Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Ερμηνεία του "Κύριε Ελέησον" - ( Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός)

 


Ερμηνεία του "Κύριε Ελέησον" Συνοπτικά σχόλια: Και αυτό το μικρό κείμενο, που πραγματεύεται με χαριτωμένη απλότητα για την μονολόγιστη ευχή, παραδίδεται από τους συλλέκτες των πατερικών κειμένων της Φιλοκαλίας ανωνύμως και μέσα από τις προθέσεις τους να γνωσθεί και να καλλιεργείται από τον λαόν του Θεού η γλυκύτατη νοερά προσευχή. Για να θεμελιώσει δε την αναγκαιότητα της εκζητήσεως του θείου ελέους, ο συντάκτης του μικρού αυτού δοκιμίου ανατρέχει στην εποχή των Αποστόλων, που παρέδωσαν την ευχή, συμφώνως και προς άλλους διδασκάλους της νοεράς προσευχής. Παρ' ότι περιέχει απόψεις κοινές πλέον, γύρω από την ευχή του Ιησού, όμως, στην απλότητα του, οικοδομεί, πείθει, κατανύσσει με την ιδιαίτερη χάρη του, οπότε και με αυτό επιτυγχάνεται ο σκοπός των εκδοτών της Φιλοκαλίας, ώστε να δικαιούται να ενσωματωθεί σ' αυτή. Κείμενο: Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και συντομότερα «Κύριε ελέησον», από τον καιρό των Αποστόλων χαρίστηκε στους Χριστιανούς και ορίστηκε να το λένε ακατάπαυστα, όπως και το λένε. Τι σημαίνει όμως τούτο το «Κύριε ελέησον», είναι πολύ λίγοι σήμερα που το ξέρουν, κι έτσι φωνάζουν καθημερινά ανωφελώς, αλλοίμονο, και ματαίως το «Κύριε ελέησον», και το έλεος του Κυρίου δεν το λαβαίνουν γιατί δεν ξέρουν τι ζητούν. Γι' αυτό πρέπει να ξέρομε πως ο Υιός και Λόγος του Θεού, αφότου σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος και υπέμεινε τόσα πάθη και σταυρώθηκε και χύνοντας το πανάγιο αίμα Του εξαγόρασε τον άνθρωπο από τα χέρια του διαβόλου, από τότε έγινε Κύριος και εξουσιαστής της ανθρώπινης φύσεως. Και προτού βέβαια σαρκωθεί ήταν Κύριος όλων των κτισμάτων, ορατών και αοράτων, ως δημιουργός και ποιητής τους, όμως των ανθρώπων και των δαιμόνων που δε θέλησαν από μόνοι τους να τον έχουν Κύριο και εξουσιαστή τους, δεν ήταν και Αυτός Κύριος τους, ο Κύριος όλου του κόσμου. Ο πανάγαθος Θεός δηλαδή, και τους Αγγέλους και τους ανθρώπους τους έκανε αυτεξούσιους και τους χάρισε το λογικό, να έχουν γνώση και διάκριση· γι' αυτό, ως δίκαιος που είναι και αληθινός, δε θέλησε να τους αφαιρέσει το αυτεξούσιο και να τους εξουσιάζει με τη βία και χωρίς τη θέλησή τους. Αλλά εκείνους που θέλουν να είναι κάτω από την εξουσία και διακυβέρνησή Του, εκείνους ο Θεός και τους εξουσιάζει και τους κυβερνά· εκείνους πάλι που δε θέλουν, τους αφήνει να κάνουν το θέλημα τους, ως αυτεξούσιοι που είναι. Για τούτο και τον Αδάμ που πλανήθηκε από τον αποστάτη διάβολο κι έγινε κι αυτός αποστάτης του Θεού και δε θέλησε να υπακούσει στην εντολή Του, τον άφησε ο Θεός στο αυτεξούσιό του και δε θέλησε να τον εξουσιάζει τυραννικά. Αλλά ο φθονερός διάβολος που τον πλάνησε εξαρχής, δεν έπαψε κι έπειτα να τον πλανά, ώσπου τον έκανε παρόμοιο στην αλογία με τα κτήνη τα ανόητα και ζούσε πλέον σαν ζώο άλογο και ανόητο. Μα ο πολυέλεος Θεός τον σπλαχνίστηκε τελικά κι έτσι χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη(Ψαλμ. 17, 10) κι έγινε άνθρωπος για τον άνθρωπο· και με το πανάχραντο αίμα Του τον λύτρωσε από τη δουλεία της αμαρτίας και δια μέσου του ιερού Ευαγγελίου τον οδήγησε πως να ζει θεάρεστα. Και, κατά τον Θεολόγο Ιωάννη, μας έδωσε εξουσία να γίνομε τέκνα Θεού(Ιω. 1, 12) και με το θείο βάπτισμα μας αναγέννησε και μας ανέπλασε και με τα άχραντά Του μυστήρια τρέφει καθημερινά την ψυχή μας και τη ζωογονεί. Και μ' ένα λόγο, με την άκρα Του σοφία βρήκε τον τρόπο να μένει πάντοτε αχώριστος μ' εμάς κι εμείς με Αυτόν, για να μην έχει πλέον καθόλου τόπο σ' εμάς ο διάβολος. Ορισμένοι όμως από τους Χριστιανούς, ύστερα από τόσες χάριτες που αξιώθηκαν και υστέρα από τόσες ευεργεσίες που έλαβαν από τον Δεσπότη Χριστό, πλανήθηκαν πάλι από το διάβολο και εξαιτίας του κόσμου και της σάρκας ξεμάκρυναν από το Θεό και κατακυριεύονται από την αμαρτία και από το διάβολο κάνοντας τα θελήματά του. Όμως δεν είναι τελείως αναίσθητοι ώστε να μην αισθάνονται το κακό που έπαθαν. Καταλαβαίνουν το σφάλμα τους και γνωρίζουν την υποδούλωσή τους, αλλά δεν μπορούν αυτοί μόνοι τους να γλυτώσουν και γι' αυτό προστρέχουν στο Θεό και φωνάζουν το «Κύριε ελέησον» για να τους ευσπλαχνιστεί ο πολυέλεος Κύριος και να τους ελεήσει, να τους δεχτεί σαν τον άσωτο υιό(Λουκ. 15, 20) και να τους δώσει πάλι τη θεία χάρη Του και μέσω αυτής να γλυτώσουν από τη δουλεία της αμαρτίας, ν' απομακρυνθούν από τους δαίμονες και να λάβουν πάλι την ελευθερία τους, για να μπορέσουν με τον τρόπο αυτό να ζήσουν θεάρεστα και να φυλάξουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί λοιπόν οι Χριστιανοί που, όπως είπαμε, με τέτοιο σκοπό φωνάζουν το «Κύριε ελέησον», αυτοί θα επιτύχουν εξάπαντος και το έλεος του πανάγαθου Θεού και θα λάβουν τη χάρη Του να ελευθερωθούν από τη δουλεία της αμαρτίας και να σωθούν. Εκείνοι όμως που δεν έχουν είδηση από αυτά που είπαμε, μήτε γνωρίζουν τη συμφορά τους που είναι καταδουλωμένοι στα θελήματα της σάρκας και στα κοσμικά πράγματα, μήτε έχουν ευκαιρία να συλλογιστούν την υποδούλωση τους, αλλά χωρίς τέτοιο σκοπό φωνάζουν μόνο το «Κύριε ελέησον», περισσότερο από συνήθεια, αυτοί πως είναι δυνατό να λάβουν το έλεος του Θεού; Και μάλιστα τέτοιο θαυμάσιο και άπειρο έλεος; Γιατί είναι καλύτερα να μη λάβουν το έλεος του Θεού, παρά να το λάβουν και πάλι να το χάσουν, επειδή τότε είναι διπλό το φταίξιμο τους. Άλλωστε, αν κανείς δώσει κανένα πετράδι πολύτιμο στα χέρια μικρού παιδιού ή κανενός αγροίκου άνθρωπου που να μην ξέρει τι αξίζει, και αυτοί το πάρουν στα χέρια τους και το χάσουν, είναι φανερό πως δεν το έχασαν εκείνοι αλλά αυτός που τους το έδωσε. Και για να καταλάβεις καλύτερα τα λεγόμενα, συλλογίσου πως στον κόσμο τούτο εκείνος που είναι άπορος και φτωχός και θέλει να πάρει ελεημοσύνη από κάποιο πλούσιο, πηγαίνει και του λέει «ελέησον με», δηλαδή «λυπήσου με για τη φτώχεια μου και δος μου τα αναγκαία». Και πάλι, εκείνος που έχει χρέος και θέλει να του το χαρίσει ο δανειστής του, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «λυπήσου με για την ανέχειά μου και χάρισέ μου αυτό που σου χρωστώ». Όμοια και ο φταίχτης, θέλοντας να τον συγχωρήσει εκείνος στον οποίο έφταιξε, πηγαίνει και του λέει «ελέησόν με», δηλαδή «συγχώρεσέ με για ό,τι σου έκανα». Από την άλλη μεριά, ο αμαρτωλός φωνάζει στο Θεό το «Κύριε ελέησον» και δεν ξέρει μήτε τι λέει, μήτε γιατί το λέει, αλλά μήτε τι είναι το έλεος του Θεού που τον παρακαλεί να του το δώσει, μήτε σε τι τον συμφέρει το έλεος που ζητά, και μόνο από συνήθεια φωνάζει «Κύριε ελέησον», χωρίς να ξέρει τίποτε. Πως λοιπόν να του δώσει ο Θεός το έλεός Του, αφού αυτός, καθώς δεν το ξέρει, το καταφρονεί και πάλι το χάνει σύντομα και αμαρτάνει περισσότερο; Το έλεος του Θεού δεν είναι άλλο, παρά η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, την οποία πρέπει να ζητούμε από το Θεό εμείς οι αμαρτωλοί και να φωνάζομε ακατάπαυστα το «Κύριε ελέησον», δηλαδή «λυπήσου με, Κύριε μου, τον αμαρτωλό, στην ελεεινή κατάσταση που βρίσκομαι, και δέξου με πάλι στη χάρη Σου· δος μου πνεύμα δυνάμεως, για να με δυναμώσει ν' αντισταθώ στους πειρασμούς του διαβόλου και στην κακή συνήθεια της αμαρτίας· δος μου πνεύμα σωφρονισμού, για να σωφρονιστώ, να έρθω σε αίσθηση του εαυτού μου και να διορθωθώ· δος μου πνεύμα φόβου, για να σε φοβούμαι και να φυλάγω τις εντολές Σου· δος μου πνεύμα αγάπης για να σε αγαπώ και να μην απομακρύνομαι πλέον από κοντά Σου· δος μου πνεύμα ειρήνης, για να φυλάγει την ψυχή μου ειρηνική και να συγκεντρώνω όλους μου τους λογισμούς και να είμαι ήσυχος και ατάραχος· δος μου πνεύμα καθαρότητας, για να με φυλάγει καθαρό από κάθε μολυσμό· δος μου πνεύμα πραότητας, για να είμαι ήμερος στους αδελφούς μου Χριστιανούς και να απέχω από το θυμό· δος μου πνεύμα ταπεινοφροσύνης, για να μη φαντάζομαι τα υψηλά και υπερηφανεύομαι». Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει την ανάγκη που έχει από όλα αυτά και τα ζητά από τον πολυέλεο Θεό, φωνάζοντας το «Κύριε ελέησον», αυτός βεβαιότατα θα λάβει εκείνο που ζητά και θα επιτύχει το έλεος και τη θεία χάρη του Κυρίου. Όποιος όμως δεν ξέρει τίποτε από αυτά που είπαμε, αλλά από συνήθεια μόνο φωνάζει το «Κύριε ελέησον», αυτός δεν είναι δυνατό να λάβει ποτέ το έλεος του Θεού· γιατί και πρωτύτερα έλαβε πολλές χάριτες από το Θεό μα δεν τις αναγνώρισε, μήτε ευχαρίστησε το Θεό που του τις έδωσε. Αυτός έλαβε το έλεος του Θεού όταν πλάστηκε κι έγινε άνθρωπος· έλαβε το έλεος του Θεού όταν αναπλάστηκε με το άγιο βάπτισμα κι έγινε ορθόδοξος Χριστιανός· έλαβε το έλεος του Θεού όταν γλύτωσε από τόσους κινδύνους ψυχικούς και σωματικούς που δοκίμασε στη ζωή του· έλαβε το έλεος του Θεού τόσες φορές που αξιώθηκε να κοινωνήσει τα άχραντα μυστήρια· έλαβε το έλεος του Θεού όσες φορές αμάρτησε στο Θεό και τον πίκρανε με τις αμαρτίες του και δεν εξολοθρεύτηκε, μήτε τιμωρήθηκε παιδαγωγικά όπως του έπρεπε· έλαβε το έλεος του Θεού όταν με διάφορους τρόπους ευεργετήθηκε από το Θεό και δεν το αναγνώρισε, αλλά όλα τα λησμόνησε και δε φρόντισε καθόλου για τη σωτηρία του. Αυτός λοιπόν ο Χριστιανός πως να λάβει το έλεος του Θεού χωρίς να το αισθάνεται και χωρίς να γνωρίζει πως δέχεται τέτοια χάρη από το Θεό, καθώς είπαμε, μήτε να ξέρει τι λέει, αλλά να φωνάζει μόνο το «Κύριε ελέησον» χωρίς κανένα στόχο και σκοπό, εκτός από μόνη τη συνήθεια; 

  Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός

ΠΗΓΗ: religious.gr


Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΟΥΛΟΣ, ΜΙΣΘΩΤΟΣ Ή ΥΙΟΣ;

 

1977. +π. Αρτέμιος, π. Ακάκιος, +π. Καλλίνικος στην Καψάλα του Αγ. Όρους 

«…Είδα τρεις μοναχούς που εξυβρίσθηκαν συγχρόνως. Ο πρώτος απ’ αυτούς δαγκώθηκε και ταράχθηκε, αλλά δεν μίλησε. Ο δεύτερος χάρηκε για τον εαυτό του, αλλά λυπήθηκε για τον υβριστή. Και ο τρίτος αφού αναλογίστηκε την ψυχική βλάβη του υβριστή έχυσε θερμά δάκρυα. Έτσι έχεις μπροστά σου τον εργάτη του φόβου, τον μισθωτό και τον εργάτη της αγάπης» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 29).

Ένα το γεγονός, τρεις οι αντιδράσεις. Εξωτερικά, η πρόκληση είναι η ίδια: η εξύβριση. Εσωτερικά, τρεις άνθρωποι αντιδρούν διαφορετικά στη ίδια πρόκληση. Δεν το λέει ο άγιος για να μας πει πόσο πλανεμένη μπορεί να είναι η όποια κρίση μας τις περισσότερες φορές, αφού μας διαφεύγει το βάθος, δηλαδή η αλήθεια. Εδώ τον ενδιαφέρει να τονίσει τη διαβάθμιση που υπάρχει στην αγιότητα: υπάρχει άγιος και υπάρχει αγιότερος αυτού. Και πάει… λέγοντας. Τρεις είναι οι συνηθέστερες διαβαθμίσεις: η πρώτη του δούλου, που γνώρισμα έχει τον φόβο - μένω στο θέλημα του Θεού, γιατί φοβάμαι μην τιμωρηθώ. Η δεύτερη του μισθωτού, που γνώρισμα έχει την ελπίδα της ανταπόδοσης - είμαι υπάκουος στον Θεό, γιατί περιμένω να με ανταμείψει με τα δώρα της Βασιλείας Του. Κι η τρίτη του υιού, που γνώρισμα έχει την αγάπη - τηρώ το θέλημα του Θεού, γιατί Τον αγαπώ. Και μαζί Του αγαπώ και την εικόνα Του τον άνθρωπο και κάθε περαιτέρω κτίσμα Του.

Οραματιζόμαστε το τρίτο σκαλοπάτι; Καλά κάνουμε, γιατί είναι το πραγματικά κανονικό: σ’ αυτό αναπαύεται πλήρως ο Θεός. Μα, το τονίζει πολλές φορές ο άγιος: κανείς δεν φτάνει στο τρίτο, αν δεν περάσει πρώτα από τα άλλα. Κανείς δεν πάει διαμιάς στην τελειότητα. Σιγά σιγά κτίζεται το πνευματικό οικοδόμημα της ψυχής. Λοιπόν, ας αγωνιζόμαστε για το πρώτο: να είμαστε  σωστοί δούλοι Θεού, κι από κει και πέρα θα δούμε το ανέβασμά μας κατά ένα μυστικό και ανεπίγνωστο τρόπο. Με τρόπο που δεν το καταλαβαίνουμε, θα παίρνουμε τον φωτισμό του μισθωτού. Κι επιμένοντας και υπομένοντας, θα μας  δίνονται στιγμές υιοθεσίας, μέχρις ότου παγιωθούμε σ’ αυτήν.

Η καθημερινότητα όμως «προδίδει» την αλήθεια της χριστιανικότητάς μας: μας αμφισβητούν και νευριάζουμε· λίγο μας ελέγχουν και θέλουμε να χαθούν οι ελεγκτές μας από προσώπου γης· μας υβρίζουν και σπεύδουμε να ανταποδώσουμε, πολλές φορές και τρισχειρότερα˙ μας αδικούν και κινούμε γη και ουρανό ή περιπίπτουμε σε μαύρη κατάθλιψη. Μάλλον πρέπει να μετράμε με αρνητικούς βαθμούς την «αγιότητά» μας. Είμαστε… κάτω από τη βάση!  Οπότε τα υψηλά για εμάς, που μάλλον τα βλέπουμε με το… «κιάλι», είναι το… πρώτο σκαλοπάτι. Πρέπει να προσγειωθούμε!  Δεν είμαστε ακόμη ούτε… δούλοι! Η μετάνοια και το πένθος είναι κι απ’ αυτήν την άποψη μονόδρομός μας…

ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ερμηνεία στις καταβασίες τῆς υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

 


᾿Ωδ α. Ηχος πλ. δ

«Σταυρν χαρξας Μωσς, π᾿ εθεας ῥάβδ, τν ᾿Ερυθρν διτεμε, τ ᾿Ισραλ πεζεσαντι· τν δ πιστρεπτικς, Φαρα τος ρμασι, κροτσας νωσεν· π᾿ ερους διαγρψας, τ ἀήττητον πλον· δι Χριστ σωμεν, τ Θε μν· τι δεδξασται».

Ο Μωυσς, φο χραξε σ εθεα γραμμ στ νερ μ τ ρβδο του τ σημεο το σταυρο, χρισε στ δο τν ᾿Ερυθρ θλασσα, γι ν περσει πεζ ᾿Ισραηλιτικς λας. Τν δια δ θλασσα), ταν γρισαν μ ρματα το Φαρα καταδικοντας τ λα, φο τν χτπησε πλαγως, τν νωσε πλι (γι ν πνξει τος δικτες), φο σχημτισε στ πλτος τς θλασσας τ ἀήττητο πλο το σταυρο. Γιαυτ ς νυμνομε τ Θε μας, γιατ μ ,τι κανε δοξσθηκε δναμ του.

Η πθεση τς δς ναφρεται στ θαυμαστ δισωση τν Εβραων π τ διωκτικ μνος κα τν κακτητα το Φαρα, γεμνα τν Αγυπτων. Τ γεγοντα εναι γνωστ. Ο Εβραοι στενζουν κτω π τν παχθ ζυγ τν Αγυπτων. Μ τν παρμβαση το Μωυσ, Φαρα, μ ντχοντας τ θαυμαστ σημεα κα τς φοβερς πληγς πο πφερε Θες δι μσου το πεσταλμνου πηρτη του, φησε λεθερο τν ᾿Ισραλ ν γυρσει πσω στ χρα τν πατρων του. ᾿Αφο μως ναχρησε λας, μιαιφνος ρχοντας μετνιωσε. Θλησε ν γυρσει πσω τος λευθερωθντας σκλβους.

Εστειλε, λοιπν, τος ρματηλτες του γι ν κπληρσουν τν προσταγ του. Ο λας εχε δη φθσει μπροστ στν ᾿Ερυθρ θλασσα. Πς μως θ μποροσε ν διαπλεσει τ γρ στοιχεο, μ διαθτοντας μσα πλωτ; Στν μηχανα του ατ προστθηκε κα φβος, γιατ εδε ξαφνικ τ πλθος τν ρμτων τν Αγυπτων ν τος καταδικει κα ν πειλε τν μλις ποκτηθεσα λευθερα τους κα τ ζω τους. Η θση τους ταν πελπιστικ. Παρλυσαν π φβο καρδι κα τ γνατ τους. Αρχισαν ν φωνζουν κα ν κλανε. Ττε παρενβη λευθερωτς. Μ πδειξη το Θεο Μωυσς, πο γετο το λαο, χραξε μ τ ρβδο του σταυροειδς τ θλασσα, ποα χωρστηκε στ δο, τ νερ ρθθηκαν νθεν κα νθεν, κα φησαν ν φανε πυθμνας τς θλασσας σν χρσα γ. Ττε ρμησε λας κα διδευσε πεζ τ ναφανν χρισμα.

Τ διο κανε κα τ στρτευμα το Φαρα. Ο στρατιτες ρμησαν κα ατο μ τ ρματ τους στ χρισμα τς θλασσας, καταδικοντας τν μαχο λα. Οταν μως εχαν περσει ο Εβραοι στν ντπερα χθη κα νσω ο δικτες διτρεχαν κμη μ ρμ τ θαλσσιο βυθ, Μωυσς χτπησε κα πλι σταυροειδς τ θαλσσια νερ, τ ποα νθηκαν γι ν πνξουν πανστρατι ππους κα ναβτες.

Η σκην ταν πργματι φριχτ κα μεγαλειδης. ᾿Απ τ μι βλεπες ναν νθρωπο θηριδη κα πωρωμνο, ποος, ν κα εχε ναγνωρσει τν νωτερτητα το Θεο τν Εβραων, πεισθες π τ γεγοντα πο ξετυλχθηκαν μπροστ του, ν τοτοις, σκοτισμνος π τ πθος τς λαζονεας κα πνιγμενος π τ μσος κατ το λαο πο τσα χρνια βασνιζε, τ βαλε πλι μ τν ληθιν Θε! Θλησε ν ναμετρηθε μαζ του, πιστεοντας στ ρματα κα τν πολεμικ του μηχαν.

Μ τν τρπο ατν Φαρα χαρκτηκε στν στορα ς τ κλασικτερο παρδειγμα κουφτητος κα λαζονεας, μοχθηρας κα κακτητος, πωρσεως πνευματικς κα σχατης θικς ξαθλισεως!

Κα π τν λλη βλεπες να λα δειλ κα δναμο, πο τρεμε μπροστ στ μιαιφνο πειλ το στυγερο ρχοντα, να λα πο συγκλονιζταν κυριολεκτικ μπροστ στ διαγραφμενη πειλ. Εβλεπες πσης κα ναν ξιο πηρτη, ποος στεκταν σν βρχος στν ποστολ πο λαβε π τ Θε, ναν ξιο γτη νς λαο νσχυρου κα φοβισμνου. Κα τλος βλεπες να Θε παντοδναμο, ποος πταξε μελικτα τ σκληρτητα το νητου γεμνα.

Εβλεπες θαματα πολλ. Μι θλασσα ν χωρζεται, να βυθ ν διαφανεται, να λα ν πεζοπορε, βλποντας κατρωθεν τ κματα ν ψνονται σν τεχη στερε, να στρτευμα ν δεει πνωτισμνο τ γρ στοιχεο κα ν καταποντζεται στ᾿ γριεμνα κματα τς θλασσας! Γι᾿ ατ κι λας μετ τ δισωσ του δξασε μ χορος κα τμπανα κα σματα τ Θε τν πατρων του γι τ θαυμαστ του δισωση κα τ πειρα μεγαλεα Του.

Η δισωση μως ατ χει κα τυπολογικ σημασα. Η χραξη τς θλασσας μ τ σημεο το σταυρο, τ χρισμα τν δτων, διλευση το λαο κα πνιγμς τν Αγυπτων, προτπωναν τν Τμιο Σταυρ, στν ποον πθανε Σωτρας το κσμου, τ πλο τ κραται κα τ ἀήττητο. Μ τ σταυρικ του θνατο Κριος δμασε τ θλασσα τς μαρτας, στρωσε δρμο στρεο κα σφαλ γι ν περσει νθρωπος π τ χρα τς δουλεας τς μαρτας στ γ τς πουρνιας θεας Βασιλεας, δημιουργντας τ Πσχα τς ζως κα πνγοντας στ νερ τς θεας του δυνμεως τ στφη τν εδεχθν δαιμνων, τν χθρν το Θεο.

Παρλληλα δισωση κφρζει τυπολογικ κα τ θαμα τς Παρθνου. Οπως δηλαδ τ νερ διαχωρστηκαν προσωριν γι ν περσει λας το ᾿Ισραλ κα μετ τ διλευση νθηκαν κα πλι, τσι κα πναγνη μτρα τς Παρθνου, πλη κλειστ π τν ποα καννας δν πρασε ποτ, νοιξε προσωριν γι ν περσει δι᾿ ατς κα ν λθει στν κσμο Υἱός το Θεο, γι ν κλεσει κα πλι κα ν μενει διδευτη μετ τ γννηση το ᾿Εμμανουλ. ᾿Εκφρζεται μ λλα λγια φθορος τκος τς Πανγνου.

Η δ ατ εναι πραγματικ μεγαλειδης. Θ τ συναντσουμε κα σ πολλς λλες δς τν Καταβασιν, λλ κα σ λκληρη τν Υμνολογα τς ᾿Εκκλησας μας, ς τ μεγλο θαμα το Θεο, δκαιη πντησ του στν κακτητα τς στορας τν νθρπων κα τν ταμ πρκληση τν δυνμεων το σκτους κα τς μαρτας.

᾿Ωδ γ.

«Ρβδος ες τπον το Μυστηρου παραλαμβνεται· τ βλαστ γρ προκρνει τν ερα· τ στειρευοση δ πρην, ᾿Εκκλησίᾳ νν, ξνθησε, ξλον Σταυρο, ες κρτος κα στερωμα».

Η ρβδος (το ᾿Ααρν βλαστσασα) χρησιμεει σν προτπωση το μυστηρου (το σταυρο κα τς ᾿Εκκλησας)· διτι μ τ βλαστ πο βγαλε, κρνει ποις θ ριστε ερας. Τρα (στ να οκονομα το Θεο) στν πρην ᾿Εκκλησα (τς Παλαις Διαθκης) πο ταν στερα, βλστησε τ ξλο το Σταυρο, πο τν κανε στρεη κα δυνατ.

Μετ τν πελευθρωση το λαο, τν περιπλνησ του στν ρημο κα τν γκατστασ του στ γ τν πατρων του, δημιουργθηκε ζτημα π ποι πατρι κ τν δδεκα κα π ποιν οκο θ λαμβανταν τ ερατεο το λαο. Μ πδειξη το Θεο πρθηκαν δδεκα ρβδοι ξηρς, μι π κθε οκο πατρις, ο ποες τοποθετθηκαν στν Κιβωτ τς Διαθκης στ Σκην το Μαρτυρου. Οποια ρβδος θ βγαζε βλαστ, ταν σημεο τι π τν ντστοιχη πατρι της πρεπε, κατ τ θλημα το Θεο, ν λαμβνεται τ ερατεο. Βλστησε δ ρβδος πο νκε στν πατρι το Λευ, π τς ποας ταν γραμμνο τ νομα το ᾿Ααρν.

Ο,τι συνβη ττε προτυπνει τ μυστριο το τιμου Σταυρο κα τς χριστιανικς ᾿Εκκλησας. Η παλαι ᾿Εκκλησα ( Συναγωγ) ταν στερα κα γονη. ᾿Ανκε στν πρτη οκονομα το Θεο. ᾿Απ᾿ ατν λειπαν τ αμα το Χριστο, πλρης νργεια το παναγου Πνεματος, τ πλρωμα τς λυτρωτικς του χριτος. Ηταν γηρασμνη κα δναμη.

Μ τ λυτρωτικ μως πθος το Χριστο πο γινε πνω στ σταυρ, τν ποο προτπωνε παλαι κενη ρβδος πο ξνθησε, βλστησε να ζω το Θεο, τ σφργος τς νας λυτρωτικς οκονομας, γρφτηκε Να Διαθκη στ αμα το Υο το Θεο κα παλαι ᾿Εκκλησα ναζωογονθηκε στ να ᾿Εκκλησα, «ν περιεποισατο Κριος δι το δου αματος». Μ τν τμιο Σταυρ κραταιθηκε τ μυστριο το Θεο, στερεθηκε ᾿Εκκλησα του στν κσμο κα δοξστηκε τ γιο Ονομ του στ πρατα τς γς.

᾿Ωδ ε

«Ω τρισμακριστον Ξλον! ν τθη Χριστς, Βασιλες κα Κριος· δι᾿ ο ππτωκεν ξλ πατσας, τ ν σο δελεασθες, Θε τ προσπαγντι σαρκ, τ παρχοντι, τν ερνην τας ψυχας μν».

Ω ξλο τρισμακριστο! πνω στ ποο πλωσε τ σμα του (σταυρθηκε) Βασιλες κα Κριος· δι το ποου πεσε (ττθηκε) ατς ( διβολος), ποος, δι το ξλου (το δντρου τς γνσεως το καλο κα το κακο) ξαπτησε (τν νθρωπο στν ᾿Εδμ δι τς βρσεως το παγορευμνου καρπο), φο δελεστηκε π τ Θε πο καρφθηκε πνω σου, κατ τ σρκα του (τν νθρπινη φση του), κα ποος παρχει ερνη στς ψυχς μας.

Τ ξλο το Σταυρο εναι πραγματικ τρισμακριστο. Ξλο γιο κα τιμημνο. Πνω του πθανε διος Θες. Πθανε τ σμα Του φυσικ, τ ποο προσλαβε π τν χραντη Μητρα του. Δν πθανε θετητα, ποα, ς πνεμα πειρο, αἰώνιο κα ναλλοωτο, εναι παθς, βρσκεται πρα π παθματα ρμζοντα στν κτιστ κα πεπερασμνη φση τν νθρπων. Μι ττοια φση ταν κα ατ μ τν ποα νθηκε φση το Υο το Θεο, φση κτιστ, δυνμενη ν πθει κα ν ποθνει.

᾿Αλλιτικα, πς θ σωζε μ τ πθος της τν νθρωπο π τν μαρτα κα τν αἰώνιο πνευματικ θνατο;
Στ
Σταυρ πλωσε τ πανακρατο σμα του Κριος. Καρφθηκε σ᾿ ατν σν πονεδιστος κακοργος. Τν βαψε μ τ πανσπιλο αμα του, μ τ ποο ξπλυνε τς μαρτες λου το κσμου, φνισε τς νοχς τς μαρτας, καθρισε τ φση π τος σπλους τς φθορς, τν φθαρτοποησε κα τ θωσε. Στ Σταυρ Θες πτησε μ τ θνατ Του τ θνατο· «θαντ θνατον πατσας», ψλλει πανηγυρικ ᾿Εκκλησα μας. Νκησε τ μεγλο χθρ, πο πνιγε σφυκτικ τν κσμο.

Στ Σταυρ Χριστς διαπμπευσε τς ρχς το σκτους κα τς νομας, τ διβολο, πσω π τν ποο βρισκταν τ τραγικ δρμα τν νθρπων. Ατς κατρθωσε μ τν πανουργα του ν παραπλανσει κα ν παρεμποδσει τν πρωτπλαστο, ν τν ρξει στ χος τς παρακος κα τς ποστασας. Μ τ σειρ του μως δελεστηκε κι ατς π τν πειρσοφη βουλ το Θεο, μ γνωρζοντας τ θεο λυτρωτικ μυστριο. Συνργησε ν σταυρωθε Χριστς, τν ποο θανσιμα μισοσε κα ζλευε, μ χοντας μως συνασθηση τι θνατος κενος δν ταν θνατος νς δκαιου κα νεπληπτου νθρπου, λλ θνατος το Θεο, πο ταν νωμνος μαζ του. Ετσι πλανθηκε πλνος, «πεπλνηται πλνος», πως ψλλει θρηνωδοσα ᾿Εκκλησα τν Κυρι της.

Στ Σταυρ Χριστς δησε τν δυνατ διβολο) κα διρπασε τ σκεη του, καταργσας τ κρτος κα τ δναμ του. Στ τμιο ξλο δθηκε μεγλη μχη κα κερδθηκε παμμγιστη νκη, νκη το Θεο, τν γγλων κα τν νθρπων· νκη τς θεας Βασιλεας.

Στ Σταυρ γινε ερνευση Θεο κα νθρπων. Καταργθηκε τ μεστοιχο τς χθρας πο χριζε τν Πλστη π τ πλσματ του, πλθε συμφιλωση, νθηκαν τ «τ πρν διεσττα». Ο νθρωποι βρκαν παρρησα πρς τ Δημιουργ τους, ξαναβρκαν τ δρμο πο δηγε πσω στν Πατρα. Εγιναν τκνα Θεο κα «θεο».

Ολα ατ προσδδουν τερστια αγλη στ τμιο κα τρισμακριστο ξλο. Ο Σταυρς πλλει τν ψυχ τς ᾿Ορθοδοξας. Η αγλη του λαμπρνει τς ρθδοξες καρδις. Εναι φωτεινς στλος κα τ κρηπδωμα τς ᾿Ορθδοξης Καθολικς ᾿Εκκλησας, ποα τν τιμ ς σμβολο τς κραταις νκης στ σημεο το πθους, τν γνων κα τς αταπαρνσεως τν μαχητν τς Βασιλεας κα τν ργατν τς ρετς κα το θελματος το Θεο. Ο πιστο τν φρνουν ς φυλακτριο κατ τν δαιμνων, ς καχημα κα σμνωμ τους, τν τιμον περβαλλντως κα μ ελβεια τν προσκυνον.

᾿Ωδ στ

«Νοτου θηρς ν σπλχνοις, παλμας ᾿Ιωνς, σταυροειδς διεκπετσας, τ σωτριον πθος προδιετπου σαφς· θεν τριμερος κδς, τν περκσμιον ᾿Ανστασιν πεζωγρφησε, το σαρκ προσπαγντος Χριστο το Θεο, κα τριημρ γρσει, τν κσμον φωτσαντος».

Στ σπλχνα το θαλσσιου θηρς (το θεριο, το κτους), πλσας τς παλμες του σ σχμα σταυρο ᾿Ιωνς, προδιατπωνε μ σαφνεια τ σωτριο πθος (το Χριστοπ τ ποο (κτος), φο βγκε τν τρτη μρα, περιγραψε μ χρματα ζωνταν τν περκσμια ᾿Ανσταση Χριστο το Θεο, πο καρφθηκε (στ Σταυρ) κα μ τν τριμερη γερσ του (κ τν νεκρν), φτισε τν κσμο.

Η δ ατ στορε τν πθεση το ᾿Ιων· μι στορα πολ παρδοξη κα διτυπη, το νθρπου ν παλεει μ τ Θε. Ο ᾿Ιωνς ταν προφτης. ᾿Ανκε στ Θε, νταγμνος στν πηρεσα του κα φοσιωμνος δολος του. Κποια μρα Θες το νθεσε μι ποστολ, ν κηρξει μετνοια στος κατοκους τς πλεως Νινευ, τος ποους βραιναν μαρτες κα κρματα πολλ. Ο ᾿Ιωνς μως ντδρασε ρνητικ στ πρσταγμα το Θεο. Δ θλησε ν ναλβει τν κτλεση τς προφητικς του ποστολς. Θ εχε ββαια τος λγους του. Ισως ν εχε ποκμει π τν μαρτωλ κενο λα. Σκφτηκε ν φγει π τ μρος του, ν πει μακρι, λπζοντας τι Θες θ τν χανε.

᾿Αφελες ο σκψεις το πλσματος. Γιατ ποις μπορε ν ποφγει τν παρουσα το παντεππτη Θεο; Ο νθρωπος μως, στω κι ν εναι προφτης, δν παει ν χει τς ποιες στιγμς κα διοτροπες του. ᾿Επιβιβστηκε, λοιπν σ πλοο γι ν πει στν πλη Θαρσς, ν εναι μακρι π τ Θε κα ν συχσει ριστικ μ τ πρβλημα πο τν πασχολοσε.

Κατ τν πλον μως Θες δραξε τ δραπτη. Σηκθηκε τρικυμα κα τ πλοο κινδνευε ν καταποντισθε. Φνηκε, τι κποιος π τος ταξιδιτες ταν ατιος το κακο. Γι ν βρεθε δ ποις ταν βαλαν κλρους. Ο κλρος σημδεψε τν ᾿Ιων, τν παρδοξο ταξιδιτη. Μ πδειξ του τν ριξαν στ θλασσα, ποα μσως γαλνεψε. Ο ᾿Ιωνς μως δν πνγηκε. Κατ προσταγ το Θεο, να τερστιο θαλσσιο κτος κατπιε τν προφτη, ποος μεινε στν κοιλι του τρες μρες κα τρες νχτες. ᾿

Εκε προφτης μεταμελθηκε γι τν πεθει του, κατλαβε πσο μταιο ταν ν μχεται κανες τν παντοδναμο κα μεγαλοδναμο Θε. Προσευχθηκε μ κατνυξη, μνολογντας τ γιο Ονομ του. Τν τρτη μρα τ κτος τν ξμεσε στ στερι, ατς ττε μ συντριβ καρδις κπλρωσε τν προφητικ του ποστολ. Ο Θες νκησε, λλ κα νθρωπος «νκησε» στν τσο παρδοξη ττα του. Η βουλ το Θεο κπληρθηκε. Ο ᾿Ιωνς ποκαταστθηκε στ προφητικ του ξωμα.

Τ πθημα το ᾿Ιων χει μεγλη τυπολογικ σημασα. Στ κτος ᾿Ιωνς παρμεινε προσευχμενος μ τ χρια του σ σχμα σταυρο. Μ τ στση του ατ προτπωνε τ σωτριο πθος το Χριστο, τ σμα το ποου πλθηκε στ Σταυρ, γι ν σσει τν κσμο π τν μαρτα.

 Η τριμερη παραμον του στν κοιλι το κτους ποδλωνε τν σχρονη παραμον το νεκρωμνου σματος το Κυρου στν τφο· ν κατ τν τρτη μρα κβρασ του στ στερι, περιγραφε σαφς τν τριμερη νσταση το Σωτρος κ τν νεκρν, ποα μ τ πασχαλιν της φς καταλμπρυνε τν κσμο, ντνοντας τ φση μ τ φωτειν στολ τς πνευματικς νακαινσεως κα φθαρσας.

᾿Ωδ θ

«Μυστικς ε Θεοτκε Παρδεισος, γεωργτως βλαστσασα Χριστν, φ᾿ ο τ το Σταυρο ζωηφρον ν γ, πεφυτοργηται δνδρον· δι᾿ ο νν ψουμνου, προσκυνοντες ατν, σ μεγαλνομεν».

Θεοτκε, σ εσαι Παρδεισος μυστικς, διτι χωρς νθρπινο γεωργ (νθρπινη συνεργα) βλστησες τ Χριστ, π τν ποο φυτετηκε στ γ τ ζωηφρο δντρο το Σταυρο. Δι το ποου τρα ψουμνου (κατ τν ψωση το τιμου Σταυρο) προσκυνοντες τ Θε (πο σταυρθηκε σ᾿ ατ), μεγαλνουμε σ, τν χραντη Μητρα Του.

Μετ τν Τριαδικ Θε, νμνηση τς ᾿Εκκλησας διαβανει στ χραντο πρσωπο τς περαγας Θεοτκου. Τ δο μυστρια εναι λληλνδετα. Τ χριστολογικ δγμα κβλλει φυσιολογικ στ θεομητορικ. Η Μητρα δν μπορε ν νοηθε χωρς τν Υἱόν. Οπου ᾿Εκενος, κε κα ατ. Στν χραντο Υἱό πρχουν τ σμα κα τ αμα τς πναγνης Μητρας. Τ φοβερ δδυμο τς οκονομας το Θεο, πο δυναμτισε τ κρτος τς φθορς κα κτναξε τ κρτος το θαντου!

Η δ χαρακτηρζει τ Θεοτκο σν παρδεισο μυστικ. Η σγκριση γνεται μ τν πρτο παρδεισο στν ᾿Εδμ, στν ποο τοποθετθηκε ᾿Αδμ ν ζε μετ τ δημιουργα του. Στν παρδεισο κενο πρχε τ ξλο τς γνσεως το καλο κα το κακο, καθς κα τ δντρο τς ζως. ᾿Απ τ πρτο κενο ξλο βλστησε, δι τς παρακος, ποστασα π τ Θε κα θνατος.

Η Θεοτκος εναι νας νος μυστικς Παρδεισος. Σ᾿ ατν φυτετηκε, χωρς νθρπινη συνεργα, Χριστς, τ δνδρο τς νας πνευματικς ζως κα φθαρσας. Ο Χριστς μ τ σειρ του νψωσε στ γ (στ Γολγοθ), τ ζωηφρο ξλο το Σταυρο, στ ποο, προσπαγες, «θανασαν πγασεν νθρποις».

Κατ τν Υψωση το τιμου Σταυρο, ο πιστο, προσκυνοντες τ σταυρωθντα Κριο τς δξης, μεγαλνουν τν ᾿Αειπρθενο Μητρα του, ποα συνργησε, κατ τν πρνοια το Θεο, στ ρρητο θεο μυστριο.

 

ΠΗΓΗ: www.imaik.gr