Δηλαδή, μακάριοι είναι όσοι έχοντας ειρήνη μέσα τους,
προσπαθούν παράλληλα να ειρηνεύσουν και τους άλλους, διότι αυτοί θα ονομασθούν
παιδιά του Θεού.
Με το Μακαρισμό αυτό, ο Κύριος όχι μόνο απαγορεύει να
αλληλοτρώγονται και να μισούνται μεταξύ τους οι άνθρωποι, αλλά ζητάει και κάτι
πολύ περισσότερο: Να μονοιάζουμε τους αντιμαχόμενους και να φέρνουμε την ειρήνη
στα σπίτια τους και προπαντός στις ψυχές τους.
Ο Μακαρισμός αυτός συνδέεται άμεσα και με αυτόν που λέγει:
«μακάριοι οι πραείς». Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί να είναι ο χριστιανός μόνο
πράος εσωτερικά, να έχει δηλαδή ειρήνη και γαλήνη στη ψυχή του, αλλά πρέπει και
στο χώρο του σπιτιού του και στον επαγγελματικό του χώρο και στο κοινωνικό του
περιβάλλον, να εργάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ειρήνη να μεταδίδεται και
μεταξύ των ανθρώπων.
Η υποχρέωση της ειρηνεύσεως είναι πολύ μεγάλη και, όποιος
χριστιανός την εκτελεί, γίνεται αληθινό παιδί του Θεού. Γιατί ο Θεός είναι «ο
άρχων της ειρήνης» και έτσι ονομάζεται στην Αγία Γραφή. «Ου γαρ εστίν
ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης». Και σε πολλές του επιστολές ο απόστολος
Παύλος τελειώνει με την ευχή: «Ο δε Θεός της ειρήνης μετά πάντων υμών».
Για να μπορέσει λοιπόν ο χριστιανός να γίνει «ειρηνοποιός»,
πρέπει ο ίδιος να έχει ειρήνη μέσα του. Να έχει δηλαδή ειρήνη στους λογισμούς
του, ειρήνη στις αισθήσεις του και -γιατί όχι;- ειρήνη στα νεύρα του. Να μη
νοιώθει ταραχή και άγχος. Να έχει υποτάξει τις απαιτήσεις της σάρκας του στο
θέλημα της καθαρής του ψυχής, που είναι συγχρόνως και θέλημα Θεού.
Πάντως, οι αναστατώσεις, οι διαιρέσεις και οι διαφορές
μεταξύ σαρκικών αδελφών, συγγενών, φίλων, συνεταίρων, γειτόνων…, όπως επίσης οι
συγκρούσεις και οι πόλεμοι, δεν είναι παρά ‘ζιζάνια’, που σπέρνει ο διάβολος
στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι, για ένα ‘τίποτα’, θα λέγαμε, έγινε κι ο πρώτος
φόνος, όταν ο Κάιν σκότωσε τον αδελφό του, τον Άβελ. Και από τότε, χιλιάδες
χρόνια τώρα, οι φυλές και τα έθνη της γης αλληλοσπαράσσονται συνεχώς, χύνοντας
κάθε μέρα αίμα αδελφικό. Ο διάβολος λοιπόν είναι ο εμπνευστής του μίσους και
των πολέμων. Είναι αυτός που το σπέρνει και ο άνθρωπος ελεύθερα και με τη
θέλησή του δυστυχώς, ανταποκρίνεται στη κακή σπορά και έτσι θερίζει δυστυχία,
πόνο και δάκρυα.
Τα αποτελέσματα της διχόνοιας μεταξύ δύο ανθρώπων και
προπαντός δύο αδελφών, μεταξύ δύο οικογενειών, μεταξύ δύο παρατάξεων και μεταξύ
δύο εθνών, είναι πολύ γνωστά. Τα βλέπουμε στην ιστορία και γύρω μας και μέσα
μας. Ιδίως τραγική όμως είναι η διχόνοια, όταν υπάρχει μεταξύ δύο συζύγων. Πηγή
δε και κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι τα ανθρώπινα πάθη και η συνέργεια
του διαβόλου.
Αλήθεια, είμαστε ειρηνικοί; Έχουμε ειρήνη με τον πλησίον
μας; Έχουμε ειρήνη μέσα στο σπιτικό μας; Αν έχουμε ειρήνη, θα περάσει αυτή η
ειρήνη και στις καρδιές μας και από τις δικές μας καρδιές θα περάσει και στις
καρδιές των παιδιών μας.
Άρα, λοιπόν, και οι καλλιεργούντες ειρήνη θα αποχτήσουν
ειρήνη. Ειρήνη την «υπερέχουσα πάντα νουν». Εκείνη την ειρήνη, την οποία δίδει
σαν δωρεά ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός: «Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς
ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν». Δεν προσφέρει ο Θεός τέτοια ειρήνη, όπως
την θέλουν οι άνθρωποι, για να αυξήσουν την αμαρτία τους και τις υλικές ή
σωματικές απολαύσεις, αλλά δίνει ειρήνη καρδίας, ειρήνη νου, ειρήνη λογισμών,
ειρήνη αισθήσεων, πνευματική ειρήνη, που οδηγεί στον Παράδεισο.
Έτσι, ο πιστός χριστιανός, που έχει μέσα του ειρήνη, που ζει
την ειρήνη του Θεού βαθειά μέσα στην ψυχή του, καθίσταται ‘ειρηνοποιός’.
Ειρηνεύει τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τα ζώα. Σαν άνθρωπος του Θεού,
εργάζεται για την ειρήνη καταπραΰνοντας τους θυμούς των οργισμένων, λύνοντας
τις διαφορές μεταξύ αυτών που φιλονικούν και συμφιλιώνοντας αυτούς που
βρίσκονται σε κατάσταση έχθρας.
Και εργάζεται όχι την ειρήνη των πλακάτ και των διαδηλώσεων,
αλλά την ειρήνη του Θεού, όπως την έψαλλαν οι Άγγελοι στη Βηθλεέμ, όταν
γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης
ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Δηλαδή αυτή την ειρήνη, που γεμίζει τις καρδιές
από σεβασμό και αγάπη προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο…
Σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, μετά το φαγητό, όταν όλοι
οι κρατούμενοι μαζεύτηκαν στη παράγκα και οι πόρτες κλείστηκαν, άναψε καυγάς
θανάσιμος ανάμεσα στους πολιτικούς κρατούμενους και τους εγκληματίες.
Επικεφαλής των πολιτικών ήταν ο Αφσένκωφ, δύο τρεις πρώην στρατιωτικοί και
πέντε διανοούμενοι, ενώ των ποινικών ο Ιβάν Κάρι, διαβόητος κακοποιός,
ταραχοποιός και δολοφόνος.
Οι εγκληματίες χτυπούσαν αλύπητα. Συντριπτική ήταν η υπεροχή
τους και βέβαιος ο θρίαμβός τους. Το πάτωμα του θαλάμου είχε κοκκινίσει από το
αίμα… Τότε ο πατήρ Αρσένιος έτρεξε και έπεσε στα πόδια του Σαζίκωφ, διαβόητου
ποινικού κρατουμένου.
-Ιβάν Αλεξάνδροβιτς! Τον ικέτεψε. Βοηθήστε! Βοηθήστε!
Μαχαιρώνουν τους ανθρώπους! Δεν βλέπετε; Ποτάμι το αίμα!… Στο όνομα του Κυρίου
σας παρακαλώ, σταματήστε τους. Εσάς θα σας ακούσουν! Ο Σαζίκωφ γέλασε.
-Εμένα θ’ ακούσουν; Εσύ και ο Θεός σου να βοηθήσετε! Α, χα!
Για κοίτα! Ο Ιβάν Κάρι θα σφάξει τώρα τον δικό σου, τον Αφσένκωφ! Τους άλλους
δύο τους ξάπλωσε κιόλας… Πόσο μακριά είναι ο Θεός σου, παπά!
Αίματα, κραυγές, βλαστήμιες, βογγητά… Το αιώνιο ανθρώπινο
δράμα… Με τη ψυχή γεμάτη πόνο, ο πατήρ Αρσένιος τινάχτηκε αστραπιαία καταμεσής
της συμπλοκής. Υψώνοντας τα χέρια του, φώναξε δυνατά και καθαρά:
-Στο όνομα του Χριστού, σας προστάζω: Σταματήστε!
Αφού σχημάτισε στον αέρα το σημείο του σταυρού, είπε με
χαμηλωμένη φωνή: Φροντίστε τους τραυματίες.
Πήγε και στάθηκε μπροστά στο κρεβάτι του. Ήταν σαν
αλλοπαρμένος. Είχε βυθιστεί στην προσευχή. Δεν έβλεπε και δεν άκουγε τι γινόταν
γύρω του, πως ησύχασαν αμέσως όλοι, πως έσυραν ως την έξοδο τους νεκρούς, πως
καταπιάστηκαν με την περιποίηση των τραυματιών.
Σε λίγο μέσα στο θάλαμο δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, πέρ’ από
το τρίξιμο των κρεβατιών και τα μουγγρητά ενός βαριά τραυματισμένου.
-Συγχώρεσέ με, πάτερ Αρσένιε…
Η τρεμάμενη φωνή του Σαζίκωφ έκανε τον ‘μπάτουσκα’ ν’
ανοίξει τα μάτια και να επιστρέψει στην πραγματικότητα.
-Συγχώρεσέ με… Δεν πίστευα στο Θεό, μα τώρα αρχίζω να
πιστεύω! Τα ‘χω χαμένα… Μεγάλη η δύναμη της πίστεως! Συγχώρεσέ με που σε
ειρωνεύτηκα…
Δύο μέρες αργότερα ο Αφσένκωφ γυρίζοντας από τη δουλειά,
πλησίασε κι αυτός τον πατέρα Αρσένιο. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η
περίσκεψη και η ευγνωμοσύνη.
-Σας ευχαριστώ!… Με σώσατε! Με σώσατε… Η πίστη σας στο Θεό
είναι απεριόριστη. Να, βλέποντάς σας, αρχίζω κι εγώ να καταλαβαίνω πως Εκείνος
υπάρχει!
Ι. Μ. Παρακλήτου, π. Αρσένιος 1, ο κατάδικος «ΖΕΚ-18376»,
2007 σελ 57.