Άμεσως μόλις κάθισα άρχισα να μιλώ. Εκείνη τη μέρα είχα πολύ
ξεκάθαρο σε τι ήθελα να δουλέψουμε: πάνω στους καβγάδες με την κοπελιά μου.
«Νομίζω ότι η Γκαμπριέλα έχει σαλτάρει.»
«Τι έχει κάνει, είπες;»
«Είναι σαλταρισμένη… Χάνει λάδια… Είναι βαρεμένη…»
«Γιατί;»
«Έχουμε μια εβδομάδα που συζητάμε για τις διακοπές. Η
Γκαμπριέλα θέλει να περάσουμε όλο το μήνα στην Ουρουγουάη με τους γονείς της,
που μας έχουν προσκαλέσει. Κι εγώ θέλω να πάω, όμως, θα προτιμούσα να περάσω
τις διακοπές μου στην Αργεντινή με μια παρέα φίλων. Ξέρω ότι κι εκείνη θα
περάσει καλύτερα στην Αργεντινή, όμως, της έχει κολλήσει η Ουρουγουάη. Και κάτι
που με βγάζει από τα ρούχα μου είναι όταν η Γκαμπριέλα πεισμώνει. Όσο τη βλέπω
έτσι, τόσο κι εγώ πεισμώνω. Ώσπου, φτάνει μια στιγμή που δεν μπορώ να
κουβεντιάσω πια μαζί της γιατί έχω την αίσθηση ότι είναι αδύνατον ν’ ανοίξει το
μυαλό της και να ακούσει άλλη γνώμη.»
«Και γιατί προτιμάει να πάει στην Ουρουγουάη;»
«Για τίποτα. Είναι ένα καπρίτσιο.»
«Εκείνη, όμως, δε νομίζω να λέει ότι είναι ένα καπρίτσιο.
Κάνω λάθος;»
Όχι, λέει μόνο ότι θέλει να πάει στην Ουρουγουάη.» «Και δεν
τη ρώτησες γιατί;»
«Τη ρώτησα, ναι, αλλά δε θυμάμαι τι βλακεία απάντησε.»
«Δεν μου λες,
Ντεμιάν, αφού δεν ξέρεις τι σου απάντησε, πώς ξέρεις ότι είναι βλακεία;»
«Γιατί, όταν την πιάνει το καπρίτσιο, η Γκαμπριέλα λέει
διάφορα και δεν ακούει επιχειρήματα. Υποτιμάει ό,τι της λέει ο άλλος, και το
μόνο που καταλαβαίνει είναι τα δικά της επιχειρήματα.»
«Υποτιμάει τα δικά σου επιχειρήματα, δηλαδή.»
«Ναι.»
«Λέει, για παράδειγμα, ότι τα επιχειρήματα σου είναι
μπούρδες, ότι είσαι ξεροκέφαλος…» «Ακριβώς.»
«Και ότι όλα είναι ένα καπρίτσιο.» «Ναι. Και εσύ πού το
ξέρεις…;»
«Εχτές μου είπαν ένα ανέκδοτο.»
Ένας τύπος τηλεφωνεί στον οικογενειακό του γιατρό. «Ρικάρδο,
ο Χουλιάν είμαι.» «Α, γεια σου, Χουλιάν. Τι νέα;» «Κοίταξε, σου τηλεφώνησα
επειδή ανησυχώ για τη Μαρία.»
«Τι έπαθε;»
«Έχει αρχίσει να κουφαίνεται.»
«Πώς κουφαίνεται δηλαδή;»
«Αλήθεια. Πρέπει να έρθεις να τη δεις.»
«Εντάξει. Όμως, η κώφωση δεν είναι κάτι που συμβαίνει
ξαφνικά, ούτε σε οξεία μορφή. Ελάτε τη Δευτέρα από το ιατρείο να το δούμε.»
«Νομίζεις ότι μπορούμε να περιμένουμε ως τη Δευτέρα;»
«Εσύ πώς το κατάλαβες
ότι δεν ακούει;»
«Μα, τη φωνάζω και δεν απαντάει.»
«Κοίτα, μπορεί να είναι κάτι ασήμαντο, να έχει βουλώσει το
αφτί της ή κάτι παρόμοιο. Άκουσε, θα διαπιστώσουμε αμέσως το βαθμό του
προβλήματος της Μαρίας. Πού είσαι τώρα;»
«Στην κρεβατοκάμαρα.»
«Κι εκείνη πού
βρίσκεται;»
«Στην κουζίνα.»
«Εντάξει. Φώναξε την από εκεί.»
«Μαρίααααα…! Δεν μ’
ακούει.»
«Καλά. Πήγαινε στην πόρτα του δωματίου και φώναξε από το
διάδρομο.»
«Μαρίαααααα! Τίποτα!»
«Περίμενε, μην απελπίζεσαι. Πάρε το ασύρματο τηλέφωνο και
προχώρα στο διάδρομο. Φώναζε συνέχεια μέχρι να σ’ ακούσει.»
«Μαρίαααααααα…! Μαρίαααααααα…! Μαρίαααααααααααα-αα…! Δεν
παίρνει χαμπάρι. Είμαι στην πόρτα της κουζίνας και τη βλέπω. Είναι γυρισμένη
και πλένει τα πιάτα αλλά δεν μ’ ακούει. Μαρίαααααααααα…! Τίποτα.»
«Πλησίασε κι άλλο.»
Ο άντρας μπαίνει στην κουζίνα, πλησιάζει τη Μαρία, βάζει το
χέρι του στον ώμο της και της φωνάζει στο αφτί:
«Μαρίααααααααααααα…!»
Η σύζυγος του, θυμωμένη, γυρίζει και του λέει:
«Μα τι θέλεις; Τι θέλεις, τι θέλεις, τι
θέλειιιιιιιιιιιιιιιις…; Με φώναξες δέκα φορές και δέκα φορές σε ρώτησα “τι
θέλεις”. Όσο πάει και κουφαίνεσαι — δεν ξέρω γιατί δεν πας επιτέλους στο γιατρό
να κοιταχτείς…»
«Αυτό είναι η προβολή, Ντεμιάν. Κάθε φορά που βλέπω κάτι που
μ ενοχλεί σε κάποιον άλλον, καλό θα ήταν να θυμάμαι ότι αυτό που βλέπω είναι, τουλάχιστον (τουλάχιστον!) και δικό
μου.
Λοιπόν, συνεχίζουμε με τα δικά σου… Τι μου έλεγες λοιπόν για
τη στραβοξυλιά της Γκαμπριέλας;»
Από εδώ http://antikleidi.com/2016/02/02/the-deaf-wife/