ARCH. ΑΝΤΗΟΝΥ ΒLΟΟΜ
Ἡ περιγραφή
τοῦ
Εὐαγγελίου
εἶναι
λιτή
καί
σέ
τόνους
χαμηλούς·
῾Ο
υἱός
ἀπορρίπτει
ἄσπλαχνα
τόν
πατέρα
του καί
προετοιμάζει
τήν
ἀναχώρησή
του στή
μακρινή
χώρα!
«Πατέρα,
δῶσ’
μου τό
κομμάτι
τῆς
περιουσίας
πού
μοῦ
ἀνήκει!».
Τί
ἄλλο
σημαίνουν
αὐτά
τά
λόγια
παρά,
«Πατέρα,
δέν
μπορῶ
νά
περιμένω
πότε
θά
πεθάνεις!
᾿Εσύ
βαστᾶς
ἀκόμη,
κι ἐγώ
εἶμαι
νέος·
θέλω
τώρα
νά
δρέψω
τούς
καρπούς
τῆς
δικῆς
σου ζωῆς,
τῶν
δικῶν
σου κόπων·
ἀργότερα
ὅλα
αὐτά
θά
εἶναι
μπαγιάτικα.
῎Ας
κάνουμε
μία
συμφωνία·
γιά
μένα
εἶσαι
νεκρός·
δῶσε
μου ὅ,τι
μοῦ
ἀνήκει
ἤ
μᾶλλον
ὅ,τι
θά
’παιρνα μετά τόν
πραγματικό σου θάνατο,
καί
ἄσε
με νά
φύγω
καί
νά
ζήσω
τή
ζωή
πού
διάλεξα».
Αὐτό
ἐννοοῦσε
ὁ
νεαρός
ἄντρας
καί
πόσο
αὐτό
μοιάζει
μέ
τόν
τρόπο
πού
ἐμεῖς
μεταχειριζόμαστε τόν
Θεό
καί
τά
δῶρα
Του.
῞Οσο εἴμαστε
μαζί
Του, ἔχουμε
ἀπό
Αὐτόν
τό
καθετί,
ἀλλά
ἡ
παρουσία
Του μᾶς
περιορίζει,
νιώθουμε
καταπιεσμένοι ἀπό
τούς
ἀναπόφευκτους
κανόνες
πού
ρυθμίζουν
τό
σπιτικό
Του· Περιμένει ἀπό
μᾶς
ἀκεραιότητα
καί
ἀλήθεια·
περιμένει
νά
μάθουμε
ἀπό
Αὐτόν
τί
σημαίνει
νά
ἀγαπᾶμε
μέ
ὅλη
μας τήν
καρδιά,
ὅλο
μας τό
μυαλό,
ὅλη
μας τή
δύναμη,
ὅλο
μας τό
εἶναι
_ κι αὐτό
μᾶς
πέφτει
βαρύ.
Παίρνουμε
λοιπόν
ὅλα
Του τά
δῶρα
καί
Τοῦ
γυρίζουμε
τήν
πλάτη
γιά
νά
τά
χρησιμοποιήσουμε ἔτσι
πού
νά
ἐξυπηρετοῦν
μόνον
ἐμᾶς,
χωρίς
νά
ἀνταποδίδουμε
κάτι
εἴτε
στόν
Θεό
εἴτε
σέ
ὁποιονδήποτε
ἄλλον.
῞Ολοι μας, χωρίς
καμιά
ἐξαίρεση,
ἀλλά
σέ
διαφορετικό βαθμό,
ὑπακοῦμε
στήν
ἀπάνθρωπη
καί
ἀπατηλή
ὑποβολή
τοῦ
Σατανᾶ,
ὅπως
τήν
παρουσίασε
στόν
Χριστό
στήν
ἔρημο·
«῎Εχεις
τή
δύναμη
νά
τό
κάνεις·
κάνε,
λοιπόν
τίς
πέτρες
ψωμιά·
εἶσαι
παιδί
τοῦ
Θεοῦ·
χρησιμοποίησε λοιπόν
αὐτή
τή
σοφία
καί
τή
δύναμη
πού
σοῦ
ἔδωσε
ὁ
Θεός
γιά
τό
δικό
σου συμφέρον!
Γιατί
νά
σπαταλήσεις
τόν
χρόνο
σου καί
νά
περάσουν
τά
χρόνια;»…
Κάπως
ἔτσι
δέν
εἶναι
ἡ
συμπεριφορά μας;
Μετά, ὁ
νεαρός
φεύγει·
φεύγει
γιά
τήν
ξένη
χώρα
πού
δέν
ἀνήκει
στόν
Θεό,
πού
ἔχει
ἀπορρίψει
τόν
Θεό,
τόν
ἔχει
ἀποκηρύξει,
μιά
χώρα
πού
ἔχει
παραδοθεῖ
στά
χέρια
τοῦ
ἀντιπάλου
Του καί
πού
δέν
ἔχει
χῶρο
γι’ Αὐτόν.
Καί
ζεῖ
σύμφωνα
μέ
τούς
κανόνες
τῆς
χώρας
ἐκείνης
καί
σύμφωνα
μέ
τήν
ἐπιθυμία
τῆς
καρδιᾶς
του. Μέχρι
πού
ἔρχεται
ἡ
πείνα…
Καί ἐμεῖς
Τοῦ
γυρίζουμε
τήν
πλάτη,
κουβαλώντας
μαζί
μας τά
δῶρα
Του· ζοῦμε
κι ἐμεῖς
σέ
χώρα
μακρινή,
σ’ ἕνα
κόσμο
φτιαγμένο
ἀπό
τόν
ἄνθρωπο
καί
ὄχι
ἀπ’
τόν
Θεό·
ἤ
μᾶλλον
σ’ ἕνα
κόσμο
φτιαγμένο
ἀπό
τόν
Θεό
καί
παραμορφωμένο ἀπό
τόν
ἄνθρωπο.
Τί
εἴδους
πείνα
ἀντιμετωπίζουμε;
Εἴμαστε
πλούσιοι,
εἴμαστε
ἀσφαλεῖς,
ἔχουμε
μαζί
μας ὅλα
ὅσα
ὁ
Θεός
μᾶς
ἔδωσε,
καί
συνεχίζει
νά
δίνει,
μόνο
πού
δέν
συνειδητοποιοῦμε ὅτι
ὁ
Θεός
συνεχίζει
νά
δίνει
τήν
ὥρα
πού
ἐμεῖς
σπαταλᾶμε.
Ποιά
πείνα
λοιπόν
μπορεῖ
νά
νιώσουμε;
Πρόκειται
γιά
τήν
ἐπίγνωση
πού
ὁ
Χριστός
περιγράφει
στόν
πρῶτο
Μακαρισμό·
«Μακάριοι
οἱ
πτωχοί
τῷ
πνεύματι,
ὅτι
αὐτῶν
ἐστιν
ἡ
βασιλεία
τῶν
οὐρανῶν».
Ποιοί
εἶναι
οἱ
πτωχοί
τῷ
πνεύματι;
Εἶναι
ἐκεῖνοι
πού
ἔχουν
καταλάβει
καί
τό
συνειδητοποιοῦν μέρα
μέ
τή
μέρα,
σέ
ὅλη
τους τή
ζωή,
ὅτι
δέν
θά
εἶχαν
ἔρθει
στήν
ὕπαρξη
ἄν
ὁ
Θεός
δέν
τούς
εἶχε
καλέσει
σ’ αὐτήν
ἀπό
ἀγάπη•
δέν
θά
εἴχαμε
ζωή
ἄν
ὁ
Θεός
δέν
εἶχε
ἐκχύσει
σ’ ἐμᾶς
τή
δική
Του ζωή,
τή
δική
Του πνοή,
τήν
πνοή
τῆς
ζωῆς.
Εἶναι
ἐκεῖνοι
πού
ἔχουν
καταλάβει
ὅτι
εἴμαστε
τόσο
πλούσιοι,
ἐπειδή
᾿Εκεῖνος
μᾶς
ἀποκάλυψε
τόν
῾Εαυτό
Του· μᾶς
ἀποκάλυψε
ποιός
εἶναι,
μποροῦμε
νά
Τόν
ἀγαπᾶμε,
νά
Τόν
λατρεύουμε,
νά
Τόν
ὑπηρετοῦμε,
νά
Τόν
φθάσουμε,
γιατί
ἔγινε
ἄνθρωπος
καί
μᾶς
ἔδειξε
ποῦ
μπορεῖ
νά
φθάσει
ἕνας
ἄνθρωπος.
Καί
μᾶς
τά
’δωσε ὅλα,
τή
νοημοσύνη,
τήν
καρδιά,
τή
θέληση,
τό
σῶμα,
τόν
κόσμο
γύρω
μας, τούς
ἀνθρώπους
γύρω
μας, τίς
σχέσεις•ὅλα
αὐτά
εἶναι
τοῦ
Θεοῦ!
Καί
εἶναι
τοῦ
Θεοῦ
διότι
μόνοι
μας δέν
μποροῦμε
νά
τά
δημιουργήσουμε,
δέν
μποροῦμε
κανέναν
νά
ἀναγκάσουμε
νά
μᾶς
ἀγαπᾶ,
κι ὅμως
ἔχουμε
φίλους
καί
ἀνθρώπους
πού
μᾶς
ἀγαποῦν.
Οὔτε
γιά
τό
μυαλό
μας μποροῦμε νά
εἴμαστε
σίγουροι,
οὔτε
γιά
τήν
καρδιά
μας· ὑπάρχουν
στιγμές
πού
θέλουμε
νά
ἀνταποκριθοῦμε
σέ
μιά
ἀνάγκη,
σέ
μιά
δοκιμασία
ἀδελφοῦ
μας καί
νιώθουμε
τήν
καρδιά
μας πέτρινη·
μόνο
ὁ
Θεός
μπορεῖ
νά
τή
ζωντανέψει!
Ταλαντευόμαστε
ἀνάμεσα
στό
καλό
καί
στό
κακό·
μόνον
Αὐτός
μπορεῖ
νά
σταθεροποιήσει τή
θέλησή
μας…
Αὐτό
καί
μόνο
ἄν
συνειδητοποιήσουμε, ἀντιλαμβανόμαστε
ἀμέσως
ὅτι
εἴμαστε
πάμφτωχοι·
δέν
εἴμαστε
τίποτε,
δέν
ἔχουμε
τίποτε
καί
ὅμως,
εἴμαστε
τόσο
πλούσιοι!
᾿Επειδή
εἴμαστε
γυμνοί,
εἴμαστε
προικισμένοι
μέ
ὅλα
τά
δικά
Του δῶρα·
ἐνῶ
Τόν
ἔχουμε
προδώσει
ξανά
καί
ξανά,
ἐνῶ
ἔχουμε
φύγει
μακριά
Του τόσες
φορές,
ἐξακολουθεῖ
νά
μᾶς
ἀγαπᾶ·
ὄντως,
«Μακάριοι
οἱ
πεινῶντες,
ὅτι
αὐτοί
χορτασθήσονται»!
᾿Εάν
συνειδητοποιήσουμε πόσο
πεινᾶμε
γιά
τά
ἀληθινά
πράγματα,
αὐτά
θά
ἔρθουν
νά
μᾶς
βροῦν.
῎Οχι
ὅμως
μόνον
ἐπειδή
πεινᾶμε.
Θά
ἔρθουν
νά
μᾶς
βροῦν
ἐκείνη
τή
στιγμή
πού,
ἐνῶ
εἴμαστε
ὅλως
διόλου
φτωχοί,
Κάποιος
μᾶς
ἀγαπᾶ·
αὐτό
εἶναι
ἡ
Βασιλεία
τοῦ
Θεοῦ,
ἡ
Βασιλεία
τῆς
ἀγάπης·
ὁ
Θεός
μᾶς
ἀγαπᾶ
καί
παραχώρησε
τό
δῶρο
τῆς
ἀγάπης
καί
στόν
καθένα
μας!
῾Ο νεαρός
τῆς
παραβολῆς
πεινοῦσε.
Πεινοῦσε
γιά
τό
σπίτι
τοῦ
Πατέρα
του, καί
ὅμως
ἤξερε
ὅτι
δέν
εἶχε
πιά
τό
δικαίωμα
νά
καλεῖται
υἱός
του· ἦταν
ἕνας
φονιάς!
Τοῦ
εἶχε
πεῖ·
«πέθανε
πρίν
τήν
ὥρα
σου, γιά
νά
ζήσω
ἐγώ
ὅπως
μ’ ἀρέσει».
῾Ωστόσο
ἐπιστρέφει,
μπορεῖ
ἀκόμη
νά
ἀποκαλεῖ
«Πατέρα»
᾿Εκεῖνον
πού
ἀπέρριψε…
Τί συμβαίνει
τότε;
᾿Από
μακρυά,
ὁ
Πατέρας
τόν
βλέπει
νά
ἔρχεται.
Δέν
περιμένει
ἀξιοπρεπῶς
νά
ἔρθει
ἐκεῖνος
νά
πέσει
στά
πόδια
του καί
νά
παραδεχτεῖ τό
λάθος
του. Τρέχει
ὁ
ἴδιος
πρός
αὐτόν
καί
τόν
ἀγκαλιάζει.
Κι ὁ
νεαρός
κάνει
τήν
ὁμολογία·
«δέν
εἶμαι
πιά
ἄξιος
νά
λέγομαι
παιδί
σου…». ῾Ο
Πατέρας
τόν
διακόπτει·
«μπορεῖ
νά
μήν
εἶσαι
ἄξιος
νά
λέγεσαι
παιδί
μου, ὡστόσο
εἶσαι
παιδί
μου καί
δέν
μπορεῖς
νά
γίνεις
ὑπάλληλος
στό
σπίτι
τοῦ
πατέρα
σου». ᾿Απαιτεῖ
ἀπό
αὐτόν,
ὅπως
καί
ὁ
Θεός
ἀπαιτεῖ
ἀπό
μᾶς
νά
γνωρίζουμε
καί
νά
ἀνεβαίνουμε
στό
ἐπίπεδο
τῆς
ἀνθρώπινης
μεγαλωσύνης
μας· τά
παιδιά
τοῦ
Ζωντανοῦ
Θεοῦ
καλοῦνται
νά
γίνονται
θείας
φύσεως
κοινωνοί,
υἱοί
καί
θυγατέρες
ἐν
Χριστῷ
καί
ἐν
Πνεύματι.
Νά λοιπόν
τί
μᾶς
λέει
ἡ
παραβολή·
νά
τί
πρέπει
νά
σκεφθοῦμε·
ποῦ
βρισκόμαστε
σέ
σχέση
μέ
τά
ἀρχικά
σκληρά,
φονικά
λόγια
τοῦ
νεώτερου
γιοῦ.
Συνειδητοποιοῦμε τήν
κατάστασή
μας; Πεινᾶμε ἀρκετά
ὥστε
νά
συνειδητοποιήσουμε ὅτι
πρέπει
νά
ἐπιστρέψουμε
στό
σπίτι
μας, σ’ ᾿Εκεῖνον
πού
Μόνος
μᾶς
ἀγαπᾶ
καί
ὁ
῾Οποῖος,
παρότι
μᾶς
βλέπει
πεσμένους,
ἐξακολουθεῖ
νά
ἀπαιτεῖ
ἀπό
μᾶς
τό
μεγαλεῖο
τῆς
υἱότητας…
῎Ας τά
σκεφθοῦμε.
Εἶναι
ἄλλο
ἕνα
βῆμα
πρός
τήν
ἡμέρα
κατά
τήν
ὁποία
-ἐν
μετανοίᾳ-
θά
ἔρθουμε
νά
κάνουμε
τήν
ἐξομολόγησή
μας, νά
δεχθοῦμε
τήν
ἄφεση.
Καί
ἄν
εἴμαστε
τίμιοι
μέ
τή
μετάνοιά
μας, ἀποφασισμένοι
νά
γυρίσουμε
σ’ Αὐτόν,
τότε
θά
εἴμαστε
στό
σπίτι
μας, ἕτοιμοι
νά
εἰσέλθουμε
στή
Μεγάλη
῾Εβδομάδα
μαζί
μέ
τόν
Υἱό,
μαζί
μέ
τόν
Πατέρα
πού
προσφέρει
τόν
Υἱό,
μαζί
μέ
τή
Μητέρα
τοῦ
Θεοῦ
πού
δέχεται
νά
σταυρώνεται
ὁ
Υἱός
Της διά
τήν
ἡμῶν
σωτηρίαν.
ΙΙ.
Εἶχα πολλές
φορές
τήν
εὐκαιρία
νά
κηρύξω
πάνω
στήν
Παραβολή
τοῦ
᾿Ασώτου
Υἱοῦ,
καθώς
καί
πάνω
στήν
ἱστορία
τοῦ
Τελώνου
καί
τοῦ
Φαρισαίου,
καί
κάθε
φορά
παρατηροῦσα
πόσο
εὔκολο
μοῦ
ἦταν
-ὄχι
ἀληθινά,
ὄχι
στήν
πραγματικότητα, στή
φαντασία
μου πάντα-
νά
ταυτίζομαι
μέ
τόν
ἁμαρτωλό
πού
βρῆκε
τόν
δρόμο
του πρός
τόν
Θεό,
μέ
τόν
Τελώνη,
πού
στεκόταν
συντετριμμένος στή
θύρα
τοῦ
Ναοῦ,
μήν
τολμώντας
οὔτε
νά
εἰσέλθει
στόν
ἱερό
χῶρο
τοῦ
Θεοῦ,
ἤ
μέ
τόν
ἄσωτο
υἱό,
πού
παρά
τά
σοβαρά
του ἁμαρτήματα,
τήν
ἀπίστευτη
ἀναισθησία,
τή
σκληρότητα,
βρῆκε
κι αὐτός
τόν
δρόμο
τοῦ
γυρισμοῦ.
Πόσο σπάνια,
ὅμως,
καί
ἐπιφανειακά
μέ
ἄγγιζε
ἡ
μοίρα
τοῦ
Φαρισαίου
ἤ
τοῦ
πρεσβύτερου
υἱοῦ,
μολονότι
ὁ
Θεός
δέν
καταδίκασε
κανέναν
ἀπ’
τούς
δύο.
«Λέγω
ὑμῖν»,
μᾶς
λέει
στήν
περικοπή,
«κατέβη
οὗτος
(ὁ
Τελώνης)
δεδικαιωμένος… ἤ
γάρ
ἐκεῖνος
(ὁ
Φαρισαῖος)».
Δέν
μᾶς
λέει
ὅτι
ὁ
Φαρισαῖος
ἔφυγε
χωρίς
νά
τόν
συνοδεύει
ἡ
ἀγάπη
τοῦ
Θεοῦ,
ὅτι
ὁ
Θεός
ξέχασε
τήν
πιστότητά
του, τήν
αἴσθηση
τῆς
φιλότιμης
ὑπακοῆς
του.
Καί σήμερα
πάλι,
ἐρχόμαστε
πρόσωπο
πρός
πρόσωπο
μέ
τόν
μεγαλύτερο
γιό.
Σέ
ὅλη
του τή
ζωή
εἶχε
ζήσει
μέ
τόν
πατέρα
του δίπλα
δίπλα.
Μοναδικό
μέλημά
του ἦταν
πάντα
τά
συμφέροντα
τοῦ
πατέρα
του· εἶχε
δουλέψει
σκληρά,
πιστά,
μέ
αὐταπάρνηση,
χωρίς
νά
νοιάζεται
γιά
τόν
κόπο,
χωρίς
νά
ἀπαιτεῖ
ἀνταπόδοση,
μόνο
καί
μόνο
γιατί
ἔνιωθε
ὅτι
αὐτό
ἦταν
τό
σωστό.
Πράγματι,
τοῦ
ἔλειπε
κάτι:
ἡ
ζεστασιά,
ἡ
τρυφερότητα,
ἡ
χαρά
πού
ζοῦσε
μέ
τόν
πατέρα
του. ῾Υπάρχει
ὅμως
κάτι
τόσο
ἐντυπωσιακό
σ’ αὐτόν,
κι αὐτό
εἶναι
ἡ
πιστότητά
του. Παρά
τό
γεγονός
ὅτι
ἡ
καρδιά
του δέν
ἦταν
φλογερή,
παρέμεινε
πιστός.
Παρά
τό
γεγονός
ὅτι
δέν
πῆρε
κάποια
ὁρατή
ἀνταμοιβή
ἤ
ἀναγνώριση,
παρέμεινε
πιστός,
μόχθησε,
ὅπως
εἶπε
ὁ
ἴδιος.
Πόσο σκληροί
εἴμαστε
μαζί
του ὅταν
δέν
τόν
θεωροῦμε
ἄξιο
κάποιας
συμπάθειας·
ἀλλά
καί
πόσο
λίγοι
ἀπό
μᾶς
μποροῦμε
νά
δείξουμε
τόση
πιστότητα,
τόσο
σταθερή
καί
τέλεια
ὑπακοή
στήν
κλήση
τοῦ
καθήκοντος
ὅσο
αὐτός,
ὅταν
δέν
συναντοῦμε
τήν
ἀναγνώριση,
δέν
ἀκοῦμε
ἕναν
ἐνθαρρυντικό
λόγο,
δέν
εἰσπράττουμε
οὔτε
τήν
ἐλάχιστη
ἀνταπόδοση.
Κι αὐτό
ἐπειδή,
ὅπως
συνέβη
καί
μέ
τή
στάση
τοῦ
πατέρα
πρός
τόν
πρεσβύτερο
γιό
του, αὐτοί
πού
μᾶς
περιβάλλουν,
αὐτοί
πού
ὑπηρετοῦμε,
γιά
τούς
ὁποίους
μοχθοῦμε
ἴσως,
αὐτοί
πού
τό
συμφέρον
τους τό
ἔχουμε
κάνει
κέντρο
τῆς
ζωῆς
μας, ἐνδεχομένως
τό
θεωροῦν
ὡς
δεδομένο.
«Δέν
εἶναι
φυσικό;»,
σκέπτονται·
«Γιός
μου δέν
εἶναι;»…
«Πατέρας
μου δέν
εἶναι;»…
«᾿Αδελφός
μου, γυναίκα μου, φίλος
μου; Αὐτό
καί
μόνο
δέν
συνεπάγεται
ὁλοκληρωτική,
ἀπεριόριστη
ἀφοσίωση
πού
εἶναι
καί
ἡ
ἀνταμοιβή
τους;»…
Πόσο ἄσπλαχνοι
εἴμαστε
συχνά
πρός
τούς
γύρω
μας ἀνθρώπους,
ὅταν
τούς
βάζουμε
στή
θέση
τοῦ
πρεσβύτερου
υἱοῦ,
πού
ἡ
προσφορά
του ποτέ
δέν
ἀναγνωρίστηκε
καί
πάντα
ἀνέμεναν
ἀπό
αὐτόν
νά
κάνει
τό
σωστό
ἀπτόητος
καί
μέ
τέλειο
τρόπο;
Πράγματι, ὁ
ἄσωτος
γιός
εἶχε
μιά
θέρμη,
εἶχε
ἔρθει
πίσω
συντετριμμένος, ἦταν
ἕτοιμος
νά
κάνει
καινούρια
ἀρχή,
ἐνῶ
ὁ
ἄλλος
μποροῦσε
μόνο
νά
προχωρεῖ,
νά
βαδίζει
μπροστά
μέ
τήν
ἀπορρέουσα
ἀπό
αὐτό
πιστότητα·
ἐκτός…
ἐκτός
κι ἐάν
ἔρθει
ἀντιμέτωπος
μέ
τή
συμπάθεια
τοῦ
πατέρα,
ἐκτός
ἄν
καταλάβει
τί
σημαίνει
ὅτι
ὁ
ἀδελφός
του ἦταν
ὄντως
νεκρός
καί
ἀνέστη,
ἦταν
ὄντως
χαμένος
καί
εὑρέθη.
῎Ας σκεφθοῦμε
λίγο
τόν
ἑαυτό
μας. ῞Ολοι
ἔχουμε
γύρω
μας κάποιον
πού
τόν
μεταχειριζόμαστε μέ
τήν
ἴδια
ψυχρότητα
τήν
ὁποία
ἐπιφυλάσσουμε
γιά
τόν
πρεσβύτερο
ἀδελφό·
ἀλλά
καί
ὅλοι
μας ἔχουμε
κάποιον
πού
τόν
βλέπουμε
ἀφ’
ὑψηλοῦ
καί
μέ
τραχύτητα,
ὅπως
ὁ
πρεσβύτερος
ἀδελφός
τόν
νεώτερο,
τόν
ὁποῖον
εἶχε
ξεγράψει,
δέν
τόν
θεωροῦσε
ἀδελφό…
Εἶχε
φανεῖ
ἀγνώμων
στόν
πατέρα
τους, ἦταν
ἀσυγχώρητος.
Καί
ὅμως,
νά
πού
ὁ
πατέρας,
τό
θύμα
τῆς
ἀπόρριψης
τοῦ
γιοῦ,
τῆς
ἐλαφρότητάς
του καί
τῆς
σκληράδας,
τόν
συγχωρεῖ
ὁλόψυχα
καί
τρυφερά.
῎Ας βροῦμε
τή
δική
μας θέση
σ’ αὐτή
τήν
ὄμορφη
καί
τραγική
παραβολή,
διότι
τότε
θά
μπορέσουμε
νά
βροῦμε
καί
τόν
δρόμο
μας ὡς
ὅμοιοι
μέ
τόν
πρεσβύτερο
ἀδελφό,
ἄν
καί
τόσο
λιγότερο
εὐσυνείδητοι,
τόσο
λιγότερο
τίμιοι,
τόσο
λιγότερο
ἀφοσιωμένοι
στά
συμφέροντα
τοῦ
πατέρα
μας, τῶν
φίλων
μας, τῶν
συγγενῶν
μας. ῎Η
ἴσως
μπορέσουμε
νά
βροῦμε
στήν
καρδιά
μας λίγη
συμπάθεια
γιά
τόν
νεώτερο
γιό
καί
νά
μάθουμε
ἀπ’
αὐτόν
πρῶτον
ὅτι
δέν
ὑπάρχει
καμιά
κατάσταση
ἀπό
τήν
ὁποία
νά
μήν
μπορεῖ
νά
μᾶς
βγάλει
ἡ
ἀληθινή
μετάνοια,
ἡ
ἔντιμη
μεταστροφή, καί
δεύτερον
ὅτι
ὑπάρχει
τουλάχιστον
ἕνας,
ὁ
Θεός
-καί
πιθανόν
κάποιο
ἀκόμη
πρόσωπο
ἤ
καί
περισσότερα-
πού
εἶναι
ἕτοιμος
νά
μᾶς
δεχθεῖ,
νά
ἐξαγοράσει
τό
χρέος
μας, νά
μᾶς
ἀποκαταστήσει
καί
νά
μᾶς
ἐπιτρέψει
νά
ξαναρχίσουμε
μία
καινούρια
ζωή.
Ἀπό το βιβλίο:
ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΚΡίΣΗΣ
ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ἐκδ. «Ἐν
πλῷ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου