Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Προκατήχηση (Δηλαδή πρόλογος στίς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Πατέρα μας, ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων.)



Α´ Τώρα πιά σς γγιξε σμή τς μακαριότητας, λους σς πού ρθατε στίς τάξεις τν Φωτιζομένων[1]. Τώρα πιά μαζεύετε τά νοητά νθη, γιά νά πλέξετε οράνια στεφάνια. Τώρα πιά πνευσε εωδία το γίου Πνεύματος. Τώρα πιά βρισκόσαστε στό προαύλιο τν βασιλικν νακτόρων. ς δώσει Θεός νά μπτε καί μέσα σ᾿ ατά, δηγημένοι πό τόν διο τό Βασιλιά. Τώρα νθισαν τά δέντρα, ς δώσει Θεός νά δέσουν καί νά ριμάσουν παράλληλα καί ο καρποί.
Τά νόματά σας χουν δη καταγραφε[2], πιστρατευτήκατε. Ο λαμπάδες πού θά σς συνοδεύσουν στή νυφική τελετή χουν τοιμαστε. Μέσα σας πάρχει ντονη πιθυμία τς οράνιας πολιτείας. χετε πρόθεση γαθή καί ατή εναι πού σς χαρίζει τήν λπίδα. Εναι διάψευστος κενος πού επε τι «σ᾿ κείνους πού γαπον τόν Θεό, τά πάντα συνεργον στό γαθό» (Ρωμ. 8, 28). Καί μέν Θεός χορηγε πλουσιοπάροχα τήν εεργεσία, περιμένει μως καί τή γνήσια προαίρεση το καθενός μας. Γι᾿ ατό κριβς καί πόστολος Παλος συμπλήρωσε λέγοντας· «ννο βέβαια κείνους τούς ποίους δια προαίρεσή τους τούς χει κάνει δεκτικούς τς θείας κλήσεως». δια λοιπόν πρόθεσή σου, ταν εναι γνήσια, σέ κάνει διαλεχτό καί καλεσμένο[3]. Τό νά βρίσκεσαι βέβαια στίς τάξεις τν Φωτιζομένων, χωρίς νά καλλιεργες καί τήν νάλογη προδιάθεση, δέν χει νά σέ φελήσει σέ τίποτα.

Β´ Κάποτε ρθε στήν κκλησία καί βαπτίστηκε Σίμωνας μάγος (πρβλ. Πράξ. 8, 13). Πράγματι, βαπτίστηκε, λλά δέν φωτίστηκε[4]. Τό σμα του βυθίστηκε στό νερό, ψυχή του μως δέν φωτίστηκε πό τό γιο Πνεμα. Βυθίστηκε τό σμα του στό νερό καί ξαναβγκε, « ψυχή του μως δέν θάφτηκε μαζί μέ τόν Χριστό, οτε πάλι ναστήθηκε μαζί Του» (πρβλ. Ρωμ. 6, 4. Κολ. 2, 12). Δές, σο φανερώνω πς καί πο πεσαν ο λλοι, γιά νά σέ βοηθήσω νά μήν πέσεις καί σύ στά δια. Τά λάθη κείνων μπορον νά χρησιμεύσουν γιά παραδειγματισμό δικό μας. Γι᾿ ατό κριβς καί γράφτηκαν ο πτώσεις τους, στε τσι νά βοηθηθον σοι ργότερα, μέχρι καί σήμερα, θά θελήσουν νά προσέλθουν στήν κκλησία καί νά βαπτιστον (πρβλ. Α´ Κορ. 10, 11). ς μή βρεθε λοιπόν κανείς πού νά κπειράζει τή Χάρη. Νά εσαστε γρυπνοι καί νά προσέχετε, μήπως κάποια πικρή ρίζα μαρτίας κάποια πλάνη ξεφυτρώσει μέσα σας καί ατή σς γίνει φορμή καί ατία πειρασμο, κατά τήν πνευματική πρόοδο καί ναγέννησή σας (βρ. 12, 15. Πρβλ. Δευτ. 29, 17). Προσέξτε, μήπως κάποιος πό σς προχωρήσει καί γίνει μέλος τς κκλησίας πακούοντας στό λογισμό πού το λέει: «σε νά δομε τί κάνουν ο πιστοί. ς μπ κι γώ μέσα νά δ καί νά μάθω τά σα γίνονται κε». Περιμένεις, νθρωπέ μου, νά δες; Δέν καταλαβαίνεις τι θά σέ δον κι σένα; Καί νομίζεις τι, σύ μέν μπορες νά λεπτολογες καί νά ξετάζεις σα γίνονται στήν κκλησία, ν Θεός δέν ρευν καί δέν ξετάζει καί τή δική σου καρδιά;

Γ´ Κάποτε, πως ναφέρεται στό γιο Εαγγέλιο, νας εχε τήν περιέργεια νά δε καί νά μάθει τί κριβς γίνεται στήν τελετή το γάμου. Χωρίς λοιπόν νά διαθέτει κατάλληλα γιά τήν περίσταση ροχα, μπκε σ᾿ να σπίτι πού γινόταν γάμος καί κάθησε στό τραπέζι καί τρωγε. γαμπρός τόν ντιλήφθηκε, λλά τόν φησε, χωρίς νά το κάνει σχετική παρατήρηση. πρεπε τότε πρόσκλητος πισκέπτης, φο εδε τι λοι ο προσκαλεσμένοι φοροσαν σπρα ροχα, νά πάει καί νά φορέσει καί ατός τά δια. λλά δέν τό κανε. ντίθετα, πολάμβανε πως λοι τά φαγητά, χωρίς νά εναι πως λοι στήν μφάνιση καί στήν προαίρεση. γαμπρός μως, παρόλο πού τά εχε τοιμάσει λα πλούσια καί τά πρόσφερε λα φειδώλευτα, δέν ταν διάφορος γιά τό τί κριβς συνέβαινε κε μέσα. Γυρίζοντας λοιπόν λους τούς χώρους καί βλέποντας τόν κάθε καλεσμένο —πειδή δέν τόν νδιέφερε μονάχα τό πόσο καί πς θά φνε ο καλεσμένοι του, λλά καί τό πόσο επρεπες θά εναι— πεσε τό μάτι του καί σ᾿ κείνον τόν ξένο, πού δέν φοροσε στολή γάμου, καί το επε: «Πς μπκες δ μέσα, φίλε μου;» (Ματθ. 22, 12). Μέ τί ροχα; Μέ ποιά συνείδηση; ς πομε πώς θυρωρός δέν σέ μπόδισε, γιατί γαμπρός εναι νοιχτόκαρδος καί καταδεχτικός. ς πομε τι δέν ξερες τί πρεπε νά φορς, μπαίνοντας μέσα στό συμπόσιο καί μπκες πως εσουνα. Μπκες, εδες νά στράφτουν τά ροχα τν προσκαλεσμένων. Δέν πρεπε μως νά διδαχτες πό σα εδες; Δέν πρεπε νά βγες πάλι ξω καί νά ξαναμπες πως πρέπει; Τώρα μως μπκες μέσα, χωρίς νά πρέπει, γιά νά βγες ξω, πως σο πρέπει. Καί προστάζει τότε τούς πηρέτες του καί τούς λέει: Δέστε ατά τά πόδια πού τόσο τολμηρά μπκαν δ μέσα. Δέστε ατά τά χέρια πού δέν μαθαν νά ντύνουν τό σμα μέ ροχα πού ρμόζουν σέ μιά τόσο γιορτινή καί χαρούμενη μέρα. «Καί βγάλτε τον ξω στό πυκνό σκοτάδι» (Ματθ. 22, 13), γιατί εναι νάξιος νά φωτίζεται μέ νυφικές λαμπάδες. Δές λοιπόν κι σύ, Φωτιζόμενε δελφέ, τί παθε τότε ατός πρόσκλητος πισκέπτης καί φυλάξου νά μήν πάθεις κι σύ τά δια.

Δ´ μες λοιπόν, ο διάκονοι το Χριστο, χουμε δεχθε καθέναν νά προσέλθει στήν κκλησία. Κάναμε χρέη, θά λέγαμε, θυρωρν καί φήσαμε διάπλατα νοιχτή τήν ξώπορτα. Δίνεται λοιπόν εκαιρία σέ σένα νά μπες μέσα, κόμα καί ν χεις καταλερωμένη τήν ψυχή σου, κόμα καί ν προαίρεσή σου εναι βρώμικη. Θεωρήθηκες τελικά ξιος καί μπκες στήν κκλησία. Γράφτηκε τό νομά σου στόν κατάλογο τν ποψηφίων γιά τό Βάπτισμα. Κάνε μου τή χάρη, σέ παρακαλ, καί μελέτησε προσεκτικά ατό τό σεμνό καθίδρυμα τς κκλησίας. Παρατηρες τήν τάξη, τό τυπικό, τήν πίστη καί τή γνώση τς κκλησίας. Τήν νάγνωση τν γίων καί ερν κειμένων, τήν παρουσία τν φιερωμένων στόν Θεό ψυχν[5], τή διδακτική μέθοδο; Σεβάσου λοιπόν τόν τόπο καί διδάξου π᾿ σα βλέπεις δ. ν λλαξες γνώμη, μπορες νά φύγεις τώρα πού σο δίνεται εκαιρία, καί μιά λλη φορά νά μπες στήν κκλησία μέ πολύ καλύτερες προϋποθέσεις.
ν χεις φορέσει σάν ροχο πάνω σου τή φιλαργυρία, ξεντύσου την καί λα στήν κκλησία, φορώντας λλο νδυμα. Βγάλτο ατό πού φορς, μήν τό κουκουλώσεις. Ξεντύσου σέ παρακαλ τήν πορνεία καί τήν καθαρσία. Φόρεσε τή λαμπρή στολή τς σωφροσύνης. γώ σέ προειδοποι, πρίν κόμα ρθει δ μέσα Νυμφίος τν ψυχν μας ησος Χριστός καί δε τίς φορεσιές. Τώρα χεις κόμα πολύ καιρό μπροστά σου. χεις σαράντα μέρες γιά νά μετανοήσεις[6]. χεις πολλή προθεσμία. Μπορες τώρα νά ξεντυθες, νά καθαριστες καί πάλι νά ρθεις φρεσκοντυμένος, μέ στολή πού ρμόζει στήν κκλησία. ν μως μένεις μετανόητος στήν κακή σου προαίρεση, γώ πού σο τά λέω τώρα δέν χω καμία εθύνη καί σύ βέβαια μήν περιμένεις νά λάβεις τή θεία Χάρη. Γιατί μέν τό νερό το Βαπτίσματος θά σέ δεχτε, τό γιο Πνεμα μως δέν θά σέ δεχτε. ποιος χει συνειδητοποιήσει τήν πληγή του, ς πάρει μπλαστρο. ν κάποιος χει πέσει στήν μαρτία, ς σηκωθε. Κανένας σας νά μή μοιάσει στό Σίμωνα, καμιά πόκριση νά μήν κρύβεται μέσα σας, καμιά περιέργεια νά μή φωλιάσει στήν καρδιά σας.

Ε´ πάρχει περίπτωση νά ρθεις μέσα στόν ερό ατό χρο καί μέ κάποια λλη πρόφαση[7]. Μπορε, πραγματικά, νας ντρας νά γίνει Κατηχούμενος, μόνο καί μόνο γιά νά κερδίσει τή γυναίκα του. Τό διο βέβαια θά μπορούσαμε νά πομε καί γιά τίς γυνακες. Πολλές φορές πάλι, γινε Κατηχούμενος νας δολος, γιατί θέλησε νά εχαριστήσει τόν κύριό του. Κάποιος λλος, πειδή θέλησε νά ρέσει στό φίλο του. Παραδέχομαι λοιπόν τι σ᾿ πιασε τό γκίστρι μέ κάποιο δόλωμα. Συγκατανεύω νά σέ δεχτν καί ξεκίνησες μέ κακή πρόθεση— πειδή γνωρίζω τι, ν καλλιεργήσεις μέσα σου τήν λπίδα τς σωτηρίας, μπορες νά σωθες.
σως δέν χεις καταλάβει πο ρχεσαι, οτε ποιό εναι τό δίχτυ πού σέ μαζεύει (πρβλ. Ματθ. 13, 47). Πιάστηκες πό κκλησιαστικά δίχτυα. Κλείσου μέσα σ᾿ ατά. Μή φύγεις. Τό γκίστρι πού σέ τραβάει τό κρατάει Χριστός. Τό κρατάει, χι γιά νά σέ θανατώσει. Πρέπει νά πεθάνεις γιά νά ναστηθες. κουσες τί λέει πόστολος: «Νεκροί γιά τήν μαρτία καί ζντες γιά τήν δικαιοσύνη» (πρβλ. Ρωμ. 6, 11-13). Γίνου λοιπόν νεκρός γιά τήν μαρτία καί ζσε γιά τή δικαιοσύνη. Ζσε, πό σήμερα κιόλας.

Ϛ´ Πρόσεξε, σέ παρακαλ, νά δες, πόσο μεγάλη ξία σο χαρίζει ησος. Λεγόσουν πρίν Κατηχούμενος[8] καί κουγες πράγματα πού δέν τά καταλάβαινες. κουγες γιά λπίδα καί λπίδα δέν ξερες. κουγες γιά Μυστήρια καί Μυστήρια δέν ννοοσες. κουγες γιά γιες Γραφές καί ναγνώσματα, λλά δέν γνώριζες τό βάθος τους. Τώρα πιά δέν κος μόνο τίς λέξεις, λλά μπαίνεις μέσα καί στό βαθύτερο νόημά τους. Γιατί τό γιο Πνεμα, πού πό τώρα καί στό ξς θά σκηνώνει μέσα σου, θά κάνει θεο κατοικητήριο τή διάνοιά σου (πρβλ. Ρωμ. 8, 9). ταν κούσεις σα χουν γραφε σχετικά μέ τά Μυστήρια, τότε θά ννοήσεις σα μέχρι σήμερα δέν καταλαβαίνεις. Καί μή νομίσεις τι δέχεσαι μικρό καί σήμαντο πράγμα. Εσαι νας σήμαντος νθρωπος καί ποκτς θεϊκό νομα[9]. κουσε τί λέει πάνω σ᾿ ατό πόστολος Παλος: «Εναι ξιόπιστος Θεός» (Α´ Κορ. 1, 9). κουσε καί τί λλο λέει γία Γραφή: « Θεός εναι ξιόπιστος σέ ,τι πόσχεται καί δίκαιος» (Α´ ωάν. 1, 9. Πρβλ. Δευτ. 32, 4). Ατό κριβς προβλέποντας Ψαλμωδός καί σάν νά κπροσωποσε κατά κάποιον τρόπο τόν Θεό —φο ο νθρωποι πρόκειτο νά λάβουν τή Θεία υοθεσία— λεγε: «γώ επα τι λοι εσαστε θεοί καί παιδιά το ψιστου Θεο» (Ψαλμ. 81, 6). Πρόσεχε μως μήπως χεις μόνο τό νομα το πιστο καί τήν προαίρεση το πίστου. Μπκες στό στάδιο. γωνίσου. Δέν ξαναβρίσκεις ατήν τήν εκαιρία. ν πρόκειτο νά τελέσεις τούς γάμους σου, δέν θά τά φηνες λα καί θά τρεχες γιά νά τοιμάσεις τά φαγητά καί τά ποτά το γαμήλιου τραπεζιο; Τώρα πού πρόκειται νά καθιερώσεις τήν ψυχή σου στόν οράνιο Νυμφίο[10], δέν θά γκαταλείψεις λες τίς βιοτικές μέριμνες, γιά νά δεχτες τά πνευματικά χαρίσματα;

Ζ´ Δέν πιτρέπεται νά βαπτιστες δεύτερη τρίτη φορά. ν ατό μποροσε νά γίνει, τότε θά μποροσες καί νά πες: «πέτυχα τήν πρώτη φορά, θά τά καταφέρω τή δεύτερη». ν μιά φορά ποτύχεις, δέν μπορες νά διορθώσεις τό πράγμα, φόσον «νας εναι Κύριος, μία πίστη καί να τό Βάπτισμα»[11] (φεσ. 4, 5). Μονάχα μερικοί αρετικοί ξαναβαπτίζονται, πειδή τό πρτο πού εχαν δέν ταν πραγματικό Βάπτισμα.
Η´ Τίποτε λλο δέν ζητάει πό μς Θεός, παρά μόνο καλή προαίρεση. Μή λές· «πς θά μο ξαλειφθον ο μαρτίες;». γώ σο παντ: Μέ τή θέληση καί τήν πίστη. Τί πιό σύντομο π᾿ ατό; λλά ν τό στόμα σου λέει τι τό θέλει καί καρδιά σου δέν τό θέλει, Θεός πού θά σέ κρίνει, δέν ξεγελιέται, γιατί εναι καρδιογνώστης. πομακρύνσου πό σήμερα  κιόλας πό κάθε κακία καί μαρτία. Νά μή βγον πό τό στόμα σου σεμνα λόγια. Τά μάτια σου νά μή βλέπουν φάμαρτα καί νά μή θαυμάζουν χρηστες καί βλαβερές εκόνες.

Θ´ Τά πόδια σου ς τρέχουν μέ βιάση στόν τόπο πού γίνονται ο Κατηχήσεις. Τούς ξορκισμούς νά δέχεσαι μέ πολλή προσοχή. Κι ν σέ φυσήξει κατά πρόσωπο ερέας κι ν ξορκίσει πό σένα τά κακά πνεύματα, ατό θά εναι γιά τή σωτηρία σου. ς ποθέσουμε τι χουμε χρυσάφι κατέργαστο, νακατεμένο μέ χαλκό, κασσίτερο, σίδερο καί μολύβι (πρβλ. εζ. 22, 18) καί μες θέλουμε νά χουμε χρυσάφι καθαρό. Εναι ποτέ δυνατόν νά καθαριστε τό χρυσάφι πό λα τά λλα στοιχεα, χωρίς νά μπε στή φωτιά; Τό διο συμβαίνει καί μέ τή ψυχή. Δέν εναι δυνατόν νά καθαριστε πό τά κάθαρτα πνεύματα, χωρίς τούς ξορκισμούς. Ο ξορκισμοί εναι θεοι καί χουν σταχυολογηθε μέσα πό τίς θεες Γραφές. Σκεπάζεται τό πρόσωπό σου, γιά νά σταματήσει νά κινεται στά πονηρά διάνοιά σου. Καί κόμα γιά νά μήν ναγκάζει τό βλέμμα σου, πού πέφτει δ καί κε, νά φαιρεται καί νά σκορπίζεται σέ τοπα πράγματα καρδιά σου. ταν τά μάτια εναι σκεπασμένα, δέν μποδίζονται καθόλου τά ατιά νά κονε τά σωτήρια λόγια. πως ο μπειροι χρυσοχόοι, φυσώντας τή φωτιά μέ λεπτά εδικά ργανα, ξεχωρίζουν τό χρυσάφι πού βρίσκεται στό χωνευτήρι πό τά λλα μέταλλα το μείγματος, τσι κάνουν καί ο ερες πού διαβάζουν σέ κάποιον ποψήφιο γιά Βάπτισμα τούς ξορκισμούς. Μέ τήν πνοή το γίου Πνεύματος μφυσον μέσω το σώματος, πού μοιάζει μέ χωνευτήρι, τό φόβο το Θεο στήν ψυχή, καί τσι τή φέρνουν στήν ρχική φύση καί λειτουργία της. Φεύγει π᾿ ατήν χθρός της, διάβολος, καί παραμένει σωτηρία καί λπίδα τς αώνιας ζως. ψυχή τότε, φο χει πιά καθαριστε πό τά μαρτήματά της, χει κερδίσει τή σωτηρία. ς παραμείνουμε λοιπόν στήν λπίδα, δελφοί μου, ς δώσουμε τούς αυτούς μας καί ς λπίσουμε.  στε βλέποντας Παντοκράτορας Θεός τήν προαίρεσή μας, νά μς καθαρίσει πό τίς μαρτίες μας, νά μς χαρίσει δυνατή λπίδα, τι πραγματικά θά πετύχουμε ατή τή νέα κατάσταση, καί νά μς κάνει ξιους γιά τή σωτήρια μετάνοια. Θεός εναι ατός πού σέ κάλεσε καί σύ εσαι καλεσμένος.

Ι´ Νά παρακολουθες συνέχεια τίς Κατηχήσεις —ν καί παρατείνουμε πολύ τό λόγο λέγοντας πολλά— γιά νά μήν ξεστρατήσει λογισμός σου[12]. Παίρνεις δ πλα γιά νά πολεμήσεις τόν χθρό σου. φοδιάζεσαι μέ πλα ναντίον τν αρέσεων, τν ουδαίων, τν Σαμαρειτν, τν εδωλολατρν. χεις πολλούς χθρούς. Προμηθεύσου λοιπόν πολλά βέλη. χεις πολλούς νά χτυπήσεις καί πρέπει νά μάθεις πς θά καταστηλιτεύσεις τόν εδωλολάτρη, πς θά γωνιστες ναντίον το αρετικο, ναντίον το ουδαίου καί ναντίον το Σαμαρείτη. Τά πλα εναι τοιμα καί κόμα πιό τοιμο εναι τό ξίφος το γίου Πνεύματος (πρβλ. φεσ. 6, 17). Πρέπει νά τεντώσεις τό δεξί σου χέρι, μέ τή δύναμη τς καλς προαίρεσής σου[13], γιά νά πολεμήσεις στόν πνευματικό πόλεμο το Κυρίου, νά νικήσεις τίς νάντιες δυνάμεις καί νά ναδειχτες ήττητος μπροστά σέ κάθε νέργεια καί ραδιουργία τν αρετικν.

ΙΑ´ Σο δίνω κόμα καί ατή τήν ντολή: Νά μάθεις καλά ατά πού κος δ καί νά τά τηρήσεις σ᾿ λη σου τή ζωή. Μή νομίσεις τι σα λέγονται δ μοιάζουν μέ τίς συνηθισμένες μιλίες. Καί κενες εναι καλές καί ξιόπιστες, λλά μπορες καί ργότερα, ν σήμερα μελήσεις, νά μάθεις σα λέγονται σ᾿ ατές. ν μελήσεις μως καί δέν ντυπωθες σήμερα τοτα τά διδάγματα, πού κούγονται συνέχεια δ καί πού χουν σχέση μέ τό λουτρό τς ναγέννησης, πότε θά κατορθώσεις νά τό κάνεις; ς ποθέσουμε τι εναι κατάλληλος καιρός νά φυτευτον τά δέντρα. ν δέν σκάψουμε τώρα καί δέν νοίξουμε βαθες λάκκους, πότε λλοτε μπορε νά φυτευτε μέ πιτυχία να δέντρο πού τώρα θά κακοφυτευτε; Παράβαλε τήν Κατήχηση μέ μιά οκοδομή. Δέν θά χουμε κανένα πολύτως κέρδος πό τόν κόπο μας, ν δέν σκάψουμε καί δέν βάλουμε τώρα θεμέλια. Καί τίποτα δέν θά χομε πιτύχει, ν δέν δέσουμε στή συνέχεια μέ σενάζια λη τήν οκοδομή, στε νά μήν καταρρεύσει, σέ περίπτωση κάποιας δυσκολίας. Πρέπει μέ σειρά νά δένουμε λιθάρι μέ λιθάρι καί γωνία μέ γωνία. Καί βγάζοντας τά περιττά νά νυψώνουμε τέλεια τήν οκοδομή. τσι καί τώρα δ σο προσφέρουμε σάν λιθάρια τίς διδασκαλίες. σύ πρέπει νά προσέχεις καί νά παρακολουθες σα διδάσκονται γιά τό ζωντανό Θεό, γιά τήν Κρίση, γιά τόν Χριστό, γιά τήν νάσταση καί γιά πολλά λλα πού θά επωθον στή συνέχεια. Ατά πού τώρα ναφέρονται εκαιριακά, θά προσφερθον τότε συναρμολογημένα καί μέ κάποια σειρά. ν μως σύ δέν τά συνδυάσεις καί δέν θυμηθες καί τά πρτα καί τά δεύτερα, κενος πού διδάσκει θά οκοδομε, σύ μως θά χεις κακοθεμελιωμένο καί τοιμόρροπο τό οκοδόμημα.

ΙΒ´ ταν παρακολουθες τίς Κατηχήσεις, ν κάποιος σέ ρωτήσει τί σς επαν ο Κατηχητές, νά μήν ναφέρεις τίποτα σέ ποιονδήποτε σχετο[14]. Γιατί σο παραδίδουμε μυστήριο καί λπίδα το μέλλοντα αώνα. Κράτησε μυστικά μέσα σου τό μυστήριο, γιά χάρη κείνου πού θά σέ νταμείψει γι᾿ ατό. Μή σο πε ποτέ κανείς: «Τί βλάπτει νά τό μάθω κι γώ;» Καί ο ρρωστοι ζητνε κρασί. ν μως τούς τό δώσουμε χωρίς νά πρέπει, τούς κάνουμε νά χάσουνε τό μυαλό τους. τσι γίνονται δυό κακά. Καί ρρωστος χάνεται καί γιατρός δυσφημίζεται. Τό διο συμβαίνει καί μέ τόν Κατηχούμενο. ν ατός κούσει κάτι πό κάποιον πιστό, τότε καί διος χάνει τίς φρένες του —γιατί πειδή δέν εναι σέ θέση νά τό κατανοήσει, ρευν καί περιγελάει ατά πού κηρύττονται— καί πιστός κατακρίνεται ς προδότης.  σύ λοιπόν τώρα στέκεσαι στό σύνορο μεταξύ πιστν καί πίστων. Τό νο σου μήν ξεστομίσεις τίποτα. χι γιατί δέν εναι ξια καί σπουδαα τά σα λέγονται δ, λλά γιατί κοή το λλου εναι νάξια νά τά δεχτε. Κάποτε σουν καί σύ Κατηχούμενος, λλά δέν σο επα ατά πού σο λέω τώρα. ταν πείρα σέ διδάξει τό ψος σων μαθες, τότε θά καταλάβεις τι εναι νάξιοι ο Κατηχούμενοι νά τά κούσουν.

ΙΓ´ σοι γραφτήκατε στόν κατάλογο τν ποψηφίων γιά τό Βάπτισμα, γίνατε γιοί καί θυγατέρες μις μάννας, τς κκλησίας. ταν ρχόσαστε νωρίτερα καί παραμένετε στό χρο πού πρόκειται νά γίνουν ξορκισμοί, καθένας σας ς λέει κάτι πνευματικά φέλιμο. ν λείπει κάποιος, νά τόν ναζητήσετε. ν σουν προσκαλεσμένος σέ συμπόσιο, δέν θά περίμενες καί τούς λλους προσκαλεσμένους; ν εχες δελφό, δέν θά νδιαφερόσουν γιά τό συμφέρον του;
Νά μήν σχολεσαι μέ λλα νωφελή πράγματα[15] καί νά μή διερωτσαι: «γινε τίποτα στή πόλη; Μήπως συνέβηκε τίποτα στή γειτονιά; Μήπως κανε τίποτα βασιλιάς; Μήπως κανε τίποτα πίσκοπος; Μήπως κανε τίποτα ερέας;». Στά οράνια στρέψε τό βλέμμα σου. Ατά πού σο χρειάζονται τώρα εναι τό:«Μείνετε στή σιωπή καί τήν σωτερική συχία χωρίς περισπασμούς καί μάθετε τι γώ εμαι Θεός» (Ψαλμ. 45, 11). ν δες τούς πιστούς νά διακονον καί νά μήν σχολονται μέ λλες μέριμνες, μάθε τι βρίσκονται σέ σωστό δρόμο. χουν συναίσθηση το τί χουν δεχτε, βρίσκονται μέσα στή Χάρη. σύ μως βρίσκεσαι κόμα νάμεσα σέ δυό δυνατότητες: Νά δεχτες νά μή δεχτες τό Βάπτισμα. Νά μήν ποστραφες σους διάλεξαν τή ζωή τς μεριμνίας πού χαρίζει πίστη, λλά νά σταθες μπροστά τους μέ δέος.

ΙΔ´ ταν γίνεται ξορκισμός, μέχρις του φτάσουν λοι σοι πρόκειται νά δεχτον τούς ξορκισμούς[16], ς παραμένουν ο ντρες μέ τούς ντρες καί ο γυνακες μέ τίς γυνακες. δ χρειάζεται κιβωτός το Νε, στε νά εναι χωριστά Νε μέ τούς υούς του καί χωριστά γυναίκα μέ τίς νύφες του. (Γέν. 7, 7). Γιατί παρόλο πού κιβωτός τότε ταν μία καί πόρτα της κλειστή, πρχε τάξη κε μέσα. Τό δια καί τώρα. Παρόλο πού κκλησία εναι κλειστή καί λοι μες βρισκόμαστε μέσα, μως πρέπει νά εναι τακτοποιημένα μέ σειρά καί διάκριση τά πράγματα. Ο ντρες νά εναι μέ τούς ντρες καί ο γυνακες μέ τίς γυνακες. ς μή γίνει σκοπός τς σωτηρίας πρόφαση γιά πώλεια. ν βέβαια εναι γιά καλό σκοπό, μπορετε νά καθόσαστε κοντά ντρες καί γυνακες, λλά ς στέκονται μακριά τά πάθη. πίσης, ταν βρίσκονται συγκεντρωμένοι ο ντρες, ς χουν μαζί τους καί κάποιο φέλιμο βιβλίο καί νά διαβάζει νας γιά νά κονε ο λλοι. ν δέν πάρχει κατάλληλο βιβλίο, νας ς προσεύχεται καί λλος ς λέει κάτι χρήσιμο καί ποικοδομητικό. Κατά τόν διο τρόπο καί συντροφιά τν κοριτσιν. ς συζητάει γιά κάτι φέλιμο, ς ψάλλει ς διαβάζει χαμηλόφωνα. Νά κινονται τά χείλη, νά μήν κούγεται μως πό τούς διπλανούς χος τς φωνς. Γιατί δέν πιτρέπεται νά μιλνε ο γυνακες στήν κκλησία (πρβλ. Α´ Κορ. 14, 34. Α´ Τιμ. 2, 12). Κατά τόν διο τρόπο νά συμπεριφέρονται καί ο γγαμες χριστιανές γυνακες. Νά προσεύχονται ψιθυριστά καί φωνή νά μήν κούγεται (πρβλ. Α´ Βασ. 1, 13). τσι θά δεχτε Θεός τήν προσευχή σου, θά σο χαρίσει τόν Σαμουήλ καί στείρα ψυχή σου θά γεννήσει τή σωτηρία γιατί ατή κριβς τή συμβολική σημασία χει γέννηση το προφήτη Σαμουήλ[17] (πρβλ. Α´ Βασ. 1, 20).

ΙΕ´ Θέλω νά δ τή φροντίδα καί τό νδιαφέρον το καθενός σας. Εθε νά στραφετε στήν ελαβική λατρεία το Θεο μέ φλογερό πόθο καί ζλο. ς γίνει στερεή σάν χάλκωμα ψυχή σας. Σφυροκοπστε τή σκληράδα τς πιστίας, ποβάλετε κάθε περιττό, πως μέ τό σφυροκόπημα σίδηρος ποβάλλει κάθε περιττό στοιχεο πού χει πάνω του. Κρατστε πάνω σας μονάχα ,τι καθαρό. ς πέσει σκουριά το σίδερου κι ς μείνει τό μέταλλο καθαρό. Θά ρθει καιρός πού Θεός θά σς φανερώσει κενο τό σκοτάδι πού θά εναι φωτεινό σάν μέρα, γιά τό ποο χει επωθε: «Τό σκοτάδι δέν θά μείνει φώτιστο πό Σένα καί νύχτα θά λάμψει σάν μέρα»[18] (Ψαλμ. 138, 12). Τότε θά νοιχτε γιά τόν καθένα καί τήν καθεμιά πό σς πόρτα το Παραδείσου. Τότε θά πολαύσετε τά εωδιαστά καί Χριστοφόρα νερά. Τότε θά νομαστετε χριστιανοί καί θά νιώσετε πραγματικά πς νεργε Θεός μέσα στόν νθρωπο. πό τώρα κιόλας μπορετε νά ραματιστετε καθαρά καί νά δετε στόν ορανό τούς χορούς τν γίων γγέλων. Νά δετε τόν Παντοκράτορα Θεό νά κάθεται σέ θρόνο, τόν Υό Του τόν Μονογενή νά βρίσκεται στά δεξιά Του καί τό γιο Πνεμα νά βρίσκεται κι Ατό μαζί μέ τόν Πατέρα καί τόν Υό, ν τά γγελικά τάγματα τν Θρόνων καί τν Κυριοτήτων νά κτελον τή λειτουργική ποστολή τους. Καί τόν καθένα καί τήν καθεμιά σας νά γεύεται τή σωτηρία. πό τώρα μπορε ν᾿ ντηχε στ᾿ ατιά σας χαρμόσυνος μνος πού θά ψάλλουν ο γγελοι, μόλις θά λοκληρωθε μυστηριακά σωτηρία σας, λέγοντας:«Μακάριοι εναι κενοι πού τούς συγχωρέθηκαν τά νομήματα καί καλύφτηκαν μέ τή μετάνοια τά μαρτήματα» (Ψαλμ. 31, 1). Τότε κριβς πού, μοιοι μέ στέρια, θά δηγηθετε μέσα στήν κκλησία μέ χαρούμενη καί λαμπερή ψη καί φωτεινή ψυχή.

ΙϚ´ Μεγάλο πράγμα τό Βάπτισμα πού σς περιμένει. Εναι λύτρο γιά τούς αχμάλωτους. Συγχώρεση γιά τά μαρτήματα. Θάνατος τς μαρτίας. ναγέννηση γιά τήν ψυχή. νδυμα φωτεινό. για καί νεξίτηλη σφραγίδα. χημα πού φέρνει στόν ορανό. Πραγματική πόλαυσι τς μακαριότητας το Παραδείσου. γκαθιστ στήν ψυχή μας τή Βασιλεία τν ορανν. Χάρισμα υοθεσίας. Παραμονεύει μως στό δρόμο γιά τό Βάπτισμα τρομερός δράκοντας. Πρόσεξε μή σέ δαγκώσει καί σέ δηλητηριάσει μέ τό δηλητήριο τς πιστίας. Βλέπει νά σώζονται τόσοι πολλοί καί ψάχνει λόγυρα νά βρε ποιόν θά καταπιε (πρβλ. Α´ Πέτρ. 5, 8). σύ πορεύεσαι πρός τόν Πατέρα τν πνευμάτων (πρβλ. βρ. 12, 9), λλά περνώντας συναντς καί τό δράκοντα. Πς λοιπόν θά τόν ντιμετωπίσεις; «Βάλε στά πόδια σου σαντάλια πού θά σέ διευκολύνουν. πως πολεμιστής φοράει θωρακισμένα ποδήματα, τσι καί σύ πρέπει νά χεις κατοχυρωθε μέ τό Εαγγέλιο τς ερήνης» (φεσ. 6, 15). Κράτησε μέσα στήν ψυχή σου σάλευτη τήν πίστη, δυνατή σάν πανίσχυρη βάση καί θεμέλιο τήν λπίδα, γιά νά ξεφύγεις πό τίς παγίδες το χθρο καί νά φτάσεις στόν Δεσπότη Χριστό. τοίμασε τήν καρδιά σου νά δεχτε εχάριστα τή διδασκαλία καί τήν κοινωνία τν γίων Μυστηρίων. Προσευχήσου συχνότερα, γιά νά σέ ξιώσει Θεός νά γνωρίσεις καί τά πουράνια καί θάνατα Μυστήρια. Μή χάνεις στιγμή, οτε μέρα, οτε νύχτα. λλά μόλις νοίξεις πό τόν πνο τά μάτια σου, πασχόλησε τό νο σου μέ τήν προσευχή. Κι ν δες κανένα ασχρό λογισμό νά νεβαίνει στήν ψυχή σου, θυμήσου τήν Κρίση, γιά νά σωθες. Βάθαινε μέ τό νο σου στήν λήθεια, γιά νά ξεχνς πρεπα καί χρηστα πράγματα. Κι ν κούσεις κανένα νά σο λέει: «Βουτιέσαι στό νερό καί βαπτίζεσαι; Λείψανε στήν πόλη τά δημόσια λουτρά;» Μάθε πώς δράκοντας τς θάλασσας (πρβλ. σ. 27, 1) στά σκαρώνει ατά[19]. Μήν προσέχεις στό στόμα το δράκου, λλά στά ργα το Θεο. Φύλαξε λοιπόν μέ κάθε τρόπο τήν ψυχή σου, γιά νά μήν αχμαλωτιστε. στε, παραμένοντας στήν λπίδα, νά ξιωθες νά γίνεις καί κληρονόμος τς αώνιας σωτηρίας.

ΙΖ´ μες λοιπόν ς νθρωποι ατά παραγγέλουμε καί διδάσκουμε. σες προσέξτε νά μή μεταβάλετε, σα λικά σς δώσαμε γιά τήν οκοδομή σας, σέ χόρτα, καλάμια καί χυρα. στε, ταν τό ργο τς Κατηχήσεώς σας κριθε πό τόν Θεό, νά μή βρεθομε μες ζημιωμένοι. Προσπαθστε νά ξιοποιήσετε τό λικό πού σς δώσαμε, στε νά ποδειχτε, κατά τήν ρα τς κρίσεως, πολύτιμο σάν χρυσάφι, σάν σήμι καί πολύτιμα πετράδια (πρβλ. Α´ Κορ. 3, 12-15). Δικό μου ργο εναι διδασκαλία, δικό σου προαίρεση καί το Θεο τελείωση το ργου τς σωτηρίας σου. ς ξυπνήσουμε. ς στερεώσουμε τήν ψυχή. ς τοιμάσουμε τήν καρδιά. Γιά τήν ψυχή τρέχουμε (πρβλ. Παρμ. 7, 23). Σέ αώνια γαθά λπίζουμε. Θεός εναι δυνατός —κενος γνωρίζει τίς καρδιές σας καί ξέρει καλά ποιός πό σς εναι ελικρινής καί ποιός ποκριτής— καί μπορε τόν μέν  ελικρινή νά φυλάξει, τόν δέ ποκριτή νά τόν κάνει ελικρινή καί ξιόπιστο. Γιατί μπορε Θεός καί τόν πιστο κόμα νά κάνει πιστό, μονάχα νά δώσει στόν Θεό πιστος τήν προαίρεση καί τήν καρδιά του. Εθε νά καταστρέψει τό χειρόγραφο τν μαρτιν σας (πρβλ. Κολ. 2, 14). Εθε νά λησμονήσει τά πρτα σας μαρτήματα, νά σς φυτέψει στήν κκλησία, νά σς στρατολογήσει στό δικό Του στρατό, ρματώνοντάς σας μέ τά πλα τς δικαιοσύνης (πρβλ. Β´ Κορ. 6, 7). Εθε νά σς χαρίσει κόμα τήν κπλήρωση τν ποσχέσεων τς Καινς Διαθήκης  καί νά σς σφραγίσει μέ τήν νεξίτηλη σφραγίδα το γίου Πνεύματος αώνια, μέ τή Χάρη το Κυρίου μας ησο Χριστο, στόν ποο πρέπει αώνια δόξα. μήν.



πό τό βιβλίο
«ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ», γίου Κυρίλλου εροσολύμων
κδ. «τοιμασία»
ερς Μονς Τιμίου Προδρόμου Καρέα


[1] Φ ω τ ι ζ ό μ ε ν ο ι : Ὀνομαζόταν ἡ μικτή ὁμάδα ἀπό ἄνδρες καί γυναῖκες πού σχηματιζόταν ἀπό μέλη τῆς τάξεως τῶν Κατηχουμένων, στίς ἀρχές τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, καί ἡ ὁποία, μέ ἰδιαίτερα μαθήματα καί ἐξορκισμούς, προετοιμαζόταν γιά νά λάβει τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα τό Βάπτισμα. Ὀνομάζονταν «Φωτιζόμενοι», γιατί καί τό Βάπτισμα ἦταν καί λεγόταν «Φώτισμα» (Ἑβρ. 6, 4 καί 10, 32). «Καλεῖται δέ τό λουτρόν τοῦτο φωτισμός, ὡς φωτιζομένων τήν διάνοιαν τῶν ταῦτα μανθανόντων» (Ἰουστ. Ἀπολ. ΒΕΠΕΣ 3, 195). «Βαπτιζόμενοι φωτιζόμεθα, φωτιζόμενοι υἱοποιούμεθα, υἱοποιούμενοι τελειούμεθα, τελειούμενοι ἀποθανατιζόμεθα… Καλεῖται δέ πολλαχῶς τό ἔργον τοῦτο, χάρισμα καί φώτισμα καί τέλειον λουτρόν· λουτρόν μέν… χάρισμα δέ… φώτισμα δέ δι᾿ οὗ τό ἅγιον ἐκεῖνο φῶς τό σωτήριον ἐποπτεύεται, τοῦτ᾿ ἔστιν δι᾿ οὗ τό θεῖον ὀξυωποῦμεν…» (Κλήμ. Ἀλ. ΒΕΠΕΣ 7, 92, 8). «Οὕτω δή καί τήν ἱεράν τῆς θεογενεσίας τελετήν, ἐπειδή πρώτου φωτός μεταδίδωσι, καί πασῶν ἐστιν ἀρχή τῶν θείων φωταγωγιῶν, ἐκ τοῦ τελουμένου τήν ἀληθῆ τοῦ φωτίσματος ἐπωνυμίαν ὑμνοῦμεν» (Διον. Ἀρειοπ. P.G. 3, 425 Α).
Οἱ Φωτιζόμενοι ἦταν τάξη ἐντελῶς ἰδιαίτερη, ὄχι μόνο γιατί ὑπῆρχε γιά λίγο χρονικό διάστημα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κυρίως γιά τό μεταβατικό της χαρακτήρα ἀπό τήν τάξη τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Πιστῶν. Παρόλο πού ὁ ἅγιος Κύριλλος τό βλέπει σάν κάποια προαγωγή καί ἀξίωμα («ἡλίκον ὑμῖν ἀξίωμα δίδωσιν ὁ Κύριος, ἀπό τοῦ τῶν Κατηχουμένων τάγματος εἰς τό τῶν Πιστῶν μετατιθέμενος» Κατήχ. Ε´, α), ὅμως ὑπῆρχε ἀκόμα γι᾿ αὐτούς ἡ δυνατότης ἐκλογῆς γιά τήν εἴσοδό τους στήν Ἐκκλησία: «Σύ δέ ἀκμήν ἐν ζυγῷ στήκεις, ἤ δεχθῆναι ἤ μή δεχθῆναι» (Προκατ. ιγ).
Στούς Φωτιζομένους δίδονταν περισσότερα στοιχεῖα ἀπό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τά ὁποῖα ἦταν ρητῶς ἀπαγορευμένα νά «ἐκλαληθοῦν» στούς Κατηχουμένους. Ὁ Φωτιζόμενος διέφερε ἀπό τόν Κατηχούμενο, γιατί ὁ Κατηχούμενος, ἄν καί εἶχε ἀρνηθεῖ τά εἴδωλα ἤ ἀναγνώριζε τήν ἀνεπάρκεια καί τό ἀδύνατο τῆς σωτηρίας στήν πίστη τοῦ Ἰσραήλ καί μολονότι ἡ ζωή του προσαρμοζόταν στίς ἐπιταγές τῆς νέας πίστεως, ἐν τούτοις ἐθεωρεῖτο ὡς ἕνας ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά λάβει τό καινόν ὄνομα.
Οἱ Φωτιζόμενοι διέφεραν ἐπίσης ἀπό τούς Πιστούς. Ἄν καί οἱ Φωτιζόμενοι θεωροῦνταν ὅτι «ἐνηχοῦντο» καί εἶχαν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐν τούτοις δέν ἦταν, ὅπως οἱ Πιστοί, μέτοχοι τῆς πλήρους γνώσεως (Κατήχ. ΙϚ´, κς). Οἱ Φωτιζόμενοι δέν μετεῖχαν στή Θεία Λειτουργία τῶν Πιστῶν (Ἀποστολικαί Διαταγαί ΒΕΠΕΣ 2, 42). Σέ πολλές μάλιστα περιπτώσεις, ἦταν ἀπαγορευμένη καί αὐτή ἀκόμα ἡ ἁπλή συμπροσευχή Φωτιζομένων καί Πιστῶν (Μ. Ἀθαν. ΒΕΠΕΣ 33, 66, 17). Ἐπειδή ὅμως ἡ τάξη τῶν Φωτιζομένων ἦταν εἰσαγωγική πρός τήν τάξη τῶν Πιστῶν, γιά νά μήν ἔχουν οἱ Φωτιζόμενοι βιώματα ἀποξενώσεως ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ταυτόχρονα καί γιά νά γνωρίζονται μέ τούς Πιστούς —ἐφόσον βέβαια δέν μποροῦσαν οἱ Φωτιζόμενοι νά εἰσέλθουν στήν τάξη τῶν Πιστῶν, κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς κοινῆς προσευχῆς— συμμετεῖχαν πολλοί ἀπό τους Πιστούς στίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων, ὄχι βέβαια ὡς Κατηχούμενοι, ἀλλά ὡς ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι προέτρεχαν νά προϋπαντήσουν τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «Ὡς ποθεινός καί ἐπέραστος τῶν νέων ἡμῖν ἀδελφῶν ὁ χορός· ἀδελφούς γάρ ὑμᾶς ἐγώ καί πρό τῶν ὠδίνων ἤδη καλῶ, καί πρό τοῦ τόκου τήν συγγένειαν τήν πρός ὑμᾶς ἀσπάζομαι. Οἶδα γάρ, οἶδα σαφῶς εἰς ὅσην μέν ἄγεσθαι μέλλετε τιμήν, εἰς ὅσων δέ ἀρχήν· τούς δέ μέλλοντας λαμβάνειν, καί πρό τῆς ἀρχῆς εἰώθασι τιμᾶν ἅπαντες, διά τῆς θεραπείας εὔνοιαν ἑαυτοῖς προαποτιθέμενοι πρός τό μέλλον» (Ἰωάν. Χρυσοστ. Κατήχησις Α´  Π.Γ. 49, 223).
Ὁ ἀριθμός τῶν Φωτιζομένων ἦταν πολλές φορές πολύ μεγάλος. Ἀπό αὐτό μπορεῖ κανείς εὔκολα νά ἀντιληφθεῖ τήν πάσης φύσεως ποικιλία τῶν Φωτιζομένων, ἀκόμα καί ὡς πρός τό κίνητρο τῆς προσελεύσεως ἤ τῆς ἁγνότητας τῆς προαιρέσεώς τους γιά Βάπτισμα.
[2] Ἡ εἴσοδος τῶν Κατηχουμένων στήν τάξη τῶν Φωτιζομένων ἀκολουθοῦσε ὁρισμένη διαδικασία, ἡ ὁποία ἔμοιαζε μέ τή διαδικασία τῆς εἰσόδου κάποιου στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων. Ὅποιος ἐπιθυμοῦσε νά λάβει τό Βάπτισμα ἐξεταζόταν γιά ἄλλη μιά φορά ἀπό τούς ὁρισμένους γι᾿ αὐτή τή διακονία κληρικούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν κυρίως πρεσβύτεροι. Αὐτοί ἐρευνοῦσαν τή ζωή τῶν ὑποψηφίων. Ἄν δηλαδή ἔζησαν σεμνά τό χρόνο, κατά τόν ὁποῖο ἦταν Κατηχούμενοι. Ἄν τιμοῦσαν τίς χῆρες, οἱ ὁποῖες ἀπολάμβαναν ἰδιαίτερη τιμή καί τίς φρόντιζε ἡ Ἐκκλησία, ἄν ἐπισκέφθηκαν τούς ἀσθενεῖς καί γενικά ἄν ἦταν συνεπεῖς μέ τίς ἐπιταγές τῆς πίστεως. Γιά ὅλα  αὐτά ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συμμαρτυρία τοῦ προσώπου, τό ὁποῖο εἶχε ἐγγυηθεῖ γιά τόν Κατηχούμενο ἤ τόν εἶχε διδάξει τή χριστιανική ἀλήθεια, πρίν νά γίνει ἡ προσαγωγή του στήν Ἐκκλησία (πρβλ. Ἰωάν. Μόσχου «Λειμών» P.G. 87, 3100). Στήν ἐξέταση πού γινόταν στόν ὑποψήφιο γιά τή Βάπτιση, δέν δινόταν τόση σημασία στό κατά πόσο αὐτός ἔχει ἀποσπαστεῖ ἀπό τίς ἁμαρτωλές συνήθειες, ἀλλά κυρίως ἡ ἐξέταση ἀπέβλεπε στό νά ἐλέγξει τή συνέπεια τοῦ Κατηχουμένου καί τήν ἀγωνιστηκότητά του. Ἡ ἀπαίτηση τῆς Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποία οἱ ὑποψήφιοι γιά τό Βάπτισμα ἔπρεπε νά πολιτεύονται σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἦταν γενική καί ἀπαρέγκλιτη. Ἀκόμα καί σέ περιπτώσεις χορηγήσεως κλινικοῦ Βαπτίσματος, ὅπου δέν εἶναι δυνατή ἡ σχετική προετοιμασία τοῦ ἀσθενοῦς, ἐρευνᾶτο «ἐάν ἡ ζωή του ἦτο ἔν τινι μέτρῳ κοσμία».
Ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ ὑποψηφίου γιά τό Βάπτισμα, τότε, τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τόν ἔγραφε στόν κατάλογο τῶν «πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων» ὁ ἁρμόδιος γι᾿ αὐτό πρεσβύτερος. Τήν ἑπομένη, δηλαδή τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τοποθετεῖτο στό μέσο τοῦ Ναοῦ τοῦ Μαρτυρίου ἡ καθέδρα τοῦ ἐπισκόπου καί «ἔνθεν καί ἔνθεν» καθίσματα γιά τούς πρεσβυτέρους. Τήν ὁρισμένη στιγμή, ἔπαιρνε ὁ ἐπίσκοπος καί οἱ ἱερεῖς τίς θέσεις τους, ἐνῶ περιτριγυρίζονταν ἀπό ὅλο τόν ὑπόλοιπο κλῆρο. Ἐκεῖ ὁδηγοῦνταν ἕνας-ἕνας οἱ ὑποψήφιοι πρός τό Φώτισμα, πρῶτα οἱ ἄνδρες καί μετά οἱ γυναῖκες. Ὁ καθένας τους συνοδευόταν ἀπό τόν ἀνάδοχό του. Ὁ ἐπίσκοπος ρωτοῦσε τούς ἱερεῖς, ἄν ὁ ὑποψήφιος ζοῦσε εὐσεβῶς, ἄν σεβόταν τούς ἀναδόχους του, ἄν ἔπεφτε σέ σοβαρά ἁμαρτήματα, ἄν μεθοῦσε κ.τ.λ. Ἄν μετά τήν ἐξέταση, ὁ ὑποψήφιος ἀποδεικνυόταν ἄξιος, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἔγραφε ὁ ἴδιος στόν Κατάλογο. Ἄν ὅμως κατηγορεῖτο γιά κάποιο παράπτωμα, ὁ ἐπίσκοπος τόν ἀπομάκρυνε, συνιστώντας του νά καταβάλει προσπάθεια νά βελτιωθεῖ καί νά ἐπιστρέψει ἀργότερα. Ὅσοι ἦταν πλέον γραμμένοι στόν Κατάλογο προσέρχονταν τόν καθορισμένο χρόνο στήν Ἐκκλησία, γιά νά παρακολουθήσουν τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων.
[3] Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐπιμένει πολύ καί ἐπαναλαμβάνει, σέ διάφορα σημεῖα τῶν Κατηχήσεών του, τό θέμα τῆς προαιρέσεως τῶν Φωτιζομένων.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἐκτός τῶν «ἐκ προθέσεως» προσερχομένων στήν Ἐκκλησία, ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν οἱ περιστατικές προσελεύσεις. Γι᾿ αὐτές ἔγινε πολύς λόγος, ἀπό τούς πρώτους κιόλας αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀναπτύχθηκε ἐνδιαφέρουσα θεολογική προβληματική. Εἶναι δηλαδή σωστό καί σκόπιμο νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία ἀνθρώπους πού προσῆλθαν στήν Κατήχηση καί ἐν συνεχεία στό ἅγιο Βάπτισμα ὑποκινούμενοι ἀπό ἄλλα αἴτια καί οἱ ὁποῖοι δέν εἶχαν ὡς ἀφετηρία τή γνήσια προαίρεση, ἐφόσον ὁ Θεός «οὐκ ἀνάγκῃ ἀγαθοποιεῖ, κατά προαίρεσιν δέ εὗ ποιεῖ τούς ἐξ αὐτῶν ἐπιστρέφοντας»; (Κλήμ. Ἀλ. Στρωμ. 7, 7 P.G. 460A).
Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὅπως θά φανεῖ καί στή συνέχεια τοῦ λόγου του, δέν ἀντιτίθεται στίς περιστατικές προσελεύσεις. Δέχεται «ὡς διάκονος καί θυρωρός» ὅσους γιά διάφορους λόγους «εἰσῆλθον εἰς τόν νυμφῶνα», δέν ἀποδέχεται ὅμως τήν ἐμμονή τους στήν ἐπιφανειακή σχέση μέ τό ἀνεπανάλειπτο γεγονός τῆς εἰσόδου τους στήν Ἐκκλησία καί τήν ἀδιαφορία τους γιά τήν ἀπόκτηση «τοῦ ἐνδύματος γάμου». «Οὐ γάρ Θεός σέ σωφρονεῖν ἀναγκάσει· ἐν τῇ προαιρέσει καί γνώμῃ βροτῶν τό σωφρονεῖν ἔνεστιν», λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νανζιανζηνός (P.G. 38, 157A).
Ἡ γνησιότητα τῆς προαιρέσεως εἶναι χαρακτηριστικό στοιχεῖο, βασικό καί θεμελιακό. Θά τολμοῦσε κανείς νά ταυτίσει τή γνησιότητα μέ τήν ὕπαρξη τῆς προαιρέσεως. Παρά ταῦτα, στό μεταπτωτικό καί μή θεωμένο ἄνθρωπο, ἡ προαίρεση βιώνεται καί λειτουργεῖται πολύμορφα καί ποικιλότροπα, προβληματικά καί ἀποσπασματικά, συνειδητά καί ἀσυνείδητα. Ἡ προαίρεση δέν συνδέεται μόνο μέ τό φρόνημα καί τή βαθύτερη λειτουργία τῆς ἐπιθυμίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά θά ἰσχυριζόταν κανείς βάσιμα, ὅτι ἡ προαίρεση εἶναι ἡ συνισταμένη τοῦ Ψυχοσωματικοῦ δυναμικοῦ τῆς προσωπικότητας πάνω σέ κάθε ὑπαρκτό ἤ καί προσδοκώμενο ἁπλό ἤ σύνθετο περιστατικό τῆς ζωῆς. Ἀκόμα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, στήν κοινωνική προβολή της, ἡ προαίρεση κάθε συγκεκριμένου ἀνθρώπου μπορεῖ νά εἶναι διπλή, εἴτε «καθ᾿ ὑπόκρισιν», εἴτε «κατά συνειδητήν ἄγνοιαν». Μπορεῖ κανείς νά προσποιηθεῖ ὅτι ἔχει προαίρεση διαφορετική ἀπό τήν οὐσιαστική ἐπιδίωξί του καί μπορεῖ νά μήν ἔχει ἐπίγνωση τῆς βαθύτερης προαιρέσεώς του, ἀκριβῶς τότε πού «καθ᾿ ὁλοκληρίαν» ἐπιδιώκει ἕνα στόχο. Κλασσικό παράδειγμα προαιρετικῆς ἀντιθέσεως (πού βιώνεται συγχρόνως στό συνειδητό καί στό ἀσυνείδητο ἐπίπεδο) εἶναι ἡ φονική καταδίωξη τῶν χριστιανῶν ἀπό τόν «Σαῦλο», τή στιγμή ἀκριβῶς πού μέσα του ζοῦσε ὁ «Παῦλος». Τό ἔλλειμμα τό προσωπικό τοῦ Σαύλου στήν ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας γιά τόν Χριστό λειτουργοῦσε τή διωκτική προαίρεση, τότε ἀκριβῶς πού ἡ θεοκρατικά δομημένη ὑπαρκτική προαίρεσή του τόν ἀνεδείκνυε «Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν». Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τό δυναμικότερο προσόν τῆς ποιμαντικῆς νά «διαγινώσκῃ» καί νά συνεργάζεται μέ τήν ἐσώτατη προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι μέ τήν ἐπιφανειακή λειτουργία τῆς βουλήσεώς του, ὅπως αὐτή μαρτυρεῖται στήν ἀτομική ἤ κοινωνική προβολή της. Αὐτό βεβαίως χρειάζεται πνοή Πνεύματος Ἁγίου, ἀλλά καί σχετική «προαίρεση» τοῦ ποιμαίνοντος.
[4] Ἔχει βασική σημασία στό θέμα τῆς πίστεως, ἡ βουλητική συμμετοχή καί ὅλη ἡ ἐσωτερική συνεργασία τοῦ βαπτιζόμενου μέ τή θεία Χάρη. Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος —ὅπως ἐξάλλου καί ὅλα τά Μυστήρια— δέν δρᾶ μαγικά πάνω στό βαπτιζόμενο, ἀλλά ἁγιάζει καί φωτίζει τόν προσφερόμενο στόν Θεό αὐτοπροαίρετα καί εἰλικρινά. Διαφορετικά, τό Μυστήριο εἶναι μέν «τελειωμένον ὑπό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ», παραμένει ὅμως ἀνενέργητο. Καί ὁ βαπτιζόμενος, ὡς ἄλλος Σίμων μάγος, καθιστᾶ τόν ἑαυτό του ἄξιο ἐκείνου πού ἀπηύθυναν σ᾿ αὐτόν οἱ Ἀπόστολοι: «Οὐκ ἔστι σοι μέρος οὐδέ κλῆρος ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ· ἡ γάρ καρδία σου οὐκ ἔστιν εὐθεῖα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 8, 21). Ἀλλά καί πάλι ἡ Ἐκκλησία, ὡς οἰκονόμος τῆς θείας Χάρης, δίνει στόν ἄνθρωπο τήν εὐκαιρία τῆς μετανοίας, τοῦ λεγομένου «δευτέρου Βαπτίσματος» καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά δεχτεῖ ὅπως ὁ Σίμων τόν «διά τῆς μετανοίας καθαρισμόν» καί τήν κονωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Μετανόησον οὖν ἀπό τῆς κακίας σου ταύτης καί δεήθητι τοῦ Θεοῦ εἰ ἄρα ἀφεθήσεταί σοι ἡ ἐπίνοια τῆς καρδίας σου» (Πράξ. 8, 22). Ἡ δυνατότητα αὐτή, τοῦ «διά τῆς μετανοίας ἀναβαπτισμοῦ», ἔχει ἰδιάζουσα σημασία γιά τούς σύγχρονους χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν στό ἅγιο Βάπτισμα κατά τή νηπιακή τους ἡλικία καί ἐκπροσωπήθηκαν βουλητικά ἀπό τόν ἀνάδοχό τους, χωρίς νά τό γνωρίζουν καί χωρίς νά ἐπιλέξουν καί τόν ἀνάδοχο καί τή βουλητική ἐκπροσώπηση. Σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση καλοῦνται νά βιώσουν τή μετάνοια γιά ἀθέτηση κάποιας συνθήκης, πού δέν τήν ἔκαναν συνειδητά. Βέβαια ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὑπεύθυνο τόν ἀνάδοχο γιά τήν ἀναδρομική συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς συνθήκης ἀπό τόν νηπιοβαπτισθέντα, ἀλλά πρακτικά οὔτε τήν ποιότητα τοῦ ἀναδόχου ἐλέγχει οὔτε τήν προαίρεσή του, οὔτε τή συνέπεια στίς ὑποχρεώσεις του παρακολουθεῖ.
Ἐκεῖ πού ἔχουν φθάσει τά πράγματα ἤ ὁ νηπιοβαπτισμός πρέπει νά καταργηθεῖ ἤ ὁ θεσμός τοῦ ἀναδόχου πρέπει νά ἀνακτήσει τό ἀρχαῖο, δυναμικό κάλλος του καί τήν ἀρχαία πρακτική λειτουργικότητά του. Ὁ ἀναδόχος εἶναι οὐσιωδέστατος ποιμαντικός συνεργός τοῦ ἐπισκόπου-πρεσβυτέρου στή διαποίμανση τοῦ πιστοῦ πού γεννιέται μέσα στήν κολυμβήθρα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὀνομάζεται «πνευματικός πατέρας» του, παράλληλα πρός τόν ἐπίσκοπο-πρεσβύτερο. Στίς ἡμέρες μας, ὁ ἀνάδοχος ἔχει ἀπογυμνωθεῖ ἀπό τήν οὐσία τοῦ θεσμοῦ καί ἔτσι ἔπαυσε νά θεωρεῖται καί αἴτιος συγγένειας (ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου) μεταξύ προσώπων πού ἀναδέχεται.
[5] Κ α ν ο ν ι κ έ ς  ὀνομάζονταν οἱ γυναῖκες πού ἦταν ἐγγεγραμμένες στό Μητρῶο (CANON) μιᾶς Ἐκκλησίας καί ζοῦσαν κοινοβιακά, κάτω ἀπό τήν ἐποπτεία τῆς Ἐκκλησίας, ζωή ἀφιερωμένη στόν Θεό καί στή διακονία τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ πρός τούς ἐν κοινοβίῳ κανονικούς» ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου, ἀσύγκριτη σέ πνευματικό βάθος καί τελειότητα, εἶναι χαρακτηριστική ὑποτύπωση τῶν ἀφιερωμένων στόν Θεό ψυχῶν κάθε κοινοβίου (P.G. 31, 1377). Ἀπό τήν Ἀποστολική ἀκόμα ἐποχή, ἡ Ἐκκλησία ἀπέδιδε στίς «Κανονικές» ἰδιαίτερο σεβασμό καί τιμή, ἀποτελοῦσαν δέ ἰδιαίτερη τάξη μέσα στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἅγιος Κύριλλος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ τήν παρουσία τους, σάν ἀφορμή ἐλέγχου γιά τούς κακοπροαίρετους ἤ τούς «μή μετανοοῦντας» Κατηχουμένους.
[6] Οἱ Φωτιζόμενοι καλοῦνταν στό διάστημα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς νά ὁλοκληρώσουν τή μετάνοιά τους. Ὁ ἱερός Πατέρας δέν ἔπαυε νά ἐπαναλαμβάνει τίς βασικές θεολογικές καί ἀνθρωπολογικές θέσεις περί προαιρέσεως, περί ἁμαρτίας καί περί μετανοίας, σέ κάθε σχεδόν Κατήχησή του. Μέ πολλή διάκριση καί ἀγάπη ἔκανε λεπτές ἐπεμβάσεις στά καυτά θέματα, πού εἶχαν σχέση μέ τή μετάνοια καί τόν προβληματισμό τῶν Φωτιζομένων γύρω ἀπ᾿ αὐτή. Ἕνας βασικός π.χ. προβληματισμός τῶν Φωτιζομένων —παράλληλα πρός τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας— ἦταν καί ἡ ἀποτελεσματικότητά της. Ἡ ἀπόγνωση τῶν Φωτιζομένων, ὅταν συνειδητοποιοῦσαν τήν ἁμαρτωλότητά τους, πολλές φορές κατέστρεφε τό ἔργο τῆς Κατηχήσεως καί ἀντί νά ὁδηγήσει τό Φωτιζόμενο στό Βαπτιστήριο, τόν ἀπομάκρυνε. Ὁ ἅγιος Κύριλλος γνώριζε πολύ καλά αὐτές τίς παγίδες τοῦ διαβόλου καί δέν παρέλειπε νά στηρίζει τούς ἀκροατές του (πρβλ. Κατήχ. Β´, ε).
Ὁ χρόνος τῆς Κατηχήσεως στήν ἀρχική του ἔκταση καί στίς ἐπεκτάσεις του δέν λειτουργοῦσε μόνο σάν παράγοντας γνωσιολογικοῦ ἐμπλουτισμοῦ τοῦ Κατηχούμενου, ἀλλά ἦταν καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή φανέρωση τῆς βουλητικῆς πληρότητας καί προαιρετικῆς γνησιότητάς του καί μάλιστα σέ μιά ἐνδόκοσμη καί κοινωνική προβολή. Ἦταν καί μιά προπαίδια στήν ἀσκητική λειτουργία τῆς μετάνοιας. Ἡ ἐπαναληπτική μετάνοια εἶναι ἡ ἀπαραίτητη ἐπανόρθωση τῆς ἀδύναμης ἤ τῆς νοσηρῆς βουλήσεως ὅπως ἀποδεικνύεται μέσα στήν πράξη. Πόσο βοηθητικό καί κατευθυντηριακό εἶναι τό νόημα αὐτῆς τῆς ποιμαντικῆς νοοτροπίας πρός τούς Κατηχούμενους καί γιά τούς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἱεραποστόλους, δέν εἶναι ἀνάγκη οὔτε κάν νά τό σημειώσουμε.
[7] Ὅταν δέν ὑπάρχει ἀγαθή πρόθεση καί οἰκεία προαίρεση στό βαπτιζόμενο, ἀλλά προσέρχεται στό ἅγιο Βάπτισμα γιά λόγους περιέργειας, ἀνθρωπαρέσκειας, φόβου, πορισμοῦ ἀγαθῶν, ἐπιτυχίας κάποιου ἀπώτερου σκοποῦ, ἄγνοιας, ἔμμεσης ἤ ἄμεσης βίας, ἤ ἀκόμα καί ἀπό διάθεση νά ἐμπαίξει τό Μυστήριο καί τούς ἄλλους πιστούς, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός «πειράζει τήν Χάριν» (Πράξ. 15, 10). «Εἰ δέ ἐπιμένεις κακῇ προαιρέσει, ὁ μέν λέγων ἀναίτιος, σύ δέ μή προσδόκα λήψεσθαι τήν Χάριν· τό γάρ ὕδωρ σέ δέξεται, τό δέ πνεῦμα σε οὐ δέξεται», θά προσθέσει ἐν συνεχεία ὁ ἅγιος Κύριλλος.
Παρά ταῦτα ὀ Θεός «κατά τό πολύ αὐτοῦ ἔλεος» (Α´ Πετρ. 1, 3), «ὅς θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. 2, 4) καί ὁ Ὁποῖος «οὐκ εἰς πρόσωπον ὁρᾷ» ἀλλ᾿ «εἰς καρδίαν» (Α´ Βασ. 16, 7), χαρίζει «στόν πλανηθέντα» ἐκ νέου εὐκαιρίες μετανοίας καί «τελειώνει» τό Βάπτισμα, διανοίγοντας συγχρόνως τούς ὀφθαλμούς του «τοῦ συνιέναι» (Λουκ. 24, 45) τή χορηγούμενη δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τέτοιες περιπτώσεις εἶναι τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Πορφυρίου, τοῦ ἀπό μίμων, (15 Σεπτεμβρίου), τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Γελασίου, (17 Φεβρουαρίου) καί τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἀρδαλίωνος, (18 Ἀπριλίου). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἀποδίδει τή μεταστροφή τῶν ἁγίων Πορφυρίου, Γελασίου καί Ἀρδαλίωνος στήν κοινωνία τους μέ τό Παράκλητο Πνεῦμα πού συντελέστηκε «διά τοῦ Βαπτίσματος» καί λέει: «Γενομένου δέ αὐτοῖς τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Παρακλήτου ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν ἐμπεσόντος, αὐτοί τε ἐγένοντο καινοί καί ζωῆς ἐπελάβοντο καινῆς καί τοῖς ἄλλοις ἡγήσαντο, καί τόν περί Χριστόν πόθον ἑαυτοῖς καί τοῖς ἄλλοις ἀνῆψαν. Εἰ γάρ καί τῷ ἡλίῳ παρῆσαν καί διαίτης ἐκοινώνουν καί λόγων, ἀλλ᾿ ἦν αἴσθησις αὐτοῖς τῆς ἀκτῖνος οὔπω, μή δεξαμένοις τό πνευματικόν ἐκεῖνο λουτρόν. Τόν ἴσον δή τρόπον καί τούς ἁγίους ἑξῆς ἅπαντας ἐτελείωσεν ὁ Θεός· καί ἐπέγνωσαν αὐτόν καί ἐφίλησαν, οὐ λόγοις παρακληθέντες ψιλοῖς, ἀλλά τῇ τοῦ λουτροῦ δυνάμει διατεθέντες, αὐτοῦ πλάττοντος καί διατιθέντος τοῦ φιλουμένου, ὅς κτίζει καρδίαν καθαράν καί ἀφαιρεῖται μέν τήν λιθίνην, δίδωσι δέ καρδίαν σαρκίνην (Β´ Κορ. 3, 3), τήν ἀναισθησίαν ἐκβάλλων, καί γράφει… οὐ νόμον ἁπλῶς, ἀλλά τόν νομοθέτην αὐτόν, αὐτός ἑαυτόν» (ΕΠΕ ΦΙΛΟΚ. 22, 364).
Συμπληρωματικά μέ ὅσα σημειώσαμε καί στήν ὑποσημείωση 3, ἡ προαίρεση, σάν συνισταμένη τοῦ ψυχοδυναμισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι δεκτική ἀδιάκοπης ἀναδιαμορφώσεως καί ὡς πρός τήν τάση καί ὡς πρός τό στόχο καί ὡς πρός τή συνειδητή καί ἀσυνείδητη ποιότητά της. Οἱ ἀτέλειες πού φέρνει στό ξεκίνημά της δέν φοβίζουν τόν ποιμένα. Ἡ θεληματική ἀναπηρία ἤ ὑπολειτουργία της εἶναι ἀπαράδεκτες, γιατί μόνο τότε γίνεται ἀδύνατη ἡ συνεργασία μέ τή θεία Χάρη. Ἐφόσον ἡ συνεργασία θείας Χάρης καί ἀνθρώπινης προαιρέσεως δέν σταματᾶ, ἡ ψυχή ὁδεύει τό δρόμο τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς θεώσεως καί ἔχει τή σωτηρία ἐξασφαλισμένη, ἔστω καί ἄν χαρακτηρίζεται ἀπό ἀτέλειες.
[8] Κατηχούμενοι ὀνομάζονταν ὅσοι εἶχαν ἑλκυστεῖ ἀπό τό ἱεραποστολικό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας καί εἶχαν ἐκδηλώσει τή σαφή ἀπόφασή τους νά γίνουν μέλη της. Οἱ Κατηχούμενοι ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερη τάξη στήν ἐκκλησία. Παρακολουθοῦσαν, ἐκτός ἀπό εἰδικές ἐξαιρέσεις, ἐπί τριετία τή διδασκαλία τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως καί μερικῶς τίς λατρευτικές Συνάξεις τῶν πιστῶν (Ἀποστολ. Παράδοση Ἱππολύτου, ΒΕΠΕΣ, τόμ. 2).
Ὅποιος ἐνδιαφερόταν νά εἰσέλθει στήν τάξη τῶν Κατηχουμένων, ἀναζητοῦσε πρῶτα ἕναν πιστό, ὁ ὁποῖος θά ἀναλάμβανε τήν εὐθύνη τῶν ἀπαιτουμένων σχετικῶν διατυπώσεων. Τίς περισσότερες φορές αὐτό τό πρόσωπο ἦταν ἐκεῖνος πού δίδαξε στόν ὑποψήφιο τή χριστιανική πίστη. Ἀκολουθοῦσε ἡ προσαγωγή τοῦ ὑποψηφίου ἀπό τόν Πιστό στήν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ἐξεταζόταν ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀπό τούς τεταγμένους κληρικούς πρῶτα-πρῶτα στό θέμα τῆς ἐλευθερίας του. Ἄν αὐτός ἦταν δοῦλος, διευκρινιζόταν ἄν ὁ κύριός του ἦταν Πιστός καί κατά πόσο συμφωνοῦσε γιά τήν Κατήχησή του. Ἄν ὁ κύριός του ἦταν ἄπιστος, δέν ἦταν ἀπαραίτητη ἡ συναίνεσή του. Στή συνέχεια ἐρευνοῦσαν τήν οἰκογενειακή κατάσταση. Ἄν ἦταν ἔγγαμος, ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά ἔχει μιά μόνο γυναίκα. Ἄν ἦταν ἄγαμος, ἔπρεπε νά ζεῖ σώφρονα ζωή, νά μή ζεῖ στήν ἁμαρτία, ἀλλά νά νυμφεύεται κατά νόμο ἤ νά ἀκολουθεῖ τή ζωή τῆς παρθενίας. Ἄν διακατεχόταν ἀπό πονηρό πνεῦμα, ἀπαγορευόταν νά λαμβάνει μέρος στίς Κατηχήσεις, μέχρι νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτό τελείως. Τέλος ἐξεταζόταν ὁ ὑποψήφιος ἀπό πλευρᾶς ἐπαγγελματικῆς ἀπασχολήσεως καί ἤθους. Ἄν ἡ ἐργασία του συμπεριλαμβανόταν στά ἐπαγγέλματα πού ἀπαγόρευε ἡ Ἐκκλησία (π.χ. ἄν ἦταν γλύπτης καί ἔφτιαχνε εἴδωλα), ἔπρεπε νά τήν ἐγκαταλείψει (Διαταγαί Ἀποστόλων ΒΕΠΕΣ 2, 163 καί ἑξ.).
Ἄν ὅλα βρίσκονταν σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές καί τίς ἀπαιτήσεις τῆς χριστιανικῆς πολιτείας, ὁ ἐνδιαφερόμενος γραφόταν στούς ἐπισήμους Καταλόγους τῶν Κατηχουμένων καί ἄρχιζε νά μαθητεύει στήν πίστη καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
[9] Στό σημεῖο αὐτό ὑπογραμμίζεται διακριτικά ἕνας κίνδυνος πού συχνά ἐμφωλεύει στή ζωή τῶν πιστῶν. Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ἡ ὑπόμνηση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου γιά τούς σημερινούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν βιώσει τή βαπτισματική ἐμπειρία ὡς ἐνήλικες καί κατά συνέπεια δέν εἶναι πάντα σέ θέση νά κάνουν τίς ἑκάστοτε ἀπαιτούμενες συσχετίσεις τοῦ ὀνόματός τους ὡς χριστιανῶν καί τῆς καθημερινῆς ζωῆς τους ἤ τήν ἀναγωγή μιᾶς συγκεκριμένης πράξεως καί ἐνέργειάς τους, σέ ὁρισμένα βασικά δογματικά ἐρείσματα. Πολύ συχνά ἐμφανίζεται ἡ ἐπίφαση καί ὄχι ἡ οὐσία, σάν νά διεκδικεῖ τή χριστιανική ἰδιότητα καί ὁ ἄνθρωπος «ἀφίσταται ἑαυτοῦ» καί ζεῖ «εἰς χώραν μακράν» (Λουκ. 15, 13), μετερχόμενος τή ζωή τοῦ προσωπείου. Ἡ ἐπιστήμη τῆς ψυχολογίας ἔχει ἰδιαίτερα ἐνσκύψει στό «περί ἰδεατῆς εἰκόνος» βίωμα τοῦ ἀποδήμου ἀπό τόν ἑαυτό του ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζεῖ κάτω ἀπό τό ἐπισφαλές περικάλυμμα ἑνός συλλογικοῦ ὀνόματος ἤ μιᾶς θρησκευτικῆς ἰδιότητας, ἐνῶ εἶναι ἀνίκανος νά λειτουργήσει ὡς πρόσωπο μέ τήν ἀποκλειστική ἰδιαιτερότητά του καί νά φέρει τίς συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν του.
Ὅσοι ἤδη ἀπό τή βρεφική ἡλικία φέρουμε «τή σφραγίδα τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», θά ἦταν ἴσως σκόπιμο νά καθρεφτίζουμε συχνά τήν ἰδιότητά μας αὐτή στό πρότυπο τῶν χριστιανῶν πού μᾶς διέσωσε ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή: «Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν ἀνθρώπων. Οὔτε γάρ πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένη χρῶνται οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν. Οὔ μήν ἐπινοίᾳ τινί καί φροντίδι πολυπραγμόνων ἀνθρώπων μάθημα τοιοῦτ᾽ αὐτοῖς ἐστιν εὑρημένον, οὐδέ δόγματος ἀνθρωπίνου προεστᾶσιν ὥσπερ ἔνιοι. Κατοικοῦντες δέ πόλεις Ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἕν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ, θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυνται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ᾿ ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πάνθ᾿ ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς ξένη. Γαμοῦσιν ὡς πάντες, τεκνογονοῦσιν, ἀλλ᾿ οὐ ῥίπτουσι τά γεννώμενα. Τράπεζα κοινήν παρατίθενται, ἀλλ᾿ οὐ κοινήν. Ἐν σαρκί τυγχάνουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατά σάρκα ζῶσιν. Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ᾿ ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τούς νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. Ἀγνοοῦνται καί κατακρίνονται· θανατοῦνται καί ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς· πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. Βλασφημοῦνται, καί δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται, καί εὐλογοῦσιν· ὑβρίζονται, καί τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες ὡς κακοί κολάζονται· κολαζόμενοι χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. Ὑπό Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται, καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν.
Ἁπλῶς δ᾿ εἰπεῖν, ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ᾿ εἰσίν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί» (ΒΕΠΕΣ Τομ. 2, ΣΕΛ. 253). Ἰδέ καί Γρηγ. Νύσσης «Περί τελειότητος» (P.G. τόμ. 46, σελ. 252-285).
[10] Μέ τόν ὅρο «Νυμφίος» οἱ πιστοί θέλουν νά δηλώσουν τή βαθειά ἀγαπητική σχέση τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία. Ὁ συσχετισμός αὐτός χρησιμοποιεῖται εὐρύτατα ἀπό τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στά διάφορα Παλαιοδιαθηκικά βιβλία βρίσκονται ἐγκατασπαρμένοι πολλοί ἐκφραστικοί συμβολισμοί τῆς σχέσεως αὐτοῦ τοῦ Νυμφίου μέ τήν ἄπιστη καί πόρνη σύζυγο (Προφ. Ὠσηέ), τήν ὁποία τελικά συγχωρεῖ, ἀνακαλεῖ καί λευκαίνει ἡ «κραταιά ὡς ὁ θάνατος» ἀγάπη τοῦ Νυμφίου (Ἆσμα 8, 6). Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶναι ἀναλλοίωτη, μακρόθυμη καί γεμάτη οἰκτιρμούς: «Ἀγάπησιν αἰώνιον ἠγάπησά σε, διά τοῦτο εἵλκυσά σε εἰς οἰκτείρημα» (Ἱερ. 38, 3). Καί αὐτό τό «οἰκτείρημα» δέν εἶναι μιά ἁπλή, ἐξωτερική καί ὑπεροπτική ἀντιμετώπιση τῆς ἄπιστης δημιουργίας Του, ἀλλά μιά γνήσια καί δυνατή ἀγάπη, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ στή Σάρκωση, τό Πάθος καί τό Σταυρό. Ἔτσι νικώντας ὡς νέος Ἀδάμ τό θάνατο, χαρίζει τή ζωή —πού ρέει, ὄχι πλέον ἀπό τή χοϊκή πλευρά τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἀλλά ἀπό τή λογχευμένη τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ— στή νέα Εὔα, τήν Ἐκκλησία: «Ὅτε γάρ ὡς Ἀμνός ἐσφαγιάσθη Χριστός, τότε τήν Ἐκκλησίαν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἐνυμφεύσατο» (Ἀρέθας Καππαδ. P.G. 106, 765 Β). Κοινωνώντας πλέον ἡ Ἐκκλησία τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μεταμορφώνεται σέ θεϊκή σάρκα ἐκ τῆς σαρκός Του. Ἐπειδή ἀκριβῶς ἡ Καινή Διαθήκη ἔχει σφραγιστεῖ μέ τό Αἷμα Του, γι αὐτό καί δέν ὀνομάζει πλέον τήν ἀνθρωπότητα δούλη ἀλλά ἐλεύθερη» (Γαλ. 4, 22), ὄχι νύμφη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νύμφη τοῦ Ἀρνίου (Ἀποκ. 21, 9). Προϋπόθεση γιά τόν αἰώνιο αὐτό γάμο, στόν ὁποῖο ὁ Χριστός, ἀρχίζοντας ἀπό τόν Ἰσραήλ, κάλεσε ὅλους τούς ἀνθρώπους (Ματθ. 22, 1-10), δέν εἶναι μόνο ἡ θεωρητική συγκατάθεση στό κάλεσμα, ἀλλά ἡ« ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» ἀνταπόκριση τῶν πιστῶν. Ἀπαιτεῖται δηλαδή καί τό ἔνδυμα τοῦ γάμου (Ματθ. 22, 11) καί ἡ ἐπαγρύπνηση, μήπως κοιμηθεῖ ὁ ζῆλος, σβήσει ἡ λαμπάδα τῆς ἀγάπης καί ὁ Νυμφίος βρεῖ τίς καρδιές τῶν ἐξαγορασμένων μέ τό αἷμα Του «καθεύδουσες» (Ματθ. 25, 1-13). Ὁ ρεαλισμός δέ τῆς αὐτογνωσίας ὑπαγορεύει τή δεοντολογία τῆς ἀσκητικῆς μέσα στήν Ἁγιοπατερική θεολογία.
[11] Τό Βάπτισμα, ὡς «δηλωτικόν» τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί ὡς «μίμησις» τῆς ταφῆς καί τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ, εἶναι ἀνεπανάλειπτο. Ἡ μοναδική περίπτωση ὅπου, ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπεται ἀλλά καί ἐπιβάλλεται ὁ ἀναβαπτισμός, εἶναι σέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δέν βαπτίσθηκαν κανονικά «εἰς τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἀναφέρει: «Ὁμολογοῦμεν δέ ἕν Βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον· τό γάρ Βάπτισμα τόν τοῦ Κυρίου θάνατον δηλοῖ. Συνθαπτόμεθα γοῦν τῷ Κυρίῳ διά τοῦ Βαπτίσματος, ὥς φησιν ὁ θεῖος Ἀπόστολος (Ρωμ. 6, 4). Ὥσπερ οὖν ἅπαξ ἐτελέσθη ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος, οὕτω καί ἅπαξ δεῖ βαπτίζεσθαι· βαπτίζεσθαι δέ κατά τόν τοῦ Κυρίου λόγον ̒εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος᾿, διδασκομένους τήν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεῦμα ὁμολογίαν. Ὅσοι τοίνυν εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα βαπτισθέντες, μίαν φύσιν τῆς θεότητος ἐν τρισίν ὑποστάσεσι διδαχθέντες, αὖθις ἀναβαπτίζονται, οὗτοι ἀνασταυροῦσι τόν Χριστόν… Ὅσοι δέ μή εἰς τήν Ἁγίαν Τριάδα ἐβαπτίσθησαν, τούτους δεῖ ἀναβαπτίζεσθαι…» (Περί Ὀρθ. Πίστεως IV, P.G. τόμ. 94, 1117Β-1120Α).
[12] Ἡ ἐγγραφή στούς Καταλόγους τῶν ὑποψηφίων γιά Κατήχηση δέν ἦταν ἁπλή συμμετοχή σέ κάποια ὁμάδα ὑποψηφίων χριστιανῶν, ἀλλά θεϊκή κλήση, ἡ ὁποία παρεῖχε τή δυνατότητα μετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στήν πνευματική δωρεά τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό Λόγο, ἐφόσον «Αὐτός ὁ Θεός Λόγος, ὁ παραδιδούς τοῖς Μαθηταῖς τό τῆς θεογνωσίας μυστήριον…» (Γρηγ. Νύσ. P.G. 45, 349Α).
Ἡ προσεκτική λοιπόν παρακολούθηση τῶν Κατηχήσεων δέν ἦταν ὑποχρέωση ἁπλῆς ἐκμαθήσεως ὁρισμένων βασικῶν σημείων τῆς πίστεως ἤ ὁρισμένων ἄρθρων ἑνός καταστατικῦ μιᾶς κάποιας κοινότητας, ἀλλά ἦταν βασική προϋπόθεση γιά τήν «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ Κατηχούμενου. «Ἔστιν δέ οὐ τό λουτρόν μόνον τό ἐλευθεροῦν, ἀλλά καί ἡ γνῶσις, τίνες ἦμεν καί τί γεγόναμεν…» λέει ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας (P.G. 9, 696Α). Γιατί «ἡ γνῶσις ἑνωτική τῶν ἐγνωκότων καί ἐγνωσμένων» (Διονύσιος Ἀρειοπ. P.G. 3, 872Ψ). Ὁ κίνδυνος «μήποτε ἡ διάνοια ἐκλυθῇ» παραμόνευε ἀνά πᾶσα στιγμή ἐντός καί ἐκτός τῆς ὑπάρξεως κάθε Κατηχουμένου. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Κύριλλος πολύ συχνά παρομοιάζει τίς βασικές ἀλήθειες τῆς πίστεως μέ ὅπλα κατά «τῆς ἀντικειμένης ἐνεργείας» —τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν— καί τήν Κατήχηση ὡς οἰκοδομή. Ἡ πλήρης λοιπόν γνώση τῶν βασικῶν σημείων τῆς πίστεως δέν ἐπιβαλλόταν μόνο γιά λόγους ἀπολογητικούς, ὅσο γιά λόγους «τηρήσεως» τῶν πιστῶν «ἐκ τοῦ πονηροῦ» (Ἰωάν. 17, 15).
Ἡ ἔκλυση τῆς διάνοιας δέν εἶναι ἄσχετη μέ τή βουλητική παράλυση, «ἅ δέ τις βούλεται ταῦτα καί οἴεται», «ὅπου ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται»… Διανοητική ἀποπλάνηση ἤ βουλητική ἀπόκλιση φανερώνουν ἐλλειμματική προαίρεση καί γνώση ἤ τουλάχιστον ἀδιαφορία ἤ ἀποχαύνωση.
[13] Ἐπειδή, κατά τόν Κλήμη τόν Ἀλεξανδρέα (P.G. 8, 940Β), «πράξεως ἀρχή ἡ προαίρεσις», ὁ Κατηχούμενος, σάν στρατιώτης πού ξεκινάει γιά πόλεμο, ἔπρεπε αὐτοπροαίρετα, ἐνσυνείδητα καί ὑπεύθυνα νά ἀναλάβει τόν ἀγώνα γιά τή σωτηρία του. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μέν «τρεπτῆς φύσεως» (Μ. Ἀθανάσιος P.G. 26, 84Β), ἀλλά δέν εἶναι «ἀνάγκης τέκνον». Ὅμως, «μή ἀνάγκης τέκνα… μένωμεν, ἀλλά προαιρέσεως» (Ἰουστ. Ι Ἀπολ. 61, 10 – P.G. 6, 421Α). Ὁ V. Lossky στό βιβλίο του «Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας» λέει χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός γίνεται ἀνίσχυρος μπροστά στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Δέν μπορεῖ νά τήν παραβιάσει, ἀφοῦ αὐτή πηγάζει ἀπό τή δική Του παντοδυναμία… Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι τόσο μεγάλη, πού δέν μπορεῖ νά ἐξαναγκάσει, γιατί δέν ὑπάρχει ἀγάπη χωρίς σεβασμό. Ἡ θεία Βουλή πάντοτε θά ὑποτάσσει τόν ἑαυτό της στίς ἀναζητήσεις, στίς λοξοδρομήσεις, ἀκόμα καί στίς ἀνταρσίες τῆς ἀνθρώπινης βουλῆς, γιά νά τήν ὁδηγήσει στήν ἐλεύθερη συναίνεση. Καί ἡ κλασσική εἰκόνα τοῦ παιδαγωγοῦ πρέπει πράγματι νά φαίνεται πολύ φτωχή σέ ὅποιον ἔχει νιώσει τόν Θεό σάν ζητιάνο ἀγάπης, πού περιμένει στήν πόρτα τῆς ψυχῆς, χωρίς ποτέ νά τολμᾶ νά τήν παραβιάσει..».
Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἡ προαίρεση διατηρεῖ τήν «υἱοθεσία» καί αὐξάνεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν καί οἰκειοποιεῖται τή Θεότητα: «Αὐτό πού φυλάει καί διατηρεῖ τήν κατά Θεό υἱοθεσία, εἶναι ἡ προαίρεση ἐκείνων πού ἔλαβαν τήν ἄνωθεν γέννηση, ἡ προαίρεση πού δέχεται μέ εἰλικρινή διάθεση τή Χάρη πού τῆς δόθηκε, ἡ προαίρεση πού ὀμορφαίνει πιό πολύ μέ τήν ἐπιμελή ἐργασία τῶν ἐντολῶν, τό κάλλος πού τῆς δόθηκε κατά Χάρη. Ἡ προαίρεση μέ τήν ἀποβολή τῶν παθῶν οἰκειοποιεῖται τόσο πολύ τή Θεότητα, ὅσο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἑκούσια κένωσή Του… προσέλαβε ἀληθινά τήν ἀνθρωπότητα» (Εἰς τό «Πάτερ ἡμῶν», τόμ. Β´ Φιλοκ.).
[14] Ὁ ἅγιος Κύριλλος, ὡς ἄκρως διακριτικός παιδαγωγός καί πνευματικός πατέρας χαρακτηρίζει τήν Κατήχηση ὡς Μυστήριο καί αὐτό, ὄχι ἀπό λόγους ὑπερβολῆς ἤ γιά νά τονίσει τό στοιχεῖο τῆς ἰδιαιτερότητας τῆς κλήσεως τῶν Κατηχουμένων, ἀλλά τό κάνει καθαρά ἀπό διάκριση καί ἀγάπη γιά τούς Ἐθνικούς καί Εἰδωλολάτρες. Γιατί σ᾿ αὐτούς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀποταγή τῆς πλάνης τους καί ἡ καταβολή τῆς προαίρεσης, γιά τήν ἔνταξή τους στίς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐνδιαφέρονταν νά γνωρίσουν τά δόγματα τῆς πίστεως ἀπό περιέργεια καί μόνο. Ἐπειδή λοιπόν κινδύνευαν νά πέσουν στόν πειρασμό τῆς περιγελάσεως ἤ τῆς ἀπορρίψεως, ἡ Ἐκκλησία, «διά τοῦ ἁγίου Κατηχητοῦ», ἀπαγόρευε τήν κοινοποίηση τῶν διδασκομένων. Ἐπειδή ὡς μητέρα φιλόστοργος ἐνδιαφέρεται πάντα, ὄχι μόνο γιά τά ἐντός, ἀλλά καί γιά τά ἐκτός τῆς μάνδρας της πρόβατα, «καθολικῶς ἐποπτεύουσα καί μεριμνῶσα διά τόν σύμπαντα κόσμον», τόν ὁποῖο ἐπιθυμεῖ καί προσπαθεῖ νά «ἐκκλησιάσει». Καί εἶναι «Μυστήριο» ἡ Κατήχηση καί σάν κατάσταση καί σάν λειτουργία.
«Κατηχούμενος» γίνεται κανείς τότε πού θά δεχτεῖ τίς θωπεῖες τῆς Χάριτος καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, θά νιώσει τή θαλπωρή τῆς Θείας Ἀγκάλης ἀοράτως καί προκαταβολικῶς καί θά λαχταρήσει τήν αἰωνιότητα τῆς ἀπολαύσεώς της. Λειτουργεῖ καί λειτουργεῖται σάν Κατηχούμενος μέ βασική τροποποίηση τῆς κοινωνικῆς ἔνταξής του. Ἀποφασίζει νά ἀνήκει στόν Χριστό καί στή «μικρά ποίμνη», στή «ζύμη» καί στό «ἁλάτι». Ἀπό μαζικός ἄνθρωπος, ἀπό ἐθνικό ἄτομο, γίνεται χριστοειδές πρόσωπο, ζεῖ κάτι ἀπό τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή Φάτνη, κάτι ἀπό τή φυγή στήν Αἴγυπτο κ.τ.λ. Ἀκόμα ζεῖ κάτι ὅμοιο μέ ἐκεῖνο πού ζοῦσε ὁ Τίμιος Πρόδρομος. «Τό δέ παιδίον ηὔξανεν καί ἐκραταιοῦτο πνεύματι καί ἦν ἐν ταῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρός τόν Ἰσραήλ».
[15] Στίς Κατηχήσεις παρευρίσκονταν ἄνδρες καί γυναῖκες ὡς καί ἄτομα πάσης ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς, μορφωτικῆς καί κοινωνικῆς προελεύσεως. Αὐτοί προσέρχονταν στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως, ὅπου παρευρίσκονταν στήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ἔπειτα μετέβαιναν στό Ναό τοῦ Μαρτυρίου, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἀπήγγελε τήν Κατήχηση. Οἱ Φωτιζόμενοι κάθονταν χωριστά ἄνδρες καί γυναῖκες. Ἐνδεχομένως δέ νά ὑπῆρχε καί μεταξύ τῶν γυναικῶν κάποια διάκριση. Ὁ λεγόμενος «Παρθενικός Σύλλογος» καταλάμβανε ἰδιαίτερη θέση. Τίς Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων παρακολουθοῦσαν καί ὅσοι ἀπό τούς πιστούς εἶχαν ὁρισμένη διακονία, οἱ ἀνάδοχοι τῶν Φωτιζομένων, οἱ Μονάζοντες καί ὅσοι ἄλλοι ἐκ τῶν Πιστῶν ἤθελαν. Πολλοί ἀπό τούς Φωτιζόμενους πήγαιναν στό Ναό πολύ ἐνωρίς. Αὐτοί ἔπρεπε νά κάθονται μέ ἡσυχία καί νά «λαλοῦν τά πρός εὐσέβειαν», ἀποφεύγοντας τή φλυαρία καί τήν ἀργολογία. Ἐπιπλέον γινόταν εἰδική σύσταση στούς Φωτιζόμενους νά ἀναζητοῦν ὅσους ἀπουσίαζαν, καλλιεργώντας τους ἔτσι τά φιλάδελφα αἰσθήματα καί δημιουργώντας τους βιώματα μελῶν μιᾶς νέας, ἰδιαίτερης καί χαρισματικῆς κοινωνίας.
[16] Ἡ πράξη τῶν ἐξορκισμῶν ἦταν γνωστή καί ἀπό τήν πρό τοῦ Χριστοῦ ἐποχή. Τόσο ἀπό τίς πληροφορίες τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὅσο καί ἀπό τίς Κατηχήσεις ἄλλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως δέ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (P.G. 49, 225 καί ἑξ.), συμπεραίνουμε ὅτι οἱ ἐξορκισμοί γίνονταν κατά τήν περίοδο τῆς Κατηχήσεως ἀνελλιπῶς καί εἶναι θεολογικά βασισμένοι στήν ἀντίληψη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α´ Ἰωάν. 5, 19) καί ὅτι τό κράτος τοῦ Σατανᾶ καταργήθηκε ἀπό τόν Χριστό.
Οἱ Φωτιζόμενοι κατά τήν διάρκεια τῶν ἐξορκισμῶν φοροῦσαν ἕνα μονάχα χιτώνα, ἦταν ἀνυπόδητοι καί εἶχαν καλυμμένη τήν κεφαλή, γιά νά μήν περισπᾶται ὁ νοῦς καί διασκορπίζεται ἡ διάνοια.
Ὁ ἐξορκισμός γινόταν «διά τῆς ἐπικλήσεως ἑνός τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, διά ἐπιθέσεως ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ Φωτιζομένου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, διά προσευχῆς, ἐμφυσήματος ἤ χειροθεσίας».
Ἡ καθημερινή ἐπανάληψη τῶν ἐξορκισμῶν ἦταν κάτι πού ἴσως κούραζε τούς Φωτιζόμενους, ἀλλά γινόταν ἀφορμή νά ἀσκηθοῦν στήν ὑπομονή καί ἦταν κριτήριο τῆς γνησιότητας τῆς προαιρέσεώς τους. Πολλές φορές μάλιστα δέν ἦταν μονάχα ὁ κόπος τῆς ἐπαναλήψεως πού ἔκανε τούς ἐξορκισμούς ὄχι καί πολύ εὐχάριστους, ἀλλά καί ὁ φόβος τοῦ θυμοῦ τοῦ διαβόλου καί ἐνδεχομένως οἱ ἐμπειρίες νέων ἐπιθέσεων, δεδομένου ὅτι πλεῖστοι τῶν Κατηχουμένων ἦταν εἰδωλολάτρες καί γι᾽ αὐτό εἶχαν ἐνεργό συμμετοχή στή μαγεία καί στίς γενικότερες ἐκδηλώσεις τῆς λατρείας τῶν δαιμόνων. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος συνιστᾶ στούς Φωτιζόμενους ὑπομονή στή «βάσανο» τῶν ἐξορκισμῶν, γιατί εἶναι θεραπευτική: «Μή διαπτύσσῃς ἐξορκισμοῦ θεραπείαν, μηδέ πρός τό μῆκος ταύτης ἀπαγορεύσῃς. Βάσανός ἐστι καί αὕτη τῆς περί τό χάρισμα γνησιότητος» (ΒΕΠΕΣ 60, 98). Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στούς Φωτιζόμενους λέει: «Ἐπειδή πρόκειται νά ἐνοικήσει μέσα σας ὁ ἐπουράνιος Βασιλιάς, γι᾿ αὐτό μετά ἀπό τήν Κατήχηση σᾶς παίρνουν οἱ ἐξορκιστές καί σᾶς προετοιμάζουν ὡς οἰκία τοῦ Βασιλιᾶ πού θά ἔρθει. Σᾶς καθαρίζουν τή διάνοια μέ τά φοβερά λόγια τῶν ἐξορκισμῶν καί διώχνουν κάθε ἐπινόηση τοῦ πονηροῦ. Ἔτσι ἡ διάνοια ἑτοιμάζεται ἄξια νά δεχτεῖ τό Βασιλιά… Παράλληλα ὅμως οἱ ἐξορκισμοί προκαλοῦν μεγάλη εὐσέβεια στήν ψυχή καί τήν ὁδηγοῦν σέ μεγάλη κατάνυξη» (ΕΠΕ 30, 368).
Μέ τήν εὐχή αὐτή τῶν ἐξορκισμῶν «ἐπισκοπεῖται» ὁ «νέκρωσιν πρίν ἐμφυτεύσας τήν κτίσιν» (Κανών Ἰαμβ. 6ης Ἰαν.) καί ὁ Φωτιζόμενος λαμβάνει ἀπό τόν Θεό φύλακα Ἄγγελο, φωτεινό καί ἡλιόμορφο (Μ. Βασίλειος ΕΠΕ 52, 221).
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία «ὡς ἐπορκισταί» διακονοῦσαν χαρισματοῦχοι πιστοί, χωρίς νά ἔχουν λάβει πρός τοῦτο εἰδική χειροτονία. Σύμφωνα μέ τίς Διαταγές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, «ἐπορκιστής οὐ χειροτονεῖται, εὐνοίας γάρ ἑκουσίου τό ἔπαθλον καί Χάριτος Θεοῦ διά Χριστοῦ, ἐπιφοιτήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· ὁ γάρ λαβών χάρισμα ἰαμάτων δι᾿ ἀποκαλύψεως ὑπό Θεοῦ ἀναδείκνυται, φανερᾶς οὔσης πᾶσιν τῆς ἐν αὐτῷ Χάριτος» (ΒΕΠΕΣ 2, 189). Στήν ἐποχή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τούς ἐξορκισμούς τούς ἔκαναν μόνο κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν.
[17] Τό ὀρθόδοξο ἦθος εἶναι κατεξοχήν Χριστολογικό. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, ἔτσι καί ἡ «ἐν Χριστῷ» ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι κατ᾿ ἀναλογία «θεανθρώπινη». Συγκροτεῖται δηλαδή ἀπό τήν ὀρθή πίστη, «τήν ἀποκεκαλυμμένη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἀλήθεια, καί τήν ὀρθή ζωή, τή «σάρκωση» αὐτῆς τῆς ἀλήθειας μέ τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν: «Ἅπας γάρ ὁ τῶν ἁγίων ἔπαινος καί μακαρισμός, διά τῶν δύο τούτων συνίσταται, διά τε τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τοῦ ἐπαινετοῦ βίου», λέει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος (Κατήχ. Ι´, S. C. 104, 142).
Οἱ ὑποδείξεις λοιπόν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου σχετικά μέ τή συμπεριφορά τῶν Φωτιζομένων δέν ἀποτελοῦν «πιετιστικό» ἐπικάλυμμα, οὔτε εἶναι λεπτομέρειες ἀνοημάτιστες, ἀλλά εἶναι θέσεις ἄρρηκτα συνδεδεμένες μέ τήν ὅλη θεώρηση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί σωτηριολογίας. Μέ τήν ἐφαρμογή καί τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὁ ἄνθρωπος κοινωνεῖ μετά τοῦ Θεοῦ καί γίνεται ναός καί οἶκος τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἀφοῦ, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «ὁ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός Θεός Λόγος ἑκαστῃ μυστικῶς ἐνυπάρχει τῶν οἰκείων ἐντολῶν. Ὁ δέ Θεός καί Πατήρ, ὅλως ἐστίν ἀχώριστος, ἐν ὅλῳ τῶ οἰκείῳ Λόγῳ φυσικῶς. Ὁ τοίνυν δεχόμενος θείαν ἐντολήν καί ποιῶν αὐτήν, τόν ἐν αὐτῇ τοῦ Θεοῦ δέχεται Λόγον· ὁ δέ τόν Λόγον διά τῶν ἐντολῶν δεξάμενος, δι᾽ Αὐτοῦ τό ἐν Αὐτῷ φυσικῶς συνεδέξατο Πνεῦμα. ̒Ἀμήν᾽ γάρ, φησί, ̒λέγω ὑμῖν, ὁ λαμβάνων ὅντινα πέμψω, ἐμέ λαμβάνει· ὁ δέ ἐμέ λαμβάνων, λαμβάνει τόν πέμψαντά με᾽ (Ἰωάν. 13, 20). Ὁ γοῦν ἐντολήν δεξάμενος καί ποιήσας αὐτήν, λαβών ἔχει μυστικῶς τήν Ἁγίαν Τριάδα» (Ρ.G. 90, 1156).
Στήν προκειμένη περίπτωση, ἡ ἐντολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, γιά μιά σιωπηρή προσευχή τῶν γυναικῶν κατά τίς συνάξεις, ἀκόμα καί τῶν Κατηχουμένων, ἐξυπηρετεῖ ἀναμφισβήτητα τό γεγονός τῆς σωτηρίας τους καί τῆς σωτηρίας ὅλων. Τά φεμινιστικά συνθήματα καί φρονήματα τῆς ἐποχῆς μας προφανῶς ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ κάποιες θέσεις. Χρειάζεται βαθύτερη σκέψη γιά νά προσεγγίσει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κάποιες παλιές ἀλήθειες, πού ἔχουν πάντοτε νέο καί ἐπίκαιρο νόημα.
Ὁ κοινωνικός ἀκτιβισμός τῶν ἡμερῶν μας, συνεργός τῆς φεμινιστικῆς ἀκράτειας, ἔκανε τή γυναῖκα κοινωνικό καί ἐπαγγελματικό ἀντίζηλο τοῦ ἄνδρα, σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ οἰκογενειακές ἑστίες ἔμειναν χωρίς ἱέρειες καί οἱ νέοι ἄνθρωποι κληρονομοῦν «ἐκ κοιλίας μητρός», ὅλα τά δεινά μιᾶς ἀνεστιότητας, πολύμορφης καί πολυδιάστατης. Αὐτή ἡ ἀνεστιότητα ἐγκυμονεῖ καί λειτουργεῖ τό μέγιστο ποσοστό τῶν ψυχοσωματικῶν διαταραχῶν τῆς σύγχρονης κοινωνίας, ὅσο καί ἄν προσπαθοῦμε νά τήν ἀντιρροπήσουμε μέ τήν εὐδαιμονιστική εὐμάρεια. Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσης ποτέ δέν παρεμποδίζει τήν ἀνάπτυξη τοῦ λόγου. Ἀντιστρόφως διευκολύνει τή λογική λατρεία τοῦ Θεοῦ.
[18] Τό Βάπτισμα γινόταν τή νύκτα τῆς Ἀναστάσεως. Μέ τήν ἔναρξη τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας γινόταν ἡ τελετή τοῦ ἀνάματος τῶν λαμπάδων, τό πλῆθος τῶν ὁποίων, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, «ἔκανε τή μυστική διανυκτέρευση τῶν πιστῶν πιό φωτεινή κι ἀπό τήν πιό φωτόλουστη ἡμέρα» (ΒΕΠΕΣ 24, 182).
Ὁ Ναός ἦταν κατάφωτος ἀπό τούς πολυελαίους καί τά πολυπληθή κηροπήγια. Κάθε πιστός ἐπίσης εἶχε τή δική του λαμπάδα. Ὅλοι γιόρταζαν τή διπλή Λαμπρή: Τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τόσων ψυχῶν, πού θ᾿ ἄφηναν ὁριστικά τήν πλάνη καί θά προσχωροῦσαν στήν Ποίμνη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι εἶχαν ἀκόμα κάτι νά θυμηθοῦν, ἴσως τή δική τους ἤ κάποιου ἀγαπημένου τους προσώπου τή γενέθλια ἡμέρα στήν «καινή» ζωή. Οἱ Φωτιζόμενοι, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τους ἀναχωροῦσαν μαζί με τόν ἐπίσκοπο, τούς ἱερεῖς, τίς διακόνισσες καί τούς ἀναδόχους τους, γιά τό Βαπτιστήριο, ἐνῶ οἱ Πιστοί παρέμεναν στό Ναό προσευχόμενοι.
Ἀπό τήν ὅλη αὐτή μυσταγωγία καί πανήγυρη τῆς εἰσόδου τῶν πιστῶν στήν Ἐκκλησία, σήμερα ἔχει δυστυχῶς μόνο ἀπομείνει τό ἔθιμο τῆς λευκῆς ἀναστάσιμης λαμπάδας, τῆς ὁποίας ἡ χρήση —ἀφοῦ τό Βάπτισμα τῶν νηπίων πέρασε στό χῶρο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς τῆς οἰκογένειάς τους— πῆρε συμβολικό χαρακτήρα.
[19] Σάν ἔμπειρος σαλπιγκτής πού προετοιμάζει τούς στρατιῶτες γιά μεγάλη μάχη, ὁ ἅγιος Κύριλλος, καλεῖ τούς Φωτιζόμενους σέ πλήρη καί ἐντατική ψυχοσωματική ἐγρήγορση, τονίζοντας κατάλληλα τό ρόλο τοῦ ἀντικειμένου διαβόλου, τόν ὁποῖο ὀνομάζει «δράκοντα», ἐπειδή, «πολυώνυμός ἐστιν, ὡς πολυκέφαλος. Δράκων, καί ὄφις καί διάβολος, κῆτός τε καί Σατανᾶς καί λεβιάθαν καί λέων καί βασιλίσκος ὀνομάζεται» (Προκόπιος Γαζ. – Πρβλ. Ἡσ. 27, 1).
Τό Βάπτισμα ὡς διάβασις ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ διαβόλου πρός τόν «Πατέρα τῶν πνευμάτων», παρακωλύεται ἀπό τόν «πατέρα τοῦ σκότους», ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ μέ κάθε τρόπο νά κρατήσει κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του τό φωτιζόμενο, χρησιμοποιώντας τήν ἀρχαία μέθοδό του, τή μέθοδο δηλαδή τῆς ἀπάτης, καί στοχεύοντας στό εὐαίσθητο σημεῖο τῆς ἐλπίδας τῆς ψυχῆς, γιά τόν ἐπαναπατρισμό καί τήν κατάπαυσή της «εἰς τήν οἰκίαν τοῦ Πατρός» (Λουκ. 15, 11-32). Οἱ Πατέρες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀναφερόμενοι στό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος μιλᾶνε γιά τή μανία τοῦ διαβόλου ἐναντίον τῶν «πρός τό Φώτισμα εὐτρεπιζομένων», τούς συνιστοῦν δέ νά ἀμύνονται μέ τήν πνευματική ἐγρήγορση, τήν προσευχή, τήν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν καί ἰδιαίτερα μέ τή δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ στό Φωτιζόμενο νά σφραγίζει τό μέτωπό του μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, γιά νά μή μπορεῖ νά τόν βλάπτει ὁ διάβολος (ΕΠΕ 30, 576). Διότι, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, «ὁ Σταυρός εἶναι σημεῖον τοῦ Χριστοῦ καί τρόπαιον· διότι διά μέσου αὐτοῦ νικήσας ὁ Χριστός συνέτριψε καί ἠφάνισε τούς δαίμονας καί τώρα ἀπό αὐτόν τόν Σταυρόν, ὅταν τις κάμῃ τό σημεῖόν του, φεύγουν τά δαιμόνια» (Ἅπαντα, ἐκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 87Α).