Σάββατο 9 Δεκεμβρίου 2017

Η θεραπευτική της πορνείας: Η εγκράτεια και η σωφροσύνη. (Jean Claude Larchet)


Η θεραπευτική της πορνείας ακολουθεί άμεσα τη θεραπευ­τική της γαστριμαργίας στo βαθμό που η πορνεία, όπως και η γαστριμαργία συγκαταλέγονται στα «σωματικά πάθη» και είναι μέρος των αδρών καί πρωταρχικών παθών τα οποία πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε κατά προτεραιότητα· όμως και στο βαθμό που η πορνεία συνδέεται άμεσα με τη γαστριμαρ­γία, η οποία συχνά συνεπάγεται την εμφάνισή της (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ), οι θερα­πευτικές για τα δύο πάθη είναι αλληλένδετες.
Αποδεικνύεται ότι η θεραπευτική της πορνείας είναι εξαιρετικά δύσκολη· απαιτεί πολλή δύναμη, προσοχή και διαρκεί πολύ, όπως σημειώνει ο Αγιος Κασσιανός· ο δεύτε­ρος αγώνας μας, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων μας, είναι εναντίον του πνεύματος της πορνείας· έχει μεγάλη διάρκεια, είναι σκληρότερος απ' όλους τους υπόλοιπους και ελάχιστοι είναι εκείνοι που πετυχαίνουν ολοκληρωτική νίκη. Είναι ένας πόλεμος φοβερός.

Η αρετή που αντιστέκεται στην πορνεία είναι η σωφρο­σύνη [Σ.τ.μ.: Αποδίδουμε έτσι τη λέξη chastete, ακολουθώ­ντας το συγγραφέα. Ο όρος κατανοείται ισοδύναμα και ως αγνεία] με τη στενή έννοια τού όρου. Μπορούμε να διακρί­νουμε δύο οδούς σωφροσύνης: την πρώτη στα πλαίσια του μοναχισμού, της αγαμίας ή της χηρείας [Θα την ονομάσουμε «μοναχική σωφροσύνη», καθώς ο μοναχισμός υπο­δηλώνει ετυμολογικά την κατάσταση αυτού, ο οποίος βρίσκεται μοναχός. Υπενθυμίζουμε ότι στην ορθόδοξη Εκκλησία, η αγαμία δεν αποτελεί ένα στάτους, αλλά μία προσωρινή κατάσταση εν αναμονή τού αρραβώνα ή μέσω της οδού τού γάμου ή μέσω της οδού τού μοναχισμού, που είναι οι δύο δυνατές πνευματικές οδοί. Σε αναφορά προς τους Πατέρες, θα χρησιμοποιήσουμε εξί­σου τον όρο «παρθενία», τον οποίο κατανοούμε, όπως κάνουν ορισμένοι Πα­τέρες, στην ευρεία σημασία του ως «τέλειας εγκράτειας» και «απόλυτης πα­ραίτησης από την άσκηση της σεξουαλικότητας» (Μ. ΑUΒΙΝΕΑU, Εισαγωγή στo ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθενίας)] και τη δεύτερη στο πλαίσιο του γάμου. Αν οι δύο τούτοι τρόποι σωφροσύνης διαφέρουν ως προς τη μορφή τους, εντούτοις στοχεύουν στην επίτευξη του ίδιου σκοπού: αφενός μεν ν' αποκαταστήσουν την αγνεία στο σώμα και την ψυχή χωρίς την οποία είναι αδύ­νατο να ενωθεί ο άνθρωπος με το Θεό, και αφετέρου να επι­τρέψουν στον άνθρωπο ν' αφιερώσει στο Θεό, -και όχι πλέον στη «σάρκα»-, το σύνολο της επιθυμητικής δύναμης και της αγάπης του.


 Α' Μέρος: Η μοναχική σωφροσύνη

1. Η μοναχική σωφροσύνη
Πρέπει καταρχήν να υπενθυμίσουμε ότι υπό τη χριστιανι­κή προοπτική, η σεξουαλικότητα είναι δυνατόν να έχει νόη­μα και ν' ασκείται υγιώς και φυσιολογικά μόνο στο πλαίσιο της συζυγικής αγάπης, γι' αυτό και αποκλείεται εκ των προ­τέρων από το πλαίσιο της αγαμίας και του μοναχικού βίου. Επιπλέον, η αρετή της σωφροσύνης, η οποία, στην κυριολε­κτική σημασία της, αντιτίθεται στο πάθος της πορνείας, προϋποθέτει και υποδηλώνει, στο συγκεκριμένο αυτό τελευταίο πλαίσιο, πλήρη αποχή από κάθε σεξουαλική πράξη και, πρωτίστως, επιθυμία. Αυτές [Σ.τ.μ.: Τόσο η πράξη όσο και η επιθυμία], ανεξάρτητα από τη μορφή τους, δεν μπορούν πα­ρά ν' αναστήσουν το πάθος. Η πλήρης αποχή προϋποθέτει αφεαυτής την τέλεια εγκράτεια, δηλαδή την ικανότητα να κυριαρχούμε και να δαμάζουμε εντελώς τις σεξουαλικές ορμές και επιθυμίες.

Στο βαθμό που η σεξουαλικότητα συνδέεται με την ανα­παραγωγή τού είδους, λαμβάνει τη μορφή ενός ιδιαίτερα ισχυρού και αναπόσπαστα ενωμένου, με την καθημερινή φύ­ση της ανθρωπότητας, ενστίκτου. Το γεγονός τούτο καθιστά την πραγμάτωση της πλήρους αποχής εξαιρετικά δύσκολη και εξηγεί τη διάρκεια και τη δυσχέρεια του αγώνα που ανα­λαμβάνουμε.

Επειδή η πορνεία είναι πάθος, στην υποκίνηση και πραγ­μάτωση τού οποίου συμβάλλει το σώμα, η θεραπευτική της απαιτεί ειδικότερα, πέρα από τα πνευματικά φάρμακα, την εφαρμογή της εγκράτειας [στο σώμα] (ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή). Γι' αυτό οι νηστείες (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΜΑ­ΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΑΠΟΦΘΕΓ­ΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Ανώνυμη συλλογή, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι, αιθιοπική, ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή), οι αγρυπνίες, η έμπονη εργασία, που σκληραγωγούν το σώμα, αποτελούν για το μοναχό τα βασικά μέσα για να παλέ­ψει με τους πειρασμούς, να είναι εγκρατής, να τηρεί την αποχή και να νικάει την πορνεία στο συγκεκριμένο επίπεδο. Οι τρεις συγκεκριμένες πρακτικές στοχεύουν στην εξασθένηση του σώματος, ώστε να του στερήσουν το πλεόνασμα ενέργει­ας, που θα μπορούσε εύκολα να επενδυθεί στη σεξουαλικό­τητα· καθεμιά όμως απ' αυτές έχει ιδιαίτερη σκοπιμότητα. Η σωματική εργασία έχει ως στόχο την αποφυγή της αργίας που ευνοεί τη γέννηση εμπαθών λογισμών και φαντασιώσε­ων (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Οι αγρυπνίες επιδιώκουν την ελάττωση του ύπνου, του οποίου η υπερβολή ευνοεί την πορνεία (Βλ. για παράδειγμα ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι). Σ' ό,τι άφορα τη νη­στεία, κατέχει ουσιαστική θέση στο βαθμό που το υπερβολι­κό φαγητό είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που ευνοούν την πορνεία. Γι' αυτό το λόγο άλλωστε, η θεραπευτι­κή της πορνείας δεν πρέπει να ξεκινάει παρά μόνο ύστερα από την αντίστοιχη της γαστριμαργίας, γιατί είναι αδύνατο να υποτάξεις την πρώτη, αν δεν έχεις πρώτα νικήσει τη δεύτε­ρη (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Έτσι ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός, αφού υπενθυμίσει ορισμένες εκδηλώσεις της πορνείας, σημειώνει ότι καταρχήν η γνώση των πνευματικών ιατρών εφαρμόζεται για τον εντο­πισμό της πρώτης αιτίας των ομοειδών νοσημάτων, που συνί­σταται στην υπερβολή της τροφής.

Στις συγκεκριμένες ασκητικές πρακτικές πρέπει να προ­σθέσουμε «την αποφυγήν των αφορμών» που ουσιαστικά πετυχαίνεται με την καταφυγή στην ησυχία (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Είναι αναγκαίο ν' αφαιρέσουμε από την έντονη επιθυμία [Σ.τ.μ.: Την ορμή] τα πράγματα που εκ φύσεως την υποκινούν, από το φόβο να μη κατρακυλήσει στην ικανοποίησή της, γράφει ο Αγιος Κασσιανός, που σημειώνει ακόμη: το νόσημα τούτο [η πορ­νεία], πέρα από τη νέκρωση του σώματος και τη συντριβή της καρδίας, απαιτεί επίσης την ησυχία και την ηρεμία, ώστε να ρίξει το φοβερό πυρετό των παθών και να θεραπευτεί πλή­ρως. Πολύ συχνά, είναι χρήσιμο, σ' όσους πάσχουν από το συγκεκριμένο νόσημα, να μη τους δείχνουμε που θα τους έκαναν κακό, ώστε ν' αποφύγουμε να τους οδηγήσουμε στην «κυοφορία» μιας επιθυμίας που θ' απέβαινε μοιραία. Αντί­στοιχα, η ηρεμία και η ησυχία είναι πολύ ωφέλιμες στον αγώ­να για την ίαση από το νόσημα, ώστε ο ασθενής νους, χωρίς πλέον να ταράσσεται ή να πειράζεται από πολλαπλές εικό­νες, να είναι σε θέση να κατορθώσει την καθαρότερη θέαση του εσωτερικού του και να ξεριζώσει ευκολότερα τη δυσώδη εστία της έντονης επιθυμίας. Στην περίπτωση που δεν υπάρ­χει η δυνατότητα απομόνωσης, είναι απαραίτητη η αυστηρή «φυλακή των αισθήσεων»· ιδιαίτερα μάλιστα της όρασης, -που μαζί με την αφή-, είναι οι αισθήσεις που υποδαυλίζουν ευκολότερα το πάθος (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΒΑ­ΣΙΛΕΙΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ, Αληθής αφθορία).

Τα μέσα τούτα, μολονότι αποτελούν ανεκτίμητη και συ­χνά αναντικατάστατη βοήθεια, με κανένα τρόπο δεν αρκούν για να τα καταφέρουμε με το πάθος (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΙΩ­ΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ). Η πρώτη αιτία της ανε­πάρκειας αυτής είναι ότι έδρα της σεξουαλικής λειτουργίας δεν είναι μόνο το σώμα αλλά και η ψυχή: η ανθρώπινη σεξου­αλικότητα είναι ψυχική τουλάχιστο στον ίδιο βαθμό, αν όχι σε μεγαλύτερο, απ’ ό,τι φυσική. Αντίστοιχα αρμόζει ο πόλε­μος εναντίον της πορνείας να διεξάγεται τουλάχιστον ή και περισσότερο σε ψυχικό επίπεδο παρά σε σωματικό. Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός επισημαίνει ότι ο Εχθρός μας επιτίθεται σε δύο μέτωπα· οφείλουμε λοιπόν και μεις ν' ανα­λάβουμε τον αγώνα και ν' αντισταθούμε στα δύο αυτά μέτω­πα· και όπως αντλεί τη δύναμη ή την αδυναμία του και από το σώμα και από την ψυχή, παρόμοια, μπορεί ν' αποκρουστεί μόνο απ' όσους αγωνίζονται ταυτόχρονα και στα δύο επίπε­δα. Όλοι οι Πατέρες επιμένουν στο γεγονός ότι η σωφρο­σύνη δεν συνίσταται αποκλειστικά ούτε κυρίως στη σωματι­κή εγκράτεια (Βλ. για παράδειγμα ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ο οποίος υπογραμμίζει ότι η εγκράτεια είναι κατά κάποιο τρόπο μόνο η αρχή της σωφροσύνης, η «μερική σωφροσύ­νη». Η αληθινή σωφροσύνη προϋποθέτει την «διαρκή σωματική καθαρότη­τα» και επιπλέον και ιδιαίτερα την «εσωτερική καθαρότητα της ψυχής». Βλ. επίσης ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι), η οποία μάλιστα είναι ανωφελής αν η ψυχή παραμένει υπό την κατοχή ακάθαρτων επιθυμιών και ρυπαρών φαντασιών. Επειδή η επιθυμία που πραγματοποι­είται με τη σάρκα δεν προέρχεται από τη σάρκα (ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, Στρωματείς), το πρότυπο και η αρχή της σωφροσύνης βρίσκονται ουσιαστικά στην ψυ­χή και συνίσταται κυρίως στην «ακεραιότητα της καρδίας». Με δεδομένο ότι οι επιθυμίες, οι εμπαθείς λογισμοί, οι φα­ντασιώσεις και τα φαντάσματα γεννώνται από την καρδία (πρβλ. Ματθ. 15, 19), η «φυλακή της καρδίας» αποτελεί τη σπουδαιότερη θεραπευτική έναντι της πορνείας. Γράφει σχε­τικά ο Αγιος Κασσιανός ότι πρέπει πρώτα να έχουμε το φάρ­μακο γι' αυτό από το οποίο γνωρίζουμε ότι προέρχεται η πηγή της ζωής και του θανάτου, όπως λέγει και ο Σολομώντας: «πάση φυλακή τήρει σήν καρδίαν· εκ γάρ τούτων έξοδοι ζωής» [Σ.τ.μ.: Αναβλύζει, ξεπροβάλλει, αναπηδά, προέρχε­ται] (Παροιμ. 4, 23). Πράγματι η σάρκα υπακούει στην από­φαση και την εντολή της καρδίας. Η συγκεκριμένη πρακτι­κή, που συνεπάγεται τις πνευματικές, διάκριση και νήψη-εγκράτεια, έγκειται, όπως είδαμε, στην απόρριψη των πο­νηρών λογισμών, ενθυμήσεων και φαντασιών μόλις αναδυ­θούν, ενώ ακόμη αποτελούν απλώς προσβολές. Με τον τρό­πο αυτό αποφεύγεται η συγκατάθεση σ' αυτούς, η χαρά για την εμφάνισή τους και η παραχώρηση θέσης στο πάθος, πρώτα στην ψυχή και υστέρα στο σώμα (Πρβλ. ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Ανώνυμη συλλογή, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Ιδιαίτερα κατά τον αγώνα εναντίον του συγκεκριμένου πάθους και εξαιτίας της μεγάλης δύναμής του, πρέπει να προτιμάμε την άμεση άρνη­ση των προσβολών παρά την αντιρρητική αντίκρουση των λο­γισμών, σύμφωνα και με τη διδασκαλία τού Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου: «Μή θέλε δικαιολογίαις καί αντιρρήσεσιν ανατρέπειν τόν της πορνείας δαίμονα· διότι εκείνος τά εύλογα κέκτηται, ως φυσικώς ημιν μαχόμενος».

Πρέπει λοιπόν να συνδέσουμε με φυσικό τρόπο την προ­σευχή με τη φυλακή της καρδίας, ιδιαίτερα τη μονολόγιστη ευχή, καθώς οι δύο αυτές ενέργειες, όπως έχουμε δείξει είναι άρρηκτα ενωμένες. Όταν η μονολόγιστη ευχή δεν έχει «εγκατασταθεί» εντελώς στην καρδία, [Σ.τ.μ.: Ο άνθρωπος δεν έχει αποκτήσει δηλαδή αληθινή καρδιακή προσευχή] είναι χρήσιμο και επωφελές να συνδέσουμε «την σωματικήν προσευχήν» με την καρδία: και η προσευχή αυτή συμβάλλει στην προστασία τού ανθρώπου από το πάθος. Αναφέρει σχετικά ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης: «Συνέρχεται τοις μήπω κεκτημένοις προσευχήν καρδίας αληθή, ο έν τη σωματική ευχή σκυλμός· [Σ.τ.μ.: Ταλαιπωρία, πόνος] λέγω δή έκτασις χειρών, στήθους τύψις, εις ουρανούς ειλικρινής ανάβλεψις, στεναγμών θόρυβος, γονάτων συνεχής κλίσις». Εξίσου πο­λύ αποτελεσματική εναντίον της συγκεκριμένης νόσου απο­δεικνύεται η ψαλμωδία (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς, ΑΠΟ­ΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Ανώνυμη συλλογή).

Πέρα τούτων, ο ρόλος της προσευχής ιδιαίτερα είναι να ζητήσει ο άνθρωπος από το Θεό τη χάρη, χωρίς την οποία όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες για να νικήσει το πάθος μοιάζουν καταγέλαστες και δεν είναι δυνατόν να καταλή­ξουν σε κανένα οριστικό αποτέλεσμα, συνεπώς η σωφροσύ­νη εμφανίζεται πάντοτε ως δώρο τού Θεού (Πρβλ. ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ, Προς Κορινθίους, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪ­ΤΗΣ, Κλίμαξ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστο­λή, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Αγάθων, Συλλογαί διάφοροι, αιθιοπική). Παρατηρεί ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης: «Ο τήν εαυτού σάρκα βουληθείς πολεμήσαι ή νικήσαι εξ εαυτού, [Σ.τ.μ.: Με τις ιδικές του δυ­νάμεις] εις μάτην τρέχει». Και συμπληρώνει: «Μηδείς τών αγνείαν εξησκηκότων εαυτώ την ταύτης κτήσιν λογιζέσθω· τήν γάρ φύσιν εαυτού νικήσαί τινα τών ουκ ενδεχομένων εστίν. Όπου ήττα φύσεως γέγονεν, εκεί τού υπέρ φύσιν πα­ρουσία επέγνωσται». Ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός συμ­βουλεύει ότι αν ριχτούμε μ' όλη μας την ψυχή [...] στην πάλη, σύμφωνα με τους κανόνες τού πνευματικού αγώνα, ας συγκε­ντρώσουμε όλη μας την προσπάθεια στο να κυριαρχήσουμε στο ακάθαρτο αυτό πνεύμα μ' εμπιστοσύνη στη βοήθεια του Κυρίου και όχι στις ιδικές μας δυνάμεις, -η ενέργεια του ανθρώπου δεν θα μπορούσε ποτέ να πετύχει κάτι τέτοιο. Η ψυχή θα δεχτεί αναγκαστικά την επίθεση τούτης της κακίας και μάλιστα θα είναι τόσο μεγαλύτερης διάρκειας, όσο θ' αρνείται ν' αναγνωρίσει ότι διεξάγει ένα πόλεμο πάνω από τις δυνάμεις της και ότι οι κόποι η προσοχή που καταβάλλει κατά τη διάρκεια του αγώνα δεν είναι δυνατόν να της εξα­σφαλίσουν τη νίκη, αν ο Κύριος δεν την βοηθήσει και δεν την προστατεύσει. Στο περιθώριο του αδιάκοπου μόχθου πρέ­πει να μάθει ότι ηγέτιδα είναι η πείρα, ότι η σωφροσύνη απο­τελεί ελεύθερη δωρεά της θείας χάρης.

Δύο άλλες πνευματικές ενέργειες συμβάλλουν ακόμη στη θεραπεία του ανθρώπου από την πορνεία και ειδικότερα στην προστασία του από τους λογισμούς που του υποβάλλει: αφενός οι προσεκτικές, ανάγνωση και μελέτη, της Αγίας Γραφής (τις οποίες ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός κατατάσ­σει ανάμεσα στα φάρμακα της ψυχής), και αφετέρου η «μνήμη θανάτου» (ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός) την οποία ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης θεωρεί ως μία από τις καλύτερες θεραπευτικές επικουρίες πα­ράλληλα με τη μονολόγιστη ευχή. Επιπλέον, οι Πατέρες διακρίνουν τόσο στην υπακοή στον πνευματικό Πατέρα όσο και στην τακτική πρακτική της «εξαγόρευσης των λογι­σμών» τρόπους και μεθόδους επιτυχημένης αντιμετώπισης του πάθους και απόκτησης της σωφροσύνης.

Όλα τα πάθη είναι συνυπεύθυνα και αλληλέγγυα, επομέ­νως η θεραπευτική της πορνείας δε θα μπορούσε να αποσυν­δέεται από την αντίστοιχη των υπόλοιπων παθών και ειδι­κότερα όσων ευνοούν άμεσα τις εκδηλώσεις της. Να γιατί ο αγώνας εναντίον της πορνείας οφείλει να συνοδεύεται πρω­τίστως από την πάλη εναντίον της γαστριμαργίας, όπως είδα­με, καθώς επίσης και από τον αγώνα εναντίον της υπερηφανίας και της κενοδοξίας, της κατάκρισης του πλησίον, της ακηδίας, της οργής (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ, ΔΙΑΔΟΧΟΣ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος ασκητικός), της παρρησίας (δηλαδή της υπέρμετρης οικειότητος προς τον πλησίον) (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΓΑΖΗΣ, Επιστολή) και της κενολογίας (ή του πάθους των μάταιων λόγων) (Πρβλ. ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Αλφαβητική συλλογή, Ποιμήν), καθώς και της φιλαργυρίας (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ): η πορνεία συνδέεται άμεσα μ' όλες αυτές τις εμπαθείς κατα­στάσεις.

Κατά παρόμοιο τρόπο και οι αρετές είναι αλληλέγγυες· δεν είναι λοιπόν δυνατόν η απόκτηση της σωφροσύνης να μη συμβαδίζει με την άσκηση των υπόλοιπων αρετών, και ιδι­αίτερα όσων συνδέονται άμεσα μ' αυτή. Ιδιαίτερα την πραγ­ματική ταπείνωση (ΒΑΡΣΑΝΟΥΦΙΟΣ, Επιστολή, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ ΠΑΤΕΡΩΝ, Συλλογαί διάφοροι, αιθιοπική)· οι Πατέρες λέγουν ότι δεν είναι δυνατόν ν' αποκτήσουμε τη σωφροσύνη, εάν προηγουμένως δεν απο­κτήσουμε στην καρδιά μας την ταπείνωση ως στερεό θεμέ­λιο. Και η υπομονή και η πραότητα όμως είναι εξίσου ση­μαντικές: όσο περισσότερο προκόβει κάποιος στην πραότη­τα και την υπομονή, τόσο περισσότερο επωφελείται στην κα­θαρότητα του σώματος, γράφει ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός, που επιπλέον παρατηρεί ότι στους αγώνες που το πά­θος προξενεί στη σάρκα μας, ο θρίαμβος πετυχαίνεται μόνο αν ενδυθούμε τα όπλα της πραότητας· και περαιτέρω, το πιο αποτελεσματικό φάρμακο για την ανθρώπινη καρδιά είναι η υπομονή.

Η πλήρης μοναχική αποχή νοηματοδοτείται στο θεμέλιο και το σκοπό τού μοναχισμού: στην τέλεια αφιέρωση της ύπαρξής του στο Θεό. Ο μοναχός δε νυμφεύεται, ώστε να μη έχει άλλη φροντίδα παρά μόνο το Θεό και να μπορεί ν' αφιε­ρώνει μόνο σ' Αυτόν τις δυνάμεις τής επιθυμίας και της αγά­πης, όλη τη διάνοιά του και όλη την ισχύ του. «Ο άγαμος με­ριμνά τα του Κυρίου, πώς αρέσει τω Κυρίω», υπογραμμίζει ο Απόστολος Παύλος (Α' Κορ. 7, 32) και «η άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου (Α' Κορ. 7, 34)· καί ο ένας καί η άλλη είναι «αμέριμνοι» απέναντι στά πράγματα του κόσμου τούτου (προβλ. Α' Κορ. 7, 32). Και αντίθετα, «ο γαμήσας μεριμνά τά τού κόσμου, πώς αρέσει τη γυναικί [...]· η δέ γαμήσασα μέρι­μνα τά τού κόσμου, πώς αρέσει τω ανδρί (Α' Κορ. 7, 34). Αν ο Απόστολος «νομίζει καλόν» για τον άνδρα και τη γυναίκα να μένουν άγαμοι (πρβλ. Α' Κορ. 7, 26), αυτό το λέγει «προς τό εύσχημον καί ευπάρεδρον τω Κυρίω απερισπάστως» (Α' Κορ. 7, 35).

Έχουμε δει ότι οι Πατέρες συμφωνούν στην άποψη ότι η σεξουαλική επιθυμία δεν είναι πρωτογενής και δεν ανήκει ουσιαστικά στην ανθρώπινη φύση· εμφανίστηκε ως συνέπεια της πτώσης (Πρβλ. 1ο μέρος τού βιβλίου, κεφ. 3, ενότ. 2, β), όταν ο Αδάμ και Εύα έπαψαν να στρέφουν όλη την επιθυμία τους προς τον ένα και μοναδικό Θεό. «Η παρ­θενία», γράφει ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, «άνωθεν καί εξ αρχής εφυτεύθη τη φύσει τών ανθρώπων [...]. Εν παρα­δείσω παρθενία επολιτεύετο» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκθεσις ακριβής, ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Κατηχήσεις). Σύμφωνα με παρατήρηση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο Αδάμ και η Εύα ζούσαν στον παράδεισο ως άγγελοι (Γένεσις-ομιλία). Γι' αυτό το λόγο οι Πα­τέρες διακρίνουν στην παρθενία ένα μέσο ώστε ο άνθρωπος ν' ανακτήσει την παραδείσια κατάσταση της φύσης τους (ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Γένεσις-ομιλία, Ασμα άσμάτων-ομιλία, Περί ευχής, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθενίας), που τον κατατάσσει στην αγγελική κατάσταση (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί παρθενίας, ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκθεσις ακριβής, ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθε­νίας, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΓΚΥΡΑΣ, Αληθής αφθορία, ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή) και προεικονίζει την ουράνια ζωή (ΩΡΙΓΕΝΗΣ, Ρωμαίοι-εξηγητικά), σύμφωνα με το λόγο τού Χριστού: «Εν τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, αλλ' ώς άγγελοι Θεού έν ουρανώ εισίν» (Ματθ. 22, 30). Να γιατί η κατάσταση της παρθενίας όχι μόνο «εξ αρχής και του γάμου προτέρα ημίν εφάνη» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί παρθενίας), αλλά και αναμφισβήτητη υπεροχή έχει σε σχέση με το γάμο· από τις δύο καταστάσεις είναι η τε­λειότερη.

Ωστόσο, τούτο δε σημαίνει ότι ο χριστιανισμός καταδι­κάζει ή περιφρονεί το γάμο: ενώ οι Πατέρες εγκωμιάζουν την υπεροχή της παρθενίας και της αγαμίας των μοναχών, εξαίρουν την αξία τού γάμου. Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός τον ευλόγησε με την παρουσία του και με το πρώτο θαύμα τού δημόσιου βίου του στο γάμο της Κανά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των πατερικών κειμένων αναφορικά με την παρθενία, παράλληλα με τον έπαινο που της αποδίδει, περιέ­χει και μια απολογητική του τού γάμου. Και αν ακόμη ανα­γνωρίζουν ότι ο γάμος είναι καλός και άγιος, διακηρύσσουν ότι η παρθενία είναι μείζων [του γάμου] (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί παρθενίας, ΙΩΑΝΝΗΣ ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ γράφει: «... καλού κρείττονα τήν παρθενίαν γινώσκοντες. Εν τε γάρ ταίς αρεταίς εισίν επιτάσεις καί εξάρσεις [...]» Έκθεσις ακριβής), ενώ διαπιστώνουν ακόμη ότι είναι κατόρθωμα των εκλεκτών. Δεν μπορεί να κα­τηγορήσουμε όποιον νυμφεύεται, λέγει ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, γιατί «ο τό έλλατον έχων αγαθόν [Σ.τ.μ.: Η σύγκριση μεταξύ αγαμίας και γάμου, κατά τον Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ορίζει και τα δύο «μεγέθη» αγαθά, έλασσον το πρώτο και μείζον το δεύτερο] [...], κατηγορείσθαι ούκ αν είη δίκαιος». Πράγματι, ο Απόστολος Παύλος συνιστά το γάμο «κατά συγγνώμην» (Α' Κορ. 7, 6), σε όσους καίγονται από τη φλόγα της επιθυμίας και «ουκ εγκρατεύονται» (Α' Κορ. 7, 9), ώστε ν' αποφύγουν τον κίνδυνο της πορνείας (Α' Κορ. 7, 2), και συμβουλεύει τους συζύγους: «Μη αποστερείτε αλλήλους, [...] ίνα μή πειράζη υμάς ο Σατανάς διά τήν ακρασίαν υμών» (Α' Κορ. 7, 5). Στα πλαίσια αυτά κινείται και ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός που γράφει: «Καλός ο γάμος διά τάς πορνείας, ταύτας περικόπτων καί τό λυσσώδες της επιθυμίας διά της εννόμου μίξεως ούκ εών προς ανόμους εκμαίνεσθαι πράξεις. Καλός ο γάμος, οις ού πάρεστιν εγ­κράτεια· κρείττων δε η παρθενία ψυχής τεκνογονίαν αύξου­σα» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ, Έκθεσις ακριβής).

Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι οι μοναχικές, αγα­μία και σωφροσύνη, έχουν αξία μόνο όταν αφιερώνονται στο Θεό και έχουν ως σκοπό την τελειότερη ένωση μαζί Του. Έτσι ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (Περί παρθενίας) υπογραμμίζει ότι η αγαμία δεν αποτελεί «καλόν καθ' εαυτό», και την αξία της καθορίζει μόνο η προαίρεση (του ανθρώπου) και συμπληρώ­νει: «καί έλλησι [Σ.τ.μ.: Οι ειδωλολάτρες, οι εθνικοί] μέν άκαρπος η τοιαύτη αρετή· απέχουσι γάρ αυτών τόν μισθόν ότι μή διά τόν του Θεού φόβον μετήλθον αυτήν». Και στιγ­ματίζει μ' αυστηρότητα τη στάση εκείνων για τους οποίους αυτή αποτελεί απλώς ένα τρόπο αποφυγής τού γάμου αντί να υπηρετεί την ουράνια ένωση και φθάνει μέχρι του σημείου να πει ότι στην περίπτωση αυτή «παρθενία πορνείας μιαρωτέρα [εστίν]». Η παρθενία λοιπόν δεν αξίζει αφεαυτής, αλλά στο μέτρο που επιτρέπει στον άνθρωπο να προσφέρε­ται τελειότερα στο Θεό. «Έπεί καί τήν παρθένον», επισημαί­νει ό Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος, «ού τη του σώματος αγνεία βούλεται ορίζειν τούτο τό καλόν, αλλά τήν πάσαν σχολήν εις τήν λατρείαν αναλίσκειν του Θεού» και προσθέ­τει: όσες ακολουθούν το δρόμο της σωφροσύνης «ούχ ίνα απλώς μή ομιλώσιν ανδρί, αλλ' ίνα τά του Κυρίου μεριμνώσιν, ίνα εξ ολοκλήρου τη του Θεού θεραπεία προσεδρεύωσι» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Περί μονανδρίας). Και ο Αγιος Αυγουστίνος συμβουλεύει τις Παρθένους να κατέχει [ο Χριστός] στην ψυχή τους όλο το χώρο που δε θέλησαν ν' αφήσουν να καταλάβει με το γάμο. Ο γάμος εμφανίζεται λοιπόν ως κατάσταση κατώτερη της προηγούμε­νης στο μέτρο που δεν επιτρέπει παρόμοια συνολική αφιέρω­ση στο Θεό, καθώς η επιθυμία και το περιεχόμενο της αγά­πης τού ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να επενδυθούν στο Θεό με την ίδια πληρότητα. Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σημειώνει ότι «ού ταύτη [Σ.τ.μ.: Όχι εκεί, δηλ. στο γάμο] δέ μόνον ημίν η αρετή δυσκατόρθωτος αλλ' ότι καν ανεκτόν ήθος έχη η συνοικούσα ο δι' αυτήν καί τά έκγονα [Σ.τ.μ.: Τα τέκνα] εκείνης περιρρέων ημάς φροντίδων όχλος ουδέ μι­κράν αναβλέψαι προς τόν ουρανόν συγχωρεί, πάντοθεν ώσπερ τις ίλιγγος περιστρέφων καί βαπτίζων ημών τήν ψυχήν».


Β' Μέρος: Η σωφροσύνη στο γάμο

2. Η σωφροσύνη στο γάμο
Η φύση της σωφροσύνης στον έγγαμο διαφέρει μερικώς από την αντίστοιχη του αγάμου.
Ενώ στην τελευταία περίπτωση προϋποθέτει την τέλεια αποχή, στο πλαίσιο του χριστιανικού γάμου, εξαιτίας του αυ­στηρά μονογαμικού χαρακτήρα του, παρόμοια αποχή απαι­τείται μόνο ως προς κάθε εξωσυζυγική σεξουαλικότητα, ενώ και η απλή επιθυμία συνιστά ήδη μοιχεία: «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ου μοιχεύσεις. Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο βλέπων γυναίκα προς το επιθυμήσαι αυτήν ήδη εμοίχευσεν αυτήν εν τη καρδία αυτού» (Ματθ. 5, 27-28). Η θερα­πευτική ή η προστασία από την πορνεία στο συγκεκριμένο επίπεδο συνεπάγονται την εφαρμογή ορισμένων από τις με­θόδους που περιγράφηκαν προηγουμένως και ειδικότερα τη «φυλακή της οράσεως» και κυρίως τη «φυλακή της καρδίας», καθώς «έσωθεν εκ της καρδίας των ανθρώπων οι διαλογι­σμοί οι κακοί εκπορεύονται, μοιχείαι, πορνείαι, [...], ασέλ­γεια» (Μάρκ. 7, 21-22. Ματθ. 15, 19). Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι ο Χριστός, υπογραμμίζοντας τον πρωταρχικό ρόλο της επιθυμίας, προσφέρει τον τρόπο της επίθεσης στην κατεξοχήν αιτία της νόσου: «Ου το νόση­μα, αλλά καί τήν ρίζαν [ο Ιησούς] αναιρεί του νοσήματος: ρίζα γάρ μοιχείας επιθυμία ακόλαστος· διό ου μοιχείαν κο­λάζει μόνον, αλλά καί επιθυμία τήν της μοιχείας μητέρα. Ούτω καί οι ιατροί ποιούσιν ου προς τά νοσήματα ίστανται μόνον, αλλά καί προς τάς αιτίας αυτάς [...]. Ούτω καί ο Χρι­στός ποιεί» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία-Μετάνοια).

Η πορνεία όμως δεν συνδέεται καθόλου με την καθεαυτή συζυγική ένωση, ενώ αντίθετα η τελευταία είναι μέσο απο­φυγής της πρώτης. Η πλειονότητα των Πατέρων διακρίνουν στο γάμο, για όσους δεν μπορούν να παραμείνουν εγκρατείς, ένα φάρμακο της πορνείας· σύμφωνα με τη γνώμη τους, εδώ εντοπίζεται ένας από τους πρώτους σκοπούς της συζυγίας. Η άποψη αυτή συμφωνεί καθολοκληρία με τη διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου: «Διά δέ τάς πορνείας έκαστος τήν εαυτού γυναίκα εχέτω, καί εκάστη τόν ίδιον άνδρα εχέτω» (Α' Κορ. 7, 2)· «μή αποστερείτε αλλήλους, [...] ίνα μή πειράζη υμάς ο σατανάς διά τήν ακρασίαν υμών» (Α' Κορ. 7, 5)· «λέγω δέ τοις αγάμοις καί ταις χήραις, καλόν αυτοίς εστιν εάν μείνωσιν ως καγώ. Ει δέ ούκ εγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρείσσον γάρ εστι γαμήσαι ή πυρούσθαι» (Α' Κορ. 7, 8-9).

Στη συνέχεια του αποστολικού λόγου που παραγγέλει: «Τίμιος ο γάμος εν πάσι και η κοίτη αμίαντος» (Εβρ. 13, 4) η «συζυγική σωφροσύνη», την οποία υπενθυμίζουν οι Πατέρες δε σημαίνει αποχή από τα συζυγικά καθήκοντα. Η σεξουα­λική ένωση ανήκει ουσιαστικά στο γάμο. Με μεγάλη σαφή­νεια ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Τή γυναικί ο ανήρ τήν οφειλομένην εύνοιαν αποδιδότω, ομοίως δέ καί η γυνή τω ανδρί. Η γυνή τού ιδίου σώματος ούκ εξουσιάζει, αλλ' ο ανήρ· ομοίως δέ καί ο ανήρ τού ιδίου σώματος ούκ εξουσιά­ζει, αλλ' η γυνή. Μή αποστερείτε αλλήλους, ει μή τι αν εκ συμ­φώνου προς καιρόν, ίνα σχολάζητε τή νηστεία καί τή προ­σευχή καί πάλιν επί τό αυτό συνέρχησθε [...]» (Α' Κορ. 7, 3, 5). Η αποχή, -και η διδασκαλία τού Αποστόλου Παύλου αυτό φανερώνει-, έχει κάποια θέση στο καθεαυτό πλαίσιο τής συζυγικής ζωής, αλλά μόνο πρόσκαιρα, και σε αναφορά με συγκεκριμένες πνευματικές ανάγκες [Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνιστά την αποχή από κλίνης κατά τις ημέ­ρες της νηστείας Τετάρτης και Παρασκευής (κατά τις οποίες «μνήμην ποιού­μεθα» των Παθών και της Σταύρωσης του Χριστού), καθώς και κατά την διάρ­κεια των 4 νηστειών της Σαρακοστής κάθε έτους. Ο Αγιος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ σημειώνει ακολουθώντας τον Απόστολο Παύλο, ότι «δός τω δώρω τήν αγνείαν κατά καιρόν, έως ευχής πρόκειται προθεσμία, καί ασχο­λίας τιμιωτέρα, καί ταύτην εκ κοινής ομολογίας καί συναινέσεως». Και διευ­κρινίζει: «Ού γάρ νομοθετούμεν, αλλά παραινούμεν» (Λόγος 40, 18). Η τε­λευταία αυτή παρατήρηση ερμηνεύει την απουσία δικανισμού από την Ορθό­δοξη παράδοση ως προς αυτό το θέμα. Αφήνεται στη συνείδηση του ζεύγους να κρίνει ποιο είναι το καλύτερο από πνευματικής επόψεως. Το ίδιο πνεύμα διαποτίζει και τη διδασκαλία τού Αγίου ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Βλέπε για παράδειγμα Α' Κορινθίους-ομιλία, 19, 2)]. Ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης φθάνει μέχρι του σημείου να γράψει ότι «ο πλε­ονάζων [κατά την σωφροσύνην] "κεκαυτηρίασται τήν συνείδησιν", καθώς ορίζεται ο Απόστολος» (Α' Τιμ. 4, 2), επειδή «τον γάμον ίσα τη μοιχεία βδελύσσεται» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Βίος Μωυσέως, Πρβλ. Περί παρθενίας).

Υπάρχει σώφρων σεξουαλική ένωση· είναι δυνατόν στους συζύγους να ενώνονται και «μή πειράσθαι διαλύειν "ο συνέζευξεν ο Θεός"», όπως αναφέρει ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (Στρωματείς), που φθάνει μέχρι του σημείου να γράψει για το θέμα όσων διαβάλλουν τη συζυγική ένωση: «μιαράν δέ είναι τήν συνουσίαν λέγοντες ούτοι τήν σύστασιν καί αυτοί έκ συνου­σίας είληφότες πώς ουκ αν είεν μιαροί;». Ο ίδιος επισημαί­νει επιπλέον ότι ο γάμος και η πνευματική ζωή αγιάζουν τη χρήση της σεξουαλικότητας: «των δέ αγιασθέντων άγιον οίμαι καί τό σπέρμα· ηγιάσθαι μέν ουν ημίν οφείλει ου μόνον το πνεύμα, αλλά και ο τρόπος καί ο βίος καί τό σώμα».

Συχνά οι Πατέρες υπογραμμίζουν ότι η σεξουαλικότητα δεν είναι κακή καθεαυτήν, καθώς όλα εξαρτώνται από τον τρόπο χρήσης της. Ο Αγιος Μεθόδιος Ολύμπου (Συμπόσιον) σημειώνει: «Κοσμίως μέν γάρ πραττόμενον καί σωφρόνως κόσμιον απέ­βη, αισχρώς δέ καί ασχημόνως αισχρόν». Και ο Αγιος Δω­ρόθεος Γάζης (Διδασκαλία) επισημαίνει: «Ώσπερ εστί τό νομίμως βιώσαι καί τό πορνεύσαι, ότι η μέν πράξις η αυτή, ο δέ σκοπός εστιν ο ποιών τήν διαφοράν τού πράγματος».

Αναλύοντας το πάθος της πορνείας είδαμε ότι το χαρα­κτηριστικό του είναι η παράχρηση της σεξουαλικής λειτουρ­γίας, που συνίσταται στη χρήση αυτής με στόχο την αισθητή ηδονή. Επομένως πρόκειται εδώ για διαστροφή της συγκεκριμένης λειτουργίας, στο βαθμό που ο εκ φύσεως προορι­σμός της είναι η αναπαραγωγή· ακόμη βαθύτερα, αποτελεί μια από τις εκδηλώσεις της αμοιβαίας αγάπης, σε συνάρτηση και με τους υπόλοιπους τρόπους της ένωσής τους και ιδιαίτε­ρα με την πνευματική διάσταση αυτής. Η θεραπευτική της πορνείας και η απόκτηση της σωφροσύνης στον τομέα αυτό οφείλουν λοιπόν πρώτιστα να συνίσταται στην αποκατάστα­ση της εντελέχειας σ' ό,τι άφορα τη χρήση της σεξουαλικότη­τας.
Για τους συζύγους, η πρώτη αρχή είναι να μην ενώνονται στοχεύοντας στην αισθητή ηδονή και να μη κάνουν σκοπό και αντικείμενο της ένωσής τους την απόλαυση (Πρβλ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ, Διδασκαλία, ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Καλούνται να προσέχουν και να επαγρυπνούν ώστε να μη επιτρέπουν να τους κυριεύει η ηδονή (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθενίας), να μη προσκολλώνται σ' αυτή και ιδίως να μη την επιζητούν και τελικά να κατορθώνουν να μη έλκονται και να μη δελεάζονται από αυτή. Γράφει ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός ότι όσο παραμένει κάποια ροπή προς την απόλαυση δεν υπάρχει σωφροσύνη. Τούτο δεν συνεπάγεται άρνηση και αποκλεισμό της ηδονής που συνδέεται φυσικά με τη σεξουαλική ένωση, αλλ' αποχωρισμό απ' αυτή και άρνηση να την απολυτοποιήσουμε. Η ηδονή πρέπει να προκύπτει ως αποτέλεσμα της ένωσης, ως κάτι που δίνεται επιπλέον.

Ούτε η αναζήτηση της σεξουαλικής ένωσης είναι αυτο­σκοπός ούτε και η ηδονή που πορίζει. Η θέση της σεξουα­λικής ένωσης εντοπίζεται στο πλαίσιο της αμοιβαίας αγάπης τών συζύγων καλείται μάλιστα να πραγματώνει και στο σω­ματικό επίπεδο ανάλογη ένωση μ' αυτή που πετυχαίνεται στο επίπεδο των ψυχών· έτσι οι σύζυγοι οδηγούνται στην τέλεια ένωσή τους και γίνονται, σύμφωνα με τον αγιογραφικό λόγο «εις σάρκα μίαν» και ταυτόχρονα μία ψυχή και ένα πνεύμα. Η συζυγική σωφροσύνη συνεπάγεται ότι η ένωση των σωμά­των δεν είναι ούτε αυθύπαρκτη, αλλά τέλεια ολοκληρωμένη και ακολουθούμενη από την ψυχική, και ακόμη περισσότερο, από την πνευματική ένωση των συζύγων. Γράφει σχετικά ο Αγιος Βασίλειος Αγκύρας: «Επειδή γάρ ο εν ψυχή λογι­σμός τάς ψυχάς προλαβών, κατά τό φαινόμενον αναγκαίον συνήψεν, εικότως προηνωμέναις ταύταις καί η των σαρκών τών εν αίς εισιν έννομος ένωσις ηκολούθησεν. Όταν δέ τών ψυχών άλλο τήν αρχήν προθεμένων, αι σάρκες δι' ηδονήν τά οικεία πραγματευσάμεναι, τάς εν αυταίς ψυχάς τω κατ' αυτάς πάθει δουλευούσας ενώσωσιν, ακολούθημα τών σαρ­κός κακώς γινόμεναι αι ψυχαί, παράνομον τήν μίξιν εργάζο­νται» (Αληθής αφθορία).

Η συζυγική  σωφροσύνη  συνεπάγεται  εξίσου ότι ο άνθρωπος δεν κυριαρχείται από την επιθυμία και τις σεξου­αλικές παρωθήσεις ούτε ότι η ένωση των συζύγων διέπεται από αυτές. Κλήμης ο Αλεξανδρέας θέτει την εξής αρχή: «Μηδέν κατ' επιθυμίαν ποιείν» (Στρωματείς). Αυτό που πρέπει να πρυτα­νεύει στην ένωση των συζύγων δεν είναι το ένστικτο, η απρό­σωπη εκδήλωση της βιολογικής φύσης, ούτε βέβαια η επιθυ­μία, αλλά η αγάπη. Με την έννοια αυτή η συζυγική σωφροσύ­νη προϋποθέτει κάποια εγκράτεια, η οποία συνίσταται στην αυτοκυριαρχία, η οποία επιτρέπει να χαλιναγωγούμε τις ενστικτώδεις κινήσεις, να μετριάζουμε και να συγκρατούμε τις επιθυμίες και ν' απέχουμε από κάθε λογισμό ή φαντασία που είναι δυνατόν να συνάπτεται μ' αυτές. Για το λόγο αυτό ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης παραγγέλλει: «τη του γάμου λει­τουργία [...] σωφρόνως τε και μεμετρημένως κεχρήσθαι [Σ.τ.μ.: «Ημείς δέ ταύτα καί περί του γάμου γινώσκομεν, ως δείν προηγουμένην είναι τήν περί τά θεία σπουδήν τε καί επι­θυμίαν, της δέ του γάμου λειτουργίας μή υπεροράν τόν σω­φρόνως τε καί μεμετρημένως κεχρήσθαι δυνάμενον», είναι το σχετικό απόσπασμα στη συνάφειά του] […]» (Περί παρθενίας)· ο ίδιος συνι­στά «φειδωλήν καί υπεσταλμένην» [Σ.τ.μ.: Συγκρατημένη] χρήση της επιθυμίας. Αντίστοιχα, ο Αγιος Γρηγόριος ο Θε­ολόγος υπογραμμίζει την ανάγκη να είναι ισορροπημένη η χρήση της λειτουργίας τού γάμου και ν' αποφεύγεται η παρα­χώρηση υπερβολικού χώρου στη σάρκα [Σ.τ.μ.: Και τελικά να εστιάζουμε και να δίνουμε την προτεραιότητα σ' αυτή]. Τούτο είναι απαραίτητο προκειμένου αφενός μεν η ένωση να μη αποτελεί απλό μέσο ικανοποίησης της επιθυμίας, αφετέ­ρου δε να είναι σεβαστά το πρόσωπο και η ελευθερία τού/τής συζύγου. Και πάλι τούτο είναι αναγκαίο ώστε ο άνθρω­πος «μή [...] όλος γένηται σαρξ καί αίμα» και να μη παύει, στη ζωή του και στο συζυγικό βίου του καθεαυτό, να δίνει τα πρωτεία στα πνευματικά (Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθενίας). Γιατί, παρατηρεί ο Αγιος Γρηγό­ριος Νύσσης, «κίνδυνος ου μικρός παρακρουσθέντα τόν τοι­ούτον [Σ.τ.μ.: Αναφέρεται συγκεκριμένα στον «πολλά τη ψυχή μεριζόμενον», όπως προσδιορίζει ο ίδιος ο Αγιος στην επιγραφή της συγκεκριμένης ενότητας] εν τη πείρα της ηδονής μηδέν έτερον αγαθόν οιηθήναι ή το δια σαρκός μετά προσπαθείας τινός λαμβανόμενον καί αποστρέψαντα πα­ντελώς τόν εαυτού νουν από της τών ασωμάτων αγαθών επι­θυμίας όλον σάρκινον γενέσθαι, τό εν τούτοις ηδύ διά παντός τρόπου θηρεύοντα, ως «φιλήδονον αυτόν μάλλον είναι ή φιλόθεον» (Β' Τιμ. 3, 4)». Ιδιαίτερα επίφοβη είναι η δύναμη της συνήθειας που προσκολλάει τον άνθρωπο στην ηδονή, σημειώνει ο Αγιος Γρηγόριος Νύσσης· υπενθυμίζει μάλιστα το παράδειγμα πολλών ανθρώπων, τους οποίους «ημείς εγνωρίσαμεν εραστάς μάλιστα της σωφροσύνης ευθύς παρά τήν πρώτην ηλικίαν φανέντας, αρχήν δε ρυπαρού βίου ποιησαμένους τήν δοκούσαν έννομόν τε καί συγκεχωρημένην τών ηδονών μετουσίαν. Επειδή γάρ άπαξ τήν τοιαύτην παρεδέξαντο πείραν [...] όλον προς ταύτα τό επιθυμητικόν μεταστρέψαντες καί τήν ορμήν τής διανοίας από των θειοτέρων προς τά ταπεινά καί υλώδη μετοχετεύσαντες πολλήν εν εαυτοίς τήν ευρυχωρίαν τοις πάθεσιν ήνοιξαν, ως παντελώς τής επί τά άνω φοράς λήξαι καί αποξηρανθήναι τήν επιθυμίαν, όλην προς τά πάθη μεταρρυείσαν» (Περί παρθενίας). Να γιατί δίνει τον εξής κανό­να: «Ημείς δε ταύτα καί περί τού γάμου γινώσκομεν, ως δειν προηγουμένην είναι τήν περί τά θεία σπουδήν τε καί επιθυ­μίαν» (Περί παρθενίας).

Αλλο χαρακτηριστικό της πορνείας είναι ότι πραγματικά απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό. Η σωφροσύνη αντί­θετα στοχεύει και οδηγεί στην ένωσή του και πάλι με το Θεό. «Αγνεία, Θεού οικείωσις [εστί]» (Κλίμαξ), γράφει ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης. Ενώ στην πορνεία η επιθυμία απεκδύεται το Θεό και τα πνευματικά και ενδύεται τα σαρκικά για να επιζητήσει την αισθητή ηδονή, ένας από τους κύριους στόχους της εγκράτειας και της σωφροσύνης είναι να επιτρέψει στον άνθρωπο να ξαναβρεί τη φυσική και φυσιολογική ένδυσή του εν τω Θεώ. Διότι, όπως δείξαμε, μελετώντας την οικονο­μία της επιθυμίας, αυτή δεν είναι δυνατόν να διοχετευθεί σε διαφορετικά αντικείμενα χωρίς να πρέπει να μοιραστεί και χωρίς να πρέπει να στερήσει κάποιο από το μερίδιο που δίνει στο άλλο. Η εγκράτεια και η σωφροσύνη στο γάμο παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της οικονομίας της επι­θυμίας· έτσι η επιθυμία δεν επενδύεται στη σεξουαλικότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε να εξαντλείται σ' αυτή και να παύει από δω και πέρα να έχει ως κύριο αντικείμενό της τα πνευμα­τικά (Βλέπε την επεξήγηση την οποία δίνει για τη συγκεκριμένη αρχή ο ΓΡΗ­ΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Περί παρθενίας).

Τούτο μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η θεραπευτική της πορνείας και η απόκτηση της σωφροσύνης συνιστούν πραγματικά την αναστροφή της επιθυμίας, κατά τέτοιο τρό­πο ώστε η πνευματική αγάπη να καταλάβει τη θέση της σαρ­κικής. Έτσι είναι δυνατόν να κατανοηθεί η περίφημη φράση τού Αγίου Ιωάννου Σιναΐτου: «Αγνός εστίν, ο έρωτι έρωτα διακρουσάμενος, καί πύρ πυρί αΰλω αποσβέσας». Και έτσι μπορεί να συνεχίσει: «πόθου δέ τού προς Θεόν, ο τών σωμά­των έρως τύπος γενέσθω σοι» και σ' άλλο σημείο: «Μακά­ριος, όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανι­κός εραστής προς τήν εαυτού ερωμένην κέκτηται». «Είδον ακαθάρτους ψυχάς περί έρωτας σωμάτων εμμανώς διακειμένας· καί δή αύται σκήψιν μετανοίας προσλαβούσαι εκ πεί­ρας έρωτος, τόν αυτόν προς Κύριον μετενηνόχασιν έρωτα· καί πάντα φόβον ευθύς υπερπηδήσασθαι, απλήστως εις αγάπην Θεού ενεκεντρίσθησαν· διά τούτο καί ο Κύριος τη σώφρονι εκείνη πόρνη ου λέγει, ότι εφοβήθη, αλλ' ότι ηγάπησε πολύ, καί ηδυνήθη ευχερώς έρωτι έρωτα διακρούσασθαι (πρβλ. Λουκ. 7, 47)» (Κλίμαξ).

Στο συζυγικό βίο, η πορνεία συνεπάγεται την αγάπη τού άλλου έξω από το Θεό, μια αγάπη καθαρά σαρκική, δηλαδή αδιαπέραστη από τις θείες ενέργειες· η σωφροσύνη, αντίθε­τα, συνεπάγεται την αγάπη τού άλλου εν τω Θεώ και την αγά­πη τού Θεού μέσα στον άλλο. Η σωφροσύνη πραγματώνει μια μεταμόρφωση της αγάπης, της παρέχει πρόσβαση στο πνευματικό επίπεδο, στο οποίο γίνεται εντελώς περατή και διαφανής στο Θεό, της δίνει μυστηριακό νόημα (πρβλ. Εφεσ. 5, 32)· της επιτρέπει έτσι να πραγματώνει κατ' αναλο­γία το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας, όπως υπο­γραμμίζει ο Απόστολος Παύλος στην περικοπή της προς Εφεσίους Επιστολής που διαβάζεται κατά τη διάρκεια της ακολουθίας τού γάμου: «Οι άνδρες αγαπάτε τάς γυναίκας εαυτών, καθώς καί ο Χριστός ηγάπησε τήν εκκλησίαν» (5, 25)· «(ο) άνθρωπος [...] προσκολληθήσεται προς τήν γυ­ναίκα αυτού, καί έσονται οι δύο εις σάρκα μίαν. Τό μυστήριον τούτο μέγα εστίν, εγώ δέ λέγω εις Χριστόν καί εις τήν Εκκλησίαν» (5, 31-32).


Η σωφροσύνη, είτε μοναχική είτε συζυγική, μπορεί να θε­ωρηθεί ως «κεκτημένη» μόνο όταν γίνεται καθημερινή και ισόβια (Πρβλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Επιστολή, ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ), δεν απαιτεί πλέον κανένα αγώνα και συνοδεύεται από αναλλοίωτη γαλήνη. Τέτοια είναι η αληθινή σωφροσύνη στην ολοκλήρωσή της· δεν έχει πλέον σχέση με πάλη ενα­ντίον τών κινήσεων της σαρκικής ροπής, αλλά τις αποστρέ­φεται με φοβερό μίσος και διατηρείται σε μόνιμη και απαρα­βίαστη καθαρότητα, [Σ.μ.τ.: Αγνεία, αγνότητα] σημειώνει ο Αγιος Ιωάννης Κασσιανός.

Η απάθεια του βλέμματος και της καρδίας έναντι των αντικειμένων, των επιδεκτικών να πυροδοτήσουν το πάθος, αποτελεί ένα από τα σημεία της σωφροσύνης (Πρβλ. ΕΥΑΓΡΙΟΣ, Λόγος πρακτικός). Ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης τονίζει ότι «σώφρων εστίν, ο τελείαν αναισθησίαν επί διαφορά σωμάτων διαπαντός κτησάμενος» και ακόμη: «ούτος [εστι] κανών και όρος της τελείας και πανάγνου αγνείας, τό παραπλησίως επ' εμψύχοις τε καί αψύχοις, λογικοίς τε καί αλόγοις σώμασι διακείσθαι». [Σ.τ.μ.: Το να συμπεριφέρεσαι παρόμοια = παραπλησίως]. Και τελι­κά αναφωνεί: «Μακάριος αληθώς, ός εν παντί σώματι καί χρώματι καί ώρα [Σ.τ.μ.: Στη γαλλική απόδοση της Κλίμακος, αναφέρεται η λέξη beaute = (κάλλος, ωραιότητα <ώρα] τελείαν αναισθησίαν εκτήσατο». Εν Χριστώ «ουκ ένι άρσεν καί θήλυ» (Γαλ. 3, 28), δηλαδή η διαφορά τού φύλου καταργείται όχι μόνο ως αρχή της διαίρεσης, της αντίθεσης και της κυριαρχίας αλλά επιπλέον ως πηγή της επιθυμίας τών αισθήσεων και του πάθους. Στο πραγματικό του βάθος «ο άλλος» κατανοείται ως πρόσωπο που φέρει στη φύση του την εικόνα τού Θεού· γίνεται εικόνα τού Θεού, περατός [Σ.τ.μ.: Διαφανής έναντι Αυτού, δηλαδή των θείων ενεργειών] από Αυτόν, δεκτικός να Τον δοξάζει. Μ' αυτόν ακριβώς τον τρό­πο ο Αγιος Ιωάννης Σιναΐτης δίνει μαρτυρία για τον υψηλό­τατο βαθμό της συγκεκριμένης αρετής: «Κάλλος γάρ τις, φησί, θεασάμενος, τόν Ποιητήν μεγάλως εξ εκείνου εδόξασε· καί από μόνης τής θέας εις αγάπην Θεού καί δακρύων πηγήν εκεκίνητο· καί ην θάμβος ιδέσθαι τόν ετέρου βόθρον άλλω στεφάνων αίτιον υπέρ φύσιν γινόμενον [...]» (Κλίμαξ).

Ένα από τα αξιοσημείωτα αποτελέσματα της σωφροσύ­νης είναι η αποκατάσταση της σταθερότητας και της ειρήνης στην ψυχή. Συμβάλλει επίσης στην κατάργηση των εντάσε­ων και των διαιρέσεων που εκδηλώνονται μεταξύ της ψυχής και του σώματος, και στην αποκατάσταση της αρμονίας με­ταξύ τους (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ).

Η σωφροσύνη αποτελεί πύλη τής αγάπης (Πρβλ. ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Αγάπης εκατοντάς). Είναι επίσης βασική προϋπόθεση τής πνευματικής γνώσης (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Γενικά, η συγκεκριμένη αρετή εμφανίζεται ως μία από τις σπουδαιότερες πηγές αγιασμού τού ανθρώπου (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ). Ιδιαίτερα μέσω αυτής το Αγιο Πνεύμα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ) και ο Χριστός (ΙΩ­ΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ) κάνουν την καρδιά τού ανθρώπου κατοικητήριό τους· και ο τελευταίος ομοιώνεται όχι μόνο προς τους αγγέλους, αλλά και τον ίδιο το Θεό (ΙΩ­ΑΝΝΗΣ ΣΙΝΑΪΤΗΣ, Κλίμαξ).

Από τότε πλέον, η σωφροσύνη εμφανίζεται ως πηγή πνευ­ματικών ηδονών ασύγκριτα ανώτερων από τις αισθητές, τις οποίες και εγκαταλείπει όποιος την απέκτησε (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ).

ΠΗΓΗ: http://pointfromview.blogspot.com/2014/08/jean-claude-larchet.html?spref=bl