Τρεις ευσεβείς νέοι, φίλοι μεταξύ τους, ακολούθησαν τρείς διαφορετικούς
δρόμους για την αγάπη του Χριστού.
Ο ένας αποφάσισε ν’ αφιερώσει τη ζωή του στο να συμφιλιώνει
μεταξύ τους τους εχθρούς και αντιπάλους. Τον συγκινούσε βαθιά το έργον του
ειρηνοποιού.
Ο άλλος, δοσμένος ολόψυχα στην αγάπη του πλησίον, πήγαινε
βάλσαμο παρηγοριάς στους δυστυχισμένους.
Ο τρίτος, φλογερός εραστής της ησυχίας, πήγε στην έρημο, να
ζήση ξένος κι’ άγνωστος ανάμεσα στους ασκητές και ερημίτες.
Πέρασαν μερικά χρόνια. Ο πρώτος αηδιασμένος από τις δολοπλοκίες,
τις αντιθέσεις, τις διαμάχες των ανθρώπων, που δεν είχαν ποτέ σταματημό, πήγε
να βρει το σύντροφό του να ιδεί μήπως εκείνος είχε πιο επιτυχία στο έργο του.
Αλλά κι’ εκείνος ήταν απογοητευμένος. Η δυστυχία κι’ η κακομοιριά των
συνανθρώπων του ήταν τόσο μεγάλη που δεν έφθανε να την ανακουφίσει, καθώς
ήθελε. Κι’ οι δύο μαζί τότε ξεκίνησαν να
συναντήσουν τον παλιό τους φίλο, να
ιδούν τι κέρδος είχε εκείνος από την ξενιτεία του. Τον βρήκαν στο ερημητήριο
του κι’ αφού του διηγήθηκαν τα βάσανά τους, τον ρώτησαν τι απόκτησε ζώντας τόσα
χρόνια αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Εκείνος αντί να τους αποκριθεί με λόγια, έκανε τούτο το παράξενο: Πήρε ένα
δοχείο, το γέμισε νερό κι’ είπε στους φίλους του να κοιτάξουν μέσα.
-Βλέπετε τίποτε; Τους ρώτησε.
-Νερό ταραγμένο.
Ύστερα από λίγο, όταν το νερό είχε ηρεμήσει πιά, τους είπε
να ξανακοιτάξουν μέσα.
-Τι βλέπετε;
-Τα πρόσωπά μας, αποκρίθηκαν εκείνοι.
-Να, λοιπόν, τι απόκτησα στην ηρεμία της ερήμου, είπε τότε ο
ησυχαστής. Βλέπω κάθε μέρα και γνωρίζω καλύτερα τον εαυτό μου, τις ελλείψεις
και τις αδυναμίες μου. Αγωνίζομαι να διορθωθώ και ποτέ δεν ένοιωσα κόπο κι’
απογοήτευση.
Οι άλλοι δύο συμφώνησαν πως ο ερημίτης είχε δίκαιο.
«ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ»