Θα ‘τανε στα τέλη της δεκαετίας του 80, όταν βρεθήκαμε από
τη Θεσσαλονίκη στην Ουρανούπολη κι από εκεί στην Μονή Μεγίστης Λαύρας. Χειμώνας
καιρός. Η απόφαση είχε ληφθεί όπως παίρνονται οι αποφάσεις από τους φοιτητές.
Πάνω στην τρέλα μας.
Δεν μας είχε τραβήξει στο Άγιον Όρος κάποιο ιδιαίτερο
θρησκευτικό συναίσθημα. Η Αθωνική Πολιτεία ήταν ένας αγαπητός προορισμός για
μας τους άφραγκους άρρενες, όταν θέλαμε να ξεσκάσουμε από την πίεση των
εξεταστικών και τις λοιπές φοιτητικές “σκοτούρες”
Ταυτόχρονα μας έλκυε το παρθένο -τότε – της περιοχής, η
μυσταγωγία και η ατμόσφαιρα, η αρχιτεκτονική των μοναστηριών. Ήταν σαν να
επισκεπτόμαστε έναν τόπο που δεν τον άγγιζε ο χρόνος.
Το σχέδιο μας ήταν από την Μεγίστης Λαύρας να ανεβούμε στον
Άθωνα, λίγο παράτολμο για χειμώνα και με τον σχεδόν μηδαμινό εξοπλισμό που
διαθέταμε, αλλά αυτά ήταν λεπτομέρειες. Ο Άθως, με τα 2033 μέτρα του που
υψώνονται απότομα από την θάλασσα και μοιάζει σαν ο ακοίμητος φρουρός της
χερσονήσου ήταν μια γοητευτική πρόκληση.
Κινήσαμε πρωί από την Λαύρα μετά τις λειτουργίες και το
φαγητό – στο Όρος εξαιτίας της διαφοράς της ώρας που έχουν, το πρωί σερβίρεται
κανονικό γεύμα σαν να είναι μεσημέρι- με τον καιρό βροχερό. Όσο ανεβαίναμε τόσο
και πύκνωνε η συννεφιά που τύλιγε τον Άθωνα σαν να ‘τανε η ίδια η νοτισμένη
ανάσα του.
Κάποτε περάσαμε την διασταύρωση που πάει για Αγία Άννα και
συνεχίσαμε το μονοπάτι για την κορυφή. Πολλές οι ώρες, απότομη η ανηφόρα και η
κούραση είχε αρχίσει ήδη να μας βαραίνει τα πόδια. Η βλάστηση η παραθαλάσσια,
με τις κουμαριές, τις αριές και τα ρείκια, έδινε τώρα την θέση της στο πουρνάρι
και λίγο πιο πάνω θα συναντούσαμε τις καστανιές και τα έλατα. Εκεί άρχιζε και
το χιόνι. Το βουνό εκείνη την ημέρα ήταν δύσκολο στην προσέγγιση. Σαν να θελε
να το αφήσουμε στην μοναξιά του, βαριόταν τις επισκέψεις και ιδίως από άφρονες
νεαρούς.
Παρόλα αυτά συνεχίσαμε. Μούσκεμα ως το κόκκαλο και
παγωμένοι. Δεν είχαμε άλλωστε και πολλές επιλογές. Είχε ήδη αρχίσει να
σκοτεινιάζει, οπότε θα ήταν πιο δύσκολο να γυρίσουμε πίσω από το να
προχωρήσουμε. Κάποια στιγμή τα έλατα άρχισαν να αραιώνουν και καταλάβαμε ότι
περνούσαμε τα δασοόρια. Αναθαρρήσαμε, κάπου εκεί κοντά , όπως μας είχαν
πληροφορήσει, ήταν κάτι σαν ξωκλήσι – καταφύγιο αφιερωμένο στην Παναγία. Εκεί
θα μπορούσαμε να διανυκτερεύσουμε. Το μεγαλύτερο βάσανό μας ήταν το κρύο κι όχι
το χιόνι που δεν ξεπερνούσε τους πέντε με δέκα πόντους. Συνέχιζε όμως να ρίχνει
και θα πρεπε σύντομα να βρούμε το εκκλησάκι.
Όταν το αντικρίσαμε μέσα στην θαμπάδα του χιονιού, είπαμε
πως αυτό ήταν, σωθήκαμε. Επιταχύναμε το βήμα και σε λίγη ώρα φθάσαμε και
τρυπώσαμε μέσα ξεπαγιασμένοι. Στα σακίδια μας κουβαλούσαμε από λίγα καυσόξυλα ο
καθένας που τα ‘χαμε από την Λαύρα. Προνοητικοί! Το πρώτο μας μέλημα ήταν να
ανάψουμε φωτιά, αλλά με τι προσάναμμα; Όλα έξω ήταν μούσκεμα και
κρουσταλλιασμένα. Με τα χίλια ζόρια και με κάτι λίγα ξερά που είχαν απομείνει
στο τζάκι από άλλους επισκέπτες τα καταφέραμε και παραταχθήκαμε μπροστά στις
φλόγες να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας. Γύρω γύρω, μπας και στεγνώσουν λίγο, απλωμένα
τα μπουφάν και ο εξοπλισμός της κακιάς ώρας. Που λεφτά τότε για αντιανεμικά και
αδιάβροχα, ότι φορούσαμε κάθε μέρα είχαμε μαζί μας.
Συνήλθαμε κάπως και βγήκαμε πάλι έξω να βρούμε ξύλα για την
νύχτα, για να διατηρήσουμε την φωτιά γιατί αυτά που είχαμε θα τελειώνανε
σύντομα. Μαζέψαμε κάμποσα, μουσκεμένα και χλωρά, ας είναι, να μείνει η φωτιά
αναμμένη είχε σημασία. Το κρύο έσφιγγε και το κτίσμα δεν ήταν και στην καλύτερη
κατάσταση, έμπαζε από παντού. Έξω συνέχιζε να χιονίζει και να φυσά ο παγωμένος
αέρας. Ρίξαμε τα ξύλα στη φωτιά, απλώσαμε τα sleeping bag που ευτυχώς τα είχαμε
κρατήσει στεγνά και πέσαμε για ύπνο.
Μοναστήρι Αγίου Παύλου – πίσω ο Άθως |
Κατά τις δυο η ώρα την νύχτα ξύπνησα από το κρύο. Ο καπνός
μέσα ντουμάνι, είχε σχεδόν σβήσει η φωτιά και τα χλωρά μόνο καπνίζαν, με
δυσκολία μπορούσες να αναπνεύσεις. Συνταίριασα λίγο τα ξύλα να ξανανάψουν και
βγήκα έξω να δω τον καιρό, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη να καθαρίσει ο
καπνός.
Τότε αντίκρυσα την πιο μεγαλοπρεπή εικόνα που είδα ποτέ στην
ζωή μου σε όλες τις εξορμήσεις μου στα βουνά. Είχε σταματήσει να χιονίζει. Ο
Άθως πίσω μου, προς την πλευρά της κορυφής ήταν ακόμη ανταριασμένος. Από την
άλλη πλευρά όμως ο καιρός είχε καθαρίσει. Σαν κάποιος να τράβηξε την κουρτίνα
των νεφών και ο μισός ουρανός ήταν βαρύς και φορτωμένος σύννεφα κι ο άλλος
μισός προς τα βόρεια και ανατολικά πεντακάθαρος. Τα αστέρια στραφτάλιζαν κι ένα
πανέμορφο φεγγάρι φώτιζε λες και ήταν μέρα.
Το εκκλησάκι ήταν χτισμένο στην άκρη του γκρεμού, από κάτω η
θάλασσα ριγούσε στον κρύο αέρα και το φεγγάρι μέσα της έφτιαχνε μια χρυσαφένια
γραμμή που οδηγούσε το μάτι στις απέναντι στεριές. Η ατμόσφαιρα ήταν
διαυγέστατη και στο βάθος φαινόταν τα φώτα ίσως της Καβάλας ή της Θάσου, μα εγώ
μαγεμένος από την στιγμή είχα την αίσθηση ότι βλέπω ως την Κων/πολη….
Πως βλέπεις στους τοίχους των μοναστηριών κάτι
αναπαραστάσεις της δευτέρας παρουσίας όπου σκίζεται το στερέωμα και από την μια
ξεπηδούν οι αγγέλοι κι από την άλλη οι δαίμονες που τραβολογάνε τους πιστούς να
τους γκρεμίσουν από τις σκάλες που ανεβαίνουν, κάπως έτσι ήταν. Η πλάση
χωρισμένη στα δυο!
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί να κοιτώ με δέος. Ήταν από
εκείνες τις στιγμές που μικραίνει η ύπαρξή σου και με την βοήθεια της ερημιάς,
χάνεσαι, σκορπάς και γίνεσαι ένα με την φύση. Οι αισθήσεις σου όμως ανοίγουν
όπως άνοιξε εκείνος ο ουρανός κι αντιλαμβάνεσαι με μια άλλην ευαισθησία και
ποιότητα ότι υπάρχει γύρω σου.
Το βλέμμα μου γύρισε προς την μεριά που ανεβήκαμε. Ένα πεύκο
μοναχικό έστεκε εκεί κόντρα σε όλους τους ανέμους. Όταν ανεβαίναμε σχεδόν δεν
το είχα προσέξει, μα τώρα κυριαρχούσε στο τοπίο. Ο αέρας είχε διαμορφώσει τα
κλαδιά του με έναν παράξενο τρόπο, σαν τα χτενίσματα των σημερινών μαθητών.
Ένιωσα κοιτώντας το, όλη την δύναμη της ρίζας του, πόσο στέρεα κρατιέται μέσα
στο παγωμένο χώμα κι είπα μέσα μου αυτά τα δέντρα είναι να θαυμάζεις, τα σκυφτά
όχι τα καμαρωτά, αυτά που αγωνίζονται να παραμείνουν όρθια και το καταφέρνουν
σπάζοντας τον βράχο με τις βαθιές τους ρίζες . Αυτά που ψιθυρίζουν στον άνεμο
ερωτόλογα και κατάρες σαν περνά φουριόζος μέσα απ’ τα κλαδιά τους.Κι έγινα ένα
κομματάκι πάγου στην άκρη απ’ τις βελόνες του και του ‘πα, χαίρομαι που σε
γνωρίζω…
Μύρισα την ευωδιά του, άκουσα τα πουλιά που θα ερχότανε την
άνοιξη στα κλαδιά του να κελαηδήσουν. Ένιωσα το κρύο κορμί του φιδιού που ήταν
τρυπωμένο μές στο χώμα και μπήκα στις χαραμάδες του βράχου για να δω πως τον
θρυμματίζει ο πάγος.
Την άλλη μέρα, με ήλιο, ανεβήκαμε και στην κορυφή του Άθωνα.
Δεν είναι όμως η εικόνα της κορυφής που κράτησα μέσα μου, αλλά τα θαυμάσια που
είχα δει την νύχτα με την συμπαράσταση της ερημιάς και την βοήθεια της νεανικής
μας αποκοτιάς κι έχω την αίσθηση πως αυτή η εικόνα θα μείνει ακέραια και
άσβηστη από του χρόνου την φθορά. Ήταν ας πούμε ένα είδος πρώτης μύησης στα
εσώτερα της φύσης και του εαυτού μου.
Κι αν ξανάρθαν τώρα όλα αυτά στην επιφάνεια, είναι γιατί
λυπάμαι όσους θ’ ανέβουν στα βουνά γεμάτοι με ξιπασιά και ματαιοδοξία, να ταν
τρόπος με το αυτοκίνητο ως την κορυφή για να μην ιδρώσει καθόλου ο κώλος τους
και να συνωστισθούν στα χιονοδρομικά και στα σαλέ, χωρίς να νιώσουν ποτέ αυτήν
την ανάγκη να “μιλήσουν” με την φύση. Να την κοιτάξουν με μάτια δακρυσμένα από
την ομορφιά που βλέπουν.
Είναι τα νέα που φτάνουν στ’ αυτιά μου ότι θέλουν να χτίσουν
στον Όλυμπο, να φτιάξουν καινούριους δρόμους, χωριά και μαγαζιά, τάχα μου λέει
για να εξυπηρετήσουν τους ορειβάτες…μα αυτό που στ’ αλήθεια θέλουν είναι να μην
χάσουν για μια στιγμή την βόλεψή τους, να φέρουν τις συνήθειες και την βρωμιά
της πόλης να την απλώσουν εκεί, μην τυχόν και μείνει τίποτα καθαρό κι αμόλυντο
απ’ του ανθρώπου το χέρι. Αλίμονο!
Δεν είμαι προφήτης της συφοράς, το είδα αυτό να γίνεται και
στο Όρος. Γέμισε δρόμους , τζιπ θεριά, οι καλόγεροι με τα κινητά τελευταίας
τεχνολογίας στα χέρια, τα κτίρια τα ξαναχτίσανε με λεφτά της γενναιόδωρης
εσπερίας. Όλα αλλάξαν. Έπαψε όμως να είναι δεδομένη και η πνευματικότητα που
ανέδυε ο τόπος σε κάθε του ανάσα. Κι αν χαθεί δεν την ξαναφέρνεις πίσω, πάει, έφυγε κι αυτή κι εσύ μαζί.
Φ. Πετρίδης
Από εδώ
dasarxeio.com/2016/01/27/1030-2-3/