Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Ο ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΛΗΣΤΗΣ…




Δέν φευγε πό τόν νο καί τήν καρδιά του ατό πού εχε κούσει -  στήν πραγματικότητα «κρυφακούσει» - καθισμένος σέ μιά γωνιά το δωματίου,  μικρό παιδί σάν τανε, πό ναν Γέροντα σοφό πού εχε καταλύσει να βράδυ στό σπίτι τν γονιν του.

«πάρχει να μυστικό βασίλειο, δέλφια μου,», εχε πε Γέροντας,  «τό μεγαλύτερο στόν κόσμο, πού χει μέσα λα τά καλά το Θεο. Καί δέν μιλμε γιά τά μικρά, τά λικά καί τά πίγεια, λλά γιά λες τίς σοφίες καί τούς πνευματικούς θησαυρούς πού μπορε κανείς νά ποθήσει καί νά νειρευτε… Δέν θά πάρχει μάλιστα μακαριότερος νθρωπος, π’ σους χουν γεννηθε μέχρι τώρα, λλά καί π’ σους πρόκειται νά λθουν, πό κενον πού θά μπορέσει νά νακαλύψει τό βασίλειο ατό, νά τό βρε καί νά περάσει τήν κλεισμένη θύρα του... Γιατί χει μία τεράστια θύρα, βαριά κι σήκωτη, πού σο καί νά πιχειρήσει κανείς νά τήν νοίξει, δέν πρόκειται ποτέ νά καταφέρει τίποτε. Τό μόνο πού τήν νοίγει καί σέ πηγαίνει σέ λους τούς θησαυρούς εναι να κλειδί. να κλειδί πού ποιος τό βρε γίνεται θά λέγαμε κατακτητής το βασιλείου ατο. Ναί, μακάριος νθρωπος πού θά πατήσει τό ποδάρι του στόν ελογημένο ατόν τόπο…».

Εχε κουνήσει τό κεφάλι του Γέροντας στοχαστικά, λέγοντας τά τελευταα λόγια του, ν τά μάτια του, στραπόμορφα, χάνονταν στό βάθος νός ρίζοντα πού μόνον κενος βλεπε…

Εδε τά κατάπληκτα μάτια τν γονιν του, εδε τή λαχτάρα το διου το Γέροντα, καί τόσο καρφώθηκε εκόνα το κλειδιο ατο καί το κρυμμένου βασιλείου στή σκέψη του, στε δέν κουσε πιά τίποτε λλο πό τά λεγόμενα το νθρώπου. ποκοιμήθηκε μάλιστα κε, στή γωνιά πού καθότανε, βλέποντας στόν πνο του τι βρίσκεται σ’ να μεγάλο καί πυκνό δάσος κι τι μαζί μέ τούς γονες του ψάχνουν γιά τό μυστικό πέρασμα, γιά τό θαυμαστό μονοπάτι πού θά τούς πάει στή βαριά καί ξωτική θύρα το βασιλείου…

πό τότε δέν ξανάδε τόν Γέροντα οτε κι κουσε ποτέ νά μιλάει κανείς γι’ ατόν. λλά καί ο γονες του, σάν νά θεώρησαν λαφροΐσκιωτο τόν Γέροντα, δέν ξαναμίλησαν γιά τό βασίλειο καί τό μυστήριο κλειδί του, ν σες φορές φερε διος τήν κουβέντα στό θέμα  ατό, κενοι τόν ποπραν, λέγοντάς του τι ατά εναι λόγια τς φαντασίας νός λλοπαρμένου γέρου, πού πλς τυχε νά τόν φιλοξενήσουν μιά κρύα βραδιά το χεμώνα…

«Μήν σχολεσαι μ’ ατά πού εναι νειρα», το επε πατέρας του. «Πάτα γερά στή γ καί κοίτα ατήν νά κατακτήσεις. ,τι εναι στά μάτια σου μπροστά, ατό ν’ ναζητες».

Ατό τελικά ναζήτησε στή ζωή του. Τόν λόγο το πατέρα του τόν κουσε, πλά σκέφτηκε τι θά ’ταν προτιμότερο νά κατακτήσει τή γ μ’ ναν εκολο καί κοπο γι’ ατόν τρόπο: κλέβοντας τό βιός το συνανθρώπου του, ρπάζοντας ,τι ερισκε μπροστά του. Κι εναι λήθεια τι τά κατάφερνε καλά. Δέν χρειαζότανε νά πολυδουλέψει. Τά μάτια του τανε πάντα νοιχτά σ’ ,τι το φάνταζε ραο κι πιθυμητό, κι βρισκε τρόπους, χωρίς νά τόν πάρει κανείς εδηση, τελικά νά τό κάνει δικό του. Τί ’ταν μως τοτο πού το συνέβαινε κατά καιρούς καί τόν κανε τότε νά βλέπει φιάλτες στόν πνο του; Μιά θλίψη βάραινε τήν καρδιά του, μιά πέτρα σήκωτη το πλάκωνε τά σωθικά, κι παιρνε πέτρα τή μορφή μις θύρας πού ψωνότανε λόρθη καί θεόρατη μπροστά του. «Νά ‘βρω τό κλειδί… τό κλειδί…», σαν νά ‘κουγε τότε τά χείλη του νά σιγοψιθυρίζουν… Καί ξυπνοσε μούσκεμα στόν δρώτα, κοιτώντας τά χέρια του μήπως κρατοσε κάνα κλειδί… Μέχρι νά ξημερώσει παρέμενε ξάγρυπνος, φέρνοντας στή μνήμη του τήν χνή μορφή το περίεργου Γέροντα στό πατρικό του σπίτι καί φτιάχνοντας εκόνες γιά τό κρυφό βασίλειο καί τό κλειδί πού θά ‘νοιγε τή βαριά κλεισμένη θύρα του…

Δέν μπόρεσε νά κρύβεται γιά πάντα πό τήν ξουσία τς ποχς. Το ’στησαν καρτέρι μιά βραδιά μετά πό ληστρική καί πάλι πίθεσή του – κι μαθαν τά ργανα τς ξουσίας τό σχέδιό του, γιατί νας συνεργός του ρχισε τίς ποκαλύψεις,  μετά τό πιοτό σ’ να καπηλειό – τόν συνέλαβαν καί τόν καταδίκασαν στόν πιό τιμωτικό θάνατο τς ποχς: νά πεθάνει πάνω σέ σταυρό. πως καναν γιά τούς μεγαλύτερους κακούργους…πού πρεπε χι μόνο νά φύγουν πό τή ζωή ατή, λλά καί μέ τή μεγαλύτερη ταπείνωση!

Το επαν τι δέν θά εναι μόνος! «Θά εναι καί λλοι δυό σάν τά δικά σου μοτρα», το σφύριξε χασκογελώντας μέ μίσος νας ρωμαος στρατιώτης. «Ατή θά εναι … παρηγοριά σου. νας μάλιστα εναι καί… βασιλιάς! Βασιλιάς, κος;» Τό συρτό κοροϊδευτικό γέλιο παρέμεινε γιά ρα στ’ ατιά του.

Τόν εδε! ταν δίπλα του καρφωμένος κι Ατός στόν σταυρό! Μιά  πιγραφή στήν κορυφή λεγε περιπαικτικά τι ταν βασιλιάς τν ουδαίων… δύνη ταν ζωγραφισμένη στά μάτια Του. Μιά δύνη μως - τσι το φάνηκε - πού δέν ταν δια μέ τή δική του το λλου συσταυρωμένου κι ατο ληστ. Διαισθανόταν, παρ’ λο τόν πόνο καί τή δυσκολία πού εχε στήν ναπνοή του, μιά ερότητα πού τόν «μπέρδευε». Τόν κουσε κάποια στιγμή νά μιλάει σέ κάποιους κάτω πό τόν Σταυρό: μιά  γυναίκα μέ δάκρυα στά μάτια καί ναν νεαρό νδρα. Κάτι κουσε νά λέει τι εναι μάνα Του. Τόν κουσε πίσης νά λέει τι διψάει… καί νά φωνάζει τόν λία… Δέν δέχθηκε τό ξίδι πού Το πρόσφεραν κάποιοι στρατιτες.

Κάποια στιγμή κενος γύρισε καί τόν κοίταξε. Τά μάτια τους διασταυρώθηκαν. Τέτοιο βλέμμα γάπης καί ερήνης δέν εχε δεχτε ποτέ πάνω του. νιωσε σάν νά χει στραφε λιος μόνον πρός ατόν καί νά τόν χαϊδεύει μέ τίς κτίνες του. Μιά προσδιόριστη δροσιά ρχισε νά πλώνεται στό κορμί του· δροσιά πού νακούφιζε μ’ ναν μυστήριο τρόπο τούς φατους πόνους του· δροσιά πού πάλυνε τά τραύματα τς ψυχς του. Χωρίς νά καταλαβαίνει τό γιατί, ασθάνθηκε τά μάτια του νά πλημμυρίζουν πό δάκρυα. Κι ταν τόσο παράδοξο ατό πού ζοσε: βλεπε λες τίς μαρτίες πού εχε διαπράξει, βλεπε τή σκιά στήν ποία βρισκόταν λα τά χρόνια τς ζως του, ζοσε τήν μαρτωλότητά του, λλά…χωρίς πόγνωση καί πελπισμό!

Τό φς πού ξέπεμπαν τά μάτια το συσταυρωμένου βασιλι λειτουργοσαν μέσα του σάν χάδι μητρικό - λές πράγματι κι ταν βρέφος στήν γκαλιά τς μάνας του! λα τότε γύρω του πραν ν’ λλάζουν: βασιλιάς στόν Σταυρό πρε τή μορφή το Γέροντα τν παιδικν του χρόνων πού φιλοξενήθηκε στό σπίτι τους·  Σταυρός Του, πίσης, γινε μιά πελώρια θύρα γεμάτη πό ξαίσια εωδιά. Σάν νά βρέθηκε σέ ναν γνωστο καί περφυσικό χρο, ποος μως δέν τόν φόβιζε καί δέν τόν τρόμαζε καθόλου. Τά λόγια πού κουσε νά ψιθυρίζει τό δικό του στόμα βγκαν μ’ ναν ντελς αθόρμητο τρόπο: «μνήσθητί μου, Κύριε, ν τ βασιλεί Σου». Ναί, συσταυρωμένος μ’ ατόν ταν πραγματικός καί ληθινός βασιλιάς. Δέν εχε τήν παραμικρή  μφιβολία. πάντηση μάλιστα πού το  ’δωσε στό δικό του «μνήσθητι» κούστηκε σάν μουσική στ’ ατιά του: «μήν, λέγω σοι, σήμερον μετ’ μο σ ν τ Παραδείσ».

Τό νειρο τν παιδικν του χρόνων γινε πραγματικότητα. ,τι εχε καρφωθε μέσα του γιά τό κρυμμένο βασίλειο καί τό περίεργο κλειδί πού νοίγει τή μεγάλη θύρα του, τό εχε κε μπροστά του. Τό μυστήριο εχε βρε τή λύση του· τό κλειδί τελικά τό ‘χε πάντοτε μέσα στά δικά του χέρια! ταν τό ξέσπασμα τς καρδις του μπροστά σ’ Ατόν τόν γνωστο, μά καί τόσο πολύ δικό του καί γνωστό του πού λεγαν Χριστό·  ταν τά δάκρυα τς μετάνοιάς του καί τό «μνήσθητι» πού ψέλλισε· ατά   πού μ’ ναν θαυμαστό τρόπο τόν φεραν στόν χρο το κρυμμένου βασιλείου κι νοιξαν τή βαριά πύλη του…

πό τότε καί μετά θά μάθαινε τι βασιλιάς, Κύριος καί Θεός του, θά τόν κατέβαζε συχνά π’ τόν σταυρό - σάν τότε πού τόν πρόσταξε νά θεραπεύσει κενον τόν γιο πίσκοπο Πορφύριο τς Γάζας - γιά νά πουλώνει τά τραύματα τν νθρώπων, ψυχικά καί σωματικά, πως, κόμη πιό θαυμαστά, τό δικό του «μνήσθητι» θά γινόταν μυστικός λυγμός τς καρδις τν ληθινά πιστν τς κάθε ποχς· τό «μνήσθητι» πού χει τή δύναμη νά μεταθέτει τόν νθρωπο πό τό σκοτάδι στό φς το Σωτρα Θεο!

(«Κεκλεισμνας νοιξε τς πλας, βαλών Λστς κλεδα τ μνσθητ μου». (νοιξε τίς κλεισμένες πύλες το Παραδείσου ληστής, φο βαλε σάν κλειδί τό μνήσθητί μου) <στίχοι στό συναξάρι τς ορτς το εγνώμονος ληστο>).


ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ παπα Γιώργης Δορμπαράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου