«Λέγει αυτώ Φίλιππος,
Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα, και αρκεί ημίν. Λέγει αυτώ ο Ιησούς, Τοσούτον
χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με , Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον
Πατέρα»[1].
Α΄. Ο μέν Προφήτης
έλεγεν εις τους Ιουδαίους: «Όψις πόρνης εγένετό σοι, απηναισχύντησας προς
πάντας»[2], όπως
φαίνεται δε δεν είναι δίκαιον να είπη κανείς αυτά εις εκείνην την πόλιν[3] μόνον,
αλλά και εις εκείνους, οι οποίοι με αναισχυντίαν στρέφονται αντιμέτωποι προς την
αλήθειαν[4], διότι,
όταν ο Φίλιππος είπε προς τον Χριστόν: «Δείξον ημίν τον Πατέρα σου», Εκείνος
λέγει: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε»; Και όμως
υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι και μετά τους λόγους αυτούς αποχωρίζουν τον Υιόν από
τον Πατέρα.
Ποίαν εν τούτοις
μεγαλυτέραν συγγένειαν από αυτήν ζητείς[5]; Διότι
μερικοί εκ του λόγου τούτου έπεσαν εις την αίρεσιν του Σαβελλίου[6]. Αλλά
και τούτους και εκείνους αφού αφήσωμεν ημείς ως διαπράττοντας παρανομίας εκ
διαμέτρου αντιθέτους μεταξύ των, ας εξετάσωμεν την ακριβή έννοιαν των λόγων.
«Τοσούτον χρόνον μεθ’
υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε;», λέγει. Τι δηλαδή; Συ είσαι ο Πατήρ,
τον οποίον επιζητώ; Όχι, λέγει. Διά τούτο δεν είπεν: «Ουκ έγνωκας αυτόν», αλλά
«ουκ έγνωκάς με;», μη δεικνύων τίποτε άλλο, παρά ότι δεν είναι τίποτε άλλο ο
Υιός παρά αυτό ακριβώς, το οποίον είναι ο Πατήρ, μένων εις την ουσίαν Υιός.
Διά ποίον λόγον προέβη
εις αυτήν την ερώτησιν ο Φίλιππος; Ο Κύριος έλεγεν: «Ει εμέ εγνώκειτε, και τον
Πατέρα μου εγνώκειτε αν»[7], και εις
τους Ιουδαίους πολλάκις είπε τούτο, αφού λοιπόν ηρώτησεν αυτόν ο Πέτρος πολλάς
φοράς, και οι Ιουδαίοι: «Τις εστιν ο Πατήρ;», ηρώτησεν αυτόν και ο Θωμάς, και
κανείς δεν έμαθε τίποτε με ακρίβειαν, αλλά ακόμη ηγνοούντο οι λόγοι του Κυρίου,
διά να μη θεωρηθή ότι είναι βαρετός ο Φίλιππος και ότι ενοχλεί Αυτόν μετά τους
Ιουδαίους, εφ, όσον και αυτός ερωτά λέγων: «Κύριε, δείξον ημίν τον Πατέρα σου»,
προσέθεσε: «Και αρκεί ημίν», δεν ζητούμεν τίποτε περισσότερον.
Και όμως ο Χριστός
έλεγεν: «Ει εμέ εγνώκειτε, και τον Πατέρα μου εγνώκειτε αν» και δι’ Εαυτού
εδείκνυε τον Πατέρα, αλλ’ εκείνος αντέστρεψε την τάξιν των λεγομένων και λέγει:
«Τον Πατέρα δείξον», ως εάν εγνώριζε τον Ιησούν με ακρίβειαν.
Αλλά δεν ανέχεται
τούτον ο Χριστός, αλλά φέρει αυτόν εις την κανονικήν οδόν, πείθων αυτόν να
γνωρίση τον Πατέρα δι’ Αυτού, ο Θωμάς δε ήθελε να ίδη τον Πατέρα διά τούτων των
οφθαλμών των σωματικών, ίσως επειδή ήκουε περί των Προφητών ότι είδον τον
Θεόν. Αλλά αυτά, Φίλιππε, ήσαν εκφράσεις προσαρμοζόμεναι εις την νοητικήν ικανότητα
των ανθρώπων.
Δια τούτο ο Χριστός
έλεγε: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε»[8], και
πάλιν: «Πας ο ακούσας παρά του Θεού και μαθών έρχεται προς με. Ούτε φωνήν αυτού
ακηκόατε, ούτε είδος αυτού εωράκατε»[9] και εις
την Παλαιάν Διαθήκην: «Ουδείς όψεται το πρόσωπόν μου, και ζήσεται»[10].
Τι κάμνει λοιπόν ο
Χριστός; Λέγει με λίαν επιτιμητικόν τόνον: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμι, και
ουκ έγνωκάς με , Φίλιππε»; Και δεν είπεν: «Ουκ είδες με», αλλ’ «ουκ έγνωκάς
με». Μήπως, λέγει, θέλω να γνωρίσω Σε; Τον Πατέρα Σου ζητώ να ίδω, Συ δε λέγεις
εις εμέ: «Ουκ έγνωκάς με»; Ποίαν λοιπόν λογικήν σχέσιν έχει τούτο; Πολλήν
βεβαίως. Δηλαδή, επειδή ο Κύριος είναι τούτο, το οποίον ακριβώς και ο Πατήρ,
μένων Υιός, ευλόγως δεικνύει τον Πατέρα εις Εαυτόν.
Έπειτα, διακρίνων τας
υποστάσεις, λέγει: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα», δια να μη είπη κανείς ότι
ο Ίδιος είναι Πατήρ, και Υιός, διότι εάν Αυτός ήτο Πατήρ, δεν θα έλεγε: «Ο
εωρακώς εμέ εκείνον εώρακε».
Πως δε δεν είπεν εις
αυτόν: «Αδύνατα πράγματα ζητείς και όχι ανάλογα προς τας δυνάμεις του ανθρώπου,
διότι εις εμέ μόνον είναι τούτο δυνατόν»; Επειδή ο Φίλιππος είπεν: «Αρκεί
ημίν», ως εάν εγνώριζε τον Ίδιον τον Ιησούν, Ούτος αποδεικνύει ότι ούτε Αυτόν
δεν έχει ίδει, διότι αληθώς και Εκείνον (τον Πατέρα) θα έβλεπεν, εάν ηδύνατο να
ίδη και Αυτόν ( τον Υιόν). Διά τούτο ακριβώς έλεγεν: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον
Πατέρα», «εάν κανείς με είδε, θα ίδη και Εκείνον». Εκείνο δε το οποίον λέγει,
σημαίνει τούτο περίπου, δηλαδή ότι «ούτε εμέ, ούτε Εκείνον είναι δυνατόν να ίδη
κανείς», διότι ο Φίλιππος εζήτει να αποκτήση γνώσιν Αυτού διά της οράσεως, και
επειδή ενόμιζεν ότι έχει ίδει Αυτόν (δηλ. τον Ιησούν), ήθελε δε και τον Πατέρα
κατ’ αυτόν τον τρόπον να ίδη, ο Κύριος αποδεικνύει ότι ούτε Αυτόν τον Ίδιον δεν
είδεν»[11].
Εάν δε κανείς όρασιν[12] εδώ
εννοή την γνώσιν, ούτε φέρω αντίρρησιν εις αυτόν, διότι εκείνος, ο οποίος
εγνώρισεν εμέ, εγνώρισε τον Πατέρα. Δεν είπεν όμως τους λόγους τούτους, αλλά,
διά να δείξη το ομούσιον, είπεν: «Εκείνος, ο οποίος γνωρίζει την ιδικήν μου
ουσίαν, γνωρίζει και την ουσίαν του Πατρός».
Και τι είναι τούτο;
Δύναται να είπη τις, εφ’ όσον και εκείνος, ο οποίος γνωρίζει την κτίσιν,
γνωρίζει και τον Θεόν. Και όμως όλοι γνωρίζουν την κτίσιν και την έχουν ίδει,
αλλά τον Θεόν δεν τον γνωρίζουν όλοι.
Άλλως τε, ας ίδωμεν τι
ζητεί να ίδη ο Φίλιππος. Άρα γε ζητεί να ίδη την σοφίαν του Πατρός; Μήπως την
αγαθότητα αυτού; Όχι, αλλά ζητεί να ίδη, να γνωρίση τούτο, δηλαδή τί τέλος
πάντων είναι ο Θεός, αυτήν την ουσίαν του Θεού. Ως προς τούτο λοιπόν
αποκρίνεται ο Ιησούς: «Ο εωρακώς εμέ». Εκείνος δε, ο οποίος είδε την κτίσιν,
δεν είδε και την ουσίαν του Θεού.
«Εί τις είδεν εμέ, τον
Πατέρα μου είδε», λέγει, εάν δε ήτο ο Ιησούς άλλης ουσίας (και όχι της αυτής με
τον Πατέρα), δεν θα έλεγε τους λόγους τούτους. Διά να χρησιμοποιήσω δε
κοινοτέραν έκφρασιν, κανείς, όταν αγνοή τον χρυσόν, δεν δύναται εις τον άργυρον
να ίδη την ουσίαν του χρυσού, διότι η φύσις ενός υλικού δεν φαίνεται διά της
φύσεως άλλου υλικού.
Διά τούτο και καλώς ο
Κύριος επετίμησε τον Φίλιππον λέγων: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών είμι». Τόσην
διδασκαλίαν εγεύθης, είδες θαύματα με κύρος, και όλα εκείνα, τα οποία ήσαν
χαρακτηριστικά της θεότητος, και τα οποία μόνον ο Πατήρ επιτελεί, δηλαδή
αμαρτήματα να συγχωρώνται, κρυπτά να φέρωνται εις την δημοσιότητα[13], τον
θάνατον να φεύγη[14],
δημιουργίαν να επιτελήται εκ της γής[15], «και
ουκ έγνωκάς με»;
Β΄. Επειδή δηλαδή είχε
περιβληθή σάρκα, διά τούτο είπεν: «Ουκ έγνωκάς με». Είδες τον Πατέρα; Να μη
ζητής τίποτε επί πλέον να ίδης, διότι εις Αυτόν με έχεις ίδει. Εάν με είδες, να
μη εκδηλώνης ουδόλως περιέργειαν, διότι και εις εμέ εγνώρισες Εκείνον.
«Ου πιστεύεις ότι εγώ
εν τω Πατρί;»[16],
δηλαδή: «εις εκείνην την ουσίαν φαίνομαι».
«Τα ρήματα, ά εγώ λαλώ,
απ’ εμαυτού ου λαλώ»[17]. Είδες
έκφρασιν εξαίρουσαν την συγγένειαν και αποδεικνύουσαν την ύπαρξιν μιάς και της
αυτής ουσίας;
«Ο δε Πατήρ, ο εν εμοί
μένων, αυτός ποιεί τα έργα»[18]. Πως,
αφού ήρχισεν από τους λόγους, ήλθεν εις τα έργα; Διότι εκείνο, το οποίον
κανονικώς ηκολούθει, ήτο να είπη: «Αυτός λαλεί τα ρήματα», αλλά εδώ δύο
επιχειρήματα φέρει, το περί διδασκαλίας και το περί των θαυμάτων, ή ακολουθεί
αυτήν την πορείαν του λόγου (δηλαδή εκ των λόγων εις τα έργα), επειδή και οι
λόγοι απετέλουν έργα.
Πως λοιπόν Αυτός
επιτελεί έργα; Και όμως αλλαχού λέγει: «Ει μη ποιώ τα έργα του Πατρός μου, μη
πιστεύετέ μοι»[19],
πως λοιπόν εδώ λέγει ότι ο Πατήρ επιτελεί τα έργα; Το λέγει διά να δηλώση αυτό
τούτο, ότι δηλ. ότι δεν μεσολαβεί τίποτε μεταξύ του Πατρός και του Υιού.
Εκείνο δε, το οποίον
λέγει, σημαίνει τούτο: «Ουκ αν άλλως εποίησεν ο Πατήρ, και άλλως εγώ», και όμως
εις άλλην περίπτωσιν λέγει ότι και Αυτός και ο Πατήρ εργάζεται, «Ο Πατήρ μου
έως άρτι εργάζεται, καγώ εργάζομαι»[20], διότι
εκεί μεν θέλει να δείξη την μη ύπαρξιν διαφοράς εις τα έργα, εδώ δε την
ταυτότητα εις αυτά.
Εάν δε η συνήθης διά
λόγων εμφάνισις παρουσιάζη κάποιαν ταπεινότητα, να μη απορήσης, διότι όταν ο
Κύριος είπε προηγουμένως: «Ου πιστεύεις», τότε είπε τούτο, θέλων να δείξη ότι
εσχημάτισε τους λόγους κατ’ αυτόν τον τρόπον, διά να φέρη τον Φίλιππον εις την
πίστιν, διότι εισεχώρει εις τας καρδίας αυτών.
«Πιστεύετε ότι εγώ εν
τω Πατρί, και ο Πατήρ εν εμοί;»[21]. Έπρεπε
μεν σεις, ακούοντες Πατέρα και Υιόν, να μη ζητείτε τίποτε άλλο προς παράστασιν
της κατά την ουσίαν συγγενείας Αυτών, εάν δε δεν αρκή τούτο εις σας διά την
απόδειξιν του ομοτίμου και ομοουσίου, τουλάχιστον μάθετε περί τούτου εκ των
έργων.
Και εάν το «εωρακώς εμέ
εώρακε τον Πατέρα μου» ελέγετο διά τα έργα, δεν θα έλεγεν κατόπιν: «Ει δε μη,
διά τα έργα πιστεύετέ μοι»[22].
Έπειτα, θέλων να δείξη
ότι δύναται να επιτελή όχι αυτά μόνον, αλλά και άλλα έργα πολύ σπουδαιότερα από
αυτά, εκθέτει αυτά με έξαρσιν, διότι δεν λέγει: «Και εις άλλους δύναμαι να δώσω
την δύναμιν, να επιτελέσουν έργα σπουδαιότερα από αυτά, (τα οποία μέχρι τούδε
έχετε ίδει)».
«Αμήν, αμήν λέγω υμίν
ότι ο πιστεύων εις εμέ τα έργα, ά εγώ ποιώ, κακείνος ποιήσει, και μείζονα
τούτων ποιήσει, ότι εγώ προς τον Πατέρα πορεύομαι»[23]. Τούτο
σημαίνει: «εις σας του λοιπού ανήκει το έργον της επιτελέσεως θαυμάτων, διότι
εγώ απέρχομαι».
Έπειτα, αφού επέτυχεν
εκείνο, εις το οποίον απεσκόπει ο λόγος Του, λέγει ότι, «ό αν αιτήσησθε εν τω
ονόματί μου, λήψεσθε, και εγώ τούτο ποιήσω, ίνα εν εμοί δοξασθή ο Πατήρ»[24].
Βλέπεις πως πάλιν ο Ίδιος επιτελεί το έργον τούτο, το οποίον αναφέρει[25]; Διότι
λέγει: «ποιήσω εγώ». Και δεν είπε: «Το ζητώ από τον Πατέρα», αλλά είπεν: «ίνα
διξασθή εν εμοί ο Πατήρ». Και όμως εις άλλην περίπτωσιν έλεγεν: «Ο Θεός δοξάσει
αυτόν εν εαυτώ»[26],
εδώ δε λέγει: «Αυτός δοξάσει τον Πατέρα» διότι όταν ο Υιός φαίνεται ότι δύναται
να επιτελή μεγάλα έργα, θα δοξασθή ο Πατήρ.
Τι σημαίνει δε: «Εν τω
ονόματί μου»; Σημαίνει εκείνο ακριβώς το οποίον έλεγον οι Απόστολοι: «Εν τω
ονόματι Ιησού Χριστού έγειραι και περιπάτει»[27], διότι
όλα τα θαύματα, τα οποία επετέλεσαν, ο
Κύριος τα ενήργει. «Και χείρ Κυρίου ήν μετ’ αυτών»[28].
«Εγώ ποιήσω», λέγει. Βλέπεις
κύρος; Δηλαδή τα δι’ άλλων πραγματοποιούμενα έργα ο Ίδιος τα επιτελεί[29], ως
προς δε τα επιτελούμενα δι’ Αυτού αυτοπροσώπως δεν έχει την ισχύν, αλλά τη
ενεργεία του Πατρός επιτελεί αυτά[30];
Και ποιος δύναται να
είπη αυτούς τους λόγους[31]; Διά
ποίον λόγον δε λέγει αυτούς κατόπιν; Διά να επιβεβαιώση τον λόγον Του και να
δείξη ότι εκείνα, τα οποία ελέχθησαν προηγουμένως, ήσαν λόγοι προσαρμοζόμενοι
εις την νοητικήν δυνατότητα του ανθρώπου.
Το δε «προς τον Πατέρα
πορεύομαι» σημαίνει τούτο: «Δεν θα αφανισθώ, αλλά παραμένω εις την ιδίαν μου
αξίαν, και είμαι εις τους ουρανούς». Όλα αυτά δε τα έλεγε, διά να παρηγορήση
αυτούς, διότι, επειδή ήτο φυσικόν οι μαθηταί, εφ’ όσον ακόμη δεν είχον
κατανοήσει τους περί αναστάσεως λόγους του Κυρίου, να επιδίδωνται εις θλιβεράς
σκέψεις, υπόσχεται ότι αυτοί τα έργα αυτού του είδους εις άλλους θα επιτελέσουν[32], ενώ
Εκείνος φροντίζει δι’ αυτούς, και δεικνύει ότι μένει αιωνίως και δεν μένει
μόνον, αλλά και μεγαλυτέραν δύναμιν θα παρουσιάση[33].
Γ΄. Ας ακολουθήσωμεν
λοιπόν Αυτόν, και ας λάβωμεν τον σταυρόν, διότι αν και δεν είναι τώρα περίοδος
διωγμού, υφίσταται όμως περίπτωσις άλλης μορφής θανάτου, διότι λέγει:
«νεκρώσατε τα μέλη υμών τα επί της γης»[34]. Ας
σβέσωμεν λοιπόν την επιθυμίαν, ας νεκρώσωμεν τον θυμόν, ας εξαλείψωμεν τον
φθόνον[35]. Τούτο
αποτελεί θυσίαν ζώσαν[36].
Η θυσία αύτη δεν
καταλήγει εις τέφραν, ούτε διασκορπίζεται εις καπνόν, ούτε έχει ανάγκη ξύλων,
και πυρός, και μαχαίρας[37],διότι
ως πυρ και μάχαιραν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Αυτήν την μάχαιραν αφού
χρησιμοποιήσης, να αποκόψης εκ της καρδίας σου το περιττόν και ξένον, να
ανοίξης την κεκλεισμένην ακοήν σου, διότι αι ασθένειαι και αι πονηραί επιθυμίαι
συνηθίζουν να φράτουν την είσοδον του λόγου, δηλαδή και η επιθυμία των
χρημάτων, όταν τεθή πρό ημών, δεν αφήνει να ακούσωμεν τον λόγον περί
ελεημοσύνης, και ο φθόνος όταν παρουσιασθή, παρακωλύει ως τείχος την περί
αγάπης διδασκαλίαν, και άλλο ελάττωμα, όταν παρουσιασθή, νωθροτέραν καθιστά την
ψυχήν δι’ όλα.
Ας εξαλείψωμεν λοιπόν
τας πονηράς επιθυμίας, διότι και αρκεί να θελήσωμεν, και όλα θα σβεσθούν. Να μη
παρατηρήσωμεν βεβαίως τούτο, ότι δηλαδή καταδυναστεύει ημάς η επιθυμία των
χρημάτων, αλλά καταδυνάστευσις αύτη είναι δημιούργημα της οκνηρίας μας.
Πολλοί βεβαίως λέγουν
ότι ούτε τι είναι ο άργυρος δεν γνωρίζουν, διότι η επιθυμία αύτη δεν είναι
φυσική, διότι αι φυσικαί επιθυμίαι ευθύς εξ αρχής ( από της πρώτης στιγμής της
δημιουργίας του) ενεφυτεύθησαν εις τον άνθρωπον, ο χρυσός δε και ο άργυρος επ’
αρκετόν χρόνον δεν ήτο γνωστόν τι τέλος πάντων είναι[38].
Εκ ποίας αιτίας λοιπόν
ηυξήθη η επιθυμία δι’ αυτά; Εκ της ματαιοδοξίας και της μεγίστης οκνηρίας,
διότι εκ των επιθυμιών άλλαι μεν είναι αναγκαίαι, άλλαι δε φυσικαί, άλλαι δε
ουδέν εκ των δύο τούτων.
Αναφέρω σχετικά
παραδείγματα[39]:
όσαι επιθυμίαι, όταν δεν εκπληρώνται, κατασταστρέφουν το ζώον, αύται είναι
φυσικαί και αναγκαίαι (όπως των τροφίμων, των ποτών, και η επιθυμία του ύπνου),
ο δε έρως των σωμάτων, είναι μεν φυσικός, αλλά δεν είναι αναγκαίος, (διότι
πολλοί έχουν κατανικήσει αυτόν, και δεν κατεστράφησαν), η δε επιθυμία των
χρημάτων, δεν είναι φυσική ούτε αναγκαία, αλλά περιττή, και αν θέλωμεν, δεν
δεχόμεθα την κυριαρχίαν αυτής.
Ησύχασε[40], και ο
Χριστός ομιλών περί παρθενίας λέγει: «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω»[41]. Περί
των χρημάτων δε δεν ομιλεί κατά τον αυτόν τρόπον, αλλά τι λέγει: «Εάν μη τις
αποτάξηται αυτού πάσι τοις υπάρχουσιν ουκ έστι μου άξιος»[42], δηλαδή
εκείνο μεν, το οποίον ήτο εύκολον[43], το
συνεβούλευεν, εκείνο δε , το οποίον υπερισχύει των περισσοτέρων ανθρώπων[44], το
αφήκεν εις την εκλογήν αυτών. Διατί λοιπόν αποστερούμεν εαυτούς πάσης
δικαιολογίας; Διότι εκείνος μεν, ο οποίος εκυριεύθη υπό του τυραννικωτέρου
πάθους δεν θα τιμωρηθή πολύ, ο δε αιχμαλωτισθείς υπό του ασθενούς πάθους, είναι
εστερημένος οιασδήποτε δικαιολογίας, διότι, τι θα απαντήσωμεν, ‘όταν λέγη ο
Κύριος: «Πεινώντά με είδετε, και ουκ εθρέψατε»[45]; Ποίαν
δικαιολογίαν θα προβάλωμεν; Την πτωχείαν; Αλλά δεν είμεθα πτωχότεροι από την
χήραν εκείνην, η οποία αφού έρριψε δύο οβολούς, υπερέβαλεν όλους[46], διότι
ο Θεός δεν ζητεί ποσόν εισφοράς, αλλά βαθμόν διαθέσεως, και τούτο είναι
χαρακτηριστικόν της προνοίας Αυτού.
Αφού θαυμάσωμεν λοιπόν
και ημείς την φιλανθρωπίαν Αυτού, ας συνεισφέρωμεν κατά τας δυνάμεις μας, διά
να δυνηθώμεν, αφού και κατά την παρούσαν και κατά την μέλλουσαν ζωήν επιτύχωμεν
την φιλανθρωπίαν του Θεού εις μέγα βαθμόν, να γευθώμεν τα υπεσχημένα εις ημάς
αγαθά διά χάριτος και φιλανθρωπίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εις τον
οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ
ΠΑΤΕΡΩΝ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΩΦΕΛΙΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ»
[1] Ιωάν.
14, 8-9.
[2] Ιερ. 3,
3.
[3] Δηλ. την
Ιερουσαλήμ.
[4] «Προς
την αλήθειαν αντιβλέπουσι». Η φράσις αύτη εγράφη κατ’ επίδρασιν του Ισοκράτους,
όστις γράφει προς Δημόνικον: «Ευλαβού τας διαβολάς, καν ψευδείς ώσιν, οι γαρ
πολλοί την μεν αλήθειαν αγνοούσι, προς δε την δόξαν αποβλέπουσιν». (Ισοκρ. Προς
Δήμον. 17).
[5] «Καίτοι
ποίαν μείζω ταύτης ζητείς εγγύτητα». Τοιούτος τύπος ερωτήσεως μετά του καίτοι
και συγκρίσεως εύρηται παρ’ Ισοκράτει: «Καίτοι τις αν ταύτης ηγεμονίαν
επιδείξειεν ή πατριωτέραν της πρότερον γενομένης;…» (Ισοκρ. Πανηγυρ. 37).
[6] Ούτος
επρέσβευεν ότι τα τρία πρόσωπα της Θεότητος δεν αποτελούν τρείς υποστάσεις
διακρινομένας απ’ αλλήλων, αλλά τρείς τρόπους εκφάνσεως του ενός και του αυτού
Θεού. Δηλ. ο Θεός εν μέν τη δημιουργία εμφανίζεται ως Πατήρ, εν δε τη
απολυτρώσει ως Υιός, εν δε τη Εκκλησία ως Άγιον Πνεύμα.
Αξιοπαρατήρητον ότι ο θείος Ιεράρχης δεν αποκαλεί
ταύτην «αίρεσιν» ως απεδόθη εν τη μεταφράσει, αλλά «νόσον».
[7] Ιωάν.
14, 7.
[8] Ιωαν. 1,
18.
[9] Ιωαν. 8,
45 και 5, 37.
[10] Εξοδ.
33, 20.
[11] Δηλ.
εδώ διά της εκφράσεως «εώρακεν» ο Κύριος δεν δηλοί όρασιν σωματικήν, διά των
σωματικών οφθαλμών ενεργουμένην, αλλά εμβάθυνσιν της ψυχής του ανθρώπου εις τα
του Θεού.
[12] Διά της
λέξεως μεταφράζομεν την λέξιν «όψιν» (οράν, βλέπειν), ην χρησιμοποιεί ο θείος
Ιεράρχης ως ουσιαστικόν συγγενές προς το «εώρακεν».
[13] «Ες
μέσον αγόμενα». Κατά την ανάλογον Νεοελληνικήν έκφρασιν: «Να βγαίνουν στη
μέση».
[14] Εννοεί
τα θαύματα της Αναστάσεως νεκρών.
[15]
Πρόκειται περί της θεραπείας του τυφλού διά της επιχρίσεως πηλού εις τους
οφθαλμούς αυτού.
[16] Ιωάν.
14, 10.
[17] Ιωαν.
14, 10.
[18] Ιωάν.
14, 10.
[19] Ιωάν.
10, 37.
[20] Ιωάν.
5, 17.
[21]
Ιωάν.14, 11.
[22] Ιωαν.
14, 11.
[23] Ιωάν.
14, 12.
[24] Ιωάν.
14, 13.
[25] Δηλ. το
«ό αν αιτήσησθε».
[26] Ιωάν
13, 32.
[27] Πραξ. 3,
6.
[28] Πραξ.
11, 21.
[29] «Τούτο
ποιήσω», Ιωάνν. 14, 13.
[30] «Ο δε
Πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα» Ιωάν. 14, 10.
[31] «Εγώ
ποιήσω».
[32]
«Κακείνος ποιήσει» Ιωάν. 14, 12.
[33] «Και
μείζονα τούτων ποιήσει». Ιωάν. 14, 12.
[34] Κολ. 3.
5.
[35]
Παρατήρει τας μεταφορικάς εκφράσεις και το κλιμακωτόν σχήμα: «Σβέσωμεν ουν
επιθυμίαν, αποκτείνωμεν θυμόν, ανέλωμεν φθόνον».
[36] Ρωμ.
12, 1.
[37] Ταύτα
ήσαν τα χαρακτηριστικά των θυσιών των ζώων.
[40]
«Αμέλει». Έκφρασις παρά Πλάτωνι. Πιθανόν ο θείος Ιεράρχης να
εχρησιμοποίησεν αμφοτέρας τας λέξεις
έχων υπ’ όψιν το χωρίον 31 (82 β) του «Φαίδωνος», διαλόγου του Πλάτωνος, ένθα
εξετάζεται ζήτημα σχετικόν με την αρετήν.
[41] Ματθ.
19, 12.
[42] Λουκ.
14, 33.
[43] Δηλαδή
η αποφυγή της φιλοχρηματίας.
[44] Δηλ. το
σχετικόν με την σωματικήν επιθυμίαν.
[45]Ματθ. 25
42.
[46] Μάρκ.
12, 42-44
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου