"Μετεμορφώθης ἐν τῷ ὄρει Χριστὲ ὁ Θεός, δείξας τοῖς Μαθηταῖς σου τὴν δόξαν σου, καθὼς ἠδυναντο. Λάμψον καὶ ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς, τὸ φῶς σου τὸ ἀΐδιον, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, φωτοδότα δόξα σοι."
Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025
Σάββατο 9 Αυγούστου 2025
ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
Ο κ. Σπύρος που με πλησίασε, γνωστός ενορίτης και φίλος από παλιά, Κερκυραίος την καταγωγή με ξεχωριστή καύχηση για τον άγιο του νησιού του, του οποίου έφερε και το όνομα, ήταν ελαφρώς αναστατωμένος. Μου έθεσε το θέμα κοφτά από την αρχή: «Πάτερ, ήλθε η κόρη μου με τα παιδιά της να μας δει, εμένα και τη μάνα της, κι έφερε και τα δύο εγγονάκια μας μαζί. Ο μεγαλύτερος, ο Σπυράκος, εννέα χρονών τώρα, με έφερε όμως σε δύσκολη θέση, όταν με ρώτησε αν θα πάνε στην κόλαση οι περισσότεροι άνθρωποι. “Πώς κι έτσι, βρε Σπύρο;” του είπα παραξενεμένος. “Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;” “Ο παπάς της ενορίας μας, παππού. Την προηγουμένη Κυριακή που βγήκε να μιλήσει στη Λειτουργία, μας είπε ότι αν δεν είμαστε άνθρωποι του Θεού, αν συνεχώς δεν προσευχόμαστε και δεν ερχόμαστε στην Εκκλησία, ο Θεός θα μας τιμωρήσει και θα μας πάει στην κόλαση!”»
Κοντοστάθηκα. «Κατάλαβε καλά το παιδί τι είπε ο παπάς;» ρώτησα τον φίλο Σπυρίδωνα. «Είναι σε μία ηλικία που μπορεί να ακούσει κάτι και να μην το κατανοήσει όπως πρέπει. Μήπως λοιπόν παρενόησε;» «Τι να σου πω, παπά μου;» είπε ο κυρ-Σπύρος. «Ό,τι μου είπε το μεταφέρω κι εγώ. Αλλά δεν φαίνεται να μην κατάλαβε το παιδί, γιατί το επανέλαβε, λέει, πολλές φορές ο παπάς στο κήρυγμά του». «Κι εσύ τι του απάντησες; Δεν του εξήγησες πώς έχουν τα πράγματα; Τόσα χρόνια στην Εκκλησία νομίζω πως έχεις τη δυνατότητα να δώσεις στο εγγονάκι σου το ορθό πλαίσιο των λόγων του ιεροκήρυκα. Αν και, το ξαναλέω, βάζω πολλά ερωτηματικά στο αν τελικώς το παιδί άκουσε όλο τον ειρμό των σκέψεων του ιερέα. Γιατί μπορεί να είπε κάτι τέτοιο, αλλά να το έθεσε μέσα σε ευρύτερο πλαίσιο και να τόνισε τις παραμέτρους που πρέπει. Ή μπορεί, γιατί δεν δέχομαι εύκολα ότι ακριβώς έτσι είπε τα πράγματα ο ιεροκήρυκας, να σημείωσε ότι υπάρχουν εκείνοι που λένε ότι ο Θεός είναι τιμωρός και «χαίρεται» να στέλνει τους ανθρώπους στην κόλαση, ακριβώς για να ακυρώσει μία τέτοια τοποθέτηση». «Δεν ξέρω, πάτερ», κούνησε το κεφάλι του ο Σπυρίδων. «Μπορεί να είναι έτσι. Παρ’ όλα αυτά όμως εγώ προσπάθησα να του εξηγήσω. Είπα στο εγγόνι μου ότι ο Θεός δεν είναι τιμωρός που χαίρεται να στέλνει τους ανθρώπους που δεν προσεύχονται συνέχεια στην κόλαση. Κι αυτό γιατί, όπως όλοι οι χριστιανοί πια γνωρίζουν, ο Θεός είναι Πατέρας γεμάτος αγάπη προς τους ανθρώπους και όλα τα πλάσματά Του. Μα το παιδί συνέχισε να είναι προβληματισμένο, γιατί ακριβώς το είπε ο παπάς. Και θέλω γι’ αυτό τη βοήθειά σου».
«Πολύ καλά είπες στο παιδί, Σπύρο μου. Γιατί εδώ δεν έχουμε κάποια ίσως απόκλιση από τον λόγο του Θεού, αλλά την κατεξοχήν απόκλιση, αυτό που διαγράφει την ίδια την αποκάλυψη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι μας έφερε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός μας; Ακριβώς ότι ο Θεός είναι ο Πατέρας μας, ο φίλος μας, ο αδελφός μας, Αυτός που η χαρά Του είναι να βρίσκεται πάντοτε μαζί μας, που η απομάκρυνσή μας από Εκείνον Τον κάνει να «πονάει», που θα πει ότι αντιμετωπίζει και τους αρνητές Του όχι ως αντιπάλους και εχθρούς – άπαγε της βλασφημίας! – αλλ’ ως τα παιδιά Του που τα βλέπει να πληγώνονται με τις επιλογές τους, οπότε η δική τους θλίψη και στενοχώρια από τα τραύματα των αμαρτιών τους γίνεται και δική Του – συμπάσχει μ’ αυτά. Θυμάσαι, Σπύρο μου, τον λόγο του αποστόλου Παύλου ακριβώς πάνω στο θέμα; «Όντων ημών αμαρτωλών Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Μας αγάπησε δηλαδή ο Θεός όχι γιατί ήμασταν αξιαγάπητοι – κάτι που κάνει και ένας άνθρωπος της αμαρτίας – αλλά όταν βρισκόμασταν μέσα στον όλεθρο και τον Άδη της αμαρτίας. Μέσα στον βούρκο ευρισκόμενοι δεχτήκαμε την απειρία αγάπης του Θεού μας, που Τον έκανε να σηκώσει τον βούρκο αυτόν και να τον καθαρίσει. Κι αυτή η αγάπη Του βεβαίως δεν είχε σταματήσει ποτέ – δεν λειτουργεί με διαλείμματα ο Θεός. Απαρχής και πάντοτε μας αγαπούσε, απλώς έκρινε πότε είναι η κατάλληλη εποχή για να έλθει και να αποκαλύψει την αγάπη Του αυτή, που την είχαμε ξεχάσει λόγω των παθών και των αμαρτιών μας, ώστε να μπορέσουν να τη νιώσουν και, όσοι θέλουν, να ανταποκριθούν προς αυτήν. «Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, η κατάλληλη εποχή», σημειώνει και πάλι ο απόστολος Παύλος, «απέστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα, να γεννηθεί ως Ιουδαίος κάτω από τον Μωσαϊκό Νόμο, ώστε να εξαγοράσει αυτούς που ήταν κάτω από τον Νόμο αυτόν και να γίνουμε και πάλι παιδιά Του αληθινά».
«Ναι, πάτερ», είπε ο κυρ-Σπύρος. «Τα γνωρίζω αυτά, τα έχω πιστέψει και αποδεχτεί, χωρίς την πίστη μου αυτή δεν ξέρω πια στην ηλικία μου αν μπορούσα και να ζήσω. Θα βρισκόμουν πάντα σ’ ένα κενό, χωρίς νόημα θα κυλούσε η ζωή μου. Και σ’ ευγνωμονώ που συχνά πυκνά μας τα υπενθυμίζεις δείχνοντάς μας αδιάκοπα τον προσανατολισμό μας. Αλλά ενώ τα πιστεύω, τα γνωρίζω, θέλω να τα ζω όσο γίνεται, δεν βρίσκω εκείνα τα λόγια που χρειάζονται τη δεδομένη στιγμή για να τα εκφράσω. Καλή ώρα, όπως τώρα με τον εγγονό μου. Μπλόκαρα, θα έλεγα, δεν έβρισκα τις λέξεις για να του πω αυτό που είναι η αλήθεια της πίστης μας. Και με τον τρόπο που μου έθεσε τα ερωτήματα ο μικρός Σπυράκος, απογοητευμένος καθώς φάνηκε ότι ήταν, μπλόκαρα ακόμη περισσότερο. Ήρθα κατά κάποιον τρόπο σε σύγχυση».
«Λοιπόν, Σπύρο μου, φίλε μου», είπα στον ταλαίπωρο παππού, που από ό,τι φάνηκε μάλλον με εκείνον μπορούσε κυρίως να μιλήσει το εγγόνι του, όχι γιατί οι γονείς του ήταν απόμακροι και άσχετοι, αλλά μπλεγμένοι με την καθημερινότητα και τις δουλειές τους δεν «άδειαζαν» για να ασχοληθούν με τις «μεταφυσικές» ανησυχίες του παιδιού τους. «Λοιπόν, Σπύρο μου, να θεωρείς ευτυχή τον εαυτό σου που έχεις ένα εγγόνι που πηγαίνει με τους γονείς του στην Εκκλησία, που έχει ερωτηματικά, που ανοίγεται προπαντός για να τα εκφράσει και δεν τα αφήνει μέσα του να αιωρούνται αναπάντητα. Ίσως μπορείς σε δεδομένη στιγμή, εφόσον το παιδί θελήσει να του μιλήσεις – μην πας να του γίνεις «φόρτωμα» και δυσανασχετήσει -, να του πεις ότι μίλησες και με άλλον παππούλη, ο οποίος σε βεβαίωσε ότι ο Χριστός και Θεός μας είναι ο Πατέρας μας, όπως πολύ καλά ήδη του είπες, κι ότι κόλαση μάλιστα για τον Θεό δεν υπάρχει. Ο Θεός μόνον μας αγαπάει και πονάει μάλιστα περισσότερο με τους ανθρώπους που δεν Τον θέλουν στη ζωή τους. Και κόλαση είναι ακριβώς αυτό: ό,τι ζουν οι άνθρωποι της απιστίας που αδυνατούν, γιατί δεν θέλουν, να δουν την αγάπη του Θεού απέναντι σε όλους και σε όλα. Να σε αγαπάει ο Θεός, να σου προσφέρει τα πάντα και εσύ να τα αρνείσαι – αυτό είναι η κόλαση, η τιμωρία του ανθρώπου.
»Και γι’ αυτό ξεκινάει η κόλαση αυτή από τη ζωή αυτή και επεκτείνεται έπειτα και μετά τον θάνατο στην αιωνιότητα που λέμε. Και όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στη ζωή αυτή, όλες οι δυστυχίες και οι θεωρούμενες αναποδιές, όλοι οι πόλεμοι, η πείνα και η φτώχεια πολλών ανθρώπων, δεν οφείλονται στον Θεό που απαρχής επιθυμούσε και επιθυμεί την ευτυχία και τη χαρά του ανθρώπου, αλλά σε εμάς τους ανθρώπους, όταν βγάζουμε τον Θεό από τη ζωή μας. Γιατί όταν βγάλεις τον Θεό από τη ζωή σου τι μένει; Τα πάθη σου, οι αμαρτίες σου, ο εγωισμός σου που κάνει κόλαση τη ζωή και τη δική σου και των άλλων, και πάνω στον εγωισμό αυτόν δουλεύει έπειτα και ο Πονηρός διάβολος. Λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε Σπύρο, βρες έναν τρόπο αυτά τα πράγματα να τα πεις στον Σπυράκο, με απλότητα και όσο αντέχει. Γιατί τις περισσότερες φορές τα παιδιά όταν δουν έναν μεγαλύτερό τους που τον εμπιστεύονται και τον αγαπούν να τους δίνει απαντήσεις που τις πιστεύει, συνήθως πείθονται – η καρδούλα τους αναπαύεται. Αργότερα βέβαια στην εφηβεία και στη νεανική τους ηλικία θα θέσουν άλλα ερωτήματα ή ίσως επανέλθουν στα ίδια, αλλά με μεγαλύτερη πια κριτική διάθεση, οπότε από κει και πέρα ο Θεός θα ενεργήσει για να πάρουν τις απαντήσεις που πρέπει ανάλογα με την ειλικρίνειά τους και τη δίψα τους για την αλήθεια».
«Πάτερ», είπε ο Σπύρος συγκινημένος. «Ευχαριστώ πολύ για όσα μου είπες και χόρτασε και η δική μου πάλι η ψυχή. Θα φέρω πολύ σύντομα, μόλις μου δοθεί η ευκαιρία, και τον μικρό Σπυράκο να σε γνωρίσει κι ίσως και να… τα πείτε. Την ευχή σου!»
«Στο καλό, Σπύρο μου» είπα αγκαλιάζοντάς τον. «Ο Θεός να ευλογεί και εσένα και όλη την οικογένειά σου».
Πέμπτη 7 Αυγούστου 2025
Έκδοση με λάθη
Μόλις έφτασε στα χέρια μου μια έκδοση του ιερομονάχου Μαξίμου Καυσοκαλυβιτου. Με ενημέρωσαν πως αναφέρει για τον γέροντα μου π. Ακάκιο ότι έχει κοιμηθεί. Ενημερώνουμε ότι ο γέροντας Ακάκιος μόλις εχθές 6/8/2025 έκλεισε τα 98 του χρόνια και μπήκε στα 99 με την χάρη Του Θεού και γηροκομειτε στο ησυχαστήριο της Μεταμορφώσεως Του Σωτηρος Μουρτερής Ευβοίας στο οποίο είναι και κτιτωρ. Στην φωτογραφία που παραθέτουν δεν είναι με να τον υποτακτικό του π. Αρτέμιο αλλά με τον παραδελφό του π. Παντελεημων Μπιτρα. Και τέλος ο γέροντας του π. Ακάκιου και πνευματικός παπους μου λεγόταν π. Παντελεήμων Γιαμάς και όχι Καλατζής. Αυτά τα λάθη χωρίς να έχω διαβάσει ακόμα το βιβλίο.
Κυριακή 3 Αυγούστου 2025
Οι απαρχές της αιρέσεως του Οικουμενισμού (Α και Β μέρος)
Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΗΤΗΣ
Το έτος 1754 η Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος,
αποφάσισε να κτίσει μεγαλύτερο Κυριακό. Χρειάσθηκαν πολλά χρήματα. Οι
Χριστιανοί έστειλαν από παντού βοήθεια εις μνημόσυνον γονέων και συγγενών. Τα
μνημόσυνα όμως που έπρεπε να γίνουν στη σκήτη, και που εντάσσονταν σε
αγρυπνίες, κούραζαν τους μοναχούς και δεν μπορούσαν να δουλέψουν την επομένη.
Για το λόγο αυτόν, ύστερα από συμβουλή του κοινού τους πνευματικού παπά –
Φιλοθέου του Πελοποννησίου, άρχισαν να κάνουν τα μνημόσυνα τις Κυριακές που,
λόγω της αργίας, δεν επρόκειτο έτσι και αλλιώς να δουλέψουν.
Η καινοτομία μαθεύτηκε στο υπόλοιπο Όρος και προκάλεσε
αντιδράσεις. Οι Αγιαννανίτες όπου πήγαιναν γίνονταν αντικείμενο ελέγχων γιατί
μνημόσυνο νεκρών την Κυριακή ήταν κάτι το πρωτάκουστο και αντέβαινε στο
αναστάσιμο της Κυριακής. Τότε μερικοί από τους μοναχούς της Σκήτης
εξομολογήθηκαν στον πνευματικό ότι έχουν πρόβλημα συνειδήσεως. Ο πνευματικός
τους επέτρεψε να αποχωρούν από τον ναό μόλις άρχιζε το μνημόσυνο. Η αποχώρηση
όμως αυτή αναστάτωσε όσους έμεναν, εφ’ όσον ήταν έμπρακτος έλεγχος. Έτσι άρχισε
στο Άγιο Όρος η περίφημη «περί μνημοσύνων έρις» που έμεινε στην Ιστορία.
Ο ΔΙΩΓΜΟΣ
Στην Αγία Άννα εκείνο τον καιρό έμενε ο πρώην Πατριάρχης
Κων/λεως Κύριλλος. Όταν άκουσε για την αποχώρηση ορισμένων από τα μνημόσυνα της
Κυριακής είπε: «Εγώ όταν ήμουν στον θρόνο, συνεχώς έδινα άδεια και
έψαλλαν την Κυριακή μνημόσυνα νεκρών» Τα λόγια αυτά του πρώην
Πατριάρχου ενίσχυσαν τους καινοτόμους που, με το επιχείρημα ότι η
Κωνσταντινούπολις κάνει μνημόσυνα τις Κυριακές, εξασκούσαν ηθική βία στους
διστάζοντας. Το πείσμα των καινοτόμων δεν άργησε να μεταβληθεί σε μίσος, και το
μίσος σε διωγμό αυτών που δε δέχθηκαν τελικά να υποκείψουν.
Η Σκήτη της Αγίας Άννης υπάγεται στη Μεγίστη Λαύρα.
Κατήγγειλαν λοιπόν στη Λαύρα οι καινοτόμοι τους διαφωνούντες σαν ταραχοποιούς.
Οι Λαυριώτες, χωρίς να καλέσουν τους κατηγορουμένους σε απολογία, έβγαλαν
αμέσως αφορισμό εναντίον τους και διέταξαν τους Αγιαννανίτες να μη τους
δέχονται ούτε στην εκκλησία, ούτε στα κελλιά, ούτε στο μύλο. Ο μύλος ήταν
μοναδικός στην περιοχή και η απαγόρευση να τον χρησιμοποιήσουν ήταν καίριο
πλήγμα για τη διατροφή τους. Οι υπερασπιστές της Παραδόσεως έδωσαν τόπο στην
οργή και έφυγαν από την Αγία Άννα, αφήνοντας τα κελλιά τους, μερικοί σε
προχωρημένη ηλικία, «μάλλον ελόμενοι κακουχείσθαι διά την
εκκλησιαστικήν αλήθειαν ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν». Αλλά, όπου
και αν βρήκε καταφύγιο ο καθένας, οι Αγιαννανίτες δεν τους άφηναν ήσυχους.
Κοινοποιούσαν τον Λαυρεωτικό αφορισμό σε όλες τις Σκήτες και τις Μονές
επισυνάπτοντας και ονομαστικό κατάλογο, όλων αυτών που είχαν εκφράσει δημόσια
την υποστήριξή τους προς την Παράδοση, έστω και αν δεν υπήρξαν ποτέ κάτοικοι
της Αγίας Άννας. Και απαιτούσαν να εκδιωχθούν αμέσως! Στο διωγμό αυτόν
πρωτοστάτησαν δύο Επίσκοποι που συνέπεσε να βρίσκονται τον καιρό εκείνο στο
Όρος: ο προαναφερθείς πρώην Κων/λεως Κύριλλος (που είχε και την ιδέα για τον
μύλο), και ο Μητροπολίτης πρώην Χαλεπίου Γεννάδιος. Οι ορθόδοξοι διώχνονταν σαν
αφορισμένοι και αιρετικοί. Τους ονόμασαν χλευαστικά «Κολλυβάδες» και
διέδωσαν εμπιστευτικά ότι ήσαν δήθεν μασόνοι. Ο τελευταίος αυτός χαρακτηρισμός
έκανε μεγάλη εντύπωση στους απλούστερους μοναχούς, που ήσαν και η πλειονότης,
και οι οποίοι μόλις τον άκουσαν, χωρίς να ερευνούν περισσότερο, αποστρέφονταν
τους συκοφαντούμενους με όλη τους την ψυχή. Ακόμη και ο λαϊκός καραβοκύρης, που
έκανε την συγκοινωνία, δεν δεχόταν Κολλυβά στο πλοίο του!
«ΘΕΛΕΙΣ ΜΗΛΟΝ ΕΠΑΡΕ, ΘΕΛΕΙΣ ΚΥΔΩΝΙΝ ΛΑΒΕ»
Μπροστά στην κατάσταση αυτήν οι παραδοσιακοί μοναχοί
αποφάσισαν να καταφύγουν για τη δικαίωση και προστασία τους στο Πατριαρχείο.
Για το σκοπό αυτό μαζεύτηκαν στο κελλί του παπα – Παρθενίου του Ζωγράφου του
Σκούρτου. Εκεί έγραψαν ομολογία πίστεως που την υπέγραψαν όλοι οι παρόντες, και
αργότερα και πολλοί άλλοι, και την έστειλαν στο Πατριαρχείο μαζί με αναφορά για
τα γεγονότα. Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν τότε ο Θεοδόσιος Β΄ ο Κρής, μεγάλη δε
επιρροή στη Σύνοδο είχε ο Νικομηδείας Μελέτιος και ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Το
Πατριαρχείο απάντησε τον Ιούνιο του 1772. Έγραφε: «… Οι μεν γαρ εν
Σάββασι τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων καλώς ποιούσιν, οι δε δ’ άν εν
Κυριακή ουκ υποκείνται κρίματι…»
Μετά ένα έτος, τον Ιούνιο του 1773, το Πατριαρχείο
ξαναέγραψε: «… Ούτε οι εν Σαββάτω τελούντες τα μνημόσυνα των
κεκοιμημένων να μέμφονται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας, ούτε εκείνοι
ανθιστάμενοι προς αυτούς, δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα,
να τους ονομάζουν αιρετικούς και καινοτόμους, ή άλλα τοιαύτα δύσφημα ονόματα να
επιφέρωσι κατ’ αυτών αδίκως, και να ταράττωσι και την των λοιπών μοναχών
ησυχίαν αλλά να ειρηνεύσωσι και να συγκοινωνώσι…»
Σε μια τρίτη επιστολή, λίγο μετά την προηγούμενη ξαναγράφει
το Πατριαρχείο ότι «οι εν Σαββάτω τελούντες τα των αποιχομένων
μνημόσυνα, κατά το αρχαίον της Εκκλησίας έθος» δεν πρέπει «να
μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας» και ότι «όλοι
οι εν σκήταις ασκούμενοι… να έπωνται και να ακολουθώσιν απαρασαλεύτως εις την
φυλαττομένοιν εν τοις Μοναστηρίοις τάξιν και συνήθειαν περί των μνημοσύνων…».
Ήταν φανερό ότι το Πατριαρχείο δεν ήθελε να πει την αλήθεια
καθαρά, ότι οι Κολλυβάδες έχουν δίκαιο και να σταματήσει η παρανομία, γιατί από
καιρό ήδη το ίδιο παρανομούσε κάνοντας μνημόσυνα τις Κυριακές, για να
ευχαριστήσει την κοσμικοφροσύνη των αρχόντων. Εφαρμόζοντας όμως Φαναριωτική
πολιτική δίνει μια λύση που αν την εφήρμοζαν οι καινοτόμοι θα σταματούσε η
παρανομία και κάθε έρις, γιατί κανένα Μοναστήρι δεν έκανε μνημόσυνα Κυριακή.
ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΥ
Μόλις οι διώκτες των Κολλυβάδων πήραν στα χέρια τους την
διακήρυξη του Πατριαρχείου ότι «ουκ υποκείνται κρίματι» έγιναν
αχαλίνωτοι. Λησμόνησαν όχι μόνον το σχήμα του μοναχού που έφεραν αλλά και το
χριστιανικό τους βάπτισμα, και ακολούθησαν την οδό του Κάϊν. Στην αρχή
επιχείρησαν δυο φορές να δολοφονήσουν τον ασκητικό και ενάρετο Καππαδόκη μοναχό
Σίλβεστρο. Την πρώτη φορά του έριξαν πέτρα καθώς περνούσε έξω από την Αγία
Άννα. Την δεύτερη φορά, όταν μπήκε σε πλοίο για να φύγει από το Όρος, έπεισαν
τον πλοίαρχο να τον σκοτώσει καθ’ οδόν. Όμως ο πλοίαρχος μετάνοιωσε και έτσι ο
γέρο Σίλβεστρος γλίτωσε και έφθασε στην Πάρο. Για να γίνουν αποτελεσματικοί οι
αββάδες της Αγίας Άννας και της Νέας Σκήτης, προσκάλεσαν τον αρχιληστή καπετάν
– Μάρκο, του έδωσαν 700 αργυρά νομίσματα και τα ονόματα ένδεκα μοναχών
Κολλυβάδων, που παρέμεναν ακόμη στα όρια των δύο Σκήτεων. «Οι μοναχοί
αυτοί, του είπαν, είναι μάγοι και μασόνοι και κάνουν μεγάλο κακό στο Όρος. Δεν
υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσει ο τόπος παρά μόνον αν φονευθούν».
Τα παλικάρια του καπετάν – Μάρκου έφθασαν στο Κυριακό της
Άγίας Άννης Σάββατο βράδυ, παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων του έτους 1773,
ενώ είχε αρχίσει η αγρυπνία. Μπήκαν στο ναό και ζήτησαν οδηγό να τους δείξει
τις καλύβες των μελλοθάνατων. Οι αββάδες υπέδειξαν κάποιον Τιμόθεον αλλά αυτός
δεν ήθελε να πάει. Τον έπεισαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνει υπακοή. Όταν έφυγαν
οι ληστές με τον Τιμόθεο αυτοί συνέχισαν τον Προοιμιακό. Ο Τιμόθεος έδειξε
στους ληστές την πόρτα του Παϊσίου και έφυγε. Ο ιερομόναχος Παϊσιος κατοικούσε
στην καλύβη του προφήτη Ηλιού, πάνω από το Κυριακό της Αγίας Άννης και ήταν
καλλιγράφος. Οι αντικολλυβάδες τον μισούσαν πολύ γιατί τους αποστόμωνε σε κάθε
συζήτηση. Οι ληστές εισέβαλαν στην καλύβη του παπα – Παϊσίου, άρπαξαν ό,τι
βρήκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, γιατί δεν πίστευαν ότι δεν είχε κρυμμένα
χρήματα. Τέλος ζήτησαν φαγητό και, αφού έφαγαν, φόρτωσαν στον παπά – Παϊσιο και
τον γέροντά του Θεοφάνη τα κλοπιμαία και τους ζήτησαν να τους οδηγήσουν στον
παπα – Αγάπιο, που ήταν τρίτος στη λίστα. Οι Πατέρες όμως δε μαρτύρησαν τις
καλύβες των άλλων, παρά τους δαρμούς και τις ύβρεις. Η θλιβερή συνοδεία, έφθασε
στο Κυριακό την ώρα που έψαλλαν την εβδόμη ωδή. Οι εξαντλημένοι από τους
δαρμούς και τα βάρη πατέρες ακούμπησαν πίσω από το άγιο βήμα, και οι ληστές
μπήκαν στην εκκλησία και φώναξαν έξω τους συνασκητές των μελλοθανάτων, για να
τους δείξουν «το καλό κυνήγι». Αυτοί έβγαιναν λίγοι – λίγοι και,
όπως γράφει ο Αθανάσιος Πάριος «στοχαζόμενοι συνομίλουν. Και ην να
εκπλαγή τινας δια την τόσην απανθρωπίαν εκείνων των ασκητών… Καθ’ ότι ενώ
έβλεπον τους αδελφούς αυτών εις τοσαύτην αθλίαν κατάστασιν, ουδείς ευρέθη ίνα
είπη, τι τούτο εις αυτούς;… ουδείς ηκούσθη ίνα εκβάλη λόγον συμπαθείας εκ του
στόματος.. τινάς δεν δείχνει έλεος εις εκείνους όπου κάθηνται δεδεμένοι οπίσω
εις το βήμα, εκδεχόμενοι τον θάνατον». Αφού οι ληστές λεηλάτησαν και το
κελλί του παπα – Γαβριήλ χωρίς να βρούν τον ίδιο, φόρτωσαν τα νέα κλοπιμαία σε
κάτι λαϊκούς κτίστες που βρέθηκαν εκεί, και πήγαν στη Νέα Σκήτη την ώρα που οι
εκεί πατέρες, έβγαιναν από τη λειτουργία. Ούτε αυτοί δεν έδειξαν την ελάχιστη
χριστιανική συμπάθεια προς τους δύο καταδίκους, μόνον παρατηρούσαν το μαρτύριο
από μακριά. Οι ληστές κατέβασαν τον παπα – Παϊσιο και τον γέροντα Θεοφάνη στο
γιαλό, όπου είχαν το πλοίο τους, έδεσαν πέτρες στο λαιμό τους, ανοίχθηκαν λίγο
και, λέγοντάς τους: «Σκυλιά, γιατί δεν θέλετε να κάνετε κόλλυβα τις
Κυριακές, όπως λέγουν οι Πατριάρχες και οι πνευματικοί του Όρους;» τους
έριξαν από το πλοίο στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια όλου του πλήθους των μοναχών
της Νέας Σκήτης, προσθέτοντας στους Αγίους Πάντες, που γιόρταζαν εκείνη την
ημέρα, άλλους δύο οσιομάρτυρες.
Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Το ισχυρότερο πλήγμα κατά των Κολλυβάδων το έδωσε το
Πατριαρχείο Κων/λεως το έτος 1776, πατριαρχεύοντος του Κων/λεως Σωφρονίου Β΄.
Μεγάλη κληρικολαϊκή Σύνοδος, αποτελούμενη απ’ όλους τους ενδημούντας στην Πόλη
αρχιερείς και από πολλούς άρχοντες, καταδίκασε και αφόρισε όλους τους
Κολλυβάδες και όλους όσους μαζί μ’ εκείνους και μετά από εκείνους φρονούν ότι
μνημόσυνα νεκρών δεν επιτρέπει η Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού να γίνονται
ημέρα Κυριακή. Διακήρυξε η Σύνοδος αυτή ότι ανέκαθεν η ιερά της Εκκλησίας τάξη
και κανονική διατύπωση ήταν να γίνονται τα μνημόσυνα και Σάββατο και Κυριακή
και οποιαδήποτε άλλη μέρα της εβδομάδος αδιακρίτως και ότι αυτό δήθεν είναι
Αποστολική Παράδοσις, και όσοι δεν την δέχονται και δεν τελούν Κυριακή
μνημόσυνα είναι αντάρτες, καινοτόμοι και κακόδοξοι. Ως αντιπροσώπους όλων των
Κολλυβάδων, προταίτιους και αρχηγούς η Σύνοδος καθήρεσε και αφόρισε τέσσαρες
ιερομονάχους αναφέροντάς τους ονομαστικά.
Το «θέσπισμα» αυτό της Συνόδου του 1776 το
οποίο έκτοτε ακυρώθηκε, γράφει κατά λέξη, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σωφρόνιος
ελέω Θεού… επειδή ταραχή και σύγχυσις κατέλαβε την Εκκλησίαν… δια τινων
δοκησισόφων και δοκοφρόνων.. ασέβειαν και ανταρσίαν νοσούντων… της ούν
καινοτομίας ταύτης και κακοδοξίας καταδήλου γενομένης… διορίζοντες δια τούτο
και αποφαινόμενοι κατά την ανέκαθεν ιεράν της Εκκλησίας τάξιν και κανονικήν
διατύπωσιν απαρατηρήτως τελείσθαι και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις
ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα κατά την Παράδοσιν
των Αποστολικών Διατάξεων… Όσοι μεν ουν συνωδή τη Εκκλησία και τω παρόντι
Συνοδικώ θεσπίσματι και φρονούσι και πράττουσι, τελούντες απαρατηρήτως και εν
Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των
Ορθοδόξων μνημόσυνα, οι τοιούτοι είησαν συγκεχωρημένοι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος».
Αυτό φυσικά σημαίνει ότι όσοι μέχρι σήμερα, δεν φρονούσι και πράττουσι συνωδά
τω παρόντι θεσπίσματι είησαν ως και οι πρωταίτιοι και αρχηγοί και συνίστορες
της τοιαύτης δόξης… καθηρημένοι.. και γεγυμνωμένοι πάσης Θείας Χάριτος και
ιεροπραξίας… και πάντη ανίεροι εν βάρει αργίας και αλύτου αφορισμού… Εξ
αποφάσεως… 9ης Ιουνίου 1776» (Το πλήρες κείμενο βλέπε εν Ph. Meyer: «Die
Haupturkϋnden fϋr die geschichte der Athos Kloster», Leipjig 1894 σ.
236-241 όπου και τα προαναφερθέντα κείμενα).
«ΑΥΤΟΙ ΚΑΤΑΡΑΣΣΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΥ ΕΥΛΟΓΗΣΕΙΣ»
Καταδικασμένοι από το Πατριαρχείο και κυνηγημένοι από τους
συνασκητές τους, όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην Ιερά Παράδοση της
Ορθοδοξίας, έφυγαν από το Όρος και βρήκαν καταφύγιο στα νησιά του Αιγαίου.
Εκεί, αγκαλιασμένοι από ένα λαό που διψούσε για αλήθεια και παράδειγμα, οι
Κολλυβάδες έσπειραν τον λόγο του Χριστού, και η σπορά εκαρποφόρησε «εις
εκατόν». Αυτή η καρποφορία ονομάσθηκε από την Ιστορία: «η
πνευματική αναγέννηση του 18ου αιώνος». Σ’ αυτήν οφείλουμε την «Φιλοκαλία»,
τον «Ευεργετινό», τα «Ευρισκόμενα του Συμεών του Νέου
Θεολόγου», τα δύο βιβλία «περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως»,
τον «Αντίπαπα», το «Πηδάλιο», τον «Συναξαριστή»,
το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», και πλήθος άλλα. Οι Κολλυβάδες
ίδρυσαν στα νησιά ονομαστά μοναστήρια, πηγές αγιασμού, που πότιζαν τον λαό του
Θεού θεία νάματα έναν ολόκληρο αιώνα, στην Πάτμο, στην Ικαρία, στην Πάρο, στη
Σκιάθο, στη Χίο. Οι «αφορισμένοι» Κολλυβάδες αποδείχθηκαν
άγιοι και πολλών από αυτούς τα οστά ευωδίασαν και θαυματούργησαν: ο Νήφων ο
κοινοβιάρχης της Σκιάθου, ο Παρθένιος ο ζωγράφος ο Σκούρτος, ο Μακάριος
Κορίνθου ο Νοταράς, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Αρσένιος ο Νέος ο εν Πάρω ο θαυματουργός.
Στους Κολλυβάδες χρωστούμε πνευματικά αναστήματα σαν τον Νεομάρτυρα Πολύδωρο,
τον Όσιο Παρθένιο της Χίου, τον Γέροντα Διονύσιο ιδρυτή της Ι. Μονής Παναγίας
της Κονιστρίας της Σκιάθου και συνεργάτη του αναγεννητού της Πελοποννήσου
Παπουλάκου, τον Μωραϊτίδη και τον Παπαδιαμάντη. Μ’ ένα λόγο σ’ αυτούς χρωστούμε
το ότι υπάρχει ακόμη Ορθοδοξία στην Ελλάδα παρά την θύελλα του Φαρμακίδη και
των Βαυαρών. Αλλά όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Ρουμανία δέχθηκε γρήγορα την επίδραση
Κολλυβάδων που εξωρίσθηκαν σ’ αυτήν. Η Ρωσία, τσακισμένη από το
νεοειδωλολατρικό, δυτικόπληκτο και αντιμοναστικό πνεύμα του Μεγάλου Πέτρου και
της Αικατερίνης της Β΄, κείτονταν, παρά το πολιτικό μεγαλείο και την δύναμη
της, σε πνευματικά ερείπια. Από αυτά την σήκωσε ο Μολδαβός στάρετς Όσιος Παϊσιος
Βελιτσκόφσκι φέρνοντάς της, από το Άγιον Όρος, τον κολλυβαδικό ησυχασμό και
την «Φιλοκαλία». Οι Αρχιερείς καταδίκασαν και αφόρισαν αυτούς που
αγάπησαν την αλήθεια και αγωνίστηκαν γι’ αυτήν. Ο Θεός όμως τους ευλόγησε και
τους δόξασε στον αιώνα.
- Αλέξανδρος
Καλόμοιρος περιοδικό ΟΙ ΡΙΖΕΣ, Τεύχος 23 Καλοκαίρι 1988 Copyright ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΖΕΦΥΡΟΣ
https://katanixi.gr/oi-aparches-tis-aireseos-toy-oikoymenismoy-a-meros/
Οι απαρχές της αιρέσεως του Οικουμενισμού (Β΄ μέρος)
ΤΟ ΡΗΓΜΑ…
Τον ΙΗ΄ αιώνα η πνευματική αποσύνθεση της Δύσης είχε πια
επηρεάσει επικίνδυνα τις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής. Ο ουμανισμός και η
κοσμικοφροσύνη άρχισαν να έρπουν παντού και να κρυφοδαγκάνουν τις ψυχές. Η
ευρωπαϊκή κουλτούρα άρχισε να λάμπει στις αληθινά χριστιανικές χώρες της
Ανατολής σαν «άγγελοι φωτός».
Η ψεύτικη γνώση έκανε να χάσουν οι άνθρωποι σιγά – σιγά τη
γλυκύτητα του αληθινού φωτός. Αγνοώντας την όντως Ζωή και συνεπαρμένοι από τα
κεράτια της δυτικής σοφίας έχασαν την ευαισθησία που χαρακτήριζε τους πατέρες
τους και τους έκανε ικανούς να διακρίνουν το γνήσιο από το κάλπικο. Το
λεπτότατο πνεύμα της εκκοσμίκευσης εκθήλυνε ύπουλα τον τόνο της ψυχής, άμβλυνε
τις πνευματικές αισθήσεις, παρέλυσε τις αντιδράσεις. Χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε
απ’ έξω άλλαξε κάτι μέσα στις ψυχές. Και τότε άρχισαν τα: «Τι πειράζει
αυτό;, «σε τι βλάπτει εκείνο;». Η κάθοδος στον κατήφορο έγινε στην αρχή
ανεπαίσθητα. Αν ένα φράγμα ραγίσει δε θα γίνει βέβαια κατακλυσμός. Θ’ αρχίσει
όμως να περνάει λίγο νερό από τη ρωγμή. Το λίγο αυτό νερό θα διευρύνει σιγά –
σιγά το ρήγμα ώσπου θα έρθει κάποτε η ώρα που το φράγμα θα σπάσει και θα
πλημμυρίσουν τα πάντα.
ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν έφθασε στο σημερινό
οικουμενισμό ξαφνικά. Το πρώτο ρήγμα ήταν μια «μικρή» υποχώρηση
στους πλούσιους και δυνατούς της Πόλης, που είχαν την απαίτηση να γίνονται τα
μνημόσυνα των νεκρών ημέρα Κυριακή, για να τα παρακολουθεί πολύς κόσμος. Έτσι,
όταν άρχισε στο Άγιον Όρος η περί μνημοσύνων έρις, το Πατριαρχείο ήταν ήδη
εκτεθειμένο από τη δική του παρανομία. Γι’ αυτό πήρε στην αρχή αμφίρροπη
στάση: «Οι μεν γαρ εν Σάββασι τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων
καλώς ποιούσιν, οι δε δ’ αν εν Κυριακή ουκ υποκείνται κρίματι..» Αλλά
και προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράβαση της εκκλησιαστικής παραδόσεως με
την συνήθεια που επικράτησε: «.. όπερ και είθισται εν τοις κατά πόλεις
εκκλησίαις εν Κυριακή δηλαδή τελείν τα μνημόσυνα διά τας εν ταύταις
συναθροίσεις των Χριστιανών…» (Πρώτη επιστολή του Πατριαρχείου προς τους
Αγιορείτες, Ιούλιος 1772). Συνέπεια της στάσεως αυτής, που αποφεύγει να
υπερασπιστεί την αλήθεια είναι να ζητήσει το Πατριαρχείο από τους Αγιορείτες
τον επόμενο χρόνο να εφαρμόσουν στο επίμαχο θέμα συγκρητισμό:«Νουθετούμεν
άπαντας τους περί τοιούτων διαφερομένους, όπως από του νυν και εις το εξής να
παύσωσι από τοιαύτας ταραχώδεις και ακαίρους διενέξεις, τας μηδόλως αυτάς
ανηκούσας, και ούτε και οι εν Σαββάτω τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων,
να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας, ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι
προς αυτούς, δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα, να τους
ονομάζουν αιρετικούς και καινοτόμους, ή άλλα τοιαύτα δύσφημα ονόματα να
επιφέρωσι κατ’ αυτών αδίκως, και να ταράττωσι και την των λοιπών μοναχών
ησυχίαν, αλλά να ειρηνεύσωσι και να συγκοινωνώσι και να συναναστρέφονται εν
αγάπη και ομονοία…» (Δεύτερη επιστολή του Πατριαρχείου από 10 Ιουνίου
1773). Δηλαδή: «ειρήνη» και «αγάπη» και εκκλησιαστική κοινωνία σε βάρος της
αλήθειας, η πεμπτουσία του Οικουμενισμού.
Τα ίδια συνεχίζει να γράφει το Πατριαρχείο στους Αγιορείτες
και στην τρίτη επιστολή του, γύρω στα 1774, παρά την αλλαγή του Πατριάρχου και
την άνοδο στο θρόνο του Σαμουήλ Χατζερή: «Να παύσωσιν από τας τοιαύτας
φιλονεικίας και ούτε οι εν Σαββάτω τελούντες τα των αποιχομένων μνημόσυνα, κατά
το αρχαίον της Εκκλησίας έθνος, να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν
εθέλοντας ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι προς αυτούς να τους ονομάζουν αιρετικούς ή
καινοτόμους ή άλλα δύσφημα ονόματα, να λέγωσιν αδίκως κατ’ αυτών…
Οι σύγχρονοι συγκρητιστές προσπαθούν να δικαιολογήσουν το
Πατριαρχείο λέγοντας ότι αγωνιζόταν για την ειρήνη και την ομόνοια των πιστών
εφαρμόζοντας εκκλησιαστική οικονομία. Ακριβώς δηλαδή ό,τι λένε και σήμερα οι
Οικουμενιστές για να δικαιολογήσουν τον αδιάντροπο οικουμενισμό των ημερών μας.
Ταλαίπωρη έννοια η εκκλησιαστική οικονομία! Χρησιμοποιήθηκε για να
δικαιολογήσει του κόσμου τις εκκλησιαστικές παρανομίες. Όμως στην
πραγματικότητα, η οικονομία που δίδαξαν οι Πατέρες είναι ποιμαντική διάκριση
και ευλυγισία μέσα στα όρια του νόμιμου και του αληθινού. Σε καμία περίπτωση δε
δίνει άδεια στους ποιμένες να παρανομούν. Και στην περίπτωση των μνημοσύνων της
Κυριακής υπήρχε σαφής παρανομία, αθέτηση της Παραδόσεως και του αναστάσιμου
χαρακτήρα της Κυριακής. Το Πατριαρχείο απέφυγε να ομολογήσει την αλήθεια ότι
δεν επιτρέπονται μνημόσυνα την Κυριακή, γιατί την Κυριακή γιορτάζουμε την
Ανάσταση και δε γίνεται να ασχολούμαστε συγχρόνως και με το νικημένο θάνατο.
Αλλά όχι μόνον απέφυγε να ομολογήσει την αλήθεια. Έβαλε τους Αγιορείτες –
ουσιαστικά μόνον τους ορθόδοξους Κολλυβάδες – μπροστά στο δίλημμα να διαλέξουν
ή την ειρήνη και την αγάπη ή την αλήθεια. Κι αυτό είναι μεγάλη αμαρτία κατά της
ίδιας της ειρήνης, της αγάπης και της αλήθειας, που δε χωρίζονται ούτε διασπώνται
ποτέ σε αντίθετα στρατόπεδα, αφού ειρήνη, αγάπη και αλήθεια είναι ο ίδιος ο
Θεός που ποτέ δεν έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό Του. Πώς είναι δυνατόν να
υπάρξει ειρήνη και αγάπη χωρίς αλήθεια; Χωρίς αλήθεια αυτή η «ειρήνη» κι
αυτή η «αγάπη» είναι κάτι το επίπλαστο, κάτι το ψεύτικο, και
απατηλό, κοσμική συνύπαρξη με εγκόσμιες κοινωνικές σκοπιμότητες ξένες προς την
πραγματικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας. Αυτό το τεχνητό δίλημμα ανάμεσα στην
αγάπη και την αλήθεια είναι το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αίρεσης του
Οικουμενισμού που, όπως βλέπουμε, τα σπέρματά του έχουν τουλάχιστον δύο αιώνων
ηλικία.
Όμως οι Κολλυβάδες έμειναν στην αλήθεια, και μαζί με την
αλήθεια κράτησαν και την αγάπη και την ειρήνη. Αποσύρθηκαν στα ησυχαστήριά τους
και εν αληθεία αγάπησαν το Θεό και εν ειρήνη κοινώνησαν μαζί Του. Και επειδή
κοινώνησαν εν αγάπη με το Θεό γι’ αυτό αγάπησαν και αγαπήθηκαν από τους
Χριστιανούς των τόπων της εξορίας τους και γι’ αυτό έδωσαν καρπούς
πνευματικούς, τέκνα και τέκνα τέκνων, τον καιρό που το Όρος έπεφτε σε μια χωρίς
προηγούμενο προοδευτική παρακμή και συρρίκνωση. Το ψέμα τα κάνει όλα ψεύτικα και
φθαρτά. Η αλήθεια τα κάνει όλα αληθινά, φωτεινά και άφθαρτα, και δημιουργεί μια
κοινωνία ανθρώπων, πεσμένων μεν και αμαρτωλών και μετανοημένων και αγίων μέσα
στο φως του Χριστού, «ασπρισμένη όλη», «ενώπιον του Κριτού,
του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου».
ΑΠΟ ΠΤΩΣΗ ΣΕ ΠΤΩΣΗ
Η πατριαρχική αμαρτία όμως δε σταμάτησε στο συγκρητισμό.
Έδειξε το πραγματικό πρόσωπο της εμπάθειας και του μίσους κατά της αλήθειας και
προχώρησε στο κακούργημα. Ενώ το Φανάρι στην αρχή παραδεχόταν ότι οι
Κολλυβάδες «καλώς ποιούσιν» κατά το αρχαίον της Εκκλησίας έθος»,
και μάλωνε τους Αγιορείτες που τους ονόμαζαν «αιρετικούς» και «καινοτόμους»,
τώρα κάνει αυτό που πρώτα θεωρούσε απρεπές και άδικο και χαρακτηρίζει τους
υπερασπιστές της Παραδόσεως «κακόδοξους», «δοκησίσοφους», «δοκόφρονες», «καινοτόμους», «ανταρσίαν
νοσούντας». Ισχυρίζεται τώρα το Πατριαρχείο, αντίθετα προς ό,τι έλεγε πριν,
ότι η τέλεση μνημοσύνων την Κυριακή είναι η «ανέκαθεν ιερά της
Εκκλησίας τάξις και κανονική διατύπωσις» και «αποστολική
Παράδοσις»! Και όλα αυτά τα πρωτάκουστα, ψευδή και άδικα λόγια δεν τα
γράφει ένας Πατριάρχης μόνον αλλά ολόκληρη Σύνοδος, συγκληθείσα το έτος 1776
ακριβώς για να καταδικάσει τους ορθοδόξους Αγιορείτες, που χλευαστικά ονόμαζαν
Κολλυβάδες, και να τους αφορίσει. Ο κατάπτιστος αυτός και εμπαθής αφορισμός
(βλέπε «Ρίζες»23) δεν αφορά μόνον τους Κολλυβάδες της εποχής
εκείνης αλλά καταδικάζει όλους τους Ορθοδόξους, όλους τους υπερασπιστές της
Ιεράς Παραδόσεως όλων των εποχών, διότι εξαιρεί του αφορισμού και συγχωρεί
μόνον όσους παρανομούν κατά της Παραδόσεως και τελούν μνημόσυνα την Κυριακή.
Αλλά και κάτι πιο φοβερό ακόμη ο αφορισμός δεν αναφέρεται μόνο στην πράξη αλλά
και στο φρόνημα. Συγχωρεί όσους φρονούν κακόδοξα και αφορίζει όσους φρονούν
ορθόδοξα στον αιώνα, ρίχνοντας επάνω τους «άλυτο αφορισμό»! Ο
συνοδικός αυτός αφορισμός, που όπως όλοι οι άδικοι αφορισμοί επέστρεψε στα
κεφάλια αυτών που τον πρόφεραν, είναι ποιμαντική αμαρτία που δεν ξεπλύθηκε
ποτέ, γιατί ποτέ το Πατριαρχείο δεν μετάνοιωσε γι’ αυτήν αλλά, αντίθετα, όπως
θα δούμε, την επικύρωσε αργότερα επανειλημμένα και με τον ίδιο φανατισμό. Η
αθώωση του Αθανασίου Παρίου από τον Πατριάρχη Γαβριήλ το 1781 δεν αφορούσε τους
Κολλυβάδες γενικά αλλά μόνον το πρόσωπο του Αθανασίου, το οποίο απάλλαξε
αυθαίρετα από τις κατά των Κολλυβάδων κατηγορίες, ενώ ο Αθανάσιος ποτέ δεν
έπαψε να είναι Κολλυβάς. Η λεπτομέρεια αυτή δείχνει την ασυναρτησία και
ασυνέπεια του Πατριαρχείου και την κακή του συνείδηση που ποτέ δεν μπόρεσε να
φθάσει στη μετάνοια.
Οι Κολλυβάδες και όσοι φρονούν όπως αυτοί, έμειναν
αφορισμένοι, μισημένοι και χλευασμένοι, γιατί διέκοψαν την εκκλησιαστική
κοινωνία με τους συνασκητές τους και έμειναν αλύγιστοι και ανυποχώρητοι για ένα
τόσο «ασήμαντο» πράγμα όπως είναι τα κόλλυβα την Κυριακή. Τους
έλεγαν στενοκέφαλους και φανατικούς, μισαλλόδοξους και ανθρώπους των άκρων,
όπως γίνεται πάντοτε με όλους τους Ορθοδόξους που δεν υποκύπτουν στο ψεύδος.
Τους μισούσαν οι εν Χριστώ αδελφοί και πατέρες τους στο όνομα μιας εξωτερικής
εκκλησιαστικής ενότητας που, όταν δεν θεμελιώνεται στην αλήθεια, καταστρέφει
την εσωτερική μυστική ενότητα της Εκκλησίας. Οι Κολλυβάδες έμειναν ενωμένοι
εκκλησιαστικά με τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους, και αυτή η ενότητα με
την θριαμβεύουσα Εκκλησία τους ήταν υπέρ αρκετή, έστω και εάν επρόκειτο να
μείνουν μόνοι τους επί της γης.
Το έτος 1807 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ θεώρησε υποχρέωσή
του να υπομνήσει με συνοδικό γράμμα προς όλους τους υποκείμενους στη Μ.
Εκκλησία, μητροπολίτες, επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς και πιστούς τον
αφορισμό των Κολλυβάδων «προς τελείαν εξάλειψιν, όπως έγραφε, της πάλαι
ποτέ αναφνείσης εκείνης των δοκοφρόνων διενέξεως». Έγραφε μεταξύ
άλλων: «Διά ταύτα οριζόμεθα εν πνεύματι αγίω και θεσπίζομεν, ίνα τα
συμβάντα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαρατηρήτως και εν
Κυριακαίς και εν Σάββασιν, ως και εν ταίς λοιπαίς ημέραις της εβδομάδος».
(Βλέπε Μ. Γεδεών, «Διατάξεις τ. Β΄ σ. 125) Ένα χρόνο αργότερα άλλος Πατριάρχης,
ο Καλλίνικος Ε΄ γράφει προς τους Αγιορείτες τα παρακάτω: «Επειδή έφθασε
και διωρίσθη παρά του προκατόχου της Αυτού Σεβασμιωτάτης Παναγιότητος εκ της
συμμορίας των κολλυβιστών είς Ιερομόναχος Πνευματικός της Κοινότητος του Όρους
τούνομα Ιερόθεος και ανακαινεί την αναφυείσαν ποτέ δολοφροσύνην και
αλληλομαχίαν περί τε των κολλύβων και της Ιεράς Μεταλήψεως, και διά Συνοδικών
Τόμων καταργηθείσαν… διά τούτο, ως εναντίον όντα τοις Αποστολικοίς και
Συνοδικοίς κανόσι και τοις εκδοθείσιν Εκκλησιαστικοίς Τόμοις, να αποβάλωσι της
πνευματικής διαγωγής και να εκλέξωσιν έτερον..» (Βλέπε Μ. Γεδεών «Ο
Άθως» 1885 σ. 150).
Επισφράγισμα της κατά των Κολλυβάδων μήνης του Πατριαρχείου
ήταν η επιστολή του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ προς τους Αγιορείτες, κατά την
τρίτη Πατριαρχεία του, τον Αύγουστο του 1819. Στο γράμμα αυτό ο Γρηγόριος Ε΄
περιέγραφε την αδαμάντινη Ορθοδοξία των Κολλυβάδων σαν «ευρωτιώσα εκείνη και
πεπαλαιωμένη σαθρά ιδέα», και βεβαίωνε ότι είναι «έθος αρχαίον της
Εκκλησίας τα μεν κόλλυβα να προφέρονται εις τον θείον και ιερόν ναόν και να
εκτελώνται μνημόσυνα… κατά Κυριακήν», και ότι «το τοιούτον, κοντά
όπου παντελώς δεν κωλύεται είναι και ακαταιτίατον και πάντη ανέγκλητον, καθώς
περί τούτου τρανώς απεφήνατο η Εκκλησία εν τω προεκδοθέντι Πατριαρχικώ ημών
και συνοδικώ τόμω». (Παρά Μ. Γεδεών «Διατάξεις» τ. Β΄ σ.
152-155).
Ύστερα απ’ αυτά δεν πρέπει, να απορεί κανείς γιατί ο Θεός
εγκατέλειψε τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, και την άφησε να τη
συρρικνώσουν οι αμαρτίες της και επέτρεψε να χάσει συν τω χρόνω το ποίμνιό της,
που είχε μείνει ακμαίο κατά τη διάρκεια τόσων αιώνων οθωμανικής τυραννίας, και
να καταντήσει σήμερα, χωρίς ποίμνιο, στη χειρότερη αίρεση της Ιστορίας. Το
Πατριαρχείο έχασε πρώτα την Εκκλησία της Ελλάδος, με το «αυτοκέφαλο» του
Φαρμακίδη. Έχασε ύστερα την Εκκλησία της Βουλγαρίας με το περίφημα «σχίσμα».
Έχασε αργότερα τις «Νέες Χώρες» με τους βαλκανικούς πολέμους,
όλη τη Βόρειο Ελλάδα και την Ήπειρο. Και, μετά την ανοικτή διακήρυξη του
Οικουμενισμού με την εγκύκλιο του 1920, έχασε και την καρδιά της Ορθοδοξίας,
όλο το ποίμνιο της Μικράς Ασίας. Τέλος, το 1955, όσο βυθιζόταν στην αίρεση,
έχασε και το μόνο ποίμνιο που της είχε μείνει, τους Χριστιανούς της
Κωνσταντινουπόλεως.
Όπως έγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «Η εν ολίγω
της αληθείας παρατροπή τη ασεβεία την πάροδον δέδωκεν». (P.G. 44, 1249) Και
η ασέβεια σιγά – σιγά, όσο μένει αμετανόητη, υψώνει τείχος και κλείνει έξω τη
Χάρη και την Ευλογία του Θεού. Ό,τι γίνεται με τα πρόσωπα γίνεται και με τις
τοπικές Εκκλησίες. Αυτό παθαίνουμε όταν τα του Θεού χάσουν για μας την ιερότητά
τους και συμπεριφερθούμε προς αυτά σα να ήσαν πράγματα ανθρώπινα. Όποιος
ξεχωρίζει μικρά και μεγάλα στα του Θεού δεν ξέρει με ποιόν έχει να κάνει και
δεν έχει πραγματική ευσέβεια, και τότε οι συνέπειες είναι φοβερές. «Ου
μικρόν εν τοις περί Θεού το παραμικρόν» (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς,
Συγγρ. Α΄, σ. 24).
- Περιοδικό
Οι Ρίζες Φθινόπωρο 1988 Τεύχος 24 Copyright Εκδόσεις Ζέφυρος
https://katanixi.gr/oi-aparches-tis-aireseos-toy-oikoymenismoy-v%ce%84-meros/
https://paterikos.blogspot.com/2025/08/blog-post_03.html
Σάββατο 2 Αυγούστου 2025
Τὸ πάθημα τοῦ ἀσκητοῦ
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Τὸ πάθημα τοῦ ἀσκητοῦ
«ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ παντός» (Πράξ. κδ΄, 16). (Δηλ.: Διότι δὲ περιµένω νὰ γίνῃ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν, διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ ἐργάζοµαι καὶ µοχθῶ προσπαθῶν νὰ ἔχω πάντοτε συνείδησιν ἐλευθέραν ἀπὸ κάθε µοµφὴν καὶ τύψιν, τόσον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅσον καὶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων).
- Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος τονίζει, πῶς ὁ ἀγωνιστὴς νικᾶ τούς ἀοράτους δαίμονες:
«Τοὺς μὲν θεατὲς δὲν τοὺς ἐνοχλεῖ κανείς, ἀλλ’ ὁ ἀντίπαλος (=ὁ διάβολος) ἐπιτίθεται ἀπ’ ὅλους μόνο σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐκλέχθηκε γιὰ τὴν πυγμαχία καὶ γυμνάστηκε καὶ κατέβηκε στὸν ἀγῶνα, κι ἐπὶ τοῦ ὁποίου (διαβόλου) κατορθώνει θανατηφόρα κτυπήματα στὸ κεφάλι καὶ τὸ πρόσωπο».
Καὶ συνεχίζει: «Ἦλθες, ὄχι γιὰ νὰ παραδοθῆς στὴν ἀνάπαυση, ἀλλὰ γιὰ νὰ μάθης ν’ ἀγωνίζεσαι, νὰ γίνης ἀθλητὴς στὸ παγκράτιο κι ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, νὰ νικᾶς τὴ δύναμη τῶν ἀοράτων δαιμόνων».
- «Δύο ἀσκητὲς κάποτε πῆγαν σὲ μία ἀγρυπνία, στὴν μνήμη τῆς Παναγίας.
Μετὰ τὴν ὁλονύκτια καὶ πολύωρη ἀγρυπνία, στὴν τράπεζα παρέθεσαν ψάρι καὶ ρεβύθια, ἐπειδὴ ἦταν ἡμέρα Παρασκευή.
Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο ἀσκητὲς εἶπε: Θὰ φάω ψάρι σήμερα τῆς Παναγίας νὰ τὴν τιμήσω!
Ὁ ἄλλος εἶπε: Θὰ νηστέψω καὶ θὰ φάω ρεβύθια εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας!
Μετὰ τὴν τράπεζα πῆραν τοὺς ντορβάδες τους καὶ πορεύονταν γιὰ τὰ ἀσκητήριά τους. Μέσα τους εἶχαν τὸν λογισμό, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δύο ἆραγε νὰ εὐαρέστησε τὴν Παναγία;
Στὸν δρόμο κάθισαν νὰ ξεκουραστοῦν λίγο…
Ὁ ἕνας ἀποκοιμήθηκε ἐλαφρὰ καὶ βλέπει τὴν Παναγία νὰ λέγη σ’ ἐκεῖνον τὸν μοναχό, ποὺ ἔφαγε τὸ ψάρι, ”σ’ εὐχαριστῶ!” καὶ στὸν ἄλλον ποὺ ἔφαγε τὰ ρεβύθια, ”στὸ χρωστῶ!”».
- Εἶχαν καλέσει τὸν Ἅγιο Γέροντα τῶν Πατρῶν π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο νὰ διαβάση κάποια δαιμονισμένη. Ἐπειδὴ πείναγε σκέφθηκε νὰ πάη πρῶτα στὸ σπίτι του νὰ φάη κάτι καὶ μετὰ νὰ πάη. Πράγματι πῆγε σπίτι του καὶ ἔφαγε καὶ πῆγε νὰ τὴν διαβάση. Ὅταν ξεκίνησε νὰ τὴν διαβάση, εἶπε ὁ δαίμονας: «Πήγαινε νὰ φᾶς καὶ κανένα πιάτο ἀκόμη καὶ ἔλα νὰ μὲ βγάλης». Τὰ ἔχασε ὁ Γέροντας. Ἀπὸ τότε ἔγινε ὁ ἀγωνιστὴς τῆς νηστείας.
- Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ παραθέτουμε “τὸ πάθημα ἑνὸς ἐρημίτη”.
«Ἕνας ἐρημίτης ζοῦσε πολὺ αὐστηρὴ ζωή. Νήστευε, ἀγρυπνοῦσε, προσευχόταν, κακοπαθοῦσε καὶ κατατυραννοῦσε τὸ σῶμα του. Ὁ Θεὸς γι’ αὐτούς του τοὺς κόπους τοῦ ἔδωκε τὸ χάρισμα νὰ βγάζη δαιμόνια καὶ νὰ θεραπεύη ἀρρώστιες. Κάποτε ἀποφάσισε ἕνα ταξίδι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν αὐτοκράτορα. Εἶχε δώσει ἐντολὴ ὁ αὐτοκράτορας, ὅταν ἕνας ἐρημίτης ἤθελε νὰ τὸν ἰδῆ, νὰ τὸν ἀφήνουν ἐλεύθερα ν’ ἀνεβαίνη στὸ παλάτι. Ὁ βασιλιὰς τὸν δέχθηκε μὲ πολὺ φιλοφροσύνη, ἄκουσε μὲ προσοχὴ τοὺς ψυχωφελεῖς λόγους του, καὶ ὅταν ἔφυγε τοῦ ἔκαμε δῶρο ἕνα σακουλάκι μὲ χρυσὰ νομίσματα. Ὁ μοναχὸς τὰ πῆρε καὶ πῆγε στὸ ἐρημικὸ κελλί του. Ἐκεῖ, μὲ τὰ χρυσὰ νομίσματα, ἄνοιξε πηγάδι, καλλιέργησε κῆπο καὶ ἀνάπαυε τὸ βασανισμένο ἀπὸ τὶς ἀσκήσεις σῶμα του.
Κάποτε τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονισμένο καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἐλευθερώση τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου. «Φύγε πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο πνεῦμα, μὴ κατατυραννῆς τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, φύγε καὶ πήγαινε εἰς τὰ ὄρη καὶ τὰ ἀκατοίκητα μέρη». «Ὄχι δὲν φεύγω», τοῦ ἀπαντοῦσε ὁ διάβολος. «Καὶ γιατί δὲν φεύγεις;». «Ὅταν κακοπαθοῦσες καὶ νήστευες καὶ βασανιζόσουν σὲ φοβόμουνα. Τώρα ποὺ καλοτρῶς καὶ καλοπίνεις καὶ ἀναπαύεις τὸ σῶμα σου δὲν σὲ φοβᾶμαι». «Τί ἔπαθα!», λέγει ὁ ἐρημίτης. «Αὐτὴ ἡ ἀνάπαυσή μου, καὶ ἡ ὀλίγη μου καλοπάθεια μὲ ἔκαναν περίγελο εἰς τοὺς δαίμονας». Φράσσει τὸ πηγάδι,-χαλάει τὸν κῆπο καὶ ἀρχίζει, ὅπως πρῶτα νὰ βασανίζη τὸ σῶμα του καὶ νὰ κατατυραννῆ τὸ κορμί του. Καὶ οἱ δαίμονες τὸν ἔτρεμαν, καὶ ἔφευγαν μόνο μὲ τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός του.
“Τοῦτο τὸ γένος (τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων) ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν, εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ”, εἶπεν ὁ Κύριος».
Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025
Ο νούς των πατέρων (π. Σεραφείμ Ρόουζ)
Ο π. Σεραφείμ επεσήμανε ότι η διδασκαλία των πατέρων
δεν είναι για μια εποχή μόνον: «Η ορθοδοξία, φυσικά, δεν αλλάζει από μια ημέρα
στην άλλη, ή από έναν αιώνα στον επόμενο. Εξετάζοντας τον προτεσταντικό και
ρωμαιοκαθολικό κόσμο, μπορούμε να δούμε ότι ορισμένα πνευματικά κείμενα γίνονται
ανεπίκαιρα (μη εκσυγχρονισμένα). Μερικές φορές, επιστρέφουν πάλι στην
επικαιρότητα, μερικές φορές αποσύρονται. Είναι προφανές ότι συνδέονται με τα
κοσμικά πράγματα, τα οποία απευθύνονται στους σύγχρονους ανθρώπους, ή μάλλον
στο πνεύμα της εποχής. Αυτό δεν συμβαίνει με τα ορθόδοξα πατερικά κείμενα.
Μόλις αποκτήσουμε ολόκληρη την ορθόδοξη χριστιανική οπτική -ή απλώς χριστιανική
οπτική- που έχει παραδοθεί από το Χριστό και τους Αποστόλους στην εποχή μας,
τότε όλα γίνονται σύγχρονα. Διαβάστε τα λόγια κάποιου όπως ο Άγιος Μακάριος, ο
οποίος, παρότι έζησε στις ερήμους της Αιγύπτου τον τέταρτο αιώνα, μιλά ευθέως σε
εσάς τώρα. Οι συνθήκες στις οποίες αναφέρεται είναι λίγο διαφορετικές, αλλά
μιλά κατ’ ευθείαν σε σας, στην ίδια γλώσσα. Κατευθύνεται στο ίδιο μέρος,
χρησιμοποιεί την ίδια σκέψη, έχει τους ίδιους πειρασμούς και τις ίδιες πτώσεις
και δεν υπάρχει τίποτα διαφορετικό σχετικώς με αυτόν. Το ίδιο ισχύει με όλους τους
άλλους πατέρες από τότε μέχρι την εποχή μας, όπως με τον Άγιο Ιωάννη της Κροστάνδης.
Όλοι μιλούν την ίδια γλώσσα, ένα είδος γλώσσας, τη γλώσσα της πνευματικής ζωής,
στην οποία πρέπει να εισχωρήσουμε». Ο π. Σεραφείμ υπογράμμισε ότι «η γνήσια,
αμετάβλητη διδασκαλία του χριστιανισμού παραδίδεται σε αδιάσπαστη διαδοχή, τόσο
προφορικά όσο και με γραπτά λόγια, από τον πνευματικό πατέρα στον πνευματικό
υιό, από τον δάσκαλο στον μαθητή». Δεν υπήρξε διάστημα, είπε, που να μείνει η
εκκλησία χωρίς αγίους πατέρες, ή να είναι απαραίτητο να αποκαλυφθεί μια «χαμένη»
πατερική διδασκαλία. «Ακόμη και όταν μπορεί να είχαν παραμελήσει πολλοί
ορθόδοξοι χριστιανοί αυτήν την διδασκαλία (όπως συμβαίνει, παραδείγματος χάριν,
στις μέρες μας), οι αληθινοί εκπρόσωποί της την παρέδιδαν ακόμα σε εκείνους που
διψούσαν να την παραλάβουν».
Η ζωή και τα έργα του π. Σεραφείμ Ρόουζ τόμος β.
Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025
Τετάρτη 23 Ιουλίου 2025
Ἄγνωστη Ἱστορικὴ Ἐπιστολὴ Ἁγίου Ἱεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου
Εἰσαγωγικὸ
Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ἀπὸ
τὴν ἱστορία τὴν
σημαντικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ
Ἁγίου πρώην Φλωρίνης
Χρυσοστόμου πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο
Κυκλάδων Γερμανὸ τῆς 9ης Νοεμβρίου
1937, μέσῳ τῆς ὁποίας
τὸν ἔψεγε ποὺ
ἀκολούθησε τὸν Ἐπίσκοπο
Βρεσθένης Ματθαῖο στὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὴν
Ἱερὰ Σύνοδο τῆς
Ἐκκλησίας Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν Ἑλλάδος
ὑπὸ τὸν
Μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό. Οἱ
ἀποκηρύξεις τῶν ἀποσχιστῶν Ἐπισκόπων
συνέβησαν τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους
ἐκείνου καὶ ἀποτέλεσαν
μεγάλο πλῆγμα στὸν ἱερὸ Ἀγῶνα τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας
κατὰ τῆς Ἡμερολογιακῆς Καινοτομίας τοῦ 1924.
Ὡς γνωστόν, ἡ ἀκραία
ὁμάδα περὶ τὸν
Βρεσθένης Ματθαῖο -ποὺ ἀκολούθησε
τότε καὶ ὁ Κυκλάδων Γερμανὸς- βρῆκε ὡς
πρόφαση γιὰ τὴν διάσπασή της ἐκκλησιολογικῆς φύσεως διευκρινίσεις, στὶς ὁποῖες εἶχαν προβεῖ
οἱ Ὁμολογητὲς
Ἱεράρχες Δημητριάδος Γερμανὸς καὶ πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος σχετικὰ μὲ
τὰ ἰσχύοντα -σύμφωνα μὲ
τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες- γιὰ
τὴν ἐκκλησιαστικὴ
κατάσταση καὶ θέση ὅσων δέχθηκαν τὴν Ἡμερολογιακὴ Καινοτομία.
Περὶ τῶν λεπτομερειῶν τῆς τραγικῆς
ἐκείνης διασπάσεως ἔχουμε ἀναφερθεῖ
σὲ ἱστορικὸ
ἔργο μας, στὸ ὁποῖο παραπέμπουμε τὸν ἐνδιαφερόμενο
(βλ. Ἐπίσκοπος Μαγνησίας
Χρυσόστομος Νασλίμης, 1910-1973, Ἀκατάβλητος
Ἀγωνιστὴς Πίστεως καὶ Ὑπομονῆς, τόμος Α΄, Ἀθήνα 2019, σελ. 162-181).
Ἡ γνωστὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἁγίου
πρώην Φλωρίνης πρὸς τὸν παρασυρθέντα στὴν σύμπηξη Παρασυναγωγῆς Ἐπίσκοπο
Κυκλάδων Γερμανὸ
δημοσιεύθηκε ἤδη ἀπὸ
τοῦ 1973 ἀπὸ
τὸν λόγιο Ἁγιορείτη τότε Μοναχὸ π. Θεοδώρητο σὲ εἰδικὴ μελέτη του, ἐνῶ
ἔγινε εὐρύτερα γνωστὴ διὰ τῆς
συμπεριλήψεώς της στὸ ἔργο: Μητροπολίτης πρώην Φλωρίνης
Χρυσόστομος Καβουρίδης – Ἀγωνιστὴς τῆς Ὀρθοδοξίας
καὶ τοῦ Ἔθνους,
Ἀθῆναι 1981, σελ. 76-84, ὑπὸ
τῶν Ἐπιμελητῶν
Ἠλία Ἀγγελόπουλου καὶ Διονυσίου Μπατιστάτου.
Σὲ αὐτήν, ὁ
συντάκτης ἀναφέρει ὅτι ἀπαντᾶ
σὲ ἔντυπη ἀνταπάντηση
ἀπὸ 20-10-1937 τοῦ
ἀποδέκτου, καὶ μάλιστα τοῦ θυμίζει ὅτι πρὶν
νὰ κυκλοφορήσει αὐτὴν
ἐντύπως πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν
πιστῶν θὰ ἔπρεπε
κατὰ λογικὴ ἀπαίτηση
καὶ στοιχειώδη ἀξιοπρέπεια νὰ τὴν
εἶχε ἀπευθύνει πρωτίστως σὲ αὐτὸν (τὸν πρώην Φλωρίνης) ὡς
φυσικὸ ἀποδέκτη της. Ἀλλὰ
σὲ ποιά Ἐπιστολὴ τοῦ
Ἁγίου πρώην Φλωρίνης ἀπαντοῦσε ὁ
Κυκλάδων διὰ τοῦ λανθασμένου τούτου τρόπου;
Ἀπὸ τὴν
ἔρευνά μας σὲ ἱστορικὰ ἀρχεῖα τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος, ἐξ ἀγάπης
πρὸς Αὐτὸν
κινούμενοι, ἀνακαλύψαμε ἀκριβῶς τὴν
ἀρχικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ πρώην Φλωρίνης πρὸς
τὸν Κυκλάδων μὲ ἡμερομηνία
14-10-1937, σὲ
δακτυλογραφημένο κείμενο 15 σελίδων, στὸ
ὁποῖο μόνον ἡ
τελευταία σελίδα παρουσιάζει κάποια μικρὴ
φθορά, χωρὶς ὅμως πρόβλημα στὴν κατανόηση τοῦ περιεχομένου.
Χάριν λοιπὸν τῆς ἱστορίας,
τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς
ἀληθείας προβαίνουμε στὴν γιὰ πρώτη φορὰ
δημοσιοποίησή της, διότι ἕνα
κείμενο τόσης ἱστορικῆς σημασίας δὲν πρέπει νὰ παραμένει ἄγνωστο καὶ ἀκοινολόγητο
καὶ μάλιστα ἀπὸ
τὸν ἀδικαιολόγητο φόβο μὴ
τυχὸν κάποιος ἐκ τῶν ἡμετέρων
ἤ τῶν ὑπεναντίων
«σκανδαλισθεῖ». Ἄν «φοβόμαστε» τὰ κείμενα τοῦ κατὰ Θεὸν
Ἡγέτου ἡμῶν,
τότε δὲν εἴμαστε ἄξιοι νὰ
ἀποκαλούμαστε ἀληθινὰ τέκνα του οὔτε
νὰ ἐμφανιζόμαστε ὡς
ὑποτιθέμενοι διάδοχοι τοῦ Γίγαντος αὐτοῦ
τῆς Πίστεως.
Δηλώνουμε ὅτι δὲν ἀναξέουμε
πληγὲς οὔτε ἐπαναφέρουμε στὸ
προσκήνιο θέματα εὐαίσθητα
καὶ ἀντιλεγόμενα. Ἁπλὰ καταθέτουμε τὴν φωτισμένη σκέψη, μαρτυρία καὶ ὁμολογία
τοῦ Ἁγίου Προκαθημένου μας σὲ ἐποχὴ θλιβερή, στὴν προσπάθειά του νὰ διδάξει, νουθετήσει καὶ ἐπαναφέρει
στὴν ὀρθὴ
ὁδὸ ἐκτρεπομένους
ἀδελφούς. Τὸ πνεῦμα του, οἱ
γνώσεις του, τὸ ἦθος του, ἀλλὰ
καὶ ἡ ἐπιβεβλημένη
αὐστηρότητά του,
συγκερασμένη μὲ εὐγένεια, ἀποτελοῦν
πηγὴ ἐμπνεύσεως γιὰ κάθε καλοπροαίρετο Ἀγωνιστὴ τῆς
γνησίας Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει
πληγεῖ ἀπὸ
τὸ ἀπαίσιο μικρόβιο τῆς
μικροπρέπειας, τῆς ἐριστικότητας, τῆς διχοστασίας, τοῦ φανατισμοῦ καὶ τῆς
ἀκαταστασίας.
Εἶναι σαφὲς ὅτι
παρὰ τὴν φαινομενικὴ ὑποχώρησή
του μεταγενέστερα, προκειμένου νὰ
οἰκονομήσει ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν Κυκλάδων Γερμανό (1950 κ.ἑ.), ἡ
διαυγὴς μαρτυρία τοῦ Ἁγίου
πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου εἶναι θεμελιώδης. Ἡ δὲ
τακτική του γιὰ ἐπίδειξη συγκαταβάσεως σὲ προβληματικούς, προκειμένου νὰ ὑπηρετηθεῖ ἡ
καλῶς νοουμένη ἑνότητα τῶν γνησίων Ὀρθοδόξων,
εἶναι φυσικὰ ἀξιέπαινη,
διότι ἐνεφορεῖτο ἀπὸ
ἁγνὲς διαθέσεις. Τοῦτο
ὅμως δὲν σημαίνει ἀπεμπόληση τῶν βασικῶν θέσεων, οἱ
ὁποῖες συγκροτοῦν
τὸ ὑγιὲς θεμέλιο τοῦ
ἱεροῦ Ἀγῶνος μας.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
βεβαίως δὲν εἶχε ἀκόμη τεθεῖ
τὸ σοβαρὸ θέμα Πίστεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς
ὅλης μέχρι σήμερα θεαματικῆς ἐξελίξεώς
του. Ἐν τούτοις, τὸ σκεπτικὸ περὶ
τῆς σημασίας τῆς Πανορθοδόξου Συνοδικῆς ἀποφάνσεως
ὡς ἐσχάτου κριτηρίου στὰ
ἐπίδικα ἐκκλησιαστικὰ θέματα δὲν δύναται νὰ
ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ
παρακαμφθεῖ, ἄν πρέπει νὰ τηρηθοῦν τὰ
Ὀρθόδοξα Κανονικὰ πλαίσια, σύμφωνα μὲ τὸν
Ἅγιο Ὁμολογητὴ Ἱεράρχη,
καὶ νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ παρακινδυνευμένες προσωπικὲς καὶ
ἀτομικὲς ἀπόψεις.
Ἀλλὰ τοῦτο
δὲν ἀποκλείει τὴν
ἔκφραση ἀρχιερατικῆς διαγνώμης ἐπὶ θεμάτων Πίστεως, εἴτε μεμονωμένα εἴτε Συνοδικά, σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο,
κατὰ τὴν θεμιτὴ ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία ἀντιμετωπίσεως κρίσεων, οἱ ὁποῖες συνταράσσουν τὸ Σῶμα
τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴν παροῦσα Ἐπιστολὴ
τῆς 14-10-1937 ἀντιμετωπίζονται ἀρχικὰ διοικητικὰ
θέματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης,
τὰ ὁποῖα
ἐπέφεραν ρήξη στὶς σχέσεις τῶν Ἀρχιερέων
μὲ μικρὴ ὁμάδα
λαϊκῶν τῆς «Ἑλληνικῆς
Θρησκευτικῆς Κοινότητος», οἱ ὁποῖοι δὲν ἤθελαν
τὴν κανονικὴ ὑποταγή
τους σὲ αὐτούς, ἀλλὰ
τὴν συνέχιση τῆς «διοικήσεως» τῶν θεμάτων τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος ὅπως εἶχαν
μάθει ἀπὸ πρὶν ποὺ
ἦσαν ἄνευ Ἐπισκοπικῆς
καλύψεως. Γιὰ τὴν κατανόηση ὅσων ἀναφέρονται στὴν
Ἐπιστολὴ ἐπὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ἐν
μέρει τουλάχιστον, παραπέμπουμε καὶ
πάλι στὸ ὡς ἄνω
ἱστορικὸ ἔργο
μας (βλ. Ἐπίσκοπος
Μαγνησίας Χρυσόστομος Νασλίμης, τ. Α΄, σελ. 109-111).
Ἐπίσης, θίγονται εὐρύτερα θέματα προβληματικῆς συμπεριφορᾶς καὶ τακτικῆς
τοῦ Ἐπισκόπου Κυκλάδων Γερμανοῦ, ὁ
ὁποῖος δὲν
σεβόταν καὶ δὲν ὑπολόγιζε
τὴν κανονικὴ Συνοδικὴ τάξη καὶ
σειρά. Ἦταν ἄρα ἀναμενόμενο ἡ
στάση του νὰ ἐκτραπεῖ ἐντελῶς καὶ νὰ
φθάσει στὸ ἀπροχώρητο. Ὅταν κάποιος ἔχει μάθει νὰ αὐθαιρετεῖ χωρὶς νὰ
ὑπολογίζει τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέσμια, εἶναι ζήτημα χρόνου νὰ ἐξευρεθεῖ κάποια αἰτία καὶ
ἀφορμὴ γιὰ νὰ
τὴν χρησιμοποιήσει
καταλλήλως, ὥστε νὰ ἐκπληρώσει
μύχιους πόθους ἀνεξαρτητοποιήσεως
καὶ οὐσιαστικὰ βυθίσεώς του σὲ
ἀντι-εκκλησιαστικὴ πορεία στὸ ἀδιέξοδο
τῆς πλάνης του.
Εἶναι δυστυχῶς παρατηρημένο καὶ ἐπαναλαμβανόμενο
τὸ τραγικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία
τοῦ ἱεροῦ
Ἀγῶνος μας, παλαιὰ
καὶ σύγχρονη, ὅτι τὰ μοιραῖα
ἐκεῖνα πρόσωπα τὰ
ὁποῖα ἀνέλαβαν
μετὰ πάσης ἀδιακρισίας νὰ ξεκαθαρίσουν δῆθεν τὰ θέματα Πίστεως, ἀπεδείχθησαν
τόσο κακεντρεχῆ ἔναντι τῶν ὑποτιθεμένων
«ἐχθρῶν» τους τοῦ χώρου μας καὶ τόσο σκανδαλωδῶς ἀκατάστατα,
ὥστε ἡ βλάβη καὶ ταραχὴ
ποὺ προξένησαν νὰ εἶναι
ἀπείρως μεγαλύτερη ἀπὸ
τὴν δῆθεν ὠφέλεια ποὺ
σκόπευαν νὰ προκαλέσουν. Ὁ Θεὸς νὰ
ἐλεήσει ζῶντας καὶ κεκοιμημένους γιὰ
τὴν τραγικὴ κατάπτωσή τους ἕνεκα τῆς «ἀκριβείας
τῆς πίστεως»!…
Ἐν συνεχείᾳ, ὡς
πρὸς τὴν Ἐπιστολὴ τῆς
14-10-1937, ὁ Ἅγιος πρώην Φλωρίνης προβαίνει σὲ θαυμαστὴ διευκρίνιση τοῦ
νοήματος τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος καὶ τῶν
ὀρθῶν Κανονικῶν
πλαισίων του, πρὸς ἀποσόβηση κάθε μορφῆς ζημιογόνας ἀκρότητος καὶ ἐκτροπῆς. Τονίζουμε ὅτι ὁ ἐκ
δεξιῶν πειρασμὸς τῆς δῆθεν
ἀπολύτου ἀκριβείας στὸν χῶρο μας μόνον ζημία προξενοῦσε ἀνέκαθεν
λόγῳ ἀγνοίας, πείσματος καὶ ζήλου «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν»,
ματαιώνοντας κάθε προσδοκία ἀγαθῆς ἐπιδράσεως
γιὰ τὴν κατὰ Θεὸν
ἐπίλυση τῆς δημιουργηθείσης διαστάσεως.
Τέλος, ὑπάρχουν ἀπολογητικῆς φύσεως διαβεβαιώσεις, ἐφ’ ὅσον
οἱ πάσης φύσεως
προβληματικοὶ τοῦ χώρου μας ἦταν συνήθως ἰδιαίτερα ἐπιρρεπεῖς
σὲ καλπάζουσα
φαντασιο(σ)κοπία, θεωροῦντες
τὰ ἀπίθανα συμπεράσματα τῆς
παραλόγου φαντασίας τους ὡς
ἀκραδάντως ἰσχυρὰ δεδομένα, προκειμένου νὰ παρασύρουν σὲ
ὄλεθρο πλάνης ἀστήρικτες ψυχές.
Εὐχαριστοῦμε τὸν Ἅγιο
πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομο ποὺ
μᾶς ἐπιτρέπει νὰ
ἀναδεικνύουμε τὴν εὐλογημένη διδασκαλία του καὶ νὰ
ἀποκαθιστοῦμε τὴν τρωθεῖσα
τιμὴ καὶ ἀξία
τοῦ ἱεροῦ
Ἀγῶνος μας. Εὐχόμαστε
οἱ Κανονικὲς ἀρχές
του, τὸ ἀξεπέραστο ἦθος του, ἡ θαυμαστὴ
ὑπομονή του, ὅπως καὶ οἱ
ἅγιες εὐχές του, νὰ ἀποτελοῦν Φάρο φωτεινὸ στὴν κατὰ Θεὸν
πορεία μας, καίτοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι
ἐγκλωβισμένοι στὶς προκαταλήψεις καὶ τὶς
φοβίες τους, ὅπως καὶ τὰ
«ζιζάνια» τοῦ πονηροῦ, δὲν θὰ
παύσουν νὰ ἀντιστρατεύονται κάθε ἀγαθὴ προσπάθεια καὶ
μαρτυρία ὑπὲρ οἰκοδομῆς
τῆς Ἐκκλησίας καὶ
τῶν ψυχῶν.
Ἡ ἐντὸς
ἀγκυλῶν [] ἐπεξηγήσεις τοῦ
κειμένου εἶναι ἡμέτερες.
+Λ.&Π.Κλ.
9/22-7-2025
Τὸ
κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς:
Πρὸς τὸν Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Ἅγιον Κυκλάδων
Γερμανὸν Βαρικόπουλον
Ἐνταῦθα
Τὸ διὰ Δικαστικοῦ Κλητῆρος καὶ
ὑπὸ χρονολογίαν 6ης Σεπτεμβρίου [1937]
σταλὲν ὑπὸ
τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας ἔγγραφον,
δι’ οὗ δηλοῖ Αὕτη,
ὅτι ἀποκηρύττει ἡμᾶς καὶ τάσσεται παρὰ
τὸ πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς
Κοινότητος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀναγνωσθὲν
ἐπὶ Συνόδου, ἐνεποίησε
θλιβερὰν ἐντύπωσιν, διότι ἔδωκεν ἡμῖν
πλῆρες τὸ μέτρον τῆς διανοητικῆς
καὶ ψυχικῆς ἀκαταστασίας
Αὐτῆς.
Διὰ τοῦ ἐγγράφου
τούτου, ὡς ἠδυνήθημεν ἐκ τῆς ὅλης
ἀσυναρτησίας του νὰ συμπεράνωμεν, ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία, συγκλώθουσα τὰ ἀσύγκλωστα [συνυφαίνοντας αὐτὰ
ποὺ δὲν συνυφαίνονται] καὶ συνδυάζουσα τὰ ἀσυνδύαστα,
πειρᾶται μάτην νὰ δικαιολογήσῃ τὴν
ἀπονενοημένην [ἀνέλπιδα] ἀπόσχισίν Της ἀφ’
ἡμῶν, παρ’ ὧν
κατὰ παραχώρησιν Θεοῦ, ὡς
λέγει Αὕτη, ἔλαβε καὶ τὸν
Ἐπισκοπικὸν βαθμὸν ὅλως
ἀνελπίστως κατὰ τὸ
γῆρας Της, ὅν μάτην ἐπεδίωξε κατὰ
τὴν ἀκμὴν
τῆς ἡλικίας Της. Παρατρέχοντες τὰς ἀναξίας
λόγου ὑπηρεσίας Της ἀναφορικῶς πρὸς
τὴν ἄρνησιν Αὐτῆς νὰ δεχθῇ
δῆθεν τὴν ἀρχηγίαν
τοῦ ἀγῶνος
καὶ τὰς προσπαθείας Της, ὅπως συνδιαλλάξῃ πρὶν ἤ
μεταβῇ εἰς ἐξορίαν,
τὰ δύο ἀντιμαχόμενα Συμβούλια τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, προβαίνομεν εἰς τὴν ἀνάλυσιν
καὶ ἀνασκευὴν
τῶν ὑπ’ Αὐτῆς ἀναφερομένων
εἰς τὴν δευτέραν σελίδα γεγονότων, τῶν συμβάντων μετὰ τὴν
ἐπάνοδον ἡμῶν
ἐκ τῆς ἐξορίας
[Ὀκτώβριος 1935] καὶ ἀφορώντων
τὴν ἀντικατάστασιν τοῦ
Διοικητικοῦ Συμβουλίου τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος Μπενηψάλτου καὶ Γαμβρούλια.
Εἰς τὴν ἀφήγησιν
τῶν γεγονότων τούτων ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία ἀγωνίζεται νὰ διεκδικήσῃ τὸ
πρωτάθλημα τοῦ ψεύδους, τῆς ἀσυνειδησίας
καὶ τῆς κακοπιστίας, φαινομένη
κατωτέρα καὶ τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι ψεῦδος ἀσύστολον τὸ
λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς,
ὅτι εἰς τὴν πρώτην Συνεδρίαν τῶν
παλαιοημερολογιτῶν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
τῶν Τριῶν Παρθένων [Βοτανικός Ἀθηνῶν], εἰς
ἥν ἀντεπροσώπευσα τὸν
ἀδιαθετοῦντα τότε Σεβασμιώτατον Πρόεδρον Ἅγιον Δημητριάδος [Γερμανόν], ἐζήτησα ἐγὼ
τὴν διάλυσιν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος διότι ἐτόνισα ῥητῶς,
ὅτι ἡ Κοινότης, χωρὶς
νὰ παύσῃ ὑφισταμένη,
ἄγεται ἤδη εἰς Ἐκκλησίαν,
ἀφ’ ἧς ἐποχῆς ἐτέθησαν
ἐπὶ κεφαλῆς
τοῦ Ἀγῶνος
οἱ Ἀρχιερεῖς
[Μάϊος 1935], καθ’ ὅσον, ὅπου Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ Ἐκκλησία.
Ἐπίσης, εἶναι ψεῦδος
τὸ λεγόμενον ὑπ’ Αὐτῆς,
ὅτι ἔκτοτε συνεπείᾳ
τῶν διαμαρτυριῶν τοῦ Κέντρου καὶ
τῶν Παραρτημάτων ἐπῆλθεν
ἡ τελεία διάσπασις τῆς Κοινότητος, διότι τὴν πρότασίν μου ταύτην ἐπεκρότησε σύμπασα ἡ Συνέλευσις, ἐκτὸς
τοῦ τότε Προέδρου τοῦ Δ. Συμβουλίου κ. Παράσχου καί
τινων ψυχοπαθῶν ἐγκαθέτων Μάνεση καὶ Γούναρη, ἐχόντων συμφέρον νὰ διαχειρίζηται τὸ Δ. Συμβούλιον τῆς Κοινότητος τὰς προσόδους τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀπόδειξις εἶναι,
ὅτι ἡ ἐκλογικὴ Συνέλευσις ἀπεδοκίμασε τὸ Δ. Συμβούλιον τοῦ Παράσχου καὶ Γούναρη, καὶ ἀντικατέστησε
τοῦτο διὰ τοῦ Συμβουλίου Μπενῆ-Ψάλτου
καὶ Γαμβρούλια σχεδὸν διὰ παμψηφίας. Τὰ
δὲ Παραρτήματα, οὐ μόνον δὲν διεμαρτυρήθησαν, ὡς
λέγει Αὕτη κακοπίστως, ἀλλὰ
καὶ ἔσπευσαν νὰ
δηλώσουν, ὅτι τάσσονται ἀνεπιφυλάκτως παρὰ τὸ
πλευρὸν τῶν Ἀρχιερέων.
Μόνην
παραφωνίαν εἰς τὴν ὁμοφωνίαν
ταύτην ἀπετέλεσεν ἡ παρασυναγωγὴ Γούναρη καὶ Μάνεση, παραιτηθέντες τοῦ Παράσχου, μετά τινων ὀπαδῶν, ἀριθμουμένων
εἰς τὰ δάκτυλα τῆς μιᾶς χειρός, οἵτινες
ἐχαρακτηρίσθησαν καὶ ὑπ’
Αὐτῆς τῆς
Ὑμετέρας Θεοφιλίας ὡς παράφρονες. Ὅσα δὲ λέγει ἡ
Ὑμετέρα Θεοφιλία περὶ τοῦ διορισμοῦ
ἐξ ὀφφικίου παρ’ ἡμῶν τοῦ νέου Διοικ. Συμβουλίου, καὶ περὶ
ἀναμίξεως τοῦ Ἀρσενίου
Κοττέα [Ἁγιορείτου Μοναχοῦ], ὡς ἐργάτου
Σατανικοῦ, διευθύνοντος δῆθεν τὸν ἀγῶνα ἐκ τῶν
παρασκηνίων τῇ ἀνοχῇ ἡμῶν τῶν δύο, δίδωσιν ἡμῖν τὸ μέτρον τῆς
ἀσυνειδησίας καὶ τῆς
κακοπιστίας Αὐτῆς. Διότι καὶ περὶ τοῦ
διορισμοῦ του ἐξ ὀφφικίου
τοῦ νέου Δ. Συμβουλίου καὶ τοῦ καταλόγου τῶν
ἐκλεξίμων ἐξ ἀμφοτέρων
τῶν παρατάξεων ἔλαβε γνῶσιν ἡ
Ὑμετέρα Θεοφιλία, καὶ οὐχὶ ἅπαξ
Αὕτη ἤκουσεν ἐκ τοῦ
στόματος ἡμῶν καὶ εἰς
τὰς κατ’ ἰδίαν συνεντεύξεις καὶ τὰς
Συνοδικὰς Συνεδρίας, ὅτι τὸν Ἀρσένιον
Κοττέαν ἅπαξ εἴδομεν, καὶ ὅτι
οὗτος οὐδεμίαν καθ’ ἡμᾶς
σχέσιν ἔχει, πολλῷ δὲ
μᾶλλον ἐπιρροὴν εἰς
τὸν ἀγῶνα,
οὗ τὰς γενικὰς
γραμμὰς καὶ κατευθύνσεις δίδομεν ἀνέκαθεν ἡμεῖς
οἱ Ἀρχιερεῖς.
Τί δὲ νὰ
εἴπωμεν περὶ ὅσων
ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία λέγει, ὅτι ἔδειξεν
ὑπομονὴν καὶ ἀνοχὴν ὑπεράνθρωπον,
ὅτι ἐπιέσθη ὑφ’
ἡμῶν μέχρις ἐξευτελισμοῦ καὶ εἰς
βαθμόν, ὥστε νὰ ἀναγκασθῇ νὰ
ἀπόσχῃ τῆς
συνεργασίας μεθ’ ἡμῶν πρὸς ἀποφυγὴν τῶν εὐθυνῶν δι’ ὅσα τὰ
Σατανικὰ ὄργανα Καραγιαννίδης, Ραυτόπουλος
καὶ ἄλλοι ἐτέκταινον
δῆθεν κατὰ τοῦ ἀγῶνος, ὑποκινούμενοι ἐκ
τοῦ ἀφανοῦς
ὑπὸ τοῦ
διαβολικῶς καὶ ὑπούλως
ἐργαζομένου Ἀρσενίου Κοττέα, διότι ὅ,τι καὶ ἄν
εἴπωμεν, δὲν θὰ δυνηθῶμεν
νὰ παραστήσωμεν τὸν βαθμὸν τῆς
κακοβουλίας, μεθ’ ἧς
διαστρέφει Αὕτη τὴν ἀλήθειαν.
Καὶ ἐρωτῶμεν ποῖος ἔδειξεν
ὑπεράνθρωπον ὑπομονήν, ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία, ἥτις λαβοῦσα παρ’ ἡμῶν
κατὰ τὴν χειροτονίαν Της εἰς Ἀρχιερέα
τὸν τίτλον τοῦ Ἐπισκόπου,
ἐτιτλοφορεῖτο μὲ τὸν
τίτλον τοῦ Μητροπολίτου καὶ παρὰ τὰς
ἐπανειλημμένας παρατηρήσεις
τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου,
ἤ ἡμεῖς,
οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς
εἰρήνης ἠνέχθημεν Αὐτὴν
νὰ ἰδιοποιῆται
τὸν τίτλον τοῦ Μητροπολίτου ἐπὶ
καταφρονήσει τῶν συστάσεων
τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου
καὶ τῆς διατάξεως τῶν Κανόνων, καθ’ ἥν οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ τίτλοι ἀπονέμονται μόνον ὑπὸ τῆς
Ἐκκλησίας;
Τίς ἔδειξεν χριστιανικὴν ἀνοχήν,
ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἥτις
ἄνευ ἀδείας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἤρχετο εἰς
συμφωνίας μετὰ τῶν Ἐπιτρόπων
τῶν Ἐκκλησιῶν
νὰ τελῇ λειτουργίας καὶ ἱεροτελεστίας
καὶ δὴ κατὰ τὰς
μεγάλας ἑορτὰς τοῦ Πάσχα, μὴ
σεβομένη προγράμματα τῆς
Συνόδου, ἤ ἡμεῖς,
οἵτινες χάριν τοῦ ἀγῶνος καὶ τῆς
ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου
ἡμῶν παρατάξεως ἐθυσιάσαμεν
τὸ προσωπικὸν ἡμῶν γόητρον καὶ ἠνέχθημεν
Αὐτὴν αὐθαιρετοῦσαν, καὶ ἐν
Μοίρᾳ Καρὸς τιθεμένην [νὰ εὐτελίζει]
τὰς ἀποφάσεις καὶ
διατάξεις τῆς Συνόδου;
Καὶ τέλος τίς ἔδειξεν ὑπομονὴν
ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἥτις
οὐκ οἴδαμεν τίσιν ἐλατηρίοις ὁρμωμένη προέβαινεν εἰς χειροτονίας διακόνων καὶ Ἱερέων
ἄνευ ἐνορίας καὶ ἀποφάσεως
τῆς Συνόδου ὡς ἐπὶ τὸ
πλεῖστον, διότι ἐκ τῶν 35 χειροτονιῶν,
ὡς ἐκ τοῦ
καταλόγου Αὐτῆς ἐμφαίνεται,
μόνον διὰ τὰς 7-10 εἶχε τὴν
ἐντολὴν τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου, ἤ ἡμεῖς, οἵτινες χάριν τοῦ
ἀγῶνος καὶ
τῆς ἑνώσεως, οὐ
μόνον δὲν κατεστήσαμεν Αὐτὴν
ὑπόδικον διὰ τὰς
ἀπολελυμένας [χωρὶς σύνδεση-δέσμευση μὲ συγκεκριμένη ἐνορία ἤ μονή] χειροτονίας, ἀλλὰ καὶ προσκληθέντες ὑπὸ τῆς
Εἰσαγγελίας καὶ ἀπειληθέντες
διὰ δευτέρας ἐξορίας διὰ τὰς
παρανόμους ταῦτας
χειροτονίας Της ἀνελάβομεν ἡμεῖς
προσωπικῶς τὴν εὐθύνην, εἰπόντες
εἰς τὸν Εἰσαγγελέα, ὅτι
ἡμεῖς ἐν
τῇ ἐκπληρώσει τῶν
θρησκευτικῶν ἡμῶν
καθηκόντων πειθαρχοῦμεν τῷ Θεῷ καὶ
οὐχὶ τοῖς
ἀνθρώποις;
Περίσσειαν οὐ μόνον ἀκριτομυθίας [ἀπερισκεψίας],
ἀλλὰ καὶ
κακοηθείας ἀποτελοῦν καὶ τὰ
ὅσα λέγει ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία, ὅτι ἡμεῖς
διαπραγματευόμεθα νὰ
συγχωνεύσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς
κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν [Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου] ἐπὶ
τῷ ὅρῳ
τῆς ἀποκαταστάσεως μόνον ἡμῶν τῶν δύο [Δημητριάδος καὶ
πρώην Φλωρίνης], καὶ ὅτι τὰς διαπραγματεύσεις ταύτας ἀπεκρύψαμεν ἀπὸ τὴν
Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἐνῶ,
οὐ μόνον κατεστήσαμεν
ταύτας ἀμέσως γνωστὰς εἰς τὴν
Ὑμετέραν Θεοφιλίαν, ἀλλὰ
καὶ παρελάβομεν Αὐτὴν
μεθ’ ἡμῶν εἰς τὴν
δευτέραν συνάντησιν μετὰ τοῦ Ἁγίου
Κασσανδρείας [Εἰρηναίου],
καθ’ ἥν ὡς μόνον ὅρον ἑνώσεως
τῆς Ἐκκλησίας ἐθέσαμεν
εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον
τοῦ Μακαριωτάτου τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ πατρίου ἑορτολογίου
εἰς τὴν ὅλην
Ἐκκλησίαν, ἄνευ τῆς ὁποίας
εἰς οὐδεμίαν συζήτησιν ἐδέχθημεν νὰ ἔλθωμεν.
Ἐλέους ὄντως καὶ
οἰκτιρμοῦ ἄξια
εἶναι καὶ ὅσα
λέγει ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀναφορικῶς πρὸς
τὴν δικαιοδοσίαν Αὐτῆς
ἀπέναντι τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἡμῶν,
ὅστις, καθ’ ὅ εἶχε
δικαίωμα ἀπηγόρευσεν Αὐτήν, ἀποβαλοῦσα
ἤδη πάντα χαλινόν [ἐπειδὴ εἶχε
ἀποθρασυνθεῖ], νὰ ἱεροπράττῃ καὶ νὰ
χειροτονῇ εἰς τὴν περιοχὴν
τῆς Προεδρικῆς δικαιοδοσίας ἄνευ τῆς Κανονικῆς
ἀδείας τοῦ Κυριάρχου, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ παρ’ ἐνορίαν πρᾶξιν,
τιμωρουμένην ὑπὸ τῶν
Θείων καὶ Ἱερῶν
Κανόνων. Διότι ἀρνουμένη Αὕτη τὸ δικαίωμα τοῦτο
τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου,
καὶ ἀπευθύνουσα εἰς
αὐτὸν τὰ
ἑξῆς· Ποῖαν
θέσιν ἔχετε, ποῦ στηρίζεσθε, ποῖαν ἕδραν ἔχετε
καὶ λειτουργοῦσα καὶ χειροτονοῦσα
εἰς ξένην περιοχὴν ἄνευ
τῆς ἀδείας τοῦ
Κυριάρχου, φορᾶται [γίνεται
ἀντιληπτὸς νὰ παρανομεῖ],
οὐχὶ ἀγνοοῦσα τοὺς θείους καὶ
ἱεροὺς Κανόνας, διότι τοιαύτη ἄγνοια δὲν
συγχωρεῖται τῷ Ἐπισκόπῳ, ἀλλ’
ἐκμεταλλευομένη τὸ Ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα,
εἰς ὅ μετὰ
τόσων χρηστῶν ἐλπίδων ἀνυψώσαμεν Αὐτὴν πρὸς ἐξυπηρέτησιν
τοῦ ἱεροῦ
ἡμῶν ἀγῶνος.
Ὁποία ὄντως διάψευσις ἐλπίδων
ἐν τῇ ἀνυψώσει
τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας εἰς
τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης
βαθμόν, τοῦθ’ ὅπερ ἀποτελεῖ
τὸ μόνον σημεῖον τῆς ἀποτυχίας
καὶ τῆς κατακρίσεως ἡμῶν.
Τὸν βαθμὸν δὲ τῆς
ἀκρισίας [ἀδυναμίας ὀρθῆς
κρίσεως] καὶ τῆς λογικῆς παρακρούσεώς Της δεικνύει Αὕτη, ὅταν διατείνηται εἰς
τὴν 4ην σελίδα
τοῦ ἐγγράφου Της, ὅτι
ἡμεῖς δὲν
εἴμεθα Ἀρχιερεῖς ἀλλ’
ἁπλοὶ Μοναχοί, διότι, ὡς
λέγει Αὕτη, ἐκηρύξαμεν ἡμεῖς
ἐπ’ Ἐκκλησίαις νόμιμον τὴν
παράνομον Ἐκκλησίαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν καὶ
ἔγκυρα τὰ Μυστήρια Αὐτῆς.
Ἀπαντῶντες δὲ
ὡς πρὸς τὸ σημεῖον
τοῦτο εἰς τὴν Ὑμετέραν
Θεοφιλίαν λέγομεν τὰ ἑξῆς.
Ἡμεῖς ἐπ’
Ἐκκλησίαις κηρύττοντες εἴπομεν, ὅτι ἀπεκόψαμεν
τὴν πνευματικὴν ἐπικοινωνίαν
μετὰ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν καὶ
τῶν ὁμοφρόνων Αὐτῷ Ἀρχιερέων,
διότι οὗτοι αὐθαιρέτως καὶ ἄνευ
τῆς συναινέσεως ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν προέβησαν εἰς τὴν ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, καὶ διότι ἡμεῖς
δὲν ἐπιθυμοῦμεν
νὰ γίνωμεν κοινωνοὶ τῆς
εὐθύνης διὰ τὴν
καινοτομίαν ταύτην, καὶ δι’
ἥν ἀκριβῶς
ἐξεκαλέσαμεν αὐτοὺς
[ἀσκήσαμε ἔφεση στὴν ἀπόφασή
τους] ἐνώπιον Πανορθοδόξου
Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου νὰ δικάσῃ καὶ
ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως νὰ καταδικάσῃ Αὐτούς,
ἐμμένοντας ἀμεταπείστως εἰς τὴν καινοτομίαν ταύτην.
Ἡ ἀντικανονικὴ καὶ αὐθαίρετος
καινοτομία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου καὶ τῶν
ὁμοφρόνων Ἀρχιερέων, εἴπομεν, ὅτι δὲν
δύναται νὰ ἐπηρεάσῃ τὴν
Ὀρθόδοξον ἔννοιαν καὶ ἰδιότητα
τῆς Ἑλληνικῆς
Ἐκκλησίας, εἰς ἥν
δὲν ἀνήκουν μόνον οἱ
καινοτόμοι Ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ
καὶ ἡμεῖς
μετὰ τῶν ὀπαδῶν μας, οἵτινες κυρίως συνεχίζομεν τὴν Ὀρθόδοξον
Ἱστορίαν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας,
τηροῦντες ἀλωβήτους [ἀκέραιες/ἀβλαβεῖς]
τὰς σεπτὰς Ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς ὀρθοδόξους
θεσμούς. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι
καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν
δὲν ἀνεγνωρίσαμεν τὴν
καθαίρεσιν ἡμῶν γενομένην ὑπὸ
Ἀρχιερέων ἀντικανονικῶν, οὕς ἡμεῖς ἀπεκηρύξαμεν,
καὶ οὐχὶ
ὑπὸ τῆς
Ἐκκλησίας, ἧς τὴν Ὀρθόδοξον
ἔννοιαν ἀποτελοῦμεν ἡμεῖς οἵτινες φυλάττομεν ἀλωβήτους
τὰς Ἐκκλησιαστικὰς
παραδόσεις καὶ τοὺς Ὀρθοδόξους
θεσμούς.
Ἡμεῖς
καὶ ἄλλοτε διὰ
τῶν ἐντύπων καὶ
τῶν δημοσιευμάτων ἡμῶν
διεκηρύξαμεν, ὅτι διὰ τὴν
ἀντικανονικὴν περὶ ἡμερολογίου
ἀπόφασιν τῆς Διοικητικῆς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς
Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας
τὴν εὐθύνην ὑπέχει, οὐχὶ ἡ
ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς
Ἑλλάδος, ἀλλ’ οἱ λαβόντες τὴν
ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν
Ἀρχιερεῖς προσωπικῶς, ἐφ’ ᾧ
καὶ ἡμεῖς
ἀπεκόψαμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν
μετ’ αὐτῶν, ἐκκαλέσαντες αὐτοὺς ἐνώπιον
πανορθοδόξου Συνόδου, μόνης ἁρμοδίου
νὰ δικάσῃ καὶ νὰ
καταδικάσῃ αὐτοὺς
διὰ τὴν καινοτομίαν ταύτην.
Ἀλλοίμονον ἄν διὰ μίαν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν
τῆς Διοικούσης Συνόδου
καθίστατο ὑπεύθυνος ἡ ὅλη
Ἐκκλησία, ἧς τὴν ἔννοιαν
ἀποτελεῖ τὸ
Σύνολον τῆς Ἱεραρχίας, τοῦ Κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ,
καὶ τρὶς ἀλλοίμονον,
ἄν εἶχον τὸ
δικαίωμα τὰ ἄτομα, τὰ μὴ
μετέχοντα τῆς ἀντικανονικῆς ἀποφάσεως,
νὰ κηρύττωσιν δι’ αὐτὴν
Σχισματικὴν τὴν ὅλην
Ἐκκλησίαν.
Διότι ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ
κάθε ἄτομον θὰ ἀπετέλει
καὶ ἰδίαν Ἐκκλησίαν
θεωροῦν Σχισματικὴν πᾶσαν ἄλλην
Ἐκκλησίαν ἧς μίαν μονομερῆ καὶ προσωπικὴν
ἀπόφασιν θὰ ἔκρινεν
ὁ ἴδιος ὡς
ἀντικανονικὴν καὶ ἀξίαν
νὰ σχίσῃ τὴν
Ἐκκλησίαν. Ἡ ἰδέα
αὕτη ὄζει [ἔχει ἄσχημη
ὀσμή] προτεσταντισμοῦ, ὅστις
διὰ κριτήριον τῆς ὀρθότητος
τῶν δογμάτων καὶ τῶν
Μυστηρίων ἔχει, οὐχὶ
τὴν κρίσιν καὶ τὴν
ἀπόφασιν τῆς συνόδου τῆς ἱεραρχίας,
ἀλλὰ τὴν
προσωπικὴν ἀντίληψιν καὶ κρίσιν τοῦ ἀτόμου,
καθοδηγουμένου ὑπὸ τῆς
χάριτος τοῦ Παναγίου
Πνεύματος.
Δι’ αὐτὸν
ἀκριβῶς τὸν λόγον ὑπάρχουν
πλεῖσται ὅσαι αἱρέσεις καὶ
Σχίσματα μεταξὺ τῶν Προτεσταντικῶν Ἐκκλησιῶν, παραδεχομένων, ὅτι ἡ θέλησις τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὰ ζητήματα τῆς
θρησκείας ἐκφαίνεται
[φανερώνεται] διὰ παντὸς χριστιανοῦ, ἐνῶ ἡ
Καθολικὴ Ἐκκλησία περιώρισε τὸ δικαίωμα τοῦτο εἰς τὸ
πρόσωπον τοῦ ἀνωτάτου ποντίφηκος, τοῦ Πάπα, ἀποφαινομένου ἐκ
Καθέδρας [μὲ ἀπόλυτη αὐθεντία] εἰς
τὰ ζητήματα τῆς πίστεως, ἐν ἀντιθέσει
πρὸς τὴν Ὀρθόδοξον
Ἀνατολικὴν Ἐκκλησίαν,
ὀρθῶς πρεσβεύουσαν, ὅτι
ἡ θέλησις τοῦ ἁγίου
Πνεύματος ἐκδηλοῦται διὰ τῆς
ὁμοφώνου ἀποφάσεως τῆς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ἐκπροσωπούσης τὴν καθόλου [τὴν ὅλη]
Ὀρθοδοξίαν.
Τούτου ἕνεκα οἱ Θεῖοι
Ἀπόστολοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας,
τὸ δικαίωμα τοῦ κηρύττειν Μίαν Ἐκκλησίαν Αἱρετικὴν ἤ
Σχισματικὴν καὶ ἀπογυμνοῦν Αὐτὴν
καὶ τὰ Μυστήρια Αὐτῆς
τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ δὲν
ἔδωκαν, οὔτε εἰς τὰ
ἄτομα τῶν Ἀρχιερέων,
ἀλλ’ οὔτε εἰς μίαν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαν, ἀλλ’
εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν
Σύνοδον, αἱ ὁμόφωνοι ἀποφάσεις τῆς
ὁποίας λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Τούτων οὕτως ἐχόντων μία ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
διὰ μίαν τυχὸν ἀντικανονικὴν ἀπόφασιν
τῆς Διοικητικῆς Αὐτῆς
Συνόδου δὲν δύναται νὰ κηρυχθῇ, ὄχι
πλέον ὑπὸ τῶν
διαφωνούντων τυχὸν Ἀρχιερέων, τῶν ἀποτελούντων
μίαν μειονότητα τῆς Ἱεραρχίας Της, ἀλλ’ οὔτε ὑπὸ μιᾶς ἄλλης
ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας,
ἔστω καὶ Πατριαρχικῆς, τοῦ δικαιώματος τούτου ἐπιφυλαχθέντος
ὑπὸ τῶν
Θείων καὶ Ἱερῶν
Κανόνων μόνον εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν
Σύνοδον. Οὗτος ἀκριβῶς εἶναι
καὶ ὁ λόγος, δι’ ὅν
αἱ ἐπὶ
μέρους Ὀρθόδοξοι καὶ Πατριαρχικαὶ Ἐκκλησίαι,
αἱ ἱστάμεναι ἐπὶ τοῦ ἐδάφους
τοῦ Πατρίου ἑορτολογίου, δὲν διέκοψαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν
μετὰ τῶν Ἐκκλησιῶν τῶν καινοτομησασῶν
εἰς τὸ ἑορτολόγιον,
ἐπιφυλασσόμεναι νὰ ἐξενέγκωσι
[διατυπώσουν] τὴν γνώμην αὐτῶν
εἰς τὴν μέλλουσαν νὰ συνέλθῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, εἰς ἥν
θὰ συζητηθῇ καὶ θὰ
καθορισθῇ ἐγκύρως καὶ τελεσιδίκως τὸ
ἑορτολογικὸν ζήτημα ὅπερ τυγχάνει ἐπίδικον
[βρίσκεται ἀκόμη στὴν κρίση τοῦ δικαστηρίου] καὶ κατὰ τὴν
γνώμην τοῦ ἀειμνήστου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Φωτίου [+1935].
Καὶ ὅταν
αἱ ἐπὶ
μέρους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καὶ δὴ
πατριαρχικαί, ὅπως εἶναι τῆς Ἀντιοχείας,
τῶν Ἱεροσολύμων καὶ
τῆς Σερβίας, αἱ ἐχόμεναι
στερρῶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου οὐ
μόνον δὲν προέβησαν μονομερῶς νὰ κηρύξωσι τὰς
Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας Σχισματικάς, ἀλλὰ
καὶ διετήρησαν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν
μετ’ αὐτῶν μέχρι τῆς συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου, ποῖοι εἴμεθα ἡμεῖς οἱ τρεῖς
κατ’ ἀρχὰς Ἀρχιερεῖς οἵτινες θὰ
εἴχομεν τὴν τόλμην νὰ προδικάσωμεν τὰς Νεοημερολογητικὰς Ἐκκλησίας,
καὶ νὰ κηρύξωμεν αὐτὰς
Σχισματικὰς καὶ τὰ
Μυστήρια αὐτῶν ἄκυρα
καὶ ἐστερημένα τῆς
Χάριτος τοῦ Χριστοῦ;
Μὲ τὸ νὰ
ἔχωμεν ἀντίθετον γνώμην εἰς τὸ ζήτημα τοῦ
ἑορτολογίου πρὸς τὴν ἀπόφασιν
τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἀρχιερέων,
δὲν ἕπεται ἐκ
τούτου, ὅτι καὶ δικαιούμεθα νὰ κηρύξωμεν καὶ τὴν
Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος
Σχισματικήν. Ἄν δὲ ἐν
τοῖς προηγουμένοις ἐντύποις καὶ δημοσιεύμασιν ἡμῶν
ἐκηρύξαμεν τὸν Μακαριώτατον ἔκπτωτον τῆς Θείας Χάριτος, ὡς
ἐπισύραντα τὰς ἀρὰς καὶ τὰ
ἀναθέματα τῶν θείων καὶ θεοφόρων Πατέρων διὰ τὴν
ἑορτολογικὴν Καινοτομίαν, καὶ ὡς
ἀκατάλληλον ὄργανον πρὸς μετάδοσιν ταύτης εἰς
τοὺς πιστούς, τοῦθ’ ὅπερ ἡ
Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐπικαλεῖται πρὸς
ἔνδειξιν τῆς γνωσιμαχίας [ὑποχωρήσεως] δῆθεν ἡμῶν,
τοῦτο, χωρὶς νὰ τὸ
ἀρνούμεθα καὶ νῦν,
ἀποτελεῖ τὴν
προσωπικὴν ἡμῶν
ἀντίληψιν καὶ γνώμην, ἥτις δὲν
δύναται βεβαίως νὰ ἐκληφθῇ ὡς
γνώμων τῆς ἀληθείας, καὶ ὡς
ἀλάνθαστον κριτήριον τῆς Ὀρθοδοξίας,
ὅπως ἡ γνώμη καὶ ἡ
ἀπόφασις Πανορθοδόξου
Συνόδου, ἀποφαινομένης ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡμεῖς ὡς
Ἀρχιερεῖς εἴχομεν τὸ
προσωπικὸν δικαίωμα νὰ ἀποκηρύξωμεν
τὸν Πρῶτον, καὶ νὰ
διακόψωμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν
μετ’ Αὐτοῦ, καὶ πρὸ
Συνοδικῆς διαγνώμης κατὰ τὸν
15ον Κανόνα τῆς
ΑΒας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ νὰ
καταγγείλωμεν αὐτὸν εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, μόνην δικαιουμένην νὰ δικάσῃ αὐτὸν καὶ τοὺς
ἀκολουθοῦντας αὐτῷ
Ἀρχιερεῖς, τοῦθ’ ὅπερ
καὶ ἐπράξαμεν, συμμορφωθέντες πρὸς τὴν
ἐπιταγὴν τοῦ εἰρημένου
Κανόνος.
Ὥστε καὶ ὁ
ἀνωτέρω Κανών, ὅν ἐπικαλεῖται ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία, ἵνα δικαιολογήσῃ τὴν
κήρυξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ
τῶν ὁμοφρόνων αὐτῷ Ἀρχιερέων
καὶ τῶν καλῇ τῇ
πίστει ἀκολουθούντων αὐτοῖς
πέντε ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων ὀρθοδόξων ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν
ὡς Σχισματικῶν, τὸ δικαίωμα τοῦτο
παρέχει, οὐχὶ εἰς
τὰ ἄτομα, ἅτινα
ἐπιτρέπει πρὸ Συνοδικῆς διαγνώμης τὴν
διακοπήν, μόνον, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας
μετὰ τοῦ Πρώτου ὡς ψευδο-επισκόπου, ἀλλ’
εἰς Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἧς αἱ ἀποφάσεις
λαμβάνονται κατ’ ἔμπνευσιν
τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Τούτου ἕνεκα, πρὸς κήρυξιν τοῦ
Βουλγαρικοῦ Σχίσματος
συνεκλήθη τῷ 1872 ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη Τοπικὴ Σύνοδος, ἐν ᾗ
ἀντεπροσωπεύθησαν καὶ τὰ
λοιπὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀλεξανδρείας,
τῆς Ἀντιοχείας καὶ
τῶν Ἱεροσολύμων, διότι καὶ
τὸ Οἰκουμενικὸν
Πατριαρχεῖον μόνον του, ἄν καὶ πρωτόθρονον, δὲν
ἐδικαιοῦτο ἐγκύρως καὶ
κανονικῶς νὰ κηρύξῃ τὴν
Βουλγαρικὴν Ἐκκλησίαν Σχισματικήν.
Ἀρχιερεῖς, ὡς
ἡμεῖς, ἐγκρατεῖς τῶν θείων καὶ
ἱερῶν Κανόνων, καὶ
μὲ 35ετῆ ὑπηρεσίαν
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
καὶ μὲ περγαμηνὰς εὐαρεσκείας
ἐκ μέρους Αὐτῆς,
δικαίως θὰ ἐχαρακτηριζόμεθα ὑπ’ Αὐτῆς
καὶ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν ἱσταμένων
ἐπὶ τοῦ
ἐδάφους τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου, ὡς
Μητροπολῖται τυχοδιῶκται, ἄν προὐβαίνομεν
κατὰ τὴν γνώμην τῆς Ὑμετέρας
Θεοφιλίας εἰς κήρυξιν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας,
ὡς Σχισματικῆς, ὡς ἔπραξεν
Αὕτη καπηλευομένη [ἐκμεταλλευομένη ἰδιοτελῶς] τοὺς
Θείους καὶ Ἱεροὺς Κανόνας καὶ
κατορχουμένη [χλευάζουσα ἤ
περιφρονοῦσα] παντὸς ἱεροῦ καὶ ὁσίου
διὰ λόγους ἐντυπωσιακοὺς καὶ σκοποὺς
ἐκμεταλλευτικοὺς καὶ τυχοδιωκτικούς.
Διὰ τοιαῦτα πραξικοπήματα, ἅτινα
προδίδουσιν ἔλλειψιν, οὐ μόνον στοιχειώδους γνώσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ
καὶ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, ἡμεῖς ὁμολογοῦμεν παρρησίᾳ καὶ ἀδεῶς [ἄφοβα] τὴν
ἀνεπιτηδειότητα καὶ ἀνικανότητα
ἡμῶν, ἀναγνωρίζοντες
συνάμα ἐν τούτῳ τὴν
εἰδικότητα καὶ τὴν
ἱκανότητα τῆς Ὑμετέρας
Θεοφιλίας, καὶ τῶν ὁμοτρόπων
συνεργατῶν Αὐτῆς,
μὴ ἐχούσης νὰ
διακυβεύσῃ εἰς τὸ κάτω κάτω τῆς
Γραφῆς κεκτημένους τίτλους Ἀρχιερατικῆς δράσεως καὶ
τιμῆς.
Ἄλλως τε δι’ Αὐτὴν
καὶ τὸν συνεργάτην Αὐτῆς
[Βρεσθένης Ματθαῖο] ὑπάρχει διὰ τὴν
τυχοδιωκτικὴν ταύτην
πολιτικήν, πρὸς τῇ ἐλλείψει
τοῦ σοβαροῦ Ἀρχιερατικοῦ χαρακτῆρος, καὶ
τὸ ἐλαφρυντικὸν
τῆς ῥιχῆς
θεολογικῆς παιδεύσεως καὶ τῆς
ἐπιπολαίου καὶ ἀβαθοῦς σκέψεως καὶ κρίσεως, αἱ ἐνδείξεις
καὶ αἱ ἐκδηλώσεις
τῶν ὁποίων ἐγένοντο
ἡμῖν καταφανεῖς
καθ’ ὅλας τὰς συνεντεύξεις καὶ συσκέψεις μετ’ Αὐτῆς.
Ἦτο δὲ δίκαιον, καὶ
τὸ ἐξομολογούμεθα ἀνυποκρίτως,
πρῶτοι ἡμεῖς
νὰ ὑποστῶμεν
τὰς συνεπείας τῆς διανοητικῆς καὶ ψυχικῆς
αὐτῆς καχεξίας, διότι προέβημεν ἀβασανίστως, δόντες πίστιν εἰς τὰς
συστάσεις τοῦ ἀνεψιοῦ Της κ. Ἰωάννου
Βαλινδρᾶ, νὰ νυμφαγωγήσωμεν Αὐτὴν
εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἀρχιερατικὴν παστάδα, κακῶς συμπεράναντες τὴν ψυχικὴν αὐτῆς εὐεστῶ
[γαλήνη, σταθερότητα] ἐκ τῆς ἀνθηρότητος
τοῦ σωματικοῦ γήρατος αὐτῆς.
Γνωστὸν ὅτι
ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία κατὰ
τὴν τελευταίαν συνεδρίαν ἡμῶν
ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ἐγερθέντος
ζητήματος τῆς ἀναμυρώσεως τῶν Νεοημερολογιτῶν ὑπὸ τοῦ Ἁγίου
Βρεσθένης, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία μετὰ προηγουμένην ἀνάπτυξιν τοῦ ζητήματος ὑπ’ ἐμοῦ
καὶ τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου
συνεφώνησε μεθ’ ἡμῶν ὅτι
δὲν εἶναι Κανονικόν, οὐδὲ
ὅσιον καὶ ἱερὸν νὰ ἐπαναλαμβάνηται
τὸ Μυστήριον τοῦ Χρίσματος διὰ τοὺς Νεοημερολογίτας, μὴ
ὄντας κεκηρυγμένους
Σχισματικοὺς ὑπὸ
Πανορθοδόξου Συνόδου, καὶ ὑπέγραψε καὶ τὸ
σχετικὸν Πρακτικόν.
Κατόπιν
τούτων, τί παθοῦσα ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία καὶ ὑπὸ
τίνος ἐμπνευσθεῖσα ἐτόλμησε ἄνευ
οὐδεμιᾶς ἐξηγήσεως
καὶ συνεννοήσεως μεθ’ ἡμῶν
νὰ ἀποκηρύξῃ
ἡμᾶς ἐκπεσόντας
δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας
ὡς αἱρετικοὺς
καὶ κακοδόξους καὶ νὰ
ταχθῇ ὡς γράφει, παρὰ τὸ
πλευρὸν τῆς Θρησκευτικῆς Κοινότητος, τῆς προεδρευομένης ὑπὸ
τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη, ἀνθρώπων λαϊκῶν καὶ μηδεμίαν δυναμένων νὰ
ἔχωσι γνώμην ἐπὶ
ζητημάτων Ἐκκλησιαστικῶν καὶ Μυστηρίων; Εἰς
τοσοῦτον λοιπὸν σημεῖον καταπτώσεως ἀφίκετο
ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὥστε
νὰ θέσῃ τὸ
κῦρος τοῦ Μάνεση καὶ Γούναρη ὑπεράνω τοῦ
κύρους ἡμῶν, οἵτινες ἐκ
παίδων ἐγαλουχήθημεν μὲ τὰ
νάματα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ καθ’ ὅλον τὸ
μακροχρόνιον διάστημα τῆς
35οῦς Ἀρχιερατικῆς ἡμῶν ὑπηρεσίας
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
ἡμῶν οὐδὲν ἄλλο
ἐπράττομεν, παρὰ νὰ
διδάσκωμεν τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας,
καὶ νὰ ὀρθοτομῶμεν τὸν λόγον τῆς
θείας Ἀληθείας; Διὸ καὶ ἐκφράζομεν
τὴν βαθεῖαν θλῖψιν ἡμῶν διὰ τὴν
τόσην κατάπτωσιν τῆς Ὑμετέρας Θεοφιλίας, καὶ τὴν
βαθυτάτην μεταμέλειαν ἡμῶν, διότι ἀναξίως -ἀλλ’
ἀνεπιγνώστως εὐτυχῶς- ἀνυψώσαμεν
Αὐτὴν εἰς
τὸν Ἐπισκοπικὸν
βαθμόν.
Εἰς τὸ κατακόρυφον δὲ
τῆς ἀκρισίας καὶ
τῆς ἀκριτομυθίας ἀφικνεῖται ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία, ὅταν πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως
ἡμῶν, ὡς
ἐκπεσόντων δῆθεν τῆς Ὀρθοδοξίας,
προβάλλῃ καὶ τὰς
λοιπὰς μεταρρυθμίσεις, ἅς σκέπτεται νὰ ἐπενέγκῃ [ἐπιβάλει]
κατὰ τὴν γνώμην Αὐτῆς
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν
ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, ὡσεὶ
ἡμεῖς νὰ
ὑπέχωμεν τὴν εὐθύνην καὶ
τὴν ἐνοχὴν
διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις Αὐτοῦ,
ὅν διὰ τὴν
ἡμερολογιακὴν μόνον καινοτομίαν ἀπεκηρύξαμεν καὶ τὴν
Ἐκκλησιαστικὴν ἐπικοινωνίαν
μετ’ αὐτοῦ διεκόψαμεν. Ἀλλ’ ἀφοῦ
καὶ ὁ πολιτικὸς
νόμος δὲν κρίνει καὶ δὲν
καταδικάζει τὸν ἴδιον τὸν ἄνθρωπον
διὰ μίαν ἄδικον καὶ παράνομον τυχὸν
σκέψιν του, ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἐκ περισσῆς ἀκρισίας
ἤ ὀρθότερον εἰπεῖν κακεντρεχίας ἔσπευσε νὰ κατακρίνῃ
οὐ μόνον ἡμᾶς
ἀποδοκιμάζοντας παταγωδῶς τὰς μεταρρυθμιστικὰς
σκέψεις τοῦ Μακαριωτάτου, ἀλλὰ
καὶ τὴν Ἐκκλησίαν,
ἀποκαλοῦσα Αὐτὴν
ὡς ἄλλος Πάπας Σχισματικήν.
Ἀλλὰ
τί πταίει, Θεοφιλέστατε, ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ἥτις
Σὲ ἐγέννησε καὶ
μὲ τὰ ζωογόνα νάματα τῆς
Ὀρθοδοξίας σὲ ἐγαλούχησε,
διὰ τὰς μεταρρυθμιστικὰς σκέψεις καὶ ἰδέας
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ὅν
καὶ μόνον διὰ τὴν
ἡμερολογιακὴν καινοτομίαν, πολλῷ δὲ
μᾶλλον, ἐὰν τολμήσῃ οὗτος
νὰ προτείνῃ καὶ ἅς
ἀριθμεῖ Αὕτη
ἐν τῷ ἐγγράφῳ Της μεταρρυθμίσεις ἡ Ἐκκλησία
μετ’ ἀγανακτήσεως θὰ ἀποπέμψῃ τοῦ θρόνου Αὐτόν,
ὡς ἀνάξιον φύλακα καὶ
φρουρὸν ἐπικίνδυνον διὰ τὴν
ἀσφάλειαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων καὶ ὀρθοδόξων
θεσμῶν;
Εἰς τὸ τέλος τοῦ
μνημειώδους ἀποκηρυκτικοῦ ἐγγράφου
Της ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία ἀποβάλλει τὸ πρόσωπον τοῦ δράματος καὶ τῆς
τραγωδίας καὶ ὑποδύεται τὸ προσωπεῖον τῆς
κωμωδίας, καὶ καθίσταται οὕτως γελοῖα, ὅταν
πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἀποκηρύξεως
ἡμῶν ἐπικαλεῖται ἐκείνους ἀκριβῶς τοὺς Κανόνας καὶ
τοὺς Ὀρθοδόξους θεσμοὺς οὕς ἵνα
τηρήσωμεν ἀλωβήτους ἡμεῖς
ἀπεκηρύξαμεν τὸν καινοτόμον Ἀρχιεπίσκοπον, ἵνα μὴ κοινωνοὶ
γινόμεθα τῆς καινοτομίας αὐτοῦ.
Εἰς τὴν
ἔντυπον ἐγκύκλιόν Της ἀναφέρει ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία καὶ μίαν τερατώδη
συκοφαντίαν ἐναντίον μου,
καθ’ ἥν ἐκάλεσα δῆθεν Αὐτὴν τὸν παρελθόντα Δεκέμβριον [τοῦ 1936] εἰς
τὸ Γραφεῖον μου, καὶ ἐδήλωσα,
ὅτι ἐγὼ
καὶ ὁ Ἅγιος
Δημητριάδος πραγματευόμεθα οὐχὶ τὴν
ἕνωσιν ὡς λέγει Αὕτη, ἀλλὰ τὴν
συγχώνευσιν τῆς Ἐκκλησίας τῶν Παλαιοημερολογιτῶν μετὰ τῆς
κακοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
Ἀθηνῶν, λαμβάνοντες ὡς
ἀντάλλαγμα τὴν ἀποκατάστασιν
μόνον ἡμῶν, ἀδιαφοροῦντες
περὶ τοῦ ἀγῶνος καὶ τῶν
λοιπῶν συναγωνιστῶν, καὶ ὅτι
ὁ Ἅγιος Δημητριάδος, πρὸς
ὅν δῆθεν διεμαρτυρήθη Αὕτη,
προσεποιήθη ἄγνοιαν τῶν σκευωρηθέντων δῆθεν ὑφ’ ἡμῶν μετά τινων Συνοδικῶν [τοῦ Νέου Ἡμερολογίου]
πρὸς προδοσίαν τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν.
Ἀλλὰ
πῶς ἦτο δυνατὸν
νὰ γίνῃ τοῦτο, Θεοφιλέστατε, ἀφοῦ κατὰ τὴν
συνέντευξιν ἡμῶν μετὰ τοῦ
Συνοδικοῦ Ἁγίου Κασσανδρείας, ὡς ἐντεταλμένου
τοῦ Μακαριωτάτου, ἦτο παροῦσα καὶ
ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ἐνώπιον
καὶ εἰς ἐπήκοον
τῆς ὁποίας εἴπομεν
εἰς τὸν ἀντιπρόσωπον
τοῦ Μακαριωτάτου, ὅτι ἄνευ ἐπαναφορᾶς τοῦ Πατρίου Ἑορτολογίου
οὐδὲ λόγος δύναται νὰ
γίνῃ περὶ ἑνώσεως
ἡμῶν μετὰ
τῶν Νεοημερολογιτῶν;
Ἔπειτα τόσον ἐσκοτίσθη τῆς Ὑμετέρας
Θεοφιλίας τὸ λογικόν, ὥστε ἐξ ἑωσφορικοῦ φθόνου καὶ σατανικῆς κακεντρεχείας νὰ
διατυπώσῃ Αὕτη μετὰ τόσης ἀδεξιότητος
καὶ παραλογισμοῦ μίαν τοιαύτην καταγγελίαν κατ’ ἐμοῦ,
ἥτις φέρει καταφανῆ τὰ
ἴχνη τῆς συκοφαντίας καὶ ἔκδηλα
τὰ ἀποτυπώματα τῆς
κακοηθείας; Ἄν τοὐλάχιστον ἐλέγετε, ὅτι
Σᾶς ἐκάλεσα εἰς
τὸ Γραφεῖον μου ἵνα Σᾶς
προτείνω νὰ μετάσχητε καὶ Σεῖς τῆς
προδοσίας, λαμβάνοντες ὡς ἀνταπόδομα τὴν ἀναγνώρισιν
ὑπὸ τοῦ
Μακαριωτάτου τοῦ Ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ
Σας, ἴσως νὰ ἐγίνετο
τοῦτο πιστευτὸν εἰς ἕνα
ἀφελῆ καὶ
εὔπιστον Χριστιανόν. Ἀλλ’ ὡς διετυπώθη ἡ
καταγγελία αὕτη μὲ τόσην ἀδεξιότητα καὶ
ἀφέλειαν προσποιητήν,
φαίνεται, ὅτι εἶναι καθαρὰ συκοφαντία καὶ
εἰς αὐτὸν
τὸν ἔχοντα τὸν
κοινὸν νοῦν καὶ τὴν
στοιχειώδη λογικήν. Καὶ τοῦτο διότι οὐδεὶς
ποτὲ προδότης καταγγέλλει τὴν προδοσίαν του, καὶ μάλιστα εἰς ἕνα
ἀντίζηλον, ὡς κολακεύεται ἡ Ὑμετέρα
Θεοφιλία νὰ ἐμφανίζῃ ἑαυτὴν εἰς τὴν
κωμικοτραγικὴν τῆς συκοφαντίας σκηνήν.
Ἐφ’ ᾧ καὶ
πρὸ τῆς μυσαρᾶς [ἀηδιαστικῆς] ταύτης συκοφαντίας ἀποστρέφω τὸ πρόσωπόν μου μετὰ βδελυγμίας, καὶ θεωρῶν καὶ
τὴν διάψευσιν ταύτης
μειωτικὴν τῆς Ἀρχιερατικῆς μου τιμῆς ἀπαξιῶ νὰ
ἀπαντήσω εἰς αὐτήν, ἀξίαν
μόνον οἴκτου καὶ περιφρονήσεως. Τώρα ἐξηγῶ πῶς
καὶ ὁ Ἅγιος
Δημητριάδος ἄλλοτε ἔφθασεν εἰς τοσοῦτον
δικαίας ἀγανακτήσεως κατὰ τῆς
Ὑμετέρας Θεοφιλίας, ὥστε αὐστηρῶς
νὰ ἐπιτιμήσῃ
κατὰ πρόσωπον Αὐτὴν
διὰ μίαν ἐπίσης συκοφαντίαν, ἥν ἐξύφανεν
Αὕτη ἐναντίον ἑνὸς
ἄλλου ἀδελφοῦ καὶ
ἐντίμου τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν
ἀγωνιστοῦ.
Εἰς βεβαίωσιν δὲ τῶν
ἀνωτέρω ἀποστέλλομεν εἰς τὴν Ὑμετέραν
Θεοφιλίαν ἕν ἀντίτυπον ἐκ τοῦ
βιβλίου, ὅπερ ἔναγχος [μόλις πρόσφατα] ἐξεδώκαμεν κατὰ τῆς
ἡμερολογιακῆς καινοτομίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου,
οὐχὶ ἵνα
διαψεύσωμεν τὴν κακοπιστίαν
τῆς στυγερᾶς [ἀποτρόπαιας] καθ’ ἡμῶν καταγγελίας, ἀλλ’ ἵνα διδάξωμεν Αὐτὴν πῶς ἐργάζονται
οἱ εὐσυνείδητοι ἐργάται
τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ
πῶς ἀγωνίζονται οὗτοι
εἰς τὰς τετιμημένας ἐπάλξεις τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν ἀγῶνος, ἐν ἀντιθέσει
πρὸς τὴν Ὑμετέραν
Θεοφιλίαν, ἥτις προσπαθεῖ διὰ τῶν
χαμαιζήλων [ἀναξιοπρεπῶν] καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν νὰ
ὑπονομεύσῃ τὴν
θέσιν καὶ τὴν ὑπόληψιν
τῶν τιμίων καὶ εὐόρκων
ἀγωνιστῶν, καὶ νὰ
διεκδικήσῃ τὴν θέσιν καὶ τὴν
δόξαν τοῦ Ἀρχηγοῦ εἰς
τὸν ἀγῶνα
τὸν καλόν, χωρὶς νὰ συναισθάνηται, ὅτι
Αὕτη ἀπεδείχθη ἐλλιπὴς
καὶ εἰς αὐτὴν
τὴν θέσιν τοῦ Οὐραγοῦ.
Βεβαιωθήτω
τέλος ἡ Ὑμετέρα Θεοφιλία, ὅτι ἐκ σεβασμοῦ
πρὸς τὸ γῆρας
καὶ τὸ ἀξίωμα
Αὐτῆς θὰ
παρηρχόμεθα διὰ σιγῆς καὶ περιφρονήσεως τὴν
ἀποκήρυξίν Της, ἄν Αὕτη δὲν
εἶχε τὸ θράσος καὶ τὴν
ἀναίδειαν νὰ περιλάβῃ τὰς
στυγερὰς ταύτας συκοφαντίας
εἰς τὴν ἔντυπον
ἐγκύκλιον Αὐτῆς
πρὸς τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς μὲ τὸν
καταχθόνιον σκοπὸν νὰ δηλητηριάσῃ τὰς
ψυχὰς αὐτῶν
καθ’ ἡμῶν, καὶ νὰ
διασπάσῃ τὴν ἑνιαίαν
παράταξιν τοῦ ἀγῶνος
ἡμῶν κατὰ
τὴν κρισιμωτέραν καμπὴν τῆς μάχης τῶν
τιμίων ἀγωνιστῶν κατὰ τῶν
νεοεορτολογιτῶν.
Ἀλλ’ ἐκ προνοίας, ὅπως
προφυλάξωμεν τοὺς γνησίους Ὀρθοδόξους ἐκ τῆς λώβης [κακοποιήσεως] τῶν στυγερῶν
καὶ καταπτύστων συκοφαντιῶν τῆς Ὑμετέρας
Θεοφιλίας, ὑπεχρεώθημεν νὰ ἀπαντήσωμεν
εἰς Αὐτὴν
καὶ νὰ καυτηριάσωμεν τὰ ψεύδη, τὴν κακοπιστίαν καὶ
τὴν ἀσυνειδησίαν Της καὶ
μάλιστα μὲ φράσεις
δριμείας, καὶ μὲ αὐστηρούς,
πλὴν δικαίους χαρακτηρισμοὺς τοῦ προσώπου Της, δι’ οὕς
τὴν εὐθύνην ὑπέχει Αὕτη,
ἥτις ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων,
καὶ ἀπέπτυσε πάντα χαλινὸν
αἰδοῦς καὶ
ἀνθρωπίνης συναισθήσεως πρὸς δημοκοπίαν [δημαγωγία] εἰς βάρος ἑνὸς
ἱεροῦ ἀγῶνος.
Περαίνοντες
τὴν διαφωτιστικὴν ἀλλὰ καὶ ἐπιτιμητικὴν ταύτην ἀπάντησιν μετὰ
βαθυτάτης θλίψεως καὶ ψυχικῆς ὀδύνης
δηλοῦμεν εἰς τὴν Ὑμετέραν
Θεοφιλίαν κωφεύσασαν καὶ εἰς τὴν τελευταίαν κλῆσιν
ἡμῶν καὶ
ἀμεταπείστως ἐμμένουσαν εἰς τὴν ἀνταρσίαν
Της καθ’ ἡμῶν, ὅτι θεωροῦμεν
τοῦ λοιποῦ ἀναξίαν
τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ἡμῶν κοινωνίας καὶ
εὐλογίας καὶ ἀλλοτρίαν
[ξένη] εἰς τὴν Ὀρθόδοξον
παράταξιν ἡμῶν, καὶ εὐχόμεθα
ὁλοψύχως εἰς τὸν Πανάγαθον Θεόν, ὅπως
ἡμῖν μὲν
γένηται ἵλεως καὶ μὴ
στήσῃ ἡμῖν
πικρῶς μεταμελλομένοις, τὴν ἁμαρτίαν
διὰ τὴν ἀνύψωσιν
Αὐτῆς εἰς
τὸν τῆς Ἀρχιερωσύνης
βαθμόν, Αὐτῆς δὲ ὅπως
δῷ πνεῦμα συνέσεως, πνεῦμα συναισθήσεως καὶ πνεῦμα μετανοίας καὶ
ἐξομολογήσεως, μόνης ἱκανῆς νὰ
ἀποκαταστήσῃ Αὐτὴν ἐνώπιον
Χριστοῦ καὶ τῆς
Ἐκκλησίας Αὐτοῦ,
ἀνθ’ ἧς ἐπεδείξατο
Αὕτη ἀχαριστίας καὶ κακοβουλίας εἰς ἡμᾶς τε καὶ εἰς
τὸν ἱερὸν
ἀγῶνα τῆς
ὀρθοδοξίας.
+Ὁ Π.
Φλωρίνης Χρυσόστομος
Ἀθῆναι 14 Ὀκτωβρίου 1937
τ.σ.
(χειρογράφως)
Διὰ τὴν ἀκρίβειαν
τῆς ἀντιγραφῆς
ὁ Πρωτοσύγκελλος
+ἀρχιμ. Ἀλέξανδρος Γρηγορόπουλος