Το ψάρι εξερχόμενον εκ της θαλάσσης ευθύς αποθνήσκει
και μίαν ημέραν εάν δεν αλατισθή βρομά. Και ο θέλων φθάσαι εις την απάθειαν
ακαθοδήγητος, άνευ πνευματικού οδηγού, όχι μόνον αποθνήσκει αλλά και βρομίζει.
Διότι εξερχόμενος βλέπει πράγματα απρεπή, ακούει απρεπείς συζητήσεις, εκ των
οποίων βλάπτεται. Μη έχων δε πνευματικόν οδηγόν δια να τον αλατίση με τας
πατερικάς διδαχάς βρομίζει. Φθάνει μάλιστα εις σημείον, ένεκα του πάθους της υπερηφανείας,
να μη θέλη να επιστρέψη εις τας αγκάλας του πνευματικού του οδηγού.
Εις αυτόν ο πανάγαθος Θεός διά του προφήτου Ησαΐου
λέγει: «Γνωρίζει ο βους τον αυθέντην του»[i], συ όμως
αγνοείς τον πνευματικόν σου οδηγόν και πατέρα.
Και διατί φέρει ως παράδειγμα τον βούν; Διότι όταν κάποιος
αναθρέψη ένα βουν από τότε που θα γεννηθή, και μετά ξενιτευθή εις άλλο μέρος ή
υπάγη δια εργασίαν μακριά, όταν επιστρέψη και τον ιδή ο βους, όσα χρόνια και αν
έχουν περάσει, τον αναγνωρίζει και τον χαιρετά με την ιδίαν του λαλιάν, και όχι
μόνον τον χαιρετά, αλλά και κλαίει από την χαράν του.
Ο πανάγαθος Θεός λοιπόν παραπονείται και λέγει, ότι
ενεπιστεύθηκα την ψυχήν σου εις άνθρωπον έμπειρον δια να την φέρη εις εύδιον
λιμένα της Βασιλείας μου. Συ όμως όχι μόνον το αρνείσαι, αλλά και τον υβρίζεις
και τον κακολογείς, γινόμενος αχάριστος.
Ο βους ακόμη εξερχόμενος από την φάτνην του δια αροτρίωσιν
δεν λυπείται, αλλά αγάλλεται. Πηγαίνει εις το χωράφι ήσυχος και ήρεμος. Κάθηται
και του βάζει ο ζευγολάτης εις τον τράχηλόν του τον βαρύν ζυγόν του αρότρου και
με υπομονήν εργάζεται όλην την ημέραν αδιαμαρτυρήτως. Όταν δε ο αυθέντης του το
απαλλάξη από το φορτίον του τραχήλου τον βλέπει με ήρεμα μέτια και
ευγνωμοσύνην.
Κατά τον ίδιον τρόπον και ο Πνευματικός θέλει δια
των διδαχών του, να σπείρη μέσα εις την καρδίαν του Χριστιανού, την αγάπην του
Θεού. Εκείνος δε όχι μόνον χαίρεται εις τας διδαχάς του καλού κυβερνήτου του,
αλλά και πτερουγίζει η καρδία του λέγουσα∙ Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού,
ελέησόν με, δια της οδηγίας και κυβερνήσεως του εμπείρου πνευματικού πατρός
μου.
Όποιος λοιπόν θέλει να ανεβή υψηλά εις την κλίμακα της
πνευματικής ζωής, οφείλει πρώτον να εύρη έμπειρον Πνευματικόν, ο οποίος να
δύναται όχι μόνον να τον επαναφέρη, εις το ύψος της αγνείας και σωφροσύνης, εάν
είναι νέος και έχη ξεπέσει από το ύψος της παρθενίας εις σαρκικάς αμαρτίας,
αλλά και να τον διδάξη να είναι ανεκτικός, υπομονητικός και ταπεινόφρων. Και
τοιουτοτρόπως δια της καθαράς εξομολογήσεως και μετανοίας τον φέρει εις μέτρα
αγιότητος, ώστε να βλέπη τον Τριαδικόν Θεόν εις την καρδίαν του και να βλέπεται
υπ’ Αυτού.
Τας ψυχάς σας κατ’ οικονομίαν Θεού και με το ίδιον θέλημά
σας εκρεμάσατε εις το επιτραχήλιον της ιερωσύνης. Το επιτραχήλιον είναι τύπος,
κατά διαδοχήν, του λεντίου, όπου εφόρεσεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, όταν
έπλυνε και εσφόγγισε τους πόδας των αγίων Αποστόλων και Μαθητών Του. Και σεις,
εάν θέλετε να περάσετε χωρίς φουρτούνα το πέλαγος τούτοτου βίου και να υπάγετε
εις τον καλόν λιμένα, όπου είναι η Βασιλεία του Θεού, ακούσατε τας συμβουλάς
και οδηγίας, τας οποίας σας δίδει η αγία Εκκλησία διά της ιερωσύνης των
πνευματικών πατέρων της. Όταν εργασθήτε αυτάς, θα ιδήτε την ωφέλειάν των και θα
ευχαριστήσετε τον δοτήρα Θεόν, ο οποίος σας ηξίωσε να διδάσκεσθε το πως να φυλάττετε
την ψυχήν σας καθαράν από τα ξένα προς αυτήν πάθη.
Εκείνος ο οποίος θέλει να φυλάξη τον εαυτόν του
καθαρόν, πρέπει να σκεφθή ότι μίαν ημέραν θα αναχωρήση εκ του κόσμου τούτου,
και ο πανάγαθος Θεός, όπου γνωρίζει τα πάντα προτού να γίνουν, του έχει
προετοιμάσει και την θέσιν που θα λάβη όταν φυλάξη την ψυχήν του καθαρωτάτην.
Μετά το άγιον Βάπτισμα, επειδή ο άνθρωπος εξέρχεται
από την αγίαν Κολυμβήθρα καθαρός και ακέραιος ωσάν το περιστέρι, ο εχθρός της ψυχής
του έχει στρέψει όλα τα όπλα του εις το πως να μολύνη την καθαρωτάτην ψυχήν, η
οποία πρώτον μεν είχε τον μολυσμόν του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά μετά
ταύτα βαπτισθείσα εις την κολυμβήθραν διά των τριών καταδύσεων, εξήλθεν ακεραία
ωσεί περιστερά.
Ο πανάγαθος Θεός φέρει παράδειγμα εν τω αγίω αυτού
Ευαγγελίω την περιστεράν, διότι αυτή είναι ακεραία και δεν έχει μίσος. Όταν όμως
τρώγη απροσέκτως, τότε το γεράκι, που βλέπει από υψηλά εις πόσην λήθην την έχει
ρίψει το πάθος της γαστριμαργίας, κατεβαίνει αιφνιδίως και την αρπάζει, και
τότε αλλοίμονον τα χάνει όλα.
Έτσι και η ψυχή, μη προσέχουσα, αλλά τρώγουσα με
λήθην, πρώτον διά της φαντασίας, τας αισχράς εικόνας των παθών του κόσμου,
δεύτερον διά των συγκαταθέσεων εις τα πάθη, και τρίτον διά των αισχίστων
πράξεων, συλλαμβάνεται και κατασπαράσσεται από τα νύχια του νοητού ιέρακος
(διαβόλου) και χάνεται τελείως. Αλλά η άπειρος αγάπη του παναγάθου Θεού διά τον
άνθρωπον έχει μετά το πίπτειν το εγείρεσθαι, διά της μετανοίας και ταπεινοφροσύνης.
Μετά την πτώσιν όμως χρειάζεται πολύς κόπος. Αυτός που
έπεσε πρέπει να έχη μεγάλην προσοχήν και να σκέπτεται πάντοτε, ότι ο πανάγαθος
Θεός προ της πτώσεώς του τον είχε δημιουργήσει επίγειον άγγελον.
Η ψυχή ως άυλος και θεία δεν εμποδίζεται από τίποτε.
Επομένως εάν η φαντασία είναι καθαρά, η διάνοια καθαρωτάτη, και ο νους είναι
βασιλεύς και κυβερνήτης της ψυχής, τότε αυτή χωρίς κόπον αναβιβάζεται από την
θεωρίαν των κτισμάτων εις το κάλλος του Θεού. Όταν όμως συγκαταβαίνη εις τους αισχρούς
λογισμούς, τότε πίπτει ο νους και σκοτίζεται. Εσκοτισμένος παρακαλεί τον φύλακά
του, δηλαδή την συνείδησίν του, να τον ελέγξη. Ο δε έλεγχος αυτός της συνειδήσεως
τον οδηγεί εις την κατάνυξιν, την συντροβήν και την μνήμην του θανάτου.
Ερχόμενος ο χριστιανός εις αυτήν την κατάστασιν
προστρέχει εις τον Πνευματικόν και εξομολογείται. Και ο Πνευματικός, τι κάμνει;
Τον εξετάζει διά της πείρας του επιμελώς και επισταμένως, προσέχων να τον απαλλάξη
και από την μικράν ουλήν την οποίαν αφήνει η αμαρτία, ίνα μη γίνη εις αυτόν
πνευματική γάγγραινα. Αρχικώς διά να τον ενθαρρύνη και παρηγορήση του λέγει,
δεν είναι τίποτε αυτό, έως ότου ιδή στερεάν την μετάνοιαν εις την καρδίαν του,
και τότε τον νουθετεί και τον διδάσκει διά διαφόρων γεγονότων, τα οποία
γνωρίζει εκ πείρας και έχει μελετήσει εις διάφορα βιβλία.
Ο εχθρός όμως διάβολος ο οποίος βλέπει το επιδέξιον
του Πνευματικού, και γνωρίζων ότι ο πανάγαθος Θεός δεν έκαμε τον άνθρωπον εις
απώλειαν αλλά «εις περιποίησιν», και ότι η ψυχή του είναι εξηγορασμένη με το
πάντιμον αίμα Του, προσπαθεί να τον μολύνη. Και διά να το κατορθώση αυτό,
φέρνει πολλάς φοράς εις τον εξομολογούμενον εικόνας αισχράς, ώστε να τον
απελπίση ότι δήθεν δεν υπάρχει ελπίς σωτηρίας δι’ αυτόν όπου εμόλυνε το κατ’
εικόνα και το καθ’ ομοίωσιν, και ούτω να τον ρίψη εις την απόγνωσιν.
Αλλά ο Χριστιανός δεν πρέπει να απελπίζεται, έχων
εις τον νουν του το παράδειγμα του ασώτου υιού, ο οποίος, όταν μετενόησε,
επέστρεψεν και ο πατήρ του με πολλήν αγάπην τον ενηγκαλίσθη μετανοούντα, και τα
λοιπά, καθώς το ιερόν Ευαγγέλιον διηγείται.
Αλλά και άλλα πολλά παραδείγματα επιστροφής εις το
ύψος της καθαρότητος συναντώμεν εις την εκκλησιαστικήν ιστορίαν.
Αρκεί ολίγον κατ’ ολίγον να αγαπήσωμεν τον πανάγαθον
Θεόν σκεπτόμενοι τας προς ημάς πολλάς Του ευεργεσίας, και εκείνος κατόπιν θα
οικονομήση τα της σωτηρίας ημών. Δεν θέλει πολύ, ας αρχίσωμεν από μίαν τρίχαν.
Ενθυμείσθε ο καθείς την μακαρίτισσαν την γιαγιάν μας;
Εγνεθε την ρόκαν της, έβγαζε μίαν κλωστήν. Μετά αυτήν την κλωστήν την εδίπλωνε,
και όχι δυό ή τρείς φοράς, αλλά πολλάς. Κατόπιν εγίνετο σχοινί και με αυτό
εξυπηρετείτο εις κάθε χρείαν και ανάγκην όπου το είχε.
Και ημείς ας αγαπήσωμεν αρχικώς μίαν τρίχαν (ολίγον
δηλαδή) τον Θεόν, και κατόπιν αυτή η τρίχα θα γίνη σχοινί χονδρό. Θα το δώσωμεν
εις τον Θεόν και ο πανάγαθος Θελος θα μας τραβήξη κοντά Του. Ο πανάγαθος Θεός
συνεχώς μας λέγει: «Δός μοι υιέ, σην καρδίαν» (παροιμ. Κγ΄26). Όταν δε του
δώσετε την καρδίαν σας διά της αδιαλείπτου καρδιακής προσευχής, άλλο τίποτε δεν
θα αγαπάτε, παρά μόνον το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το
οποίον αγαπώμενον και επικαλούμενον εκδιώκει μακράν τας αισχράς φαντασίας και
τον κίνδυνον διά συγκαταθέσεις και πράξεις.
Όταν εργάζεσθε αυτήν την καρδιακήν εργασίαν της προσευχής
θα έχετε χαράν παντοτινήν. Και διά της χαράς αυτής και του θείου έρωτος του
Χριστού θα γλυκανθήτε εις τον αγνόν βίον, αφήνοντας την ματαιότητα του κόσμου.
Ο Πνευματικός εις την εξομολόγησιν των λογισμών,
πρέπει να ακούη, μηδέν λαλών, μήτε να ερωτά, γιατί το έκαμες, αλλά να λέγη∙ «Δεν
πειράζει, παιδί μου, άνθρωποι είμεθα, και δι’ ευχών των Πατέρων μας θα
διορθωθώμεν».
Όταν δε ακούη εξομολογήσεις, ο νους του
εξομολογούντος πρέπει να είναι εις τον ουρανόν και να σκέπτεται, ότι ο
εξομολογούμενος δεν έχει κάνει τίποτε εμπρός εις τα ιδικά του αμαρτήματα, όπου
είναι πάμπολλα, όπως η άμμος, ενώ του εξομολογουμένου είναι μηδέν.
Πρέπει να έχη εις την καρδίαν του την πνευματικήν
ηδονήν και αγαλλίασιν εκ της πηγής του γλυκυτάτου ονόματος του Κυρίου ημών
Ιησού Χριστού. Ακόμη, δεν πρέπει να φιλονική, αλλά να έχη την υπομονήν, την
ανοχήν και την σιωπήν, διότι αυτά τα όπλα έχουν μητέρα την ταπεινοφροσύνην και
δι’ αυτών θα κατατροπώνη τους δαίμονας και θα κερδίζη ψυχάς.
Όταν δε έχη πρόσωπα, τα οποία εις τον κόσμον
ηπατήθησαν και εξέπεσαν εις πολλά άτιμα πάθη, να είναι παρήγορος, διότι αι
ηδοναί, τας οποίας απήλαυσαν δια των αισχρών παθών, είναι δηλητήριον εις την
ψυχήν των και με πολλήν καρτερίαν και διάκρισιν θα εξέλθη αυτό το δηλητήριον
από την ψυχήν των. Πρωτίστως να ευχαριστή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ο
οποίος ηξίωσε αυτήν την ψυχήν και εξήλθεν από τον κυκεώνα της αμαρτίας, και κατόπιν
με υπομονήν να την οδηγή κατ’ ολίγον εις την οδόν της αρετής με υπομονήν να την
οδηγή κατ’ ολίγον εις την οδόν της αρετής.
Κάθε πνευματικός πατήρ, αν δεν γίνη παράδειγμα
ταπεινώσεως εις τον μαθητήν του και δεν υποταχθή εις αυτόν, καθώς ο Κύριος ημών
Ιησούς Χριστός έπλυνε τα πόδια των Αποστόλων, δεν θα δυνηθή μα βοηθήση τον
μαθητήν του να φθάση εις το βάθος της ταπεινοφροσύνης και δι’ αυτής εις το ύψος
της θεωρίας.
ΠΗΓΗ:»ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ» τόμος β΄ †Ιερομονάχου
Χρυσάνθου Αγιαννανίτου
Έκδ. Ι. Μ. Παναγίας Οδηγητρίας Μώλος Λοκρίδος
[i] Βλ. Ησαΐα
α’ 3: «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του κυρίου αυτού∙
Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός με ου συνήκεν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου