Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Διήγηση του Αγίου νέου Οσιομάρτυρα Ιακώβου στον μαθητή του Μαρκιανό.



«Ημέραν τινά εκατάλαβα εις την καρδίαν μου, ω τέκνον μου Μαρκιανέ, πρώτον ως μικράν παρηγορίαν, έπειτα επερίσσευσεν η παρηγορία εκείνη και τότε ησθάνθην θερμότητα ως πυρός, με χαράν πολλήν ηνωμένην και με αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον. Ύστερον από αυτάς τας διαθέσεις και ενεργείας του Πνεύματος, επέλαμψεν εις την ψυχήν μου φως γλυκύτατον και άρρητον, το οποίον μου εσκέπασε το νέφος, όπερ είχον πρότερον δια την παράβασιν του Αδάμ του πρωτοπλάστου και εις την αρχήν  ως ολίγον τι φως, τοιούτον μου εφαίνετο. Κατόπιν ολίγον κατ’ ολίγον επερίσσευε και εσήκωνε μεγάλην φλόγα και ούτω με έπαιρνε και ηρπαζόμην εις ύψος ακατανόητον. Απ’ εκεί έβλεπα όλην την αισθητήν κτίσιν υποκάτωθεν μου φαινομένην, ως και την μεγαλειότητα και το κάλλος του ηλίου, τον στολισμόν των αστέρων, τον γύρον της γης, της αβύσσου το πλάτος, τον αισθητόν Παράδεισον κατά ανατολάς μετά των ευρισκομένων εκεί Αγίων ψυχών και φως χωρίς νύκτα, επειδή δεν χρειάζονται το ηλιακόν φως του κόσμου τούτου, εκεί όπου αναπαύονται αι ψυχαί των Δικαίων. Τους οποίους φωτίζει φως παντοτεινόν.

Ύστερον απ’ αυτήν την θεωρίαν, συνέχισεν ο Όσιος, ηρπάγην, τέκνον μου Μαρκιανέ, υψηλότερα και έξω του ουρανού και εις την αρχήν είδον τον τόπον των εκπεσόντων Αγγέλων των πρώτων εωσφόρων, οίτινες εξέπεσον και έγιναν σκότος δια την υπερηφάνειάν των. Είναι δε ο τόπος εκείνος κενός, φωτοειδής και γεμάτος κάλλος άρρητον. Ύστερον ηρπάγην εις το προσεχές των Αγγέλων τάγμα και μετά τούτο εις άλλο, έως ου επέρασα τα τάγματα με την θεωρίαν, εις τα οποία εγνώριζα ότι το φως όπερ ευρίσκετο εις εμέ επερίσσευε και εγινόμην λαμπρότερος τόσον, ώστε έβλεπον και αυτά τα πολυόμματα Χερουβίμ και μου εφαίνετο, ότι ο νους μου εγένετο πολυόμματος. Διότι δεν έμεινε κανέν εξ όσων είναι εκεί, το οποίον να μη είδα, αυτό δε το μέτρον, ω τέκνον μου Μαρκιανέ, δίδετε από τον Κύριον εις εκείνην την ψυχήν, ήτις καταφρονεί τα του κόσμου φαινόμενα και προσηλώνεται όλη εις τον Θεόν. Όθεν δια τούτο δεν κρύπτεται τότε κανέν απ’ εκείνα. Και αφ’ ου είδον αυτά, ηρπάγην εις το ύψος το άρρητον, εις το φως το απρόσιτον, και είδον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν υπό του θείου εκείνου φωτός περιβαλλόμενον, διότι τα της θεότητος όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά ουδέ οι Άγγελοι δύναται να ίδουν. Προσέτι γνώριζε και τούτο, τέκνον μου Μαρκιανέ, ότι ο πεφωτισμένος την καρδίαν βλέπει εδώ τον Κύριον καθώς και εκεί, διότι θρόνος Θεού καθίσταται η τοιαύτη ψυχή κατά το «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ’ αυτώ ποιήσομεν»(Ιωαν.ιδ’23). Και τότε, τέκνον μου, τότε, λέγω, έρχεται εκείνη η ψυχή εις τελείαν αγάπην και ταπεινοφροσύνην και γίνεται ανίκητος εις την αμαρτίαν, στερεωθείσα και βεβαιωθείσα χάριτι Χριστού και γίνεται θέσει υιός Θεού, όπως είναι εκείνος φύσει, καθώς και ο Θεολόγος Γρηγόριος λέγει «Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος».

Είδον και άλλας θεωρίας εις την νοητήν εκείνην Ιερουσλήμ, την μητέρα των πρωτοτόκων, της οποίας είναι τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός! Αλλά πως να διηγηθώ εκείνα τ’ άρρητα κάλλη και τον εύμορφον στολισμόν της, τέκνον μου Μαρκιανέ; Ότι ανθρωπίνη γλώσσα δεν ημπορεί να είπη τα περί αυτής, καθώς λέγει ο μέγας Παύλος «Ά οφθαλμός ούκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ούκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»(Α’Κοριν.β’9). Αν δεν φθάση, τέκνον μου, εις την τελειότητα της αρετής ο άνθρωπος, δεν δύναται να κατανοήση εκείνα τα οποία ητοίμασεν ο Θεός διά τους αγαπώντας αυτόν καθαρώς και ποιούντας τας παραγγελίας του. Λέγεται δε αύτη νέα Ιερουσαλήμ, διότι αναμένει τους Δικαίους, οίτινες μέλλουν να κατοικήσουν εις αυτήν, ύστερον από την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού. Μετά ταύτα πάλιν ηρπάγην εις τα κατώτερα μέρη της γης, εκεί όπου είναι αι ψυχαί των αμαρτωλών και η κόλασις, ήτις αναμένει αυτάς, ήτοι ο Τάρταρος, ο σκώληξ ο ακοίμητος και η γέεννα του πυρός. Αι δε ψυχαί δεν παιδεύονται από τούδε, αλλ’ είναι φυλακισμέναι εις σκοτεινόν τόπον και αναμένουν την δικαίαν κατ’ αυτών απόφασιν, καθώς λέγει και το Ευαγγέλιον του Κυρίου ημών «Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθ.κε’46). Και τι σου είπον, τέκνον μου Μαρκιανέ; Ότι δεν είναι κανέν απόκρυφον, το οποίον να μη ίδη η πεφωτισμένη ψυχή, ούτε από τα ορατά ούτε από τα αόρατα. Γνώριζε ότι ούτε ανθρώπινοι λογισμοί δύνανται να κρυβούν απ’ αυτήν, αλλά είναι όλα αποκεκαλυμμένα εις αυτήν».

«Ο ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ» τόμος ΙΑ σελ.38-40.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου