Ο π. Αλύπιος της Ι. Μονής Ξενοφώντος, διακρινόταν πολύ για τον ζήλο του. Ιδιαίτερα αγαπούσε να βρίσκει ένα ήσυχο μέρος και να προσεύχεται συνεχώς με την ευχή, δηλαδή το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, έλεησόν με». Κάθε φόρα που έλεγε τη ευχή, σκιρτούσε η ψυχή του από ανέκφραστη χαρά.
Κάποτε όμως τα πράγματα πήραν άσχημη τροπή. Χωρίς να μπορεί και ο ίδιος να καταλάβει τι συνέβη, αδυνατούσε να συνεχίσει την ευχή. Αν δοκίμαζε μια φορά να την πει, αμέσως – φοβερό και ανεξήγητο – άρχιζε να κλονίζεται το σώμα του.
«Και το περίεργο και απορίας άξιον ήτο», όπως γράφει ο γέροντας Δανιήλ ο Κατουνακιώτης, «ότι ταραττομένου του σώματός του συνεταράττοντο και όσοι παραπλευρώς αυτού ίσταντο. Ήτοι, ευρισκομένου αυτού εν τη ακολουθία και προσέχοντος τη ευχή, όσοι αδελφοί ίσταντο παραπλεύρως αυτού εν τοις στασιδίοις τοις συνεχομένοις απ’ αλλήλων, όλοι ομού μετά των στασιδίων συνεχόρευον οιονεί και συνεταράττοντο. Όταν δε επίσης ηύχετο εν τω κελλίω αυτού, αυτό μετά των παρακειμένων κελλίων, δίκην βεζουβίου εκρήξεως εδονούντο, πράγμα τω όντι πρωτάκουστον».
Σειόταν λοιπόν ο τόπος, όταν ο π. Αλύπιος έλεγε την ευχή! Και πού δεν κατέφυγε, τι γέροντες, τι πνευματικοί τον είδαν, τι προσευχές και εξορκισμούς του διάβασαν… το αποτέλεσμα μηδέν.
Η υπόθεση έπαιρνε τραγικές διαστάσεις. Επειδή ο π. Αλύπιος είχε, χρόνια τώρα, γίνει ένα με την ευχή, δεν μπορούσε να την σταματήσει. Έτσι ασυναίσθητα, στο κελλί του, στην εκκλησία, στο φαγητό, στην εργασία κλπ. πρόσφερε ενδόμυχα τα ιερά λόγια. Και αμέσως το κρεβάτι ή τα στασίδια ή το τραπέζι ή τα πράγματα της εργασίας, όλα άρχιζαν να χορεύουν. Και όσοι τυχόν πατέρες ήσαν δίπλα του πήγαιναν και αυτοί πέρα-δώθε!
– Σταμάτα, πάτερ Αλύπιε, να λες την ευχή. Δεν βλέπεις τι κακό γίνεται;
– Μα μήπως το θέλω; Ασυναίσθητα την προσφέρω. Συγχωρήστε με, πατέρες.
Αφού απελπίσθηκαν απ’ όλους, σκέφθηκαν τον γέροντα Δανιήλ. Και ο π. Αβέρκιος, ο οικονόμος του μοναστηριού, ξεκίνησε με τον π. Αλύπιο για τα Κατουνάκια. Βράδιασαν στην Ι. Μονή της Σιμωνόπετρας.
– Πρόσεχε, πάτερ Αλύπιε. Τώρα που θα πάμε στο μοναστήρι, μην πεις την ευχή και τρομοκρατήσουμε τους πατέρες…
Στον νάρθηκα όμως της εκκλησίας ξεχάσθηκε και ην πρόφερε μια φορά και γύρω του τότε έγινε… σεισμός. Την άλλη μέρα έφθασαν στα Κατουνάκια.
Ο γέρων Δανιήλ έμαθε το ιστορικό και μετά πήρε ιδιαιτέρως τον π. Αλύπιο.
– Εγώ, του είπε, δεν είμαι πνευματικός, αλλά πρέπει να μάθω λεπτομερώς την πνευματική σου ζωή. Θα μου κάνεις λοιπόν γενική εξομολόγηση και θα περιγράψεις το πώς σου συνέβη για πρώτη φορά το φαινόμενο.
– … Εκείνη την νύχτα αγρυπνούσα στο παρεκκλήσιο της αμπελικής κοντά στην Ι. Μονή Ξενοφώντος και προσευχόμουν με το κομποσχοίνι. Σε μια στιγμή χτύπησε ο μάνταλος της πόρτας! Ένιωσα ένα φόβο στην καρδιά μου και κλονισμό στο σώμα μου. Συνέχισα όμως την προσευχή. Εν τω μεταξύ τα χτυπήματα έγιναν περισσότερα. Ο μάνταλος πήγαινε πάνω-κάτω. Σε λίγο άρχισε να χτυπάει και η πόρτα! Ένα δυνατό χτύπημα. Δεύτερο δυνατό χτύπημα. Αντιλήφθηκα πως ήταν κάτι σατανικό. Προχώρησα ως την πόρτα, αλλά δεν είδα τίποτα. Σε λίγο πάλι χτυπήματα και πάλι κλονισμός στο σώμα μου. Βεβαιώθηκα τότε πως ήταν του διαβόλου και δεν έδωσα σημασία. Με περισσότερο τώρα ζήλο έλεγα την ευχή. Τα χτυπήματα όμως αυξήθηκαν και όχι μόνο το σώμα μου, η πόρτα, αλλά και ολόκληρη η εκκλησία βρισκόταν σε μια περίεργη κίνηση. Από την στιγμή εκείνη, όταν σταματούσα την ευχή έπαυαν οι κινήσεις. Όταν την έλεγα, άρχιζαν. Έτσι έχουν τα πράγματα, άγιε γέροντα.
Ο γέρων Δανιήλ βυθίστηκε σε σκέψεις. Πρωτάκουστη περίπτωση. Αλλά δεν τον φόβισε. Και δικαίως, γιατί στους πνευματοφόρους ανθρώπους τίποτε δεν μένει ανεξήγητο. Όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος, «Ο πνευματικός ανακρίνει πάντα». Για μια στιγμή σαν να φωτίσθηκε, ρώτησε τον μοναχό:
– Πάτερ Αλύπιε, όταν άρχισαν τα πρώτα έντονα χτυπήματα στην πόρτα, και κατάλαβες ότι πρόκειται για διαβολική ενέργεια, τι είπες με τον λογισμό σου; τι αισθήματα κυριάρχησαν στην ψυχή σου; φόβος και δειλία ή αταραξία και περιφρόνηση; Ή μήπως κάτι άλλο τυχόν;
Ο π. Αλύπιος ανέφερε λεπτομέρειες. Και ο γέρων Δανιήλ βρήκε την εξήγηση του φαινομένου. Καθώς ο διάβολος δημιούργησε τον θόρυβο, ο π. Αλύπιος έλεγε μέσα του: «Ας χτυπάει όσο θέλει. Εμένα δεν πρόκειται να με αποσπάσει από την προσευχή μου. Μήπως τα ίδια δεν έκανε στον Μ. Αντώνιο; Αυτός την δουλειά του κι εγώ την δική μου. Είτε ο κλονισμός στο σώμα μου είναι ενέργεια της χάριτος είτε ενέργεια του φθονερού μισόκαλου, εγώ πρέπει συνεχώς μέχρι εσχάτης μου αναπνοής να λέω την ευχή, και θα σκάσει ο διάβολος».
Δηλαδή, τον κατέλαβε μια αδιόρατη εκ πρώτης όψεως ομίχλη υπερηφάνειας και έδειξε προς τον εχθρό υπεροπτική περιφρόνηση, σαν να είχε φθάσει στα μέτρα του Μ. Αντωνίου. Μολυσμένη πια η προσευχή του από την οίηση δεν ανέβαινε ευπρόσδεκτη στον Θεό.
Ο γέρων Δανιήλ ανέλυσε σε βάθος την υπόθεση και συμβούλευσε τον πολεμούμενο:
– Από τώρα και στο εξής λέγε την ευχή με ταπείνωση, με συντριβή. Να την αισθάνεσαι, όταν την λες. Να πιστεύεις ότι είσαι ένας αμαρτωλός, ένας υπόδικος στα μάτια του Θεού. Να θεωρείς την ταραχή του σώματος ως σατανική ενέργεια. Και όταν παρουσιασθεί, να παρακαλείς νοερά τον Χριστό να την φυγαδέψει. Έτσι μόνο θα ελκύσεις την θεία χάρη.
Ο ταλαιπωρημένος από τον διάβολο μοναχός βρήκε την
θεραπεία του. Προσευχήθηκε ταπεινά και ειρήνεψε. Ρίχθηκε από τότε με
περισσότερο ζήλο στους πνευματικούς αγώνες και στην κατάκτηση της ταπεινώσεως.
Από το βιβλίο: ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ. Τόμος πρώτος.
Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2008, σελ. 51.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου