Είναι ακόμα καλοκαίρι, είναι δειλινό. Κι ενώ ο ήλιος
καίει και πυρπολεί το σύμπαν, εδώ στο καλύβι δεν φτάνει μήτε μια ηλιαχτίδα. Το
καυτό χρυσοφώς αδυνατεί, δεν τα καταφέρνει να περάσει το φύλλωμα τόσων δέντρων
που σχηματίζουνε σμαραγδένιο θόλο, ψηλά, τέσσερα περίπου μέτρα. Ο γέροντας, μόλις
απόσωσε το απόδειπνο, μόλις σηκώθηκε από τις μετάνοιες και προσβγήκε κρατώντας
στα δάχτυλα λαγήνι για να το γεμίσει από την τρεχούμενη δροσοπηγή. Δεν πρόφτασε
να κάνει τα πρώτα δέκα βήματα και αισθάνεται να τρίζουν τα κλαδιά χάμου.
Στέκει, αφουγκράζεται. Ναι, κάποιος έρχεται κατά δω, αντηχούν τώρα τριγύρω
πατημασιές. «Περίεργο», συλλογιέται. «Ποιος ναναι τέτοια ώρα; Σήμερα δεν έχουμε
μήτε Τετάρτη, μήτε Παρασκευή… Ποιος νάναι;».
Το ερώτημα σε λίγο ξεκαθαρίζει. Έρχεται ένας νεαρός,
καλοντυμένος, με μεγάλα εκφραστικά μάτια και πλατύ σαγώνι… Κάπου το γνωρίζει
αυτό το σουλούπι ο «πατερούλης», χμ, το γνωρίζει από τα νησιά του Σαρωνικού,
όπου πέρασε άνα φεγγάρι με συντροφιά συνοδοιπόρους Αγιορείτες. Είναι το
σουλούπι του Νυδριώτη, του ναυτικού με το κοντοβράκι, το κοντογούνι, το ριχτό
φεσάκι.
Ώσπου να τα καλοσκεφθεί όλα τούτα, ώσπου να τα
συνταιριάξει, ο επισκέπτης βρίσκεται κοντά του, βρίσκεται σχεδόν στα πόδια του.
Λυγμός βαθύς αντηχεί από το πλατύ αντρίκιο του στήθος. Κι από κοντά ακολουθεί μια
μετάνοια. Ο νεαρός, ο ξένος, για δες, βρίσκεται κιόλας χάμου, σέρνεται εκεί στις
παντόφλες του, το κούτελό του ακουμπά στα ξερά κλαδιά, στο νωπό χώμα.
-Σήκω παιδί μου, τι σου συμβαίνει, πως σε λένε, από
που έρχεσαι; Σιγορωτά ο γέροντας κι απλώνει τα ισχνά χέρια για να τον βοηθήσει,
να σηκωθεί. Ω βέβαια ξεύρει αρκετά από τις ασίγαστες φουρτούνες. Από τις φουρτούνες
της ψυχής των ανθρώπων. Ξεύρει ότι το γέλιο και η χαρά πέφτουν σταλλαγματιές
λευκό χρώμα στην άβυσσο. Ένα κάτι σαν τις «αλκυονίδες» τις λιακάδες του
χειμώνα. Έχουνε δει τόσα και τόσα τα μάτια του… Τόσα πολλά, τόσα πολλά, που ο
αυστηρός ασκητικός βίος, ο ατομικός του λόγου χάρη βίος, με την αποχή από τροφές
και την αδιάκοπη δέηση, να του φαίνεται ελάχιστο τίμημα, σπίθα στη χόβολη για
λίγο ξαγάντο, για λίγη αποδέσμευση από τον μεγάλο πόνο. Αμετακίνητο χρέος.
-Τι έπαθες; Τι σου συμβαίνει, γιατί κλαίς; Ξαναρωτά.
-Ο Χριστός, γέροντα… αντηχεί ξάφνου εύπλαστη, σχεδόν
μελωδική η φωνή του επισκέπτη. Ο Χριστός, φαίνεται είναι… είναι απέραντος,
είναι πολύ καλός, φοβερά καλός… μεγάλος.
Ο γέροντας ταράζεται. Δεν το περίμενε ένα τέτοιο
ξέσπασμα, μια τέτοια «εκ βαθέων» συντριπτική ομολογία.
-Ναι, παιδί μου ψιθυρίζουν τα χείλη του. «Ο εωρακός
Αυτόν, εώρακε τον Πατέρα». Δίχως Αυτόν η ζωή ξεφτίζει, χάνεται, καταντά
στεναγμός απελπισίας. Τι έκανες; Μπάς κι έκανες φονικό;
-Κάτι χειρότερο.
-Τι λοιπόν; Για όνομα του Θεού, πάμε στο κελλί μου.
Τον ανασηκώνει, τον οδηγεί στο καλύβι, τον βάζει να καθίσει.
-Τον αρνήθηκα, τον πέταξα από την ψυχή μου,
κυλίστηκα στο βούρκο, έγινα Τούρκος… Καταλαβαίνεις; Αντηχούν ένα προς ένα τα
λόγια, ξερά και χτυπητά, του νεαρού, που δεν σταμάτησε μήτε στιγμή τους λυγμούς.
-Ζύγωσα κι έκανα δικούς μου τα τέρατα, τους αρσενοκοίτες,
ξαναλέει.
Ο «πατερούλης» παίρνει βαθιά αναπνοή, κοιτάζει
φιλέρευνα τον καταλαχάρη του σημερινού του δειλινού και τα χείλη του χαράζουν
αμυδρό ακρόγελο.
-Από πουθε είσαι; Σιγορωτά.
-Από την Ύδρα.
-Από την Ύδρα… ξαναλέει ο γέροντας. Χμ, βέβαια καλά
λοιπόν το κατάλαβε, καλά το προμάντεψε. Από το σουλούπι από τα ρούχα.
-Χμ, εκεί στο νησί σας έχετε γερές ρίζες, πιάνει
πάλι και λέει. Περάσανε και ριζώσανε με το παράδειγμα κάτι διαλεκτοί
Αγιορείτες. Σας κυβερνάνε τώρα παπάδες με φόβο Θεού που παρακαλούν για το
ποθούμενο.
-Τώρα πια δεν είμαι μήτε Υδραίος, δεν είμαι τίποτα,
στενάζει ο ξένος. Και τα μάτια του πάλι βουρκώνουν. Όσο συλλογιέμαι το τι
έπραξα… Δεν είμαι πια Υδραίος.
-Γιατί;
-Γιατί όλοι τους εκεί, μικροί-μεγάλοι, και με το
δίκιο τους, μου γύρισαν τις πλάτες. Ως κι αυτή η μάνα που με γέννησε… ως κι
αυτά ακόμα τα βράχια…
Ακολουθεί σιγή.
-Λίγο προτού φτάσω εδώ, γέροντα, αρχίζει πάλι να
μιλά ο ξένος, πέρασα από τους Ταξιάρχες. Πήγα κοντά στην εικόνα Του… στην
εικόνα τη δική Του. Τον κοίταζα για πολύ ώρα και με κοίταζε. Τελικά έλιωσα
ολόσωμος, έλιωσα σαν το καυτό μολύβι. «Καταλαβαίνω», του είπα. «Καταλαβαίνω πως
χωρίς Εσένα η ψυχή δεν στέκεται πουθενά, μαραίνεται, χάνει τη δροσιά της,
πέφτει και την τρώνε τα πουλιά. Καταλαβαίνω γιατί σ’ αγάπησε τόσο η μάνα μου,
γιατί σ’ αγάπησε η νονά μου, γιτί σ’ αγάπησαν ακόμα και τα βράχια…».
-Ω, η μετάνοια, ψιθυρίζουν τα χείλη του γέροντα. Έλα,
σταμάτησε, μην κλαίς. Δεν είσαι ο πρώτος… Μακάρι να σταθείς ο τελευταίος. Αφού
κι ο μεγάλος ψαράς, ο μεγάλος εκείνος Απόστολος…
-Εκείνος, πάτερ, δεν είχε δει ακόμα την Ανάσταση,
δεν είχε μήτε ιδέα για Πεντηκοστή. Ενώ εγώ… εγώ, που καθώς αναφέρατε, γεννήθηκα
κι ανατράφηκα εκεί κάτω, σε γερές ρίζες, εγώ, το σταυρό που μου κρέμασε η μάνα
μου στο στήθος, τον άφησα να μου τον πάρουν, να τον πετάξουν στα σκουπίδια…
-Χμ, τα δάκρυά σου λένε πολλά, είναι πολύτιμα, είναι
μιάν απαρχή. Σίγουρα θα σε λυπηθεί ο Κύριος. Γι’ αυτό ακριβώς ο Λυτρωτής μας άφησε
τα ωραία των ωραίων στον ουρανό και μίκρυνε κι έγινε δούλος σαν και τα μας..
ανθρωπάκι. Άντε, σταμάτησε να κλαίς. Και… και ν’ αρχίσεις μιάν άσκηση, ένα
κανόνα. Ν’ αρχίσεις με νηστεία. Ξεύρεις γράμματα;
-Ξεύρω. Αλλά… δεν ησυχάζω μ’ αυτά, πάτερ. Νιώθω… πως
να σας το μολογήσω, νιώθω την καρδιά μου σαν ένα ρόδο που χασκογελώντας το
πέταξα καταμεσίς στο δρόμο, στο βούρκο, στις λάσπες…
-Τι επιθυμείς να γίνει;
-Σαν γύριζα με την ίδια γαλέρα από την πατρίδα μου
όπου πήγα κορδωμένος ντυμένος με το σαρίκι και τη γούνα κι έμεινα ώρες νηστικός
κατάχαμα στην κουβέρτα, ξαναβρήκα τη σκέψη μου. Τη σκέψη που μιλά κατευθείαν
στην ψυχή κι απόφευγα με χίλους τρόπους. Αράδιασα σαν σ’ ένα τραπέζι εκεί
μπροστά μου όλες τις θύμησες, όλα τα συμβάντα. Συνταράχτηκα φοβερά. Κι
αποφάσισα την επίσημη μεταστροφή, το μαρτύριο… Μόνο το αίμα που τρέχει στις φλέβες
μου, στην καρδιά μου, μπορεί να ξεπλύνει τη φοβερή μου πτώση, πάτερ… Το
μαρτύριο, το μαρτύριο.
Ο γέροντας ταράχτηκε, βρέθηκε όρθιος.
-Δεν στο επιτρέπω, ανάκραξε.
-Πως;
-Δεν στο επιτρέπω… Είσαι πολύ νέος, δεν θ’ αντέξεις.
Θα λυγίσεις. Και τότε αλίμονο, θα ξαναβρεθείς Οθωμανός. Θα μείνεις ώσαμε το
τέλος του βίου σου τέτοιος. Θα χαθείς.
-Θα τα καταφέρω, πάτερ. Με τη βοήθεια του Χριστού μας…
πως τα κατάφεραν τόσα παλληκάρια… Μην το λέτε ότι θα ξεπέσω πάλι εκεί… στο
βούρκο, στους αρσενοκοίτες.
-Έμπλεξες και με τέτοια βρωμιά;
-Ευτυχώς… αυτό έλειψε.
-Αδύνατο… Οι Τούρκοι σήμερα σε φανατισμό ξεπερνούν τους
ειδωλολάτρες. Άλλωστε ο Θεός βλέπει. Βλέπει τη θλίψη σου, τη μετάνοιά σου… δεν
επιθυμεί να θυσιαστείς.
Ακολουθεί μακριά σιγή.
-Και τι να την κάνω τώρα πιά τη ζωή μου, εδώ που βρέθηκα,
πάτερ; Τι να την κάνω; Να ρογιαστώ στα «λιμπερτά ναύλο» και να καταλύσω τα
χρόνια σαν τον πατέρα μου ή να δουλεύω στους ταρσανάδες και να γυρνώ ραγιάς απ’
έξω στο Σεράι; Άλλωστε αυτοί θα με περιμένουνε. Θα ψάχνουν να με βρούνε… μια μέρα
θα με πιάσουν.
-Χμ, δεν το σκέφτηκα… έχεις δίκιο. Να φύγεις. Να
ετοιμαστείς να φύγεις. Να ταξιδέψεις, να πας αλλού.
-Να πάω αλλού… Που τάχα να τραβήξω;
Ακολουθεί μικρή σιγή. Ο γέροντας φέρνει για μια στιγμή
τα δάχτυλα των χεριών στο μέτωπο. Απομένει συλλογιαμένος.
-Για στάσου, πετέται και λέει. Για στάσου, έχω μια ιδέα.
Να πάρεις των ομματιών σου και… και να ταξιδέψεις, να πας μακριά, στο βοριά…, να
πάς στον Πόντο, εκεί που δώσανε καράβια οι συμπατριώτες σου, για να συντρέξουν τον Καπουδάν πασά. Να πας, λέω, στο Κρίμι.
Εκεί τώρα έχασε πια τον πόλεμο η Πόρτα, κηρύχτηκε ανεξάρτητος ο τόπος και
διαφεντεύει ο Τσάρος. Οι Ρώσοι είναι σαν και μας, ορθόδοξοι. Είναι χριστιανοί.
Θα μπορείς εκεί ελεύθερα να προσεύχεσαι. Από το ίδιο Ποτήρι να παίρνεις τα
τίμια δώρα… Πίστη, προσευχή, μετάνοια. Κι από κοντά θα σου βάλω κι έναν κανόνα.
Ο Χριστός, που ως φαίνεται κάτι κατάλαβες από το μεγαλείο της αγάπης Του, ο
Χριστός δεν θα σ’ αφήσει.
Ο καταλαχάρης επισκέπτης ακούει. Ακούει σκυφτός, δεν
προβάλλει αντίλογο. Σα να προσδέχεται την ιδέα. Ξάφνου τον ξαναπιάνουν λυγμοί.
Κλαίει, κλαίει αστείρευτα. Σε καλό του!
-Βδέλυγμα της ερημώσεως!... ανακράζει. Ασέλγεια…
σαπίλα, δυστυχία μου… Δεν μπορώ πιά με τίποτα, με τίποτα να ξεκουράσω τον εαυτό
μου.
-Άντε σήκω, και θα ξανανταμώσουμε, αρθρώνει
συγκινημένος ο γέροντας. Σήκω και βράδιασε. Απόψε λέω να ξενυχτίσω για χάρη
σου. Θα παρακαλέσω τη σωτηρία σου. Μη στενοχωριέσαι. Καταλαβαίνω… Όσο θυμάσαι
την πτώση σου, το μπλέξιμό σου, λιώνεις. Αλλά η τελική δυστυχία προορίζεται για
το δαίμονα.
Καθώς δε μιλά πια κανείς από τους δυό, καθώς γίνεται
άκρα ησυχία, απέξω από το καλύβι, ολοτρόγυρα στα κλαδιά, αντηχεί το τιτίβισμα
των πουλιών που πάνε να κουρνιάσουν. Από λεπτό σε λεπτό αυξάνεται, φουντώνει,
αντηχεί μια ολάκερη συναυλία. Τόσο συναρπαστικά, τόσο γλυκά, τόσο ωραία… Ποιος ξέρει
τον αριθμό τους… Λαός ολάκερος.
-Τα πετεινά, ψελλίζουν τα χείλη του γέροντα. Τα
πετεινά του ουρανού.
-Μακάρι ναμουν σαν κι αυτά… στενάζει ο ξένος. Και τα
μάτια του για Τρίτη φορά βουρκώνουν.
-Εκπέμπουν με όση δύναμη διαθέτουν τη βραδυνή τους προσευχή,
συμπληρώνει ο «πατερούλης».
Κι απλώνει το χέρι κι ευλογεί τον απροσδόκητο τούτο επισκέπτη.
ΠΗΓΗ: «ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ Ο ΥΔΡΑΙΟΣ» του Σώτου
Χονδρόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου