Στην εισαγωγή του πρώτου μέρους του βιβλίου, ο Ευγένιος*
έγραψε ότι «Τα δύο Βασίλεια έχουν θεμελιωθεί επάνω σε δυό είδη πίστης: το μεν
ένα -του Θεού- είναι θεμελιωμένο στην πίστη στον Χριστό, ενώ το Βασίλειο του
Ανθρώπου θεμελιώνεται στην πίστη στον κόσμο». Η δεύτερη αυτή πίστη,
διευκρινίζει, βασίζεται δήθεν στο «προφανές» και στο «αναγκαίο», αλλά σε
βαθύτερο επίπεδο πηγάζει από την ίδια την επιθυμία του ανθρώπου: « Είναι
γεγονός ότι ο κοσμικός άνθρωπος δεν επιθυμεί κανέναν άλλο κόσμο. Διότι ο «άλλος
κόσμος» εισάγει σε ένα βάθος και μια πολυπλοκότητα ύπαρξης, την οποία οι
άνθρωποι «φυσικά» (στη μεταπτωτική τους κατάσταση), δε θέλουν να
αντιμετωπίσουν. Ο «άλλος κόσμος» διαταράσσει κάθε εγκόσμια «γαλήνη του νού» και
αποσπά τους ανθρώπους από το «προφανές» και απλό καθήκον του να «τα βγάζουν
πέρα στον κόσμο».
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο Ευγένιος σημειώνει πως
μολονότι ο Χριστιανός μπορεί να φαίνεται κάπως εκτός τόπου και χρόνου, αυτός
κυρίως – παρά ο κοσμικός άνθρωπος – είναι ο πραγματικός ρεαλιστής, διότι μόνον
αυτός μπορεί να αντιμετωπίσει την ύπαρξη όπως ακριβώς έχει: «Ο πόνος, τα
βάσανα, ο θάνατος – όλα τούτα τα γεγονότα, τα άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ζωή –
οι κοσμικοί άνθρωποι τα δέχονται μεν θεωρητικά, αλλά στην πραγματικότητα κάνουν
ότι περνάει απ’ το χέρι τους για να τα εξαφανίσουν, ή τουλάχιστον να τα
μετριάσουν και να τα λησμονήσουν, κοιτάζοντας τη «θετική» πλευρά. Απεναντίας ο
Χριστιανός τα αποδέχεται και μάλιστα τα καλοδέχεται, γνωρίζοντας ότι χωρίς
τέτοιες δοκιμασίες δεν υπάρχει πρόοδος στην πνευματική ζωή. Ο κόσμος πρέπει ν’
αντιμετωπιστεί. Όταν γνωρίσουμε το Χριστό, γνωρίζουμε τη δύναμη που μας
εξευγενίζει και μας καθιστά ικανούς να αντιμετωπίσουμε και να νικήσουμε τον
κόσμο».
Το δεύτερο μέρος – «Το Βασίλειο του Ανθρώπου στη Σύγχρονη
Εποχή» - θα ήταν μια ορθόδοξη χριστιανική ερμηνεία της νοοτροπίας του
μοντερνισμού. Ένας απ’ τους «νόμους» αυτής της νοοτροπίας που θα μελετούσε ο
Ευγένιος, ήταν ο νόμος της «απλούστευσης», ο οποίος ευθυνόταν για την αφέλεια
των συγχρόνων του σε ότι αφορά τα «πνευματικά». Με το να διερευνά ο άνθρωπος
μονάχα τις φυσικές εκδηλώσεις του πνευματικού κόσμου, (τα «φαινόμενα»), σύμφωνα
με τη μοντέρνα «επιστημονική» λατρεία του προφανούς, απειλεί να εγκαινιάσει τη
λεγόμενη «εποχή της μαγείας», όπως είπε ο Ευγένιος. Πρόκειται για μια ιδέα του
Σολόβιεφ στο έργο του «Σύντομη Ιστορία του αντιχρίστου», όπου η προηγμένη
τεχνολογία συνδυάζεται μυστηριωδώς με μαγικά φαινόμενα. Ο Ευγένιος έγραψε
σχετικά: «Η αδηφαγία του μοντέρνου ανθρώπου – απόρροια της ανάγκης του να βρεί
κάτι για να αντικαταστήσει το Χριστό – είναι η βάση της μανίας του για
πειραματισμό και της περίφημης (αλλά στην πραγματικότητα πολύ περιορισμένης)
«ανεκτικότητάς» του και έχει ως μόνη φυσική κατάληξη τη μαγεία, την ηθική
διαστροφή και τον αποκρυφισμό, αυτά δηλαδή που θα ορίζαμε ως τον «ύστατο
πειραματισμό».
Εξετάζοντας τη φύση του μοντερνισμού, ο Ευγένιος προχώρησε
σε μια κριτική υπό το φως των ορθόδοξων χριστιανικών διδαγμάτων, σε τρία από τα
κοσμικά «είδωλα» της μοντέρνας εποχής. Το πρώτο το ονόμασε «λατρεία του
πολιτισμού». Αφού σκιαγράφησε αρκετές πτυχές
αυτού του ειδώλου, έδειξε πόσο οι Χριστιανοί κινδυνεύουν να ενδώσουν στη
σαγήνη του, αν αναγάγουν σε αυτοσκοπό τις υπηρεσίες τους προς την «ανθρωπότητα».
Στον αντίποδα αυτού, κατέθεσε κάποιες σκέψεις του για τη φύση της γνήσιας
χριστιανικής φιλανθρωπίας. Ένας Χριστιανός ανταποκρίνεται σε μια άμεση ανάγκη
συνανθρώπου του, από αγάπη, στο όνομα του Χριστού, αν όμως σκεφθεί: «αφού είναι καλό να ταΐσεις
έναν πεινασμένο άνθρωπο, τότε είναι πολύ καλύτερο να ταΐσεις χίλιους, διότι ο ένας
δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό», τότε αρχίζει να μετατρέπει το Χριστιανισμό
σε σύστημα και να τον συρρικνώνει στο επίπεδο μιάς ιδεολογίας. Ενθυμούμενος τα
λόγια του Χριστού – «…πάντοτε γαρ τους πτωχούς έχετε μεθ’ εαυτών» (Κατά
Ματθαίον, 26:11)- ο Ευγένιος έγραψε: «Ο Χριστός δεν ήρθε για να ταΐσει τους φτωχούς,
αλλά για να σώσει τις ψυχές όλων,
πεινασμένων και χορτασμένων».
Η επιστήμη ήταν το επόμενο είδωλο της μοντέρνας εποχής που
σκόπευε να εξετάσει. Όπως έγραφε, «Η σύγχρονη επιστήμη… έχει ενδώσει πλήρως στην ισχύ. Ακόμα και η «περιέργεια» - η ρίζα της σύγχρονης επιστήμης – στοχεύει
στην ισχύ. Διότι μέσω της περιεργείας καταλήγουμε σε μια αντικειμενική γνώση,
στο πλαίσιο της οποίας τα γεγονότα θεωρούνται ότι περιέρχονται στο έλεος μας».
Συγκρίνοντας την επιστήμη με τη μαγεία, ο Ευγένιος αποφάνθηκε ότι «έχουν την
ίδια οπτική γωνία». Και οι δυό αυτές προσεγγίσεις ασχολούνται με φαινόμενα και
με τη διαχείρισή τους, με θαύματα, με αποτελέσματα. Και οι δυό αποτελούν
προσπάθεια να εκπληρωθούν οι πόθοι μας, να καμφθεί η πραγματικότητα ανάλογα με τις
επιθυμίες μας. Έχουν μία απλώς διαφορά: η επιστήμη ( η σύγχρονη επιστήμη),
είναι συστηματική μαγεία. Η επιστήμη έχει βρεί μια μέθοδο με την οποία η μαγεία
προσαρμόζεται στα δεδομένα και λειτουργεί… Ναι, οι επιστήμονες μπορεί να
θεωρούν εαυτούς ορθολογιστές, (με την πιο στενή έννοια του όρου), όσο
παραμένουν κλεισμένοι στα εργαστήριά τους υποδουλωμένοι σε ποικίλες τεχνικές. Όμως
στα μάτια κάποιου όχι και τόσο
υποδουλωμένου, ικανού να βλέπει τα πράγματα
σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς- δε θυμίζουν άραγε τα αποτελέσματα της επιστήμης
στις μέρες μας, ένα μαγικό τοπίο;»
Το μοντέρνο είδωλο της επιστήμης συνδέεται με το τρίτο
είδωλο που ήθελε να σκιαγραφήσει ο Ευγένιος: την πίστη στην ιστορική πρόοδο της
ανθρωπότητας. Εκείνος φυσικά, έβλεπε αυτήν την πίστη ως το αντίστροφο ακριβώς της
αλήθειας. Σύμφωνα με την κοινή γνώμη των συγχρόνων του, η «πρόοδος» του
πολιτισμού έκανε ένα άλμα από την κλασική αρχαιότητα στην Αναγέννηση πάνω από την
πλάτη, θα λέγαμε, του μεσαιωνικού πολιτισμού. Ο Ευγένιος είχε άλλη άποψη,
αντίθετη. Έγραψε ότι η Αναγέννηση αποτελούσε στην πραγματικότητα «μια μετάβαση
από τη μεσαιωνική στη μοντέρνα νοοτροπία, με τη μορφή ενός βαθύτατου εκφυλισμού
σε σχέση με την πρώτη και ενός πρώιμου χαοτικού σταδίου σε σχέση με τη δεύτερη…»
Σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο, νέες δυνάμεις αναφύονταν και αναμειγνύονταν με τις
παλιές. Όπως έγραψε: «Εκείνην την περίοδο επιχειρήθηκε ένας συμβιβασμός ανάμεσα
στο νέο και το παλαιό, ανάμεσα στον ‘’ανθρωπισμό’’ και το ‘’Χριστιανισμό’’… Οι
νέες δυνάμεις ήταν πολύ ισχυρές για να ικανοποιηθούν με κάποιο συμβιβασμό και η
Εκκλησία θα συνειδητοποιούσε, αργά ή γρήγορα, ότι μ’ έναν τέτοιο ‘’συμβιβασμό’’
είχε πουλήσει την ψυχή της».
Ο Ευγένιος είδε το δέκατο όγδοο αιώνα ως μία κρίσιμη καμπή,
κατά την οποίαν ο «ασυμβίβαστος μοντερνισμός ήταν ελεύθερος να κάνει ότι
μπορούσε – έξω από την Εκκλησία (είτε αγνοώντας την είτε επιτιθέμενος σ’ αυτήν)
– και να αποδείξει τα δικά του λάθη στην πράξη…Από το δέκατο όγδοο αιώνα ζούμε
σ’ ένα «νέο κόσμο», έναν κόσμο στον οποίον έχει διακοπεί η συνέχεια, έναν κόσμο
όχι πιά «δεδομένο», αλλά υπό κατασκευή. Έναν κόσμο κατακερματισμένο, από τον
οποίον ο άνθρωπος επιχειρεί – όχι πλέον μαζί με τη φύση και το Θεό, αλλά
εναντίον τους – να φτιάξει το σπίτι του, την πόλη του, το Βασίλειό του – το νέο
Πύργο της Βαβέλ».
*μετέπειτα π. Σεραφείμ
Από το Βιβλίο «π. Σεραφείμ Ρόουζ η ζωή και τα έργα του, τόμος
Α» (σελ.234-238)