Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ερμηνεία στις καταβασίες τῆς υψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ

 


᾿Ωδ α. Ηχος πλ. δ

«Σταυρν χαρξας Μωσς, π᾿ εθεας ῥάβδ, τν ᾿Ερυθρν διτεμε, τ ᾿Ισραλ πεζεσαντι· τν δ πιστρεπτικς, Φαρα τος ρμασι, κροτσας νωσεν· π᾿ ερους διαγρψας, τ ἀήττητον πλον· δι Χριστ σωμεν, τ Θε μν· τι δεδξασται».

Ο Μωυσς, φο χραξε σ εθεα γραμμ στ νερ μ τ ρβδο του τ σημεο το σταυρο, χρισε στ δο τν ᾿Ερυθρ θλασσα, γι ν περσει πεζ ᾿Ισραηλιτικς λας. Τν δια δ θλασσα), ταν γρισαν μ ρματα το Φαρα καταδικοντας τ λα, φο τν χτπησε πλαγως, τν νωσε πλι (γι ν πνξει τος δικτες), φο σχημτισε στ πλτος τς θλασσας τ ἀήττητο πλο το σταυρο. Γιαυτ ς νυμνομε τ Θε μας, γιατ μ ,τι κανε δοξσθηκε δναμ του.

Η πθεση τς δς ναφρεται στ θαυμαστ δισωση τν Εβραων π τ διωκτικ μνος κα τν κακτητα το Φαρα, γεμνα τν Αγυπτων. Τ γεγοντα εναι γνωστ. Ο Εβραοι στενζουν κτω π τν παχθ ζυγ τν Αγυπτων. Μ τν παρμβαση το Μωυσ, Φαρα, μ ντχοντας τ θαυμαστ σημεα κα τς φοβερς πληγς πο πφερε Θες δι μσου το πεσταλμνου πηρτη του, φησε λεθερο τν ᾿Ισραλ ν γυρσει πσω στ χρα τν πατρων του. ᾿Αφο μως ναχρησε λας, μιαιφνος ρχοντας μετνιωσε. Θλησε ν γυρσει πσω τος λευθερωθντας σκλβους.

Εστειλε, λοιπν, τος ρματηλτες του γι ν κπληρσουν τν προσταγ του. Ο λας εχε δη φθσει μπροστ στν ᾿Ερυθρ θλασσα. Πς μως θ μποροσε ν διαπλεσει τ γρ στοιχεο, μ διαθτοντας μσα πλωτ; Στν μηχανα του ατ προστθηκε κα φβος, γιατ εδε ξαφνικ τ πλθος τν ρμτων τν Αγυπτων ν τος καταδικει κα ν πειλε τν μλις ποκτηθεσα λευθερα τους κα τ ζω τους. Η θση τους ταν πελπιστικ. Παρλυσαν π φβο καρδι κα τ γνατ τους. Αρχισαν ν φωνζουν κα ν κλανε. Ττε παρενβη λευθερωτς. Μ πδειξη το Θεο Μωυσς, πο γετο το λαο, χραξε μ τ ρβδο του σταυροειδς τ θλασσα, ποα χωρστηκε στ δο, τ νερ ρθθηκαν νθεν κα νθεν, κα φησαν ν φανε πυθμνας τς θλασσας σν χρσα γ. Ττε ρμησε λας κα διδευσε πεζ τ ναφανν χρισμα.

Τ διο κανε κα τ στρτευμα το Φαρα. Ο στρατιτες ρμησαν κα ατο μ τ ρματ τους στ χρισμα τς θλασσας, καταδικοντας τν μαχο λα. Οταν μως εχαν περσει ο Εβραοι στν ντπερα χθη κα νσω ο δικτες διτρεχαν κμη μ ρμ τ θαλσσιο βυθ, Μωυσς χτπησε κα πλι σταυροειδς τ θαλσσια νερ, τ ποα νθηκαν γι ν πνξουν πανστρατι ππους κα ναβτες.

Η σκην ταν πργματι φριχτ κα μεγαλειδης. ᾿Απ τ μι βλεπες ναν νθρωπο θηριδη κα πωρωμνο, ποος, ν κα εχε ναγνωρσει τν νωτερτητα το Θεο τν Εβραων, πεισθες π τ γεγοντα πο ξετυλχθηκαν μπροστ του, ν τοτοις, σκοτισμνος π τ πθος τς λαζονεας κα πνιγμενος π τ μσος κατ το λαο πο τσα χρνια βασνιζε, τ βαλε πλι μ τν ληθιν Θε! Θλησε ν ναμετρηθε μαζ του, πιστεοντας στ ρματα κα τν πολεμικ του μηχαν.

Μ τν τρπο ατν Φαρα χαρκτηκε στν στορα ς τ κλασικτερο παρδειγμα κουφτητος κα λαζονεας, μοχθηρας κα κακτητος, πωρσεως πνευματικς κα σχατης θικς ξαθλισεως!

Κα π τν λλη βλεπες να λα δειλ κα δναμο, πο τρεμε μπροστ στ μιαιφνο πειλ το στυγερο ρχοντα, να λα πο συγκλονιζταν κυριολεκτικ μπροστ στ διαγραφμενη πειλ. Εβλεπες πσης κα ναν ξιο πηρτη, ποος στεκταν σν βρχος στν ποστολ πο λαβε π τ Θε, ναν ξιο γτη νς λαο νσχυρου κα φοβισμνου. Κα τλος βλεπες να Θε παντοδναμο, ποος πταξε μελικτα τ σκληρτητα το νητου γεμνα.

Εβλεπες θαματα πολλ. Μι θλασσα ν χωρζεται, να βυθ ν διαφανεται, να λα ν πεζοπορε, βλποντας κατρωθεν τ κματα ν ψνονται σν τεχη στερε, να στρτευμα ν δεει πνωτισμνο τ γρ στοιχεο κα ν καταποντζεται στ᾿ γριεμνα κματα τς θλασσας! Γι᾿ ατ κι λας μετ τ δισωσ του δξασε μ χορος κα τμπανα κα σματα τ Θε τν πατρων του γι τ θαυμαστ του δισωση κα τ πειρα μεγαλεα Του.

Η δισωση μως ατ χει κα τυπολογικ σημασα. Η χραξη τς θλασσας μ τ σημεο το σταυρο, τ χρισμα τν δτων, διλευση το λαο κα πνιγμς τν Αγυπτων, προτπωναν τν Τμιο Σταυρ, στν ποον πθανε Σωτρας το κσμου, τ πλο τ κραται κα τ ἀήττητο. Μ τ σταυρικ του θνατο Κριος δμασε τ θλασσα τς μαρτας, στρωσε δρμο στρεο κα σφαλ γι ν περσει νθρωπος π τ χρα τς δουλεας τς μαρτας στ γ τς πουρνιας θεας Βασιλεας, δημιουργντας τ Πσχα τς ζως κα πνγοντας στ νερ τς θεας του δυνμεως τ στφη τν εδεχθν δαιμνων, τν χθρν το Θεο.

Παρλληλα δισωση κφρζει τυπολογικ κα τ θαμα τς Παρθνου. Οπως δηλαδ τ νερ διαχωρστηκαν προσωριν γι ν περσει λας το ᾿Ισραλ κα μετ τ διλευση νθηκαν κα πλι, τσι κα πναγνη μτρα τς Παρθνου, πλη κλειστ π τν ποα καννας δν πρασε ποτ, νοιξε προσωριν γι ν περσει δι᾿ ατς κα ν λθει στν κσμο Υἱός το Θεο, γι ν κλεσει κα πλι κα ν μενει διδευτη μετ τ γννηση το ᾿Εμμανουλ. ᾿Εκφρζεται μ λλα λγια φθορος τκος τς Πανγνου.

Η δ ατ εναι πραγματικ μεγαλειδης. Θ τ συναντσουμε κα σ πολλς λλες δς τν Καταβασιν, λλ κα σ λκληρη τν Υμνολογα τς ᾿Εκκλησας μας, ς τ μεγλο θαμα το Θεο, δκαιη πντησ του στν κακτητα τς στορας τν νθρπων κα τν ταμ πρκληση τν δυνμεων το σκτους κα τς μαρτας.

᾿Ωδ γ.

«Ρβδος ες τπον το Μυστηρου παραλαμβνεται· τ βλαστ γρ προκρνει τν ερα· τ στειρευοση δ πρην, ᾿Εκκλησίᾳ νν, ξνθησε, ξλον Σταυρο, ες κρτος κα στερωμα».

Η ρβδος (το ᾿Ααρν βλαστσασα) χρησιμεει σν προτπωση το μυστηρου (το σταυρο κα τς ᾿Εκκλησας)· διτι μ τ βλαστ πο βγαλε, κρνει ποις θ ριστε ερας. Τρα (στ να οκονομα το Θεο) στν πρην ᾿Εκκλησα (τς Παλαις Διαθκης) πο ταν στερα, βλστησε τ ξλο το Σταυρο, πο τν κανε στρεη κα δυνατ.

Μετ τν πελευθρωση το λαο, τν περιπλνησ του στν ρημο κα τν γκατστασ του στ γ τν πατρων του, δημιουργθηκε ζτημα π ποι πατρι κ τν δδεκα κα π ποιν οκο θ λαμβανταν τ ερατεο το λαο. Μ πδειξη το Θεο πρθηκαν δδεκα ρβδοι ξηρς, μι π κθε οκο πατρις, ο ποες τοποθετθηκαν στν Κιβωτ τς Διαθκης στ Σκην το Μαρτυρου. Οποια ρβδος θ βγαζε βλαστ, ταν σημεο τι π τν ντστοιχη πατρι της πρεπε, κατ τ θλημα το Θεο, ν λαμβνεται τ ερατεο. Βλστησε δ ρβδος πο νκε στν πατρι το Λευ, π τς ποας ταν γραμμνο τ νομα το ᾿Ααρν.

Ο,τι συνβη ττε προτυπνει τ μυστριο το τιμου Σταυρο κα τς χριστιανικς ᾿Εκκλησας. Η παλαι ᾿Εκκλησα ( Συναγωγ) ταν στερα κα γονη. ᾿Ανκε στν πρτη οκονομα το Θεο. ᾿Απ᾿ ατν λειπαν τ αμα το Χριστο, πλρης νργεια το παναγου Πνεματος, τ πλρωμα τς λυτρωτικς του χριτος. Ηταν γηρασμνη κα δναμη.

Μ τ λυτρωτικ μως πθος το Χριστο πο γινε πνω στ σταυρ, τν ποο προτπωνε παλαι κενη ρβδος πο ξνθησε, βλστησε να ζω το Θεο, τ σφργος τς νας λυτρωτικς οκονομας, γρφτηκε Να Διαθκη στ αμα το Υο το Θεο κα παλαι ᾿Εκκλησα ναζωογονθηκε στ να ᾿Εκκλησα, «ν περιεποισατο Κριος δι το δου αματος». Μ τν τμιο Σταυρ κραταιθηκε τ μυστριο το Θεο, στερεθηκε ᾿Εκκλησα του στν κσμο κα δοξστηκε τ γιο Ονομ του στ πρατα τς γς.

᾿Ωδ ε

«Ω τρισμακριστον Ξλον! ν τθη Χριστς, Βασιλες κα Κριος· δι᾿ ο ππτωκεν ξλ πατσας, τ ν σο δελεασθες, Θε τ προσπαγντι σαρκ, τ παρχοντι, τν ερνην τας ψυχας μν».

Ω ξλο τρισμακριστο! πνω στ ποο πλωσε τ σμα του (σταυρθηκε) Βασιλες κα Κριος· δι το ποου πεσε (ττθηκε) ατς ( διβολος), ποος, δι το ξλου (το δντρου τς γνσεως το καλο κα το κακο) ξαπτησε (τν νθρωπο στν ᾿Εδμ δι τς βρσεως το παγορευμνου καρπο), φο δελεστηκε π τ Θε πο καρφθηκε πνω σου, κατ τ σρκα του (τν νθρπινη φση του), κα ποος παρχει ερνη στς ψυχς μας.

Τ ξλο το Σταυρο εναι πραγματικ τρισμακριστο. Ξλο γιο κα τιμημνο. Πνω του πθανε διος Θες. Πθανε τ σμα Του φυσικ, τ ποο προσλαβε π τν χραντη Μητρα του. Δν πθανε θετητα, ποα, ς πνεμα πειρο, αἰώνιο κα ναλλοωτο, εναι παθς, βρσκεται πρα π παθματα ρμζοντα στν κτιστ κα πεπερασμνη φση τν νθρπων. Μι ττοια φση ταν κα ατ μ τν ποα νθηκε φση το Υο το Θεο, φση κτιστ, δυνμενη ν πθει κα ν ποθνει.

᾿Αλλιτικα, πς θ σωζε μ τ πθος της τν νθρωπο π τν μαρτα κα τν αἰώνιο πνευματικ θνατο;
Στ
Σταυρ πλωσε τ πανακρατο σμα του Κριος. Καρφθηκε σ᾿ ατν σν πονεδιστος κακοργος. Τν βαψε μ τ πανσπιλο αμα του, μ τ ποο ξπλυνε τς μαρτες λου το κσμου, φνισε τς νοχς τς μαρτας, καθρισε τ φση π τος σπλους τς φθορς, τν φθαρτοποησε κα τ θωσε. Στ Σταυρ Θες πτησε μ τ θνατ Του τ θνατο· «θαντ θνατον πατσας», ψλλει πανηγυρικ ᾿Εκκλησα μας. Νκησε τ μεγλο χθρ, πο πνιγε σφυκτικ τν κσμο.

Στ Σταυρ Χριστς διαπμπευσε τς ρχς το σκτους κα τς νομας, τ διβολο, πσω π τν ποο βρισκταν τ τραγικ δρμα τν νθρπων. Ατς κατρθωσε μ τν πανουργα του ν παραπλανσει κα ν παρεμποδσει τν πρωτπλαστο, ν τν ρξει στ χος τς παρακος κα τς ποστασας. Μ τ σειρ του μως δελεστηκε κι ατς π τν πειρσοφη βουλ το Θεο, μ γνωρζοντας τ θεο λυτρωτικ μυστριο. Συνργησε ν σταυρωθε Χριστς, τν ποο θανσιμα μισοσε κα ζλευε, μ χοντας μως συνασθηση τι θνατος κενος δν ταν θνατος νς δκαιου κα νεπληπτου νθρπου, λλ θνατος το Θεο, πο ταν νωμνος μαζ του. Ετσι πλανθηκε πλνος, «πεπλνηται πλνος», πως ψλλει θρηνωδοσα ᾿Εκκλησα τν Κυρι της.

Στ Σταυρ Χριστς δησε τν δυνατ διβολο) κα διρπασε τ σκεη του, καταργσας τ κρτος κα τ δναμ του. Στ τμιο ξλο δθηκε μεγλη μχη κα κερδθηκε παμμγιστη νκη, νκη το Θεο, τν γγλων κα τν νθρπων· νκη τς θεας Βασιλεας.

Στ Σταυρ γινε ερνευση Θεο κα νθρπων. Καταργθηκε τ μεστοιχο τς χθρας πο χριζε τν Πλστη π τ πλσματ του, πλθε συμφιλωση, νθηκαν τ «τ πρν διεσττα». Ο νθρωποι βρκαν παρρησα πρς τ Δημιουργ τους, ξαναβρκαν τ δρμο πο δηγε πσω στν Πατρα. Εγιναν τκνα Θεο κα «θεο».

Ολα ατ προσδδουν τερστια αγλη στ τμιο κα τρισμακριστο ξλο. Ο Σταυρς πλλει τν ψυχ τς ᾿Ορθοδοξας. Η αγλη του λαμπρνει τς ρθδοξες καρδις. Εναι φωτεινς στλος κα τ κρηπδωμα τς ᾿Ορθδοξης Καθολικς ᾿Εκκλησας, ποα τν τιμ ς σμβολο τς κραταις νκης στ σημεο το πθους, τν γνων κα τς αταπαρνσεως τν μαχητν τς Βασιλεας κα τν ργατν τς ρετς κα το θελματος το Θεο. Ο πιστο τν φρνουν ς φυλακτριο κατ τν δαιμνων, ς καχημα κα σμνωμ τους, τν τιμον περβαλλντως κα μ ελβεια τν προσκυνον.

᾿Ωδ στ

«Νοτου θηρς ν σπλχνοις, παλμας ᾿Ιωνς, σταυροειδς διεκπετσας, τ σωτριον πθος προδιετπου σαφς· θεν τριμερος κδς, τν περκσμιον ᾿Ανστασιν πεζωγρφησε, το σαρκ προσπαγντος Χριστο το Θεο, κα τριημρ γρσει, τν κσμον φωτσαντος».

Στ σπλχνα το θαλσσιου θηρς (το θεριο, το κτους), πλσας τς παλμες του σ σχμα σταυρο ᾿Ιωνς, προδιατπωνε μ σαφνεια τ σωτριο πθος (το Χριστοπ τ ποο (κτος), φο βγκε τν τρτη μρα, περιγραψε μ χρματα ζωνταν τν περκσμια ᾿Ανσταση Χριστο το Θεο, πο καρφθηκε (στ Σταυρ) κα μ τν τριμερη γερσ του (κ τν νεκρν), φτισε τν κσμο.

Η δ ατ στορε τν πθεση το ᾿Ιων· μι στορα πολ παρδοξη κα διτυπη, το νθρπου ν παλεει μ τ Θε. Ο ᾿Ιωνς ταν προφτης. ᾿Ανκε στ Θε, νταγμνος στν πηρεσα του κα φοσιωμνος δολος του. Κποια μρα Θες το νθεσε μι ποστολ, ν κηρξει μετνοια στος κατοκους τς πλεως Νινευ, τος ποους βραιναν μαρτες κα κρματα πολλ. Ο ᾿Ιωνς μως ντδρασε ρνητικ στ πρσταγμα το Θεο. Δ θλησε ν ναλβει τν κτλεση τς προφητικς του ποστολς. Θ εχε ββαια τος λγους του. Ισως ν εχε ποκμει π τν μαρτωλ κενο λα. Σκφτηκε ν φγει π τ μρος του, ν πει μακρι, λπζοντας τι Θες θ τν χανε.

᾿Αφελες ο σκψεις το πλσματος. Γιατ ποις μπορε ν ποφγει τν παρουσα το παντεππτη Θεο; Ο νθρωπος μως, στω κι ν εναι προφτης, δν παει ν χει τς ποιες στιγμς κα διοτροπες του. ᾿Επιβιβστηκε, λοιπν σ πλοο γι ν πει στν πλη Θαρσς, ν εναι μακρι π τ Θε κα ν συχσει ριστικ μ τ πρβλημα πο τν πασχολοσε.

Κατ τν πλον μως Θες δραξε τ δραπτη. Σηκθηκε τρικυμα κα τ πλοο κινδνευε ν καταποντισθε. Φνηκε, τι κποιος π τος ταξιδιτες ταν ατιος το κακο. Γι ν βρεθε δ ποις ταν βαλαν κλρους. Ο κλρος σημδεψε τν ᾿Ιων, τν παρδοξο ταξιδιτη. Μ πδειξ του τν ριξαν στ θλασσα, ποα μσως γαλνεψε. Ο ᾿Ιωνς μως δν πνγηκε. Κατ προσταγ το Θεο, να τερστιο θαλσσιο κτος κατπιε τν προφτη, ποος μεινε στν κοιλι του τρες μρες κα τρες νχτες. ᾿

Εκε προφτης μεταμελθηκε γι τν πεθει του, κατλαβε πσο μταιο ταν ν μχεται κανες τν παντοδναμο κα μεγαλοδναμο Θε. Προσευχθηκε μ κατνυξη, μνολογντας τ γιο Ονομ του. Τν τρτη μρα τ κτος τν ξμεσε στ στερι, ατς ττε μ συντριβ καρδις κπλρωσε τν προφητικ του ποστολ. Ο Θες νκησε, λλ κα νθρωπος «νκησε» στν τσο παρδοξη ττα του. Η βουλ το Θεο κπληρθηκε. Ο ᾿Ιωνς ποκαταστθηκε στ προφητικ του ξωμα.

Τ πθημα το ᾿Ιων χει μεγλη τυπολογικ σημασα. Στ κτος ᾿Ιωνς παρμεινε προσευχμενος μ τ χρια του σ σχμα σταυρο. Μ τ στση του ατ προτπωνε τ σωτριο πθος το Χριστο, τ σμα το ποου πλθηκε στ Σταυρ, γι ν σσει τν κσμο π τν μαρτα.

 Η τριμερη παραμον του στν κοιλι το κτους ποδλωνε τν σχρονη παραμον το νεκρωμνου σματος το Κυρου στν τφο· ν κατ τν τρτη μρα κβρασ του στ στερι, περιγραφε σαφς τν τριμερη νσταση το Σωτρος κ τν νεκρν, ποα μ τ πασχαλιν της φς καταλμπρυνε τν κσμο, ντνοντας τ φση μ τ φωτειν στολ τς πνευματικς νακαινσεως κα φθαρσας.

᾿Ωδ θ

«Μυστικς ε Θεοτκε Παρδεισος, γεωργτως βλαστσασα Χριστν, φ᾿ ο τ το Σταυρο ζωηφρον ν γ, πεφυτοργηται δνδρον· δι᾿ ο νν ψουμνου, προσκυνοντες ατν, σ μεγαλνομεν».

Θεοτκε, σ εσαι Παρδεισος μυστικς, διτι χωρς νθρπινο γεωργ (νθρπινη συνεργα) βλστησες τ Χριστ, π τν ποο φυτετηκε στ γ τ ζωηφρο δντρο το Σταυρο. Δι το ποου τρα ψουμνου (κατ τν ψωση το τιμου Σταυρο) προσκυνοντες τ Θε (πο σταυρθηκε σ᾿ ατ), μεγαλνουμε σ, τν χραντη Μητρα Του.

Μετ τν Τριαδικ Θε, νμνηση τς ᾿Εκκλησας διαβανει στ χραντο πρσωπο τς περαγας Θεοτκου. Τ δο μυστρια εναι λληλνδετα. Τ χριστολογικ δγμα κβλλει φυσιολογικ στ θεομητορικ. Η Μητρα δν μπορε ν νοηθε χωρς τν Υἱόν. Οπου ᾿Εκενος, κε κα ατ. Στν χραντο Υἱό πρχουν τ σμα κα τ αμα τς πναγνης Μητρας. Τ φοβερ δδυμο τς οκονομας το Θεο, πο δυναμτισε τ κρτος τς φθορς κα κτναξε τ κρτος το θαντου!

Η δ χαρακτηρζει τ Θεοτκο σν παρδεισο μυστικ. Η σγκριση γνεται μ τν πρτο παρδεισο στν ᾿Εδμ, στν ποο τοποθετθηκε ᾿Αδμ ν ζε μετ τ δημιουργα του. Στν παρδεισο κενο πρχε τ ξλο τς γνσεως το καλο κα το κακο, καθς κα τ δντρο τς ζως. ᾿Απ τ πρτο κενο ξλο βλστησε, δι τς παρακος, ποστασα π τ Θε κα θνατος.

Η Θεοτκος εναι νας νος μυστικς Παρδεισος. Σ᾿ ατν φυτετηκε, χωρς νθρπινη συνεργα, Χριστς, τ δνδρο τς νας πνευματικς ζως κα φθαρσας. Ο Χριστς μ τ σειρ του νψωσε στ γ (στ Γολγοθ), τ ζωηφρο ξλο το Σταυρο, στ ποο, προσπαγες, «θανασαν πγασεν νθρποις».

Κατ τν Υψωση το τιμου Σταυρο, ο πιστο, προσκυνοντες τ σταυρωθντα Κριο τς δξης, μεγαλνουν τν ᾿Αειπρθενο Μητρα του, ποα συνργησε, κατ τν πρνοια το Θεο, στ ρρητο θεο μυστριο.

 

ΠΗΓΗ: www.imaik.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου