

 

Εκεί τον βρίσκει η επιβληθείσα Ημερολογιακή Καινοτομία κατά το έτος 1924. Τότε ήταν που αντέταξε ένα σθεναρό ΟΧΙ στην καινοτομήσασα Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αποτειχιζόμενος από τους Καινοτόμους προϊσταμένους του και συστρατευόμενος με τους φύλακες των Πατρώων Παραδόσεων, τον απλό πιστό λαό του Θεού. Η στάση του αυτή, όπως ήταν επόμενο, τον φέρνει αντιμέτωπο με την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, η οποία και τον εκδιώκει από τον Άγιο Ελευθέριο.

 

Νέες περιπέτειες αρχίζουν για τον παπα-Γιάννη. Από εδώ και στο εξής κάθε εξωκκλήσι στα περίχωρα της Αττικής βρίσκει τον Λειτουργό του στο πρόσωπο του Γέροντος Ιερέως με τον νεανικό ζήλο και φρόνημα. Έβρισκε ιδιαίτερη ανάπαυση όταν λειτουργούσε στο εγκαταλειμμένο τότε Μονύδριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στις παρυφές του Υμηττού (Δήμος Παπάγου), καθώς και στην Ομορφοκκλησιά (του Βεΐκου) στο Γαλάτσι, τα οποία και υποδέχονται τους Παλαοημερολογίτες κατά τα πρώτα έτη του ιερού Αγώνος.

 

Οι κόποι και οι μόχθοι του πατρός Ιωάννου, ο οποίος ήταν ένας από τους ολίγους εγγάμους Κληρικούς που παρέμειναν με το Παλαιό Ημερολόγιο, επευλογήθηκαν από τον Θεό∙ σ’αυτόν επιφυλάχθηκε η μεγίστη τιμή να είναι ο Λειτουργός στην Αγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού κατά το έτος 1925, στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στον Υμηττό, κατά την οποία εμφανίσθηκε εκείνος ο φωτεινός λευκός Σταυρός, ο οποίος γέμισε με ευροσύνη τις καρδιές των πιστών, ενίσχυσε τους αποκαμωμένους από τις διώξεις και φώτισε πολλούς στο να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια, σύμφωνα με τις μαρτυρίας των αυτοπτών.

 

Το έτος 1934, οι Παλαιοημερολογίτες της Μπάλας (σημερινή Ροδόπολη Αττικής) τον καλούν να λειτουργήσει στο βυζαντινό Εκκλησάκι του Τιμίου Προδρόμου. Άδικα όμως οι Χριστιανοί άρχισαν να συγκεντρώνονται για να λειτουργηθούν εκεί, αφού βρίσκουν το Ναΰδριο ερμητικά κλειστό από τις αστυνομικές αρχές. Ο παπα-Γιάννης συνηθισμένος στις απαγορεύσεις και τους διωγμούς δεν πτοείται, αλλά ούτε καν σκέπτεται να στερήσει τους ευλαβείς από την Θεία Λειτουργία, που με τόση λαχτάρα είχαν συγκεντρωθεί για να συμμετάσχουν. Ακολουθούμενος πάντοτε από τους πιστούς, κατευθύνεται στο χωριό και δίπλα στον χώρο όπου βρίσκεται ο σημερινός Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος Ροδοπόλεως, τελεί το Μυστήριο υπαίθρια, επάνω σε μία πέτρα, που έγινε αργότερα ο θεμέλιος λίθος του εν λόγω Ναού.

 

Τακτικός στην τέλεση των ιερών Ακολουθιών ο παπα-Γιάννης, δεν παραλείπει ακόμη και στο βαθύ γήρας του την καθιερωμένη νυκτερινή Ακολουθία. Μόνον μία νύκτα χιονισμένη παραβιάζει εξ ανάγκης την τακτική του, σκεπτόμενος να διαβάσει λίγο αργότερα την Ακολουθία του. Ο Θεός όμως, ο Οποίος δεν θέλει να διακοπεί μία τόσων ετών ευλογημένη τακτική, τον ειδοποιεί την κατάλληλη στιγμή. Έντρομος ο Γέροντας Πρεσβύτερος ακούει φωνή από την μικρή Εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, την οποία φέρει πάντοτε μαζί του, να του λέγει: «Παπα-Γιάννη, όρθρου βαθέως!», και ο αγαθός Λευ΅΄ιτης σηκώνεται ευθύς για την ορθρινή δοξολόγηση και ανύμνηση του αγίου Θεού…

 

Στον μεγάλο διωγμό των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών του 1951, παρά τα γηρατειά του, ο παπα-Γιάννης εργάζεται εξαντλητικά, έχοντας μεταβάλλει την οικία του στην Κηφισιά, στην οδό Κανάρη, σε κρυφό πνευματικό καταφύγιο των Γνησίων Ορθοδόξων.

 

Τα Χριστούγεννα του αυτού έτους, κατά περιγραφήν αυτόπτου μάρτυρος, του κατά σάρκα πατρός της Καθηγουμένης της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Θρακομακεδόνων Αττικής Ξένης Μοναχής, του μετέπειτα Θεολόγου Μοναχού, τρία φορτηγά γεμάτα πιστούς από διάφορα μέρη της Αττικής ξεκίνησαν την παραμονή της μεγάλης Εορτής αργά το βράδυ, για να αγρυπνήσουν μακρυά από τους Καινοτόμους διώκτες τους, στο Εξωκκλήσι της Αγίας Μαρίνης στο Πόρτο Ράφτη. Ιερεύς και εκείνης της Αγρυπνίας ήταν ο π. Ιωάννης. Εκείνος βρισκόταν στο τελευταίο φορτηγό, κάτω από έναν σωρό από παλτά και επανωφόρια.

 

Καθ’ οδόν, αστυνομική δύναμη σταματάει τα τρία φορτηγά για έλεγχο. Στο ερώτημα των αστυνομικών ποιος ο σκοπός αυτής της μετακινήσεως, οι επιβαίνοντες του πρώτου φορτηγού αντέταξαν την απλοϊκή δικαιολογία: «Πάμε για μπάνια», δεδομένου ότι ήταν μια παγωμένη νύκτα του Δεκεμβρίου, με αρκετό χιόνι, και τρία φορτηγά γεμάτα κυρίως από ανθρώπους περασμένης ηλικίας, οι οποίοι έτρεμαν από το κρύο. Το δεύτερο και το τρίτο φορτηγό όταν ερωτήθηκαν που πηγαίνουν, απάντησαν: «Όπου πάνε και οι μπροστινοί». Η Χάρις του Θεού δεν επέτρεψε στους Αστυνομικούς να επεξεργαστούν λεπτομερώς το κατά τα άλλα παιδαριώδες εκείνο επιχείρημα και τους άφησαν ελεύθερους να συνεχίσουν τον δρόμο τους.

 

Η Αγρυπνία δε στο ασφυκτικά γεμάτο Εκκλησάκι ενθύμιζε πρωτοχριστιανικές εποχές. Όλο το εκκλησίασμα έψαλε μαζί και ο Ζηλωτής Ιερέας εξομολόγησε και κοινώνησε όλους τους παρισταμένους. Στο τέλος όλοι περιχαρείς αντάλλαξαν εόρτιες ευχές, αρτεύθηκαν με λίγα πτωχικά κεράσματα και αναχώρησαν για τις οικίες τους δίχως να σταματήσουν να ψάλλουν καθ’ όλη την διάρκεια της επιστροφής.

 

Έξι μήνες πριν από την εις Κύριον εκδημίαν του, ο ηρωϊκός π. Ιωάννης καθηλώθηκε στο κρεββάτι του πόνου εξ αιτίας ατυχήματος. Τότε τον επισκέπτεται και ο επανελθών από την δεύτερη 17μηνη εξορία του στην Μυτιλήνη αείμνηστος Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης κυρός Χρυσόστομος.

 

Την 15η Δεκεμβρίου 1953, ημέρα της Εορτής του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου, στο Ναΰδριο τουοποίου πιστά υπηρέτησε κάποτε, ο παπα-Γιάννης εκοιμήθη τον ύπνο του Δικαίου. Ετάφη στην Ιερά Μονή της Θαυματουργού Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου στην Λυκόβρυση Αττικής της οποίας την Αδελφότητα εξυπηρετούσε τακτικά Μυστηριακώς.

 

Υπήρξε ένας αφανής και θαρραλέος Κληρικός, λακωνικός και σοφός, με μόνο φόβο τον φόβο του Θεού, του οποίου το όνομα θα μείνη στην ιστορία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών, συνδεδεμένο άρρηκτα με το συγκλινιστικό Θαύμα της Γ’ Εμφανίσεως του Τιμίου Σταυρού το έτος 1925.

 

Κύριες πηγές:

·         Περιοδικό «ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ», τ. 3, Ιούλιος- Σεπτέμβριος 1976, σελ. 94-97.

·         Ιστολόγιο «Εκκλησιαστικός»

 

 

ΠΗΓΗ: «ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΑΓΩΝΟΣ» Τεύχος 2,

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου