Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Ἡ Προσφορά τῆς Παναγίας εἰς τόν κατά τῶν Ἰταλῶν Ἀγῶνά μας τοῦ 1940

 

Ἡ Προσφορά τῆς Παναγίας εἰς τόν κατά τῶν Ἰταλῶν

Ἀγῶνά μας τοῦ 1940

 

ὑπό

Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου

Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton

Ὀκτώβριος 2025

                                                                        «Ἐάν μή Κύριος [ἤ ἡ Μήτηρ Αὐτοῦ] φυλάξῃ πόλιν,

                                                                          εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων.»

                                                                                                                                    Ψαλμ. 126, 2

            Ὡς ἐγνωσμένον τοῖς πᾶσι εἰσίν, ἡμεῖς (ὁ Ἑλληνισμός) θεμέλιον Ὀρθοδοξίας ἐσμέν, δημιουργοί δέ τοῦ Παγκοσμίου Πολιτισμοῦ καί Παιδείας, γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαός εἰς περιποίησιν, ἄνθρωποι θεοσεβεῖς, φυλή ὁμογενής καί ὁμογάλακτος, ἀπόγονοι ἁγίων, κάτοικοι ὁμοιογενεῖς, πληθυσμός μεγαλοπράγμων, χώρα ἱστορική, ἔχοντες γλῶσσαν θείαν, μεγαλειώδη καί παράδοσιν μεγαλοπρεπῆ, κοιτίς πολιτισμοῦ, λίκνον ἠθικόν, κέντρον ἀξιῶν καί ἀρετῶν, πηγή ἀστείρευτος, ὁ «ἄλλος μέγας πολιτισμός»,[1] πλήρωμα εἰρηνικόν, ἀρχή σοφίας καί φιλοσοφίας, ἀπαρχή πασῶν τῶν ἐπιστημῶν πλήν τῆς ἀθέου θεωρίας τῶν πιθανοτήτων, γενέτειρα τῆς δημοκρατίας, μήτηρ πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν, καταγωγή εὐγενής, προέλευσις μοναδική καί προορισμοῦ θείου ἐγενόμεθα. Διά τοῦτο καί κατέστημεν ἡ ὁδός ἀληθείας, ὅριον αἰώνιον, ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος, γνῶσις ἀνεξάντλητος ὡς γνῶσται τῆς Ἀληθείας, καί δυστυχῶς, αἱ μοναδικαί αὗται θεῖαι ἀξίαι καί ἀρεταί καταδιώκονται ὑπό τῶν ἐχθρῶν τοῦ ἡμετέρου πολιτισμοῦ διά τῆς ἐπιβουλῆς τῶν ἀντιορθοδόξων καί ἀνθελλήνων, ἡ ὁποία ἦτο, εἶναι, καί θά εἶναι συνεχής καί ἐπιτεινομένη ἐκ τῶν ἔξω καί ἔσω τῶν συνόρων μας.[2]

            Πρό τριάκοντα ἐτῶν καί συγκεκριμένως τήν περίοδον τοῦ Ὀκτωβρίου, κατά τήν ὁποίαν αἱ συζητήσεις καί ἡ Ἱστορική ἡμῶν μνήμη[3] περιάγονται καί εἰς τά γεγονότα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940 καί εἰς τόν ἐπακόλουθον ἀμυντικόν πόλεμον τῆς χώρας ἡμῶν κατά τῶν Ἰταλῶν εἰσβολέων, συνήντησα ἕνα σεβάσμιον γέροντα ἱερέα, τόν π. Χαράλαμπον, εἰς μίαν Ἱεράν Μονήν, εἰς τήν ὁποίαν ἦτο μοναχή καί ἡ κόρη του. Ἤρχισεν ὁ π. Χαράλαμπος νά μοῦ λέγῃ διά τήν συμμετοχήν του εἰς τόν πόλεμον αὐτόν εἰς τήν Ἀλβανίαν καί διά τάς δυσχερείας καί θυσίας τῶν στρατιωτῶν του, ἀλλά καί διά τήν ἀπερίγραπτον προσφοράν τῆς Παναγίας μας.

            «Ἤμουν μόνιμος ἀξιωματικός, ταγματάρχης, εἰς τόν Ἑλληνικόν στρατόν καί ἡ ἐμπειρία μου εἶναι μοναδική, κατά τήν περίοδον ταύτην τοῦ πολέμου, μέ τήν προστασίαν μας, ἡ ὁποία παρείχετο ὑπό τῆς Θεοτόκου, καί ἡ Ὁποία μᾶς συμπαρίστατο, μᾶς περιεφρούρει νυχθημερόν, καί καθωδήγει τόν στρατόν μας. Συνελάμβανεν ἡ Ἰδία διά τῶν χειρῶν Της τάς βόμβας, τάς ὁποίας ἔρριπτον τά Ἰταλικά ἀεροπλάνα καί τάς ἐπέτα εἰς τήν θάλασσαν. Μᾶς ὑπεδείκνυεν τήν ὁδόν εἰς τά ὄρη καί τάς ἀτραπούς, ὥστε νά φθάσωμεν εἰς τόν προορισμόν μας καί εἰς τό ὀρθόν σημεῖον ἄνευ ἀπολειῶν. Ἔδιδεν ἐντολάς προσωπικῶς εἰς ἀξιωματικούς καί στρατιώτας.

            Ἡμεῖς ἑκάστην Κυριακήν εἴχομεν Θείαν Λειτουργίαν κάτω ἀπό ἕν ἀντίσκηνον καί κατόπιν τῆς θείας ταύτης Λειτουργίας ἐσυνεχίζαμεν τούς ἀγῶνάς μας, τόν πόλεμον. Μίαν Κυριακήν, κατά τήν διάρκειαν τῆς Λειτουργίας, οἱ βομβαρδισμοί ἦσαν ἀνελέητοι καί ἀδιάλειπτοι, ἀλλ’ αἱ βόμβαι ἔπιπτον πέριξ τοῦ ἀντισκήνου, τῆς προσωρινῆς καί ἐν ἐκστρατείᾳ ἐκκλησίας μας, καμμία δέν ἔπληξεν τό ἀντίσκηνον. Δύο στρατιῶταί μου ἐφοβήθησαν ἀπό τούς συνεχιζομέμους βομβαρδισμούς καί ἔφυγον ἀπό τό ἀντίσκηνον, τήν ἐκκλησίαν μας, καί ἐπῆγαν εἰς ἕν καταφύγιον (τάφρον, ὄρυγμα), τό ὁποῖον εἴχομεν κατασκευάσει διά τήν ἄμυνάν μας, ὥστε νά προφυλαχθοῦν. Δυστυχῶς ὅμως, μία βόμβα πίπτει είς τήν εἴσοδον τοῦ καταφυγίου τούτου καί εἰσέρχεται ἐντός του καί ἐφόνευσεν ἀμφοτέρους τούς στρατιώτας μου. Ἡμεῖς, ὅμως, οἱ ἐκτός τοῦ καταφυγίου, ἀλλ’ ὑπό τήν Ἁγίαν Σκέπην τῆς Παναγίας μας, δέν ἐπάθομεν κανέν κακόν. Τά γεγονότα ταῦτα ἦσαν συνεχῆ καί διά τοῦτο, ὅταν ἐτελείωσεν ὁ πόλεμος ἔφυγα ἀπό τόν στρατόν, ἀπό μόνιμος ἀξιωματικός καί ἐπῆγα καί ἔγινα ἱερέας. Δέν ἠμποροῦσα νά κάμνω κάτι διαφορετικόν, καθ’ ὅτι εἶδα μέ τούς ὀφθαλμούς μου καί αἰσθάνθηκα πολυτρόπως τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί τήν Σκέπην τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νά κάμνῃ ἡ Ἰδία τόσον μέγαν καί δίκαιον ἀγῶνα διά τήν προστασίαν τοῦ Ἑλληνορθοδόξου γένους μας.»

            Αὕτη ἦτο ἡ ἐμπειρία τοῦ ἥρωος ἀποστράτου ταγματάρχου καί μονίμου στρατιώτου τοῦ Θεοῦ, π. Χαραλάμπους, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε πατρίδα καί πίστιν, Ἑλλάδα καί Ὀρθοδοξίαν. Τό πρόβλημά μου εἶναι σήμερον τό ἑξῆς. Τί κάμνομεν ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι αὐτῶν τῶν εὐλαβῶν ἡρώων πατριωτῶν μας καί πατέρων μας ἤ παππούδων μας; Σεβόμεθα τήν Παναγίαν μας καί τόν Υἱόν Της, τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διά τήν συνεχιζομένην προστασίαν τοῦ Ἔθνους μας ἤ ἔχομεν ἀπολύτως ἀποστατήσει καί ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν παραδοσιακήν μας πίστιν, ἡ ὁποία διέσωζεν τό γένος μας; Ἔχομεν τήν ἰδίαν ἀγάπην διά τήν πατρίδα μας, ὡς οἱ ἥρωες τοῦ 1940 ἤ ἔχομεν καταστῆ ἀνθέλληνες; Αὐτά τά ἐρωτήματα τἀ θέτω καί εἰς τόν ἑαυτόν μου, καθ’ ὅτι δέν ἔχω προσφέρει τίποτε, ἕως σήμερον, διά τήν πατρίδα μας καί δυστυχῶς, καί διά τήν ἁγίαν μας παραδοσιακήν Ὀρθοδοξίαν, τήν ὁποίαν ἀναγνωρίζουν καί ἀγαποῦν ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι λαοί.[4] Τό πρόβλημα τῆς χώρας, σήμερον, εἶναι ἡ ἐπιβεβλημένη καταστροφή τῆς παιδείας μας, ἡ ἀνθελληνική καί δουλοπρεπής πολιτική μας ἡγεσία καί ἡ σχισματική καί οἰκουμενιστική θρησκευτική μας ἡγεσία. Οἱ ἄνθρωποι οὗτοι θά πρέπει νά καταψηφισθοῦν, οἱ πρῶτοι καί νά ἀπελαθοῦν ἀπό τήν χώραν, καί οἱ δεύτεροι νά ὑπάγουν εἰς μοναστήρια πρός μετάνοιάν των, διά τό κακόν πού ἐπιτελοῦν εἰς τήν Ὀροδοξίαν.  Ὁ λαός μας παραπληροφορημένος, ἐν ἀγνοίᾳ, καί ἀποστασίᾳ παραπαίει καί ἔχει τήν πεπλανημένην ἐντύπωσιν ὅτι ἐπιτελεῖ καί ἔργον μεγαλειῶδες μέ τό νά ἐξαπατᾶ καί νά ἐξαπατᾶται, νά ἱκανοποιῆται μέ τά ὑλικά ἀγαθά καί νά ἀπορρίπτῃ τά πνευματικά, νά πορεύεται ἄνευ ὁδηγοῦ καί νά κινδυνεύῃ νά ἀπολέσῃ τήν ὁδόν τήν ἄγουσαν εἰς τήν τελείωσιν καί τήν σωτηρίαν του. Ἅπαντα ταῦτα, δυστυχῶς, ἰσχύουν καί δι’ ἐμέ τόν ἐσχατώτατον πάντων.

            Τέλος, ἡ  πληγή τῆς Ὀρθοδοξίας καί καταστροφεῖς τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι αὐτοί οἱ ἐν ἀγνοίᾳ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπιβληθῆ ὑπό τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἑλληνορθοδοξίας (τάς ξένας μυστικάς ὑπηρεσίας καί τήν Ἑβραιομασονίαν), ἀπό τό 1920, ὡς «ἡγέται» τῆς χώρας μας. Ὁ λαός μας εἶναι καί αὐτός συνυπεύθυνος διά τήν τρέχουσαν κρίσιν τῆς χώρας, ἀλλά δυστυχῶς, τοῦ κατέστρεψαν τήν Παιδείαν, τήν γλῶσσαν, τήν Ἱστορίαν, τόν πολιτισμόν, καί τοῦ ἐπέβαλον διά νόμων καί τρομοκρατίας (παραπληροφόρησιν καί προπαγάνδαν) τόν διχασμόν καί τήν καταστροφήν ταύτην, ὡς λέγει καί ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἀπό τήν προτροπήν, τήν ὁποίαν εἶχεν οὗτος ἐκ τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.[5] Χρειαζόμεθα μείζονα μετάνειαν, πίστιν ἀληθῆ, ἡ ὁποία ἐπιφέρει ἐλπίδα, εἰρήνην, χαράν, καί ἀγάπην, ἄλλως, ἀπολούμεθα ὡς Ἔθνος καί ἄτομα. Ὁ Θεός (ἡ Ἁγία Τριάς) νά μᾶς ἐλεήσῃ καί νά παρέχῃ εἰρήνην εἰς τήν χώραν μας, καί ἡ Ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἄς σκέπῃ τόν λαόν μας καί τήν πατρίδα μας ἀπό πᾶσαν ἐπιβουλήν καί ἐπιβολήν. Εἰς δέ τούς ἥρωας τοῦ 1940 καί ἁπάντων τῶν ἀγώνων μας, δόξα καί τιμή καί Καλόν Παράδεισον.


[1] Οἱ Κινέζοι ἀποκαλοῦν τήν Ἑλλάδα «Sila», τοῦτ’ ἔστιν, «ὁ ἄλλος μεγάλος πολιτισμός».

[2] «Εἶναι πλέον γνωστόν τοῖς πᾶσιν ὅτι ἡ Νέα Τάξις Πραγμάτων ἐπιβάλλεται σταδιακῶς εἰς παγκόσμιον ἐπίπεδον ὡς ἀντιχριστιανικός, ἀντεθνικός, ἀντιπαραδοσιακός, ἀντιφυσιολογικός, ψηφιακός, μεταναστευτικός, ὑγειονομικός, διατροφικός καί διαστροφικός ὁλοκληρωτισμός. Ὅλ’ αὐτά τά κακά ἐπιβάλλονται διά τοῦ πολιτικοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, ἤτοι τῆς σκιώδους παγκοσμίου μασονικῆς ὑπερκυβερνήσεως, ἡ ὁποία ἐπιβάλλει τήν παράνοιαν τῆς «πολιτικῆς ὀρθότητος» καί τοποθετεῖ ἰδικούς της πολιτικούς καί θρησκευτικούς «ἡγέτας» εἰς τάς Χριστιανικάς χώρας. Καί οἱ μέν πρῶτοι καταστρέφουν τάς χώρας αὐτάς ψηφίζοντες διεστραμμένους «νόμους» καί ἀφαιροῦντες σταδιακῶς θεμελιώδεις ἐλευθερίας, οἱ δέ δεύτεροι διαστρέφουν τό ἱερόν Εὐαγγέλιον.»  Ὅρα, Δημητρίου Χατζηνικολάου, « Ὁ δρόμος πρός τήν ἐπίγειον ἀλλά καί τήν αἰώνιον κόλασιν», Ὀρθόδοξος Τύπος, Ἀρ. Φύλλου 2562, 24 Ὀκτωβρίου 2025, σσ. 1 καί 3.    2562-ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ.jpg (1200×1620) (orthodoxostypos.gr)

[3] Ἅπαντες οἱ ἀγῶνες τῆς Ἑλλάδος ἔχουν ἀρχίσει μῆνα Ὀκτώβριον. Ὁ Μακεδονικός Πόλεμος τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1904, ὁ Βαλκανικός Πόλεμος τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1912, ὁ Πόλεμος κατά τῶν Ἰταλῶν τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1940. Ἡ Ἁγία Σκέπη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί ὁ Ἅγιος Δημήτριος πάντοτε παρόντες καί ἀρωγοί τοῦ γένους μας. Εὐχόμεθα δέ ἡ κατάληψις τῆς πρωτευούσης μας, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, νά λάβῃ χώραν Ὀκτώβριον καί αὕτη.

[4] Ὡς φαίνεται καί εἰς τό ἑξῆς κείμενον: “Μας έστειλε έπειτα από τρία χρόνια ένα γράμμα: «Είμαι στο ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, στην πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, την Ελλάδα. Προ δέκα ημερών έγινα Μεγαλόσχημος Μοναχός κι έλαβα το όνομα: Χριστόφορος. Εάν θέλει ο Ιβάν, ας έλθει να μ’ επισκεφθεί. Είμαι στη ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Ο Θεός μεθ’ υμών». Εγώ βέβαια, ούτε πήγα ποτέ, ούτε γράμμα του έγραψα…”.  Ὅρα, «Πάντοτε πριν την αυγή είναι το πιο πυκνό σκοτάδι (Η συγκλονιστική ιστορία ενός σοβιετικού στρατιώτη)»,  Μετεμορφώθης: Πάντοτε πριν την αυγή είναι το πιο πυκνό σκοτάδι(Η συγκλονιστική ιστορία ενός σοβιετικού στρατιώτη) (metemorfothis.blogspot.com)

[5] «Ἔλεγε ὁ Γέροντας καί ἔγραφα ἐγώ. Ἄκου παιδί μου, ἀκούω φωνή συνέχεια στό δεξιό μου αὐτί καί μοῦ λέει σήκω Γεννάδιε νά πᾶς στήν Ἀθήνα νά πείς στούς ἀνθρώπους αὐτό πού σοῦ λέω. Ἐγώ πῆρα τήν χάριν μου καί τήν εὐλογίαν μου ἀπό τούς Ἑβραίους καί τήν ἔδωσα στό Ἑλληνικό γένος, τό ὁποῖον μοῦ ἐγένετο ἀγαπητό καί εὐλογητό γένος. Ἀλλά τώρα ἄρχισαν νά ἀπομακρύνονται ἀπό ἐμέ καί νά πηγαίνουν στόν σατανά οἱ δέ σοφοί μέ ἀρνήθησαν οἱ Ἱερεῖς θεωροῦν τό ὑπούργημά μου ὡς ἐπάγγελμα. Οἱ δέ χριστιανοί κοιτάει ὁ ἕνας πῶς νά γδύσει τόν ἄλλο, οἱ δέ γυναίκες ἔχασαν κάθε Ἱερό καί Ὅσιον ἀπάνω τους, γυμνώνονται, γυρίζουν στούς δρόμους, παρασύρουν τούς ἄνδρας εἰς τήν ἁμαρτία καί χαίρονται οἱ δαίμονες, λυποῦμαι ἐγώ καί οἱ Ἀγγέλοι μου. Τοιοῦτον λαό τί νά τόν κάνω; Θά τόν ἀποκτείνω. Εἰπέτε τους νά μετανοήσουν, διότι ἐγώ ἀκόμα τούς ἀγαπῶ. Ἐάν δέν μετανοήσουν θά δώσω ἀνιάτους ἀσθενείας, θά δώσω ἀλληλοσπαραγμούς καί θά ἐπέλθει ἡ ὀργή μου. Ἡ μητέρα μου καί οἱ ἅγιοι τοῦ οὐρανοῦ τούς σώζουν. Μέχρι πότε ὅμως; εἰπέτε τους νά μετανοήσουν. Ἀκόμα τούς ἀγαπῶ.» Ὅρα, ΤΑΔΕ ΛΕΓΕΙ ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, Μουρτερῆς Ὀκτωνιᾶς, Αὐλωνάριον, Εὐβοίας.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

Πάντοτε πριν την αυγή είναι το πιο πυκνό σκοτάδι(Η συγκλονιστική ιστορία ενός σοβιετικού στρατιώτη)

 


  «…12 Δεκεμβρίου 1941… Βρίσκομαι στό Γενικό Νοσοκομείο κάποιας γερμανικής πόλεως… δέν ξέρω τ’ όνομα της, αφού μέ μετέφεραν εδώ από το πεδίο μάχης ενώ ήμουν σε κώμα… Η αλήθεια είναι πώς δε θέλω να μάθω τ’ όνομα της… τι μ’ ενδιαφέρει άλλωστε; Εκτός αυτού κανείς δεν έκανε τον κόπο να μου το πει.

 Η κατάσταση μου είναι κυριολεκτικά τραγική. Προ τριών μηνών περίπου στη φοβερή μάχη του Λένινγκραντ ηττηθήκαμε από τους Γερμανούς Ναζί, με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Εγώ πληγώθηκα θανάσιμα στα δύο πόδια από έκρηξη χειροβομβίδας και στο αριστερό χέρι από κάποια αδέσποτη σφαίρα.
Με βρήκαν πλημμυρισμένο στο αίμα, ανάμεσα σ’ ένα σωρό νεκρούς συναδέλφους δύο Γερμανοί στρατιώτες, πού μετά τη λήξη της μάχης έψαχναν ανάμεσα στα πτώματα για οτιδήποτε χρήσιμο ή πολύτιμο

Με ένα αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού με μετέφεραν σε κάποιο σταθμό πρώτων βοηθειών οπού συνήλθα λίγο έπειτα με φόρτωσαν στο βαγόνι ενός τρένου, αφού μου κόλλησαν ένα νούμερο στο στήθος και στην πλάτη. Αυτό ήταν φυσικό, αφού για εκείνους δεν ήμουν τίποτε άλλο από ένα νούμερο…

Γεννήθηκα στο Σμολένσκ, μία κωμόπολη Ρωσική, περίπου εκατό χιλιόμετρα από τη Μόσχα, το 1912. Από μικρό παιδί ήμουν σχεδόν άθεος, μεγαλώνοντας ασπάσθηκα τον κομμουνισμό. Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός μπολσεβίκος και είχε λάβει μέρος στην κομμουνιστική επανάσταση το 1917, πού ανέτρεψε το καθεστώς του Τσάρου.
Η μητέρα μου η Άννα ήταν καλή χριστιανή, αλλά από το φόβο του πατέρα έκανε τα καθήκοντα της τα χριστιανικά κρυφά. Είχα και έναν… μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό, τον Αλέξιο. Αυτήν την ώρα μόνο αυτόν θυμάμαι, αυτόν μπορώ και αυτόν θέλω να θυμάμαι…Αργοπεθαίνω.

Οι γιατροί μου έκοψαν και τα δύο πόδια και το αριστερό χέρι γιατί κινδύνευα απ’ τη φοβερή γάγγραινα των άκρων. Από τότε είμαι κλεισμένος, ακίνητος, πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι, στο σκοτεινό θάλαμο Νο Ο (μηδέν).
Με έχουν κάνει πειραματόζωο και φυσικά, αν δεν πεθάνω κάποια στιγμή, θα με σκοτώσουν οι γιατροί, όταν τελειώσουν τα πειράματα τους.

Είναι δώδεκα (12) Δεκεμβρίου. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τί περίεργο αλήθεια! Για πρώτη φορά στη ζωή μου δακρύζω σ’ αυτή τη σκέψη. Ήμουν… ανέκαθεν άθεος. Ο αδελφός μου ο Αλέξιος όμως από νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στην εκκλησία .
Ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο. Ο πατέρας μου, όταν εγώ άρχισα τις σπουδές μου στη Στρατιωτική Σχολή της Μόσχας, ονειρευόταν και για τον Αλέξιο μια λαμπρή σταδιοδρομία αξιωματικού του Ερυθρού Στρατού. Όμως τη χρονιά πού εγώ τελείωνα τη Σχολή κι ο Αλέξιος… ήταν τότε είκοσι (20) χρονών, το 1935… μια νύχτα έφυγε για πάντα. Η μητέρα βρήκε ένα γράμμα με λίγες λέξεις πάνω στο μαξιλάρι:
«Συγχωρήσατε με καλοί μου γονείς, Νικολάι και Αννούσκα… αλλά με καλεί ο ουράνιος Βασιλέας, να καταταγώ στο στρατό Τον. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την πρόσκληση.
Φεύγω κι εύχομαι καλή σωτηρία.
Υ.Γ.: Μην το πείτε παρακαλώ στον Ιβάν. Θα του γράψω εγώ».

Πράγματι, δε μου το είπαν αμέσως, διότι ήταν η εποχή πού έδινα εξετάσεις για το δίπλωμα. Φυσικά, όταν γύρισα το φθινόπωρο στο σπίτι, μου έδειξαν το γράμμα. Ένας κόμπος μου ανέβηκε στο λαιμό.
Τώρα πού το θυμάμαι… ήθελα, αν ήταν δυνατόν, να τον έβλεπα τώρα, να του ζητήσω συγγνώμη… ναι, διότι η θλίψη μου, έπειτα από λίγες στιγμές έγινε οργή και αρπάζοντας το στρατιωτικό μου όπλο, τράβηξα τον πατέρα μου απ` το μανίκι φωνάζοντας: «Γιατί δεν έψαξες να τον βρεις; Εγώ τώρα, οπού και να ‘χει πάει, θα τον βρω και θα τον σκοτώσω». Η μητέρα έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
Ο πατέρας κατέβασε από τον τοίχο το κυνηγετικό του όπλο, λέγοντας μου: «Δεν έψαξα, γιατί σε περίμενα. Όπως ξέρεις, η τιμή ενός μπολσεβίκου δεν σηκώνει τέτοιο ρεζίλεμα σαν αυτό του Αλιόσα».
Ο θυμός μας είχε τυφλώσει. Νιώθαμε πώς μας είχε γίνει φοβερή προσβολή και μάλιστα για κάτι τόσο βλακώδες, όπως ήταν ο Θεός του Αλεξίου… Φυσικά, για μας δεν υπήρχε Θεός και οι εκκλησίες έπρεπε να γίνουν όλες στάβλοι... Δύο μοναστήρια ήταν τα πλησιέστερα: Της Όπτινα (πού είχε ήδη καταστραφεί στη διάρκεια της Κομμουνιστικής Επανάστασης) και τα ερημητήρια των αγρίων ορέων του Ροσλάβ.

Ψάξαμε ανάμεσα σ’ αυτά, εισβάλλοντας με απειλές και κατάρες, και απαιτώντας από τους καλόγηρους να μας παραδώσουν τον Αλέξιο.
Σ’ ένα από τα ερημητήρια (όπως καταφέραμε να μάθουμε) είχε καταφύγει, ποθώντας ν’ αφιερωθεί στο Θεό του… Αφού υβρίσαμε τον Ηγούμενο, ο πατέρας μου τον τράβηξε από τη γενειάδα, λέγοντας:
 «Σκύλε παπά, δώσε μου πίσω το μικρό μου γιο!». 
Εκείνος με ήρεμο βλέμμα του είπε να κοιτάξει ψηλά… Ο Αλέξιος ντυμένος τα ράσα, ήταν στην κορυφή του καμπαναριού. Μας έπιασε ρίγος.
«Αφήστε ήσυχους τους αδελφούς ευλογημένοι.
Ιδού, εγώ είμαι εδώ…».
«Κατέβα αμέσως κάτω, ειδάλλως θα πυροβολήσω», του είπα εγώ με φωνή πού έτρεμε.
 «Ησυχάστε. Θα είστε κουρασμένοι. Φάτε, αναπαυθείτε κι έρχομαι έπειτα μαζί σας…». Φυσικά, δεν ήρθε μαζί μας, αλλά από κρυφή έξοδο αναχώρησε, όχι μόνο από το Μοναστήρι, αλλά κι απ’ τη Ρωσία.

Από τότε δεν τον ξαναείδα πια ποτέ. Μας έστειλε έπειτα από τρία χρόνια ένα γράμμα: «Είμαι στο ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ, στην πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, την Ελλάδα. Προ δέκα ημερών έγινα Μεγαλόσχημος Μοναχός κι έλαβα το όνομα: Χριστόφορος.
Εάν θέλει ο Ιβάν, ας έλθει να μ’ επισκεφθεί. Είμαι στη ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Ο Θεός μεθ’ υμών».
Εγώ βέβαια, ούτε πήγα ποτέ, ούτε γράμμα του έγραψα… 

Νιώθω το σώμα μου να παγώνει… Δεν μπορώ να γράψω άλλο…».Πόλεμος
«19 Δεκεμβρίου 1941… Κάθε μέρα πού περνάει νομίζω πώς είναι για μένα η τελευταία. Ωστόσο, δεν παύω με το νου μου ν’ αναπολώ τα περασμένα… Το σπίτι μας στο Σμολένσκ, το σχολείο, τη Στρατιωτική Σχολή, όλους όσους γνώρισα λίγο ή πολύ στη ζωή μου. Άραγε με θυμάται τώρα κανείς απ’ αυτούς; Ο παππούς ο Βάνια, πού μου έμαθε να ρίχνω τη σφεντόνα, η γιαγιά Κλαυδίγια, πού μου έπλεκε ζεστές μάλλινες κάλτσες για το χειμώνα…. οι γονείς μου πού, αγνοί βιοπαλαιστές, αγωνίστηκαν να μας μεγαλώσουν εμένα και τον αδερφό μου… η γειτόνισσα η Λιούμπα, ο Πιότρ ο ταχυδρόμος, ο Αντρέι ο δάσκαλος… δεκάδες πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα, πού μου φαίνονται όμως τώρα τόσο μηδαμινά κι ασήμαντα…

Σήμερα έχω φριχτούς πόνους στα κομμένα μου πόδια… αισθάνομαι να σαπίζω ζωντανός. Καθημερινά σχεδόν έρχονται δύο γιατροί με πρόσωπα παγωμένα, και αφού με ναρκώσουν πειραματίζονται πάνω στο σώμα μου, χωρίς να ξέρω πώς, λόγω της νάρκωσης… Όταν συνέλθω συνήθως πονάω πολύ κι έχω συνεχή τάση για εμετό. Κρυώνω φοβερά μια και δεν υπάρχει θέρμανση στο θάλαμο. Μου έχουν ξυρίσει το κεφάλι, για κάποιο σκοπό πού μόνο τα διεστραμμένα τους μυαλά γνωρίζουν…

Ο νους μου τρέχει εδώ κι εκεί, χωρίς να στέκεται κάπου συγκεκριμένα, ακόμη και σε ανήθικες σκέψεις. Εξάλλου και στη ζωή μου δεν ήμουν ιδιαίτερα ηθικός. Γι’ αυτό ο Αλέξιος μου είχε πει κάποτε:
 «Το σώμα σου πού παρέδωσες στη σαπίλα, θα σαπίσει ζωντανό, πριν βγει η ψυχή σου Ιβάν. Πολύ λυπάμαι για την ψυχή σου…».
Είναι μέρες τώρα πού έχω μια παράξενη φοβία, πού ολοένα μεγαλώνει. Νιώθω σαν το αιχμάλωτο ζώο, πού πρόκειται να δοθεί ως τροφή σε σαρκοφάγα θηρία… Αν πίστευα στο Θεό, θα ονόμαζα τη φοβία μου «έλεγχο συνειδήσεως».
Αν πίστευα… λίγους μήνες πριν την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία, έλαβα ένα ακόμη σύντομο γράμμα από τον αδερφό μου, πού ήταν και το τελευταίο:
 «Χθες χειροτονήθηκα Ιερομόναχος εν ονόματι Ιησού Χρίστου τον Κυρίου ημών, δια πρεσβειών της Αειπάρθενου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Εύχεσθε για μένα. Υ.Γ.: Ιβάν να με θυμηθείς στην απομόνωση σου».

Τώρα σκέφτομαι ότι ο Αλέξιος ή μάλλον ο Χριστόφορος είναι Άγιος. Ναι, σίγουρα είναι Άγιος. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε, ντυμένο Ιερομόναχο, με κατάλευκα άμφια, θυμιατό κι ένα ξύλινο φωτεινό σταυρό… Με κοίταξε λυπημένος. Κάποια στιγμή χαμογελώντας ελαφρά μου είπε με απαλή φωνή: «Ιβάν, μη φοβάσαι. Ο Χριστόφορος είμαι».
– «Πονάω πολύ αδελφέ μου, βοήθησε με», του είπα.
«Ιβάν σε λίγες μέρες θα ‘έρθεις και συ εδώ, πού είμαι και γώ. Θα σε στείλει ο παπά-Στεφάν Ζινόφσκυ από την Αγία Πετρούπολη».

Έπειτα χάθηκε από τα μάτια μου. Του φώναζα να γυρίσει πίσω, αλλά μάταια. …Μα, γιατί μου είπε πώς θα πάω εκεί που είναι και αυτός; Και ποιος είναι ο παπά-Στεφάν; Εγώ δεν γνωρίζω κανέναν παπά-Στεφάν… Τα μάτια μου βουρκώσανε, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή… ο Χριστόφορος πέθανε, έχει πεθάνει! Κι εγώ θα πεθάνω σύντομα… θα πεθάνω… Θεέ μου, δεν θέλω να πεθάνω!… Νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Τώρα θυμάμαι τί μου είπε ο Χριστόφορος το τελευταίο Πάσχα πού ήμασταν μαζί: «Ο θάνατος; Μα δεν υπάρχει θάνατος! Μόνο μεταβολή, χωρισμός ψυχής και σώματος. Ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Θεό ΑΘΑΝΑΤΟΣ, αλλά μόνον κοντά Του.
Μακριά Του είναι μια ζωή θανατηφόρα -πέραν του τάφου- γεμάτη αιώνια πικρότατη ΣΙΩΠΗ, φοβερότατο ΣΤΕΝΑΓΜΟ, μεγάλο ΦΟΒΟ και ΑΓΩ­ΝΙΑ, ΑΝΑΜΟΝΗ χωρίς ΕΛΠΙΔΑ, ακατά­παυστη ΟΔΥΝΗ, ψυχικό κι ατελεύτητο ΔΑΚΡΥ, ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΙΣ».

Τρέμω ολόκληρος… Δεν μπορώ… σταματώ εδώ…».


«24 Δεκεμβρίου 1941: …Ο θάνατος είναι δίπλα μου, νιώθω τα παγωμένα του χέρια να μου πιέζουν την καρδιά… Αλλά ας είναι… Διότι από σήμερα για μένα άλλαξαν τα πάντα. Προ ολίγου ήρθε κάποιος παράξενος άνθρωπος, με μπλε σκούρα ρούχα και μια κατάλευκη γενειάδα. Το βλέμμα του ήταν πονεμένο και χαρούμενο μαζί. Φαινόταν βιαστικός. Αφού σφάλισε την πόρτα, μου είπε ψιθυριστά στα Ρωσικά: «Δεν με γνωρίζεις παιδί μου, το ξέρω. Αλλά, μην φοβάσαι… Με λένε Στεφάν και είμαι ιερέας του Υψίστου Θεού».
– «Στεφάν;» ρώτησα κεραυνοβολημένος. «Στεφάν Ζινόφσκυ;»
 «Ναι, από την Πετρούπολη. Είμαι στην υπηρεσία του Νοσοκομείου, ως αιχμάλωτος πολέμου, στα καταναγκαστικά έργα μεταφοράς ανθρώπινων πτωμάτων, στους κλιβάνους καύσεως για απανθράκωση και σαπωνοποίηση. Μας δίδεται καθημερινώς ένας κατάλογος με τους αριθμούς των θαλάμων και τα ονόματα εκείνων πού πρέπει να μεταφέρουμε.
Χθες στον κατάλογο διάβασα το όνομα σου. Θάλαμος Νο Ο, Ιβάν Στάρτσκωφ, κωδ. αρ. 542770.Αντέγραψα σε άλλο χαρτί αυτά τα στοιχεία και τα φύλαξα».

Η επόμενη κίνηση του ήταν να βγάλει από τον κόρφο του ένα πολύ λεπτό ύφασμα διπλωμένο σφιχτά, σε γαλάζιο χρώμα. 
 «Ιδού παιδί μου. Αυτό είναι το πετραχήλι, πού με θυσία αίματος μου έφτιαξαν χέρια αδελφικά, ώστε κι εδώ στη φοβερή αιχμαλωσία, έστω κι αν χάνονται σώματα να σώζονται ψυχές».
Τον διέκοψα απότομα ρωτώντας τον με αγωνία:
– «Πέστε μου Μπάτουσκα (παππούλη), ειλικρινά τι σας παρακίνησε να έρθετε σε μένα;»
 Μου απάντησε ψιθυριστά: «Κοίταξε, παιδί μου. Το ξέρω ότι ονομάζεσαι Ιβάν Στάρτσκωφ, είσαι από το Σμολένσκ, και είσαι αδελφός του Αλεξίου Στάρτσκωφ, πού τώρα είναι…»
– «Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» ρώτησα κατάπληκτος.
-«Είναι πολύ απλό. Εγώ έχω ένα γιο πού τώρα είναι ιερομόναχος στο ερημητικό κελί του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου, εκεί οπού είχε καταφύγει ο αδελφός σου αρχικά, για να γίνει Μοναχός. Συνέπεσε λοιπόν την ημέρα πού είχες έρθει με τον πατέρα σου, για να πάρετε τον Αλέξιο, ή μάλλον τον Χριστόφορο πίσω, να είμαι κι εγώ εκεί, διότι την επομένη επρόκειτο να γίνει ο γιος μου Μεγαλόσχημος Μοναχός.
Είδα λοιπόν όλη τη σκηνή με τα μάτια μου. Όταν εσείς μπήκατε στο αρχονταρίκι για ανάπαυση, ο αδελφός σου έτρεξε βιαστικά στο κελί του γιου μου, λέγοντας του:
– «Πάτερ Μιχαήλ! Να πεις σε παρακαλώ στον Ηγούμενο να με συγχωρήσει, αλλά φεύγω αμέσως για το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ!»
– «Αλέξιε, αδελφέ, είναι σωστό να φύγεις τώρα;» τον ρώτησε ο γιος μου.
«Είναι θέλημα Θεού αδελφέ! Μην αποκαλύψετε τίποτε στον πατέρα μου και στον Ιβάν… Ευλογείτε, αδελφέ! Να εύχεσθε για μένα!».
– «Η Παναγία μαζί σου Αλέξιε!»

Εκείνος έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στο δάσος. Από τότε έστειλε δύο φορές επιστολή στον Ηγούμενο, την πρώτη για την κουρά του σε μεγαλόσχημο και τη δεύτερη για τη χειροτονία του. Από καιρού εις καιρόν πού επισκεπτόμουν τους Μοναχούς εκεί, μάθαινα και για τα γράμματα του. Πριν από αρκετούς μήνες ήρθε κι ένα ακόμη γράμμα, το τρίτο και τελευταίο, σταλμένο από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος. Αυτό το είδα κι εγώ με τα μάτια μου”

Έγραφε: «ο αδελφός ημών Ιερομόναχος πατήρ Χριστόφορος, ανεπαύθη χθες, την έκτη πρωινή ώρα εν Κυρίω. Αύριον αρχίζουν την τέλεση των μνημοσυνών του. Παρακαλείσθε όπως μνημονεύετε την ψυχή του αδελφού, αν και ημείς έχομεν μάλλον περισσοτέραν ανάγκην των ιδικών του ευχών, παρά εκείνος από τας ιδικάς μας. Ήτο αγία ψυχή, πραγματικά ταπεινός και άκακος Μοναχός, φίλος θερμός της αδιαλείπτου προσευχής και της ασκητικής ζωής. Ας είναι αιωνία του η μνήμη».

Εγώ είχα μείνει εμβρόντητος από όσα είχα ακούσει. Πέρασαν ένα δύο λεπτά μέχρι να συνέλθω. Ένιωθα ένα συνεχές σφίξιμο στην καρδιά, σα να πιεζόταν βασανιστικά από την αφόρητη θλίψη. Ξέσπασα σ’ ένα σχεδόν βουβό κλάμα, με πνιγμένους λυγμούς… Τα κομμένα μου μέλη πονούσαν φρικτά, όχι τόσο από τον σωματικό όσο από τον ψυχικό πόνο:
 «Μπάτουσκα, Μπάτουσκα (παππούλη, παππούλη), έχει πεθάνει λοιπόν, το ήξερα, τόχα καταλάβει. Ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε για σας…». 
«Ο πατήρ Χριστόφορος είναι πλέον στον Παράδεισο», είπε τότε ο παπά-Στεφάν δακρυσμένος, με βλέμμα να κοιτάει ψηλά έξω τον έναστρο ουρανό.
– «Μπάτουσκα, ο αδελφός μου, ο μικρός μου Αλιόσα ήταν Άγιος… Εγώ… εγώ είμαι ένα κτήνος…» του έλεγα με λυγμούς.
 – «Σώπασε, παιδί μου, ησύχασε… Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο ακόμη, Η επιστολή του Ηγουμένου είχε και υστερόγραφο: «Διαβιβάσατε αδελφοί, εις την οικογένεια του π. Χριστόφορου, ότι έχασε την ζωή του εις ώραν ιερού καθήκοντος.
Διότι, αφού τέλεσαν ξημερώματα την Θεία Λειτουργία, και αφού κοινώνησε ο ίδιος, οι αδελφοί Μοναχοί της Μονής και τρεις φιλοξενούμενοι στρατιωτικοί, ανέλαβε αυτοβούλως να οδηγήσει τους τελευταίους έως της παραλίας, όπου κρυφίως θα τους παρελάμβανε κάποιο καράβι δια την Μέση Ανατολή. Δυστυχώς όμως, λόγω προδοσίας έπεσαν εις ενέδρα Γερμανών την ώρα όπου πλησίαζαν το καράβι στην παραλία, όπου ευρίσκοντο όλοι συγκεντρωμένοι. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν.

Τότε ο ευλογημένος π. Χριστόφορος, δια να σώσει την ζωή των άλλων, φωνάζοντας «Πέσατε κάτω αδελφοί», άρχισε να τρέχει κατά μήκος της παραλίας, κραυγάζων ατάκτως και κάμνων ζωηράς χειρονομίας, έλκοντας επάνω του την προσοχήν των εχθρών. Μία σφαίρα τον εύρε εις την καρδίαν. Ήτο ξημερώματα Κυριακής, Ιουνίω μηνί – 1941.
Ο Θεός μεθ’ υμών και ημών. Ταπεινός προς Κύριον ευχέτης
ο Καθηγούμενος Ιερομόναχος Σαμουήλ
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί».

– «Όπως βλέπεις Ιβάν, ο αδελφός σου δεν ήταν μόνον Άγιος, αλλά και ήρωας». Εγώ πλέον είχα πνιγεί στο θρήνο. Ο π. Στεφάν ξεδίπλωσε το πετραχήλι, λέγοντας μου με τρεμάμενη φωνή: «Ιβάν, παιδί μου, αύριο πού είναι Χριστούγεννα, θα είσαι και συ στον Ουρανό.
Ο π. Χριστόφορος σε περιμένει…».
– «Πώς το ξέρετε αυτό;» ρώτησα μέσα στ’ αναφιλητά μου.
– «Με ειδοποίησε παιδί μου… Έλα τώρα να πεις στο Χριστό μας τη ζωή σου». Άπλωσε πάνω μου το λεπτό πετραχήλι με τους κόκκινους κεντημένους σταυρούς.
– «Σ’ ακούει ο Χριστός τώρα, παιδί μου. Αύριο θα ‘σαι στον Παράδεισο».
– «Ήμαρτον, πάτερ, ήμαρτον… είμαι ένα θηρίο, ένα κτήνος…».

Του είπα όλη τη ζωή μου από μικρό παιδί έως τότε. Αφού μου διάβασε την ευχή συγχωρήσεως όλων των εγκλημάτων μου, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό καρύδι. Το πίεσε λίγο κι εκείνο άνοιξε. Τον κοίταξα σαστισμένος.
 – «Είναι η Αγία Κοινωνία, Ιβάν, ο Ιησούς Χριστός…». 
– «Μα, πώς πάτερ…». 
– «Τελούμε πότε – πότε κρυφές Θείες Λειτουργίες, με τη σκέπη του Θεού. Υπάρχουν αρκετοί Ορθόδοξοι εδώ…Έλα τώρα παιδί μου να κοινωνήσεις. Κάμε το σταυρό σου…».
Έκανα τότε το σταυρό μου, για πρώτη σχεδόν φορά στη ζωή μου κι έλαβα τη ΖΩΗ μέσα στην ψυχή μου. 
– «Τώρα όλα τέλειωσαν Ιβάν. Θα ‘ρθω αύριο το πρωί να παραλάβω το σώμα σου». – «Μπάτουσκα, έχω εδώ μερικά κομμάτια χαρτί, σαν ημερολόγιο. Σας παρακαλώ, όταν έρθετε, να τα πάρετε. Θα το ‘χω κάτω από το μαξιλάρι». Μου έσφιξε το χέρι, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Πήρα έτσι την ευχή του, φιλώντας το λεπτό βασανισμένο χέρι του καλού Λευΐτη.
Με σταύρωσε και ψιθυρίζοντας μου: «Μακαριά η οδός σου παιδί μου. Να εύχεσαι και για μένα τον ταπεινό», γλίστρησε αθόρυβα πίσω από την πόρτα και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι…

«…Τί ώρα να ‘ναι άραγε; Ίσως τρεις ή τέσσερις ή πέντε τα ξημερώματα. Πάντως μου φαίνεται ότι το σκοτάδι διαλύεται, από ένα αμυδρό φως.
Είναι 25 του Δεκέμβρη 1941… ξημερώνει η γιορτή των Χριστουγέννων…
Δεν μπορώ να σταματήσω το κλάμα, όχι από λύπη, αλλά από χαρά… Ήρθε η ώρα να φύγω… δεν νιώθω πλέον τα μέλη μου, μόνο στην καρδιά μου υπάρχει ακόμη λίγο αίμα… να, μια ηλιαχτίδα ίσχυσε το σκοτάδι… Μπάτουσκα, φεύγω… Συγχώρεσε με, την ευχή σου…
Ιβάν Νικολάγιεβιτς Στάρτσκωφ ο αμαρτωλός».

Το σώμα του Ιβάν, ακρωτηριασμένο, χωρίς πόδια και αριστερό χέρι, βρέθηκε παγωμένο εκείνο το πρωί στο θάλαμο Ο (μηδέν). Εγώ ο ιερέας του Υψίστου Θεού, π. Στεφάν Ζινόφσκυ, με τη βοήθεια ενός άλλου αδελφού το μεταφέραμε, μαζί με άλλα πτώματα στους κλιβάνους. Έψαλα ψιθυριστά τη νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς έριχναν το σώμα του Ιβάν στις φλόγες. Τώρα πια δεν λυπάμαι, ούτε δακρύζω.
Γιατί ξέρω, το νιώθω, ότι ο Ιβάν είναι ευτυχισμένος. Χαίρε ευλογημένε Ιβάν, πού με τους ποταμούς των δακρύων μιας σκοτεινής νύχτας, εξαγόρασες την αιώνια χαραυγή των Ουρανών.
ΤΕΛΟΣ

Σημείωση: Ο ιερέας π. Στεφάν Ζινόφσκυ ήταν αιχμάλωτος στα καταναγκαστικά έργα του Γενικού Νοσοκομείου (κέντρο Ιατρικών Πειραμάτων), κάπου μεταξύ των γερμανό-αυστριακών συνόρων. Έζησε στην αιχμαλωσία ως το 1944. Πεθαίνοντας μου εμπιστεύθηκε μερικά φύλλα τριμμένου χαρτιού, με τις σκέψεις των τελευταίων ημερών του Ιβάν Στάρτσκωφ, με την τελευταία επιθυμία να δοθούν μετά την απελευθέρωση (πού ήδη τότε διαφαινόταν στον ορίζοντα) στη δημοσιότητα. Σεβόμενος την επιθυμία αυτή την πραγματοποίησα. Ας είναι οι λίγες αυτές σελίδες ιερό και αιώνιο μνημόσυνο για τον Ιβάν, τον ακρωτηριασμένο μελλοθάνατο, πού σε μια νύχτα πάλεψε και νίκησε τον θάνατο.
Θεοντόρ Λουντμίλωφ, ετών εξήντα πέντε, συναιχμάλωτος του π. Στεφάν και κατά σάρκα ανιψιός του. Επέζησα, χάριτι Θεού, από την αιχμαλωσία. Μας ελευθέρωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα των Άγγλο-αμερικανών το 1945.
ΚΙΕΒΟ, Απρίλης του 1970.

Ημερολόγιο του Ιβάν Στάρτσκωφ
Ιερό Ησυχαστήριο Παναγίας Πορταϊτίσσης Δυτικόν Πέλλης.
https://proskynitis.blogspot.com/2025/10/blog-post_65.html

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

Ἡ ἀξία τῆς ἐπίμονης προσευχῆς. Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος

 

ταν νας νθρωπος καταλάβει τι το λείπει θεία βοήθεια, κάνει πολλς προσευχς· κα σο τς αξάνει, τόσο ταπεινώνεται καρδιά του. Διότι ποιος κετεύει κα ζητάει, δν μπορε παρ ν ταπεινωθε, κα Θες μι τέτοια καρδιά, «συντριμμένη κα ταπεινωμένη, δ θ τν περιφρονήσει» (Ψάλμ. 50:19). σο καρδι δν ταπεινώνεται, δν μπορε ν πάψει ν τριγυρνάει σκόρπια δ κα κε. ταπείνωση συμμαζεύει τν καρδιά. Κα ταν ταπεινωθε νθρωπος, μέσως τν κυκλώνει τ θεο λεος, κα τότε καρδι ασθάνεται τ βοήθεια το Θεο, γιατί νιώθει μέσα της ν κινεται μι δύναμη πο τ στηρίζει, κα τότε εναι πο καρδι γεμίζει μπιστοσύνη στ Θε· κα π’ ατ καταλαβαίνει νθρωπος τι προσευχ εναι να φυσικ καταφύγιο βοήθειας, κα πηγ σωτηρίας, κα θησαυρς κλόνητης πίστης, κα λιμάνι πο σώζει π τν τρικυμία, κα φς στος σκοτισμένους, κα στήριγμα γι τος ρρώστους, κα σκέπη τν ρα τν πειρασμν, κα βοήθεια στν νταση τς ρρώστιας, κα σπίδα πο σώζει π τος κοντισμος στν όρατο πόλεμο, κα βέλος αχμηρ κατ τν δαιμόνων.

Μ δυ λόγια, νθρωπος μ τν προσευχ ποκτ λα τ γαθ πο νέφερα. Κα καθς ντρυφ στν προσευχή, καρδιά του χαίρει κα γάλλεται π τν μπιστοσύνη της στ Θεό, κα δ μένει πιά, πως πρτα, χλιαρή, ν λέει λόγια χωρς νόημα. ταν νθρωπος καταλάβει πολ καλ ατ πο επα, τότε θ ποκτήσει ληθιν προσευχ στν ψυχή, πο θ τν χει σν θησαυρό. Κα τότε εναι πού, π τν πολλή του εφροσύνη, συμβατική του προσευχ θ λλάξει κα θ γίνει ντονη εχαριστήρια δοξολογία. τσι, καταλαβαίνουμε τί σημαίνει τι « προσευχ εναι χαρά, πο στέλνει τν εχαριστία της στ Θεό».

ταν φτάσει σ’ ατ τ σημεο νθρωπος, δν προσεύχεται πι μ κόπο κα μόχθο, πως πρωτύτερα, πο δν εχε ατή τη χάρη· λλ μ χαρούμενη καρδι κα μ θαυμασμ γι τ μυστήρια το Θεο, ναβρύει συνεχς εχαριστίες ρρητες κα βάζει μετάνοιες· κα π τ μεγάλη του συγκίνηση φτάνει στ γνώση το Θεο, κα θαυμάζει, κα κπλήσσεται γι τ χάρη πο το δίνει Θεός, κα τότε, ξαφνικά, ψώνει τ φωνή του μνολογντας κα δοξάζοντας κα εχαριστντας τ Θεό. Κα γλσσα του τότε κινεται γεμάτη κπληξη.

λα ατ τ γαθά, πο νέφερα, ρχονται στν νθρωπο, ν συναισθανθε τν πνευματική του φτώχεια κα δυναμία. Γιατί τότε, π τ μεγάλη πιθυμία πο χει ν τν βοηθήσει Θεός, ρχεται κοντ Του μ πίμονη προσευχή. Κα σο πλησιάζει τ Θε μ πόθο, τόσο κα Θες ρχεται κοντά του δίνοντάς του χαρίσματα· κα δ θ πάρει τη χάρη Του π τν νθρωπο, σο ατς μένει στν ληθιν ταπείνωση. πως χήρα το εαγγελίου, ποία τρέχει πίσω π τ δικαστ κράζοντας συνέχεια ν ποδώσει τ δίκαιο κα ν τ γλιτώσει π τν ντίδικο. Κάπως τσι κα εσπλαχνος Θεός: κάνει πς δν κούει, κα ναβάλλει ν δώσει τ χαρίσματά Του στν νθρωπο, γι ν γίνει ατ ατία ν ρθει πι κοντά Του καί, ξ ατίας πο τν χει νάγκη, ν παραμείνει κοντά Του κα ν φελεται πνευματικά.

Κάποια ατήματα, βέβαια, Θες τ κανοποιε μέσως, κενα δηλαδ πο εναι ναγκαα γι τ σωτηρία το νθρώπου, λλα ατήματα μως δν τ κανοποιε. Κα ταν δαίμονας μς καίει κα παρακαλομε τ Θεό, ρχεται θεία χάρη κα ποδιώχνει τ καυτερό, ν σ λλες περιπτώσεις πιτρέπει τς θλίψεις κα τν πόνο, γι ν γίνουν ατ ατία ν προσεγγίσουμε, πως επα, τ Θεό, κα γι ν διαπαιδαγωγηθομε κα ν ποκτήσουμε περα γι τος γνες μας στος πειρασμούς. (83-5)

 

https://agiazoni.gr

 https://paterikos.blogspot.com/2025/10/blog-post_271.html

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

 

Στο Αυλωνάρι Ευβοίας γίνετε μεγάλο παζάρι προς τιμήν της Αγίας, το οποίο διαρκεί δέκα μέρες. Το παζάρι γίνετε σήμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο της μνήμης της Αγίας, δηλαδή 24/9- 7/10. (σημείωση του μπλόγκ.)

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».

Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».

Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».

Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

https://pgdorbas.blogspot.com/2025/09/blog-post_24.html