Οἱ δύο φίλοι, ὁ Γιῶργος, ὁ μεγαλύτερος στήν ἡλικία,
τριαντάρης περίπου, καί ὁ Νίκος, λίγο μικρότερος, εἶχαν φτάσει στό Ὄρος μετά ἀπό«πάλη»
ἀρκετῶν μηνῶν. Ζύγιαζαν τά πράγματα ἀπό δῶ, τά μελετοῦσαν ἀπό ‘κεῖ, τελικά
κατόρθωσαν νά βροῦν ἐκεῖνες τίς ἡμερομηνίες πού μπόρεσαν νά βολέψουν τό
πρόγραμμα καί τίς δουλειές τους, καί, νά, πού βρέθηκαν τελικά στό πολυπόθητο γι’
αὐτούς Ἅγιον Ὄρος, τό ὁποῖο πρώτη φορά ἐπισκέπτονταν. Δέν ἦταν ἄσχετοι πρός τήν Ἐκκλησία
καί τή χριστιανική πίστη. Προέρχονταν ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες εἶχαν
φροντίσει νά σταλάξουν μέσα τους ὅσο ἦταν δυνατόν τήν πίστη στόν Χριστό, τήν εὐλάβεια
πρός τήν Ἐκκλησία καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἁγίους. Ὅταν μάλιστα ἀναφέρονταν στό Ἅγιον Ὄρος οἱ
γονεῖς τῶν δύο παιδιῶν, οἱ εὐλαβεῖς αὐτοί ἄνθρωποι πάντοτε συγκινοῦνταν, σάν
νά φτερούγιζε κάτι μέσα στήν καρδιά τους: εἶχαν ἐπισκεφτεῖ κι ἐκεῖνοι μαζί τό ἁγιασμένο
Ὄρος παλαιότερα, οἱ δέ γυναῖκες τους εἶχαν μετάσχει στόν περίπλου τοῦ Ὄρους πού
εἶχε προγραμματίσει ἡ ἐνορία τους. Γι’ αὐτό καί
ὅταν συναντοῦνταν οἱ φιλικές αὐτές οἰκογένειες, συχνά ἐρχόταν ὁ λόγος γιά τούς
Γέροντες τοῦ Ὄρους, γιά τά πελώρια Μοναστήρια πού βρίσκονταν μέσα σέ μιά ἀχλύ μυστηρίου, γιά τή φυσική ὀμορφιά
πού μάγευε πιστούς καί ἄπιστους, ἀληθινούς προσκυνητές ἤ καί ἁπλούς«τουρίστες».
Τά παιδιά ἄκουγαν τίς συζητήσεις αὐτές καί κατά τρόπο
φυσικό τούς εἶχε δημιουργηθεῖ ἡ ἐπιθυμία νά πᾶνε κι αὐτοί στό Ὄρος, νά δοῦν καί νά ἀκούσουν
καί οἱ ἴδιοι ὅ,τι οἱ πατέρες τους διηγοῦνταν, νά προσκυνήσουν σέ τόπους πού εἶχαν ἀσκητέψει
καί εἶχαν ἁγιάσει ἀληθινοί ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ. Τά χρόνια ὅμως περνοῦσαν καί ἡ ἐπιθυμία
τους δέν εἶχε ἐκπληρωθεῖ. Πότε οἱ σπουδές τους, πότε οἱ διακοπές τους πού δέν ἤθελαν
νά χάσουν, πότε καί κάποια ἀντίδραση πού κάποια στιγμή ἐμφιλοχώρησε μέσα τους,
τούς ἔκαναν νά ἀργοποροῦν καί νά μεταθέτουν γιά ἄλλοτε αὐτό πού ἀπό τά μικράτα
τους εἶχαν ὀνειρευτεῖ.
Καί νά πού ἐκείνη τή χρονιά τά πράγματα «βολεύτηκαν». Τό ἀποφάσισαν,
ὅταν μάλιστα καί κάποιοι φίλοι τους πού ἐπισκέφτηκαν τόὌρος τούς διηγήθηκαν μέ ἐνθουσιασμό
τίς ἐμπειρίες τους, καί μάλιστα ὅταν τούς μίλησαν γιά τόν σπουδαῖο Γέροντα Ἰάκωβο
πού γνώρισαν, σέ μιά μακρινή κάπως σκήτη τοῦ Ὄρους, ἀπό αὐτές πού κρύβουν πολλά ἁγιασμένα
γεροντάκια πού δέν τούς δίνει κανείς σημασία, ὅταν κυριαρχεῖται ἀπό κοσμικά
κριτήρια, ἀλλά πού ἔχουν καρδιά χρυσαφένια καί λιονταρίσια, καρδιά δηλαδή ἀληθινά
σάρκινη, γεμάτη ἀγάπη καί πίστη Χριστοῦ, ἀλλά καί θέληση πού μόνο ὁ γρανιτένιος
βράχος μπορεῖ νά παραβληθεῖ μαζί της.
Τόν ἀνεζήτησαν, μέ βάση τίς πληροφορίες πού ἔλαβαν ἀπό
τούςφίλους τους, τόν βρῆκαν, γοητεύτηκαν, μαλάκωσε ἡ καρδιά τους,θέλησαν νά ἀκουμπήσουν
σ’ αὐτόν τούς προβληματισμούς καί τίς δυσκολίες τους. Ὁ Γέροντας μέ τήν πρώτη
ματιά «διάβασε» τήν ψυχή τους κι εἶδε ὅτι οἱ νέοι αὐτοί ἄνθρωποι δέν παίζουν μέ
τήν πνευματική ζωή. Ἦταν ἀληθινοί ἀναζητητές τοῦ μυστηρίου τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ,γι’
αὐτό καί εὔκολα κι αὐτός ἀνταποκρίθηκε. Τούς καλοδέχτηκε - ὅπως ἔκανε ἄλλωστε
καί σέ ὅλους τούς προσκυνητές – καί κάτω ἀπό ἕνανγέρικο πλάτανο πού κοσμοῦσε τή
μικρή αὐλή τοῦ κελιοῦ του, τούς ἔψησε καφεδάκι καί τούς τράταρε λουκούμι καί
δροσερό νερό.
Ἡ κουβέντα δέν ἄργησε νά λάβει τήν τροπή πού ἐπιθυμοῦσαν ὅλοι τους.
Μετά τίς πρῶτες ἀναγνωριστικές φράσεις, τήν πρώτη γνωριμία τους, καί οἱ δύο νέοι αὐτοί ἄνθρωποι
ἄρχισαν νά ρωτοῦν γιά πιό πνευματικά θέματα,γιά τίς δυσκολίες πού ἀντιμετώπιζαν
στήν πνευματική ζωή, γιά τήν ἀπογοήτευσή τους ἀπό πολλούς ἀξιωματούχους τῆς Ἐκκλησίας,
γιά τό κυνηγητό ἀπό τήν ἄλλη τοῦ καθημερινοῦ ἄρτου, πού τούς ἔκανε καί τούς δύο
νά μήν ἔχουν κάπου προσανατολιστεῖ γιά τή σύμπηξη οἰκογένειας. Γιατί καί οἱ δύο
τοῦ ἀνέφεραν ὅτι ἡ μοναχική ζωή τήν ὁποία ἀποδέχονται καί ἀγαποῦν, δέν εἶναι γι’
αὐτούς. Βλέπουν τούς καλογέρους ὡς ἥρωες μέ τήν ἀποταγή τοῦ κόσμου, ἀλλά οἱ ἴδιοι
δέν μποροῦν νά σηκώσουν τό βάρος αὐτό.
Ὁ Γέροντας τούς ἄκουγε ὑπομονετικά καί μέ καλοσύνη καί
πότε κουνοῦσε τό κεφάλι του συμφωνώντας μέ τίς διαπιστώσεις τους, πότε ἔδινε
κάποιες σύντομες ἀπαντήσεις, πότε ἐξέφραζε τήν ἔκπληξή του μέ κάτι περίεργο καί
παράδοξο πού τοῦ ἔλεγαν. Τό κομποσχοίνι του ἀπό τήν ἄλλη γυρόφερνε στά ἁγιασμένα
χέρια του κι ἦταν στιγμές πού κάποιο δάκρυ σάν νά λαμπύριζε στούς ὀφθαλμούς του,
πού γρήγορα ὅμως σάν ντροπιασμένο μαζευόταν χωρίς νά πάρει τόν δρόμο του. Ἐκεῖ
πούκοντοστάθηκε περισσότερο ἦταν στίς ἐπιφυλάξεις τῶν νέων γιά τούς πρῶτα
φέροντες στήν Ἐκκλησία. Εἶδε ἀμέσως τόν κίνδυνο πού καραδοκοῦσε, τήν ἔκπτωση μέ
«δεξιό» τρόπο σέ κατάκριση καί ἀποποίηση τῶν προσωπικῶν εὐθυνῶν.
«Θέλει προσοχή τό θέμα αὐτό, παιδιά μου», εἶπε μέ
σοβαρότητα.Βεβαίως οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντές μας εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν
τήμεγαλύτερη εὐθύνη γιά τίς ψυχές τῶν πιστῶν καί ὄχι μόνο, μά ὁ κάθε πιστός ἐξίσου
μ’ αὐτούς ὡς μέλος Χριστοῦ εἶναι ὑπεύθυνος. Εἶναι πολύ εὔκολο νά μεταθέτουμε τά
βάρη στούς ἄλλους καί νά ξεχνᾶμε ὅτι«ἕκαστος περί ἑαυτοῦ λόγον δώσει» στόν
Κύριο. Ἄλλωστε μή ξεχνᾶμε ὅτ ικαί οἱ πρῶτοι στήν Ἐκκλησία, ἀπό πλευρᾶς ἀνθρώπινης
ὁμιλῶ, εἶναι«σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας», ἔχουμε δηλαδή ὅ,τι τελικῶς ἴσως μᾶς ἀξίζει
–τό σημειώνει καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «ὁ Κύριος δίνει τούς ἄρχοντες κατά τήν
καρδίαν τοῦ λαοῦ». Ἄν θέλουμε λοιπόν πράγματι νά βοηθήσουμε τήν κατάσταση εἶναι ἀφενός
νά προσευχόμαστε γιά τούς ταγούς μας,ἀφετέρου ὅσο μποροῦμε νά ἁγιάζουμε τόν ἑαυτό
μας. Διότι ἁγιάζοντας τόν ἑαυτό μας διορθώνεται ἕνα κομμάτι τῆς Ἐκκλησίας καί ἔτσι
ὁ ἁγιασμός αὐτός μεταφέρεται καί στούς ἄλλους. Μήν ὑποτιμᾶμε τήνεὐθύνη τοῦ
καθενός μας, ὅσο μικροί καί ταπεινοί κι ἄν φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε. Ἄλλωστε ἡ
ταπεινοσύνη ἤ ἡ μεγαλοσύνη τοῦ καθενός μετριέται «μέ τῆς καρδιᾶς τό πύρωμα» πού
λέει κι ὁ ποιητής, μέ τήν ἀγάπη πού ἔχει ὁ
ἄνθρωπος πρός τόν Χριστό καί τόν συνάνθρωπο, καί ὄχι ἀπό τό ἔχει του καί τά
κοσμικά προσόντα του. Ἀπό τήν ἄλλη, ὁ κάθε συνάνθρωπός μας, μικρός ἤ μεγάλος, μέ
ἀξίωμα ἤ ὄχι, ἀποτελεῖ κομμάτι τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ μας. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον
σου ὡς σεαυτόν»,προτρέπει ἀπαρχῆς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος δέν εἶναι ἄλλος. Εἴμαστε ἐμεῖς,
γιατί ὡς μέλη Χριστοῦ ἐνταγμένοι μέσα σέ Ἐκεῖνον καί ἔχοντας τήν ἀγάπη Του
περικλείουμε καί τόν ἄλλον μέσα στόν ἑαυτό μας, ὅπως ὁ Χριστός ὁ Ἴδιος μᾶς
περικλείει κι Ἐκεῖνος μέσα Του. Αὐτό δέν εἶναι τό μυστήριο τῆς ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων,
κατά τό πρότυπο τῆς ἑνότητας τῆς ἴδιας τῆς Ἁγίας Τριάδος; «Ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»,
εἶπε ὁ Κύριος,«καθώς καί ἡμεῖς, Πάτερ, ἕν ἐσμεν».
Λοιπόν, ἄν ἀφεθοῦμε στίς κατακρίσεις τῶν ἄλλων, ἄν παρασυρθοῦμε
στίς φαινομενικά σωστές ἀπογοητεύσεις καί ἀπογνώσεις μας,ἀρνούμαστε τόν λόγο τοῦ
Κυρίου καί παίζουμε τό παιχνίδι τοῦ Πονηροῦ. Συνεπῶς, χάνουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ
καί τή χάρη Του στή ζωή μας,ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι μαζί μας, ὅταν κι ἐμεῖς προσπαθοῦμε
μέ τή βοήθειά Του νά εἴμαστε ἐπάνω στίς ἅγιες ἐντολές Του. Κάθε λοιπόν
παρέκκλιση τοῦ συνανθρώπου μας, κάθε ἁμαρτία του, πρέπει νά βιώνεται ἀπό
τόν πιστό ὡς δική του παρέκκλιση, ὡς δική του ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία θά πρέπει νά
ἀναλάβει ἀγώνας μετανοίας. Τέτοιο πράγμα καί τέτοια προοπτική δέν ὑπάρχει
πουθενά ἀλλοῦ στόν κόσμο, σέ καμία ἀπολύτως θρησκεία. Εἶναι ἡ μοναδικότητα τῆς
χριστιανικῆς πίστης, τῆς μόνης σωτηριώδους ἀλήθειας γιά τόν ἄνθρωπο».
Ὁ Γέρων Ἰάκωβος κοντοστάθηκε. Σάν νά ἔνιωσε ὅτι εἶπε
πολλά,σταμάτησε κι ἔπιασε καί πάλι τόν γύρο τοῦ κομποσχοινιοῦ του. Θέλησε νά ἀποφορτίσει
λίγο τήν ἀτμόσφαιρα καί προθυμοποιήθηκε νά γεμίσει καί πάλι τά ποτήρια τῶν
προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι τόν παρακολουθοῦσαν μέ μεγάλη εὐλάβεια καί θά ‘λεγε
κανείς καί κατανυγμένοι. Τή σιωπή τήν ἔσπασε κάποιος θόρυβος πού ἀκούστηκε ἀπό
τήν ἐξώθυρα τῆς μικρῆς αὐλῆς. Κάποιος ἄλλος προσκυνητής, μεσήλικας αὐτός,
πλησίαζε καί βλέποντας τήν εἰδυλλιακή γι’ αὐτόν εἰκόνα – κάτω ἀπό τόν πλάτανο
νά πίνουν καφεδάκι καί νά πίνουν δροσερό νερό – χαμογέλασε μέ ἀγαλλίαση.
«Καλῶς τον»,ἔσπευσε ὁ Γέροντας νά τόν καλωσορίσει.«Κόπιασε
καί σύ στή συντροφιά μας.Ἔχουμε καφεδάκι καί ὡραῖο λουκούμι,κυρίως ὅμως δροσερό
νερό μέσα στή ζέστη αὐτή τοῦ καλοκαιριοῦ».
«Εὐλογεῖτε,Γέροντα», εἶπε ὁ νιοφερμένος,«λέγομαι Κώστας καί ἄν
θέλετε, μπορεῖτε νά μέ δεχτεῖτε καί μέ μένα στήν παρέα σας».
«Πολύ εὐχαρίστως, ἀδελφέ μου», ἀπάντησε ὁ Γέροντας, καί ἔκανε τίς
συστάσεις τῶν ἀδελφῶν, τρατάροντας ταυτόχρονα μέ νεανική σβελτάδα τόν ἄνθρωπο. «Ἕχουμε
πιάσει κάποια θέματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς πού ἀπασχολοῦν τούς νέους μας ἐδῶ, κι ἴσως
ὁ Θεός σέ ἔστειλε νά σταματήσουμε λίγο νά ξεκουραστοῦνε κι αὐτοί. Τούς “ἔπηξα”
πού λένε μέ τά λόγια μου», εἶπε ὁ Γέροντας - βλέποντας καί τούς ἀδελφούς νά ἀντιδροῦν μέ τά χέρια τους
στήν ἐκτίμηση αὐτή - κι ἕνα πλατύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στό σκαμμένο ἀπό τήν ἄσκηση
πρόσωπό του. Ἡ μακριάλευκή γενιάδα του πῆρε λίγο νά κουνιέται ἀπό ἕνα ξαφνικό
φύσημα τοῦἀέρα καί τά ράσα πού ἀνέμισαν ἀποκάλυψαν τό λιπόσαρκο κορμί του,καθώς
κόλλησαν πάνω σ’ αὐτό.
«Γέροντα, ἄν ἐπιτρέπεται, θά ἤθελα νά“πήξετε” καί ἐμένα», εἶπε
ὁ καλόκαρδος ἀπ’ ὅ,τι φαινόταν ἄνθρωπος. «Γιατί οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς, τά
προβλήματα τῆς δουλειᾶς – δόξα Σοι ὁ Θεός πού ἔχουμε ἀκόμη δουλειά – τά οἰκογενειακά
προβλήματα, μᾶς καταβάλλουν καί συχνά ἡ κόπωση μᾶς κάνει νά μή θέλουμε κάποιες
φορές νά πᾶμε ἀκόμη καί στήν Ἐκκλησία. Ἀλήθεια, Γέροντα, τί γίνεται σ’ αὐτές
τίς περιπτώσεις; Δέν μᾶς δικαιολογεῖ ὁ Θεός βλέποντας τήν κούρασή μας,ψυχική καί
σωματική, ὅταν προβληματιζόμαστε νά ἐκκλησιαστοῦμε, ἤ ὅταν μέσα στίς τόσες ἐργασίες
φαίνεται νά βαριόμαστε καί τήν ἴδια τήν προσευχή»;
Δέν βιάστηκε νά ἀπαντήσει ὁ Γερο-Ἰάκωβος. Παρότρυνε τόν
κ.Κώστα νά πάρει τό κέρασμα – «εὐλογεῖτε» εἶπε ἐκεῖνος, παίρνοντας τό ποτήρι μέ
τό νερό – κι ἔπαιξε γιά λίγο τό κομποσκοίνι του. Γυρόφερε τό βλέμμα του στή
φύση, τά μάτια του καρφώθηκαν λίγες στιγμές στό πλατάνι, «χάϊδεψαν» ἔπειτα μέ ἀγαθότητα
τούς προσκυνητές, κι εἶπε ἀργά ἀργά.
«Δέν ἔχεις πνευματικό, κ. Κώστα; Διότι ἀφοῦ εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας
μέ πνευματικές ἀναζητήσεις, ὁπωσδήποτε πρέπει νά ἔχεις πνευματικό. Δέν μπορεῖ νά
ὑπάρξει χριστιανός πού νά μήν ἔχει τόν πνευματικό ἐξομολόγο του, στόν ὁποῖο καί ἐξομολογεῖται
τίς ἁμαρτίες του ἀλλά καί τίς πνευματικές ἀνησυχίες του. Λοιπόν, αὐτό εἶναι θέμα
πού πρέπει ὁπωσδήποτε νά τό ἔχεις θέσει ὑπό τήν κρίση τοῦ πνευματικοῦ σου».
«Ναί, εἶναι ἀλήθεια», εἶπε μαζεμένος ὁ κ. Κώστας κι ἔσκυψε
λίγο ντροπιασμένος τό κεφάλι. «Ἀλλά θά ἤθελα καί τή δική σας γνώμη,Γέροντα».
«Αὐτό πού μᾶς λέει ὁ πνευματικός, αὐτό καί εἶναι τό θέλημα
τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς», εἶπε ὁ Γέροντας. «Ἀρκεῖ νά τόν ρωτοῦμε μετά ἀπό προσευχή καί
μέ διάθεση μετανοίας. Ὅπως πολλές φορές ἔχουν πεῖ ἅγιοι Πατέρες μας, ὁ πρῶτος
λόγος τοῦ πνευματικοῦ ὡς ἀπάντηση σέ πραγματικό πρόβλημά μας εἶναι καί ὁ λόγος
τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Κι ἀσφαλῶς ἔχω τήν πεποίθηση ὅτι ἐπ’ αὐτοῦ ὁ πνευματικός
σας θά σᾶς συμβούλεψε νά μήν ἐγκαταλείπετε τήν προσευχή καί τόν ἐκκλησιασμό σας, ἔστω
καί μέ κάποια θυσία ἀπό τήν ξεκούρασή σας». Κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του ὁ
μεσήλικας. «Παρ’ ὅλα αὐτά ἐγώ θά σᾶς ὑπενθυμίσω μία ἱστορία πού δίνει μέ μεγάλη ἐνάργεια
τήν ἀπάντηση σ’αὐτό πού μοῦ θέτετε, ἄν δέν ἔχουν ἀντίρρηση καί τά παλληκάρια ἐδῶ»,ἔστρεψε
σ’ αὐτά τό κεφάλι του ὁ Γέροντας.
«Σᾶς παρακαλοῦμε νά συνεχίσετε», εἶπε ὁ νεαρότερος, ὁ
Νίκος,«γιατί εἶναι θέμα πού ἀπασχολεῖ κι ἐμένα. Πολύ συχνά, παλεύω μέ
τούςλογισμούς μου: νά πάω ἐκκλησία νά μήν πάω, γιατί βλέπω τίς διάφορες ἀπασχολήσεις
μου, τήν κόπωσή μου, τήν ξεκούραση πού δικαιοῦμαι καί πού νομίζω ὅτι συμφωνεῖ σ’
αὐτό καί ὁ Θεός».
«Λοιπόν, παιδιά μου,δέν ἔχω ἀντίρρηση νά σᾶς πῶ. Καταρχάς θά σᾶς ὑπενθυμίσω
ὅτι στό θέμα αὐτό δίνει ἀπάντηση ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τότε πού βρέθηκε στό σπίτι τοῦ
Λαζάρου προσκεκλημένος, καί οἱ ἀδελφές του τοῦ ἑτοίμασαν τραπέζι. Θυμᾶστε πῶς ἦρθε ἡ Μάρθα
μέ παράπονο γιά νά Τοῦ πεῖ ὅτι τήν ἐγκατέλειψε ἡ ἀδελφή της Μαρία μόνη της στίς
διάφορες ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ; «Μόνην με κατέλιπε διακονεῖν». Κι ὁ Κύριος, ἀσφαλῶς
ἐπαινώντας ἀπό τή μιά τή Μάρθα γιά τήν ἐργατικότητά της, τελικῶς τή «μάλωσε»,
δίνοντας τόν σπουδαιότερο ἔπαινο στή Μαρία. «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καί τυρβάζει
περί πολλά.Ἑνός δέ ἐστι χρεία. Μαρία δέ τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται
ἀπ’ αὐτῆς». Λοιπόν, ὡς πρός τό θέμα μας: κι ἐμεῖς πολλές φορές βάζουμε πολλά
πράγματα στό πρόγραμμά μας, ἀπαραίτητα ὄντως ὅπως νομίζουμε, ἀλλά ἀνεπίγνωστα ἀφήνουμε
κατά μέρος τήν προτεραιότητα πού πρέπει νά ὑπάρχει καί πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό
τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό. Κάθε φορά δηλαδή ἐκεῖνο πού πρέπει νά μᾶς συνέχει εἶναι
ἄν ὁ Θεός ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἀγάπη μας ἤ ὄχι. «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ
Θεοῦ» σημείωσε καί πάλι ὁ Κύριος, ὅπως καί τό συγκλονιστικό καί «σκληρό»
θεωρούμενο ὅτι «ὁ φιλῶν ὁτιδήποτε στή ζωή αὐτή ὑπέρ ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». Ἄν
λοιπόν οἱ δουλειές μου,ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ οἰκογένειά μου, μέ ἀπορροφοῦν τόσο ὥστε
νά θεωρῶ λίγο δεύτερη τήν προσευχή καί τήν ἀναφορά στόν Κύριο, τότε μᾶλλον δέν θά
ἔχω τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν δέν ἔχουμε τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ,
δυστυχῶς – κι αὐτό εἶναι τό τραγικότερο ὅλων – μᾶς παραλαμβάνει ἄλλος. Κι ὁ ἄλλος
αὐτός εἶναι ὁ Πονηρός. Ποτέ, μή ξεχνᾶμε, δέν εἴμαστε μόνοι μας. Ἤ θά εἴμαστε μέ
τόν Θεό ἤ θά ἐνεργεῖ καί θά ἐπιδρᾶ μέσα μας ὁ Πονηρός. «Ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ
ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει», τονίζει γιά μία ἀκόμη φορά ὁ Κύριός
μας. Δέν ὑπάρχει μέ ἄλλα λόγια κάποια ἐνδιάμεση στάση, κάπου νά εἶμαι οὐδέτερα, ὅσον
ἀφορᾶ στά πνευματικά. Ἤ εἶμαι μέ τόν Χριστό ἤ εἶμαι μέ τόν Πονηρό καί τά πάθη
μου. Ἤ ἀνεβαίνω ἤ κατεβαίνω».
Σταμάτησε καί πάλι ὁ Γέροντας. Ἔσκυψε τό κεφάλι καί τά χείλη
του ψιθύριζαν τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Σιωπή εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ. Τό μόνο πού ἀκουγόταν
ἦταν τό ἐλαφρύ φύσημα τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀέρα, πού θρόϊζε τά φύλλα τοῦ πλατανιοῦ
πού φαίνονταν νά σιγοντάρουν κι αὐτά τήν
εὐχή μέτόν Γέροντα.
Ξαφνικά, ἀνασήκωσε τό κεφάλι του ὁ π.Ἰάκωβος. Σάν νά θυμήθηκε
κάτι καί,ζητώντας συγγνώμη,πῆγε μέσα στό κελί του. Ἐπέστρεψε πολύ
γρήγορα, κρατώντας στό χέρι του ἕνα μικρό βιβλίο.«Θά σᾶς διαβάσω»,εἶπε, «μία
μικρή ἱστορία πάνω σ’ αὐτό πού συζητᾶμε. Δίνει τήν ἀπάντηση ἄμεσα καί
χωρίς περιστροφές. Δείχνει πῶς οἱ λογισμοί πού μᾶς προβληματίζουν συχνά γιά τό ἄν
πρέπει νά προσευχηθοῦμε καί νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία ἤ νά τό ἀφήσουμε γιά ἀργότερα, ἐπιλέγοντας
ἕνα «πιεστικό» διακόνημά μας, τελικά εἶναι λογισμοί τοῦ Πονηροῦ. Ἡ ἱστορία
μάλιστα πού εἶναι πραγματική διαδραματίστηκε στά Ἱεροσόλυμα τόν 6ο μ.Χ. αἰώνα,
πρωταγωνιστής της ἦταν ἕνας ἀδελφός χριστιανός, καταγράφηκε δέ ἀπό ἕναν ἅγιο
μοναχό,τόν Ἰωάννη τόν Μόσχο, ὁ ὁποῖος τήν ἱστορία αὐτή μαζί καί μέ ἄλλες πνευματικοῦ
χαρακτήρα τίς ἐξέδωσε ὑπό τόν τίτλο «Λειμωνάριον»,Πνευματικό δηλαδή
περιβόλι. Καί γιά νά σᾶς ἐξάψω τή
φαντασία,πρόκειται γιά ἱστορία πού πρωταγωνιστές ἐπίσης ἦταν δύο... κοράκια, τά ὁποῖα
μάλιστα χειροδικοῦσαν! Μοίραζαν... χαστούκια!»
«Χαστούκιζαν τά... κοράκια; Μιλᾶμε γιά τά κοράκια, τά
πουλιά, ἔτσιδέν εἶναι, Γέροντα»; Ὁ Νίκος σάν νά μήν μποροῦσε νά πιστέψει αὐτό
πούἄκουγαν τά αὐτιά του!
«Ἀκριβῶς, ὅπως σᾶς τά λέω. Τά κοράκια πού χαστούκιζαν ἕναν ἀδελφό
χριστιανό, στήν ἅγια Πόλη τῆς Ἱερουσαλήμ, πολλά πολλά χρόνια βέβαια πρίν».
«Ἀκούγεται πολύ παράξενο ἀλλά καί ἐνδιαφέρον αὐτό πού μᾶς λέτε,
πάτερ Ἰάκωβε», εἶπε καί ὁ Γιῶργος. Πεῖτε μας ὁλόκληρη τήν ἱστορία γιά νά
καταλάβουμε. Γιατί κοράκια πού χαστουκίζουν... ἀνθρώπους,πρώτη φορά ἀκοῦμε».
Τέντωσαν ὅλοι τά αὐτιά τους μή χάσουν καί τήν παραμικρή
λέξη. Ὁ κύριος Κώστας μάλιστα ἔγειρε περισσότερο πρός τή μεριά τοῦ Γέροντα,μέ ἀποτέλεσμα
νά ρίξει καί τό ποτήρι μέ τό νερό.
«Ἀκοῦστε λοιπόν τή διήγηση ὅπως τή μετέφερε ὁ ἀββάς Χριστοφόρος,
Ρωμαῖος στήν καταγωγή καί μοναχός στό σπουδαῖο μοναστήρι τοῦ ὁσίου Σάββα, στήν ἔρημο
τῆς ἁγίας Πόλης τῶν Ἱεροσολύμων. «Μιά μέρα ἀνέβηκα –διηγεῖται ὁ Γέρων Χριστοφόρος
- ἀπό τό μοναστήρι στήν ἁγία πόλη
νά προσκυνήσω τόν ἅγιο Σταυρό. Καί ἀφοῦ προσκύνησα, καθώς ἔβγαινα,βλέπω ἕναν ἀδελφό
στήν πύλη τῆς ἐσωτερικῆς αὐλῆς τοῦ ἁγίου Σταυροῦ μήτε νά μπαίνει μήτε νά βγαίνει
καί δυό κοράκια νά πετοῦν ἀναιδῶς μπροστά στό πρόσωπό του καί νά τόν
χαστουκίζουν μέ τά φτερά τους στό πρόσωπο∙ καί νά μήν τόν ἀφήνουν νά μπεῖ στόν
ναό. Καί ἐπειδή κατάλαβα ὅτι αὐτοί εἶναι δαίμονες, τοῦ λέω: «Πές μου, ἀδελφέ,
γιατί στάθηκες στή μέση τῆς πύλης καί δέν μπαίνεις;» Αὐτός τότε μοῦ εἶπε:«Συμπάθα
με, κύριε ἀββά, ἔχω λογισμούς∙ ὁ μέν ἕνας μοῦ λέει: Μπές,προσκύνησε τόν τίμιο
Σταυρό∙ ὁ ἄλλος ὅμως μέ ἀποτρέπει λέγοντας:Ὄχι, ἀλλά πήγαινε, κάνε τή δουλειά
σου καί προσκυνᾶς ἄλλη φορά».Ἐγώ τότε, μόλις τό ἄκουσα, τόν ἔπιασα ἀπό τό χέρι
καί τόν ἔμπασα στόν ναό∙ καί εὐθύς ἔφυγαν τά κοράκια ἀπ’ αὐτόν. Καί ἀφοῦ τόν ἔβαλα
νά προσκυνήσει τόν τίμιο Σταυρό καί τόν Πανάγιο Τάφο, τόν ἀπόλυσα ἐνεἰρήνῃ».
«Αὐτή εἶναι ἡ μικρή καί περίεργη ἱστορία», εἶπε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος,
κλείνοντας μέ σεβασμό τό βιβλίο καί φιλώντας το μέ τά δασιά μουστάκια του. «Γι’ αὐτό,παιδιά
μου, σᾶς λέω ὅτι πρέπει νά παλεύουμε πάντοτε νά εἴμαστε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί
ὅλα τά ὑπόλοιπανά εἶναι δεύτερα. Κι ἐσεῖς τώρα, ἄν κάτι ἄλλο δέν εἶναι πιεστικό
γιά ἐσᾶς, ἐλᾶτε νά μέ βοηθήσετε στόν ἑσπερινό. Μέ τόσα πού εἴπαμε, πέρασε ἡ ὥρα
καί πρέπει νά βάλουμε “Εὐλογητός”».
Μέ μιᾶς ὅλοι σηκώθηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη. Ἡ ἄμεση ἀνταπόκρισή
τους ἦταν ἡ ἐπιβεβαίωση ὅτι τά λόγια τοῦ Γέροντα πιάσανε τόπο μέσα τους. Τό ‘δε ὁ
Γερο-Ἰάκωβος, συγκινήθηκε κι εὐχήθηκε μέσα ἀπό τήν καρδιά του παρόμοια νά εἶναι ἡ
ἀντίδρασή τους κι ὅταν φύγουν ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί βρεθοῦνε στίς μεγάλες
πόλεις, ἐκεῖ κυρίως πού ὁ ἄνθρωπος «ψήνεται» καθημερινά ὄχι τόσο ἀπό τόν καύσωνα
τῆς ζέστης ὅσο ἀπό τόν «καύσωνα» τῶν πονηρῶν πειρασμῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου