Κάποτε ο Μωυσής βρέθηκε στην έρημο, συντροφιά με έναν βοσκό.
Ο βοσκός κάθε μέρα άρμεγε την καλύτερη προβατίνα και το γάλα της το πήγαινε σε
ένα βραχάκι που είχε μια λαξευτή λακκούβα. Γιατί το κάνεις αυτό; Ρώτησε ο
Μωυσής το βοσκό. Και εκείνος με όλη την απλότητα ομολόγησε: το γάλα αυτό είναι
του θεού. Και ο Μωυσής με κάποια έκπληξη τον ρωτά: και πίνει ο θεός το γάλα;
Ασφαλώς, απαντά με βεβαιότητα ο βοσκός. Χαμογελά ο Μωυσής και σε τόνο
κατηγορηματικό δηλώνει: ο Θεός, φίλε μου, δεν πίνει γάλα. Ο Θεός είναι πνεύμα
και δεν τρέφεται με υλικά αγαθά.
Ο βοσκός, κάπως ανήσυχος, προσφέρει το βραδινό γάλα στο θεό
και, κρυμμένος πίσω από ένα χαμόκλαδο, περιμένει να δει το θεό. Ήταν μια
φεγγαρόλουστη βραδιά. Μέσα στη σιγαλιά της νύχτας μια μικρή αλεπού τρεχάτη
φτάνει στο βράχο, πίνει το γάλα και χάνεται πάλι μέσα στη νύχτα. Γέμισε από
θλίψη η καρδιά του βοσκού. Ο Μωυσής τον βλέπει θλιμμένο και μαντεύει το
μυστικό. Έχεις δίκαιο, λέει ο βοσκός. Ο θεός είναι πνεύμα και δεν έχει ανάγκη
από το γάλα μου. Τώρα νιώθω δυστυχής. Ίσα –ίσα απαντά ο Μωυσής. Τώρα πρέπει να
νιώθεις περισσότερο ευτυχισμένος γιατί γνώρισες περισσότερα για το θεό. Και
όμως, ο βοσκός δεν είχε τίποτε άλλο να προσφέρει στο θεό που αγαπούσε.
Και ο Μωυσής σε όραμα ακούει τη φωνή του Θεού: Μωυσή, έκανες
μια αδικία. Εγώ έπαιρνα την αγάπη του βοσκού και η αλεπού το γάλα. Γιατί
τραυμάτισες τον άνθρωπο μου;
Πόση προσοχή χρειάζεται, όταν θέλουμε να διδάξουμε σε
ανθρώπους απλοϊκούς την αληθινή θρησκεία. Υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος να τους
κάνουμε δυστυχείς. Γιατί ο Θεός βλέπει, όχι την εξωτερική πράξη, αλλά την
εσωτερική διάθεση.
ΑΡΧΙΜ. π. ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΖΗΣΟΠΟΥΛΟΣ-ΟΤΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΖΕΣΑΙ