Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Λίγο πρίν την κοίμηση και η κοίμηση του Αγίου Ιερωνύμου της Αίγινας



Το καλοκαίρι του 1966 ήμουν εις την Ελλάδα. Από τις πολλές φορές οπού πήγα και είδα τον Γέροντα, ήμαστε μια φορά κάπου δέκα-δώδεκα, ημπορεί και επέκεινα, άτομα, δεν ενθυμούμαι τώρα μετά από τόσα χρόνια. Ενθυμούμαι καλά όμως ότι ήτο η Γερόντισσα Μάρθα του παπα-Νικόλα του Πλανά και ο Βασιλάκης ο Λέπουρας. Η Γερόντισσα Μάρθα είχε ακούσει πολλάκις δια τον Γέροντα, αλλά είχε γεράσει πολύ και δύσκολα έβγαινε από το σπιτάκι της, οδός Τσιμισκή, στο κέτντρο της Αθήνας. Της έλεγα και εγώ δια τον Γέροντα, και της είχα τάξει ότι όταν θα ερχόμουν κάποτε από την Αμερικήν θα την πήγαινα μαζί με τον αδελφόν της, τον παππού Νικόλαον, διά να επισκεφθούμε τον Γέροντα. Ευτυχώς οπού πήγαμε το καλοκαίρι του 1966, καθώς τον Οκτώβριον του ιδίου έτους εκοιμήθη ο Γέροντας.

Στο ίδιο ταξίδι ήρθε και ο Βασιλάκης Λέπουρας, μαζί με ένα νέον ο οποίος τον βοηθούσε με το καροτσάκι του, καθώς ήτο παράλυτος. Έλεγα πολλάκις εις τον Βασιλάκη διά τον Γέροντα και επιθυμούσε και αυτός να τον γνωρίση. Στην ίδια ομάδα ήτο και ο πάτερ Νικήτας Παλάσσης από το Σηάτλ (Ουάσινγκτον-Η.Π.Α.), ο οποίος έτυχε να είναι εις την Αθήνα. Είχε πάει προσκύνημα εις τα Ιεροσόλυμα και εις το Άγιον Όρος. Τον εγνώριζα καλά από την Αμερικήν. Επίσης ήρθε μαζί μας και ένας φοιτητής της θεολογίας εξ Αμερικής, ο Παναγιώτης Τσάμπηρας, νυν ιερεύς με το νέο στην Αμερικήν. Τον εγνώριζα και αυτόν από την Αμερικήν. Ήτο και ο διάκονος Μάρκος του Ορθοδόξου Τύπου, και άλλοι δύο, από την συνοδίαν μας από την Αμερικήν. Δεν ενθυμούμαι και ποιος άλλος. Τέλος ξεκινήσαμε όλοι από τον Πειραιά με την συγκοινωνία, ατμοπλοϊκώς, δια την Αίγινα. Η δε Γερόντισσα Μάρθα δεν άκουε καλά, ο αδελφός της Νικόλαος δεν έβλεπε καλά, ο Βασιλάκης ήτο καθιστός στο καροτσάκι του. Άλλος με μπαστουνάκι, άλλος με βακτηρία, ο ένας να βοηθή τον άλλον, άλλον να τραβάμε, άλλον να σηκώνουμε. Ήμαστε ένα ασκέρι ωσάν τους παλαιούς προσκυνητάς, οπού καραβάνια-καραβάνια πηγαίνανε στα Ιεροσόλυμα. Η Γερόντισσα Μάρθα βαστούσε ένα ματσάκι κεριά διά να τα ανάψη στον άγιον Νεκτάριον, και ένα δεματάκι αγιοτικά (λουλουδάκια Επιταφίου, λαδάκια, κεράκια, βαμβάκια από ευχέλαια κτλ.) δια να τα ρίξη στην θάλασσα, σε «καθαρό τόπον», όπως έλεγε. Άλλος βαστούσε λαμπάδα, άλλος κομποσκοίνι. Τέλος, είμαστε θέαμα και άκουσμα φρικτόν, θέατρον και ανθρώποις και αγγέλοις. Όλοι σταματούσαν και μας κοίταγαν περίεργα. Όταν αργότερα το άκουσε ο κυρ Αλέκος Παπαδημητρίου, μου είπε: «Θα ήθελα, Παντελάκι μου, να το ήξευρα. Θα άφηνα το εργοστάσιο και θα ερχόμουν στον Πειραιά να σας έβλεπα, να σας καμαρώσω. Που να ζούσε ο μακαρίτης ο Φώτης (Κόντογλου) να σας έβλεπε. Θα ευραίνετο. Θα σας ζωγράφιζε. Σεις εφαρμόσατε την λαϊκήν παροιμίαν -όλοι στραβοί, κουτσοί στον άγιον Παντελεήμονα. Ε! και ναμουνα από μια μεριά να σας καμάρωνα!».

Τέλος, φθάσαμε στην Αίγινα. Πήραμε αυτοκίνητα και ανεβήκαμε στον άγιον Νεκτάριον. Προσκυνήσαμε, και μετά κατεβήκαμε στον Γέροντα. Τι χαρά είχαμε όλοι, τι δάκρυα, τι κατάνυξι. Η Γερόντισσα Μάρθα σκιρτούσε από την χαρά της, ωσάν άλλη Άννα η προφήτιδα, θυγάτηρ Φανουήλ εκ φυλής Ασήρ. Ο δε Γέροντας, ως άλλος Συμεών ο πρέσβυς, μόνο που δεν πηδούσε. Η Γερόντισσα Μάρθα μπήκε εις το κελλί του και εξομολογήθηκε. Δεν άκουε. Φώναζε η ίδια, φώναζε και ο Γέροντας. Όλοι όσοι ήμαστε έξω εις την αυλήν, τα ακούγαμε όλα. Αλλά τέτοια αθώα ψυχή όπου ήτο η Γερόντισσα, και εις την ηλικίαν όπου ήτο, τι αμαρτίες να είχε; Τέλος, βγήκε ο Γέροντας έξω από το κελλί του, καθώς η θύρα ήτο στενή και το καροτσάκι του Βασιλάκη δεν χωρούσε να περάση. Εξ άλλου ήμαστε και πολλοί δια να χωρέσουμε όλοι μέσα εις το κελλάκι του.

Τι χαρά έκανε ο Γέροντας με τον Βασιλάκη! Ωσάν το μικρό παιδί οπού κροτεί τας χείρας του και κάνει παλαμάκια, ούτως και ο Γέροντας -το μόνο ότι δεν είχε δύο χείρες.

Λέει στον Βασιλάκη:
-Σε ζηλεύω! Εάν ήτο δυνατόν θα σε έδιδα το σώμα μου και θα έπαιρνα το δικό σου. Τι στεφάνι σου πλέκει ο Χριστός μας! Μόνο ως ο Ιώβ να υπομένεις και εν παντί να ευχαριστείς τον γλυκύν μας Ιησούν.

Μετά στρέφει προς ημάς και λέει:
-Όποιος αυτόν σηκώνει, οι άγγελοι θέλει σηκώσουν αυτόν εν τη ημέρα εκείνη.

Επηκολούθησαν λόγοι παρηγορητικοί και νουθεσίες διά όλους μας -κληρικούς, μοναχούς, λαϊκούς. Όλοι δακρύσαμε, όλοι ευφρανθήκαμε, όλοι κατανυγήκαμε. Στο τέλος μας διάβασε και μια ευχή όλους ο Γέροντας και έτσι φύγαμε.

Στο βαποράκι όπου επιστρέφαμε, πότε ψέλναμε σιγανά, και πότε αναμιμνήσκαμε περί της επισκέψεώς μας και τι είδαμε και τι ακούσαμε, ευχαριστούντες και δοξολογούντες τον γλυκύν μας πλαστουργόν Θεόν, όπου μας αξίωσε σε τέτοιους καιρούς να ίδωμε και να ακούσωμε τοιούτον Γέροντα ως τους πάλαι.
Αυτή η επίσκεψις ήτο το καλοκαίρι του 1966. Άλλη μια φορά είδα τον Γέροντα πρίν φύγω δια την Αμερικήν, και ούτως το καλοκαίρι αυτό τον είδα τέσσερις φορές. Τον Οκτώβριο έλαβα είδησιν ότι την 3ην του μηνός -μνήμη του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου- εκοιμήθη ο Γέροντας εις τας Αθήνας, εις το διαμέρισμα του κυρ-Ελευθέρη Κουμπή. Με είχαν ειδοποιήσει ενωρίτερον ότι ο Γέροντας ασθενούσε βαριά και ότι ήτο εις την κλινικήν της Αλεξάνδρας, αλλά δεν περίμενα ότι θα αναπαυότανε τόσο γρήγορα. Όπως το επιθυμούσε, είχε καρκίνο, υπέφερε πολύ, και ούτως εκοιμήθη. Ως χρυσός εν χωνευτηρίω ούτως εκαθαρίσθη εις το τέλος, και ανεχώρησε δια τας άνω μονάς.

Μου είπαν άνθρωποι όπου τον επισκέφθηκαν εις την κλινικήν, ότι πονούσε πολύ και του έκαναν ενέσεις, αλλά πάλι πονούσε. Ενίοτε αναστέναζε κάπου-κάπου, και μέσα εις τους πόνους έκραζε, «Μάνα μου! Μητέρα μου!» Η δε γερόντισσα Ευπραξία όπου ήτο πάντοτε κοντά του, έλεγε με τον λογισμόν της ότι όποιος τον ακούει θα νομίζη ότι φωνεί την μητέρα του, ωσάν τα μικρά παιδιά που όταν πονέσουν αμέσως φωνάζουν διά την μητέρα τους. Τι θα λέγουν, έλεγε πάλι με τον νουν της η γερόντισσα, όσοι τον ακούν – ένα ηλικιωμένον κληρικόν να φωνάζη ωσάν μικρό παιδί «Μάνα μου». Οπότε σε μια στιγμή ανοίγει ο Γέροντας τα μάτια και την κοιτά και της λέγει:

-Καλογραία, την Παναγίαν μας επικαλούμαι, την Παντάνασσα Μητέρα μας φωνάζω, όχι την κατά σάρκα μητέρα μου.

Σαν ακούσαμε στην Αμερικήν δια την κοίμησιν του Γέροντος, αμέσως τελέσαμε τρισάγια και παννυχίδες (τριήμερα, εννεάμερα, το τεσσαρακονθήμερον μνημόσυνον και το καθιερωμένον κομποσχοίνιον κάθε νύχτα). Κάθε ημέρα -εκτός Κυριακής- είχαμε μετά την θεία λειτουργία τρισάγιον. Όταν συμπληρώθηκαν αι τεσσαράκοντα ημέρες, μετά την αγίαν λειτουργίαν αρχίσαμε να ψέλνουμε τους ύμνους του μνημοσύνου. Όταν φθάσαμε στα ευλογητάρια, και ενώ ψέλναμε, άρχισαν όλες οι κανδήλες του ναού της μονής μας να κινούνται αυτομάτως, χωρίς κανείς να τες αγγίξη. Πρώτον η κρεμαστή κανδήλα της αγίας Τραπέζης και μετά της ωραίας Πύλης, και εν συνεχεία του τέμπλου, του προσκυνηταρίου, του αγίου Νικολάου -όλες οι κανδήλες ησύχως, χωρίς κρότον, άρχισαν να κινούνται από τα δεξιά προς τα αριστερά, όπως τες κινούμε συνήθως εις τον πολυέλεον. Όλοι όσοι είμαστε παρόντες το είδαμε, και είμαστε μάρτυρες. Εγώ θυμίαζα τον καιρόν αυτόν και σιγοέψελνα τα ευλογητάρια μαζί με τους πατέρες. Μας φάνηκε ότι ήτο παρών ο Γέροντας. Χωρίς να τον ιδούμε ασφαλώς, τον αισθανθήκαμε  παρόντα και ότι ήθελε να μας ευχαριστήση και συνάμα να μας πληροφορήσει ότι η ψυχή του ευρήκε Όν ποθούσε και σκιρτούσε εν χαρά και αγαλλιάσει, όπως και οι κανδήλες εκινούντο χαρμοσύνως. Στην αρχήν οι κανδήλες άρχισαν να κινούνται ελαφρώς, αλλά έως ότου τελειώσουμε τα ευλογητάρια, εκινούντο τελείως, όπως εις τον πολυέλεον και σε δοξολογίες, ότε τας κινούμε διά χειρός.


Του Ηγουμένου Παντελεήμωνος της Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως Βοστώνης Από το Βιβλίο του Πέτρου Μπότση «ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ» σελ. 328-332

Δείτε επίσης:
 Ο Πέτρος Μπότσης μιλάει για τον Άγιο Ιερώνυμο της Αίγινας
Μαρτυρία Αγιότητας για τον Άγιο Ιερώνυμο της Αίγινας
Πατήρ Νεκτάριος Μαρμαρινός Ομιλία Περί του Αγ. Ιερωνύμου της Αίγινας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου