Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Από το περιβόλι της Παναγίας (Δύσκολος χειμώνας)

Γέρων Αντώνιος Μουστάκας. (πηγή φωτογραφίας Ασκητικές μορφές και διηγήσεις από τον Άθω)


Ο χειμώνας εκείνος ήταν ένας παγωμένος χειμώνας. Τα χιόνια έπεφταν αλλεπάλληλα. Τα ξύλα για την φωτιά είχαν πρόωρα τελειώσει. Και ο καλός υποτακτικός π. Ακάκιος, πολλές φορές με μισό μέτρο χιόνι και άνω, ανέβαινε στο βουνό και γύριζε φορτωμένος με ξύλα. Ύστερα τα έκοβε και τα ετοίμαζε για την φωτιά. Επανελάμβανε την διακονία αυτή, όσο διαρκούσε το ψύχος και η κακοκαιρία.

Η μόνωσις ήταν τελεία. Άνθρωπο βλέπαμε μόνο όταν  κατεβαίναμε στην σκήτη, για να πάρουμε κανένα λαχανικό. Διαφορετικά, εκτός από τους τρείς μας, ουδείς άλλος υπήρχε στην απέραντη εκείνη ερημιά.

Στην σκήτη κατεβαίναμε, για να λειτουργηθούμε και να κοινωνήσουμε, εφ’ όσον βέβαια μας επέτρεπε ο καιρός. Τότε ζούσαμε την αγάπη των καυσοκαλυβιτών πατέρων. Συνηγωνίζοντο ποιος θα μας περιποιηθή περισσότερο προσφάροντάς μας κάτι απ’ αυτά που μας έλλειπαν. Κι εμείς, φορτωμένοι με τα δώρα τους, τις «ευλογίες», ανεβαίναμε στο ησυχαστήριό μας, για να συνεχίσουμε το ωραίο πρόγραμμα της εβδομάδος.

Τα Χριστούγεννα κατώρθωσα και πήγα στην Αγία Άννα. Μετά την εορτή επέστρεψα και πάλι στους διδασκάλους μου. Τώρα πιά είχα αρκετά προχωρήσει και μπορούσα με ευχέρεια να χρησιμοποιώ τα λεπτά εργαλεία της τέχνης. Μπορούσα άνετα να ετοιμάζω τα «φορέματα» των αγίων. Τα «σαρκώματα» θα έμεναν για το τέλος της μαθητείας μου.

Η ξυλογλυπτική είναι κοπιαστική τέχνη. Απαιτεί γερά μάτια, σταθερό χέρι, λεπτότητα κινήσεων και ακατάβλητη υπομονή. Γι’ αυτό και οι ξυλογλύπται στα Καυσοκαλύβια, όπου ήταν και το κέντρο της ξυλογλυπτικής τεχνουργίας, εδούλευαν μόνο έξι ώρες την ημέρα. Οι διδάσκαλοί μου ήσαν ευχαριστημένοι από την επίδοσι που είχα, αλλά ένα τραγικό γεγονός με ανάγκασε να διακόψω για λίγο την πρόοδό μου.

Επέστρεφα κάποια ημέρα από την Αγία Άννα στα Καυσοκαλύβια. Το βράδυ έμεινα στην καλύβη του π. Γερασίμου, στον Άγιο Βασίλειο, και το πρωί, αν κι έπεφτε χιόνι, ξεκίνησα για τον προορισμό μου.

Όσο προχωρούσα το χιόνι ανέβαινε. Πέρασα με πολλή δυσκολία την Κερασιά, που ήταν ολόκληρη σκεπασμένη με τον λευκό χιτώνα του χειμώνος, και ακολούθησα το μονοπάτι προς τα Καυσοκαλύβια. Εν τω μεταξύ το χιόνι έπεφτε τώρα πυκνότερο. Η χινοθύελλα γινόταν ολοένα και πιο σφοδρή.

Κατάκοπος από την πολλή οδοιπορία μέσα στο χιόνι, που σε μερικά σημεία ξεπερνούσε τα εβδομήντα εκατοστά, έφθασα μπροστά στο ησυχαστήριο του οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, που βρίσκεται στην μέση περίπου της διαδρομής Κερασιάς-Καυσοκαλυβίων. Ανήκε στον γέρο- Αντώνιο τον Μουστάκα που έμενε στα Καυσοκαλύβια. Ήταν μισοσκεπασμένη από το χιόνι. Όταν όμως επλησίασα με μεγάλη δυσκολία, διεπίστωσα πως ήταν κλειστή.

Κανείς δεν υπήρχε εκεί. Είχαν κατεβή αποβραδίς στην σκήτη και λόγω της κακοκαιρίας δεν μπορούσαν να επιστρέψουν. Οι πόρτες ήσαν κλειδαμπαρωμένες. Έμεινα απ’ έξω, στοχαζόμενος τι να κάνω. Η ώρα περνούσε. Το χιόνι έπαφτε πάρα πολύ πυκνό. Κοίταξα γύρω μου, αλλά δεν διέκρινα τίποτε. Όλα τα μονοπάτια είχαν εξαφανισθή. Μου ήταν αδύνατον να προσανατολισθώ, αφού μάλιστα δεν ήξερα καλά την περιοχή. Άρχισα ν’ ανησυχώ, διότι με απειλούσε και η νύκτα με τους απροβλέπτους κινδύνους της.

Παρακάλεσα τότε τον άγιο Αθανάσιο να με φωτίση, για ν’ ανακαλύψω τρόπο και μέσο, ώστε να μπώ στην καλύβη και να ασφαλισθώ. Ψάχνοντας ανεκάλυψα ένα φεγγίτη. Έβγαλα τα σίδερα και απ’ εκεί πάτησα σ’ ένα δοκάρι του εσωτερικού της στέγης και πήδησα μέσα.

Με καλωσόρισαν τα νιαουρίσματα των γάτων, που ήσαν την ώρα αυτή οι έγκλειστοι νοικοκυραίοι της καλύβης. Σκοτάδι απλωνόταν μέσα στο ησυχαστήριο του γέροντος Αντωνίου. Άναψα το καντηλάκι του αρχαιοτάτου ναού και προσεκύνησα τις εικόνες. Έψαξα τα ντουλάπια και βρήκα λίγες πατάτες. Έφαγα λίγο, για να συνέλθω, διότι ήμουν πολύ εξαντλημένος από την ταλαιπωρία και το ψύχος και άναψα μια μικρή θερμάστρα – απεγνωσμένη άμυνα στην χαμηλή θερμοκρασία, που είχε μεταβάλει την καλύβη σε ψυγείο. Συνεκέντρωσα όσα σκεπάσματα βρήκα κι έπεσα να κοιμηθώ.

Την νύκτα σηκώθηκα γα την ακολουθία. Στην εκκλησία όμως έκανε ανυπόφορο κρύο. Πήρα λοιπόν από τον ναό τα βιβλία και καθισμένος στο κρεββάτι, σκεπασμένος με τις κουβέρτες, αποτελείωσα την ακολουθία του όρθρου. Είχε ξημερώσει, αλλά η καλύβη ήταν ακόμη σκοτεινή. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα ότι το χιόνι είχε φθάσει μέχρι την σκεπή! Άναψα το τζάκι, ήπια ένα τσάι να ζεσταθώ και περίμενα να δω, τι θα οικονομήση ο Θεός και τι θα με φωτίση να κάνω. Άλλα ξύλα δεν υπήρχαν στην καλύβη. Σε λίγο η θερμάστρα παραδόθηκε κι αυτή άδοξα στην επίθεσι του χειμώνος.

Επλησίαζε μεσημέρι, όταν άκουσα απ’ έξω συζήτησι. Ήταν ο γέρων Αντώνιος με τον π. Φιλόθεο, τον υποτακτικό του, που προσπαθούσαν να ελευθερώσουν την φραγμένη από τα χιόνια πόρτα. Μετά από αρκετή προσπάθεια κατάφεραν να την ανοίξουν. Όταν με είδε ο Γέροντας, είπε γελαστός:

-Βρέ, τον πιάσαμε τον κλέφτη!

Γεμάτοι απορία και αυτός και ο υποτακτικός του με ρωτούσαν πως μπήκα μέσα. Κι εγώ τους εξιστόρησα τότε την περιπέτειά μου. Ύστερα, αφού πήραν μερικά πράγματα μαζί τους, ξεκινήσαμε και οι τρείς για τα Καυσοκαλύβια, διότι ο π. Αντώνιος υπελόγιζε ότι η κακοκαιρία επρόκειτο να συνεχισθή.

Βαδίζαμε πάνω στα χιόνια, σ’ ένα γνωστό τους μονοπάτι, ώσπου να πιάσουμε το κεντρικό καλντερίμι, που οδηγεί στην Σκήτη των καυσοκαλυβίων. Σε κάποιο όμως δύσκολο σημείο, χωρίς να καταλάβω κι εγώ πως, παραπάτησα, γλίστρησα στο χιόνι κι ένοιωσα τον εαυτό μου να πέφτη στον γκρεμό και να κτυπά από βράχο σε βράχο κυλώντας προς τα κάτω…

Πριν ακόμη καλά-καλά συνέλθω από το φοβερό κατρακύλισμα και αφού διεπίστωσα ότι δεν είχα σπασμένα μέλη, βλέπω τον π. Αντώνιο να πηδά σαν ζαρκάδι πάνω στα χιόνια και να κρεμιέται σαν αίλουρος, πότε από το ένα και πότε από το άλλο δένδρο, μέσα στον γκρεμό. Σε λίγα λεπτά βρέθηκε κοντά μου. Ήμουν ξαπλωμένος επάνω στα χιονισμένα βράχια. Με άρπαξε γρήγορα από τα πόδια, διότι το σημείο που είχα σταματήσει ήταν πολύ επικίνδυνο. Από κει και κάτω ανοιγόταν άλλος μεγαλύτερος γκρεμός και μ’ ένα κακό χειρισμό του, ίσως ξεγλυστρούσα σ’ αυτό το βάραθρο, οπότε ποιος ξέρει τι με περίμενε…

Η αγάπη όμως και η δεξιοτεχνία του γέροντος Αντωνίου με βοήθησαν και σηκώθηκα σιγά-σιγά όρθιος. Το χιόνι επάνω στο οποίο είχε ακουμπήσει το κεφάλι μου είχε κοκκινίσει, ήταν γεμάτο αίμα, διότι το μόνο σημείο που κτύπησα ήταν στο μέτωπο, επάνω από τα φρύδια.

Ο γέρων Αντώνιος έσχισε, αν θυμάμαι καλά, μία λουρίδα από το ζωστικό του και μου έδεσε το τραύμα. Εγώ από τον τρόμο και το υπερβολικό κρύο είχα κυριολεκτικά παγώσει. Όταν σταμάτησε η αιμορραγία, ο Γέροντας με φορτώθηκε στην πλάτη του και βοηθούμενος από τον υποτακτικό του με κατέβασε σύντομα στην σκήτη παρ’ όλες τις ανωμαλίες του δρόμου, παρ’ όλο το βάρος μου και τους κινδύνους του χιονιού.

Πως να ξεχάσω τέτοια αυθόρμητη αγάπη, που πήγαζε από την γεμάτη Χριστό καρδιά του και εκδηλώθηκε με τόση φυσικότητα και αυτοθυσία; Ο γέρων Αντώνιος ήταν ένας αληθινός αγιορείτης, και την ώρα εκείνη για μένα ένας καλός Σαμαρείτης, που αγαπούσε «τον πλησίον του ως εαυτόν».

-Θεέ μου, έλεγα τότε, καθώς με μετέφερε πρόθυμα στην πλάτη μέσα στα χιόνια, μέσα στις χαράδρες∙ Θεέ μου, το λέω και τώρα, ο τέλειος μοναχός είναι ο μοναχός της αγάπης. Και ο τέλειος χριστιανός είναι ο χριστιανός της αγάπης. Η τελειότης ευρίσκεται στην αγάπη. «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω… ουδέν ειμί… γέγονα χαλκός ηχών…».

Με μετέφεραν έτσι στην πλάτη μέχρι το σπίτι τους την καλύβη του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, του μαθητού της αγάπης, ο οποίος είχε εμπνεύσει τον γέροντα Αντώνιο ως τα άδυτα της ψυχής του, και του ψιθύριζε κάθε φορά, που προσκυνούσε την αγία εικόνα του: «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ… Ο μη αγαπών, ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν».

Στην καλύβη του γέροντος Αντωνίου, μου παρέσχε τις πρώτες βοήθειες ο αδελφός κατά σάρκα και υποτακτικός του κατά πνεύμα π. Γρηγόριος.

Από πανήγυρη του κελλιού του π. Αντωνίου. Στον κύκλο ο π. Αντώνιος. Πηγή φωτογραφίας Αγιορείτης Ιερομόναχος.  

Ο γέρων Αντώνιος καταγόταν από την Θεσσαλία. Ήλθε στο Όρος από μικρό παιδί υποτάχθηκε στον μεγάλο ησυχαστή γέροντα Αβιμέλεχ, στην Μικρά Αγία Άννα. Είχε νου σπινθηροβόλο. Με τις γνώσεις του Σχολαρχείου της εποχής εκείνης και με τις αδιάκοπες σοβαρές μελέτες του εθεωρείτο ότι ανήκε στους λογίους μοναχούς του Αγίου Όρους.

Είχε γράψει αρκετά, ιδιαιτέρως γύρω από την υπόθεσι της αλλαγής του ημερολογίου. Σοβαρός, ταπεινός, άκρως εργατικός, επέρασε την ζωή του δίνοντας σκληρές μάχες εναντίον κάθε νεωτεριστικού κινήματος στην Εκκλησία. Ήταν άνθρωπος των έργων, όχι των λόγων. Δεν υπήρχε εκκλησιαστικό ή θεολογικό θέμα, επί του οποίου να μην είχε διατυπώσει μία υπεύθυνη γνώμη.

Καθώς ο ίδιος μας διηγείτο, προερχόταν από πτωχή οικογένεια, η οποία δεν διέθετε χρήματα για σχολικά βιβλία. Το μάθημα της ημέρας το μάθαινε ακούγοντας κάποιν πλούσιο γείτονα και συμμαθητή του, ο οποίος λόγω περιωρισμένης αντιλήψεως εδιάβαζε πολλές ώρες και μεγαλοφώνως. Αυτό συνετέλεσε, ώστε ο οξύνους π. Αντώνιος να είναι μέχρι τέλους των σπουδών του αριστούχος!

Η συνοδία του ήταν αρκετά συντηρητική και πολύ πνευματική. Διεκρίνοντο μέσα στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων για την φιλοξενία και την αγάπη τους.

ΠΗΓΗ: «Από το περιβόλι της Παναγίας Νοσταλγικές Αναμνήσεις» †Αρχιμ. Χερουβειμ Ι.Μ. Παρακλήτου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου