Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

«ΚΑΡΔΙΑΝ ΚΑΘΑΡΑΝ…»


Γερο-Λάζαρος κάθιδρος καί κουρασμένος κάθισε σέ μιά γωνιά το δρόμου, που πρχε να κάθισμα, ν να δέντρο πρόσφερε παχιά σκιά - δανικό σημεο γιά κάθε περαστικό, δίως τίς μέρες ατές το καλοκαιριο μέ τόν σκληρό λιο. κούμπησε κάτω τήν πραμάτεια του, τά καλάθια πού καιρό πλεκε, βγαλε να μικρό λαγήνι γιά νά βρέξει τά φρυγμένα χείλη του καί σκούπισε μέ τήν νάστροφη το χεριο του τό μέτωπό του.

«Δόξα Σοι, Θεός», βγκε πό τήν καρδιά του στεναγμός, κι κανε τό σημεο το σταυρο. νασήκωσε λίγο τόν καλογερικό του σκοφο καί... μία φωνή νός μεσήλικα νδρα πού διερχόταν πό τό σημεο πού καθόταν τόν κανε νά νασηκώσει τά μάτια του κάπως ξαφνιασμένος.

«Ελογετε, Γέροντα. πό τή σκήτη μς ρχεστε μλλον, γιατί δέν σς χω ξαναδε στά μέρη μας». « Κύριος νά σέ ελογε, παιδί μου», επε π. Λάζαρος, κι κανε μιά προσπάθεια νά νασηκωθε γιά νά χαιρετήσει τόν γνωστο νδρα. «χι, μή σηκώνεστε, Γέροντα», ντέδρασε νδρας θορυβημένος, καί προσπάθησε νά κρατήσει στή θέση του τόν ββ. «Εστε κουρασμένος, δέν χρειάζεται νά σηκωθετε. Μόνο τήν ελογία σας νά μο δώσετε, γιατί στήν πολυάνθρωπη καί μεγάλη ατή πόλη πού ζομε, δ στήν λεξάνδρεια, χρειαζόμαστε αξημένες δυνάμεις γιά νά τά βγάζουμε πέρα. Πολύς κόσμος, πό πολλά μέρη, δύσκολη ργασία, πολλή δυστυχς καί μαρτία».

«χεις δίκιο, παιδί μου», επε Λάζαρος. «Κι γώ, κατ’ νάγκην λθα, γιατί πρέπει νά πουλήσω τό ργόχειρό μου, στε νά χω γιά ρκετό διάστημα τά παραίτητα γιά νά ζ. χεις δίκιο πού λές τι ρχομαι πό τά κάτω μέρη τς Αγύπτου, πό τή σκήτη, τόν μοναχικό συνοικισμό, γιατί κε ζ δ καί δεκαετίες, πότε ρκετά σπάνια εναι λήθεια, νεβαίνω στήν λεξάνδρεια. λλά μή ξεχνς τόν λόγο το ποστόλου τι “που πλεόνασεν μαρτία, περεπερίσσευσεν χάρις”. Πολλή μαρτία στή μεγαλούπολη ατή, λλά προφανς Θεός δίνει καί πολλές εκαιρίες μετανοίας καί σωτηρίας. ρκε βεβαίως…», κοντοστάθηκε λίγο ββς κι να δάκρυ σάν νά λαμψε στά μάτια του, «…νά θέλει κανείς τή σωτηρία του καί νά τήν πιδιώκει», συμπλήρωσε τόν λόγο του. «Πς, Γέροντα;» ρώτησε καλόκαρδος νδρας, ποος βρκε τήν εκαιρία στή μέση το δρόμου νά κμεταλλευτε τήν παρουσία το γιασμένου, π’ ,τι το φάνηκε, καλόγερου. «Πς νά τήν πιδιώκει, ταν τόσες πολλές προκλήσεις καθημερινά τόν ποπροσανατολίζουν; Νά, γιά παράδειγμα, κοιτάξτε πέναντι, λίγο παρακάτω πό τό σημεο πού βρισκόμαστε. Βλέπετε ατούς πού κατεβαίνουν κάποια σκαλοπάτια; Σέ καπηλειό μπαίνουν, γιά νά φνε, νά πιονε, νά κούσουν τραγούδια καί μουσικές πού δέν φαίνονται ,τι καλύτερο… Καί ξέρετε, Γέροντα, συχνάζουν κε καί γυνακες μφίβολης θικς στάθμης καί ποιότητας. Καί δυστυχς, δέν εναι τό μόνο σημεο στήν πόλη. Μεγάλη, πως σς επα, πόλη, πολλές καί ο φορμές καί ο προκλήσεις γιά μαρτία».

Δέν σπευσε Γέροντας νά παντήσει ατήν τή φορά. Σάν νά προσευχόταν καί κάποια στιγμή επε: «ν θέλουμε τόν Κύριο, πού θά πε ν λίγο Τόν γαπμε, μπορομε νά ζομε τήν παρουσία Του, ποφεύγοντας σο μπορομε τούς τόπους τν προκλήσεων καί τν φορμν τς μαρτίας. Γιατί πράγματι δέν εναι δυνατόν κανείς νά εναι καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν Πονηρό διάβολο. πως τό λέει διος λόγος το Θεο: “οδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν”. Γι’ ατό σο εχομαι, παιδί μου, καί σ’ σένα καί στήν οκογένειά σου, ν χεις, νά ζετε σο μπορετε μέ τήν εχή το ησο καί μέ τήν προσπάθεια νά βρίσκεστε πάνω στίς ντολές πού μς δωσε. Γιατί μέσα στίς γιες ντολές Του κρύβεται διος».

«Ελογετε, Γέροντα. Νά εχεστε», επε συγκινημένος νδρας, ποος σκυψε μέ ταπείνωση καί φίλησε τό ροζιασμένο χέρι το γίου καλόγερου, το ββ πού Θεός τόν φερε στόν δρόμο του.

«Στήν εχή το Κυρίου καί τς Παναγίας μας, παιδί μου. Στό καλό καί Χριστός νά εναι πάντοτε μαζί σου».


Κάθισε γιά λίγο κόμη Γέροντας, προβληματισμένος μως διαίτερα πό τόν διάλογο μέ τόν σεμνό ατόν νθρωπο. Τά λόγια πού μέ πόνο το εχε πε, τόν καναν νά δακρύζει καί νά ποννε τήν καρδιά του. «Πολλή μαρτία, Γέροντα, πολλή!»
κανε νά σηκωθε γιά νά μαζέψει τά καλάθια του καί νά προχωρήσει στόν τόπο πού συνήθιζε νά τά πηγαίνει. Μά μέ τήν κρη το ματιο του ξέκρινε μιά μαύρη φιγούρα, στόν πέναντι δρόμο λίγο παρακάτω, κε πού ταν τό καπηλειό, πού το τράβηξε τήν προσοχή. Κοίταξε κι μεινε ποσβολωμένος. Οτε κεραυνός νά τόν εχε κτυπήσει. νας νεαρός καλόγερος, μέ νεση καί σβελτάδα, κατέβαινε τά σκαλοπάτια το κακόφημου μαγαζιο. «Δέν εναι δυνατόν!» σκέφτηκε. «Μά πς; Τί δουλειά χει κε;» Ξανακάθισε γιά νά σκεφτε. Δέν μποροσε νά παρέλθει τό γεγονός τσι, σάν νά μήν εχε δε τίποτα. ρχισε νά προσεύχεται νά τόν φωτίσει Θεός· νά φωτίσει καί τόν νέο καλόγερο πού βρισκόταν δη μέσα στό καπηλειό. Προσπάθησε νά κάνει καλό λογισμό. «Μήπως βρέθηκε κε γιατί ταν σταλμένος πό τό μοναστήρι του γιά κάποια ποστολή; Μακάρι νά ταν τσι. Μά, τέτοιες ποστολές, ν πάρχουν, ναλαμβάνουν συνήθως ο μεγαλύτεροι σέ λικία, καί ποτέ βεβαίως μόνοι τους. Πάντοτε συνοδεύονται καί πό κάποιον λλον. “Οαί τ νί”, πού λέει γιογραφικός λόγος. Λοιπόν, δέν πρόκειται μλλον γιά ποστολή πολύ περισσότερο γιά εραποστολή».
«Θά καθίσω νά μάθω», σιγοψιθύρισε στόν αυτό του. «Πρέπει νά μάθω, γιατί εναι καλόγερος. Τί δουλειά χει σέ τέτοιους τόπους;»

Δέν φυγε. κόσμος πού περνοσε καί τόν βλεπε, παρατηροσε ναν καλόγερο προχωρημένης λικίας, μέ μάτια χαμηλωμένα πού ναπνοή του διακοπτόταν κατά καιρούς πό ναστεναγμούς, ν μ’ ναν μαντήλι σκούπιζε διαρκς τά δακρυσμένα μάτια του. Κάποια στιγμή μόνο τά σήκωσε, γιατί ρώματα βαριά κέντρισαν τήν σφρησή του. Μιά νέα σχετικά γυναίκα, βαμμένη καί ντυμένη προκλητικά, τόν εχε πλησιάσει καί τόν κοίταζε μέ τρόπο αθάδη κι σεμνο. Τήν κοίταξε σάν νά ’βλεπε τόν διάβολο νά παίζει στό πρόσωπό της καί τά δάκρυά του πολλαπλασιάστηκαν. γυναίκα ντράπηκε, ψιθύρισε να «συγγνώμη, πάτερ», καί γρήγορα προχώρησε γιά νά κατέβει κι ατή σέ λίγο στό καπηλειό. συγκεκριμένος τόπος ταν τόπος της. κε βρισκε ατό πού θελε καί ποτελοσε τή δουλειά της. εκόνα το Γέροντα σάν να μικρό γκάθι φευγαλέα τή συνόδεψε γιά λίγα λεπτά, γιά νά ξανεμιστε μως τάχιστα πό τά τραγούδια το κέντρου, πό τά πρτα ποτά, πό τά πρτα πονηρά πειράγματα τν νδρν. κενο πού τήν παραξένεψε καί ποτέλεσε να δεύτερο μικρό κεντρί ταν εκόνα σ’ να τραπέζι νός νέου καλόγερου, πού δειχνε νά μετέχει στήν λη κατάσταση καί νά τήν πολαμβάνει. Γρήγορα μως ξεπέρασε κι ατό τό κεντρί - περιρρέουσα τμόσφαιρα τά σβηνε καί τά σκέπαζε λα.


Κάποια στιγμή Γερο-Λάζαρος εδε τόν καλόγερο το καπηλειο νά ξέρχεται ναψοκοκκινισμένος καί μέ εθυμη διάθεση. Τόν πλησίασε γρήγορα τήν ρα πού κενος προσπαθοσε νά βάλει καί νά φτιάξει τόν καλογερικό σκοφο στό κεφάλι του. «Ελόγησον, δελφέ», το επε χαμηλόφωνα, καί τόν πιασε πό τό μπράτσο. «Μπορ νά σο π κάτι διαιτέρως;» νεαρός καλόγερος σάν χαμένος τόν κολούθησε. εθυμη διάθεσή του φάνηκε νά τόν γκαταλείπει. Πγαν σέ μία πόμερη γωνιά πού δέν πολυπερνοσε κόσμος.

«Τί συμβαίνει, Γέροντα;» επε στό τέλος, προσπαθώντας νά νακτήσει τόν λεγχο τς κατάστασης, πού προσωρινά φάνηκε τι τήν εχε χάσει. «Γιατί μέ σέρνεις δ; Γνωριζόμαστε;» Τό κρασί το προκαλοσε μία λαφρά ζαλάδα, λλά καί να εδος αθάδειας καί λαζονείας. «πό πο ξεφύτρωσε κι ατός;» σκέφτηκε.

«κου, παιδί μου», ρχισε νά λέει μέ μεγάλη σεμνότητα, ταπείνωση καί γάπη Γερο-Λάζαρος. «Σέ βλέπω σάν τόν Κύριο, εσαι δελφός μου, γι’ ατό καί δέν μπορ νά μήν πέμβω σ’ ατά πού βλέπω».

«Καί σάν τί βλέπεις δηλαδή;» κανε καλόγερος πού εδε τήν καρδιά του νά σκληραίνει, παίρνοντας μέσως μυντική στάση πέναντι στον Γέροντα σκητή.
«Κύριε δελφέ», συνέχισε σκητής παραβλέποντας τήν ντίδραση το νέου, «δέν ξέρεις τι φορς τό γιο σχμα; Δέν ξέρεις τι εσαι νέος; Δέν ξέρεις τι πολλές εναι ο παγίδες το διαβόλου; Δέν ξέρεις τι κι πό τά μάτια κι πό τήν κοή κι πό τίς χειρονομίες βλάπτονται ο μοναχοί, ταν ζον στίς πόλεις; σύ μως, μπαίνοντας χωρίς φόβο στά καπηλειά, κι κενα πού δέν θέλεις κος κι κενα πού δέν θέλεις βλέπεις καί συναναστρέφεσαι κι σεμνα μέ γυνακες. Μή, σέ παρακαλ, λλά πήγαινε στήν ρημο, που μπορες νά σωθες, πως τό θέλεις».

κανε νά τόν γκαλιάσει τόν καλόγερο Λάζαρος, μά κενος ποτραβήχτηκε νστικτωδς. «Ατό μς λειπε δά», σκεφτόταν, «νας γέρος νά θέλει νά μο κάνει τόν δάσκαλο, λές καί δέν ξέρω τί κουμάσια εναι κι ατοί ο γέροι!» Σκλήρυνε τή φωνή του καί πάντησε πότομα: «ντε τράβα πό δ, καλόγερε, πού μο κάνεις τόν γιο καί τον πολύξερο. Τί μο λές τά λόγια ατά, λές καί γνοες – μπορε μως καί νά τά γνοες, στω κι ν εσαι γέρος - τι Θεός δέν θέλει τίποτε λλο παρά «καρδίαν καθαράν»; κος λοιπόν; «Καρδίαν καθαράν» ζητάει πό μς Θεός καί χι τό πο πηγαίνουμε καί πο συχνάζουμε. Παντο δέν εναι Θεός; Κι δ καί στό μοναστήρι, λλά καί στό καπηλειό. Λοιπόν, γώ καί στό καπηλειό τόν Θεό Τόν βλέπω. Δέν εναι τόπος πού μποδίζει. βρώμικη καρδιά εναι τό μπόδιο. Μάθε καί κάτι πό μς τούς νέους καί τούς πιό μορφωμένους».

ββς κατάλαβε. καρδιά το νεαρο ταν σκληρυμένη καί νεπίδεκτη πό λόγο Θεο. Τό πρόσωπό του λλωστε τό δειχνε καθαρά: ταν σάν μία μάσκα νέκφραστη, ν τά μάτια του, κυρίως ατά, φαίνονταν τόσο ταραγμένα, πού συναίσθητα σκητής  στρεψε λλο τά δικά του. Δέν θέλησε νά συνεχίσει - ταν ντελς μάταιο. «Αρετικόν νθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτο», σκέφτηκε τόν λόγο το μεγάλου ποστόλου.

Τότε, ργά καί μέ τρόπο πού δειχνε τή δραματικότητα τς στιγμς πού ζοσε, Λάζαρος ψωσε τά χέρια του πρός τόν Ορανό καί επε: «Δόξα Σοι, Θεέ μεγαλοδύναμε, πειδή χω στή Σκήτη πενήντα χρόνια κι κόμα δέν πόκτησα “καρδίαν καθαράν”. Κι δελφός ατός, γυρίζοντας στά καπηλειά, πόκτησε “καρδίαν καθαράν”».

κανε να βμα πίσω Γερο-Λάζαρος, σκητής, ποπιαστής το σώματος, γαπημένος το Κυρίου, στράφηκε μέ μεγάλη γάπη πρός τόν καλόγερο, ποος φαινόταν, παρόλη τή σκληρότητά του νά τά χει πιά λίγο χαμένα, καί τόν ποχαιρέτισε μέ τήν εχή· « Θεός κι σένα νά σώσει κι μένα νά μή μέ διαψεύσει πό τήν λπίδα μου».

Τά βήματά του ργά τόν συραν κε πού εχε φήσει τό ργόχειρό του. ξερε μως τι εχε νά κάνει διπλάσιο τώρα σκητικό γώνα: νά ναπληρώνει σο μπορε τό λλειμμα καί το νεαρο γνωστου καλόγερου. 
     
(πό τό "Λειμωνάριον" το . Μόσχου, κεφ. 194) 
ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ παπα Γιώργης Δορμπαράκης

   Διαβάστε επίσης:  Είπε γέρων Αγιοβασιλειάτης , Ξυλουργείο το “επτά”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου