Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Οι απαρχές της αιρέσεως του Οικουμενισμού (Α και Β μέρος)

Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΜΙΑΣ ΣΚΗΤΗΣ

 

Το έτος 1754 η Σκήτη της Αγίας Άννης, στο Άγιον Όρος, αποφάσισε να κτίσει μεγαλύτερο Κυριακό. Χρειάσθηκαν πολλά χρήματα. Οι Χριστιανοί έστειλαν από παντού βοήθεια εις μνημόσυνον γονέων και συγγενών. Τα μνημόσυνα όμως που έπρεπε να γίνουν στη σκήτη, και που εντάσσονταν σε αγρυπνίες, κούραζαν τους μοναχούς και δεν μπορούσαν να δουλέψουν την επομένη. Για το λόγο αυτόν, ύστερα από συμβουλή του κοινού τους πνευματικού παπά – Φιλοθέου του Πελοποννησίου, άρχισαν να κάνουν τα μνημόσυνα τις Κυριακές που, λόγω της αργίας, δεν επρόκειτο έτσι και αλλιώς να δουλέψουν.

 

Η καινοτομία μαθεύτηκε στο υπόλοιπο Όρος και προκάλεσε αντιδράσεις. Οι Αγιαννανίτες όπου πήγαιναν γίνονταν αντικείμενο ελέγχων γιατί μνημόσυνο νεκρών την Κυριακή ήταν κάτι το πρωτάκουστο και αντέβαινε στο αναστάσιμο της Κυριακής. Τότε μερικοί από τους μοναχούς της Σκήτης εξομολογήθηκαν στον πνευματικό ότι έχουν πρόβλημα συνειδήσεως. Ο πνευματικός τους επέτρεψε να αποχωρούν από τον ναό μόλις άρχιζε το μνημόσυνο. Η αποχώρηση όμως αυτή αναστάτωσε όσους έμεναν, εφ’ όσον ήταν έμπρακτος έλεγχος. Έτσι άρχισε στο Άγιο Όρος η περίφημη «περί μνημοσύνων έρις» που έμεινε στην Ιστορία.

Ο ΔΙΩΓΜΟΣ

Στην Αγία Άννα εκείνο τον καιρό έμενε ο πρώην Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλλος. Όταν άκουσε για την αποχώρηση ορισμένων από τα μνημόσυνα της Κυριακής είπε: «Εγώ όταν ήμουν στον θρόνο, συνεχώς έδινα άδεια και έψαλλαν την Κυριακή μνημόσυνα νεκρών» Τα λόγια αυτά του πρώην Πατριάρχου ενίσχυσαν τους καινοτόμους που, με το επιχείρημα ότι η Κωνσταντινούπολις κάνει μνημόσυνα τις Κυριακές, εξασκούσαν ηθική βία στους διστάζοντας. Το πείσμα των καινοτόμων δεν άργησε να μεταβληθεί σε μίσος, και το μίσος σε διωγμό αυτών που δε δέχθηκαν τελικά να υποκείψουν.

Η Σκήτη της Αγίας Άννης υπάγεται στη Μεγίστη Λαύρα. Κατήγγειλαν λοιπόν στη Λαύρα οι καινοτόμοι τους διαφωνούντες σαν ταραχοποιούς. Οι Λαυριώτες, χωρίς να καλέσουν τους κατηγορουμένους σε απολογία, έβγαλαν αμέσως αφορισμό εναντίον τους και διέταξαν τους Αγιαννανίτες να μη τους δέχονται ούτε στην εκκλησία, ούτε στα κελλιά, ούτε στο μύλο. Ο μύλος ήταν μοναδικός στην περιοχή και η απαγόρευση να τον χρησιμοποιήσουν ήταν καίριο πλήγμα για τη διατροφή τους. Οι υπερασπιστές της Παραδόσεως έδωσαν τόπο στην οργή και έφυγαν από την Αγία Άννα, αφήνοντας τα κελλιά τους, μερικοί σε προχωρημένη ηλικία, «μάλλον ελόμενοι κακουχείσθαι διά την εκκλησιαστικήν αλήθειαν ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν». Αλλά, όπου και αν βρήκε καταφύγιο ο καθένας, οι Αγιαννανίτες δεν τους άφηναν ήσυχους. Κοινοποιούσαν τον Λαυρεωτικό αφορισμό σε όλες τις Σκήτες και τις Μονές επισυνάπτοντας και ονομαστικό κατάλογο, όλων αυτών που είχαν εκφράσει δημόσια την υποστήριξή τους προς την Παράδοση, έστω και αν δεν υπήρξαν ποτέ κάτοικοι της Αγίας Άννας. Και απαιτούσαν να εκδιωχθούν αμέσως! Στο διωγμό αυτόν πρωτοστάτησαν δύο Επίσκοποι που συνέπεσε να βρίσκονται τον καιρό εκείνο στο Όρος: ο προαναφερθείς πρώην Κων/λεως Κύριλλος (που είχε και την ιδέα για τον μύλο), και ο Μητροπολίτης πρώην Χαλεπίου Γεννάδιος. Οι ορθόδοξοι διώχνονταν σαν αφορισμένοι και αιρετικοί. Τους ονόμασαν χλευαστικά «Κολλυβάδες» και διέδωσαν εμπιστευτικά ότι ήσαν δήθεν μασόνοι. Ο τελευταίος αυτός χαρακτηρισμός έκανε μεγάλη εντύπωση στους απλούστερους μοναχούς, που ήσαν και η πλειονότης, και οι οποίοι μόλις τον άκουσαν, χωρίς να ερευνούν περισσότερο, αποστρέφονταν τους συκοφαντούμενους με όλη τους την ψυχή. Ακόμη και ο λαϊκός καραβοκύρης, που έκανε την συγκοινωνία, δεν δεχόταν Κολλυβά στο πλοίο του!

«ΘΕΛΕΙΣ ΜΗΛΟΝ ΕΠΑΡΕ, ΘΕΛΕΙΣ ΚΥΔΩΝΙΝ ΛΑΒΕ»

Μπροστά στην κατάσταση αυτήν οι παραδοσιακοί μοναχοί αποφάσισαν να καταφύγουν για τη δικαίωση και προστασία τους στο Πατριαρχείο. Για το σκοπό αυτό μαζεύτηκαν στο κελλί του παπα – Παρθενίου του Ζωγράφου του Σκούρτου. Εκεί έγραψαν ομολογία πίστεως που την υπέγραψαν όλοι οι παρόντες, και αργότερα και πολλοί άλλοι, και την έστειλαν στο Πατριαρχείο μαζί με αναφορά για τα γεγονότα. Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν τότε ο Θεοδόσιος Β΄ ο Κρής, μεγάλη δε επιρροή στη Σύνοδο είχε ο Νικομηδείας Μελέτιος και ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος. Το Πατριαρχείο απάντησε τον Ιούνιο του 1772. Έγραφε: «… Οι μεν γαρ εν Σάββασι τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων καλώς ποιούσιν, οι δε δ’ άν εν Κυριακή ουκ υποκείνται κρίματι…»

Μετά ένα έτος, τον Ιούνιο του 1773, το Πατριαρχείο ξαναέγραψε: «… Ούτε οι εν Σαββάτω τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων να μέμφονται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας, ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι προς αυτούς, δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα, να τους ονομάζουν αιρετικούς και καινοτόμους, ή άλλα τοιαύτα δύσφημα ονόματα να επιφέρωσι κατ’ αυτών αδίκως, και να ταράττωσι και την των λοιπών μοναχών ησυχίαν αλλά να ειρηνεύσωσι και να συγκοινωνώσι…»

Σε μια τρίτη επιστολή, λίγο μετά την προηγούμενη ξαναγράφει το Πατριαρχείο ότι «οι εν Σαββάτω τελούντες τα των αποιχομένων μνημόσυνα, κατά το αρχαίον της Εκκλησίας έθος» δεν πρέπει «να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας» και ότι «όλοι οι εν σκήταις ασκούμενοι… να έπωνται και να ακολουθώσιν απαρασαλεύτως εις την φυλαττομένοιν εν τοις Μοναστηρίοις τάξιν και συνήθειαν περί των μνημοσύνων…».

Ήταν φανερό ότι το Πατριαρχείο δεν ήθελε να πει την αλήθεια καθαρά, ότι οι Κολλυβάδες έχουν δίκαιο και να σταματήσει η παρανομία, γιατί από καιρό ήδη το ίδιο παρανομούσε κάνοντας μνημόσυνα τις Κυριακές, για να ευχαριστήσει την κοσμικοφροσύνη των αρχόντων. Εφαρμόζοντας όμως Φαναριωτική πολιτική δίνει μια λύση που αν την εφήρμοζαν οι καινοτόμοι θα σταματούσε η παρανομία και κάθε έρις, γιατί κανένα Μοναστήρι δεν έκανε μνημόσυνα Κυριακή.

ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΥ

Μόλις οι διώκτες των Κολλυβάδων πήραν στα χέρια τους την διακήρυξη του Πατριαρχείου ότι «ουκ υποκείνται κρίματι» έγιναν αχαλίνωτοι. Λησμόνησαν όχι μόνον το σχήμα του μοναχού που έφεραν αλλά και το χριστιανικό τους βάπτισμα, και ακολούθησαν την οδό του Κάϊν. Στην αρχή επιχείρησαν δυο φορές να δολοφονήσουν τον ασκητικό και ενάρετο Καππαδόκη μοναχό Σίλβεστρο. Την πρώτη φορά του έριξαν πέτρα καθώς περνούσε έξω από την Αγία Άννα. Την δεύτερη φορά, όταν μπήκε σε πλοίο για να φύγει από το Όρος, έπεισαν τον πλοίαρχο να τον σκοτώσει καθ’ οδόν. Όμως ο πλοίαρχος μετάνοιωσε και έτσι ο γέρο Σίλβεστρος γλίτωσε και έφθασε στην Πάρο. Για να γίνουν αποτελεσματικοί οι αββάδες της Αγίας Άννας και της Νέας Σκήτης, προσκάλεσαν τον αρχιληστή καπετάν – Μάρκο, του έδωσαν 700 αργυρά νομίσματα και τα ονόματα ένδεκα μοναχών Κολλυβάδων, που παρέμεναν ακόμη στα όρια των δύο Σκήτεων. «Οι μοναχοί αυτοί, του είπαν, είναι μάγοι και μασόνοι και κάνουν μεγάλο κακό στο Όρος. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γλιτώσει ο τόπος παρά μόνον αν φονευθούν».

Τα παλικάρια του καπετάν – Μάρκου έφθασαν στο Κυριακό της Άγίας Άννης Σάββατο βράδυ, παραμονή της εορτής των Αγίων Πάντων του έτους 1773, ενώ είχε αρχίσει η αγρυπνία. Μπήκαν στο ναό και ζήτησαν οδηγό να τους δείξει τις καλύβες των μελλοθάνατων. Οι αββάδες υπέδειξαν κάποιον Τιμόθεον αλλά αυτός δεν ήθελε να πάει. Τον έπεισαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνει υπακοή. Όταν έφυγαν οι ληστές με τον Τιμόθεο αυτοί συνέχισαν τον Προοιμιακό. Ο Τιμόθεος έδειξε στους ληστές την πόρτα του Παϊσίου και έφυγε. Ο ιερομόναχος Παϊσιος κατοικούσε στην καλύβη του προφήτη Ηλιού, πάνω από το Κυριακό της Αγίας Άννης και ήταν καλλιγράφος. Οι αντικολλυβάδες τον μισούσαν πολύ γιατί τους αποστόμωνε σε κάθε συζήτηση. Οι ληστές εισέβαλαν στην καλύβη του παπα – Παϊσίου, άρπαξαν ό,τι βρήκαν και τον ξυλοκόπησαν άγρια, γιατί δεν πίστευαν ότι δεν είχε κρυμμένα χρήματα. Τέλος ζήτησαν φαγητό και, αφού έφαγαν, φόρτωσαν στον παπά – Παϊσιο και τον γέροντά του Θεοφάνη τα κλοπιμαία και τους ζήτησαν να τους οδηγήσουν στον παπα – Αγάπιο, που ήταν τρίτος στη λίστα. Οι Πατέρες όμως δε μαρτύρησαν τις καλύβες των άλλων, παρά τους δαρμούς και τις ύβρεις. Η θλιβερή συνοδεία, έφθασε στο Κυριακό την ώρα που έψαλλαν την εβδόμη ωδή. Οι εξαντλημένοι από τους δαρμούς και τα βάρη πατέρες ακούμπησαν πίσω από το άγιο βήμα, και οι ληστές μπήκαν στην εκκλησία και φώναξαν έξω τους συνασκητές των μελλοθανάτων, για να τους δείξουν «το καλό κυνήγι». Αυτοί έβγαιναν λίγοι – λίγοι και, όπως γράφει ο Αθανάσιος Πάριος «στοχαζόμενοι συνομίλουν. Και ην να εκπλαγή τινας δια την τόσην απανθρωπίαν εκείνων των ασκητών… Καθ’ ότι ενώ έβλεπον τους αδελφούς αυτών εις τοσαύτην αθλίαν κατάστασιν, ουδείς ευρέθη ίνα είπη, τι τούτο εις αυτούς;… ουδείς ηκούσθη ίνα εκβάλη λόγον συμπαθείας εκ του στόματος.. τινάς δεν δείχνει έλεος εις εκείνους όπου κάθηνται δεδεμένοι οπίσω εις το βήμα, εκδεχόμενοι τον θάνατον». Αφού οι ληστές λεηλάτησαν και το κελλί του παπα – Γαβριήλ χωρίς να βρούν τον ίδιο, φόρτωσαν τα νέα κλοπιμαία σε κάτι λαϊκούς κτίστες που βρέθηκαν εκεί, και πήγαν στη Νέα Σκήτη την ώρα που οι εκεί πατέρες, έβγαιναν από τη λειτουργία. Ούτε αυτοί δεν έδειξαν την ελάχιστη χριστιανική συμπάθεια προς τους δύο καταδίκους, μόνον παρατηρούσαν το μαρτύριο από μακριά. Οι ληστές κατέβασαν τον παπα – Παϊσιο και τον γέροντα Θεοφάνη στο γιαλό, όπου είχαν το πλοίο τους, έδεσαν πέτρες στο λαιμό τους, ανοίχθηκαν λίγο και, λέγοντάς τους: «Σκυλιά, γιατί δεν θέλετε να κάνετε κόλλυβα τις Κυριακές, όπως λέγουν οι Πατριάρχες και οι πνευματικοί του Όρους;» τους έριξαν από το πλοίο στη θάλασσα, μπροστά στα μάτια όλου του πλήθους των μοναχών της Νέας Σκήτης, προσθέτοντας στους Αγίους Πάντες, που γιόρταζαν εκείνη την ημέρα, άλλους δύο οσιομάρτυρες.

Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ

Το ισχυρότερο πλήγμα κατά των Κολλυβάδων το έδωσε το Πατριαρχείο Κων/λεως το έτος 1776, πατριαρχεύοντος του Κων/λεως Σωφρονίου Β΄. Μεγάλη κληρικολαϊκή Σύνοδος, αποτελούμενη απ’ όλους τους ενδημούντας στην Πόλη αρχιερείς και από πολλούς άρχοντες, καταδίκασε και αφόρισε όλους τους Κολλυβάδες και όλους όσους μαζί μ’ εκείνους και μετά από εκείνους φρονούν ότι μνημόσυνα νεκρών δεν επιτρέπει η Ορθόδοξος Εκκλησία του Χριστού να γίνονται ημέρα Κυριακή. Διακήρυξε η Σύνοδος αυτή ότι ανέκαθεν η ιερά της Εκκλησίας τάξη και κανονική διατύπωση ήταν να γίνονται τα μνημόσυνα και Σάββατο και Κυριακή και οποιαδήποτε άλλη μέρα της εβδομάδος αδιακρίτως και ότι αυτό δήθεν είναι Αποστολική Παράδοσις, και όσοι δεν την δέχονται και δεν τελούν Κυριακή μνημόσυνα είναι αντάρτες, καινοτόμοι και κακόδοξοι. Ως αντιπροσώπους όλων των Κολλυβάδων, προταίτιους και αρχηγούς η Σύνοδος καθήρεσε και αφόρισε τέσσαρες ιερομονάχους αναφέροντάς τους ονομαστικά.

Το «θέσπισμα» αυτό της Συνόδου του 1776 το οποίο έκτοτε ακυρώθηκε, γράφει κατά λέξη, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Σωφρόνιος ελέω Θεού… επειδή ταραχή και σύγχυσις κατέλαβε την Εκκλησίαν… δια τινων δοκησισόφων και δοκοφρόνων.. ασέβειαν και ανταρσίαν νοσούντων… της ούν καινοτομίας ταύτης και κακοδοξίας καταδήλου γενομένης… διορίζοντες δια τούτο και αποφαινόμενοι κατά την ανέκαθεν ιεράν της Εκκλησίας τάξιν και κανονικήν διατύπωσιν απαρατηρήτως τελείσθαι και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα κατά την Παράδοσιν των Αποστολικών Διατάξεων… Όσοι μεν ουν συνωδή τη Εκκλησία και τω παρόντι Συνοδικώ θεσπίσματι και φρονούσι και πράττουσι, τελούντες απαρατηρήτως και εν Σαββάτω και εν Κυριακή και εν όλαις ταις ημέραις της εβδομάδος τα μερικά των Ορθοδόξων μνημόσυνα, οι τοιούτοι είησαν συγκεχωρημένοι παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος». Αυτό φυσικά σημαίνει ότι όσοι μέχρι σήμερα, δεν φρονούσι και πράττουσι συνωδά τω παρόντι θεσπίσματι είησαν ως και οι πρωταίτιοι και αρχηγοί και συνίστορες της τοιαύτης δόξης… καθηρημένοι.. και γεγυμνωμένοι πάσης Θείας Χάριτος και ιεροπραξίας… και πάντη ανίεροι εν βάρει αργίας και αλύτου αφορισμού… Εξ αποφάσεως… 9ης Ιουνίου 1776» (Το πλήρες κείμενο βλέπε εν Ph. Meyer: «Die Haupturkϋnden fϋr die geschichte der Athos Kloster», Leipjig 1894 σ. 236-241 όπου και τα προαναφερθέντα κείμενα).

«ΑΥΤΟΙ ΚΑΤΑΡΑΣΣΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΣΥ ΕΥΛΟΓΗΣΕΙΣ»

Καταδικασμένοι από το Πατριαρχείο και κυνηγημένοι από τους συνασκητές τους, όσοι ήθελαν να παραμείνουν πιστοί στην Ιερά Παράδοση της Ορθοδοξίας, έφυγαν από το Όρος και βρήκαν καταφύγιο στα νησιά του Αιγαίου. Εκεί, αγκαλιασμένοι από ένα λαό που διψούσε για αλήθεια και παράδειγμα, οι Κολλυβάδες έσπειραν τον λόγο του Χριστού, και η σπορά εκαρποφόρησε «εις εκατόν». Αυτή η καρποφορία ονομάσθηκε από την Ιστορία: «η πνευματική αναγέννηση του 18ου αιώνος». Σ’ αυτήν οφείλουμε την «Φιλοκαλία», τον «Ευεργετινό», τα «Ευρισκόμενα του Συμεών του Νέου Θεολόγου», τα δύο βιβλία «περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως», τον «Αντίπαπα», το «Πηδάλιο», τον «Συναξαριστή», το «Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον», και πλήθος άλλα. Οι Κολλυβάδες ίδρυσαν στα νησιά ονομαστά μοναστήρια, πηγές αγιασμού, που πότιζαν τον λαό του Θεού θεία νάματα έναν ολόκληρο αιώνα, στην Πάτμο, στην Ικαρία, στην Πάρο, στη Σκιάθο, στη Χίο. Οι «αφορισμένοι» Κολλυβάδες αποδείχθηκαν άγιοι και πολλών από αυτούς τα οστά ευωδίασαν και θαυματούργησαν: ο Νήφων ο κοινοβιάρχης της Σκιάθου, ο Παρθένιος ο ζωγράφος ο Σκούρτος, ο Μακάριος Κορίνθου ο Νοταράς, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Αρσένιος ο Νέος ο εν Πάρω ο θαυματουργός. Στους Κολλυβάδες χρωστούμε πνευματικά αναστήματα σαν τον Νεομάρτυρα Πολύδωρο, τον Όσιο Παρθένιο της Χίου, τον Γέροντα Διονύσιο ιδρυτή της Ι. Μονής Παναγίας της Κονιστρίας της Σκιάθου και συνεργάτη του αναγεννητού της Πελοποννήσου Παπουλάκου, τον Μωραϊτίδη και τον Παπαδιαμάντη. Μ’ ένα λόγο σ’ αυτούς χρωστούμε το ότι υπάρχει ακόμη Ορθοδοξία στην Ελλάδα παρά την θύελλα του Φαρμακίδη και των Βαυαρών. Αλλά όχι μόνο στην Ελλάδα. Η Ρουμανία δέχθηκε γρήγορα την επίδραση Κολλυβάδων που εξωρίσθηκαν σ’ αυτήν. Η Ρωσία, τσακισμένη από το νεοειδωλολατρικό, δυτικόπληκτο και αντιμοναστικό πνεύμα του Μεγάλου Πέτρου και της Αικατερίνης της Β΄, κείτονταν, παρά το πολιτικό μεγαλείο και την δύναμη της, σε πνευματικά ερείπια. Από αυτά την σήκωσε ο Μολδαβός στάρετς Όσιος Παϊσιος Βελιτσκόφσκι φέρνοντάς της, από το Άγιον Όρος, τον κολλυβαδικό ησυχασμό και την «Φιλοκαλία». Οι Αρχιερείς καταδίκασαν και αφόρισαν αυτούς που αγάπησαν την αλήθεια και αγωνίστηκαν γι’ αυτήν. Ο Θεός όμως τους ευλόγησε και τους δόξασε στον αιώνα. 

  • Αλέξανδρος Καλόμοιρος περιοδικό ΟΙ ΡΙΖΕΣ, Τεύχος 23 Καλοκαίρι 1988 Copyright ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΕΦΥΡΟΣ

https://katanixi.gr/oi-aparches-tis-aireseos-toy-oikoymenismoy-a-meros/

 

 

Οι απαρχές της αιρέσεως του Οικουμενισμού (Β΄ μέρος)

 

ΤΟ ΡΗΓΜΑ…


Τον ΙΗ΄ αιώνα η πνευματική αποσύνθεση της Δύσης είχε πια επηρεάσει επικίνδυνα τις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής. Ο ουμανισμός και η κοσμικοφροσύνη άρχισαν να έρπουν παντού και να κρυφοδαγκάνουν τις ψυχές. Η ευρωπαϊκή κουλτούρα άρχισε να λάμπει στις αληθινά χριστιανικές χώρες της Ανατολής σαν «άγγελοι φωτός».

Η ψεύτικη γνώση έκανε να χάσουν οι άνθρωποι σιγά – σιγά τη γλυκύτητα του αληθινού φωτός. Αγνοώντας την όντως Ζωή και συνεπαρμένοι από τα κεράτια της δυτικής σοφίας έχασαν την ευαισθησία που χαρακτήριζε τους πατέρες τους και τους έκανε ικανούς να διακρίνουν το γνήσιο από το κάλπικο. Το λεπτότατο πνεύμα της εκκοσμίκευσης εκθήλυνε ύπουλα τον τόνο της ψυχής, άμβλυνε τις πνευματικές αισθήσεις, παρέλυσε τις αντιδράσεις. Χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε απ’ έξω άλλαξε κάτι μέσα στις ψυχές. Και τότε άρχισαν τα: «Τι πειράζει αυτό;, «σε τι βλάπτει εκείνο;». Η κάθοδος στον κατήφορο έγινε στην αρχή ανεπαίσθητα. Αν ένα φράγμα ραγίσει δε θα γίνει βέβαια κατακλυσμός. Θ’ αρχίσει όμως να περνάει λίγο νερό από τη ρωγμή. Το λίγο αυτό νερό θα διευρύνει σιγά – σιγά το ρήγμα ώσπου θα έρθει κάποτε η ώρα που το φράγμα θα σπάσει και θα πλημμυρίσουν τα πάντα.

ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν έφθασε στο σημερινό οικουμενισμό ξαφνικά. Το πρώτο ρήγμα ήταν μια «μικρή» υποχώρηση στους πλούσιους και δυνατούς της Πόλης, που είχαν την απαίτηση να γίνονται τα μνημόσυνα των νεκρών ημέρα Κυριακή, για να τα παρακολουθεί πολύς κόσμος. Έτσι, όταν άρχισε στο Άγιον Όρος η περί μνημοσύνων έρις, το Πατριαρχείο ήταν ήδη εκτεθειμένο από τη δική του παρανομία. Γι’ αυτό πήρε στην αρχή αμφίρροπη στάση: «Οι μεν γαρ εν Σάββασι τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων καλώς ποιούσιν, οι δε δ’ αν εν Κυριακή ουκ υποκείνται κρίματι..» Αλλά και προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράβαση της εκκλησιαστικής παραδόσεως με την συνήθεια που επικράτησε: «.. όπερ και είθισται εν τοις κατά πόλεις εκκλησίαις εν Κυριακή δηλαδή τελείν τα μνημόσυνα διά τας εν ταύταις συναθροίσεις των Χριστιανών…» (Πρώτη επιστολή του Πατριαρχείου προς τους Αγιορείτες, Ιούλιος 1772). Συνέπεια της στάσεως αυτής, που αποφεύγει να υπερασπιστεί την αλήθεια είναι να ζητήσει το Πατριαρχείο από τους Αγιορείτες τον επόμενο χρόνο να εφαρμόσουν στο επίμαχο θέμα συγκρητισμό:«Νουθετούμεν άπαντας τους περί τοιούτων διαφερομένους, όπως από του νυν και εις το εξής να παύσωσι από τοιαύτας ταραχώδεις και ακαίρους διενέξεις, τας μηδόλως αυτάς ανηκούσας, και ούτε και οι εν Σαββάτω τελούντες τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας, ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι προς αυτούς, δηλαδή τους καλώς τελούντας εν Σαββάτω τα μνημόσυνα, να τους ονομάζουν αιρετικούς και καινοτόμους, ή άλλα τοιαύτα δύσφημα ονόματα να επιφέρωσι κατ’ αυτών αδίκως, και να ταράττωσι και την των λοιπών μοναχών ησυχίαν, αλλά να ειρηνεύσωσι και να συγκοινωνώσι και να συναναστρέφονται εν αγάπη και ομονοία…» (Δεύτερη επιστολή του Πατριαρχείου από 10 Ιουνίου 1773). Δηλαδή: «ειρήνη» και «αγάπη» και εκκλησιαστική κοινωνία σε βάρος της αλήθειας, η πεμπτουσία του Οικουμενισμού.

Τα ίδια συνεχίζει να γράφει το Πατριαρχείο στους Αγιορείτες και στην τρίτη επιστολή του, γύρω στα 1774, παρά την αλλαγή του Πατριάρχου και την άνοδο στο θρόνο του Σαμουήλ Χατζερή: «Να παύσωσιν από τας τοιαύτας φιλονεικίας και ούτε οι εν Σαββάτω τελούντες τα των αποιχομένων μνημόσυνα, κατά το αρχαίον της Εκκλησίας έθνος, να μέμφωνται τους εν Κυριακή ταύτα τελείν εθέλοντας ούτε εκείνοι ανθιστάμενοι προς αυτούς να τους ονομάζουν αιρετικούς ή καινοτόμους ή άλλα δύσφημα ονόματα, να λέγωσιν αδίκως κατ’ αυτών…

Οι σύγχρονοι συγκρητιστές προσπαθούν να δικαιολογήσουν το Πατριαρχείο λέγοντας ότι αγωνιζόταν για την ειρήνη και την ομόνοια των πιστών εφαρμόζοντας εκκλησιαστική οικονομία. Ακριβώς δηλαδή ό,τι λένε και σήμερα οι Οικουμενιστές για να δικαιολογήσουν τον αδιάντροπο οικουμενισμό των ημερών μας. Ταλαίπωρη έννοια η εκκλησιαστική οικονομία! Χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει του κόσμου τις εκκλησιαστικές παρανομίες. Όμως στην πραγματικότητα, η οικονομία που δίδαξαν οι Πατέρες είναι ποιμαντική διάκριση και ευλυγισία μέσα στα όρια του νόμιμου και του αληθινού. Σε καμία περίπτωση δε δίνει άδεια στους ποιμένες να παρανομούν. Και στην περίπτωση των μνημοσύνων της Κυριακής υπήρχε σαφής παρανομία, αθέτηση της Παραδόσεως και του αναστάσιμου χαρακτήρα της Κυριακής. Το Πατριαρχείο απέφυγε να ομολογήσει την αλήθεια ότι δεν επιτρέπονται μνημόσυνα την Κυριακή, γιατί την Κυριακή γιορτάζουμε την Ανάσταση και δε γίνεται να ασχολούμαστε συγχρόνως και με το νικημένο θάνατο. Αλλά όχι μόνον απέφυγε να ομολογήσει την αλήθεια. Έβαλε τους Αγιορείτες – ουσιαστικά μόνον τους ορθόδοξους Κολλυβάδες – μπροστά στο δίλημμα να διαλέξουν ή την ειρήνη και την αγάπη ή την αλήθεια. Κι αυτό είναι μεγάλη αμαρτία κατά της ίδιας της ειρήνης, της αγάπης και της αλήθειας, που δε χωρίζονται ούτε διασπώνται ποτέ σε αντίθετα στρατόπεδα, αφού ειρήνη, αγάπη και αλήθεια είναι ο ίδιος ο Θεός που ποτέ δεν έρχεται σε αντίθεση με τον εαυτό Του. Πώς είναι δυνατόν να υπάρξει ειρήνη και αγάπη χωρίς αλήθεια; Χωρίς αλήθεια αυτή η «ειρήνη» κι αυτή η «αγάπη» είναι κάτι το επίπλαστο, κάτι το ψεύτικο, και απατηλό, κοσμική συνύπαρξη με εγκόσμιες κοινωνικές σκοπιμότητες ξένες προς την πραγματικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας. Αυτό το τεχνητό δίλημμα ανάμεσα στην αγάπη και την αλήθεια είναι το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αίρεσης του Οικουμενισμού που, όπως βλέπουμε, τα σπέρματά του έχουν τουλάχιστον δύο αιώνων ηλικία.

Όμως οι Κολλυβάδες έμειναν στην αλήθεια, και μαζί με την αλήθεια κράτησαν και την αγάπη και την ειρήνη. Αποσύρθηκαν στα ησυχαστήριά τους και εν αληθεία αγάπησαν το Θεό και εν ειρήνη κοινώνησαν μαζί Του. Και επειδή κοινώνησαν εν αγάπη με το Θεό γι’ αυτό αγάπησαν και αγαπήθηκαν από τους Χριστιανούς των τόπων της εξορίας τους και γι’ αυτό έδωσαν καρπούς πνευματικούς, τέκνα και τέκνα τέκνων, τον καιρό που το Όρος έπεφτε σε μια χωρίς προηγούμενο προοδευτική παρακμή και συρρίκνωση. Το ψέμα τα κάνει όλα ψεύτικα και φθαρτά. Η αλήθεια τα κάνει όλα αληθινά, φωτεινά και άφθαρτα, και δημιουργεί μια κοινωνία ανθρώπων, πεσμένων μεν και αμαρτωλών και μετανοημένων και αγίων μέσα στο φως του Χριστού, «ασπρισμένη όλη»«ενώπιον του Κριτού, του Παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου».

ΑΠΟ ΠΤΩΣΗ ΣΕ ΠΤΩΣΗ

Η πατριαρχική αμαρτία όμως δε σταμάτησε στο συγκρητισμό. Έδειξε το πραγματικό πρόσωπο της εμπάθειας και του μίσους κατά της αλήθειας και προχώρησε στο κακούργημα. Ενώ το Φανάρι στην αρχή παραδεχόταν ότι οι Κολλυβάδες «καλώς ποιούσιν» κατά το αρχαίον της Εκκλησίας έθος», και μάλωνε τους Αγιορείτες που τους ονόμαζαν «αιρετικούς» και «καινοτόμους», τώρα κάνει αυτό που πρώτα θεωρούσε απρεπές και άδικο και χαρακτηρίζει τους υπερασπιστές της Παραδόσεως «κακόδοξους»«δοκησίσοφους»«δοκόφρονες»«καινοτόμους»«ανταρσίαν νοσούντας». Ισχυρίζεται τώρα το Πατριαρχείο, αντίθετα προς ό,τι έλεγε πριν, ότι η τέλεση μνημοσύνων την Κυριακή είναι η «ανέκαθεν ιερά της Εκκλησίας τάξις και κανονική διατύπωσις» και «αποστολική Παράδοσις»! Και όλα αυτά τα πρωτάκουστα, ψευδή και άδικα λόγια δεν τα γράφει ένας Πατριάρχης μόνον αλλά ολόκληρη Σύνοδος, συγκληθείσα το έτος 1776 ακριβώς για να καταδικάσει τους ορθοδόξους Αγιορείτες, που χλευαστικά ονόμαζαν Κολλυβάδες, και να τους αφορίσει. Ο κατάπτιστος αυτός και εμπαθής αφορισμός (βλέπε «Ρίζες»23) δεν αφορά μόνον τους Κολλυβάδες της εποχής εκείνης αλλά καταδικάζει όλους τους Ορθοδόξους, όλους τους υπερασπιστές της Ιεράς Παραδόσεως όλων των εποχών, διότι εξαιρεί του αφορισμού και συγχωρεί μόνον όσους παρανομούν κατά της Παραδόσεως και τελούν μνημόσυνα την Κυριακή. Αλλά και κάτι πιο φοβερό ακόμη ο αφορισμός δεν αναφέρεται μόνο στην πράξη αλλά και στο φρόνημα. Συγχωρεί όσους φρονούν κακόδοξα και αφορίζει όσους φρονούν ορθόδοξα στον αιώνα, ρίχνοντας επάνω τους «άλυτο αφορισμό»! Ο συνοδικός αυτός αφορισμός, που όπως όλοι οι άδικοι αφορισμοί επέστρεψε στα κεφάλια αυτών που τον πρόφεραν, είναι ποιμαντική αμαρτία που δεν ξεπλύθηκε ποτέ, γιατί ποτέ το Πατριαρχείο δεν μετάνοιωσε γι’ αυτήν αλλά, αντίθετα, όπως θα δούμε, την επικύρωσε αργότερα επανειλημμένα και με τον ίδιο φανατισμό. Η αθώωση του Αθανασίου Παρίου από τον Πατριάρχη Γαβριήλ το 1781 δεν αφορούσε τους Κολλυβάδες γενικά αλλά μόνον το πρόσωπο του Αθανασίου, το οποίο απάλλαξε αυθαίρετα από τις κατά των Κολλυβάδων κατηγορίες, ενώ ο Αθανάσιος ποτέ δεν έπαψε να είναι Κολλυβάς. Η λεπτομέρεια αυτή δείχνει την ασυναρτησία και ασυνέπεια του Πατριαρχείου και την κακή του συνείδηση που ποτέ δεν μπόρεσε να φθάσει στη μετάνοια.

Οι Κολλυβάδες και όσοι φρονούν όπως αυτοί, έμειναν αφορισμένοι, μισημένοι και χλευασμένοι, γιατί διέκοψαν την εκκλησιαστική κοινωνία με τους συνασκητές τους και έμειναν αλύγιστοι και ανυποχώρητοι για ένα τόσο «ασήμαντο» πράγμα όπως είναι τα κόλλυβα την Κυριακή. Τους έλεγαν στενοκέφαλους και φανατικούς, μισαλλόδοξους και ανθρώπους των άκρων, όπως γίνεται πάντοτε με όλους τους Ορθοδόξους που δεν υποκύπτουν στο ψεύδος. Τους μισούσαν οι εν Χριστώ αδελφοί και πατέρες τους στο όνομα μιας εξωτερικής εκκλησιαστικής ενότητας που, όταν δεν θεμελιώνεται στην αλήθεια, καταστρέφει την εσωτερική μυστική ενότητα της Εκκλησίας. Οι Κολλυβάδες έμειναν ενωμένοι εκκλησιαστικά με τους Αποστόλους και όλους τους Αγίους, και αυτή η ενότητα με την θριαμβεύουσα Εκκλησία τους ήταν υπέρ αρκετή, έστω και εάν επρόκειτο να μείνουν μόνοι τους επί της γης.

Το έτος 1807 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ θεώρησε υποχρέωσή του να υπομνήσει με συνοδικό γράμμα προς όλους τους υποκείμενους στη Μ. Εκκλησία, μητροπολίτες, επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς και πιστούς τον αφορισμό των Κολλυβάδων «προς τελείαν εξάλειψιν, όπως έγραφε, της πάλαι ποτέ αναφνείσης εκείνης των δοκοφρόνων διενέξεως». Έγραφε μεταξύ άλλων: «Διά ταύτα οριζόμεθα εν πνεύματι αγίω και θεσπίζομεν, ίνα τα συμβάντα μνημόσυνα των ευσεβώς κοιμηθέντων επιτελώνται απαρατηρήτως και εν Κυριακαίς και εν Σάββασιν, ως και εν ταίς λοιπαίς ημέραις της εβδομάδος». (Βλέπε Μ. Γεδεών, «Διατάξεις τ. Β΄ σ. 125) Ένα χρόνο αργότερα άλλος Πατριάρχης, ο Καλλίνικος Ε΄ γράφει προς τους Αγιορείτες τα παρακάτω: «Επειδή έφθασε και διωρίσθη παρά του προκατόχου της Αυτού Σεβασμιωτάτης Παναγιότητος εκ της συμμορίας των κολλυβιστών είς Ιερομόναχος Πνευματικός της Κοινότητος του Όρους τούνομα Ιερόθεος και ανακαινεί την αναφυείσαν ποτέ δολοφροσύνην και αλληλομαχίαν περί τε των κολλύβων και της Ιεράς Μεταλήψεως, και διά Συνοδικών Τόμων καταργηθείσαν… διά τούτο, ως εναντίον όντα τοις Αποστολικοίς και Συνοδικοίς κανόσι και τοις εκδοθείσιν Εκκλησιαστικοίς Τόμοις, να αποβάλωσι της πνευματικής διαγωγής και να εκλέξωσιν έτερον..» (Βλέπε Μ. Γεδεών «Ο Άθως» 1885 σ. 150).

Επισφράγισμα της κατά των Κολλυβάδων μήνης του Πατριαρχείου ήταν η επιστολή του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄ προς τους Αγιορείτες, κατά την τρίτη Πατριαρχεία του, τον Αύγουστο του 1819. Στο γράμμα αυτό ο Γρηγόριος Ε΄ περιέγραφε την αδαμάντινη Ορθοδοξία των Κολλυβάδων σαν «ευρωτιώσα εκείνη και πεπαλαιωμένη σαθρά ιδέα», και βεβαίωνε ότι είναι «έθος αρχαίον της Εκκλησίας τα μεν κόλλυβα να προφέρονται εις τον θείον και ιερόν ναόν και να εκτελώνται μνημόσυνα… κατά Κυριακήν», και ότι «το τοιούτον, κοντά όπου παντελώς δεν κωλύεται είναι και ακαταιτίατον και πάντη ανέγκλητον, καθώς περί τούτου τρανώς απεφήνατο η Εκκλησία εν τω προεκδοθέντι Πατριαρχικώ ημών και συνοδικώ τόμω». (Παρά Μ. Γεδεών «Διατάξεις» τ. Β΄ σ. 152-155).

Ύστερα απ’ αυτά δεν πρέπει, να απορεί κανείς γιατί ο Θεός εγκατέλειψε τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, και την άφησε να τη συρρικνώσουν οι αμαρτίες της και επέτρεψε να χάσει συν τω χρόνω το ποίμνιό της, που είχε μείνει ακμαίο κατά τη διάρκεια τόσων αιώνων οθωμανικής τυραννίας, και να καταντήσει σήμερα, χωρίς ποίμνιο, στη χειρότερη αίρεση της Ιστορίας. Το Πατριαρχείο έχασε πρώτα την Εκκλησία της Ελλάδος, με το «αυτοκέφαλο» του Φαρμακίδη. Έχασε ύστερα την Εκκλησία της Βουλγαρίας με το περίφημα «σχίσμα». Έχασε αργότερα τις «Νέες Χώρες» με τους βαλκανικούς πολέμους, όλη τη Βόρειο Ελλάδα και την Ήπειρο. Και, μετά την ανοικτή διακήρυξη του Οικουμενισμού με την εγκύκλιο του 1920, έχασε και την καρδιά της Ορθοδοξίας, όλο το ποίμνιο της Μικράς Ασίας. Τέλος, το 1955, όσο βυθιζόταν στην αίρεση, έχασε και το μόνο ποίμνιο που της είχε μείνει, τους Χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως.

Όπως έγραψε ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «Η εν ολίγω της αληθείας παρατροπή τη ασεβεία την πάροδον δέδωκεν». (P.G. 44, 1249) Και η ασέβεια σιγά – σιγά, όσο μένει αμετανόητη, υψώνει τείχος και κλείνει έξω τη Χάρη και την Ευλογία του Θεού. Ό,τι γίνεται με τα πρόσωπα γίνεται και με τις τοπικές Εκκλησίες. Αυτό παθαίνουμε όταν τα του Θεού χάσουν για μας την ιερότητά τους και συμπεριφερθούμε προς αυτά σα να ήσαν πράγματα ανθρώπινα. Όποιος ξεχωρίζει μικρά και μεγάλα στα του Θεού δεν ξέρει με ποιόν έχει να κάνει και δεν έχει πραγματική ευσέβεια, και τότε οι συνέπειες είναι φοβερές. «Ου μικρόν εν τοις περί Θεού το παραμικρόν» (Άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, Συγγρ. Α΄, σ. 24).

  • Περιοδικό Οι Ρίζες Φθινόπωρο 1988 Τεύχος 24 Copyright Εκδόσεις Ζέφυρος

https://katanixi.gr/oi-aparches-tis-aireseos-toy-oikoymenismoy-v%ce%84-meros/

https://paterikos.blogspot.com/2025/08/blog-post_03.html

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου