Η παντορθόδοξη συνάντηση στην Ιορδανία έχει προγραμματιστεί
για τα τέλη Φεβρουαρίου του 2020. Φωτογραφία: ΕΟΔ
|
Ποιος στην Εκκλησία έχει το δικαίωμα να συγκαλεί Συνόδους; Απουσία του Φαναρίου θα επηρεάσει τη νομιμότητα των αποφάσεων της Πανορθόδοξης Διάσκεψης Προκαθημένων των Εκκλησιών στο Αμμάν;
Τώρα, όταν τα μηνύματα διαφόρων Εκκλησιών άρχισαν να εμφανίζονται ενεργά για να επιβεβαιώσουν την παρουσία τους στη συνάντηση Προκαθημένων των Τοπικών Εκκλησιών στην Ιορδανία, έγινε απολύτως σαφές: αυτό το γεγονός θα λάβει χώρα. Επιπλέον, μιλάνε κιόλας για συγκεκριμένες ημερομηνίες – 25 Φεβρουαρίου και/ή 26 Φεβρουαρίου 2020.
Όμως, καθώς προσεγγίζει, η διαίρεση στην Ορθοδοξία στο ελληνικό και το σλαβικό μέρος γίνεται όλο και πιο προφανής. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με ένα demarche που οργανώνεται από τους φαναριώτες, ο κύριος στόχος του οποίου είναι ο αγώνας για τα «δικαιώματα» και τα «πρωτεία» του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Ρητορική των ιεραρχών του Φαναρίου, αφιερωμένη σε αυτό το θέμα, είναι εκπληκτική, ακόμη και για τους ανθρώπους που είναι μακριά από την Εκκλησία. Φτάνει στο ότι κάποιοι επίσκοποι ισχυρίζονται ότι η «Παναγία είναι στο πλευρό του Πατριάρχη Βαρθολομαίο στον αγώνα με τη Ρωσική Εκκλησία».
Άρνηση της Αλβανικής Εκκλησίας είναι έκπληξη;
Απειλές, προσβολές, πολιτική πίεση και άλλες «μέθοδοι» επιρροής οδήγησαν στο ότι επί του παρόντος, όπως είναι γνωστό, εκτός από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόφιλο και της Αντιοχείας Ιωάννη, κανένας από τους ελληνόφωνους προκαθημένους των Εκκλησιών δεν θα συμμετάσχει στη συνάντηση. Ο τελευταίος που αρνήθηκε να έρθει στην Ιορδανία ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος. Κατά την άποψή του, «η πρωτοβουλία για τη θεραπευτική αγωγή της νέας πραγματικότητος ανήκει αναμφιβόλως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο». Γι’ 'αυτό, λέει ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, «πρότασις διά συνάντησιν εἰς Ἰορδανίαν, ὅπως πλέον εἶναι πρόδηλον, ἀντί νά συμβάλῃ εἰς τήν βελτίωσιν τῆς ἑνότητος θά περιπλέξῃ ἔτι πλεῖον τήν ἐπιβαλλομένην θεραπευτικήν ἀγωγήν. Διό δέν δυνάμεθα νά μετάσχωμεν εἰς τήν προτεινομένην συνάντησιν».
Ωστόσο, εντελώς πρόσφατα, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος υπογράμμιζε ότι το «Ουκρανικό ζήτημα» μπορεί να λυθεί μόνο από κοινού, στη Σύναξη Προκαθημένων.
Στην επιστολή του προς τον Πατριάρχη Κύριλλο ο Επίσκοπος Αναστάσιος υποσχέθηκε ότι θα κάνει ό, τι είναι δυνατόν για να αποτρέψει το σχίσμα στην Παγκόσμια Ορθοδοξία. Σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τέτοια εξέλιξη των γεγονότων θα ήταν ένα οδυνηρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη στην Ορθοδοξία, κάτι που πρέπει να αποφευχθεί με κάθε τρόπο. Ανεξάρτητα από το πόσο αδύνατο μπορεί να φανεί αυτό, πιστεύουμε ότι όλοι πρέπει να “κάνουμε τα πάντα“ για να επιστρέψουμε στις Συναντήσεις των Προκαθημένων και για το σχεδιασμό μιας νέας Μεγάλης Συνόδου. Γνωρίζουμε ότι ορισμένοι θα βρουν αυτές τις προτάσεις μη ρεαλιστικές και τελικά ανέφικτες. Και όμως είμαι πεπεισμένος ότι κανείς δεν μπορεί να είναι ρεαλιστής αν δεν πιστεύει σε θαύμα και ότι “τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν“» (Λουκάς 18, 18-27).
Επιπλέον, στον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Αλβανίας ανήκουν τα λόγια ότι «ο χρόνος δεν διορθώνει αυτόματα τα εκκλησιαστικά σχίσματα, δεν τα θεραπεύει, αλλά αντίθετα, τα εμβαθύνει» Ως εκ τούτου, «πρέπει επειγόντως να βρούμε τρόπους για να ξεπεραστεί η εκκλησιαστική ετερογένεια», κάτι που μπορεί να γίνει μόνο εφαρμόζοντας την «αρχή της συλλογικότητας» ως «μόνη που μπορεί να ανοίξει διέξοδο από την υπάρχουσα κρίση». Επιπλέον, είπε, «όσον αναβάλλεται η εφαρμογή της αρχής της συλλογικότητας στο Πανορθόδοξο επίπεδο, τόσο ο πολυμερής διαχωρισμός στον ορθόδοξο κόσμο θα γίνει πολύ ποιο επικίνδυνος».
Ωστόσο, παρά όλα αυτά τα σωστά λόγια, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αρνήθηκε να συμμετάσχει στην Πανορθόδοξη συνάντηση Προκαθημένων στο Αμμάν. Το κύριο επιχείρημα για την άρνηση αυτή είναι το γεγονός ότι συγκαλείται από τον Πατριάρχη Θεόφιλο της, και όχι Οικουμενικό. Επιπλέον, ο επικεφαλής της Αλβανικής Εκκλησίας εξέφρασε νωρίτερα την άποψη ότι το προνόμιο να συγκαλεί Συνόδους ανήκει αποκλειστικά στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Σε τι βασίζεται αυτή η εσφαλμένη άποψη που επαναλαμβάνεται όχι μόνο από αυτόν, αλλά από όλους που συμπαθούν του Φαναρίου;
Ψευδείς προϋποθέσεις
Το δόγμα περί αποκλειστικού δικαιώματος του Φαναρίου να συγκαλεί Πανορθόδοξες Συνόδους βασίζεται σε παρανόηση του Γ’ Κανόνα της Β’ Οικουμενική Συνόδου, ο οποίος ορίζει ότι «τὸν μέν τοι Κωνσταντινουπόλεως ἐπίσκοπον ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ῥώμης ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην».
Έτσι, η Σύνοδος αναγνώρισε στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως πρεσβεία της τιμής (prioris honoris partes), την οποία κανείς δεν έχει αμφισβητήσει ποτέ. Ταυτόχρονα, η εν λόγω πρεσβεία δεν δίνει με κανέναν τρόπο στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης ειδικά δικαιώματα όσον αφορά την εξουσία στην Εκκλησία, πρόκειται αποκλειστικά για τη θέση στο Δίπτυχο, όπου η Κωνσταντινούπολη, μετά την απόπτωση της Ρώμης, μετακινήθηκε από τη δεύτερη θέση στην πρώτη. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να πρωτοστατεί στις συνόδους (αλλά όχι τις διοικεί), να βάζει την υπογραφή του πριν από τους άλλους επισκόπους, να πρωτοστατεί σε λειτουργίες. Αυτό είναι όλο.
Σε ένα από τα έργα του ο επίσκοπος Γοστόμελ Τύχων γράφει: «Δίνοντας στον επίσκοπο της Κωνσταντινούπολης την πρεσβεία της τιμής, η Β’ Οικουμενική Σύνοδος επισημαίνει τη μοναδική βάση αυτής της πρεσβείας – «διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν νέαν Ῥώμην». Τέτοια καθαρά πολιτική δικαιολογία της συνοδικής απόφασης (που έχει τη φύση της παραχώρησης στην κρατική εξουσία) αποκλείει οτιδήποτε εκκλησιαστική βάση (παραδείγματος χάριν, αναφορά στην αποστολική προέλευση αυτής της έδρας, στα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα των επισκόπων της κλπ.)».
Επιπλέον, οι σύγχρονοι υποστηρικτές του προηγουμένως άγνωστου στην Εκκλησία αποκλειστικού δικαιώματος του Φαναρίου να συγκαλεί Συνόδους, βασίζονται και σε ορισμένα έγγραφα της Συνόδου της Κρήτης το 2016. Έτσι, στο κείμενο της «Επιστολής» προτείνεται «να καθιερωθεί η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος ως Ινστιτούτο που λειτουργεί τακτικά». Στην πρώτη παράγραφο της ίδιας «Επιστολής» δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι η Σύνοδος συγκλήθηκε από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Συνεπώς, καταλήγουν στο συμπέρασμα στο Φανάρι ότι μόνο ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης μπορεί να έχει πρωτοβουλία για τέτοιες συναντήσεις. Η λογική είναι περίεργη, δήθεν, αν ο επικεφαλής της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης συγκάλεσε τη Σύνοδο μία φορά, άραγε αυτό σημαίνει ότι μόνο ο αυτός έχει το δικαίωμα να συγκαλεί όλες τις μετέπειτα. Ωστόσο, τι πρέπει να γίνει αν οποιαδήποτε Τοπική Εκκλησία έχει αξιώσεις κατά του Οικουμενικού; Οι φαναριώτες δεν απαντούν σε αυτή την ερώτηση.
Ποιος από τους πατριάρχες ξεκινούσαν Οικουμενικές (Πανορθόδοξες) Συνόδους;
Γνωρίζουμε από την ιστορία της Εκκλησίας ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν έχουν ποτέ συγκληθεί από κανέναν από τους πατριάρχες. Η πρωτοβουλία παντορθόδοξης λύσης στα προβλήματα της εκκλησίας σχεδόν πάντα προερχόταν από αυτοκράτορες. Ταυτόχρονα, είναι γνωστές μερικές περιπτώσεις από την ιστορία όταν οι Σύνοδοι που διεκδικούσαν την Οικουμενική ιδιότητα συγκλήθηκαν από προκαθήμενους της εκκλησίας της Ιερουσαλήμ.
Ειδικότερα, ο Έλληνας θεολόγος Νικόλαος Μάννης αναφέρει τουλάχιστον τρία ιστορικά παραδείγματα που μαρτυρούν έντονα ότι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων έχει κάθε δικαίωμα να συγκαλέσει Συνόδους.
Έτσι, Την Κυριακή της Πεντηκοστής του 763, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόδωρος ο Α΄ (745-771) συγκάλεσε Σύνοδο στην οποία συμμετείχαν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κοσμάς (727-755) και ο Πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος (751-773), με τους υπ᾿ αυτούς Επισκόπους, και η οποία υπήρξε πανορθοδόξου χαρακτήρα, καταδικάσασα την Εικονομαχία. Το ότι ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνος ο Β΄, δεν συμμετείχε σε αυτήν - μιας και υπήρξε όργανο του φανατικού εικονομάχου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου και αναθεματίστηκε μετά θάνατον από την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο -, μήπως μειώνει τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της Συνόδου αυτής, της οποίας η Ομολογία Πίστεως κατά της Εικονομαχίας, αναγνώσθηκε και στα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής; Και βέβαια, όχι!
Τον Απρίλιο του 836, κατά την β΄ φάση της Εικονομαχίας, περίοδο κατά την οποία στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως βρίσκονταν κυρίως εικονομάχοι Πατριάρχες, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Βασίλειος (820-838) συγκρότησε «πολυπληθεστάτην ὑπὲρ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων, συμπαρισταμένων καὶ τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρεία Χριστοφόρου (817-841) καὶ Ἀντιοχείας Ἰὼβ (813-843) εἶδός τι πανδήμου συνεδρίου, συνηγοροῦντος ὑπὲρ τῆς ὀρθοδοξίας». «Συνῆλθον δὲ αὐτοῖς καὶ Ἐπίσκοποι ἑκατὸν ὀγδοήκοντα καὶ πέντε, Ἠγούμενοι ἑκατὸν ἑβδομήκοντα καὶ εἷς, καὶ Μοναχοὶ χίλιοι ἑκατὸν πεντήκοντα καὶ τρεῖς». Η Σύνοδος απέστειλε Επιστολή στον εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο, που έφερε στο φως ο ακάματος Ιωάννης Σακκελίων σε σχετική έκδοση, στην οποία εξαίρεται η σπουδαιότητα της Μεγάλης αυτής Συνόδου, με αδιαμφισβήτητο - όπως μπορεί να συμπεράνει εύκολα κανείς από τα παραπάνω - τον πανορθόδοξο χαρακτήρα της!
Το 1443, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωακείμ (1431-?) «συνεκάλεσεν ἐν Ἱερουσαλὴμ Σύνοδον, εἰς ἣν παρέστησαν οἱ Πατριάρχαι Ἀλεξανδρείας Φιλόθεος (1435-1459) καὶ Ἀντιοχείας Δωρόθεος (1435-1452) πρὸς δὲ τούτοις ὁ Μητροπολίτης Καισαρείας Ἀρσένιος». Η Σύνοδος, η οποία είχε ξεκάθαρα πανορθόδοξο χαρακτήρα, κατέκρινε την ψευδένωση της Ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, και συνάμα καταδίκασε σε αργία (και αφορισμό σε όσους αντισταθούν στις αποφάσεις της) τον λατινόφρονα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μητροφάνη τον Β΄ (1440-1443) μαζί με τα πρόσωπα που χειροτόνησε αυτός.
Όπως βλέπουμε, η ιστορία της Εκκλησίας μας λέει ότι εάν ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης πέσει στην αίρεση ή υπερβεί την εξουσία του στη διοίκηση της Εκκλησίας (που θα θέσει την Ορθοδοξία στο χείλος του σχίσματος), τότε οποιοσδήποτε άλλος προκαθήμενος της Τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορεί και πρέπει να συγκαλέσει Σύνοδο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με το πρόβλημα που δημιουργήθηκε. Επιπλέον, η περίπτωση του Πατριάρχη Μητροφάνη του Β΄, ο οποίος υποστήριξε την ένωση με τους Καθολικούς, δείχνει ότι η πρωτοβουλία Συνόδου μπορεί να ανήκει ακόμα και σε απλό επίσκοπο (Μητροπολίτης Αρσένιος της Καππαδοκίας). Επομένως, τα σημερινά λόγια του Προκαθημένου της Αλβανικής Εκκλησίας Αναστάσιου, ότι η φροντίδα για την ενότητα της Εκκλησίας ανήκει σε κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό, είναι ιδιαίτερα σημαντικά.
Πόσοι προκαθήμενοι χρειάζονται για τη Σύνοδο;
Μέχρι σήμερα τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Ρουμανίας, Σερβίας, Μόσχας, η Πολωνική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ορθόδοξη Εκκλησία των Τσεχικών Χωρών και της Σλοβακίας έχουν ήδη επιβεβαιώσει τη συμμετοχή τους στην Πανορθόδοξη Συνάντηση στο Αμμάν. Κρίνοντας από τις δηλώσεις του Πατριάρχη της Αντιοχείας Ιωάννη, κι αυτός θα έρθει στην Ιορδανία. Επιπλέον η ΕΟΔ διαθέτει πληροφορίες ότι επίσκοποι της Γεωργιανής Εκκλησίας θα είναι παρόντες στο Αμμάν.
Τα Πατριαρχεία Κωνσταντινούπολης και Αλεξάνδρειας, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Αλβανίας και της Ελλάδας αρνήθηκαν. Πιθανώς δεν θα είναι παρών στον Αμμάν κι ο προκαθήμενος της Κυπριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος.
Με άλλα λόγια, μπορούμε ήδη να πούμε με σιγουριά ότι τα λόγια του Αρχιεπίσκοπου Αλβανάις Αναστάσιου για το σχίσμα στην Ορθοδοξία αποδείχθηκαν προφητικά. Τον Νοέμβριο του 2019 έγραψε ότι η περαιτέρω καθυστέρηση της λύσης του «ουκρανικού προβλήματος» θα είχε ως αποτέλεσμα την εθνοφιλετική διάσπαση (στους Έλληνες, τους Σλάβους και εκείνους που θέλουν αρμονικές σχέσεις με όλους) που με τη σειρά του ακυρώνει τον πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας και την οικουμενική του φύση».
Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι οι περισσότερες ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες (εκτός από της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων) θα μποϋκοτάρουν τη Σύνοδο στο Αμμάν. Όμως θα επηρεάσει η απουσία τους τη νομιμότητα των αποφάσεων αυτής της Συνόδου;
Και πάλι η ιστορία της Εκκλησίας μας λέει ότι ο αριθμός των συμμετεχόντων ση Σύνοδος δεν δίνει στις αποφάσεις της αυτόματη νομιμότητα. Για παράδειγμα, στη Σύνοδο του 1443, το οποίο καταδίκασε τον ουνιτισμό, από όλους τους προκαθήμενους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών συμμετείχαν μόνο τρεις. Είναι όμως δυνατό να πούμε ότι, γι’ αυτό το λόγο, οι αποφάσεις της Συνόδου ήταν λιγότερο νόμιμες από τις αποφάσεις, για παράδειγμα, της Α’ Οικουμενικής Συνόδου; Φυσικά και όχι.
Ομοίως, η απουσία κάποιου απ’ αυτούς δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των αποφάσεων που έχουν ληφθεί. Για παράδειγμα, στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο δεν υπήρχαν εκπρόσωποι του Πάπα. Ο Πάπας Βιργίλιος αρνήθηκε να συμμετάσχει στη Ε’ Σύνοδο, ενώ στην Στ’ και Ζ’ δεν έχουν παραστεί όλοι οι Πατριάρχες Ανατολής. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτών των συνόδων υιοθετήθηκαν από όλη την Εκκλησία και δεν αμφισβητήθηκαν ποτέ.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και η Κεφαλή της είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ο στόχος της Συνόδου είναι να βρει μια τέτοια λύση που να εκφράζει όχι την άποψη της πλειοψηφίας, αλλά της Αλήθειας που δόθηκε από τον Χριστό. Ως εκ τούτου, μπορεί να υποστηριχθεί ότι στις Ορθόδοξες Συνόδους το βασικότερο δεν είναι ο μέγιστος αριθμός των συμμετεχόντων. Οποιοδήποτε πρόβλημα επιλύεται εδώ όχι με πλειοψηφία των ψήφων, αλλά με το Άγιο Πνεύμα. Επομένως, ακόμη και ένα άτομο, αν είναι με τον Χριστό, μπορεί να έχει δίκαιο, όπως συνέβη με τον Μάρκο της Εφέσου, τον μοναδικό επίσκοπο της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης που δεν δέχτηκε την Ένωση της Φλωρεντίας το 1439.
Οπότε ας προσευχηθούμε οι αποφάσεις της Συνόδου στο Αμμάν της Ιορδανίας να υιοθετηθούν από επισκόπους συλλογικά και να τους οδηγεί το Άγιο Πνεύμα και η Κεφαλή της Εκκλησίας ο Χριστός.
Ο κ. Μάννης δεν είναι Θεολόγος, είναι εκπαιδευτικό. Ανήκει δέ στην αντίχριστη πλάνη του Παλαιοημερολογιτισμου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ κύριος Μάνης απ’ όσο γνωρίζω είναι πράγματι εκπαιδευτικός. Δεν συνηθίζω να διορθώνω ξένα άρθρα, για να μην φανεί σαν παραποίηση. Τον κ. Μάνη τον γνωρίζω διαδικτυακά, παρακολουθώ το Blog του και τον εκτιμώ για το ύφος και το ήθος που εκφράζεται και επιπλέον ότι γράφει το γράφει επώνυμα.
Διαγραφή