Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν 1.Περί του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Μ Ε Ρ Ο Σ   Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν
1.Περί του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.

Κατ’ αρχήν, ο π. Επ. δέχεται και προσπαθεί να τον αποδείξη ως κανόνα  δ υ ν η τ ι κ ό ν. Δηλ. εάν διακόψης το μνημόσυνον καλώς ποιείς, εάν δε όχι, ουχ αμαρτάνεις! Ιδού, αδελφέ Νάστορ, τα αποτελέσματα των μεγάλων εισαγωγών, των καπνογόνων επιχειρημάτων, των πόρρω απεχόντων της Ευαγγελικής απλότητος και σαφηνείας. Εν συνεχεία, τον  έ π α ι ν ο ν  του Κανόνος δι’ αυτούς που θα αντισταθούν τω αιρετικώ επισκόπω των  τον υποβιβάζει εις «μη κατάκρισιν», όπερ αποτελεί το έσχατον της ερμηνευτικής παραποιήσεως εν τη διατριβή του.

Συνεχίζων δέχεται ότι  ε ί ν α ι   δ υ ν α τ ό ν   και  υ π ο χ ρ έ ω σ ι ν   να καθιεροί ο Κανών και όχι δικαίωμα! Σκέψου π. Νέστορ τας μεταπτώσεις του π. Νικοδήμου!  Αποθαύμασον όμως τώρα πως μία απλή ψυχή, αθλούσα εν τη ερήμω του Άθωνος, ερμηνεύει τα ανωτέρω:
«Εφ’ όσον ο Κανών επαινεί και κρίνει αξίους τιμής τους πρό Συνοδικής διαγνώσεως αποκόπτοντας το μνημόσυνον, είναι πρόδηλον ότι  ψ έ γ ε ι   και κατηγορεί και επιφορτίζει με ατιμίαν και όνειδος τους μη αποκόπτοντας αλλά αναμένοντας την Συνοδικήν διαγνώμην. Διότι εις πάσαν υπόθεσιν το εναντίον πρόδηλον.

Επειδή, εάν οι αποκόπτοντες σπουδάζωσι να ελευθερώσωσι την Εκκλησίαν από τα σχίσματα και τους μερισμούς,οι μη αποκόπτοντες δήλον ότι ποιούσι μερισμούς και σχίσματα. Και εάν οι πρώτοι χωρίζωνται από λύκου και ψευδεπισκόπου, οι δεύτεροι συντάσσονται μετά λύκου και αιρετικού  ψευδεπισκόπου.

Ει δε και απορήση τινάς διατί δεν καθορίζει ο Κανών και την τύχην  των αναμενόντων την Συνοδικήν διαγνώμην, ευκόλως εννοείται τούτο, όταν ορθώς και ουχί σφαλερώς εξηγήθη το νόημα του κανόνος. Διότι, ο Κανών εν προκειμένω,  μ ό ν ο ν  διά τους αποκόπτοντας ομιλεί και ουχί διά τους μη αποκόπτοντας. Πλείστα δε και άπειρα έχομεν τα παραδείγματα από την αγίαν Γραφήν εις παρομοίας περιστάσεις.

Ούτω, επί παραδείγματι, ακούομεν το αψευδέστατον στόμα του Κυρίου ημών Χριστού να εκφωνή το «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί ότι αυτοί υιοί Θεού κληθήσονται». Εδώ αποσιωπούνται οι ταραχοποιοί, αλλά ουδείς σώας έχων τας φρένας θα φθάση ποτέ εις τοσαύτην παραπληξίαν ώστε να υπολάβη ότι και οι ταραχοποιοί αν δεν είναι μακάριοι, δεν είναι όμως και άθλιοι. Διότι ο τοιαύτην εξήγησην προσάγων εκ  δ ι α σ τ ρ ο φ ή ς  του νου ή εκ κακής προθέσεως παραλογίζεται…».

Τας κρίσεις σου μεταξύ των δύο ερμηνειών σε αφήνω μόνος σου να τις εξαγάγης.

Σου παραθέτω τώρα και την εν προκειμένω θέσιν του π. Βασιλείου, η οποία τυγχάνει ηλίου διαυγεστέρα.

«Πως τολμάτε να παρουσιάσετε αμέσως ή εμμέσως ως ΄΄σχισματικούς΄΄ τους αποξενούντας εαυτούς της των αιρετικών κοινωνίας, την στιγμήν που οι θείοι και ιεροί Κανόνες, ουχί μόνον  α π α λ λ ά σ σ ο υ ν  αυτούς πάσης υποψίας σχίσματος, αλλά ομολογούν τους τοιούτους  υ π ο σ τ η ρ ι κ τ ά ς  της ενότητος της Εκκλησίας;»… και ου σχίσματι την ένωσιν της Εκκλησίας κατέτεμον, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι». Διά ποιους τα λέγει αυτά ο κανών, πάτερ; Γι’ αυτούς που χωρίζουν τας ευθύνας των, ή γι’ αυτούς που, όπως θέλετε σεις, κάνουν «στραβά μάτια» και κοινωνούν με τους αιρετικούς, διά να μη γίνη σχίσμα; Που το βρήκατε γραμμένο να δικολαβείτε, ότι ο κανών είναι δυνητικός και όχι υποχρεωτικός; Τι θα πη δυνητικός; Μήπως τάχα και ο κανών λέγει πουθενά αν ένας επίσκοπος πέση σε αίρεση, όσοι θέλουν ας τον μνημονεύουν και όσοι θέλουν, ας χωρισθούν από την κοινωνίαν του; Το να χωριζόμεθα από τους αιρετικούς είναι λοιπόν δυνητικόν και όχι υποχρεωτικόν;!

Να μας αποδείξητε ότι ο Αθηναγόρας δεν εκήρυξε «αιρέσεις κατεγνωσμένας υπό των Συνόδων και των Πατέρων», ότι δεν εκήρυξε αυτάς γυμνή τη κεφαλή εν μέσω της Εκκλησίας, και τότε μόνον να μας πήτε ότι είμεθα σχισματικοί, εάν χωρισθούμε από την κοινωνίαν του. Εάν όμως ο πατριάρχης Αθηναγόρας είναι ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ (και ο Δημήτριος πιστός κατά πάντα οπαδός του και συνεπώς όμοιός του, προσθέτομεν ημείς σήμερον!) (και ημείς προσθέτομε δια τον Βαρθολομαίο!) τότε, όχι εσείς, όχι πάνδημος της Ιεραρχίας απόφασις, αλλά ούτε άγγελος εξ ουρανού δεν δύναται να μας υποχρεώση να τον μνημονεύουμε και να κοινωνούμε μαζί του. Εάν όμως δεν μπορήτε ν’ αρνηθήτε την τραγικήν πραγματικότητα ότι ο κ. Αθηναγόρας είναι αιρετικός, τότε πως τολμάτε και τίνι δικαιώματι, και ποιος σας εξουσιοδότησε, και δυνάμει ποίας παραδόσεως και ποίας πατερικής διδασκαλίας, και δυνάμει τίνος κανόνος, εμποδίζετε και θεωρείτε σχισματικούς εκείνους, οίτινες χωρίζουν εαυτούς της των αιρετικών κοινωνίας;!.. Όχι, πάτερ, τα πράγματα δεν έχουν όπως τα παρουσιάζετε! Ο ΙΕ’ Κανών της Πρωτοδευτέρας δεν είναι δυνητικός, αλλ’ είναι όλως δι’ όλου  υ π ο χ ρ ε ω τ ι κ ό ς.  Ο χωρισμός εκ των αιρετικών ουδέποτε είναι δυνητική πράξις… Ο Κανών κάνει απλώς αντιδιαστολήν μεταξύ των δύο περιπτώσεων χωρισμού από της προς τον πρόεδρον κοινωνίας και λέγει, ότι εάν μεν διά προσωπικόν αμάρτημα χωρισθώμεν απ’ αυτού πρό συνοδικής διαγνώσεως είμαστε σχισματικοί («σχίσμα ποιήσει»), ενώ, εάν διά περίπτωσιν γνωστής αιρέσεως χωρισθούμε, δεν είμαστε σχισματικοί («ου σχίσματι την ένωσιν της εκκλησίας κατέτεμον»).

Από αυτού όμως του σημείου μέχρι του να λέγωμεν ότι τάχα ο Κανών επαφίει εις την κρίσιν μας το εάν πρέπει να χωρισθούμε ή όχι από τους αιρετικούς, και να βαπτίζομεν τον Κανόνα ως δυνητικόν η απόστασις τυγχάνει αστρονομική. Η παραποίησις  ψ υ χ ο φ θ ό ρ ο ς! Τουναντίον ο κανών σαφέστατα διδάσκει πότε ο χωρισμός αποτελεί σχίσμα και πότε δεν αποτελεί. Πότε δυνάμεθα και πότε δεν δυνάμεθα. Όταν όμως δυνάμεθα δεν σημαίνει ότι τάχα δεν είμαστε υποχρεωμένοι, αλλά τουναντίον η δυνατότης αναφυεί την ηθικήν υποχρέωσιν.

Ο Αθηναγόρας είναι αιρετικός και ως τοιούτον τον κατατάσσομεν μεταξύ των προγενεστέρων αιρετικών πατριαρχών της Κων/λεως… Τις λοιπόν προξενεί το σχίσμα, Αυτός ή ημείς; Τίνες τυγχάνουσι σχισματικοί, οι τούτου χωριζόμενοι ή οι τούτω κοινωνούντες;»

Εν συνεχεία ο π. Επ. προσθέτει τα εξής:

«Ο παύων το μνημόσυνον του οικείου επισκόπου Κληρικός, αρκείται εις τούτο, αποφεύγη να μνημονεύση ετέρου και αναμένει εν ηρεμία συνειδήσεως την κρίσιν Συνόδου» Δηλ. ενώ προηγουμένως ετόνιζε ότι:

«Εφ’ όσον η Εκκλησία δεν προέβη εις καθαίρεσιν αυτών, ημείς δεν πρέπει να αποκηρύξωμεν αυτούς και να παύσωμεν το μνημόσυνον αυτών», νυν, πιεσθείς από την διαυγή σαφήνειαν του κανόνος ηναγκάσθη να τον ερμηνεύση πλην μόνον  ε ρ μ η ν ε ύ σ η, ουχί δε και να  π ρ ο τ ρ έ ψ η  την εφαρμογήν του δειλιάσας(;) διά τας συνεπείας της προτροπής, η οποία θα αναιρούσε την θέσιν του επί του προκειμένου, την διατρέχουσαν άπασαν την διατριβήν.

Και διά να αληθεύωμεν περισσότερον, και η νέα του αύτη «ερμηνευτική» έχει καταποθή από το πέλαγος των παραπετασμάτων και το επαναλαμβανόμενον σύνθημα: Δεν πρέπει να παύωμεν το μνημόσυνον αυτών, δι’ όσους η Εκκλησία εφαρμόζει οικονομία και δεν έχει καθαιρέσει.

(Το αν ο π. Νικόδημος θα υπαχθή εις τους Γ.Ο.Χ. ή όχι, τούτο είναι θέμα καθαρώς εκλογής, λόγω των «οικουμενικών» ημερών μας, δεδομένου ότι οι Γ.Ο.Χ. δεν αποτελούν παρασυναγωγήν, ως διατείνονταί τινες, αλλά την συνέχειαν της ακαινοτομήτου Ελλαδικής Εκκλησίας).

Και συνεχίζομεν με την εξής πρότασιν του π. Επιφανίου:

«Εφ’ όσον όμως η Εκκλησία δεν προέβη εις καθαίρεσιν αυτών, ημείς δεν πρέπει να αποκηρύξωμεν αυτούς και να παύσωμεν το μνημόσυνον αυτώ». Κατ’ αρχήν, η διακοπή του μνημοσύνου αποτελεί  έ μ μ ε σ ο ν  αποκήρυξιν, π. Νέστορ, διότι είναι φανερόν ότι αποκήρυξιν ενεργόν και άμεσον μόνον μία Σύνοδος δύναται να εκτελέση.

Αλλά το θαυμαστόν είναι ότι όχι μόνον πρό Συνοδικής διαγνώμης, ως θα σου αποδείξουν τα παραδείγματα, αλλά και  μ ε τ ά  από Συνοδικήν διαγνώμην αθωωτική του δράστου, επιτρέπεται ν’ αντιδράση τις όταν πληροφορηθή και βεβαιωθή ότι καπηλεύουν την αλήθειαν οι αθωώσαντες τον ένοχον Συνοδικοί!

Ιδού τι γράφει ο άγιος Νικόδημος:

«Και εν τη καθ’ ημάς γαρ Ιεραρχία του Ιερέως και Ιεράρχου ατακτούντος και κακώς φρονούντων, και διάκονος και Μοναχός ευτακτούντες και ορθώς φρονούντες δύναται νουθετήσαι και ευτακτήσαι αυτούς, καθώς τα παραδείγματα εισί πάμπολλα».

Ο γνωστός επίσης Σέρβος Κανονολόγος Επίσκοπος Νικόδημος Μίλας, αναφερόμενος δι’ ειδικής μελέτης του εις τον ΙΕ’ Κανόνα της  ΑΒ Συνόδου, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά, χωρίς τας διαστροφικάς προσπαθείας του π. Επιφανίου.

«Εάν Επίσκοπος ή Μητροπολίτης ή Πατριάρχης άρξηται να διακηρύττη δημόσια επ’ Εκκλησίας αιρετικήν τινα διδαχήν αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι υποτασσόμενοι αυτώ κέκτηνται  δ ι κ α ί ω μ α  άμα και  χ ρ έ ο ς  να αποσχοινισθώσι  π ά ρ α υ τ α  εκείνου… διό ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσιν υποβληθή κανονικήν ποινήν, αλλά θέλουσι και  ε π α ι ν ε θ ή  εισέτι, καθ’ όσον διά τούτου, δεν κατέκριναν και δεν επανεστάτησαν εναντίον των νομίμων επισκόπων, αλλ’ εναντίον  ψ ε υ δ ε π ι σ κ ό π ω ν  και  ψ ε υ δ ο δ ι δ α σ κ ά λ ω ν.  ούτε και εδημιούργησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία, αλλ’ αντιθέτως  α π ή λ λ α ξ α ν  την Εκκλησίαν, εν όσω ηδυνήθησαν μέτρω, του σχίσματος και της διαιρέσεως». (PRAVILA PRAVOSLAVNE CZORNE S TUMACENJIMA, II, NOVISAD, 189, 66, 290, 291).

Εν συνεχεία σου παραθέτω τι συμβουλεύει επί των ανωτέρω και ο Μ. Αθανάσιος, ο πρωταγωνιστής ούτος της πίστεως και ευσεβείας.

«Βαδίζοντες την απλανή και ζωηφόρον οδόν, οφθαλμόν μεν εκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μη τον αισθητόν αλλά τον νοητόν. Οίον εάν ο Επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος οι όντες οφθαλμοί της Εκκλησίας κακώς αναστρέφονται και σκανδαλίζωσι  τον λαόν,  χ ρ ή  α υ τ ο ύ ς   ε κ β ά λ λ ε σ θ α ι.  Συμφέρον γαρ εστιν άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον, ή μετ’ αυτών εμβληθήναι ως μετά Άννα και Καϊάφα εις την γέενναν του πυρός (Μ.Ρ. 35, 22).

Στο τέλος της παρούσης θα ίδης εν μια θαυμασία όντως επιστολή του αγίου Κυρίλου  ό λ α ς  τας ανωτέρω θέσεις εις την πράξιν. Αλλά πρίν αναγνώσωμεν τον υπέροχον αυτής κείμενον, σου αναφέρω της ιδίας εποχής και επί του ιδίου αιρετικού Νεστορίου, γεγονός, το οποίον τα μέγιστα θα πληροφορήση την αγάπην  σου.

«Α ν α φ ο ρ ά  Βασιλείου διακόνου και Αρχιμανδρίτου και Θαλασσίου αναγνώστου και μονάζοντος και λοιπών χριστιανών Μοναχών»… προς τους Βασιλείς Θεοδόσιον και Ουαλεντινιανόν κατά του αιρεσιάρχου Αρχ/που Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου κηρύσσοντος την κατά της Θεοτόκου βδελυράν αυτού αίρεσιν.

«…Τούτου ένεκα», γράφει ο αρχιμανδρίτης, «του αληθούς δόγματος του εν τη αγιωτάτη Εκκλησία ακριβώς κηρυττομένου και του αιρετικού Παύλου (Σαμοσατέως) δικαίως εξωσθέντος, εγένοντο  σ χ ί σ μ α τ α   λ α ώ ν,   α κ α τ α σ τ α σ ί α ι   ι ε ρ έ ω ν,  ταραχή ποιμένων. Όθεν και νυν κατά πρόσωπον του εγχειρισθέντος τον της επισκοπής θρόνον Νεστορίου, ει δει ειπείν επίσκοπον, εν τω Συνεδρίω πολλάκις τινές των ευλαβεστάτων πρεσβυτέρων ήλεγξαν και διά την απείθειαν αυτού, το μη λέγειν Θεοτόκον την αγίαν Παρθένον, και Θεόν όντα φύσιν αληθινόν τον Χριστόν,  τ η ς  α υ τ ο ύ   κ ο ι ν ω ν ί α ς   ε α υ τ ο ύ ς   ε ξ έ β α λ ο ν   κ α ι   κ α τ έ χ ο υ σ ι   έ ω ς   ά ρ τ ι.   τ ι ν έ ς   δ ε   λ ά θ ρ α   ο μ ο ί ω ς   τ η ς   α υ τ ο ύ   κ ο ι ν ω ν ί α ς   σ τ έ λ λ ο ν τ α ι.

Άλλοι δε των ευλαβεστάτων πρεσβυτέρων, διά το λεγόμενον, εν τη αγία ταύτη Εκκλησία, Ειρήνη τη παραθαλασσία, και του ανανεωθέντος δόγματος, του λέγειν εκωλύθησαν. Όθεν επεβόα ο λαός ζητών της Ορθοδοξίας συνήθη διδασκαλίαν, λέγων: Βασιλέα έχομεν,  Ε π ί σ κ ο π ο ν   ο υ κ   έ χ ο μ ε ν…» (Πρακτικά Συνόδων, Τομ. Α’, σ. 462).

Αναρίθμητα τυγχάνουν, αδελφέ μου, τα παράλληλα γεγονότα της Ιστορίας και αι γνώμαι των αγίων Πατέρων. Ο ανωτέρω αναφερθείς Μ. Φώτιος γράφει που σχετικώς:
«Αιρετικός εστιν ο ποιμήν; Λύκος εστιν. Φυγείν εξ αυτού και αποπηδάν δεήσει, μηδ’ απατηθήναι προσελθείν καν ήμερον περισαίνειν  δοκεί. Φύγε την κοινωνίαν αυτού και την προς αυτόν ομιλίαν, ως ιόν όφεως».

Η διάκρισις ήν ποιεί ο π. Επ. εις ποιμένας και πρόβατα εν τη προκειμένη περιπτώσει, δεν έχει ουδεμίαν ισχύν. Ο λαός, ως  φ ρ ο υ ρ ό ς   της Ορθοδοξίας, έναντι της προδιδομένης πίστεως, θα έχη πάντοτε κυριαρχικά δικαιώματα.

«Και ούτω πως εννοεί και μέχρις εσχάτων ακόμη η Ορθόδοξος Εκκλησία τα δικαιώματα του λαϊκού πληρώματος και τα καθήκοντα αυτού. Ούτως εις την προς Πίον τον Θ’ απάντησιν αυτών το 1848 οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι της Ανατολής διεκήρυξαν, ότι «παρ’ ημίν ούτε Πατριάρχαι, ούτε Σύνοδοι ηδυνήθησαν ποτέ εισαγαγείν νέα, διότι ο υπερασπιστής της Θρησκείας εστιν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι,  α υ τ ό ς   ο   λ α ό ς,  όστις εθέλει  το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού».

Κατά συνέπειαν, π. Νέστορ, το λεγόμενον υπό του επιστολογράφου ότι «είναι εσχάτη πλάνη η γνώμη ότι ΄΄ημείς είμεθα ασφαλείς γνώσται της ψήφου του Θεού΄΄, υπό το πνεύμα όπου τίθεται εν τη επιστολή του, δεν έχεται ουδόλως της αληθείας! Η συνείδησις του λαϊκού πληρώματος, εκφραζομένη ιδία εν γενικαίς διαμαρτυρίαις, πολλάκις δε αντιπροσωπευμένη υπό ελαχίστης μειονότητος, ως και υπό ενός λαϊκού ή μοναχού, ως παρακατιών θα σου αναφέρω, ουδόλως σφάλλει  ο ύ τ ω ς  ενεργούσα, ως φρονεί ο π. Επιφάνιος.

Διότι συνεχίζων γράφει: «Ουαί, χιλιάκις ουαί, τη Εκκλησία, όταν τα άτομα, και μάλιστα οι λαϊκοί, κηρύττουσιν επαναστάσεις του είδους αυτού. Αυτός είναι καθηρημένος υπό του Θεού. Ποίαν σημασίαν έχει αν δεν καθηρέθη υπό Συνόδου; Φύγωμεν απ’ αυτού!..».

Μάλιστα, Πανοσιολογιώτατε, εάν όντως η λαϊκή συνείδησις εγερθή, διά την αβελτηρίαν των επί τούτω τεθέντων ως βιγλατόρων της ακεραιότητος της Εκκλησίας, και οίτινες αδιαφορούν ή σιωπούν ή ανέχονται κακούργως, τότε η φυγή του λαού και η απομάκρυνσίς του εκ τοιούτων ψευδοποιμένων, καίτοι δεν εκδίδει επίσημον πράξιν αποκηρύξεως,  τ η   ο υ σ ί α   ό μ ω ς   ε ί ν α ι   η   α π ο κ ή ρ υ ξ ι ς   τ η ς   α λ η θ ο ύ ς   Ε κ κ λ η σ ί α ς   κ α τ ά   τ ο υ   ψ ε υ δ ο ύ ς   μ έ λ ο υ ς   τ η ς,   π ο ι μ έ ν ο ς,  ή   Σ υ ν ό δ ο υ   ο λ ο κ λ ή ρ ο υ. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέγει σχετικώς: «Επειδή πας ορθοδοξών κατά πάντα, πάντα αιρετικόν δυνάμει, καν ου ρήματι, αναθεματίζει» (Μ.P.G. 99, 1088).

Δεν αμαρτάνουν, λοιπόν, αναφέροντες ταύτα, υπό την προϋπόθεσιν λέγομεν και πάλιν, ότι ο Επίσκοπός των όντως κηρύττει γυμνή τη κεφαλή αίρεσιν. Και τούτο διότι η ευθύνη επιρρίπτεται εις τον αιρεσιάρχην και τους συμποιμένας αυτού, οίτινες συμποιμένες πρώτοι εκείνοι έπρεπεν να αποκόψουν αυτόν της τιμίας των χορείας, και όχι να τω χαρίζωνται συνεχώς, ανεχόμενοι και ενοχοποιούντες ούτω την αθώαν λαϊκήν ψυχήν, ήν παρουσιάζουν συμφρονούσαν και οιονεί επιθυμούσαν την κοινωνίαν της πλάνης.

Αλλά πλείονα περί τούτων εις το κλασσικόν κειμένου του αγίου Κυρίλλου.

Ο δε Άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής, ως εξής περιγράφει την υποχρέωσιν  π ά ν τ ω ν  έναντι της κηρυττομένης κακοδοξίας.

«Μη πείθεσθε μονάζουσι, μηδέ τοις πρεσβυτέροις,
Εφ’ οις ανόμως λέγουσι, κάκιστα εισηγούνται.
Και τι φημί μονάζουσι, και τι τοις πρεσβυτέροις;
Μηδ’ επισκόποις είκετε, τα μη λυσιτελούντα,
Πράττειν και λέγειν και φρονείν δολίως παραινούσιν.
Τις ευσεβής σιγήσειεν, τις όλως ηρεμήσει;
Και γαρ την συγκατάθεσιν η σιωπή σημαίνει
Και τούτο δείκνυσι σαφώς ο Πρόδρομος Κυρίου,
Και Μακκαβαίοι συν αυτώ μικράς νομοθεσίας,
Προκινδυνεύσαντες στερρώς μέχρι αυτού θανάτου,
Και μήτε το βραχύτατον του νόμου παριδόντες.
Επαινετός ο πόλεμος γνωρίζεται πολλάκις,
Και μάχη κρείττων δείκνυται ψυχοβλαβούς ειρήνης.
Βέλτιον γαρ αφίστασθαι τοις ου καλώς φρονούσι
Ή τούτοις επακολουθείν κακώς ομονοούντες,
Χωριζομένους του Θεού και τούτοις ενουμένους.»

Ως βλέπεις, π. Νέστορ, τα πράγματα είναι τελείως  δ ι α υ γ ή  και  α π λ ά.  Διά να μη νομίσης ότι αι γνώμαι μου, ή μάλλον τα αναφερόμενα είναι πολύ «τραβηγμένα», σου παραθέτω κείμενον του αθανάτου αγίου Χρυσοστόμου, όπερ τυγχάνει εισέτι αυστηρότερον.

Τα γραφόμενά του αποτελούν αληθές μαστίγωμα των «σιωπώντων» κατακεραυνών τους περί πολλά έτερα μεριμνώντας, ήτοι διά Ορφανοτροφεία, Γηροκομεία, Οικοτροφεία κλπ., της αληθείας εις τέλος λυμαινομένης.

«Όταν γαρ αυτοί μεν οι άπιστοι και αιρετικοί τω ψεύδει συνιστάμενοι πάντα πράττουσι ώστε συσκιάσαι των δογμάτων την ισχύν, ημείς δε οι της αληθείας θεραπευταί, μηδέ το στόμα διάραι δυνάμεθα, πως ου πολλήν του δόγματος καταγνώσονται την ασθένειαν; Πως ουκ απάτην και μωρίαν τα υμέτερα υποπτεύσωσι; Πως ου βλασφημήσουσι τον Χριστόν ως είρωνα και απατεώνα;

Ταύτης δε ημείς αίτιοι της βλασφημίας, ούκ εθέλοντες αγρυπνείν εν τοις υπέρ ευσεβείας λόγοις, αλλά πάρεργα τιθέμεθα ταύτα τα της γης μεριμνώντες…» (Ομιλ. ΝΖ εις το κατά Ιωάννην).

Συνεχίζεται...
4. Επιτρεπομένη οικονομία 5. Το Παλαιοημερολογιτικόν. 6. Η χειροτονία των επισκόπων εν Αμερική. 7.Αντικανονικότητες του παρελθόντος και σύγχρονοι αιρετικοί. 2.Τα δικαιώματα του μικρού ποιμνίου. 3.Πως αντέδρων οι παλαιοί άγιοι.  4.Η καλή οικονομία. ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΑΚΡΟΤΗΤΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ (ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σς. 97-121)  1.Περί οικονομίας. 2.Οι φιλαθηναγορικοί Επίσκοποι.  3.Ο Μ. Φώτιος και ο πάπας Ιωάννης Η΄.4.Και πάλιν περί Μ. Φωτίου. 5.Αι Κανονικαί σχέσεις.  §§ 6-13 και 18. Περί του Παλαιοημερολογιακού  16.Η «δυνητικότης» του ΙΕ΄Κανόνος.  20.Ο άγιος Κύριλλος και οι σύγχρονοι φιλοπαπικοί Επίσκοποι.  22.Οι ποιμένες και το ποίμνιον.  Α΄ ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΟΝ»… Αναίρεσις του άρθρου: «Εκρήξεις ακρίτου ζηλωτισμού». (Βλ. ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σ σ. 166-168). ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ» ΖΗΛΟΝ… Β’
«ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΑΝΩ ΤΟΙΣ ΚΑΤΩ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΕΙ…» ΤΟ ΚΑΤΑΚΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ* ΓΕΡΟΝΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΣ;  ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου