Μάξιμος ιερομόναχος Αγιοβασιλειάτης (1915-2009)
(Φωτογραφία: Emanuele Grassi)
Φωτογραφίες:http://athosprosopography.blogspot.gr
|
Η Ιερά Σκήτη του Αγίου Βασιλείου παλαιότερα
αποτελούσε συγκροτημένη Σκήτη, με το Κυριακό της που λειτουργούσε κανονικά και
που τιμάται στην μνήμη του Αγίου Ιεράρχου Καισαρείας Καππαδοκίας Βασιλείου του
Μεγάλου. Σήμερα ενασκούνται στα εναπομείναντα Ησυχαστήρια ελάχιστοι ασκητές -
ησυχαστές.
Εδώ προσήλθε το 1937, σε ηλικία 22 ετών, ο κατά
κόσμον Αντώνιος Θεοδωρόπουλος του Ιωάννη, από τον Πειραιά, και εκάρη μοναχός
ένα χρόνο αργότερα, το 1938, λαβών το όνομα Μάξιμος. Διάκονος και Πρεσβύτερος
χειροτονήθηκε το 1969.
Στο παλιό Κυριακό της Σκήτης έζησε πολλά χρόνια με
τον υποτακτικό του μοναχό Βασίλειο. «Δύο Γέροντες σεβάσμιοι, γνήσιοι εργάτες
της μοναχικής ζωής, με λεπτόν λογισμόν, ποτισμένοι με το μέλι της ησυχίας».
Ήταν πνευματικά τέκνα ενός μεγάλου ησυχαστού, του Γέροντος Γερασίμου
Ιερομονάχου.
Το συγγραφικό έργο του Ιερομονάχου Μαξίμου
Αγιοβασιλειάτη περιλαμβάνει αντιαιρετικά βιβλία, και βιβλία μέσα από τα οποία
επικρίνει την αλλαγή του εορτολογίου.
Κοιμήθηκε στον Τόπο της Ιεράς αυτού Μετανοίας το
2009, σε ηλικία 94 ετών.
Το Κυριακό της σκήτης, που τώρα πλέον ανήκε στην
καλύβη του παπα-Γεράσιμου όπου πήγαινα, τιμάται επ’ ονόματι του Μεγάλου
Βασιλείου. Η παράδοσις λέει, ότι ιδρυταί της σκήτης αυτής ήσαν βασιλειανοί
μοναχοί, οι οποίοι ήλθαν από την Καππαδοκία, φέρνοντας μαζί τους την κάρα του
αγίου Πατρός.
Ο παπα-Γεράσιμος καταγόταν από την Θεσσαλία, και
είχε κοινοβιάσει στην Μονή Φλαμουρίου, κοντά στον Βόλο. Όταν ήταν ακόμη
διάκονος, κινούμενος από ζήλο για εντονώτερη ασκητική ζωή, έφυγε από τον Βόλο και
ήλθε εδώ στην έρημο. Συνδέθηκε στενά με τον ησυχαστή γέροντα Καλλίνικο τον
Κατουνακιώτη. Από αυτόν διδάχθηκε την μέθοδο της νοεράς προσευχής και προσεπάθησε
να τον μιμηθή. Όλοι πιστεύαμε ότι ο παπα-Γεράσιμος ακολουλουθούσε πιστά τα ίχνη
του διδασκάλου του γέροντος Καλλινίκου.
Ήταν μικροσκοπικός στο σώμα, αλλά γίγας στην ψυχή.
Αδύνατος, σκελετωμένος, με ολιγότριχο πώγωνα, απλός και γεμάτος αγάπη. Είχε
πολλέςεπαφές με την συνοδία μας. Τον εκλεκτό υποτακτικό του π. Μάξιμο τον είχε
μυήσει σε όλα τα θέματα της μυστικής ζωής. Οι Πατέρες, και ιδιαιτέρως η
Φιλοκαλία, ήσαν το καθημερινό του εντρύφημα.
Όταν επήγα,
βρήκα τον γέροντα να κάθεται κοντά στο τζάκι της μικρής καλύβης του, με τις χαμηλές
πόρτες και τα μικρά κελλιά, και να μελετά την Φιλοκαλία. Με υποδέχθηκε με
ιδιαίτερη χαρά. Καθήσαμε και οι δύο στο τζάκι, που κατέτρωγε αχόρταγα τα
κέδρινα ξύλα, γιατί είχε προχωρήσει για τα καλά ο χειμώνας. Μου προσέφερε ένα
ζεστό φασκόμηλο και αρχίσαμε την συζήτησι γύρω από το αγαπημένο του θέμα, την
συνεχή θ. Κοινωνία. Είχε αξιόλογη προσωπική εμπειρία για την μεγάλη αυτή υπόθεσι.
Πολλές φορές μου έλεγε με δάκρυα: «Τι χάνουν οι ευλογημένοι πατέρες που ζουν
μακράν του αγίου Ποτηρίου! Έχουν τον Χριστό καθημερινώς εμπρός των. Εκείνος τους
προσφέρεται, ενώ αυτοί αρνούνται την προσφορά Του».
-Έλα να δούμε, μου είπε σε λίγο, τι λένε οι άγιοι
Πατέρες επάνω σ’ αυτό το θέμα.
Διαβάσαμε από τον Ευεργετινό, από την Φιλοκαλία, από
τον άγιο Νικόδημο, από τον άγιο Μακάριο Καρίνθου. Μου υπενθύμισε ακόμη την
γνώμη των πρώτων μεγάλων Πατέρων. Η συζήτησις διήρκεσε περισσότερο από τέσσερις
ώρες. Ο λόγος του είχε χαρακτηριστική διαύγεια και σαφήνεια. Έτσι βοήθησε κι
εμένα να καταλάβω την αξία του δικαιώματος που έχουμε να κοινωνούμε, ει
δυνατόν, κάθε ημέρα.
Ο ευλογημένος υποτακτικός του π. Μάξιμος, καθισμένος
κατάχαμα, σταυροπόδι, παρακολουθούσε σιωπηλός. Έξω ο βοριάς μαινόταν,
προμηνύοντας χιονοθύελλα. Κι εμείς γύρω από το τζάκι, μέσα στην θαλπωρή της φωτιάς,
δεν καταλαβαίναμε πως επερνούσαν οι ώρες. Εκείνη η συζήτησις, όλο θέρμη και
ζεστασιά, δεν έλεγε να πάρη τέλος. Η ώρα του εσπερινού είχε πρό πολλού περάσει.
-Ας διαβάσουμε τώρα τον εσπερινό, είπε ο π.
Γεράσιμος. Εδώ όμως, διότι η κακοκαιρία δεν μας επιτρέπει να πάμε στο Κυριακό.
Το κρύο είναι τσουχτερό.
Αργά, κατανυκτικά και με ασκητική τάξι διαβάσαμε τον
εσπερινό. Ύστερα προχωρήσαμε στο θεοτοκάριο της ημέρας. Μόλις ετελειώσαμε, ο π.
Γεράσιμος είπε:
-Η νύκτα έχει προχωρήσει. Ας διαβάσουμε εν συνεχεία
το απόδειπνο.
Εν τω μεταξύ δεν είχαμε δειπνήσει.
Μετά το απόδειπνο και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας,
οι οποίοι το συνοδεύουν πάντοτε σ’ ολόκληρο σχεδόν το Όρος, εκαθήσαμε λίγο να
ξεκουρασθούμε. Νόμισα ότι επρόκειτο να ξαπλώσουμε, διότι σε λίγο έπρεπε να
αρχίση η ορθρινή ακολουθία. Μα ο π. Γεράσιμος είχε φαίνεται στον νού του άλλο,
ευλογημένο σχέδιο. Με πολλή φυσικότητα μας λέει:
-Τι να πέσουμε να κοιμηθούμε; Δεν αρχίζουμε κατ’
ευθείαν το μεσονυκτικό και τον όρθρο;
Μόλις το άκουσα, ένοιωσα μια δυσκολία, διότι ήμου πάρα
πολύ κουρασμένος. Αυτό όμως δεν είχε καμμία σημασία. Ο π. Γεράσιμος, πριν
καλά-καλά το σκεφθούμε, έβαλε «Ευλογητός» και αρχίσαμε να διαβάζουμε το
μεσονυκτικό και εν συνεχεία τον όρθρο.
Μόλις ετελειώσαμε και τις ώρες, μας λέει:
-Τώρα πάμε σιγά-σιγά στην εκκλησία να κοινωνήσουμε!
Ήταν σκοτεινά. Ξεκινήσαμε και οι τρείς μέσα στο
σκοτάδι, κρατώντας ένα φανάρι, κάτω από την απειλή της βαρυχειμωνιάς. Σε λίγο
φθάσαμε στο Κυριακό. Ανοίξαμε και προχωρήσαμε με ευλάβεια. Στιγμές ιερές,
στιγμές υπερκόσμιες! Έντονα συναισθήματα κυρίευσαν το εσωτερικό μας. Εδιαβάσαμε
την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως για να παρακαλέσουμε τον κύριο να συγκαταβή…
«Συ γαρ είπας, Δέσποτά μου,
Πας
ο τρώγων μου την Σάρκα,
Πίνων
δε μου και το Αίμα,
Εν
εμοί μεν ούτος μένει,
Εν
αυτώ δ’ εγώ τυγχάνω…
Ίνα
γουν μη μόνος μένω
δίχα
σου του Ζωοδότου,
της
πνοής μου, της ζωής μου,
του
αγαλλιάματός μου,
της
του κόσμου σωτηρίας,
διά
τούτο σοι προσήλθον,
ως
οράς, μετά δακρύων…»
αντηχούσε η φωνή μας μέσα στους κατάψυχρους θόλους
του Κυριακού, γεμάτη προσμονή, πόνο και θείο έρωτα.
«Του
Δείπνου σου του μυστικού
Σήμερον,
Υιέ Θεού,
κοινωνόν
με παράλαβε…».
Ο π. Γεράσιμος στην αγία Τράπεζα έκανε την αγία
ένωσι και σε λίγο μας προσκάλεσε από την ωραία πύλη:
-«Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης, προσέλθετε».
Με δέος και ανέκφραστη χαρά κοινωνήσαμε των αχράντων
Μυστηρίων. «Όπου εισί δύο η τρείς συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν
μέσω αυτών». Εδιαβάσαμε την ευχαριστία και κατόπιν επιστρέψαμε στο καλυβάκι,
ενώ άρχιζε σιγά-σιγά να αχνοφέγγη η αυγή.
Πτωχεία και απλότης επικρατούσε παντού. Στον ναό, στις
ασκητικές μορφές, στην ταπεινή καλύβη. Μέσα μας όμως υπήρχε ο ανεκτίμητος
θησαυρός, ο αμύθητος πλούτος του ουρανού.
Η βραδυά εκείνη θα μου μείνη αξέχαστη. Ήταν όλη
αφιερωμένη στον Θεόν. Μελέτη των αγίων Πατέρων, προσευχή και λατρεία την εκάλυψε.
Την επεσφράγισε δε το βραβείο της θείας αγάπης, ο μυστικός και αθάνατος Δείπνος,
το ιερό και μέγα Πάσχα, που είναι ο Χριστός.
Έτσι περίπου ζούσε ο παπα-Γεράσιμος με την συνοδεία
του. Ασκητική ζωή, συχνή θεία Κοινωνία, ησυχία, νήψις, νοερά προσευχή, ζωή αδιάκοπα
ενωμένη με τον Χριστό.
Ήπιαμε ένα ζεστό φασκόμηλο και αφού ευχαρίστησα τον
άγιο εκείνον άνθρωπο, ξεκίνησα για την καλύβη μας με καινούργια φτερά.
Όταν περιέγραψα στον Γέροντα και τους αδελφούς τα
γενόμενα, ο Γέροντας μου παρετήρησε:
-Όσο μεγαλώνης και αποκτάς ταπείνωσι, ο Χριστός θα
σου αποκαλύπτεται όλο και περισσότερο. Υπομονή λοιπόν στις δυσκολίες και
ταπεινό φρόνημα.
«ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ»
Ι.Μ. ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου