Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις»



«Ὡς ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων·

χείλη δέ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα

ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω: Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή».

«Ἐσένα πού εἶσαι ζωντανή κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἄς μή σέ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλά χείλια πιστά ἄς ψάλλουνε δίχως νά σωπάσουνε τή φωνή τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδός θέλει νά πεῖ τή φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πού εἶπε «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί») κι ἄς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».

 λλοίμονο! μύητοι, πιστοι, κατάνυχτοι, εμαστε ο πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού πρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά πομε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «κύκλωσαν α το βίου με ζάλαι σπερ μέλισσαι κηρον, Παρθένε». «Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, τσι κ’ μένα μέ ζώσανε ο ζαλάδες τς ζως καί πέσανε πάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπνε μέ τίς φαρμακερές σαΐτες τους. μποτε, Παναγία μου, νά σέ βρ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις πό τά βάσανα».
Μά ποιός πό μς γυρεύει βοήθεια πό τήν Παναγία, πό τό Χριστό κι’ πό τούς γίους; Γυρεύουμε βοήθεια πό τό κάθε τί, παρεκτός πό τό Θεό. λλά τί βοήθεια μπορονε νά δώσουνε στόν νθρωπο τά εδωλα τά λεγόμενα «πιστήμη» καί «τέχνη»; γιος σαάκ ναχωρητής λέγει: «Σ’ λους τος δρόμους πού πορεύονται ο νθρωποι σέ τοτον τόν κόσμο δέ βρίσκουν σέ κανένα τήν ερήνη, ς πού νά σιμώσουμε στήν λπίδα το Θεο. λλοίμονο, ο πιό πολλοί νθρωποι εναι «ο μή χοντες λπίδα», πως λέγει Παλος. ποιος δέν χει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί λπίδα μπορε νάχει; που ν’ κουμπήσει λα εναι σάπια. Γι’ ατό κι’ μνογράφος πού επαμε, λέγει στήν Παναγία: «πορήσας κ πάντων, δυνηρς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, καί τήν βοήθειαν, δός μοι τ δούλ σου τ ταπειν καί θλί». «λα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε ν μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοτο φωνάζω σένα μέ θρνο πικρό, καί λέγω: Πρόφτασε καί δσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι’ θλιο δολο σου».

Παναγία εναι λπίδα τν πελπισμένων, χαρά τν πικραμένων, τό ραβδί τν τυφλν, γκυρα τν θαλασσοδαρμένων, μάνα τν ρφανεμένων. θρησκεία το Χριστο εναι πονεμένη θρησκεία, διος Χριστός καρφώθηκε πάνω στό ξύλο· κ’ μητέρα του Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοτον τόν κόσμο. Γι’ ατό καταφεύγουμε σέ κείνη πού τήν επανε ο πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη το κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροσα»,«ξεία ντίληψη»,«λεοσα», «δηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καί χίλια λλα νόματα, πού δέν βγήκανε τσι πλά πό τά στόματα, λλά πό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε.

Μονάχα στήν λλάδα προσκυνεται Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο δηλ. μέ δάκρυα μέ πόνο καί μέ ταπεινή γάπη. Γιατί λλάδα εναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος πό κάθε λογς βάσανο. Κι’ πό τούτη τήν ατία τό θνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά γιασμένα μυστήρια τς ρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω πό λα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο.

Σέ λλες χρες τραγουδνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, σάν νναι καμιά φιληνάδα τους, μά μες τήν μνολογομε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ γάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα το Θεο μας. νοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δε τί χει μέσα καί νά μς συμπονέσει.

Παναγία εναι πικραμένη χαρά τς ρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», « χαρμολύπη» μας, « ποταμός γλυκερός το λέους», « χρυσοπλοκώτατος πύργος καί δωδεκάτειχος πόλις». μνωδία τς κκλησίας μας εναι νας παράδεισος, να μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολ πό λογς-λογς μυρίπνοα νθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ξαίσια, εναι φιερωμένα στήν Παναγία. λος κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική:«πί σο χαίρει, Κεχαριτωμένη, πσα κτίσις, γγέλων τό σύστημα καί νθρώπων τό γένος, γιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ξ ς Θεός σαρκώθη καί παιδίον γέγονεν πρό αώνων πάρχων Θεός μν».

πορες τί νά πρωτοδιαλέξεις π’ ατή τήν μνολογία τς Θεοτόκου! Θαρρες πώς γέρας, τά βουνά, ο θάλασσες τς λλάδας, τά χωριά ο πολιτεες, γεμίσαvε εωδία πνευματική π’ ατό «τό χρυσον θυμιατήριον», π’ ατή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού χει μέσα «μύρον τό κένωτον». Ο γυνακες μας εναι στολισμένες μέ τ’ νομά της, τά βουνά μας, ο κάμποι, τά νησιά, τ’ κροθαλάσσια εναι γιασμένα πό τά ξωκλήσια της, τά καράβια μας χουν γραμμένο πάνω στή μάσκα καί στήν πρύμνη τό γλυκύτατο τ’ νομά της. ληθινά στήν λλάδα μας «πί Σο χαίρει, Κεχαριτωμένη, πσα κτίσις», «γιά Σένα, χαίρεται λη πλάση». Στή κοίμησή σου, θαρρες πώς χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, θλίψη λλαξε σέ γαλλίαση, λπίδα ζωήρεψε ντί νά ποσκιάσει καί πλημμύρησε τίς καρδιές μας.

Τ’ γέρι φυσ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αγουστιάτικο κύμα σάν νά ρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί φρίζει φουσκωμένο πό χαρά μεγάλη, τό κάθε τί πανηγυρίζει κι’ γάλλεται.. ! Τί θάνατος λοιπόν εναι ατός, πού γέμισε τήν οκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τς θανασίας! Καί καλώτατα ψέλνει μνωδός: «ν τ γεννήσει τήν παρθενίαν φύλαξας, ν τ κοιμήσει τόν κόσμον ο κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ πάρχουσα τς ζως, καί τας πρεσβείαις τας σας λυτρουμένη κ θανάτου τάς ψυχς μν». ληθινά λέγει καί σ’ να λλο τροπάρι: «Τ θανάτ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μτερ τς ζως…».

λλά τό ξαναλέγω. Τί νά πε κανένας πρτα καί τί στερα, πό τά τόσα πνευματικά μνολογήματα πού προσφέρανε ο ρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «Ρόδον τό μάραντον», πού μοσκοβόλησε καί γίασε τήν καταβασανισμένη τήν λλάδα! Τήν μνολογήσανε μέ τά λόγια, μέ τήν ψαλμωδία, μέ τή ζωγραφική, μέ τό σκαλισμένο ξύλο, μέ τ’ σήμι, μέ τό μάλαμα, μέ τό κηρομάστιχο, μέ κάθε τίμιο κι’ γιασμένο πράγμα πού μπορε νά χρησιμέψει στόν νθρωπο γιά ν μπορέσει νά δείξει τήν γάπη του, τό σέβας του, τή χαρά του, τήν πίκρα του, κι’ ,τι λλο γνό ασθημα χει μέσα στά φύλλα τς καρδις του. Τό νά πιάσει κανένας νά τά στορήσει καταλεπτς, θά τανε σάν ν ’θελε νά μετρήσει τήν μμο τς θάλασσας; Γιά τοτο νθολογμε λιγοστά λουλούδια πό τς μνωδίας τό γιόκλημα «ες σμήν εωδίας πνευματικς»

Πρτα π’ λα ς μεταγράψουμε λίγα λόγια πό τίς Καταβασίες το κάθιστου μνου «νοίξω τό στόμα μου», πού εναι τό βυζαντινότατο, λη Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθετε καλά κείνη τήν ξαίσια γ’ δή πού λέγει: «Τούς σούς μνολόγους Θεοτόκε, ς ζσα καί φθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καί ν τ θεί δόξ σου στεφάνων δόξης ξίωσον».

Οράνια πηχήματα!: «Τούς μνολόγους σου, Θεοτόκε, πού συγκροτήσανε ναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, σύ πού εσαι ζωντανή ς φθονη πηγή. Καί μέ τή θεία δόξα σου, ξίωσέ τους νά φορέσουν τς δόξας τά στέφανα» θ’. δή πού λέγει: «πας γηγενής σκιρτάτω τ πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δέ ΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τά ερά θαυμάσια τς θεομήτορος, καί βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, γνή, ειπάρθενε.»

κενα τά πανηγυρικά ατόμελα πού ψέλνουνε στόν σπερινό τς Κοιμήσεως, μέ μέλος θριαμβευτικό καί μέ πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τά σύνθεσε, Πίνδαρος γιασμένος! « το παραδόξου θαύματος! πηγή τς ζως ν μνημεί τίθεται, καί κλμαξ πρός oυραvόv τάφος γίνεται! Εφραίνου Γεθσημανή, τς Θεοτόκου τό γιον τέμενος. Βοήσωμεν ο πιστοί, τόν Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαρε, μετά σο Κύριος, παρέχων τ κόσμ διά Σο τό μέγα λεος.»

Ποταμός μέγας καί βουερός ναβρύζει καί μς δροσίζει, καί πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές καί διψασμένες! Κοίταξε πάθος καί μεράκι πού ξεχειλίζει πό καιγόμενη καρδιά! μνωδός, ντί νά κλάψει γιά τήν Παναγία πού εναι μπροστά του ξαπλωμένη πάνω στήν κλίνη της, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της μέ κλεισμένα τά μάτια της πού δίνανε παρηγοριά στήν νθρωπότητα, μέ σταυρωμένα τά χραντα χέρια της, πού βαστάξανε τό Χριστό καί τόν ναθρέψανε, πεθαμένη σάν τόν κάθε νθρωπο, ντίς λέγω νά κλάψει, φο πρτα πορε πς πηγή τς ζως κείτεται στό μνμα, μονομις κράζει μέ δάκρυα στά μάτια, πλήν δάκρυα χαρς: «Εφραίνου Γεθσημανή, πού χεις θησαυρισμένο τό γιο σκήνωμα τς Θεοτόκου.» Κ’ στερα στρέφει στούς χριστιανούς πού εναι μέσα στήν κκλησία καί τούς λέγει μέ τόν διο πνευματικό οστρο. «ς κράξουμε λοι μαζί στήν Παναγία, χοντας γιά πρωτοψάλτη τόν ρχάγγελο Γαβριήλ, πού τή χαιρέτισε μέ τά δια λόγια κατά τή χαρούμενη, μέρα το Εαγγελισμο κι’ ς πομε: «Κεχαριτωμένη, χαρε, μαζί σου εναι Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ σένα, τό μέγα λεος».

Θάνατος δέν πάρχει δ πέρα πού εναι μητέρα τς Ζως. Κι’ οτε μοιρολόγια καί ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά νεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα γιασμένη πού χει πιθωμένο πάνω της τόν ρτο τς ζως καί τό κρασί τς θανασίας, καί πίνουνε ο χριστιανοί καί μεθνε να μεθύσι γιο, γνό, μωμο καί δέν βρίσκονται πιά μπροστά σ’ να λείψανο πού τό κηδεύουνε, λλά βρίσκονται στή Ναζαρέτ, στό σπίτι τό χαρούμενο καί τό μοσκοβολημένο πό τήν παρθενική εωδία τς Παναγίας, τότε πού τανε δεκάξη χρονν, κατά κείνη τήν μέρα πού γινε Εαγγελισμός, καί κράζουνε γηθόσυνα ο λιγόζωοι ο νθρωποι σά ν ’ναι θάνατοι, μαζί μέ τόν ρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαρε, μετά σο Κύριος!» Κοίμηση γίνεται Εαγγελισμός, θλίψη μεταλλάζεται σέ χαρά!

Ναί, Δέν πάρχει ληθινή χαρά, παρά μονάχα στό Χριστό κι’ ατή χαρά εναι να μάραντο λουλούδι, πού χει τή ρίζα του στόν πόνο. Ο λλες ο χαρές εναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.

Τά μάτια μου εναι θολωμένα πό τά δάκρυα τώρα πού γράφω ατά τά λόγια του Χριστο μας. Ατά τά λίγα λόγια τά φύλαξε νθρωπότητα στήν καρδιά της καί μ’ ατά κλαίει καί μ’ ατά χαίρεται. Ατά τά λόγια γενήκανε θεμέλιο τς ρθοδοξίας, καί μεταλλαχτήκανε σέ λογς-λογς γιασμένα ασθήματα καί βγήκανε πό τίς καιόμενες καρδιές τν γίων νθρώπων καί εωδιάσανε τόν κόσμο. πό τόν ναν γινήκανε μνοι, πό τόν λλον εκονίσματα, σέ λλον γινήκανε προσευχή, σέ λλον ψαλμός, σέ λλον κκλησιά μέ κουμπέδες καί μέ γιατράπεζα, σέ λλον θυσία το μάταιου κόσμου καί βουβή κατάνυξη. Ατά τά λόγια του Χριστο σταθήκανε πηγή καί μπνευση καί γιά τό θρηνητικό ηδόνι τς ρημος, θέλω νά π γιά τόν γιο ωάννη τς Κλίμακος, σέ σα γραψε γιά τό «Χαροποιόν πένθος»: «ποιος κλαίει, λέγει ατός γιος, καί πικραίνεται γιά τό Θεό, κενος ξιώνεται νά δε στή ψυχή του τήν οράνια καί θεία παρηγοριά. Κι’ ατή οράνια παρηγοριά εναι κάποια νακούφιση καί θεϊκή λάφρωση, πού παρηγορά τήν πονεμένη καί πικραμένη ψυχή, πού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε πό τό Θεό μέ τίς μαρτίες της. Καί τούτη χαριτωμένη βοήθεια λλάζει τά πονεμένα δάκρυα τς ψυχς, πού εναι καταφαρμακωμένη, σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή.

ποιος πορεύεται μ’ ατή τή λύπη το Θεο, ατός κατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ γάλλεται ψυχή του. Τοτο τό γιο καί θεάρεστο κλάψιμο εναι μία λύπη λησμόνητη τς ψυχς, μία ρεξη πονεμένης καρδις, πού γυρεύει μέ μεγάλη θέρμη τό Θεό που τόν πιθυμ πάντα της.

Κράτα λοιπόν καλά τή χαριτωμένη καί τήν μερη καί τήν για λύπη, πού κάνει τή ψυχή σου νά θλίβεται ντάμα καί νά χαίρεται. γώ, λογιάζοντας καλά τήν νέργεια τούτη τς γιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε καί θαυμάζω, πς τοτο πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, καί πού φαίνεται πολύ πικρό κι’ βάσταχτο, χει μέσα του πλεγμένη καί σμιγμένη τή χαρά, καί τήν εφροσύνη, πως εναι σμιγμένο τό κερί μέ τό μέλι στήν μελόπιτα. Καί σέρνει κείνους πού τήν ξιωθήκανε μέ πόθο μεγάλο καί μέ πολλήν γάπη, καί φοβονται νά μήν τήν χάσουνε, καί τήν φυλάγουνε περισσότερο π’ σο φυλάγουνε ο λλοι νθρωποι τ’ κριβά πετράδια καί τ’ σημοχρύσαφα. Εναι μία μερη χαρά κ’ να θεϊκό χάρισμα. μέ τό ποο στολίζει Θεός τούς φίλους του, καί κάνει νά χουνε μίαν ληθινή χαρά καί ρεξη γιά τό Θεό, πο ’ναι συντροφιασμένη μέ κάποια θεραπευτική λύπη που δέν χει μέσα της καμιά σαρκική γάπη, παρά μονάχα μι παρηγοριά γγελική καί οράνια. Μέ τήν ποία παρηγορά Θεός κρυφά κείνους πού συντρίβουνε μέ πόνο καί μέ ταπείνωση τήν καρδιά τους.»

μποτε νά τήν ξιωθομε κ’ μες, μέ τή χάρη τς Παναγίας πού γιορτάζουμε. μήν.



Φώτης Κόντογλου

http://www.imaik.gr/?p=11918#more-11918

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου