Πρόλογος
Ιεράς Κοινότητος Αγίου Όρους Άθω
«Την Εικόνα σου, Θεοτόκε, περικυκλούντες
Χαίρομεν, ως δι’ αυτής τειχιζόμενοι»
(Ακολουθία
της λιτανείας της Δευτέρας του Πάσχα)
Η διαχρονική
και σημερινή πραγματικότης του Αγίου Όρους, η ιστορία του όλη, περιγράφεται ως
συσπείρωσις γύρω από την Εικόνα της Θεοτόκου και συγχρόνως περιτείχισίς του από
αυτήν.
Τα ίχνη των
πρώτων μεμονωμένων ασκητών του ορεινού όγκου του δυσβάτου και σχεδόν
ακατοικήτου τότε Άθωνος χάνονται μέσα εις τα βάθη της ιστορίας των πρώτων
μεταχριστιανικών αιώνων. Η ιστορία όμως της άκρης αυτής της μακεδονικής γης,
την οποίαν σήμερον γνωρίζομεν ως «Άγιον Όρος», αρχίζει κατ’ ουσίαν όταν η
Αθωνική Χερσόνησος αποκτά θεσμικήν υπόστασιν και αναγνωρίζεται ως ενιαίον όλον
με κεντρικήν διοίκησιν και αντιπροσώπευσιν.
Ο ναός του Πρωτάτου και η Κοινότητα απο το έργο "Άθως Είκοσι μία ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο χαραγμένες απο τον ζωγράφο χαράκτη Γ. Μόσχο" Αθήνα 1985. |
Δώδεκα αιώνες
παρήλθον πλέον από την κρίσιμον εκείνην καμπήν της ιστορίας, μετά την οποίαν ο
Άθως αρχίζει να προικίζεται σταδιακώς με ειδικόν προνομιακόν καθεστώς
αυτοδιοικήσεως. Τούτο έκτοτε συνιστά θεμέλιον λίθον της παραδόσεώς του και
κύριον όργανον της διατηρήσεώς του εν ακμή επί μακράν σειράν αιώνων δια μέσου
παντοίων περιστάσεων και εξελίξεων, αλλά και εγγύησιν διά το μέλλον του. Η
δύναμίς του έγκειται εις τας ισχυράς βάσεις του: Την πνευματικότητα και την
αναφοράν των πάντων εις την Θεομήτορα.
Καθ’ όλον το
υπερχιλιόχρονον τούτο διάστημα μέχρι σήμερον τα συστατικά στοιχεία της
κεντρικής συνενώσεως του Άγίου Όρους παραμένουν κατά βάσιν αναλλοίωτα: Ο Πρώτος
(σήμερον η Ιερά Κοινότης), αι Καρυαί, το Πρωτάτον, η εικών της Θεοτόκου.
Η Αθωνική
Χερσόνησος είναι διάσπαρτος από θαυματουργούς εικόνας, κυρίως μάλιστα της
Θεοτόκου, περισσότερον ή ολιγώτερων γνωστάς, εις τα ιστορικά και σεβάσμια Ιερά
Σκηνώματά της Έκάστη εξ αυτών κέκτηται ιδίαν χάριν και θαυμαστήν ιστορίαν,
ωρισμέναι δε αποτελούν αντικείμενα μεγίστης ευλαβείας ανά τον Ορθόδοξον κόσμον.
Η Υπεραγία Θεοτόκος του Πρωτάτου είναι όμως κάτι το διαφορετικόν διά το ίδιον
το Άγιον Όρος.
Ο κοινός βίος
του Αγίου Όρους από της πρώτης αρχής του μέχρι σήμερον συσπειρώνεται γύρω από
το Παλλάδιον του Κέντρου του, την επισημό τατην των εικόνων του, την «Παναγίαν
Καρυώτισσαν», όπως τούτο, διά πρώτην φοράν τοσούτον τεκμηριωμένως, αναλύεται
και εις τα κείμενα του τεύχους αυτού. Είναι η αποτύπωσις της συλλογικής
συνειδήσεως των αγιορειτών, το κατ’ εξοχήν ιερόν σύμβολον του Κοινού, της
πνευματικής και διοικητικής ενότητός του, ενώπιον του οποίου λαμβάνουν χώραν
όσαι επίσημοι πράξεις αφορούν την ιδίαν την θεσμικήν υπόστασιν του Αγίου Όρους.
Εγκαθιδρυμένη
εις το ιερόν σύνθρονον του Βήματος του Πρωτάτου, αποτελεί την «Επίσκοπον του
Όρους», ως «Έφορος και Προστάτις του Λειμώνος» της και των αφωσιωμένων εις
αυτήν (βλ. Ακολουθίαν Ι. Εικόνος).
Δικαίως
λοιπόν θα ηδύνατο η «Καρυώτισσα» να νοηθή ευρύτερον και ως «Αθωνίτισσα». Πριν
από χίλια έτη άλλωστε η πρώτη σωζομένη μολυβδίνη σφραγίς του Πρώτου φέρει ως
επιγραφήν την επίκλησιν «Υπεραγία Θεοτόκε του Άθωνος», εκτύπωμα της οποίας
βλέπομεν εις το οπισθόφυλλον του παρόντος τεύχους.
Από τους βυζαντινούς
ακόμη χρόνους μεγαλειώδης, συμβολοκή και επισημοτάτη λατρευτική εκδήλωσις του
Όρους υπήρξεν η λιτανεία του Πρωτάτου την Δευτέραν του Πάσχα με προεξάρχουσαν
της πομπής την Παναγίαν την «Καρυώνυμον». Επιπροσθέτως κατά τους τελευταίους
αιώνας ανεπτύχθη και ελαμπρύνθη εις την Παναγίαν του Πρωτάτου ο εορτασμός κατά
την 11ην Ιουνίου του θαύματος της παραδόσεως του Αρχαγγελικού ύμνου
«Άξιον Εστίν» εις τον μοναχόν του Κελλίου εν τω Λάκκω του «Άδειν» πλησίον των
Καρυών. Ο εορτασμός αυτός έλαβεν τοιαύτην αίγλην, ώστε σήμερον πλέον η
πάνσεπτος αύτη εικών να είναι γνωστή ανά την οικουμένην με την ονομασίαν του
«Άξιον Εστίν».
Και όντως
άξιον είναι να μακαρίζεται εις το Περιβόλιόν της η Πανάμωμος Μήτηρ του Κυρίου,
άξιον είναι και οι τεταγμένοι εις την διακονίαν του Υιού της αγιορείται μοναχοί
να απολαμβάνουν την παράκλησιν και την ευλογίαν της.
Η ευλογία της
Θεοτόκου εφύτευσεν και έθρεψεν τον αθωνικόν μοναχισμόν.
Η ευλογία της
Θεοτόκου ανέδειξεν αυτόν εις συγκροτημένην Μοναστικήν Πολιτείαν, επροίκισεν με
προνίμια και ελευθερίας και συνετήρησεν και θα συντηρή διά των αιώνων αλώβητον.
Την ευλογίαν
της Θεοτόκου κομίζει το Άγιον Όρος εις τον κόσμον.
Αι
θαυματουργοί εικόνες κατά παγίαν τάξιν δεν εξέρχονται του Αγίου Όρους. Κατά την
τελευταίαν όμως 35ετίαν αι απαιτήσεις των συγχρόνων καιρών επέτρεψαν την
σπανίαν έξοδον, κατά τρόπον προνομιακόν, της εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου του
«’Αξιον Εστίν» και μόνον. Το γεγονός τούτο προϋποθέτει όλως ειδικάς
εθνικοθρησκευτικάς περιστάσεις και ανάγκας, αλλά και παρουσίαν, κατά παράδοσιν,
συνήθως συσσώμου της Ι. Κοινότητος, και σηματοδοτεί τι το επισημότατον,
εξαίρετον, μοναδικόν και αποκλειστικόν.
Μετά το
πρόσφατον δράμα του σεισμού της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 εις την Αττική
η ευαίσθητος ακοή του αγιορειτικού κόσμου αφουγκράσθη με συγκίνησιν την αγωνίαν
του λαού, την κλήσιν των καιρών, δι’ ενεργόν συμπαράστασιν εις το έργον της
αντιμετωπίσεως των συνεπειών της καταστροφής. Ούτω η καθ’ ημάς Ιερά Κοινότης
του Αγίου Όρους άθω έλαβεν την μεγάλην απόφασιν κατ’ εξαίρεσιν, εις
ανταπόκρισιν προς προηγουμένην πρόσκλησιν της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, να
συμπράξη εις το αντίστοιχον έργον της, κομίζουσα την ευλογίαν, πνευματικήν και
υλικήν, της Παναγίας του «Άξιον Εστίν» εις Αθήνας τον Οκτώβριον του 1999.
Πρόκειται περί πνευματικής χειρονομίας, απευθυνομένης προς όλους, την Εκκλησίαν
της Ελλάδος, την Ελληνικήν Πολιτείαν, τον ελληνικόν λαόν.
Τούτο
απετέλεσεν και την αφορμήν της εκδλοσεως του παρόντος λιτού και περιεκτικού
τεύχους, εις τους συντελεστάς του οποίου, εξαιρέτους επιστήμονας και γνησίους φίλους
του Αγίου Όρους και της Θεοτόκου, οφείλομεν θερμάς ευχαριστηρίους και
συγχαρητηρίους ευχάς.
Εάν η όλη
προσπάθεια αυτή συντελέση ώστε κάποιοι να νιώσουν την Υπεραγίαν Θεοτόκον του
Άθωνος από την ακρότομον κορυφήν του να εφαπλοί την στοργικήν σκέπην της επί
τον λαόν του Θεού, τούτο θα θεωρήσωμεν μεγίστην αντιμισθίαν και ανάπαυσιν
Άπαντες οι εν
τη κοινή Συνάξει Αντιπρόσωποι και Προϊστάμενοι των είκοσιν Ιερών Μονών του
Αγίου Όρους Άθω.
Άγιον Όρος στο κέντρο ο ναός του Πρωτάτου, Ξυλογραφία. Τέλος 17ου -αρχές 18ου αιώνα |
Το Άξιον Εστίν – Ιστορία – Λατρεία (ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ Διευθυντής Ερευνών
ΙΒΕ/ΕΙΕ
Η λειτουργική
ζωή και οι δραστηριότητες της κεντρικής διοίκησης της μοναστικής πολιτείας του
Άθω, από την εποχή της εμφάνισης της στο
προσκήνιο της ιστορίας, πρίν από τον 10ο αιώνα και ώς σήμερα,
εκτυλίσσονται γύρω από ένα χώρο λατρείας που δεν είναι άλλος από το ναό του
Πρωτάτου στις Καρυές. Η ιστορία του ναού, όπως είναι εύλογο, συνδέεται άμεσα με
την παρουσία της λατρευτικής εικόνας, της Θεοτόκου «Άξιον Εστίν», που
φυλάσσεται στο ιερό βήμα επάνω στο σύνθρονο του ναού. Ναός και εικόνα αποτελούν
τα ιερά σύμβολα της πνευματικής και διοικητικής ενότητας του συνόλου των
Αγιορειτών, για τους οποίους διοίκηση και λατρεία αλληλοεμπεριχωρούνται
δημιουργώντας μια λειτουργική και δυναμική σχέση.
Σύμφωνα με το
Βίο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, όταν ο Λέων Φωκάς, αδελφός του
αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά και δομέστικος των Σχολών της Δύσης (δηλαδή
στρατηγός) έφθασε, περί τα τέλη του 959, στο Όρος για προσκύνημα, βρήκε στις
Καρυές ένα ναό, μικρό και στενόχωρο, ανεπαρκή για να καλύψει τις ανάγκες των
μοναχών που συνεχώς πλήθαιναν (ός πάνυ βραχύτατος ων πολλήν παρείχε τοις
γέρουσι στενοχωρίαν εν ταις συνάξεσι). Μέσω του οσίου Αθανασίου, οι μοναχοί των
Καρυών απέσπασαν από το στρατηγό την υπόσχεση για την οικοδόμηση ενός νέου
ναού. Λίγα χρόνια αργότερα, περί το 964, πάλι μεσολάβηση του οσίου, ο Λέων
πραγματοποίησε την υπόσχεσή του, ο ναός που ανήγειρε ήταν πολύ μεγαλύτερος και
ωραιότερος από τον παλαιό και κοσμήθηκε με μαρμάρινο τέμπλο.
Δεν υπάρχει
καμία ασφαλής μαρτυρία για το χρόνο οικοδόμησης του ναού του Πρωτάτου που
επισκέφθηκε ο Λέων. Πρόσφατα υποστηρίχθηκε ότι πρώτος κτίτωρ του ναού υπήρξε ο
αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ (856-866). Η σχετική μαρτυρία παραδίδεται από τον
Δομετιανό, βιογράφο των ιδρυτών της μονής Χιλανδαρίου αγίων Συμεών και Σάββα,
είναι πολύ μεταγενέστερη από το γεγονός (μέσα 13ου αιώνα) και δεν
επιβεβαιώνεται από καμία άλλη πηγή. Επιπλέον, στην Παρρησία του Πρωτάτου, που συντάχθηκε στο δεύτερο μισό του 14ου
αιώνα και πιθανόν αντικατέστησε παλαιότερη φθαρείσα, τα ονόματα των βυζαντινών
αυτοκρατόρων που μνημονεύονται αρχίζουν από τον Βασίλειο Α’, διάδοχο του
Μιχαήλ. Τούτο σημαίνει ότι στην παλαιότερη Παρρησία
ή (αν δεν υπήρξε τέτοια και η παρούσα είναι η πρώτη που συντίθεται με βάση την
προφορική παράδοση) τουλάχιστον στη συλλογική μνήμη των Αθωνιτών οι
ευεργετήσαντες το Πρωτάτο βασιλείς αρχίζουν από τον ιδρυτή της Μακεδονικής
δυναστείας.
Η οικοδόμηση
του παλαιού ναού του Πρωτάτου είναι λογικό να σχετίζεται με τη συγκρότηση του
πρώτου αντιπροσωπευτικού σώματος εγκρίτων μοναχών που πρέπει να τεθεί
χρονολογικά στις τελευταίες δεκαετίες του 9ου αιώνα. Είναι γνωστό,
βέβαια, ότι ο Πρώτος του Άθω, που εδρεύει στις Καρυές, μνημονεύεται για πρώτη
φορά το 908. Είναι ο ευλαβέστατος μοναχός Ανδρέας και πρώτος ησυχαστής του
αυτού περιωνύμου όρους, που αναφέρεται σε επικυρωτικό έγγραφο του Λέοντος Στ’
του Σοφού. Δεν γνωρίζουμε αν ο Ανδρέας είναι ο πρώτος μοναχός που αναλαμβάνει
το αξίωμα. Και αν ακόμη τα πράγματα έχουν έτσι, και μόνον η εμφάνισή του στη
χρονική αυτή στιγμή προϋποθέτει τη λειτουργία, τουλάχιστον για μερικές
δεκαετίες, κάποιας μορφής κεντρικής οργάνωσης, η οποία καταλήγει στην επιλογή
ενός προσώπου για την άσκηση ενός έστω και υποτυπώδους διοικητικού
λειτουργήματος. Και είναι επίσης αυτονόητο ότι η λειτουργία οποιουδήποτε είδους
μοναστικής συνάξεως (λαύρας ή σκήτης, όπως αυτές λειτούργησαν ήδη από τα πρώτα
χριστιανικά χρόνια στην έρημο της Αιγύπτου, και ακόμη μονής ή κελλίου ή συνόλου
κελλίων) δεν νοείται χωρίς την ύπαρξη ενός, έστω και ταπεινού, κέντρου
λατρείας. Το 908, ο μοναχός Ανδρέας ασφαλώς θα αναδείχθηκε Πρώτος από μία
συνέλευση μοναχών που συνήλθε μέσα σε ένα ναό. Επομένως, παρά τις εύλογες
επιφυλάξεις, που μόνον η αρχαιολογική σκαπάνη πιθανόν να άρει, πρέπει να γίνει
δεκτό ότι ένας ναός, στην ίδια ακριβώς θέση που βρίσκεται η σημερινή εκκλησία
του Πρωτάτου, υφίστατο τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες του 9ου αιώνα.
Η παλαιότερη
μαρτυρία ότι ο ναός είναι αφιερωμένος στη Θεοτόκο παραδίδεται στο Βίο του οσίου
Πέτρου του Αθωνίτη, που συγγράφηκε πιθανότατα μεταξύ 970 και 980. Ωστόσο, δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή ήταν και η αρχική αφιέρωση. Και ασφαλώς η
αφιέρωση ενός ναού προϋποθέτει και την ύπαρξη μιάς λατρευτικής εικόνας, η οποία
δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ως εκ της
θέσεώς της στον κεντρικό ναό των Αθωνιτών γίνεται η εφέστια εικόνα του Αγίου
Όρους. Η υπάρχουσα σήμερα εικόνα της Θεοτόκου είναι μία θαυμάσια παλαιολόγεια,
που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα και φέρει την
επιγραφή «Μ[ήτη]ρ Θ[εο]υ η Καριώτησα». Ωστόσο, εικόνα με την ίδια επωνυμία
υπάρχει στο Πρωτάτο ήδη στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο προμνημονευθείς
Δομετιανός, περιγράφοντας το προσκύνημα του αγίου Σάββα στο Πρωτάτο το 1229
αναφέρει ότι ο άγιος προσήλθε στο ναό και προσκύνησε την εικόνα της Θεοτόκου
της Καρυώτισσας. Ο Δομετιανός συγγράφει το Βίο των Συμεών και Σάββα το 1264, ως
παλαιός Αγιορείτης, όμως, περιγράφει κάτι το οποίο γνωρίζει και ο ίδιος και
ασφαλώς υπάρχει πολύ πρίν από αυτόν. Πέρα όμως από τη μαρτυρία του σέρβου
μοναχού, που είναι και η παλαιότερη, ως τώρα, γνωστή για την επωνυμία της
Θεοτόκου του Πρωτάτου ως «Καρυώτισσας», ο ίδιος ο τύπος της εικόνας της
Θεοτόκου Ελεούσας παραπέμπει σε ακόμη παλαιότερη εποχή. Είναι, επομένως,
δυνατόν να Διατυπωθεί η βάσιμη υπόθεση ότι η αρχική λατρευτική εικόνα της
Θεοτόκου θα ανήκε τουλάχιστον στον 10ο αιώνα και πολύ σύντομα θα
απέκτησε την επωνυμία της Καρυώτισσας. Και η εικόνα αυτή, φθαρμένη από την
πολυετή λατρευτική χρήση, αντικαταστάθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα
από άλλη παρόμοια. Η προσωνυμία της Θεοτόκου του Πρωτάτου ως Καρυώτισσας είναι
ευρύτατα διαδεδομένη στον Άθω στα βυζαντινά χρόνια. Παραδίδεται σε μεγάλο
αριθμό κτητορικών σημειωμάτων λειτουργικών χειρογράφων του ναού. Αποκαλείται
«πανύμνητος, θεία και αμόλυντος Κόρη η Καρυώνυμος» ή «των Καρεών». Η συχνότατη
αυτή ευλαβής αναφορά αντανακλά συγρόνως τη φήμη αλλά και το σεβασμό που ενέπνεε
η εικόνα.
Η επωνυμία
της εικόνας «Άξιον Εστίν» συνδέεται με την καταγραφή του θαύματος που
επιτελέσθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ μπροστά στην εικόνα, η οποία βρισκόταν
σε ένα κελλί κοντά στις Καρυές. Σήμερα γνωρίζουμε το πρωτότυπο κείμενο της
καταγραφής του θαύματος από το αυτόγραφο χειρόγραφο του συντάκτη του, που είναι
ο Πρώτος του Αγίου Όρους Σεραφείμ. Το περιεχόμενό του είναι το εξής:
Σε ένα κελλί
της σκήτης των Καρεών, στο μεγάλο λάλλο του Άδειν, ζούσε ένας γέροντας
ιερομόναχος με τον υποτακτικό του. Κάποιο απόγευμα Σαββάτου ο γέροντας πήγε στο
Πρωτάτο για τη συνήθη αγρυπνία. Αργά το Βράδυ ένας ξένος οδοιπόρος κτύπησε τη
θύρα του κελλίου. Ο μοναχός τον δέχθηκε και τον οδήγησε, κατά το έθος, στην
εικόνα της Θεοτόκου. Εκεί ο ξένος έψαλε με εξαίσια μελωδία τον άγνωστο ως τότε
στους μοναχούς αρχαγγελικό ύμνο «Άξιον Εστίν». Έκπληκτος ο μοναχός από την
εξαίσια ψαλμωδία του ζήτησε να γράψει τον ύμνο. Μην έχοντας χαρτί προσκόμισε
μία πλάκα, όπου ο ξένος, που δεν ήταν άλλος από τον αρχάγγελο Γαβριήλ,
θαυματουργικά, σύροντας τον δάκτυλο έγραψε τον ύμνο και κατόπιν έγινε άφαντος.
Η πλάκα μεταφέρθηκε στη σύναξη και στον Πρώτο, ο οποίος με τη σειρά του την
έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, με γράμματα για τον αυτοκράτορα και τον
πατριάρχη. Από τότε και ο λάκκος έλαβε την ονομασία λάκκος του Άδειν (δηλαδή
ψάλλειν).
Η καταγραφή
του θαύματος από τον Πρώτο Σεραφείμ έγινε στις πρώτες δεκαετίες του 16ου
αιώνα και, πάντως, πριν από το 1516. Και τούτο γιατί η διήγηση έχει μεταφρασθεί
στη ρωσική από τον Μάξιμο τον Γραικό, ο οποίος ασφαλώς γνώρισε το κείμενο κατά
τη δεκαετή παραμονή του στο Άγιον Όρος, πρίν από την αποδημία του στη Ρωσία
(1505/6-1516). Ωστόσο, το θαύμα πρέπει να κυκλοφορεί στον Άθω πολύ πρίν από τον
16ο αιώνα, και ο Σεραφείμ καταγράφει μία προϋπάρχουσα προφορική
παράδοση. Ο λάκκος του Άδειν είναι καθιερωμένο τοπωνύμιο ήδη στην αρχή του 16ου αιώνα. Μνημονεύεται ως τόπος της περιοχής των
Καρυών στον οποίο μάλιστα υπάρχουν κελλία, σε έγγραφο του Πρώτου και της
συνάξεως του 1500/1. Εξάλλου, είναι κοινός τόπος ότι διηγήσεις θαυμάτων ή άλλων
θαυμαστών γεγονότων μεταφέρονται ως προφορική παράδοση πολλές φορές για αιώνες
πριν καταγραφούν.
Ο Σεραφείμ
είναι γνωστός Αγιορείτης. Η παρουσία του στον Άθω μαρτυρείται πριν από τον Μάιο
του 1496, οπότε συντάσσει έγγραφο του Πρώτου Ιγνατίου, και οπωσδήποτε ως τα
τέλη του 1548, όταν συνθέτει το Βίο του οσίου Θεοφίλου του Μυροβλύτου (8
Ιουλίου). Δεν είναι μοναστηριακός μοναχός. Ζει στο κελλίο του Κωφού, που
βρίσκεται μέσα στον οικισμό των Καρυών, και δραστηριοποιείται στο χώρο του
Πρωτάτου και της διοίκησης του Αγίου Όρους. Είναι παρών και αναμιγνύεται στην
επίλυση ενδοαγιορειτικών υποθέσεων και για περισσότερα από σαράντα χρόνια (πριν
από το 1496 και ως το 1539) συντάσσει λεγγραφα κυρίως αποφάσεων Πρώτων.
Συνθέτει αγιολογικά κείμενα συγχρό νων του αγίων, όπως του διάσημου κωδικογράφου
Θεοφίλου του Μυροβλύτου και του Διονυσίου του εν Ολύμπω, τους οποίους γνωρίζει
προσωπικά, συμβάλλοντας στην καθιέρωση της μνήμης τους, καταγράφει θαυμαστά
γεγονότα που συνέβησαν στον Άθω και αντιγράφει Βίους αγίων, κυρίως Αθωνιτών,
όπως του Κοσμά Ζωγραφίτου και του Νεκταρίου του Καρεώτου. Τον Ιανουάριο του
1538 αναλαμβάνει το αξίωμα του Πρώτου του Αγίου Όρους και φέρει τον τίτλο του
πατριαρχικού πρωτοσύγκελου, που του απονεμήθηκε πιθανότατα από τον πατριάρχη
Ιερεμία Α’. Ο τελευταίος επισκέφθηκε πολλές φορές το Άγιον Όρος και ασφαλώς θα
συναντήθηκε με τον δραστήριο μοναχό. Ο τίτλος του πατριαρχικού πρωτοσύγκελλου
δόθηκε, απ’ όσο είναι γνωστό, μόνο σε έναν ακόμη Πρώτο, Τον Γαβριήλ, σύγχρονο
και φίλο του Σεραφείμ, μιάν από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της εποχής, ο
οποίος ανήλθε στο αξίωμα αυτό πέντε φορές από το 1515 ως τα τέλη του 1538. Ως
Πρώτος, ο Σεραφείμ, σύμφωνα με προσωπική του μαρτυρία, ανοικοδόμησε εκ βάθρων
τους νάρθηκες, το κωδωνοστάσιο και ιστόρησε το ναό του Πρωτάτου «εκτός και
εντός». Στον ίδιο ναό αφιέρωσε και αντίγραφο της εφεστίας εικόνας.
Συμπερασματικά, ο Σεραφείμ είναι ο κατεξοχήν μοναχός που εστιάζει τις
δραστηριότητες του στην κοινή ανώτατη αρχή των Αθωνιτών, πασχίζοντας, μαζί με
τον Πρώτο Γαβριήλ, να δώσει αίγλη στο θεσμό του Πρώτου που έφθινε.
Η διήγηση του
Σεραφείμ για το θαύμα της εικόνας άρχισε ταχύτατα να αναπαράγεται και
παραδίδεται σε πολλά χειρόγραφα που χρονολογούνται ως τον 18ο αιώνα.
Ο πρώτος διασκευαστής της, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, επεξεργάσθηκε και
εκαλλώπισε φιλιλογικά το κείμενο του Σεραφείμ, αφήνοντας όμως ουσιαστικά
αναλλοίωτο το περιεχόμενό του. Νεότερη διασκευή περιέχεται στην ακολουθία που
συνέταξε για το θαύμα ο ιεροδιάκονος Βενέδικτος ο Συμιακός, το 1837, μετά από
αίτηση των εκκλησιαστικών του Πρωτάτου. Ο λόγιος αυτός μοναχός της μονής
Αγίου Παντελεήμονος, στο «συναξάριο» της ακολουθίας, επεξεργάσθηκε την αφήγηση
του Νικοδήμου και δημιούργησε ένα νέο κείμενο. Σε αυτό πρόσθεσε την πληροφορία
ότι το θαύμα συνέβη επί βασιλείας
Βασιλείου και Κωνσταντίνου των πορφυρογεννήτων, υιών Ρωμανού, επι πατριαρχείας
Νικολάου Χρυσοβέργη, το 980.
Η ανάμνηση
του θαύματος άρχισε να εορτάζεται, άγνωστο πότε, με πανήγυρη στο ναό του
Πρωτάτου στις 11 Ιουνίου. Μνεία του δεν υπάρχει στα γνωστά συναξάρια ή μηναία
της βυζαντινής περιόδου, ούτε ακόμη και σε χειρόγραφα μηναία που αντιγράφηκαν
για χρήση σε μοναστήρια του Άθω. Η παράλειψη αυτή δεν έχει και πολύ μεγάλη
σημασία. Τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας είναι κατεξοχήν συντηρητικά βιβλία
και δεν επιδέχονται εύκολα προσθήκες. Χειρόγραφα με όμοιο περιεχόμενο, που
αντιγράφηκαν και σε αγιορειτικά ακόμη μοναστήρια, πολύ μετά τον 16ο
αιώνα, ακολουθούν τη χειρόγραφη παράδοση των βυζαντινών μηναίων και συναξαρίων
χωρίς προσθήκες. Το θαύμα καταχωρίσθηκε, όμως, ως μνεία στα έντυπα μηναία του
16ου αιώνα. Στα έντυπα αυτά, ιδίως μετά τα μέσα του αιώνα, αρχίζουν
να παρεισφρύουν ως προσθήκες απλές αναγραφές, χωρίς να συνοδεύονται από
αντίστοιχη ακολουθία ή συναξαριακό κείμενο, για τη μνήμη αγίων ή θαυμάτων που
δεν υπάρχουν στα μηναία, ο εορτασμός τους όμως είναι ήδη καθιερωμένος ευρύτερα.
Έτσι, σε έντυπο μηναίο του Ιουνίου του 1568, στις 11 Ιουνίου, αναγράφεται: Τη
αυτή ημέρα η σύναξης του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν. Στην εκκλησιαστική
πρακτική αυτό σημαίνει προγενέστερη καθιέρωση σημαντικού εορτασμού, προφανώς
στο Άγιον Όρος και ειδικότερα στην ευρύτερη περιοχή των Καρυών. Είναι πολύ
πιθανόν, ο ίδιος ο Σεραφείμ, καταγράφοντας το θαύμα, να επανέφερε στο
εορτολόγιο του διοικητικού κέντρου των Αθωνιτών έναν παλαιότερο εορτασμό που εν
τω μεταξύ είχε ατονήσει.
Πέραν του
εορτασμού της Συνάξεως του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στις 11 Ιουνίου, κορυφαία
εκδήλωση τιμής προς την εικόνα της Θεοτόκου αποτελεί η λιτάνευσή της κατά τη
δεύτερη ημέρα του Πάσχα σε όλη την περιοχή των Καρυών. Δεν γνωρίζουμε πότε
ακριβώς καθιερώθηκε η ετήσια αυτή τελετή, αναμφίβολα πάντως ανάγεται στη
βυζαντινή περίοδο.
Το σωζόμενο τυπικό (τάξις) της λιτανείας χρονολογείται στον
16ο αιώνα, αποτελεί όμως επεξεργασμένη μορφή μιάς αρχικής ακολουθίας
των βυζαντινών χρόνων, εφόσον μνημονεύεται στάση της λιτανείας στη μονή
Αλυπίου, που έπαυσε να υφίσταται ως μονή ήδη τον 15ο αιώνα, και το
κελλί του Αγίου Αντωνίου [του Ξύστρη] αναφέρεται ως μονή, κάτι που ίσχυε μόνο
στους βυζαντινούς χρόνους.
Ο συμβολισμός
της εικόνας ως ενοποιητικού στοιχείου όλων των μοναχών του Αγίου Όρους
αντανακλάται στο συναξαριακό κείμενο που περιέχεται στην ακολουθία της
λιτανείας και διαβάζεται ως ανάγνωσμα στην τράπεζα του Πρωτάτου, κατά τη
διάρκεια του γεύματος μετά το πέρας της εκκλησιαστικής ακολουθίας. Πρόκειται
για «Διήγηση» δύο θαυμαστών γεγονότων που συνέβησαν κατά τη λιτάνευση της εικόνας,
που τοποθετούνται χρονικά στις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα.
Το 1508, όταν
η λιτανεία έκανε την προβλεπόμενη από το τυπικό στάση στο διονυσιάτικο κελλί
του Αγίου Στεφάνου, οι μοναχοί του κρύφθηκαν και δεν βγήκαν να συμμετάσχουν
στην τελετή. Το ίδιο βράδυ καταρρακτώδης βροχή και χαλάζι κατέστρεψαν ολοσχερώς
όλα τους τα κτήματα, ενώ έμειναν ανέπαφες οι καλλιέργειες των υπόλοιπων Καρυών.
Για την πράξη τους δέχθηκαν τα επιτίμια του πρώην πατριάρχη Νήφωνος Β’, που
εσχόλαζε στη μονή Διονυσίου, και τον επόμενο χρόνο συμμετείχαν με ιδιαίτερο
ζήλο στη λιτανεία του Πρωτάτου.
Λίγα χρόνια
αργότερα, οι μοναχοί της μονής Κουτλουμουσίου αποχώρησαν από την τελετουργία
λέγοντας «ημείς μοναστήριον μέγιστον εσμέν και οφείλομεν ιδίως λιτανεύειν». Η
τιμωρία ήταν άμεση, αλλόφυλοι πειρατές έκαψαν το καραβοστάσιο και το καράβι της
μονής. Προσωρινά επανήλθαν στην κοινή λατρευτική εκδήλωση του Πρωτάτου. Μετά
από μερικά χρόνια, η νέα άρνηση τους επέφερε περισσότερα δεινά. Η νεόδμητη
τράπεζα και τα άλλα κτίσματα της μονής καταστράφηκαν σαν τα τείχη της Ιεριχούς.
Το κακό σταμάτησε με την οριστική επάνοδό τους στη λιτανεία.
Οι δύο
διηγήσεις αποσκοπούν στο να φρονιματίσουν τους ασεβούντες απέναντι στην
εικόνα-σύμβολο του συνόλου της μοναστικής κοινότητας, αλλά και να αναδείξουν
την ιερότητα του διοικητικού της κέντρου. Όλοι οι Αγιορείτες, μοναστηριακοί και
κελλιώτες, πρέπει να γνωρίζουν ότι η περιφρόνηση του Πρωτάτου και των
λατρευτικών του εκδηλώσεων, η τάση εσωστρέφειας και η απομάκρυνση από τα κοινά
του Άθω επισύρουν τη θεία τιμωρία.
Η πολλαπλών
συμβολισμών πολύωρη λιτανεία συνεχίζεται ως σήμερα και ακολουθεί, με μικρές
διαφοροποιήσεις, την ίδια διαδρομή, όπως στα βυζαντινά χρόνια. Συμμετέχουν η
Ιερά Επιστασία, οι πολιτικές αρχές του Αγίου Όρους, μεγάλος αριθμός ιερομονάχων
και διακόνων καθώς και πλήθος μοναχών και προσκυνητών.
Στη σύγχρονη
ιστορία, η συλλογική αντίληψη των Αγιορειτών ότι η εικόνα της Θεοτόκου «Άξιον
Εστίν» είναι το κατεξοχήν κοινό ιερό σύμβολο, ενώπιον και εν ονόματι του οποίου
λαμβάνονται και επικυρώνονται όλες οι κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν την
υπόσταση του Αγίου Όρους, καταφαίνεται από τα γεγονότα που ακολύθησαν την
απελευθέρωση του Αγίου Όρους από τον οθωμανικό ζυγό.
Το πρόβλημα
της κυριαρχίας του ιερού τόπου δεν έληξε με την παρουσία στη χερσόνησο του
ελληνικού στόλου τον Νοέμβριο του 1912. Το 1913, η ρωσσική κυβέρνηση έφερε το
θέμα του κάθε στώτος του Αγίου Όρους στη Διάσκεψη του Λονδίνου, ζητώντας να
υιοθετηθεί ένας τρόπος διοίκησης που κατέλυε κυριολεκτικά όλους τους αιωνόβιους
αγιορειτικούς θεσμούς και άφηνε το Όρος στην απόλυτη κυριαρχία των Ρώσων.
Συγχρόνως, με διμερείς συνομιλίες έπεισε την ελληνική κυβέρνηση να δεχθεί να
αποσύρει τα ελληνικά στρατεύματα από τον Άθω, να υιοθετήσει την αρχή της
ουδετερότητάς του και την ανάληψη της προστασίας του απ’ όλα τα ορθόδοξα κράτη.
Οι μοναχοί
αντέδρασαν άμεσα στην επαπειλούμενη διεθνοποίηση του τόπου. Στις 3 Οκτωβρίου
1913, συγκάλεσαν το ανώτατο θεσμικό όργανο της μοναστικής πολιτείας, την
Έκτακτη Διπλή Σύναξη. Μετά την κρίσιμη συνεδρίαση, οι αντιπρόσωποι των μονών κατήλθαν
στο ναό του Πρωτάτου και στάθηκαν «ενώπιον της εφεστίου και θαυματουργού
εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου «Άξιον Εστίν». Με την επίκληση της μαρτυρίας
της, όλοι, πλήν των Ρώσων, υπέγραψαν το συνταχθέν «Ιερόν ψήφισμα» στο οποίο
διακηρύσσεται ότι η μοναστική πολιτεία του Άθω «αποκρούει εντόνως ως ολεθρίαν
διά την περαιτέρω εξέλιξιν του μοναχικού βίου εν Αγίω Όρει την ιδέαν της
διεθνοποιήσεως, ή ουδετεροποιήσεως, ή συγκυριαρχίας, ή συμπροστασίας, ή όπως
άλλως ήθελέ τις ονομάσει την τάσιν πολιτικής εκμεταλλεύσεως του Ιερού Τόπου
ημών, θεωρεί δε το ιερόν έδαφος του ΆγίουΌτους αναποσπάστως ηνωμένον μετά του
όλου εδάφους του Ελληνικού Βασιλείου».
Η Παναγία Άξιον Εστίν / Η εικόνα (ΓΙΑΝΝΗΣ
ΤΑΒΛΑΚΗΣ Δρ. Βυζαντινολόγος)
Η εικόνα της
Παναγίας «Άξιον Εστίν» είναι η πιο γνωστή και η περισσότερο τιμημένη του ναού
του Πρωτάτου. Φυλάδδεται σε ειδικό ξύλινο προσκυνητάρι πίσω από την αγία
Τράπεζα, πάνω στο σύνθρονο του ιερού βήματος του ναού, και είναι καλυμμένη με
αργυρή επένδυση. Παλαιότερα η εικόνα ήταν μαυρισμένη από την πολυκαιρία και την
κάπνα. Μετά τον πρόσφατο καθαρισμό της αποκαλύφθηκαν, σε καλή σχετικά
κατάσταση, οι μορφές της Παναγίας και του Χριστού, που συνοδεύονται από τις
επιγραφές: Μ[ΗΤΗ]Ρ Θ[ΕΟ]Υ Η ΚΑΡΙΩΤΗCΑ – Ι[ΗCOY]C X[ΡICTO]C και η επιγραφή στο ειλητάριο:
ΠΝ[ΕΥΜ]Α Κ[ΥΡΙΟ]Υ ΕΠ ΕΜΕ ΟΥ ΕΙΝ[ΕΚΕΝ ΕΧΡΙCEN ME] (Λουκ. 4,18).
Η Παναγία
κρατεί τον Χριστό στην αγκαλιά της και σκύβει ελαφρά για να ακουμπήσει το
μάγουλό της στο δικό του. Το αριστερό της χέρι περνά κάτω από τα πόδια του
Χριστού και έχει ανάμεσα στα δάκτυλα την άκρη του ιματίου του. Το δεξί κρύβεται
κάτω από το Παιδίον και εμφανίζεται στην άλλη πλευρά να κρατεί το μισάνοικτο
ενεπίγραφο ειλητάριο. Σε αντίθεση προς την Παναγία, ο μικρός Χριστός
παρουσιάζεται με ζωηρή κίνηση. Το αριστερό πόδι απλώνεται μπροστά και το δεξί
λυγίζει στο γόνατο και γυρίζει προς τα πίσω. Το αριστερό του χέρι περνά κάτω
από το μαφόριο της Παναγίας, και το δεξί απλώνεται με έντονη κίνηση για να
ακουμπήσει στην άκρη του ειληταρίου που κρατεί η Παναγία.
Ανάλογη είναι
η κίνηση όλου του σώματός του την οποία ακολουθούν και οι πτυχώσεις των
ενδυμάτων του.
Ιδιαίτερη
εντύπωση προκαλεί ο τρόπος που έχει αποδοθεί η σάρκα των μορφών. Στο πρόσωπο
της Παναγίας και του Χριστού τα χαρακτηριστικά είναι ήρεμα, οι χρωματικοί τόνοι
έχουν ομαλές διαβαθμίσεις. Αντίθετα, τα άκρα του Χριστού πλάθονται με έμφαση
στην απόδοση των μυών και του σωματικού όγκου που τονίζεται όχι με τις
χρωματικές διαβαθμίσεις αλλά με τα γραμμικά περιγράμματα. Αυτά αποδίδουν έντονα
κάθε μυική σύσπαση που φθάνει και σε βαθμό περαμόρφωσης, όπως στα πέλματα και
τα γόνατα.
Η προσωνυμία
«Κερυώτισσα» της Παναγίας συναντάται εδώ για μοναδική φορά, απ’ όσο τουλάχιστον
γνωρίζω, και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το όνομα αυτό δόθηκε από τον αρχικό
αγιογράφο για να τονισθεί ο τοπικός χαρακτήρας της εικόνας των Καρυών, όπως
συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις. Το επίθετο πάντως αυτό δεν συνοδεύει τα
νεότερα αντίγραφα της εικόνας, ούτε του Πρώτου Σεραφείμ (16ος
αιώνας) ούτε του Νικηφόρου (1797), που βρίσκονται στο Πρωτάτο. Πιθανή αιτία της
παράλειψης αυτής θα μπορούσε να θεωρηθεί η αδυναμία ανάγνωσης του αρχικού
ονόματος από την κάπνα και την πολυκαιρία που θα την είχε ήδη καλύψει κατά τον
16ο αιώνα, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος σεβασμός σε μία
θαυματουργή εικόνα που έπρεπε να φυλάσσεται ως έχει.
Από
εικονογραφική άποψη, ο τύπος είναι αυτός της Παναγίας του Κύκου, μια παραλλαγή
δηλαδή της Ελεούσας η Γλυκοφιλούσας που φυλάσσεται στη μονή Κύκου στην Κύπρο.
Στα γνωστά παραδείγματα τόσο η Παναγία όσο και ο Χριστός παρουσιάζονται στην ίδια
στάση και με τις ίδιες κινήσεις, στοιχεία που φαίνεται ότι κατάγονται από τη
σκηνή της Υπαπαντής. Ιδιαίτερη σχέση παρατηρείται στην εικονογραφικά
χαρακτηριστική ενδυμασία του Χριστού, με το άνοιγμα του χιτωνίσκου στο λαιμό,
με τη γνωστή εικόνα της Παναγίας του Κύκκου από το Σινά, που χρονολογείται στο τελευταίο
τέταρτο του 13ου αιώνα.
Η ιστορία της
εικόνας της Παναγίας του Πρωτάτου είναι μεγάλη και ανάγεται σε απροσδιόριστη
ακόμη εποχή, αφού στο Βίο του οσίου Πέτρου του Αθωνίτη, που συγγράφηκε
πιθανότατα μεταξύ 970 και 980, μαρτυρείται ναός της Θεοτόκου που κατά πάσα
πιθανότητα ήταν ο ναός του Πρωτάτου, αφιερωμένος εξαρχής στην Παναγία. Στο ναό
αυτόν θα υπήρχε και εικόνα της Παναγίας, στην οποία θα απέδιδαν ιδιαίτερη τιμή,
αφού επρόκειτο για την εφέστια εικόνα όλων των αγιορειτών. Η παράδοση, που
αποτελεί βασικό στοιχείο για την τοπική ιστορία, συνδέει τη σημερινή εικόνα της
Παναγίας με την εμφάνιση του αρχαγγέλου Γαβριήλ σε κελλιώτη μοναχό στην περιοχή
του Άδειν. Ο αρχάγγελος, προσποιούμενος τον ξένο οδοιπόρο, έφτασε στο κελλί και
έψαλλε τον ύμνο «Άξιον Εστίν» τόσο καλά, ώστε ο μοναχός του ζήτησε να γράψει σε
πλάκα, πράγμα που έκαμε ο αρχάγγελος με το δάκτυλό του.
Τα
τεχνοτροπικά στοιχεία της εικόνας -η φυσιοκρατική απόδοση των μορφών, η δήλωση
της παρουσίας του σωματικού όγκου, το έκδηλο πάθος στις κινήσεις και η ποιότητα
της έκφρασης- οδηγούν αβίαστα στην ένταξη της εικόνας στην τέχνη της εποχής των
Παλαιολόγων. Το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα αντιπροσωπεύεται στο Όρος κυρίως από τη
ζωγραφική στο Πρωτάτο (π.1290), στο καθολικό του Βατοπεδίου (1312) και στο
καθολικό του Χιλανδαρίου (π.1320). Εκτελέσθηκαν τότε μεγάλης κλίμακας ζωγραφικά
έργα, τα οποία όχι μόνο θεωρούνται σταθμός στην ιστορία της βυζαντινής τέχνης,
αλλά αποτέλεσαν πρότυπα για άλλους καλλιτέχνες και αντιγράφηκαν σε νεότερες
εποχές.
Την εποχή
αυτή των Παλαιολόγων είναι γνωστό ότι έγινε στις Καρυές ένα από τα μεγαλύτερα
έργα της βυζαντινής ζωγραφικής, η αγιογράφηση του Πρωτάτου από τον Πανσέληνο,
σύμφωνα με τη σχετική παράδοση. Αυτή ακριβώς η συγκυρία υποβάλλει την ιδέα της
απόδοσης της εφέστιας εικόνας του Αγίου Όρους στον πιο φημισμένο ζωγράφο της
εποχής. Οι σωματικές παραμορφώσεις, που επισημάνθηκαν στη μορφή του μικρού
Χριστού, η έντονη κίνηση και ο τονισμός του σωματικού όγκου με τις ακραίες
αποδόσεις των λεπτομερειών, οδηγούν στο έργο του Πανσέληνου ή του εργαστηρίου
του, όπως φαίνεται από τη σύγκριση με τη ζωγραφική του Πρωτάτου και του
καθολικού του Βατοπεδίου. Η ανάθεση της ζωγραγικής του κεντρικού ναού του Άθω
στον Πανσέληνο από τους τότε Πατέρες τεκμηριώνει χωρίς αμφιβολία την
εμπιστοσύνη τους στον έμπειρο αγιογράφο, που ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζει με
την τέχνη του. Και είναι πολύ πιθανόν ότι στον ίδιο καλλιτέχνη εμπιστεύθηκαν τη
δημιουργία μιας φορητής εικόνας για τις ανάγκες του κεντρικού αγιορειτικού
ναού, εξαρχής ή σε αντικατάσταση παλαιότερης που είχε ήδη φθαρεί. Κατά τον 16ο
αιώνα, ο Πρώτος Σεραφείμ παράγγειλε αντίγραφο της θαυματουργής εικόνας της
Παναγίας «Άξιον Εστίν» του 13ου αιώνα. Το αντίγραφο αυτό ακολουθεί
τα ζωγραφικά ρεύματα της κρητικής σχολής της εποχής του 16ου αιώνα,
και οι ομοιότητες με το πρωτότυπο περιορίζονται στον εικονογραφικό τύπο. Στο
επόμενο χρονολογικά αντίγραφο, που φιλοτεχνήθηκε από τον Καρεώτη αγιογράφο
Νικηφόρο το 1797, ο εικονογραφικός τύπος παραμένει ο ίδιος με το πρωτότυπο του
13ου αιώνα, αλλά στην τεχνική και την τεχνοτροπία ακολουθεί τα
χαρακτηριστικά της τέχνης της εποχής του. Και αυτή ακριβώς η επανάληψη του
εικονογραφικού τύπου της αρχικής εικόνας αποδεικνύει την αμείωτη εκτίμηση και
το σεβασμό προς το πρωτότυπο.
Το Άξιον Εστίν / Η αργυρή επένδυση της εικόνας /Γ.
Οικονομάκη – Παπαδοπούλου Ιστορικός Τέχνης
Από τα έργα
εκκλησιαστικής αργυροχοΐας του 19ου αιώνα στο Πρωτάτο το πιο
σημαντικό είναι ασφαλώς η επένδυση, το «κόσμημα» του παλλαδίου των Καρεών, της
Παναγίας Καρυώτισσας. Η επένδυση αποτελείται από μονοκόματο ασημένια έλασμα με
επιχρυσώσεις, που αφήνει ακάλυπτα πόνο τα πρόσωπα της Θεοτόκου και του Χριστού.
Από χωριστά ελάσματα λεχουν κατασκευασθεί το στέμμα της Θεοτόκου, οι άγγελοι
δεξιά και αριστερά της και τα χερουβείμ στις γωνίες. Ο χρυσοχός, σε γενικές
γραμμές, ακολουθεί τον τύπο της δεξιοκρατούσας Παναγίας του Κύκκου, που είναι
ζωγραφισμένη σε ολόκληρη την επιφάνεια του ξύλου και φέρει την επιγραφή: Η
ΚΑΡΙΩΤΗΣΑ. Ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας στο κάλυμμα παρουσιάζει
μεγαλύτερες συγγένειες με αγιορειτικά χαρακτικά, κυρίως του πρώτου μισού του 19ου
αιώνα, που αποδίδουν αυτή την ίδια εφέστια των Καρεών εικόνα με την προσωνυμία
«Η ΕΛΕΟΥΣΑ» και επιγραφή με μνεία στον ύμνο «Άξιον Εστίν». Ο χαρακτηριστικός
κοντός πέπλος της Κυκκώτισσας είναι στην επένδυση διάσπαρτος με μικρά ανάγλυφα
ανοικτά άνθη και το μαφόριό της με λεπτά ανθοφόρα κλαδιά, ανάλογα με εκείνα που
κοσμούν τον ελισσόμενο βλαστό στο φωτοστέφανό της. Οι γονατισμένοι σε σύννεφα
άγγελοι, δεξιά και αριστερά της, κρατούν στο ένα χέρι άνθη, ενώ με το άλλο
δείχνουν το στέμμα της, λοσμημένο με σχηματικά φυτικά θέματα και πολύχρωμες
πέτρες από υαλόμαζα. Ο μικρός Χριστός στην αγκαλιά της μητέρας του φορεί χιτώνα
με ανασηκωμένα μανίκια και πλατύ σφικτό ζωνάρι και κρατεί ανοικτό ειλητάριο,
όπου είναι χαραγμένη η ρήση του Ησαΐα (ξα’,1) στην οποία αναφέρεται και ο
Χριστός στο κατά Λουκάν ευαγγέλιο «ΠΝΕΥΜΑ / ΚΥΡΙΟΥ / ΕΠ ΕΜΕ / ΟΥ ΕΝΕΚΕ[Ν] /
ΕΧΡΙΣΕ ΜΕ / ΕΥΑΓΓΕΛΗ/ΣΑΣΘΑΙ / ΠΤΩΧΟΙΣ ΑΠΕΣΤΑ/ΛΚΕ ΜΕ / ΗΑΣΑ/ΣΘΕ ΤΟΥΣ
ΣΝ/ΤΕΤΡΙ/ΜΕΝΟΥΣ / ΤΗ ΚΑΡ/ΔΙΑ» (4,18). Την παράσταση συνοδεύει η χαραγμένη
επιγραφή Η ΚΑΡΟΙΟΤΙΣΑ, οι σχετικές συντομογραφίες ΙΣ ΧΡ και ΜΡ ΘΥ είναι
εγγεγραμένες σε φροντισμένα ροκοκό πλαίσια.
Η
βρεφοκρατούσα Θεοτόκος αποτελεί εδώ το κύριο, κεντρικό πρόσωπο του
εικονογραφικού συνδυασμού των θεμάτων Ρίζα Ιεσσαί και «Άνωθεν οι Προφήται» που,
σε μικρογραφία, αναπτύσσονται στο περιθώριο του καλύμματος. Έχει μάλιστα
προστεθεί ξύλινο πλαίσιο στην εικόνα, ώστε η επιφάνειά της να μεγαλώσει, για να
χωρέσει στην επένδυση το νέο εικονογραφικό σχήμα, χωρίς να αλλάξει η κλίμακα
της Θεοτόκου. Οι βλαστοί της κληματίδας που εκφύεται από τον κοιμισμένο γέροντα
Ιεσσαί (ΙΕΣΕ), στο κέντρο της κάτω πλευράς του καλύμματος, ανεβαίνουν στις
κάθετες πλευρές του και πλαισιώνουν δώδεκα μετάλλια με προτομές προφητών.
Καθένας από αυτούς κρατεί στο ένα χέρι συμβολικό, σχετικό με τη Θεοτόκο,
αντικείμενο, αναφερόμενο και στο ειλητάριο που κρατεί στο άλλο χέρι. Οι
συσχετισμοί αυτοί, βιβλικές προεικονίσεις της Θεοτόκου, είναι εμνευσμένοι από
προφητικά κείμενα και θεοφάνειες που προέρχονται από μαρτυρίες των εικονιζόμενων
προφητών και αποδίδονται στα κείμενα των ειληταρίων τους πολύ συνοπτικά, γιατί
ο διαθέσιμος χώρος είναι ελάχιστος. Διακρίνονται ανά ζεύγη, αρχίζοντας από πάνω
προς τα κάτω και από αριστερά προς τα δεξιά, οι προφήτες, Ιακώβ με την κλίμακα
(ΚΛΙΜΑΚΑ ΟΥΡ[ΑΝΙΟΝ]) και Μωυσής με τις δέλτους του νόμου (ΒΑΤΟΝ
ΑΚΑΤΑΦΛ[ΕΚΤΟΝ]), Δαβίδ με την κιβωτό (ΚΙΒΩΤΩΝ ΣΕ ΕΠ) και Σολομών με την
κλίνη(;) (ΝΑΟΝ ΚΑΙ ΚΛΙΝΗΝ), Ααρών με τη ράβδο (ΡΑΒΔΟΝ ΒΛΑΣΤΙ[ΣΑΣΑΝ]) και Γεδεών
με τον πόκο ερίου (ΠΟΚΟΝ ΘΕΟΔΡ[ΟΣΟΝ]), Ιερεμίας σε στάση ευλογίας (ΗΔΟΥ Η
ΠΑΡΘΕ[ΝΟΣ]) και Ησαΐας με λαβίδα (ΛΑΒΙΔΑ ΗΝΘΡΑ[ΚΑ]), Ιεζεκιήλ με την πύλη
(ΠΥΛΗΝ Κ[Ε]ΚΛΟΙΣΜΕ[ΝΗΝ]) και Δανιήλ με το όρος (ή λίθο) (ΛΙΘΟΝ ΚΑΙ ΟΡΟΣ),
Αββακούμ με το όρος (ΠΡΟΒΛΕΠΤΙΚΟ) και Ζαχαρίας μρ τη λυχνία (ΛΥΧΝΙΑΝ
ΕΠΤΑΦ[ΩΤΟΝ]).
Στο πλαίσιο
της σύνθεσης, στην πάνω πλευρά, μέσα στα σύννεφα του έναστρου ουρανού,
εικονίζεται έκτυπη η Αγία Τριάδα (Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ). Ο Πατήρ και ο Υιός, μεταξύ δύο
αρχαγγέλων, είναι καθισμένοι δεξιά και αριστερά της σφαίρας του κόσμου, ενώ το
Άγιο Πνεύμα ως περιστερά κατεβαίνει ανάμεσά τους. Στο άκρο της κάτω οριζόντιας
πλευράς είναι χαραγμένη η επιγραφή: ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, Η ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΤΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΘΩ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΙΣ ΣΚΗΤΕΣΙ ΚΑΙ ΚΕΙΛΛΕΙΟΙΣ
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΥ ΤΑΥΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ
ΚΑΙ Α/ΞΙΩΣΟΝ ΠΑΝΤΑΣ ΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΕΤΕΧΝΕΙΤΕΥΘΗ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΥΙΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΙΝΙΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΩΛΣΤ. ΕΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ 1836 ΕΤ[ΕΙ].
Η
εικονογραφική σύνθεση στην επένδυση, αναφέρεται στη συνέχεια μεταξύ της Παλαιάς
και της Νέας Διαθήκης και αποδίδει τη βασική δογματική αρχή, την Ενσάρκωση του
Λόγου μέσω της Θεοτόκου και, κατ’ επέκταση, τη σωτηρία. Οι αρχές αυτές
εκφράζονται με τις βιβλικές προεικονίσεις της Θεοτόκου, σύμφωνα με τους
προφήτες που περιλαμβάνονται στη Ρίζα του Ιεσσαί, κατά τη ρήση του Ησαΐα, «και
εξεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται και
αναπαύσεται επ’ αυτόν πνεύμα του
Θεού»(ια’,1-3). Αναφορά στην πλήρωση της προφητείας του Ησαΐα αποτελεί το
κείμενο στο ειλητάριο που κρατεί ο Χριστός Εμμανουήλ στον κόλπο της μητέρας του(Λουκ.
Δ’,17-22) αυτή συνέλαβε «τον ομοούσιον Πατρί και Θείω Πνεύματι, Υιόν και Λόγον
του Θεού… Τη του Πνεύματος επελεύσει του παναγίου», όπως επιβεβαιώνει η
παράσταση της Αγίας Τριάδας, ψηλά, στο κέντρο του πλαισίου.
Αυτός ο
εικονογραφικός συνδυασμός απαντά στη μεταβυζαντινή περίοδο, με αρκετές
παραλλαγές, στη ζωγραφική, ατην ξυλογλυπτική, και στην κεντητική. Αργυρές
επενδύσεις με το ίδιο δογματικό περιεχόμενο είναι γνωστές κυρίως από τον 17ο
αιώνα και εξής, όπως εκείνη της εικόνας που ο Ματθαίος Μπασαράμπ, βοεβόδας της
Μολδαβίας (1632-1654), αφιέρωσε στη μονή Χιλανδαρίου και της Παναγίας Σουμελά.
Μιάν άλλη, ενδιαφέρουσα εκδοχή, προσφέρει η εικόνα που είναι ζωγραφισμένη από
τον Βίκτωρα στο λάβαρο του Μοροζίνι και θεωρείται ότι αποδίδει την καλυμμένη με
ασήμι Παναγία Μεσοπαντίτισσα, παλλάδιο του Αγίου Τίτου στον Χάνδακα της Κρήτης.
Από τον 18ο αιώνα και εξής, οι εικονογραφικοί αυτοί συνδυασμοί είναι
πιο συχνοί, δεν είναι όμως σαφές πότε ο χρυσοχόος ακολουθεί υπάρχοντα σχήματα ή
πότε δημιουργεί δικές του συνθέσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα της τάσης αυτής, της
δημιουργίας νέων εικονογραφικών συνθέσεων, αποτελεί το αργυρεπίχρυσο εικονίδιο
της βρεφοκρατούσας Παναγίας του Martvili (10ος – 11ος
αιώνας), που είναι ένθετο ως κεντρικό θέμα σε νεότερο πλακίδιο (1787) με
ανάγλυφη Πίζα Ιεσσαί. Βλαστός ή κληματίδα με παραστάσεις προφητών με ή χωρίς
την παρουσία του Ιεσσαί πλαισιλωνει τη Θεοτόκο σε δύο εικόνες της μονής
Παναχράντου της Άνδρου (1763 και 1795), σε εκείνη της μονή του Μεγάλου Σπηλαίου
(1795) και στη Μυρελαιώτισσα του Πατριαρχικού ναού του Αγίου Κωνσταντίνου στα
Ιεροσόλυμα. Αλλά και τις θαυματουργές
εικόνες του Αγίου Όρους λαμπρύνουν ανάλογες επενδύσεις, όπως την Παναγία
«Τριχερούσα», της μονής Χιλανδαρίου, την Οδηγήτρια της μονής Ξενοφώντος (1815)
και την «Παραμυθία» (1859) της μονής Βατοπεδίου.
Για την
απόδοση της Καρυώτισσας ο χρυσοχός Ιωάννης Αινίτης εφαρμόζει τις αρχές διακόσμησης
των καλυμμάτων εικόνων του 18ου αιώνα, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στις
πρώτες δεκαετίες του, με κύριο εκπρόσωπο τον χρυσοχό Ιωάννη Πελοποννήσιο, που
έδρασε στο Ανατολικό Αιγαίο. Εκεί, η παρουσία των προφητών σε εικόνες της Θεοτόκου
περιορίζεται στις γωνίες. Τα υπόλοιπα όμως χαρακτηριστικά, όπως τα διάσπαρτα με
άνθη ενδύματα της Θεοτόκου, ο ανθισμένος βλαστός στο φωτοστέφανό της, οι
άγγελοι που τη στέφουν και τα φροντισμένα πλαίσια με τις συντομογραφίες, συνέχισαν
να αναπαράγονται και στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Από πλευράς
τεχνοτροπίας, στην εκτέλεση του άνθινου διακόσμου ακολουθείται εδώ γραμμή
λιγότερο φυσιοκρατική από εκείνη του πρώτου μισού του 18ου αιώνα,
καθώς χρησιμοποιούνται τα μέσα του ροκοκό, που εκφράζεται με τα μικρά
τριαντάφυλλα και τα πλαίσια των επιγραφών. Στο περιθώριο, αντίθετα, η λεπτή
διακριτική κληματίδα, που περιβάλλει τα επίχρυσα μετάλλια με τους προφήτες,
συνδέει την επένδυση με τα έργα αργυροχοΐας και χαρακτικής της περιόδου. Στο
κλίμα της εποχής ανήκει και το στέμμα της Θεοτόκου. Παρά τις κάποιες
αδεξιότητες στο σχέδιο, η εργασία στην επένδυση είναι φροντισμένη, όπως τεκμηριώνουν
η εναλλαγή των επιπέδων που διαφοροποιούν το ανάγλυφο και η έξαρση των μορφών
και των λεπτομερειών με τις επιχρυσώσεις για τη δημιουργία χρωματικών
εντυπώσεων. Ωστόσο, λείπουν η ενότητα και η συνολική αντίληψη, αδυναμίες που
χαρακτηρίζουν άλλωστε και άλλα έργα του 19ου αιώνα.
Η επένδυση της
εικόνας της προστάτιδος του Αγίου Όρους, είναι, σύμφωνα με την επιγραφή,
συλλογικό αφιέρωμα αγιορειτών ιερομονάχων και μοναχών. Φιλοτεχνήθηκε στη μονή
Βατοπεδίου, με επιμέλεια του δραστήριου αρχιμανδρίτη Διονυσίου Αινίτη. Με τη δική
του φροντίδα εμπλουτίσθηκε μετά το 1830 το σκευοφυλάκιο της μονής Βατοπεδίου με
αρκετά νέα σκεύη, σε αντικατάσταση όσων είχαν χαθεί στη διάρκεια της τουρκικής
κατοχής. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται οι επενδύσεις των θαυματουργών
βατοπεδινών εικόνων, της Αντιφωνήτριας, της Εσφαγμένης και της Παραμυθίας, αλλά
και άλλα έργα, την κατασκευή των οποίων ανέθεσε σε Αινίτες χρυσοχούς, όπως στους
Κωνσταντίνο και Γεώργιο, και, για το παλλάδιο των Καρεών, στον Ιωάννη. Λίγο
αργότερα, το 1839, ο Ιωάννης Αινίτης φιλοτέχνησε και τη συγγενή τεχνοτροπικά με
το «Άξιον Εστίν» επένδυση της Παναγίας Κουκουζέλισσας στη μονή της Μεγίστης
Λαύρας όπου, με μικρές διαφορές στις λεπτομέρειες, επανέλαβε και την ίδια
διακοσμητική αντίληψη.
Η Αίνος,
κτισμένη σε περιοχή όπου υπερτερούσε το ελληνικό στοιχείο, στις εκβολές του
πλωτού ποταμού Έβρου, στη συμβολή χερσαίων και θαλάσσιων δρόμων, αποτελούσε, ως
τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, σημαντικό ναυτικό και εμπορικό
κέντρο, οργανωμένο σε συντεχνίες. Τα σωζόμενα έργα από τα τέλη του 18ου
και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, που υπογράφονται από
Αινίτες χρυσοχούς, ακολουθούν την τάση της οθωμανικής τέχνης που είχε
διαμορφωθεί γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, όπου κυριαρχούν οι ροκοκό
συνθέσεις με τριαντάφυλλα σε ψηλό ανάγλυφο. Την τεχνοτροπία αυτή, δημοφιλή και
στη διάρκεια του 19ου αιώνα, απηχούν τα έργα του Ιωάννη Αινίτη, σε
απόδοση όμως πιο λιτή, περισσότερο καλλιγραφική, όπου το έντονο ανάγλυφο
περιορίζεται στην ανάδειξη των κύριων μορφών, και με εμφανείς τις επιδράσεις
από το χώρο της χαρακτικής, μάλιστα της αγιορειτικής, τόσο στην εικονογραφία,
όσο και στις λεπτομέρειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου