Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Ξυλουργείο το “επτά”



Ξυλουργείο το “επτά”




Ήταν να μικρό σπιτάκι, σχεδόν παράγκα, σ’ ένα αγρόκτημα έξω από την πόλη. Μπροστά είχε ένα μικρό εργαστήριο με κάτι μηχανήματα και εργαλεία, πίσω δύο δωμάτια, μια κουζίνα κι ένα κακοφτιαγμένο  μπάνιο…


Ωστόσο, ο Χοακίν δεν είχε παράπονο. Τα τελευταία δύο χρόνια, το ξυλουργείο «Το Εφτά» είχε γίνει γνωστό στο χωριό κι έβγαζε (αρκετά χρήματα για να μη σπαταλάει τις μικρές του οικονομίες).


Εκείνο το πρωί, όπως κάθε πρωί, ξύπνησε στις έξι και μισή για να δει τον ήλιο να βγαίνει. Όμως, δεν μπόρεσε να φτάσει ώς τη λίμνη. Στο δρόμο, διακόσια μέτρα από το σπίτι του, έπεσε πάνω στο σώμα ενός νεαρού, που ήταν χτυπημένος και πληγωμένος.


Αμέσως, γονάτισε και κόλλησε το αφτί του στο στήθος του νεαρού… Αδύναμα, εκεί στο βάθος, μια καρδιά πάλευε να κρατηθεί στη ζωή ότι απέμενε από εκείνο το πεταμένο κορμί που βρομούσε από το αίμα, τη λέρα και το αλκοόλ.




Ο Χοακίν πήγε να φέρει το κάρο του και φόρτωσε επάνω το νεαρό. Όταν έφτασε στο σπίτι τον έβαλε στο κρεβάτι, έκοψε τα φθαρμένα ρούχα και τον έπλυνε επιμελώς με νερό, σαπούνι και οινόπνευμα.


Ο νεαρός, εκτός από μεθυσμένος, ήταν και βάρβαρα δαρμένος. Είχε πληγές στα χέρια και την πλάτη και το δεξί του πόδι ήταν σπασμένο. Τις επόμενες ημέρες, όλη η ζωή του Χοακίν επικεντρώθηκε στη φροντίδα της υγείας του απρόσκλητου φιλοξενούμενου.


Έδεσε τις πληγές του, έβαλε νάρθηκα στο πόδι του κι άρχισε να τον ταΐζει με μικρές κουταλιές κοτόσουπας.


Όταν ο νεαρός συνήλθε, ο Χοακίν βρισκόταν δίπλα του και τον κοίταζε τρυφερά με αγωνία.


«Πώς είσαι;» ρώτησε ο Χοακίν.


«Καλά… νομίζω» απάντησε ο νεαρός ενώ περιεργαζόταν το καθαρό και γιατρεμένο σώμα του. «Ποιος με γιάτρεψε;»


«Εγώ.»


«Γιατί;»


«Γιατί ήσουν πληγωμένος.»


«Αυτό μόνο;»


«Όχι. Χρειάζομαι κι ένα βοηθό στο ξυλουργείο.»


Και γέλασαν και οι δύο με κέφι…


Με καλό φαγητό, ύπνο και αποχή από το αλκοόλ ο Μανουέλ, —όπως λεγόταν ο νεαρός—, βρήκε γρήγορα τις δυνάμεις του.


Ο Χοακίν προσπαθούσε να του μάθει την τέχνη κι ο Μανουέλ προσπαθούσε να αποφύγει τη δουλειά όσο μπορούσε. Καθημερινά, ο Χοακίν πάσχιζε να βάλει μέσα σ’ εκείνο το κεφάλι που ήταν σακατεμένο από την έκφυλη ζωή, τις αξίες της σωστής δουλειάς, του καλού ονόματος και της έντιμης ζωής. Ο Μανουέλ έδειχνε πως τα κατανοούσε όλα αυτά, αλλά ύστερα από δύο ώρες ή δύο μέρες, έπεφτε πάλι για ύπνο και παρατούσε τη δουλειά που του είχε αναθέσει ο Μανουέλ.


Πέρασαν μήνες και ο Μανουέλ είχε συνέλθει εντελώς. Ο Χοακίν του έδωσε το καλύτερο δωμάτιο, τον έκανε συνεταίρο στη δουλειά και του παραχώρησε την πρώτη θέση στο μπάνιο, με αντάλλαγμα ο νεαρός να αφοσιωθεί στη δουλειά.




Μια νύχτα, ενώ ο Χοακίν κοιμόταν, ο Μανουέλ αποφάσισε ότι έξι μήνες αποχής από το πιοτό ήταν αρκετοί και σκέφτηκε ότι ένα ποτηράκι στο χωριό δεν θα του έκανε κακό. Για να μην ξυπνήσει τον Χοακίν, έκλεισε την πόρτα της κάμαράς του από μέσα και βγήκε από το παράθυρο. Άφησε κι ένα κερί αναμμένο για να δίνει την τύπωση ότι ήταν μέσα.


Ύστερα από το πρώτο ποτηράκι ήρθε το δεύτερο, μετά το τρίτο , το τέταρτο κι άλλα πολλά…


Τραγουδούσε μεθυσμένος με την παρέα του όταν πέρασαν μπροστά από την πόρτα της ταβέρνας οι πυροσβέστες με τη σειρήνα να ουρλιάζει. Ο Μανουέλ δεν υποψιάστηκε τίποτα, ώσπου το πρωί , όταν έφτασε τρεκλίζοντας στο σπίτι, είδε το πλήθος συγκεντρωμένο στο δρόμο…


Μόνο ένας τοίχος, οι μηχανές και κάποια εργαλεία είχαν σωθεί από την πυρκαγιά. Όλα τα υπόλοιπα είχαν γίνει κάρβουνο. Από τον Χοακίν βρήκαν μόνο τέσσερα-πέντε τσουρουφλισμένα κοκαλάκια που τα έθαψαν στο νεκροταφείο. Πάνω στον τάφο του, ο Μανουέλ παράγγειλε να γράψουν το ακόλουθο επίγραμμα:


«Θα το κάνω, Χοακίν, θα το κάνω!»


Με πολλή δουλειά ο Μανουέλ έστησε ξανά το ξυλουργείο. Ήταν τεμπέλης αλλά έπιαναν τα χέρια του, κι αυτά που είχε μάθει από τον Χοακίν τον βοήθησαν να πάει μπροστά.


Πάντα είχε την αίσθηση ότι, από κάπου, ο Χοακίν τον κοίταζε και τον ενθάρρυνε. Ο Μανουέλ τον θυμόταν κάθε φορά που κατάφερνε κάτι. Τον θυμήθηκε στο γάμο του, στη γέννηση του πρώτου του παιδιού, όταν αγόρασε το πρώτο του αμάξι…


IΠεντακόσια χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Χοακίν, ολοζώντανος και κεφάτος, αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να πει ψέματα, να διαπράξει απάτη και να βάλει φωτιά σ’ εκείνο το τόσο ωραίο σπιτάκι, μόνο και μόνο για να σώσει ένα νεαρό.


Απάντησε καταφατικά και γέλασε με την αστυνομία του χωριού που είχε περάσει για ανθρώπινα τα κόκαλα του γουρουνιού …


Το νέο του ξυλουργείο ήταν λίγο μικρότερο από το προηγούμενο, όμως, ήταν ήδη γνωστό στο χωριό. Το έλεγαν «Το Οχτώ».


«Μερικές φορές, Ντεμιάν, γίνεται η ζωή σου δύσκολη προσπαθώντας να βοηθήσεις ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ωστόσο,αν υπάρχει μια δυσκολία που αξίζει τον κόπο ν’ αντιμετωπίσεις, αυτή είναι για να βοηθήσεις κάποιον. Δεν πρόκειται για «ηθικό καθήκον» και τα τοιαύτα. Είναι μια επιλογή στη ζωή μας που μπορείς να την κάνεις οποιαδήποτε στιγμή και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμείς.


Η προσωπική μου εμπειρία και παρατήρηση με κάνει να πιστεύω ότι ο ελεύθερος άνθρωπος που γνωρίζει τον εαυτό του είναι γενναιόδωρος, αλληλέγγυος, ευγενικός και ικανοποιείται εξίσου όταν δίνει όπως και όταν παίρνει. Γι’ αυτό, κάθε φορά που συναντάς ανθρώπους που κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους, μην τους μισείς. Αρκετά προβλήματα έχουν με τον εαυτό τους. Και όταν διαπιστώνεις ότι η συμπεριφορά σου είναι ποταπή, μικροπρεπής ή χυδαία, βρες ευκαιρία να αναρωτηθείς τι σου συμβαίνει. Σε διαβεβαιώνω ότι κάπου θα δεις πως έχεις πάρει λάθος δρόμο.


     Απόσπασμα από το βιβλίο “Να σου πω μια ιστορία” του Χόρχε Μπουκαϊ

Το βρήκα εδώ

https://antikleidi.com/2013/09/24/carpenter/
Διαβάστε επίσης: Τα «γουρουνάκια» της Παναγίας