Από τότε ο μακάριος Συμεών επέτυχεν έργα αρετής τελειοτέρας.
Αφωσιώθη όλως διόλου εις μόνην την ησυχίαν, την ανάγνωσιν και την προσευχήν και
μετελάμβανε καθ’ εκάστην των Θείων Μυστηρίων. Έτρωγεν όλην την εβδομάδα
λαχανικά και όσπρια, τας δε εορτάς και Κυριακάς συνέτρωγε με τους λοιπούς
αδελφούς. Εκοιμάτο κατά γης επάνω εις μίαν ψάθαν και εις έν δέρμα προβάτου. Τας
Κυριακάς και εορτάς ηγρύπνει αφ’ εσπέρας μάχρι πρωΐας, όμως ούτε και την πρωΐαν
εκοιμάτο, ως ο Μέγας Αρσένιος, αλλ’ ευθύς μόλις αωέτελλεν ο ήλιος, ίστατο πάλιν
εις προσευχήν. Δεν ηργολόγει καθόλου. Ήτο όλως διόλου προσεκτικός εις τον
εαυτόν του. Καθ’ όλην την ημέραν ήτο κλεισμένος εις το κελλίον του. Όταν δε
εξήεχετο και εκάθητο εις το έξω κάθισμα, εφαίνετο ως να ήτο λουσμένος από τα
δάκρυα, και ως από φλόγα πυρός, από την προσευχήν. Ανεγίνωσκε τους Βίους των
Αγίων και μετά την ανάγνωσιν έκαμνεν εργόχειρον, την καλλιγραφίαν. Όταν έκρουε
το σήμαντρον, ευθύς επήγαινεν εις την Εκκλησίαν και ηκροάτο με προσοχήν την
Ακολουθίαν και όταν ετελείτο η θεία Λειτουργία, μετά το Ευαγγέλιον, εισήρχετο
εις έν παρεκκλήσιον του Ναού και κλείων την θύραν ηκροάζετο του Ιερέως και
μετελάμβανε. Μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας μετέβαινεν εις το κελλίον
του και έτρωγε την συνηθισμένην του τροφήν. Ηγρύπνει έως το μεσονύκτιον και
κοιμώμενος ολίγον πάλιν εσηκώνετο και προσηύχετο μαζί με τους λοιπούς αδελφούς.
Την αγίαν Τεσσαρακοστήν διήρχετο καθ’ όλην την εβδομάδα άσιτος, το δε Σάββατον
και την Κυριακήν έτρωγεν εις την τράπεζαν ότι έτρωγαν και οι λοιποί αδελφοί.
Εις το πλευρόν
δεν εκοιμάτο ποτέ, αλλά
κλίνων την κεφαλήν επάνω εις την χείρα του έπαιρνεν ολίγον ύπνον έως μίαν ώραν.
Τοιούτοι ήσαν οι πρώτοι και μεσαίοι αγώνες του Συμεών. Μετά από
δύο χρόνους, έφθασεν εις την τελειότητα, ηννόει τας αιτίας και τους λόγους των
κτισμάτων του Θεού και ενεδυναμώθη από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος και
έλεγε λόγους αγαθούς εν μέσω της του Χριστού Εκκλησίας. Βλέπων δε τούτον ο
Πνευματικός του Πατήρ, ότι έφθασεν εις άνδρα τέλειον, εσκέφθην φρονίμως να τον
χειροτονήση Ιερέα, διά να τον φέρη ως λύχνον επί την λυχνίαν της Εκκλησίας, ίνα
πάντας φωτίζη. Μετά την σκέψιν ταύτην παρήλθεν ολίγος χρόνος και εκοιμήθη ο
Ηγούμενος. Τότε με την ψήφον του Πατριάρχου Νικολάου Β’ του Χρυσοβέργη (984-996) και των μοναχών του μοναστηρίου
χειροτονείται ο Συμεών ιερεύς και γίνεται Ηγούμενος των εν τη μονή του Αγίου Μάμαντος μοναχών, όμως όχι
χωρίς κλαυθμόν και την επαινετήν πρώτον αντίστασιν, διότι ηυλαβείτο πολύ το
αξίωμα της Ιερωσύνης και εφοβείτο το βάρος της Ηγουμενίας. Καθ’ όν δε χρόνον ο
Αρχιερεύς έλεγε την ευχήν επί της κεφαλής του και αυτός ήτο γονατιστός, είδε το
Πνεύμα το Άγιον, το οποίον κατήλθεν ως φως απλούν και ασχημέτιστον και εσκέπασε
την πανίερον αυτού κεφαλήν, το φως δε τούτο έβλεπε πάντοτε καθ’ όλους τους τεσσαράκοντα
οκτώ χρόνους της ιερουργίας του, όπερ κατήρχετο ότων ετέλει την θείαν
Λειτουργίαν, καθώς το έλεγεν ο ίδιος διηγούμενος τούτο, ως δήθεν διά άλλον τινά, κρύπτων τον εαυτόν του εκ
ταπεινοφροσύνης και αποστρεφόμενος την δόξαν των ανθρώπων.
"Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ"