Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Μια ιστορία για έναν κουρέα και τα κέρδη του, που μας διδάσκει το πως να αναγνωρίζουμε τις πλάνες του διαβόλου.



Από την συνομιλία του Αββά Αβραάμ με τους Αββά Κασιανό και Αββά Γερμανό.

Καυχιέστε ότι μπορείτε να σώσετε άλλους και, με την ελπίδα ότι η ιεραποστολική σας δραστηριότητα θα έχει περισσότερους καρπούς, ανυπομονείτε να ξαναγυρίσετε στην πατρίδα σας. Θα σας απαντήσω όμως με ένα μύθο που επινόησε ο αββάς Μακάριος, πολύ εύστοχο και χαριτωμένο. Τον διηγήθηκε κάποτε σε κάποιον αδελφό, θέλοντας να τον βοηθήσει μ’ αυτή την επιτυχημένη ιστορία, επειδή αυτός βασανιζόταν από παρόμοιες με τις δικές σας επιθυμίες.

Ζούσε, είπε, σε μια πόλη ένας κουρέας από τους πιο καλούς στην τέχνη του. Αυτός για τον κάθε πελάτη που κούρευε έπαιρνε ως αμοιβή τρία χάλκινα δηνάρια. Αλλά όσο μικρός κι αν ήταν ο μισθός του, έβρισκε τον τρόπο, αφού αγόραζε ότι του χρειαζόταν για τη συντήρησή του, να αποταμιεύει εκατό δηνάρια.

Και ενώ αυτός συνέχιζε σταθερά να αυξάνει τις οικονομίες του κατ’ αυτό τον τρόπο, έμαθε απροσδόκητα ότι σε μια μακρινή πόλη οι κουρείς έπαιρναν τουλάχιστον ένα χρυσό νόμισμα για κάθε κούρεμα. Μόλις άκουσε αυτή την είδηση, είπε με το νού του: «Πόσο καιρό θα μένω εδώ και θα δουλεύω παίρνοντας ουσιαστικά ως αμοιβή την ελάχιστη προσφορά που θα ‘δινε κανείς σε ένα ζητιάνο; Τόσος κόπος για τρία δηνάρια, ενώ θα μπορούσα, πηγαίνοντας στην πόλη, να κερδίσω μια περιουσία ολόκληρη»!

Αμέσως, παίρνει τα εργαλεία του και, αφού ξόδεψε για τα ναύλα του όλες του τις οικονομίες που τις είχε με κόπο μαζέψει για πολύ καιρό, έφθασε, μετά από μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι, σ’ αυτή την κερδοφόρα πόλη.

Πραγματικά, από την πρώτη κιόλας ημέρα της νέας εργασίας του, πήρε ο κουρέας από κάθε πελάτη του το ποσό που του είχαν πεί. Το βράδυ, βλέποντας το πουγγί του γεμάτο, πήγε στην αγορά ευτυχής, για να αγοράσει τρόφιμα για το δείπνο του. Όμως όλα ήταν πανάκριβα και, αφού έδωσε και το τελευταίο του νόμισμα για να εξασφαλίσει ένα λιτό δείπνο, γύρισε στο σπίτι του χωρίς να του έχει μείνει στην τσέπη ούτε ένα δηνάριο.

Όταν είδε ότι όλο το κέρδος του έφευγε έτσι καθημερινά, τόσο που όχι μόνο δεν έβαζε τίποτε στην άκρη, αλλά και μετά βίας μπορούσε να συντηρηθεί, άρχισε να συλλογίζεται: «Θα ξαναγυρίσω στην πόλη που ήμουν και θα ξαναρχίσω να δουλεύω για το μικρό κέρδος που είχα εκεί. Όσο μικρό κι αν ήταν αυτό, κάλυπτε απόλυτα τα έξοδα της συντήρησής μου και μου έμενε απ’ αυτό και ένα μικρό περίσσευμα, για να το έχω για στήριγμα στα γηρατειά μου. Η καθημερινή  αποταμίευση ήταν μικρή, αλλά, καθώς συνεχώς αυξανόταν, θα γινόταν μακροπρόθεσμα ένα αξιόλογο ποσό. Επομένως, είχα πολύ μεγαλύτερο κέρδος με τα χάλκινα δηνάριά μου απ’ ότι έχω τώρα με τα χρυσά νομίσματα. Γιατί αυτό το φανταστικό κέρδος, όχι μόνο δεν μου αφήνει κάποιο περίσσευμα για αποταμίευση, αλλά και με δυσκολία επαρκεί για την κάλυψη της καθημερινής μου συντήρησης».

Κι εμείς λοιπόν είναι καλύτερα να στοχεύουμε διαρκώς σ’ αυτό το μικρό κέρδος που έχουμε ζώντας στην ερημιά μας. Εδώ δεν κατατρώγουν τα κέρδη μας οι μέριμνες του κόσμου τούτου, οι δυσκολίες και τα εμπόδιά του, η έπαρση της ματαιοδοξίας, αλλά ούτε και η έννοια για την καθημερινή τροφή τα μειώνουν. «Το λίγο που έχει ο δίκαιος είναι προτιμότερο και καλύτερο από τον πολύ πλούτο των αμαρτωλών» (Ψαλμ. 36, 16), λέει ο Ψαλμωδός. Εσείς τώρα επιδιώκετε μεγάλα κέρδη και πιθανόν να τα αποκτήσετε, φέρνοντας στο δρόμο του θεού πολλούς ανθρώπους. Θα πρέπει όμως να γνωρίζετε ότι με τη ζωή που θα ζείτε μέσα στον κόσμο και τους καθημερινούς περισπασμούς του, θα τα κατασπαταλήσετε όλα, και μάλιστα πολύ γρήγορα. Γιατί, όπως λέει ο σοφός Σολομώντας, «καλύτερα μια χούφτα αγαθά που αποκτήθηκαν με ειρήνη, παρά δυό χούφτες γεμάτες αγαθά που αποκτήθηκαν με κόπο και απληστία ψυχής» (Εκκλ. 4, 6).

Παρόλα αυτά, οι αδύνατοι πέφτουν αναγκαστικά θύματα αυτών των ολέθριων ψευδαισθήσεων. Γιατί ο διάβολος τους εξαπατά, παρακινώντας τους να κηρύττουν και να καθοδηγούν τους άλλους, τη στιγμή που οι ίδιοι δεν έχουν καλά-καλά εξασφαλίσει τη δική τους σωτηρία, αλλά έχουν ακόμα ανάγκη να εκπαιδευθούν από άλλους. Ακόμα κι αν αυτοί κατορθώσουν να κερδίσουν κάτι από τη μεταστροφή μερικών ανθρώπων, όμως με την ανυπομονησία τους και με την αδέξια συμπεριφορά τους, δεν θ’ αργήσουν να το χάσουν. Και θα τους συμβεί αυτό που λέει ο προφήτης Αγγαίος: «Αυτός που μαζεύει», λέει, «με απληστία τα κέρδη του, τα βάζει σε τρύπια σακούλα» (Αγγ. 1, 6). Γιατί είναι, πράγματι, σαν να βάζουν αυτοί τα κέρδη τους σε τρύπια τσέπη, αφού χάνουν με την άστατη καρδιά τους και τη συνεχή διάσπαση του νού, αυτό που φαινομενικά έχουν κερδίσει από την ιεραποστολική τους δραστηριότητα και από τη μεταστροφή των άλλων. Τελικά, ενώ αυτοί φαντάζονται ότι κερδίζουν περισσότερα, διδάσκοντας τους άλλους, στην πραγματικότητα καταστρέφουν όλο το έργο της δικής τους πνευματικής ζωής. Η Αγία Γραφή λέει χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν άνθρωποι ματαιόδοξοι, που παριστάνουν τους πλουσίους, ενώ δεν έχουν τίποτε. Υπάρχουν όμως και άλλοι, που είναι ταπεινόφρονες, ενώ έχουν πλούτο πολύ» (Παροιμ. 13, 7). Και πάλι αλλού λέει: «Καλύτερα να είσαι άσημος άνθρωπος και να εργάζεσαι για τη συντήρησή σου, παρά να εμφανίζεσαι ότι έχεις τίτλους και αξιώματα και, στην πραγματικότητα, να στερείσαι και αυτό το ψωμί σου» (Παροιμ. 12, 9).

ΠΗΓΗ: «ΑΒΒΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ» Τόμος Β΄

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου