…Χαλκίδα, Αλιβέρι, Κάρυστος, Κύμη, Αιδηψός Ιστιαία, Λίμνη,
βόρειες Σποράδες. Χρέος, ευθύνη! «Συ ουν κακοπάθησον ως καλός στρατιώτης Ιησού
Χριστού. Ουδείς στρατευόμενος εμπλέκεται ταις του βίου πραγματείαις, ίνα τω
στρατολογήσαντι αρέση».
Η Κύμη |
Προτίμησε σαν μισομόνιμη έδρα την Κύμη. Και χάραξε ένα
γενικό πρόγραμμα, ένα πλάνο δουλειάς. Κήρυγμα, λειτουργίες, επισκέψεις στους φτωχούς,
στους αρρώστους, στους κατατρεγμένους. Αλλά συνάμα και στους άτακτους, στους αλιβάνστους,
στους κακοποιούς. «Διά ξύλου ο Αδάμ παραδείσου γέγονεν άποικος, διά ξύλου δε
Σταυρού ο Ληστής παράδεισον ώκησεν».
……………………………………………………..
Οι κληρικοί σ’ όλο το νομό, χάρη στο ταπεινό ακρόγελο και την
καλόβολη λαλιά, τον έβλεπαν σαν ίσο με ίσο, σαν απλό ιεροκήρυκα, δεν υπολόγιζαν
το αρχιεραρικό αξίωμα. Μα τι τον πείραζε; Απεναντίας απόφευγε κάθε τιμή, κάθε
διάκριση. Στις λειτουργίες της Κυριακής, έπιανε μιάν ακρούλα κάπου στα δεξιά
του ιερού και πήγαινε πρωί-πρωί για να χαρεί τον όρθρο. Και ποτέ δεν
συλλογιόταν τις έκτακτες αμοιβές, ποτέ δεν κυνηγούσε ιεροπραξίες και τυχερά.
Στο κάτω-κάτω, του άρεσε αυτός ο νομός, αυτή η μεγαλόνησος.
Τα σκιερά της δάση, τα υψώματα, οι λαγκαδιές, τα ταντελωτά ακρογυάλια ράντιζαν
την ψυχή με αγαλλίαση, πρόσφεραν ευφροσύνη. Η Κύμη και το απέναντι νησάκι η
Σκύρος άφισαν βαθειά τη σφραγίδα τους στη μνήμη.
Τον πρώτο χρόνο μέσα σε διάφορα περιστατικά και περιπτώσεις
«παραμυθίας και ανακουφίσεως», λίγο μετά το Πάσχα, ήρθε και τον ζήτησε βράδυ
στην κάμαρά του ένας έφηβος, ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. …
Το αγόρι αυτό φορούσε ντρίλινα ξεφτισμένα ρούχα, φτηνά σάνδαλα
και ήταν κουρεμένο γουλί. Μάλλον υψηλού αναστήματος με όψη κέρινη. Τα μάτια του
τόξευαν βαθύ παράπονο.
-Πάτερ, έπιασε να λέει, καθώς τον αντίκρυσε με το αντερί και
την πέννα στα δάκτυλα. Πάτερ, παραβρέθηκα την Κυριακή στο κήρυγμα σας, που
λέγατε κάτι για την αισχύνη. Εγώ… εγώ γεννήθηκα δίχως πατέρα.
-Κόπιασε μέσα παιδί μου, κάθησε να σε φιλέψω λίγο γλυκό.
-Ευχαριστώ είναι αργά… δεν πειράζει.
Με κόπο κατάφερε να μπάσει αυτόν τον απροσδόκητο επισκέπτη
στην κάμαρά του. Μόλις τον έπεισε να καθίσει πρόχειρα σιμά στο τραπεζάκι με τα
χειρόγραφα και τα δοκίμια, το αγόρι αναλύθηκε σε λυγμούς.
-Θα σκοτωθώ πάτερ, δεν αντέχω πιά. Θα πέσω να πνιγώ στον
πράσινο κάβο. Η μάνα μου κάπου-κάπου κλαίει και χτυπιέται μα δεν το ψιλοκοσκινίζει.
Όπου σταθώ κι’ όπου βρεθώ με φωνάζουν μούλο. Ξέκοψα κι’ από το σχολειό και
ρογιάστηκα παραγυιός στους ταρσανάδες, μα κει ‘ναι χειρότερα.
-Που ευρίσκεται η μητέρα σου;
-Προσοχή! Μην πας και της πεις τίποτα, γιατί θα τελειώνω μια
ώρα αρχήτερα. Τη λυπάμαι. Ποιος ξέρει, γιατί αμάρτησε. Ήτανε, λέει, ο άντρας της
καραβομαραγκός και το ‘σκασε με τα πειρατικά, την άφισε νέα και μονάχη, δίχως
διάφορο, δίχως προστασία. Τέτοια μου λέει κάθε στιγμή. Ο Θεός ξέρει, πάτερ. Τι
να πεις, είναι μάνα μου και τη λυπάμαι. Μπορούσε, σαν ήθελε, και να με χαλάσει
μικρό, μα δεν το’ κανε. Μακάρι να το’ χε κάμει. Δεν σηκώνω πια την καταλαλιά,
το φαρμακερό κουσούρι… Ήρθα να σε βρώ, να σ’ ανταμώσω, να παρακαλέσεις τον αφέντη
το Χριστό να σπλαχνιστεί κι’ αυτός τη μάνα μου, τώρα που δεν παίρνει πια
αναβολή και θα δώσω τέλος στη ζωή μου.
Τα μάτια του κόκκινα σαν παπαρούνες τόξευαν σπαραγμό.
-Παιδί μου, παιδί μου, φώναξε και σηκώθηκε, πλησίασε το
αγόρι. Δεν το γνωρίζεις, ότι όσοι δεν έχουν σαν και σένα Πατέρα, σκύβει ο
Εσταυρωμένος, ο αφέντης, όπως ορθώς τον απεκάλεσες, ο Κύριος και τους υιοθετεί;
Και τον Κύριό μας τον είπανε οι Φαρισαίοι νόθο… Τον αποκαλούν μέχρι σήμερα οι
παράνομοι Εβραίοι. Εγώ, παιδί μου, ένας ελάχιστος κληρικός, τυγχάνω
αντιπρόσωπος του Χριστού, εγώ σε αναλαμβάνω. Όποιος του λοιπού σε λέγει νόθο,
θα ‘ρθείς να με το πείς. Επί πλέον δεν θα παραμείνεις εις αυτήν την κατάστασιν.
Θέλεις να ταξιδεύσεις;
Ο έφηβος έπισε να συνέρχεται. Τον κύτταξε με τα πονεμένα
του μάτια, τον κύτταξε φιλοπερίεργα.
-Δεν έχω λεφτά, ψιθύρισε.
-Θα σου βρώ εγώ… ο πατέρας σου. Θα τα κανονίσω.
Εκείνη δα τη περίοδο με κάτι ελεημοσύνες και με την έκδοση
του βιβλίου δεν είχε μήτε εφημερίδα ν’ αγοράσει.
-Πως δεν θέλω… Θέλω και παραθέλω. Θα με σώσεις.
-Από δω και κατόπιν θα με θεωρείς γονέα. Θα κάμεις ολίγον
υπομονήν έως ότου γράψω και με έλθει απάντησις. Θα σε αποστείλω εις Αίγυπτον.
Εις την μεγαλούπολιν του Καΐρου. Ενοείται εις φιλικά μου πρόσωπα. Εκεί θα
εργασθείς και ταυτοχρόνως θα σπουδάζεις. Θα μάθεις γράμματα διά να δοξάζεις
αργότερον τον Ευεργέτην σου, τον Ιησού Χριστό, παιδί μου. Μη κλαίγεις πλέον,
μην επαναπροφέρεις την δηλητηριώδη λέξιν της αυτοκτονίας. Μετανόησε και ελθέ
μεθαύριον Σάββατον ίνα σου αναγνώσω την ευχήν συγχωρήσεως. Ως ελαφρυντικόν σου
καταλογίζω το νεαρόν της ηλικίας σου…
Το αγόρι κινήθηκε, έπεσε χάμου στα γόνατα και του ‘βρεχε τις παντόφλες με τα
δάκρυά του.
-Πάτερ, δεν το περίμενα. Με βγάζεις μέσα από τον τάφο, με
τραβάς από τα δόντια του χάροντα… Ο Χριστός πάτερ, ο Χριστός…
Πήρε όπως συνήθιζε την υπόθεση στα σοβαρά. Ξεκίνησε και
βρήκε την μητέρα, της είπε ότι χρειαζόταν να της πει και σε κάμποσο διάστημα το
τακτοποίησε το παιδί, που το έλεγον Στέφανο. Έπειτα από δυό μήνες κρατώντας τα
μπογαλάκια του μπαρκάριζε από το λιμάνι του Πειραιά για την Αλεξάνδρεια. Εκεί
που πήγαινε δεν θα ξανάκουγε ποτέ το παρανόμι που του σπάραζε την καρδιά. Θα
δούλευε σε φιλικά χέρια και θα σπούδαζε στα περίφημα σχολεία της Κοινότητας.
...........................................................................................................
Έπειτα από δυό μήνες ακριβώς συνέβηκε και μια άλλη,
παρόμοια σχεδόν με την παραπάνω
περίπτωση. Τώρα στη θέση του αγοριού ήταν κοπέλλα. Μια νέα κοπέλλα, ώσαμε
δεκαπέντε χρονώ, μέτρια στο ανάστημα, μάλλον παχουλή, κακοντυμένη, με τσόκαρα
στα πόδια. Ήρθε πρωί μετά τον όρθρο κι’ έβγαλε το φακιόλι της και χύθηκαν
τρόγυρα σαν έβενος τα μαύρα μαλλιά της κι’ έπεσε στα πόδια του κι έκλαιγε μ’
αναφυλλητά, χωρίς να σταματάει, χωρίς να παίρνει μια ψύχρα ανασεμιά.
-Ο πατέρας μου, σεβασιώτατε, ο πατέρας μου, τον έπιασε
θυμός και… σκότωσε. Σκότωσε το θείο μου, τον αδελφό του, πάνω στις διαφορές στα
κτήματα. Τι θ’ απογίνουμε τώρα οι δόλιες, τρείς αδελφάδες; … Τον πήραν οι
χωροφύλακες… τον τράβηξαν με κλωτσές και τον πήγαν στ’ Ανάπλι, στους κακούργους.
Ταχειά θα τον κρεμάσουν, παππούλη…
Απόμεινε άναυδος. Κύτταξε κατά πρόσωπο, περιεργάστηκε
φιλέρευνα το δυστυχισμένο εκείνο πλάσμα, το πλάσμα του Υψίστου που ήταν
άνθρωπος, που ήταν κοπέλλα, απόγονος της Εύας, ομόφυλος της Κυρίας Θεοτόκου και
του κοβόταν η μιλιά. Ώ αυτή εδώ κάτω η γη, η κοιλάδα του πόνου!
Κάθε τι από τη νεαρή εκείνη φυσιογνωμία, από τα άγουρα
εκείνα νειάτα, τα μάτια, τα χείλη, το σαγώνι, τα χέρια, κι’ αυτά ακόμα τα μαλλιά,
συμπλήρωναν την οδύνη. Πλαισίωναν το δράμα.
-Πως σε λέγουν; Κατάφερε για μια στιγμή να ρωτήσει.
-Ροδόπη.
-Άκουσε κόρη μου, Ροδόπη. Σταμάτησε, μην κλαίγεις.
-Δε μου μένει παρά να σκοτωθώ.
-Είσαι νέα, αρκετά νέα, και βιάζεσαι. Θα φροντίσω να πάει
ιερέας εις το Ναύπλιον να βρεί τον πατέρα σου, να τον ανακουφίσει, να τον
σώσει.
-Πως να τον σώσει;
-Από το αμάρτημα. Από το θανάσιμο αμάρτημα του φόνου.
-Άδικά οι κόποι σας… Θα τον κρεμάσουν.
-Οι άνθρωποι ας τον κρεμάσουν. Έχουν ιδικούς των νόμους. Να
μην τον εγκαταλείψει ο Θεός, παιδί μου… Αν τον εγκαταλείψει… Θα τον
ξανακρεμάσει ο Σατανάς. Και τότε να κλαίγεις. Τότε να πονείς με το δίκιο σου.
Μα όχι, δεν θα το επιτρέψει ο Κύριος… θα φροντίσω. Κι όσο διά σας τας αδελφάς…
έχετε μητέρα;
-Έχουμε.
-Δια σας και την μητέρα σας, θα παρασταθώ από σήμερον παρά
το πλευρόν σας. Θα φροντίσω να σας εύρω εργασίαν… θα φροντίσω εάν ζήσω, να σας αποκαταστήσω.
-Πως παπούλη μου, πως, που όλοι εδώ στα μέρη μας, θα μας πομπεύουν,
θα μας κράζουν θυγατέρες του φονηά…
-Θα σας αποστείλω εις Αίγυπτον… Θα φροντίσω. Από σήμερον θα
αναλάβω τον ρόλον του πατέρα σας. Ο Θεός τυγχάνει Πανευεργέτης. Κανέναν,
κανέναν δεν απελπίζει.
Και πάλι πήρε την υπόθεση στα ζεστά. Κι έγραψε γράμματα και
φρόντισε και τοποθέτησε και μητέρα και αδελφές σε γνωστά αρχοντόσπιτα στην Αίγυπτο
δια μέσου της κυρίας Τζένης Δημοσθένους Χωρέμη, της ευγενέστατης αυτής κυρίας,
ανηψιάς του παλαιού του προστάτη, που τόσο του παραστεκόταν σε κάθε δύσκολη
ώρα.
«Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ» Του Σώτου Χονδρόπουλου εκδ.
Καινούργια Γη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου