Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

«ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΑΝΩ ΤΟΙΣ ΚΑΤΩ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΕΙ…»


«ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΑ ΑΝΩ ΤΟΙΣ ΚΑΤΩ ΣΥΝΕΟΡΤΑΖΕΙ…»

Αναίρεσις του άρθρου: «Αφελή ζηλωτικά ερωτήματα». (ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σ σ. 205-213).

Κάποιος ζηλωτής, κατά την μαρτυρίαν του γνωστού αντιζηλωτού αρχιμ. π. Επιφανίου, του έθεσε κάποτε το ερώτημα: «Πότε εορτάζει ο ουρανός τας εορτάς; Με το Παλαιόν ή με το Νέον Ημερολόγιον;» Και ο λόγιος αρχιμανδρίτης με πληθωρικόν λόγον και δεκάδας παραδειγμάτων «απέδειξεν» εις τον «αφελή» ζηλωτήν το εξής: «Οσάκις “τα κάτω” εορτάζει», τοσάκις και «τα άνω συν- εορτάζει» μετ’ αυτών. Ο Ουρανός είναι υπεράνω χώρου και χρόνου και εναγκαλίζεται όλην την γήν, συμμετέχων συνεχώς και αδιαλείπτως εις την εν «πνεύματι και αληθεία» λατρείαν του αληθινού Θεού, οποτεδήποτε και οπουδήποτε και υφ’ οιασδήποτε γεωγραφικάς και ημερολογιακάς συνθήκας και αν τελήται αύτη!» (Ορθ. Τύπος 26 Δεκ. 1980, σ. 4).

Η Εκκλησία όμως της Ελλάδος έχει σαφώς  α ν τ ί θ ε τ ο ν   γνώμην από αυτήν του π. Επιφανίου! Ούτως εις την Εισήγησίν της επί του  Η μ ε ρ ο λ ο γ ι α κ ο ύ   Ζ η τ ή μ α τ ο ς,  την υποβληθείσαν ήδη από το 1971 εις την μέλλουσα να συνέλθη Πανορθόδοξον Μεγάλην Σύνοδον, γράφει τα εξής σημαντικά: «Μεταξύ των ακολουθουσών το Παλαιόν Ημερολόγιον και των ακολουθουσών  το Νέον υπάρχει μόνιμος διαφορά 13 ημερών ως προς την τέλεσιν όλων ανεξαιρέτως των ακινήτων λεγομένων εορτών. Τούτο αποτελεί γεγονός  π ρ ω τ ο φ α ν έ ς  εις τα χρονικά της Εκκλησίας, καθ’ όσον παρά την κατά τους πρώτους χρόνους ποικιλίαν ημερολογίων και το ακαθόριστον του εορτολογίου,  ο υ δ έ π ο τ ε   παρουσιάσθη χρονική διαφορά εορτασμού ενός και του αυτού γεγονότος (π.χ. κοιμήσεως αγίου), ως συμβαίνει σήμερον. Η διαφωνία καθίσταται εντονωτέρα κατά τας μεγάλας εορτάς των Χριστουγέννων, Θεοφανείων, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι μεν νηστεύουν, οι δε πανηγυρίζουν. Η διαφωνία αύτη οδηγεί εις το ερώτημα: «Τις εορτάζει, ημείς ή η Εκκλησία;». Η απάντησις ημείς   α ί ρ ε ι   τ η ν   ι ε ρ ό τ η τ α   των εορτών, καθιστώσα αυτάς ατομικήν εκάστου υπόθεσιν. Η απάντησις η Εκκλησία,  α π α ι τ ε ί   ένα εορτασμόν ως μία είναι η Εκκλησία»!! (σ.10).

Βλέπετε ολόκληρη Εκκλησία της Ελλάδος και πάλιν δεν μπόρεσε να ξεφύγη τον «μπακαλίστικο» συλλογισμόν! Δεν είναι δυνατόν, γράφει, να έχει ιερότητα η εορτή που γίνεται επί καταλύσει των «πατρικών ορίων», διότι έτσι το θέλησε το γούστο και η πονηρά και αντορθόδοξος διάθεσις εκάστου, προσθέτομεν ημείς, έστω και αν αυτός ο έκαστος είναι μια ολόκληρος τοπική Εκκλησία, ή αν θέλετε πάσαι αι ορθόδοξαι Εκκλησίαι πλήν μιάς. Διότι εάν και μία μόνον τοπική Εκκλησία, ή έστω ολίγοι πιστοί, διαφωνήσουν διά την ανωτέρω   α ν έ ο ρ τ ο ν   εορτήν των καινοτόμων, παραμένοντες εν τοις «ορίοις των πατέρων», αυτοί θ’ αποτελούν την αληθεύουσαν πλειοψηφίαν και συνεπώς μετ’ αυτών θα είναι η ιερότης της εορτής πάσα. Αυτό πάλι σημαίνει ότι μόνον μετ’ αυτών συνερτάζει   ε υ α ρ έ σ τ ω ς   ο Ουρανός, εισακούων αυτούς ο Θεός ιλαρώ προσώπω, όπως θα ήκουε δηλαδή ένας πατήρ το κατά πάντα υπάκουον τέκνον του. Αυτή είναι η θεολογική ένοια της συνεορτής των άνω και κάτω. Και με τους λοιπούς τι συμβαίνει; Δεν εισακούονται; Συμβαίνει ότι είπε ο μέγας Χρυσόστομος διά τους αναξίους ιερείς: «Ο Θεός ου πάντας χειροτονεί, αλλά διά πάντων ενεργεί», το οποίον σημαίνει ότι πολλοί ιερείς τον υπηρετούν «κατά παραχώρησιν», ολίγοι όμως «κατ’ ευδοκίαν». Αυτονόητον είναι ότι δεν τυγχάνουν άμοιροι ευθύνης και οι ακολουθούντες τους εν εκάστη εποχή καινοτομούντας κληρικούς, εν προκειμένω δε τους Νεοημερολογίτας.

Ότι δε αποτελεί καθαράν καινοτομίαν, ήτοι αντιπαραδοσιακήν πράξιν η εισαγωγή του νέου ημερολογίου, ως εγένετο, καίτοι έχομεν γράψει ειδικήν επ’ αυτού μελέτην, εν τούτοις θεωρούμεν λίαν αναγκαίον να είπωμεν ενταύθα τα εξής. Ο Οικουμενικός πατριάρχης Ιωακείμ ήδη από το 1901 εχαρακτήρισε την αλλαγήν των 13 ημερών: «ανόητον και άσκοπον» καίτοι ενόει ταύτην αποδεκτή υπό πασών των Εκκλησιών. Η Εκκλησία της Ελλάδος αξιολογούσα εις στιγμάς νηφαλιότητος τους ανωτέρω λόγους του πατριάρχου, έγραψε εις την ανωτέρω εισήγησίν της το 1971. «Ατυχώς η φωνή αύτη της συνέσεως ηγνοήθη και  μ η δ ε ν ό ς   εκκλησιαστικού λόγου συνωθούντος διωρθώθη το Ιουλιανόν Ημερολόγιον και η Εκκλησία διηρέθη εις δεχομένας την διόρθωσιν και απορριπτούσας αυτήν». (σ.32).

Εάν δε ληφθή υπ’ όψιν ότι διά μεν του εορτολογίου ρυθμίζονται αι εορταί και λοιπαί λατρευτικαί εκδηλώσεις των πιστών, διά δε του ημερολογίου επιτυγχάνεται η  ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ επιτέλεσίς των, τότε διά της ημερολογιακής καινοτομίας και της δημιουργίας ούτω δύο ημερολογίων η ανωτέρω   ρ ύ θ μ ι σ ι ς   καταστρέφεται σχεδόν ολοσχερώς, ως ακριβώς θα εγένετο, εάν εις ένα στράτευμα διέττασσον  δ ύ ο   αρχηγοί!

Διότι όταν δεν κατορθούνται αυτό το εκ  σ υ μ φ ώ ν ο υ,  και μάλιστα κατά τας μεγάλας εορτάς, τότε τα εξωτερικά γνωρίσματα της Μιάς, Αγίας Εκκλησίας καταστρέφονται, και η Εκκλησία, ο τύπος της άνω Βασιλείας εμφανίζει την εικόνα της ακαταστασίας και αταξίας, όπερ ουκ έστιν από Θεού (Α’ Κορ. 14, 33) και συνεπώς ουδέ ευάρεστον εις Αυτόν και την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν, την θεσμοθετήσασαν και βιώσασα την ανωτέρω ευταξίαν. Δεν είναι δυνατόν ν’ αποτελή αύτη λατρεία «εν αληθεία».

Διά τούτο ακριβώς η ημερολογιακή καινοτομία του 1924 τυγχάνει ενέργεια συγγενής προς την εικονομαχικήν μεταρρύθμισιν του 8ου αιώνος, η οποία  π ρ ο φ ά σ ε ι   μιάς δήθεν καθαρωτέρας και πνευματικωτέρας λατρείας επεχείρησε την κατάλυσιν των καλώς παραδεδομένων. Ούτω και ενταύθα, προφάσει μιάς ακριβεστέρας χρονομετρικής ακριβείας, τη δε ουσία εκ κακοδόξου διαθέσεως ενώσεως μετά των αιρετικών της Δύσεως, τους οποίους μόλις το 1920 το Οικ. Πατριαρχείον είχε χερακτηρίσει ως «συγκληρονόμους της βασιλείας του Θεού»!, αναγνωρίσαν μετ’ ολίγον και τας χειροτονίας των αιρετικών Αγγλικανών (1922), ότε δηλ. ακριβώς ο ελληνικός κόσμος εθρήνει διά την Μικρασιατικήν καταστροφήν, τότε λέγομεν, το Οικ. Πατριαρχείον τη αρωγή και συμμαχία, ίνα μη είπωμεν πρωτοβουλία της Ελλαδικής Εκκλησίας, κατέλυε τάξιν εν τω ιερώ θεσμώ της λατρείας επί Πανορθοδόξου πεδίου!

Λειτουργικός και εγκόσμιος χρόνος.

Πως λοιπόν να μη ερωτά ο απλούς μεν, πλην ουχί αφελής, ως εχαρακτηρίσθη υπό του Πανοσιολογιωτάτου ζηλωτής: «Με ποίους εορτάζει ο Ουρανός; Με τους καινοτομήσαντας ή με τους αρνηθέντας υπακοήν εις μίαν τοιαύτην αντιπαραδοσιακήν πράξιν;» Ευλογώτατον το ερώτημά του.

Διότι εάν η θριαμβεύουσα εν Ουρανοίς Εκκλησία είναι υπεράνω χρόνου, η στρατευομένη  δ ε ν   ε ί ν α ι,  ακριβώς επειδή είναι στρατευομένη, ήτοι επί γης αγωνιζομένη και εν χρόνω επιτελούσα τα της πνευματικής της στρατείας, «ευσχημόνως και κατά τάξιν» κατά το αποστολικόν. (Α’ Κορ. 14, 40). Το αν η Εκκλησία εν τη λατρεία της δεν γίνεται δούλη του εγκοσμίου χρόνου, βιούσα μυστικώς και ως ένα διαρκές παρόν τα υπερφυή γεγονότα της σωτηρίας μας, αυτό δεν σημαίνει ότι κινείται ασχέτως του χρόνου. Ως είναι Θεανθρωπίνη, έχουσα ως κεφαλήν της τον Χριστόν, με σώμα ημάς, τους υλικούς και αμαρτωλούς, και ούτε θεία είναι μόνον, ούτε ανθρωπίνη, ούτω συμβαίνει ενταύθα και με τον χρόνον. Ούτε αδιαφορεί προς αυτόν, ως ούσα εγκόσμιος, ούτε πάλιν δεσμεύεται υπ’ αυτού κατά την θείαν λατρείαν της, χρησιμοποιούσα τον εαυτής λειτουργικόν χρόνον.

Μονομερής εφαρμογή της απόψεως του π. Επιφανίου, ότι η Εκκλησία κινείται εκτός χρόνου, και συνεπώς πας τις  ό π ο τ ε   βούλεται δύναται να επιτελή τας εορτάς της, θα την μετέτρεπε ασφαλώς εις παν έτερον πλην Εκκλησίας, η οποία κατά τους λόγους της ΣΤ’ Οικ. Συνόδου θα πρέπη «κατά πάσαν την οικουμένην… μια κατακολουθείν τάξει» (Καν.56), καθότι «ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλ’ ειρήνης» (Β’ Κορ. ΙΔ, 33). Και με απλούστερα λόγια: Μετά το «ευλογητός ο Θεός» του ιερέως η Εκκλησία αρχίζει να βιοί τον λειτουργικόν της χρόνον, στο να προσέλθουν όμως τα τέκνα της εις αυτήν διά ν’ ακούσουν το ανωτέρω «Ευλογητός ο Θεός…» και να λατρεύσουν   ο μ ο ύ   τον Θεόν και τους αγίους αυτού της χρειάζεται ο εγκόσμιος χρόνος. Και με μια πρότασι: Ε κ τ ό ς   των πυλών της η Εκκλησία χρησιμοποιεί τον εγκόσμιον χρόνον, με τα ανωτέρω περιγραφέντα χαρακτηριστικά του. Α μ φ ό τ ε ρ ο ι   α ν α γ κ α ί ο ι   διά μίαν εν πνεύματι και αληθεία» λατρεία της στρατευομένης του Χριστού Εκκλησίας.

Συνεπώς τα «επιχειρήματα» του Πανοσιολογιωτάτου και η κουραστική αδολεσχία του περί της εννοίας του λειτουργικού χρόνου και του «σήμερον συνεορτάζει» ουδόλως αίρουν την ευθύνην των καινοτομησάντων. Ούτε επίσης η   φ υ σ ι κ ή   δ ι α φ ο ρ ά   της ώρας εις τα διάφορα σημεία της γης συνιστά επιχειρήματα κατά των εμμενόντων εις τας Ι. Παραδόσεις της Εκκλησίας Παλαιοημερολογιτών και Ζηλωτών, ως θέλει να πιστεύη ο κατήγορός των. Και προ της ημερολογιακής καινοτομίας του 1924 υπήρχον αι διαφοραί αυταί,  ο υ δ ε ί ς   όμως εξανέστη ή διεχώρησεν τας ευθύνας του ισχυριζόμενος δηλ. ότι ο Ουρανός συνεορτάζει  μ ό ν ο ν   μετά των Ορθοδόξων της Ελλάδος το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, ουχί δε και μετά των εν Αυστραλία και Καναδά! Ευτυχώς υπάρχει εις όλους το δώρον της κοινής λογικής! Όταν όμως «μηδενός εκκλησιαστικού λόγου συνωθούντος», αλλ’ επειδή το ήθελε ο μασώνος Μεταξάκης και ο φιλόδοξος Παπαδόπουλος αναγκάζονται τα λογικά πρόβατα του Χριστού ν’ ακολουθήσουν τους ανωτέρω κυρίους εις την καινοτομίαν τους, τότε ασφαλώς θα είπουν εις αυτούς το   ό χ ι   και «στώμεν καλώς», τα οποία εδιδάχθησαν να λέγουν εις όλους τους ψευτοποιμένας.

Δόγματα και Παραδόσεις.

Εν συνεχεία μακροθύμως αποφαινόμενος ο Πανοσιολογιώτατος δηλοί ότι δεν καταδικάζει το Παλαιόν Ημερολόγιον, αλλά τους μη υπακούσαντας εις την καινοτόμον φωνήν της Εκκλησίας των, Παλαιοημερολογίτας και Ζηλωτάς. Διότι, ως σαφώς αποφαίνεται,  μ ό ν ο ν   διά «δόγματα πίστεως» υποχρεούμεθα να διακόπτωμεν κοινωνίαν προς τους ποιμένας, γενόμενος ούτω διδάσκαλος νέων  α ν τ ι π α ρ α δ ο σ ι α κ ώ ν   κηρυγμάτων!

Ημείς όμως άλλως παρελάβομεν πιστεύειν παρά των αγίων Πατέρων. «Παραγγελίαν γαρ έχομεν εξ αυτού του Αποστόλου (Παύλου)», γράφει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, «εάν τις δογματίζη, ή προστάσση ποιείν ημάς, παρ’ ό παρελάβομεν, παρ’ ό οι Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων, καθολικών τε και τοπικών», ορίζουσιν, «απαράδεκτον αυτόν έχειν» και «μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίων». (P.G. 99, 998A).

Και διά να γίνωμεν σαφέστεροι τον ερωτώμεν το εξής: Εάν μετ’ ολίγον, πρό του κοινού Ποτηρίου, οι οικουμενισταί Ανατολής και Δύσεως σε κάποιο «Πανορθόδοξο» συνέδριό τους, αποφασίσουν τον  κ ο ι ν ό ν   συνεορτασμόν του Πάσχα Ανατολής και Δύσεως, παρά τας σχετικάς Κανονικάς Διατάξεις, και προς τους διαμαρτυρηθέντας και μη αποδεχθέντας την ανωτέρω καινοτομίαν των ορθοδόξων απαντήσουν με την ιδίαν τακτικήν και μεθοδολογίαν του: «Τι στενοχωρείσθε αδελφοί; Καλλίτερον να εορτάζωμεν ομού παρά χώρια και διηρημένως. Βεβαίως ευκταίον θα ήτο να μη συνέβαινε ο χωρισμός σας και να συνεορτάζετε και σεις μεθ’ ημών, αλλά τέτοιοι συνεορτασμοί, μη φοβείσθε, δεν λυμαίνονται την πίστιν, ούτε την Λειτουγικήν ή Κανονικήν ευταξίαν της Εκκλησίας. Λοιπόν προτού είναι αργά, ακολουθήσατε και σείς την εν συνόλω της ακολουθήσασαν Εκκλησίαν, διότι άλλως θέτετε εν κινδύνω την ψυχικήν σας σωτηρίαν, δημιουργούντες σχίσματα και κατατμήσεις χάριν μιάς δήθεν ορθοτέρας εορτολογικής ακριβείας». Τον ερωτώμεν: Τι θα απαντούσε στα ανωτέρω επιχειρήματα των κυρίων αυτών;

Ευελπιστούμεν πάντως -διά να μην μηκύνωμεν περαιτέρω τον λόγον- ότι ο π. Επιφάνιος θα έχη την σχετικήν ταπείνωσιν να ομολογήση: α) ότι δεν ήτο τόσο… αφελής, ως επίστευε, η ερώτησις του ζηλωτού μοναχού και β) ότι δεν είναι αρκετόν να λέγωμεν ότι «κακώς εγένετο η ημερολογιακή μεταβολή!». Διότι εάν και οι πρό ημών πατέρες διά τας διαφόρους καινοτομίας και κακοδοξίας που συνήντησαν, ηρκούντο απλώς εις ένα «κακώς εγένετο», κατά τον τύπον της… ομολογίας του, τότε ασφαλώς δεν θα είμεθα ημείς σήμερα Ορθόδοξοι! Βεβαίως δεν συμφωνούμε και ημείς με την αδόκιμον και  κ α τ α δ ι κ α σ τ έ α ν   θέσιν της ηγεσίας των Παλαιοημερολογιτών, ότι δηλ. η ημερολογιακή καινοτομία εγένετο αιτία απωλείας της Θ. Χάριτος εκ των καινοτόμων, ουδ’ εγράψαμε ποτέ ότι καλώς ισχυρίσθησαν τούτο.Αντιθέτως πολλάκις το εχαρακτηρίσαμεν ως αθεολόγητον εκτροπήν. Πρέπει όμως να ομολογηθή ότι  κ α ι   σεις, οι νεοημερολογίται ποιμένες, διεδραματίσατε πρωτεύοντα ρόλον διά την γένεσιν και   δ ι α τ ή ρ η σ ι ν   ιδίως του ανωτέρω κηρύγματος, αφ’ ενός μεν, διά των διωγμών που εξαπελύσατε κατά των κληρικών του παλαιού, καθαιρούντες αυτούς και χαρακτηρίζοντες σχισματικούς και άνευ χάριτος! (διό και οι κατά καιρούς αναχειροτονίαι των υφ’ υμών, ενώ τους ανιέρους παπικούς τους μνημονεύετε ως συλλειτουργούς σας, όταν παρίστανται στους ναούς σας, ως συμβαίνει τούτο εις τας Κυκλάδας!), αφ’ ετέρου δε, διά των ανοικείων μεθόδων που εχρησιμοποιήσατε δι’ ειδικού πράκτορός σας επί μακρόν δράσαντος εις την παράταξιν των Ματθαιικών υπέρ της διαδόσεως και εμπεδώσεως του τοιούτου φρονήματος. Τις δύναται, αλήθεια να μας διαβεβαιώση ότι δεν επανελήφθη κάτι  π α ρ ό μ ο ι ο ν   και διά την έκδοσιν της εγκυκλίου Νο 1191 του 1974, την παρομοίου περιεχομένου ομολογίαν της «Φωνής της Ορθοδοξίας» κατά Ιανουάριον του 1981, σελ. 14-15 και τόσας άλλας   σ υ γ γ ε ν ε ί ς   πτώσεις των ηγετών του παλαιού, ώστε ο ιερός αγών των Γ.Ο.Χ. να διατηρήται ου μόνον διχασμένος αλλά και εστερημένος της απαιτουμένης σοβαρότητος και θεολογικής υποστάσεως, υμείς δε να διαρρυγνύετε εν συνεχεία τα ιμάτιά σας, φαρισαϊκώ τω τρόπω, διά την βλασφημίαν και αίρεσίν των; ! …

«Αγιορείτης», Ιανουάριος 1981.
Συνεχίζεται...

4. Επιτρεπομένη οικονομία 5. Το Παλαιοημερολογιτικόν. 6. Η χειροτονία των επισκόπων εν Αμερική. 7.Αντικανονικότητες του παρελθόντος και σύγχρονοι αιρετικοί.  Μ Ε Ρ Ο Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν 1.Περί του ΙΕ’ Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. 2.Τα δικαιώματα του μικρού ποιμνίου.  3.Πως αντέδρων οι παλαιοί άγιοι.  4.Η καλή οικονομία. ΖΗΛΩΤΙΚΩΝ ΑΚΡΟΤΗΤΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ (ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σς. 97-121) 1.Περί οικονομίας. 2.Οι φιλαθηναγορικοί Επίσκοποι. 3.Ο Μ. Φώτιος και ο πάπας Ιωάννης Η΄..4.Και πάλιν περί Μ. Φωτίου. 5.Αι Κανονικαί σχέσεις. §§ 6-13 και 18. Περί του Παλαιοημερολογιακού 16.Η «δυνητικότης» του ΙΕ΄Κανόνος. 20.Ο άγιος Κύριλλος και οι σύγχρονοι φιλοπαπικοί Επίσκοποι. 22.Οι ποιμένες και το ποίμνιον. Α΄ ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ ΖΗΛΟΝ»… Αναίρεσις του άρθρου: «Εκρήξεις ακρίτου ζηλωτισμού». (Βλ. ΔΥΟ ΑΚΡΑ, σ σ. 166-168). ΠΡΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΝ ΜΕ «ΚΑΤ’ ΕΠΙΓΝΩΣΙΝ» ΖΗΛΟΝ… Β’ ΤΟ ΚΑΤΑΚΡΙΤΟΝ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ*  ΓΕΡΟΝΤΑ, ΓΙΑΤΙ ΚΛΑΙΣ;
 ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου